Συνεπώς εφόσον, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα διαπραχθέντα υπ` εμού αδικήματα, είναι απότοκα της προηγηθείσης παραβατικής συμπεριφοράς μου κατά την οδήγηση του οχήματός μου και ειδικότερα της προσπέρασης που «δεν επιτρεπόταν», έπρεπε να αναγράφονται σ` αυτό οι διατάξεις του ΚΟΚ που καταλαμβάνουν-ρυθμίζουν-αφορούν αυτή την παραβατική οδηγική συμπεριφορά και συνεπώς παραβιάστηκαν «κατά την οδήγηση του οχήματος», όπως π.χ οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1, που υπο τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», ρυθμίζει την συνετή οδήγηση, του άρθρου 17, που υπο τον τίτλο «Προσπέρασμα-Κυκλοφορία σε στοίχους», διαγράφει τους όρους υπο τους οποίους επιτρέπεται η προσπέραση, του άρθρου 19, που υπο τον τίτλο «ταχύτητα και απόσταση μεταξύ οχημάτων» θέτει τον κανόνα της προσαρμογής της οδήγησης στις επικρατούσες συνθήκες, του άρθρου 21, που υπο τον τίτλο «κανόνες για τους ελιγμούς των οχημάτων», ρυθμίζει τις μεταβολές κίνησης των οχημάτων επι των οδών κλπ. Και τούτο διότι οι διατάξεις του ΚΟΚ, όπως και οι ανωτέρω, δεν περιέχουν γενικούς ορισμούς, όπως συμβαίνει με άλλες διατάξεις του ΠΚ (ΑΠ 960/2011), αλλά, ως ειδικός ποινικός νόμος, προσδιορίζουν κατά νόμω τα στοιχεία της πράξης για την οποία διώκομαι ως κατηγορούμενος, διότι θέτουν-προσδιορίζουν το αντικειμενικό καθήκον επιμέλειας που φέρεται ότι παραβιάστηκε κατά την οδήγηση του οχήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση (συνετή οδήγηση, αντικανονικό προσπέρασμα κλπ), άνευ προσδιορισμού του οποίου σύμφωνα με τις ανωτέρω νομικές διατάξεις ΚΟΚ που αποτελούν την πηγή του, είναι αδύνατος από τον εφαρμοστή του δικαίου και ο προσδιορισμός των (εξωτερικά) αμελών συμπεριφορών που εμπίπτουν στις αντικειμενικές υποστάσεις των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούμαι (302.1 και 314.1ΠΚ).
Γι` αυτό και η αναγραφή μόνο των ανωτέρω άρθρων του ΠΚ και όχι και των νομικών διατάξεων του ΚΟΚ που όμως επι παραβιάσεώς τους, προσδιορίζουν κατά τα ανωτέρω και στη συγκεκριμένη περίπτωση τα στοιχεία της αμελούς εξωτερικά πράξης της οδήγησης/προσπέρασης, και άρα και την α.υ των αποδιδόμενων εγκλημάτων από αμέλεια, δεν αρκεί, αφού όπως ειπώθηκε, το «ανεπίτρεπτο» της επιχειρούμενης υπέρβασης του προπορευόμενου οχήματος, όπως μου αποδίδεται με το κατηγορητήριο, δεν προβλέπεται και δεν προσδιορίζεται από τις ΠΚ 302 και 314, αλλά από τις σχετικές διατάξεις του ΚΟΚ που θέτουν τους όρους της επιτρεπτής υπέρβασης και άρα, ελλείψει αναγραφής και αυτών, το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο και δέον και αιτούμαι να κηρυχθεί αυτό άκυρο, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 321 παρ. 4 ΚΠΔ, λόγω μη τήρησης της διάταξης του άρθρου 321 παρ. 1 εδ. δ` του ΚΠΔ. (βλ. adhoc ΔΝαυτΙωανν 18/2011, ΝΟΜΟΣ. πρβλ. και την περίπτωση ακυρότητας του κατηγορητηρίου στην περίπτωση που ναι μεν αναγράφεται η συγκεκριμένη διάταξη του βδ 29/71 για τα τυχηρά παίγνια που παραβιάστηκε, αλλά όχι και η ΥπΑπ με την οποία κατατάχτηκε κάποιο τέτοιο στα τυχηρά παίγνια. ΑΠ 805/1993 ΝΟΜΟΣ).
Επιπλέον, η αναγραφή στο κλητήριο θέσπισμα του «άρθρου 43. Παρ. 2 α,β, 4 Ν. 2696/199» που είναι και το μόνο του ΚΟΚ που αναγράφεται, ουδεμία σχέση έχει με τις αποδιδόμενες κατηγορίες συνεπεία της παραβατικής οδηγικής συμπεριφοράς που μου αποδίδεται με αυτό, αφού δεν αναφέρεται καν σε οδήγηση οχήματος ή σε προσπέραση, αλλά στην μη παροχή βοήθειας και εν γένει συμπεριφοράς σε περίπτωση ατυχήματος, για τα οποία δεν κατηγορούμαι και ουδέν πραγματικό περιστατικό περί αυτών αναφέρεται στο κατηγορητήριο και συνεπώς είναι και για το λόγο αυτό άκυρο το κατηγορητήριο και αιτούμαι την ακύρωσή του καθόσον το μεν αναγράφεται το ανωτέρω άρθρο ως η ποινική διάταξη που προβλέπει την πράξη για την οποία παραπέμπομαι, το δε απουσιάζει η αναγραφή κάθε πραγματικού περιστατικού στο κατηγορητήριο που καθορίζει επακριβώς κατά τα πραγματικά της περιστατικά (τόπος, χρόνος, περιστάσεις), την πράξη που εμπίπτει και προβλέπεται ως ποινικά κολάσιμη από την ανωτέρω διάταξη.
Έτσι, ενώ δεν αναγράφονται στο κατηγορητήριο πραγματικά περιστατικά ότι δεν έδωσα την αναγκαία βοήθεια στους παθόντες ή/και δεν ειδοποίησα την πλησιέστερη αστυνομική αρχή ,ή/και δεν παρέμεινα στον τόπο, μετά το ατύχημα, εν τούτοις αναγράφεται ως ποινική διάταξη που προβλέπει την πράξη για την οποία παραπέμπομαι, το ανωτέρω άρθρο που προβλέπει την πράξη της μη παροχής βοήθειας, μη ειδοποίησης της Αρχής και μη παραμονής στον τόπο του ατυχήματος, μετά το ατύχημα και συνεπώς δεν υπάρχει, λόγω αντιφατικότητας και ακατανόητου «ακριβής προσδιορισμός της πράξης» κατά το ανωτέρω άρθρο 321. 1δ και 4 ΚΠΔ και πάντως η αναγραφή άσχετων διατάξεων και όχι αυτών που αφορούν στη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, επιφέρει ακυρότητα (ενδ.ΑΠ 68/2002 ΠοινΔικ 2002, 607).
Δια ταύτα αιτούμαι την ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος.
Ο συνήγορος υπεράσπισης
Βρόντος Ανδρέας