Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 16 ΚΠολΔ, προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από την ++ τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου ++. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και των διαδικαστικών εγγράφων, με βάση τα οποία εκδόθηκε η ++ τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου ++, προκύπτουν τα εξής : Ο αναιρεσείων ++ άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++, την από ++ αγωγή του κατά των αναιρεσίβλητων, με την οποία ζητούσε να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 500.000 ευρώ. Ενόψει της εκδίκασης της αγωγής κατατέθηκαν προτάσεις από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόμενων, που επιπλέον παρέστη κατά τη συζήτηση και κατέθεσε προσθήκη- αξιολόγηση των αποδείξεων. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η ++ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++, που απέρριψε την αγωγή (όπως και τη συνεκδικαζόμενη αντίθετη αγωγή) και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα ποσού 10.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο ηττηθείς ενάγων άσκησε την από ++ έφεσή του, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου ++. Ο ενάγων - εκκαλών, παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και πριν την έναρξη της συζήτησης της έφεσης, παραιτήθηκε από τα δικόγραφα της αγωγής και της έφεσης. Οι εφεσίβλητοι, που παραστάθηκαν με δικηγόρο, δεν , αντέλεξαν, ενέμειναν όμως στην έκδοση απόφασης προκειμένου να επιβληθούν σε βάρος του παραιτηθέντος τα δικαστικά τους έξοδα. Ακολούθως εκδόθηκε η ++ απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ++, που κήρυξε καταργημένη τη δίκη, χωρίς να αποφανθεί περί των εξόδων, με την αιτιολογία ότι «Δεν μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της καταργούμενης δίκης και θέμα επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του παραιτουμένου (άρθρο 188 ΚΠολΔ). Η εκκαθάριση των εξόδων θα γίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 679-681 του ΚΠολΔ)». Ακολούθως οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++, την από ++ ένδικη αγωγή τους για την εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, που προκλήθηκαν από την παραίτηση από τα άνω δικόγραφα, η οποία έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη ++ απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ++. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει δεδικασμένο από την ++ απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ++, αφού, με την απόφαση αυτή το ανωτέρω Δικαστήριο δεν απέρριψε το αίτημα για την εκκαθάριση των εξόδων, στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσίβλητοι – αντίδικοι του παραιτούμενου, αλλά όρισε ότι δεν αποφαίνεται το ίδιο περί των εξόδων, αφού η εκκαθάρισή τους πρέπει να γίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 679-681 ΚΠολΔ, δηλαδή η δίκη εκείνη δεν ταυτίζεται, ως προς την ιστορική και νομική της αιτία, με την κρίσιμη δίκη επί της από ++ αγωγής. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, και απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό λόγο έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών - ενάγων επανέφερε τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό του περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω δεδικασμένου, δεν παραβίασε τις ανωτέρω αναφερόμενες περί δεδικασμένου διατάξεις και ο ανωτέρω λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης εξαιτίας έλλειψης αιτιολογίας ως προς την ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου, είναι απαράδεκτος, διότι οι κανόνες του δικονομικού δικαίου, όπως είναι και οι περί δεδικασμένου διατάξεις, δεν αποτελούν αντικείμενο παραβίασης εκ πλαγίου, δημιουργικής λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ .
Κατά την έννοια του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου συντελείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, καίτοι, κατά τις παραδοχές της σχετικής απόφασής του, δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αντιθέτως όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, παρά το ότι, κατά τις παραδοχές αυτές, υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής αυτού. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ προκύπτει ότι θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν το από τις αποδείξεις πόρισμα του δικαστηρίου, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι ανεπαρκές ή αντιφατικό, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο ακυρωτικός έλεγχος της ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας στον προσήκοντα κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 179, 188 παρ. 1,189 παρ.1 εδάφ. γ', 191, 192 ΚΠολΔ 102, 107 και 167 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση λόγω της ισχύος του κατά το χρόνο γέννησης των επίδικων αξιώσεων, συνάγεται ότι στην περίπτωση παραίτησης από την αγωγή και την έφεση, ως διαδικαστικών πράξεων, που γίνεται από τον ενάγοντα - εκκαλούντα, με δήλωση στο ακροατήριο του εφετείου, κατά την ορισθείσα για εκδίκαση της έφεσης ημεροχρονολογία και πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης γεννιέται υπέρ του εναγόμενου -εφεσίβλητου αξίωση κατά του παραιτούμενου ενάγοντος - εκκαλούντος, που εξομοιώνεται με διάδικο που ηττάται, για απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων, στα οποία αυτός υποβλήθηκε μέχρι το χρόνο της παραίτησης και στα οποία περιλαμβάνεται και η, κατά την ισχύουσα διατίμηση, αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη προτάσεων προς απόκρουση της αγωγής και της έφεσης από τα δικόγραφα των οποίων ο ενάγων - εκκαλών παραιτήθηκε. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο επιλαμβάνεται τέτοιας υπόθεσης, του παρέχεται η δυνατότητα συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, η οποία δίδεται στο δικαστήριο της ουσίας με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθόσον για τον καθορισμό των εν γένει δικαστικών εξόδων ενεργεί όπως θα ενεργούσε το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου γίνεται η παραίτηση, λαμβάνοντας υπόψη του όλες τις πιο πάνω διατάξεις, τόσο του Κώδικα περί Δικηγόρων, όσο και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 179, αν κρίνει ότι η ερμηνεία των διατάξεων, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην υπόθεση ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΑΠ 1034/2012). Στην ίδια περίπτωση, κατά τον καθορισμό των αποδιδόμενων εξόδων, μεταξύ των οποίων, η αμοιβή του δικηγόρου του παραιτούμενου, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, α) αν προταθεί, κατ' ένσταση από τον παραιτούμενο, να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 102 του Κώδικα περί Δικηγόρων, κατά την οποία, αν το αίτημα της αγωγής είναι προφανώς εξογκωμένο και μπορούσε να γίνει αντιληπτό από το δικηγόρο, το ελάχιστο όριο της αμοιβής κανονίζεται με βάση το ποσό, το οποίο έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, αν ο δικηγόρος εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα, β) κατόπιν αιτήματος του αντιδίκου του παραιτούμενου να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 167 του Κώδικα περί δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία όταν οι πράξεις ή εργασίες του δικηγόρου έγιναν ύστερα από εντολή περισσότερων του ενός εντολέων το ελάχιστο όριο της αμοιβής του αυξάνεται κατά 5% για κάθε ένα εντολέα (πέραν του πρώτου).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, αφού δέχθηκε ως προς την διαδικαστική διαδρομή της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, όσα ανωτέρω λεπτομερώς αναφέρονται, για την κατά τα προεκτεθέντα απόρριψη του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, το εφετείο, ακολούθως, κατά την, αναιρετικά ανέλεγκτη, σχετική κρίση του, δέχθηκε τα εξής: «Οι ενάγοντες (τότε εναγόμενοι και ακολούθως εφεσίβλητοι) έχουν αξίωση κατά του εναγομένου για όλα τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του δικηγόρου για τις προτάσεις που κατατέθηκαν, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του εφετείου, και η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, προσαυξημένα κατά ποσοστό 5% για έκαστο των εναγόντων, ενόψει του γεγονότος ότι ήταν τρεις οι εντολείς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100, 107, 110 και 167 του Κώδικα Δικηγόρων, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης του εναγόμενου- εκκαλούντα με τον οποίο διατείνεται ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 167 του Κώδικα Δικηγόρων. Ενόψει δε, του αντικειμένου της αγωγής (500.000 ευρώ), η αμοιβή του δικηγόρου των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προσδιορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (άρθρα 100 παρ.1 και 107 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων), προσαυξημένο κατά 5% για καθέναν από τους λοιπούς δύο των τριών συνολικά εντολέων (άρθρο 167 του Κώδικα Δικηγόρων), ήτοι [(500.000 χ 2% = 10.000 + (10.000 χ 5%) χ 2 = 1.000) =11.000] ευρώ. Επιπλέον για την αμοιβή του δικηγόρου τους για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του εφετείου, κατά τη δικάσιμο της 10-12-2010 ,οπότε ο τότε εκκαλών παραιτήθηκε της έφεσής του, η αμοιβή αυτού (του δικηγόρου), προσδιορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (άρθρα 100 παρ.1 και 107 παρ.1 και 110 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων) προσαυξημένο κατά 5% για καθέναν από τους λοιπούς δύο των τριών συνολικά εντολέων (άρθρο 167 του Κώδικα Δικηγόρων), ήτοι [(500.000 χ 2% = 10.000 + (10.000 χ 5%) χ 2 = 1.000) =11.000] ευρώ. Τις ανωτέρω αμοιβές δικαιούται ο δικηγόρος ολόκληρες γιατί, όπως αναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 118 τταρ.3 του Κώδικα Δικηγόρων . ...Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι το δικαστήριο ,κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 102 του (τότε ισχύοντος) Κώδικα Δικηγόρων έπρεπε να υπολογίσει την επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη με βάση όχι το αιτούμενο από αυτόν διογκωμένο ποσό ,αλλά με βάση το εφικτό ποσό το δυνάμενο να ζητηθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός (ο οποίος σημειωτέον, συνιστά την εκ του άρθρου 102 του ν.δ 3026/1954 ένσταση, που προτείνεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο - βλ. ΑΠ 1295/2010 και ΑΠ 89/2009 δημοσιευμένες σε Νόμος, ΑΠ 140/2007 ΝοΒ 2007, 1153), ανεξαρτήτως της προφανούς αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται από τον εναγόμενο το ποσοστό διόγκωσης του αιτήματος του, τυγχάνει απορριπτέος, δεδομένου ότι αφενός η ανωτέρω ένσταση μπορεί να προβληθεί από τον εναγόμενο επί αγωγής του δικηγόρου για την επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής, αφετέρου δε, στην προκειμένη περίπτωση, διότι την επίδικη αγωγή με το ανωτέρω αντικείμενο συνέταξε ο ίδιος ο εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, ήταν δε επιλογή του ίδιου να αιτηθεί το ανωτέρω ποσό, ως ηθική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενδεχομένως, ως μέσο άσκησης δικονομικής πίεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτή την ένσταση του εναγομένου περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 102 του Κώδικα Δικηγόρων και υπολόγισε τη δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, εφαρμόζοντας, όχι τις ανωτέρω διατάξεις αλλά με βάση την 10867/30-12-2005 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, τα προσδιόρισε στο ποσό των 1.229,18 ευρώ, δεν ερμήνευσε ορθά το νόμο και δεν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις και έσφαλε. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης των εκκαλούντων - εναγόντων». Το εφετείο, δεχόμενο α) ότι η αμοιβή του δικηγόρου των εναγόμενων - εφεσίβλητων για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου αλλά και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προσδιορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης προσαυξημένο κατά 5% για καθέναν από τους λοιπούς δύο των τριών συνολικά εντολέων και β) ότι η ένσταση του εναγόμενου, περί εφαρμογής του άρθρου 102 του Κώδικα Δικηγόρων, είναι απορριπτέα, διότι την επίδικη αγωγή με το ανωτέρω αντικείμενο συνέταξε ο ίδιος ο εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος ,ήταν δε επιλογή του ίδιου να αιτηθεί το ανωτέρω ποσό, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφενός μεν διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες στην προσβαλλόμενη απόφαση του, οι οποίες επιτρέπουν το έλεγχο της νομικής ορθότητάς της, αφού με σαφήνεια και πληρότητα απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα περί μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 167 του Κώδικα Δικηγόρων, που ήταν εφαρμοστέες, και περί εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 102 του ίδιου Κώδικα, που δεν ήταν εφαρμοστέες στην ως άνω υπόθεση, αφετέρου δε ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 167 και 102 του Κώδικα Δικηγόρων. Συνεπώς ο τρίτος λόγος της ένδικης αίτησης, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες μόνο από το άρθρο 559 αριθμοί 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε και τα ακόλουθα: «Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών - εναγόμενος με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων (άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ), επέβαλε σε βάρος του τη δικαστική δαπάνη, αναφορικά με τη διεξαγωγή των δικών που αφορούσαν την από ++ και με αριθμό κατάθεσης ++ αγωγή του εναντίον των ++, (εναγόντων στην υπό κρίση αγωγή) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++ και του Εφετείου ++, ενώ όφειλε να τα συμψηφίσει λόγω του, κατά τους ισχυρισμούς του, ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη αγωγή «ασκήθηκε στα πλαίσια ευρύτερης αντιδικίας με τους αντιδίκους και αφορούσε σε ζητήματα προσβολής προσωπικότητας, ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης». Ωστόσο, από την επισκόπηση της με αριθμό ++ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++ δεν προκύπτει ιδιαίτερη πλοκή των νομικών θεμάτων της εν λόγω υπόθεσης, ούτε ιδιαίτερη δυσχέρεια ως προς την υπαγωγή των σχετικών περιστατικών που οδήγησαν στην εφαρμογή των σχετικών κανόνων δικαίου, οι οποίοι αφορούν κυρίως, το ερειζόμενο ζήτημα της υπάρξεως αδικοπραξίας. Επομένως, δεν συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθόσον οι κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν δεν είχαν ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία τους και την εφαρμογή τους». Με βάση τις ανωτέρω αιτιολογίες απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμο. Έτσι όπως έκρινε, το έφετείο, αφενός μεν διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες στην προσβαλλόμενη απόφασή του, οι οποίες επιτρέπουν το έλεγχο της νομικής ορθότητάς της, αφού με σαφήνεια και πληρότητα δέχεται ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη δυσχέρεια, καθόσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, που ήταν εφαρμοστέοι στην ως άνω υπόθεση, επί της οποίας έλαβε χώρα προαναφερθείσα παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και της έφεσης, αφετέρου δε ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 179 και 188 παρ. 1 Κ.Πολ. Δικ., οι οποίες, όπως αναφέρθηκε, έχουν εφαρμογή και επί παραιτήσεως από διαδικαστική πράξη και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της ένδικης αίτησης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Συνεπώς ,αφού δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν κατά τις ανωτέρω διακρίσεις .
Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του παραστάντος αναιρεσίβλητου, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού νόμιμου αιτήματος του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ 2). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης παράβολου (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ++ αίτηση και τον από ++ πρόσθετο λόγο του ++ για αναίρεση της ++ τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου ++ .
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης παράβολου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του παρόντος τρίτου των αναιρεσιβλήτων, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις ++.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις ++.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ