Όπως ειπώθηκε εργαζόμουν στην επιχείρηση του 1ου εναγομένου και την 6η ημέρα της εβδομάδας, δηλ. και το Σάββατο από 9η πρωινή, έως 15.00 για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-11-2019. Εργαζόμουν όπως ειπώθηκε κατ` αυτό τον τρόπο από 1ο/2014, πλήν όμως κατάγονται με την παρούσα στην δίκη αξιώσεις μου από 1-1-2015, αφού για το προηγηθέν διάστημα έχουν παραγραφεί.
Όμως με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 26-2-1975 η οποία κυρώθηκε με το Ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργάσιμων ημερών ή το λεγόμενο πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ (Υ.Α. 11770/20-3- 1984, ΦΕΚ 181), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες. Με το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. 1 του Ν.Δ. 1037/1971 καθιερώθηκε ως νόμιμο ημερήσιο ωράριο των εργαζόμενων σε εμπορικά καταστήματα, όπως εν προκειμένω είναι και των εναγομένων, οι οκτώ (8) ώρες, ενώ με το άρθρο 42 του Ν. 1892/1990, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 23 του Ν. 1957/1991, καθιερώθηκε η πενθήμερη εργασία με σαράντα (40) ώρες κατά εβδομάδα για τους εργαζόμενους στα εμπορικά καταστήματα, των οποίων η ημέρα ανάπαυσης λόγω πενθημέρου καθορίζεται κυλιόμενη.
Αν ο λοιπόν μισθωτός εργάστηκε (εκούσια ή εξαναγκασμένα) σε επιχείρηση που εφαρμόζεται η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, ως εν προκειμένω εγώ, και έκτη ημέρα την εβδομάδα (εκτός Κυριακής ή εξαιρετέας ημέρας ή αναπληρωματικής ανάπαυσης λόγω εργασίας κατά την Κυριακή) η σχετική συμφωνία για απασχόλησή του κατά την ημέρα αυτή, ως απαγορευμένη από τους ως άνω κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη, αφού πρόκειται για εργασία παρεχόμενη εκτός των ημερών της εβδoμαδιαίας εργασίας, ήτοι σε ημέρα ανάπαυσης, και δικαιούται για αυτήν αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως αμοιβή σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (χωρίς να λαμβάνονται υπ` όψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου), αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ωρομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης, χωρίς να δικαιούται και οποιαδήποτε άλλη προσαύξηση. (Α.Π. 804/2003, Α.Π. 6/2012, Α.Π. 175/2013, Α.Π. 193/2011, Α.Π. 1615/2011, Α.Π. 864/2015, Εφετείο Θεσσαλονίκης 2847/2007, Εφετείο Πειραιώς 268/2016, Εφετείο Δωδεκανήσου 7/2015, Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου 72/2010, Ειρηνοδικείο Χανίων 392/2017, ΝΟΜΟΣ). Στην αξίωση αυτή, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, περιλαμβάνονται και τα καταβαλλόμενα στον μισθωτό επιδόματα, μόνο εφόσον αυτά θα καταβάλλονταν και στον μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβανε άλλως ο εργοδότης, αφού διαφορετικά, ως προς αυτά, δεν υπάρχει πλουτισμός του εργοδότη (Α.Π. 32/2013, Α.Π. 1732/2005, Α.Π. 314/2017, ΝΟΜΟΣ).
Σημειώνεται ότι κανείς από τους ανωτέρω δεν υπήγαγε την επιχείρηση σε καθεστώς 6ημερης λειτουργίας, αλλ` ούτε και ενημέρωσε ή δήλωσε εγγράφως ή ηλεκτρονικά προς οποιαδήποτε αρμόδια αρχή (ΣΕΠΕ κλπ) την τοιαύτη απασχόλησή μου κατά την ημέρα του Σαββάτου.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 3846/2010 (με έναρξη ισχύος την 11η.05.2010) «Η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%», γεγονός που σημαίνει ότι ο εργαζόμενος δύναται πλέον να ζητήσει, ένεκα της παρανόμως παρασχεθείσας εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, τις πράγματι καταβαλλόμενες σ’ αυτόν (δηλαδή συνυπολογισμένων όλων των τακτικά χορηγουμένων αποδοχών του αλλά και της προϋπηρεσίας του επί τη βάσει της οποίας υπολογίζεται το νόμιμο ημερομίσθιό του) αποδοχές του, προσαυξημένες μάλιστα κατά ποσοστό 30% και μάλιστα ευθέως εκ του νόμου και δη της σχετικής αξιώσεώς του ερειδομένης στη νομοτυπική μορφή της διατάξεως του άρθρου 8 του Ν. 3846/2010.
Επομένως, εφόσον παρείχα την εργασία μου κατά τον τρόπο που εκτέθηκε κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος-Σάββατο, κατά παράβαση του εφαρμοζόμενου συστήματος του πενθημέρου στην επίδικη εκμετάλλευση χωρίς να μου καταβληθεί ουδεμία αμοιβή αλλά ούτε να μου χορηγηθεί άλλη ημέρα εβδομαδιαίας αναπαύσεως, οι εναγόμενοι οφείλουν να μου καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος (για την ευθύνη αυτή βλ. κατωτέρω) τα εξής ποσά:
1. Για το 2015: Για τέσσερα (4) Σάββατο τον Ιανουάριο, Φεβρουάριο , Μάρτιο , Μάιο , Ιούνιο , Αύγουστο , Οκτώβριο , Νοέμβριο , και πέντε (5) τον Απρίλιο , Ιούλιο , Σεπτέμβριο , Δεκέμβριο, ήτοι για 60 Σάββατο, το ποσό των (μισθός 650€ Χ 0,006=3,9€ ωρομ.Χ30%=5,07€Χ5 ώρες/Σάββατο=25,35€Χ 60 Σάββατο=) 1.521€
Συνολικά για το 2015, το ποσό των 1.521€ και μάλιστα νομιμότοκα με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από την 1-1-2016 ήτοι από την 1η ημέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία αυτή και κατέστησαν απαιτητά και ληξιπρόθεσμα από το νόμο και τη σύμβαση αλλά και διότι οχλήθηκε ο εναγόμενος προς τούτο και πάντως από τον ίδιο ανωτέρω χρόνο ακόμα και αν ήθελε κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας μου ή και παράνομη η εργασία, καθόσον και τότε (ΑΠ 807/1990 ΕΕΔ 50,38, ΑΠ 978/85 ΕΕΔ 45,547, Λ. Ντάσιος Εργατικό Δικ. Δικ. 1999, τ. Ι Α/Ι, παρ. 293, παρ. 397), οφείλονται τόκοι υπερημερίας από το τέλος του μήνα και σε κάθε περίπτωση του έτους που θα ήταν καταβλητέα τούτα τα ποσά ως αποδοχές από έγκυρη σύμβαση ή νόμιμη εργασία μισθωτού με τα ίδια προσόντα, ιδιότητες, υπό τις ίδιες συνθήκες, ωράριο και αντικείμενο εργασίας, αφού άλλωστε ο εργοδότης μου πλούτισε από την παροχή των ανωτέρω εργασιών από την ανωτέρω περίοδο του κάθε μήνα και έτους που παρασχέθηκε αυτή, κατ` 911.2 ΑΚ, του πλουτισμού σωζομένου εισέτι κατά το χρόνο επίδοσης, άλλως τα ανωτέρω ποσά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.
2. Για τέσσερα (4) Σάββατο τον Ιανουάριο 2016 (μισθός 650€ Χ 0,006=3,9€ ωρομ.Χ30%=5,07€Χ5 ώρες/Σάββατο=25,35€Χ 4 Σάββατο=101,4€
Για τέσσερα (4) Σάββατο τον Φεβρουάριο 2016, Μάρτιο 2016, Μάϊο 2016, Ιούνιο 2016, Αύγουστο 2016, Σεπτέμβριο 2016, Οκτώβριο 2016, Νοέμβριο 2016, και πέντε (5) Σαββάτο τον Απρίλιο 2016, Ιούλιο 2016, Δεκέμβριο 2016, ήτοι για 55 Σάββατο (μισθός 700€, ωρ. Χ0,006=4,2€Χ 30%= 5,46€Χ5 ώρες/Σαββατο=27,3€Χ 55 Σάββατο= 1.501,5€
Συνολικά για το 2016, μετά από άθροιση, το ποσό των 1.602,9€ και μάλιστα νομιμότοκα με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2017 με την ανωτέρω αιτιολογία (ληξιπρόθεσμο και απαιτητό) στην οποία παραπέμπω προς αποφυγή επανάληψης, άλλως από την επίδοση της παρούσης μέχρι την εξόφληση.
3. Για τέσσερα (4) Σάββατο τον Ιανουάριο 2017, Φεβρουάριο 2017, Μάρτιο 2017, Μάιο 2017, Ιούνιο 2017, Αύγουστο 2017, Οκτώβριο 2017, Νοέμβριο 2017, και πέντε (5) τον Απρίλιο 2017, Ιούλιο 2017, Σεπτέμβριο 2017, Δεκέμβριο 2017, των παράνομων υπερωριών μη συμπεριλαμβανομένων στο παρόν κονδύλιο, ήτοι για 60 Σάββατο, το ποσό, σύμφωνα με τον ανωτέρω υπολογισμό 4,2€Χ 30%= 5,46€Χ5 ώρες/Σαββατο=27,3€Χ 60 Σάββατο= 1.638€ και αυτά νομιμότοκα από 1-1-2018 με την ανωτέρω αιτιολογία στην οποία παραπέμπω προς αποφυγή επανάληψης, άλλως από την επίδοση της παρούσης μέχρι την εξόφληση.
4. Για τέσσερα (4) Σάββατο τον Ιανουάριο 2018, Φεβρουάριο 2018, Απρίλιο 2018, Μάιο 2018, Ιούλιο 2018, Αύγουστο 2018, Οκτώβριο 2018, Νοέμβριο 2018, και (5) πέντε τον Μάρτιο 2018, Ιούνιο 2018, Σεπτέμβριο 2018, Δεκέμβριο 2018, ήτοι για 60 Σάββατο επίσης 1.638€ σύμφωνα με τον ανωτέρω υπολογισμό (ίδιος μισθός και ίδιες ώρες) και αυτά νομιμότοκα από 1-1-2019 με την ανωτέρω αιτιολογία στην οποία παραπέμπω προς αποφυγή επανάληψης, άλλως από την επίδοση της παρούσης μέχρι την εξόφληση.
4. Για τέσσερα (4) Σάββατο τον Ιανουάριο 2019, Φεβρουάριο 2019,Απρίλιο 2019, Μάιο 2019, Ιούλιο 2019, Σεπτέμβριο 2019, Οκτώβριο 2019 και πέντε (5) τον Μάρτιο 2019 , Ιούνιο 2019, Αύγουστο 2019 και Νοέμβριο 2019, ήτοι για 48 Σάββατο (27,3€Χ 48=) 1.310,4 € και αυτά νομιμότοκα από 1-1-2020 με την ανωτέρω αιτιολογία στην οποία παραπέμπω προς αποφυγή επανάληψης, άλλως από την επίδοση της παρούσης μέχρι την εξόφληση.
Συνεπώς για το παρόν κονδύλιο αμοιβής εργασίας κατά την 6η ημέρα κατά παράβαση του πενθημέρου, μου οφείλει συνολικά μετά από άθροισμα 7.710,3 € νομιμότοκα κατά τις ανωτέρω διακρίσεις.
Άλλως και επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η εργασιακή μου σύμβαση ήτο άκυρη και παράνομη για οιονδήποτε λόγο και ως εκ τούτου δήθεν δεν μου οφείλει τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα ποσά δυνάμει εγκύρου συμβάσεως εργασίας ή απ` ευθείας από το νόμο, τότε μου οφείλει αυτά για κάθε χρονική ανωτέρω περίοδο απασχόλησης, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ) γιατί πλούτισε και ωφελήθηκε άνευ νομίμου αιτίας εις βάρος της περιουσίας μου και επι ζημία μου και έτσι κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος. Γιατί τα ανωτέρω ποσά, αναγκαίως θα κατέβαλλε ως αποζημίωση και ελάχιστες νόμιμες αποδοχές για την εργασία την 6η ημέρα, σε άλλον μισθωτό που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας το ίδιο διάστημα, υπό τις ίδιες ανωτέρω συνθήκες και είδος προσφερθείσης εργασίας και τις ίδιες ώρες και ημέρα Σαββάτου και θα είχε τις ίδιες ικανότητες, εμπειρία, προϋπηρεσία και προσόντα μ' εμένα αλλά και ωράριο εργασίας και η οποία δεν θα μπορούσε να ήταν κατώτερη από τα ανωτέρω νόμιμα ποσά, σύμφωνα με τις συνθήκες, χρόνο και περιστάσεις της παροχής εργασίας, καθώς και το αντικείμενο της που ανωτέρω περιγράφηκαν και σύμφωνα με τα επικρατούντα στον οικείο τομέα συναλλαγών στον τόπο που προσέφερα τις υπηρεσίες μου, για τον ίδιο χρόνο, καθόσον με έγκυρη σύμβαση εργασίας θα κατέβαλλε στον ανωτέρω το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 30% , τόσο μάλλον καθόσον ο συμβατικός μισθός μας είχε ανέλθει στα ανωτέρω ποσά και συνεπώς κατ` ελάχιστον θα κατάβαλλε αυτά επι τη βάσει αυτού και της ανωτέρω νόμιμης προσαύξησης επ` αυτού, τα οποία όμως αποκέρδισε και έτσι δεν ελαττώθηκε η περιουσία του, η δε τοιαύτη παράνομη ωφέλεια που αποκόμισε και εξακολουθεί να σώζεται και κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης και το οποίο ποσό, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες μου, αρνείται να μου το καταβάλει.
ΠΑΡΑΝΟΜΗ (ΚΑΤ` ΕΞΑΙΡΕΣΗ) ΥΠΕΡΩΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΔΕΥΤΕΡΑ-ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Με το ν. 3385/2005 η 41η-45η ώρα, επί 40ωρου εβδομαδιαίας απασχόλησης, όπως εν προκειμένω υποχρεούταν ο εργοδότης μου, συνιστά υπερεργασία και αμείβεται, μετά την τροποποίησή του με το νόμο 3863/10 (ΦΕΚ 115/15-7-10) με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20% , ενώ η πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα απασχόληση θεωρείται υπερωριακή και αν είναι παράνομη-κατ` εξαίρεση υπερωρία-δηλ. χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις και έγκριση, όπως εν προκειμένω, αμείβεται κάθε ώρα με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80%.
Πιο συγκεκριμένα, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ή οκτώ (8) αντίστοιχα ωρών εργασίας ημερησίως (Α.Π. 314/2017, Α.Π. 498/2016, Α.Π. 132/2015, Α.Π. 1561/2011, Α.Π. 206/2009).
Στην περίπτωση της υπερωριακής εργασίας, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (για εξαήμερη εργασία) ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως (για πενθήμερη εργασία), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας (Α.Π. 1223/2013, Α.Π. 684/2017, Α.Π. 232/2018). Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως (Α.Π. 288/2018).
Στην περίπτωση της υπερεργασίας, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας στις οποίες δεν συγκαταλέγεται και το Σάββατο υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Επομένως, αν ο μισθωτός, δεν υπερβεί κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο όριο των 40 ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αμοιβή (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%), διότι δεν έχει πραγματοποιήσει υπερεργασία (Α.Π. 1223/2013, Α.Π. 684/2017, Α.Π. 232/2018).
Η απασχόληση κατά το Σάββατο ως έκτη ημέρα, όπου εφαρμόζεται το σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, αντιμετωπίζεται σαν αυτοτελής ημέρα εργασίας και όχι σε συσχετισμό με τα χρονικά όρια απασχόλησης του εργαζομένου κατά τις εργάσιμες ημέρες (βλ. ανωτέρω και Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 4991/2011).
Σημειώνεται εν τέλει ότι από τις διατάξεις του άρθρου 1 § 1 του ν. 1082/1980, του άρθρου 1 § 2 της 19040/1981 Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας, της 18130/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ` αριθμ. 25825/Ι951 απόφαση των ιδίων Υπουργών και την Φ. 27019/1953 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, της 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών σε συνδυασμό με το άρθρο 10 § 1 του β.δ. 748/1966 και το άρθρ. 2 του ν. 435/1976, του άρθρου 1 § 1 και του άρθρου 2 του α.ν. 539/1945, του άρθρου 3 § 16 του ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 (που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΣΣΕ) και 1 § 2 ν. 435/1976 συνάγεται ότι επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, προσαύξηση της νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά Κυριακές και προσαύξηση του καταβαλλομένου ημερομισθίου για παρασχεθείσα παράνομη υπερωριακή απασχόληση, δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους- βάσει άκυρης συμβάσεως εργασίας - με απλή σχέση εργασίας. Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από το περιεχόμενο όλων αυτών των διατάξεων, που σε κανένα σημείο τους δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους, αλλά και από το ότι, αντιθέτως, στις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 του ν. 1082/1980, του άρθρου 1 § 2 της ΥΑ 19040/1981 και του άρθρου 3 § 16 του ν. 4504/1966 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση. (ενδ. ΑΠ 206/2009, ΝΟΜΟΣ)
Εν προκειμένω, ως εξετέθη, εργαζόμουν για τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή (για το διάστημα που εδώ ενδιαφέρει) από Ιανουάριο 2015 έως 30-11-2019, επι 10 ωρο καθημερινά για τους λόγους που εκτέθηκαν, η δε παροχή υπερωριακής εργασίας γινόταν παράνομα-κατ` εξαίρεση γιατί ο εργοδότης μου δεν ζήτησε και δεν έλαβε άδεια της Αρχής (Επιθεώρησης Εργασίας, ΣΕΠΕ, Αστυνομία), ούτε πραγματοποιήθηκαν αυτές οι ώρες υπερεργασίας και π.υ μετά από προηγούμενη αναγγελία τους προς αυτές, είτε έγγραφα είτε ηλεκτρονικά, ούτε αναρτήθηκαν προηγουμένως ή μετά σε οποιαδήποτε υπηρεσία και σύστημα καταγραφής τους (ΕΡΓΑΝΗ), έτσι ώστε να παρέχονται νόμιμα και φυσικά δεν έλαβα την κατά νόμω αμοιβή, ή αποζημίωση γι` αυτές.
Δηλ. κάθε εβδομάδα από ώρα 9η πρωινή έως 15.00 και από 17.00 έως 19.00 καλύπτονταν οι 8 ώρες νόμιμης εργασίας, από 19.00-20.000 δηλ. μία ώρα την ημέρα και για πέντε ημέρες συνιστούσε υπερεργασία αφού αποτελούσε την 41-45η ώρα, δηλ. 5 ώρες την εβδομάδα συνολικά και από 20.00 έως 21.00, δηλ. 1 ώρα την ημέρα και 5 την εβδομάδα (20/μήνα), συνιστούσε π.υ αφού ξεπερνούσε το νόμιμο ωράριο και ημερήσια και εβδομαδιαία.
Συνεπώς μου οφείλουν τα κάτωθι ποσά για π.υ και υπερεργασία:
Για το 2015 : Για υπερεργασία (41η-45η ώρα)= 5 ώρες/εβδομάδα = 20ώρες/μήνα Χ 3,9€ ωρομίσθιο Χ 20% προσαύξηση = 93,6€ Χ 12μήνες= 1.123,2€
Για παράνομη (κατ` εξαίρεση) υπερωρία (45η-46η ώρα)= 20ώρες/μήνα Χ 3,9€ ωρομίσθιο Χ80%= 140,4€Χ 12μήνες=1.684,8€
Δηλ. συνολικά για το 2015 μου οφείλουν για τις ανωτέρω αιτίες, μετά άθροιση, το ποσό των 2.808€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2016
Για τον Ιανουάριο 2016: Για υπερεργασία (41η-45η ώρα)= 5 ώρες/εβδομάδα = 20ώρες/μήνα Χ 3,9€ ωρομίσθιο Χ 20% προσαύξηση = 93,6€
Για παράνομη (κατ` εξαίρεση) υπερωρία (45η-46η ώρα)= 20ώρες/μήνα Χ 3,9€ ωρομίσθιο Χ80%= 140,4€
Για όλους τους υπόλοιπους 11 μήνες του 2016:
Για υπερεργασία (41η-45η ώρα)= 5 ώρες/εβδομάδα = 20ώρες/μήνα Χ 4,2€ ωρομίσθιο Χ 20% προσαύξηση = 100,8€Χ11 μήνες= 1.108,8€
Για παράνομη (κατ` εξαίρεση) υπερωρία (45η-46η ώρα)= 20 ώρες/μήνα Χ 4,2€ ωρομίσθιο Χ80%= 151,2€Χ 11 μήνες=1.663,2€
Δηλ. συνολικά για το 2016 μου οφείλουν για τις ανωτέρω αιτίες, μετά άθροιση, το ποσό των 3.006€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2017
Για το έτος 2017 και εφόσον παρείχα την ίδια ακριβώς εργασία με βάση τους ανωτέρω υπολογισμούς με τα ίδια ωρομίσθια και προσαυξήσεις, οφείλουν τα εξής ήτοι:
Για υπερεργασία (41η-45η ώρα)= 5 ώρες/εβδομάδα = 20ώρες/μήνα Χ 4,2€ ωρομίσθιο Χ 20% προσαύξηση = 100,8€Χ12 μήνες= 1.209,6€
Για παράνομη (κατ` εξαίρεση) υπερωρία (45η-46η ώρα)= 20 ώρες/μήνα Χ 4,2€ ωρομίσθιο Χ80%= 151,2€Χ 12 μήνες=1.814,4€
Δηλ. συνολικά για το 2017 μου οφείλουν για τις ανωτέρω αιτίες, μετά άθροιση, το ποσό των 3.024€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2018.
Για το έτος 2018 και εφόσον παρείχα την ίδια ακριβώς εργασία με βάση τους ανωτέρω υπολογισμούς με τα ίδια ωρομίσθια και προσαυξήσεις, οφείλουν το ίδιο ποσό για υπερεργασία και π.υ, ήτοι συνολικά 3.024€, με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2019
Για το έτος 2019 και μέχρι την 30-11-2019, ήτοι για 11 μήνες και εφόσον παρείχα την ίδια ακριβώς εργασία με βάση τους ανωτέρω υπολογισμούς με τα ίδια ωρομίσθια και προσαυξήσεις, οφείλουν τα εξής ήτοι: Για υπερεργασία (41η-45η ώρα)= 5 ώρες/εβδομάδα = 20ώρες/μήνα Χ 4,2€ ωρομίσθιο Χ 20% προσαύξηση = 100,8€Χ11 μήνες= 1.108,8€
Για παράνομη (κατ` εξαίρεση) υπερωρία (45η-46η ώρα)= 20 ώρες/μήνα Χ 4,2€ ωρομίσθιο Χ80%= 151,2€Χ 11 μήνες=1.663,2€
Δηλ. συνολικά για το 2019 μου οφείλουν για τις ανωτέρω αιτίες, μετά άθροιση, το ποσό των 3.006€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2020
Συνολικά για τις αιτίες του παρόντος το ποσό των 14.868€. Το δε ποσό του κάθε έτους που ανωτέρω αναφέρεται, μου οφείλουν με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από την 1η του επόμενου έτους όπως επίσης αναφέρεται, άλλως από την επίδοση της παρούσης μέχρι την πλήρη εξόφληση για τους λόγους που ήδη ανωτέρω αναφέρω και για τα λοιπά κονδύλια, ήτοι διότι κατά νόμω κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εντός του κάθε ανωτέρω έτους που παρασχέθηκε η εργασία και έπρεπε να μου τα καταβάλει τουλάχιστον μέχρι την λήξη του έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία και οχλήθηκαν γι` αυτά σε κάθε περίπτωση αλλά αρνούνται την καταβολή.
Άλλως και επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η εργασιακή μου σύμβαση ήτο άκυρη και παράνομη για οιονδήποτε λόγο και ως εκ τούτου δήθεν δεν μου οφείλει τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα ποσά δυνάμει εγκύρου συμβάσεως εργασίας ή απ` ευθείας από το νόμο, τότε μου οφείλει αυτά για κάθε χρονική ανωτέρω περίοδο απασχόλησης, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ) γιατί πλούτισε και ωφελήθηκε άνευ νομίμου αιτίας εις βάρος της περιουσίας μου και επι ζημία μου και έτσι κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος. Γιατί τα ανωτέρω ποσά, αναγκαίως θα κατέβαλλε ως αποζημίωση και ελάχιστες νόμιμες αποδοχές για παράνομη-κατ` εξαίρεση υπερωρία και υπερεργασία των ανωτέρω ωρών της ημέρας και εβδομάδας, σε άλλον μισθωτό που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας το ίδιο διάστημα, υπό τις ίδιες ανωτέρω συνθήκες και είδος προσφερθείσης εργασίας και τις ίδιες ώρες και ημέρες της εβδομάδας και του μήνα και θα είχε τις ίδιες ικανότητες, εμπειρία, προϋπηρεσία και προσόντα μ' εμένα αλλά και ωράριο εργασίας και η οποία δεν θα μπορούσε να ήταν κατώτερη από τα ανωτέρω νόμιμα ποσά που ορίζει ο νόμος γι` αυτή την παροχή και ώρες εργασίας, σύμφωνα με τις συνθήκες, χρόνο και περιστάσεις της παροχής εργασίας, καθώς και το αντικείμενο της που ανωτέρω περιγράφηκαν και σύμφωνα με τα επικρατούντα στον οικείο τομέα συναλλαγών στον τόπο που προσέφερα τις υπηρεσίες μου, για τον ίδιο χρόνο, ήτοι θα κατέβαλε τις ανωτέρω νόμιμες προσαυξήσεις για π.υ και υπερεργασία αλλά και για τη νύχτα , τόσο μάλλον καθόσον ο συμβατικός μισθός μας είχε ανέλθει στα ανωτέρω ποσά και συνεπώς κατ` ελάχιστον θα κατάβαλλε αυτά, αφού υπολογίζονται επι του καταβαλλόμενου νόμιμου ωρομισθίου, τα οποία όμως αποκέρδισε και έτσι δεν ελαττώθηκε η περιουσία του, η δε τοιαύτη παράνομη ωφέλεια που αποκόμισε και εξακολουθεί να σώζεται και κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης και το οποίο ποσό, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες μου, αρνείται να μου το καταβάλει. Πράγματι παγίως γίνεται δεκτό (ενδ. ΑΠ 206/2009 ΝΟΜΟΣ) ότι επί παροχής παράνομης υπερωριακής εργασίας οφείλεται στο μισθωτό κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) το ποσό που θα κατέβαλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου), αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ωρομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή εργασία του απασχοληθέντος μισθωτού ΑΠ 206/2009
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ 75% ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΑΡΓΙΩΝ
Όπως ειπώθηκε, ο 1ος εναγόμενος με απασχόλησε και Κυριακές. Συγκεκριμένα εργάστηκα τουλάχιστον επι πλήρες 8ωρο στερώντας μου την ανάπαυση της 7ης ημέρας, χωρίς να αναπληρώσει τούτη με άλλη μέρα και χωρίς να μου καταβάλει αμοιβή-αποζημίωση για την πρόσθετη αυτή εργασία μου σε ημέρα αργίας, αλλά ούτε και την προσαύξηση του νόμου επ` αυτής. Οι μισθωτοί που εργάστηκαν τις ημέρες αυτές και αμείβονται με μηνιαίο μισθό, δικαιούνται για την απασχόλησή τους αυτή προσαύξηση 75% επί του 1/25 του νόμιμου μισθού τους αφού έτσι δεν αυξάνουν οι εργάσιμες ημέρες του μήνα και ειδικότερα:
Από το Φεβρουάριο του 2016 που αγοράστηκε ο πελματογράφος, εργάστηκα επι 8ωρο ως εξής: 4 Κυριακές εντός του 2016, 4 Κυριακές το 2017 , 2 Κυριακές το 2018 και 2 Κυριακές το 2019. Δηλ. 12 Κυριακές πλήρεις. Υπενθυμίζω ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γινόταν ομαδικές δράσεις, δηλ. μετρήσεις στον πελματογράφο αθλητών ομάδων και σχολείων, είτε στο κατάστημα, είτε στις περιπτώσεις ανωτέρω που ανέφερα, με μεταφορά του στο χώρο μέτρησης (αθλητική εγκατάσταση ή σχολείο).
Συνεπώς μου οφείλει και δέον και αιτούμαι να μου καταβάλει για το 2016 (700:25=28€Χ75%=49€Χ4= 196€, με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2017,
Για το 2017 και για τον ίδιο αριθμό Κυριακών και με τον ίδιο μισθό, 196€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2018,
Για το 2018 για 2 Κυριακές, 98€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2019,
Και για το 2019, για 2 Κυριακές, 98€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2020 και συνολικά 588€ με το νόμιμο τόκο το κάθε επιμέρους ποσό από 1η του επόμενου έτους όπως επίσης αναφέρεται, άλλως από την επίδοση της παρούσης μέχρι την πλήρη εξόφληση για τους λόγους που ήδη ανωτέρω αναφέρω και για τα λοιπά κονδύλια, ήτοι διότι κατά νόμω κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εντός του κάθε ανωτέρω έτους που παρασχέθηκε η εργασία και έπρεπε να μου τα καταβάλει τουλάχιστον μέχρι την λήξη του έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία και οχλήθηκαν γι` αυτά σε κάθε περίπτωση αλλά αρνούνται την καταβολή.
Όμως πέρα από την άνω εργασία μου για όλες τις υπόλοιπες Κυριακές του κάθε έτους, εργαζόμουν κατά μέσο όρο 4ώρες το μήνα σε Κυριακή αργία. Δηλ. είτε εργαζόμουν από μία ώρα κάθε Κυριακή, είτε 2ώρες την μία, καθόλου την άλλη και από μία ώρα στις άλλες κοκ, δηλ. με κάθε τέτοιο συνδυασμό ωρών στις Κυριακές, πλην όμως ο μέσος όρος τους ανέρχονταν σε 4 ώρες κάθε μήνα. Αυτό γινόταν γιατί κατά το σύστημα εργασίας που εκτέθηκε, μετέβαινα στις οικίες των ασθενών-πελατών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και ρυθμίσεων των συσκευών και εν γένει ειδών που χρησιμοποιούσαν οι ασθενείς και μετά από κλήση τους, είτε με ταξί, είτε αργότερα με το όχημα της επιχείρησης.
Έτσι οφείλουν να μου καταβάλουν, μη υπολογιζομένων των ανωτέρω Κυριακών του κάθε έτους στις οποίες εργάστηκα πλήρως, τα εξής:
για το 2015, 48 Κυριακές και άρα για 48ώρες όλο το έτος σε Κυριακή (ωρομ. 3,9€Χ75%= 6,825€Χ48= 327,6€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2016,
για το 2016, 48 Κυριακές και άρα για 48ώρες όλο το έτος σε Κυριακή (ωρομ. 4,2€Χ75%=7,35€Χ48= 352,8€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2017,
για το 2017, 48 Κυριακές και άρα για 48ώρες όλο το έτος σε Κυριακή (ωρομ. 4,2€Χ75%=7,35€Χ48= 352,8€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2018,
για το 2018, 50 Κυριακές και άρα για 50 ώρες όλο το έτος σε Κυριακή (ωρομ. 4,2€Χ75%=7,35€Χ50= 367,5€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2019,
για το 2019 (μέχρι 30-11-2019), 46 Κυριακές και άρα για 46 ώρες όλο το έτος σε Κυριακή (ωρομ. 4,2€Χ75%=7,35€Χ46= 338,1€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2020, και συνολικά 1.738,8€ και συνολικά για τις αιτίες του παρόντος (1.738,8+588=) 2.326,8€ με το νόμιμο τόκο το κάθε επιμέρους ποσό από 1η του επόμενου έτους όπως επίσης αναφέρεται, άλλως από την επίδοση της παρούσης μέχρι την πλήρη εξόφληση για τους λόγους που ήδη ανωτέρω αναφέρω και για τα λοιπά κονδύλια, ήτοι διότι κατά νόμω κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εντός του κάθε ανωτέρω έτους που παρασχέθηκε η εργασία και έπρεπε να μου τα καταβάλει τουλάχιστον μέχρι την λήξη του έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία και οχλήθηκαν γι` αυτά σε κάθε περίπτωση αλλά αρνούνται την καταβολή.
Άλλως και επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η εργασιακή μου σύμβαση ήτο άκυρη και παράνομη για οιονδήποτε λόγο και ως εκ τούτου δήθεν δεν μου οφείλει τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα ποσά δυνάμει εγκύρου συμβάσεως εργασίας ή απ` ευθείας από το νόμο, τότε μου οφείλει αυτά για κάθε χρονική ανωτέρω περίοδο απασχόλησης, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ) γιατί πλούτισε και ωφελήθηκε άνευ νομίμου αιτίας εις βάρος της περιουσίας μου και επι ζημία μου και έτσι κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος. Γιατί τα ανωτέρω ποσά, αναγκαίως θα κατέβαλλε ως αποζημίωση και ελάχιστες νόμιμες αποδοχές και προσαύξηση για εργασία την Κυριακή των ανωτέρω ωρών, σε άλλον μισθωτό που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας το ίδιο διάστημα, υπό τις ίδιες ανωτέρω συνθήκες και είδος προσφερθείσης εργασίας και τις ίδιες ώρες την Κυριακή και θα είχε τις ίδιες ικανότητες, εμπειρία, προϋπηρεσία και προσόντα μ' εμένα αλλά και ωράριο εργασίας και η οποία δεν θα μπορούσε να ήταν κατώτερη από τα ανωτέρω νόμιμα ποσά που ορίζει ο νόμος γι` αυτή την παροχή και ώρες εργασίας, σύμφωνα με τις συνθήκες, χρόνο και περιστάσεις της παροχής εργασίας, καθώς και το αντικείμενο της που ανωτέρω περιγράφηκαν και σύμφωνα με τα επικρατούντα στον οικείο τομέα συναλλαγών στον τόπο που προσέφερα τις υπηρεσίες μου, για τον ίδιο χρόνο, ήτοι θα κατέβαλε το ωρομίσθιο των ωρών εργασίας με την νόμιμη προσαύξηση , τόσο μάλλον καθόσον ο συμβατικός μισθός μας είχε ανέλθει στα ανωτέρω ποσά και συνεπώς κατ` ελάχιστον θα κατάβαλλε αυτά, αφού υπολογίζονται επι του καταβαλλόμενου νόμιμου ωρομισθίου, τα οποία όμως αποκέρδισε και έτσι δεν ελαττώθηκε η περιουσία του, η δε τοιαύτη παράνομη ωφέλεια που αποκόμισε και εξακολουθεί να σώζεται και κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης και το οποίο ποσό, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες μου, αρνείται να μου το καταβάλει.
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ 100%
Αν ο εργοδότης αρνηθεί να χορηγήσει στον εργαζόμενο την άδεια που αυτός δικαιούται, υποχρεούται όταν λήξει το ημερολογιακό έτος, κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να του καταβάλει τις αντίστοιχες, με τις ημέρες της άδειας, αποδοχές προσαυξημένες κατά ποσοστό 100%. Η προσαύξηση θεωρείται αστική κύρωση για την υπερημερία του εργοδότη, απαιτουμένης υπαιτιότητας αυτού (παρ. 1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, Α.Π. 1554/1997 ΝΟΜΟΣ).
H προσαύξηση 100% των αντίστοιχων αποδοχών των ημερών αδείας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρ.1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, αναφέρεται στη νόμιμη κατ` έτος άδεια αναψυχής των μισθωτών (Α.Π. 570/2004). Ακόμα και με ρητή συμφωνία των μερών δεν επιτρέπεται η μεταφορά των ημερών αδείας στο επόμενο έτος με ταυτόχρονη απώλειά τους για τον μισθωτό από το τρέχον έτος και κάθε τέτοια συμφωνία είναι άκυρη (Α.Π. 455/2010).
Για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας του (Α.Π. 455/2010, Α.Π. 889/1989, ΝΟΜΟΣ). Υφίσταται δε υπαιτιότητα, όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδειά του αυτούσια και όχι σε χρήμα, ο δε εργοδότης αρνήθηκε να την χορηγήσει (Α.Π. 1469/2001).
Η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνο στις αποδοχές και όχι και στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ. Α.Π. 32/2005, Α.Π. 434/2011, Α.Π. 1970/2017).
Εν προκειμένω, ο 1ος αντίδικος παρόλο που οχλήθηκε από εμένα κατ` επανάληψη για την χορήγηση της ετήσιας άδειάς μου για όλα τα έτη της εργασίας μου και δη και για τα έτη 2015 έως και 2019, κάθε φορά με πρόφαση τον φόρτο εργασίας με παρέπεμπε αργότερα και πάντως δεν μου χορηγούσε από υπαιτιότητα του και μόνο όλες τις ημέρες αδείας που δικαιούμαι από το νόμο κατ` έτος, αλλά μόνο τις κατωτέρω, αν και γνώριζε καλά ότι δικαιούμαι περισσότερες και συγκεκριμένα μου χορηγούσε μόνο 5 ημέρες άδεια την περίοδο του Αυγούστου κάθε έτους, ενώ έπρεπε να μου χορηγεί 22 εργάσιμες ημέρες, καθόσον είχα συμπληρώσει τριετία απασχόλησης από την πρόσληψή μου. Έτσι μου οφείλει για κάθε έτος αποζημίωση για μη λήψη αδείας 17 ημερών που ισούται με τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες κατά 100% λόγω ποινής για μη χορηγηθείσα άδεια, δηλ. για το έτος 2015: 17 Χ (650:25=) 26€ ημερομίσθιο=442€ Χ100%= 884€ και για τα υπόλοιπα έτη: 17 Χ (700: 25=) 28€ ημερομίσθιο=476€ Χ 100%=952€ για κάθε έτος αφού ελάμβανα τον ίδιο μισθό και πανομοιότυπα τις ίδιες ανωτέρω ημέρες αδείας, νομιμότοκα με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από το τέλος του έτους της μη χορηγηθείσης αδείας που έπρεπε να μου καταβάλει, άλλως από την επίδοση της παρούσης, ήτοι νομιμότοκα:
για το 2015: 884€ από 1-1-2016, για το 2016: 952€ από 1-1-2017, για το 2017: 952€ από 1-1-2018, για το 2018: 952€ από 1-1-2019 και για το 2019: 952€ από 1-1-2020 και συνολικά 4.692€
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ
Ο 1ος εναγόμενος κατά την απόλυσή μου χωρίς προειδοποίηση την 30-11-2019, μου κατέβαλε το ποσό των 1.680€, δηλ. δεν μου κατέβαλε πλήρως την νόμιμη αποζημίωση. Ώφειλε να μου καταβάλει με βάση το χρόνο υπηρεσίας μου σ` αυτόν ήτοι 7 έτη συμπληρωμένα το ποσό των 4μηνών Χ 700€= 2.800€ πλέον του 1/6 αυτού για την αναλογία δώρων Εορτών και επιδομάτων αδειών, δηλ. και άλλα 466,6 € και συνολικά το ποσό των 3.266,6€ τα οποία οχλήθηκε να καταβάλει αλλά αρνήθηκε και έτσι μου οφείλει την διαφορά δηλ. (3.266,6-1680=) 1.586,6€ νομιμότοκα με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από την επόμενη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δηλ. από 1/12/2019, άλλως από την επίδοση της παρούσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Τα ανωτέρω ποσά για αποζημίωση αδείας και προσαύξηση και για αποζημίωση απόλυσης, μου οφείλει επικουρικά, δηλ. για την περίπτωση που θα κριθεί άκυρη για οποιονδήποτε λόγο η αρχική σύμβαση εργασίας που συνάψαμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ – επικουρική βάση της αγωγής), καθότι τα ποσά αυτά θα τα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο, που θα εργαζόταν στον ίδιο χώρο με τις ίδιες συνθήκες, τους ίδιους όρους εργασίας και με τα ίδια προσόντα με εμένα για τις ανωτέρω αιτίες-αποζημίωση, αφού αυτό επιβάλλεται από τις ανωτέρω ρυθμίσεις του νόμου. Συνεπώς έγινε πλουσιότερη σε βάρος της δικής μου περιουσίας χωρίς νόμιμη αιτία και επι ζημία μου, καθόσον δεν κατέβαλε αυτά και έτσι κατά το ποσό τους δεν μειώθηκε η περιουσία του. Ο δε αδικαιολόγητος πλουτισμός σώζεται κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης και μου είναι νόμιμα αποδοτέος (ΑΚ 904).
ΣΥΝΟΛΙΚΑ λοιπόν οι αξιώσεις που γεννήθηκαν κατά την απασχόλησή μου στον 1ο εναγόμενο μέχρι από 1-1-2015 έως 30-11-2019 και πρέπει και αυτός να υποχρεωθεί με δικαστική απόφαση προσωρινά εκτελεστή να μου καταβάλει, γιατί αρνείται ανέρχονται στα εξής ποσά και για τις κάτωθι αιτίες, ήτοι:
-Εργασία την 6η ημέρα (Σάββατο)
2015: 1521 € νομιμότοκα από 1-1-2016
2016 : 1.602,9 € νομιμότοκα από 1-1-2017
2017 : 1.638 € νομιμότοκα από 1-1-2018
2018 : 1.638 € νομιμότοκα από 1-1-2019
2019 : 1.310,4 € νομιμότοκα από 1-1-2020
Σύνολο : 7.710 ,3 €
- Π.υ και υπερεργασία από Δευτέρα έως Παρασκευή
2015: 2.808€ νομιμότοκα από 1-1-2016
2016 : 3.006 € νομιμότοκα από 1-1-2017
2017 : 3.024 € νομιμότοκα από 1-1-2018
2018 : 3.024 € νομιμότοκα από 1-1-2019
2019 : 3.006 € νομιμότοκα από 1-1-2020
Σύνολο : 14.868 €
- Εργασία την Κυριακή και προσαύξηση
2015: 327,6 € νομιμότοκα από 1-1-2016
2016: 196 € + 352,8 € = 548,8€ από 1-1-2017,
2017: 196 € +352,8 € = 548,8€ από 1-1-2018,
2018: 98 € +367,5 € = 465,5€ από 1-1-2019,
2019: 98€ + 338,1 € = 436,1€ από 1-1-2020
Σύνολο: 2.326,8€
- Αποζημίωση αδείας και προσαύξηση
2015: 884€ νομιμότοκα από 1-1-2016
2016 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2017
2017 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2018
2018 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2019
2019 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2020
Σύνολο : 4.692 €
- Αποζημίωση απόλυσης :
1.586,6 € νομιμότοκα από 1-12-2019
ΣΥΝΟΛΙΚΑ μετά από άθροιση όλων: 31.183,7 €
ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ 2η ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ
Η 2η εναγομένη, συνεχίζοντας αμέσως, δηλ. χωρίς πρακτική διακοπή την μεταβιβασθείσα σ` αυτήν επιχείρηση, αν και με απασχόλησε για όλο το διάστημα μέχρι τον Νοέμβριο 2020, δεν μου κατέβαλε το δώρο Χριστουγέννων 2020 και έτσι μου οφείλει το ποσό των 350€ (ένας μηνιαίος μισθός), με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2021, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση
Επίσης παρόλο που οχλήθηκε από εμένα κατ` επανάληψη για την χορήγηση της ετήσιας άδειάς μου για το 2020, αρνήθηκε να μου χορηγήσει από υπαιτιότητά της και μόνο όλες τις ημέρες αδείας που δικαιούμαι από το νόμο κατ` έτος, αν και γνώριζε καλά ότι δικαιούμαι περισσότερες και συγκεκριμένα μου χορήγησε μόνο 5 ημέρες άδεια την περίοδο του Αυγούστου 2020, ενώ έπρεπε να μου χορηγήσει 22 εργάσιμες ημέρες, καθόσον είχα συμπληρώσει τριετία απασχόλησης από την πρόσληψή μου. Έτσι μου οφείλει αποζημίωση για μη λήψη αδείας 17 ημερών που ισούται με τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες κατά 100% λόγω ποινής για μη χορηγηθείσα άδεια, δηλ. 17 Χ (350: 25=) 14€ ημερομίσθιο=238€ Χ 100%= 476€, νομιμότοκα με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από το τέλος του έτους της μη χορηγηθείσης αδείας που έπρεπε να μου καταβάλει, ήτοι από 1-1-2021 άλλως από την επίδοση της παρούσης, μέχρι την εξόφληση.
Δηλ. για τις ανωτέρω αιτίες συνολικά 826€
Τα ανωτέρω ποσά για τις παραπάνω αιτίας, μου οφείλει επικουρικά, δηλ. για την περίπτωση που θα κριθεί άκυρη για οποιονδήποτε λόγο η σύμβαση εργασίας που συνάψαμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ – επικουρική βάση της αγωγής), καθότι τα ποσά αυτά θα τα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο, που θα εργαζόταν στον ίδιο χώρο με τις ίδιες συνθήκες, τους ίδιους όρους εργασίας και με τα ίδια προσόντα με εμένα για τις ανωτέρω αιτίες-αποζημίωση, αφού αυτό επιβάλλεται από τις ανωτέρω ρυθμίσεις του νόμου. Συνεπώς έγινε πλουσιότερη σε βάρος της δικής μου περιουσίας χωρίς νόμιμη αιτία και επι ζημία μου, καθόσον δεν κατέβαλε αυτά και έτσι κατά το ποσό τους δεν μειώθηκε η περιουσία της. Ο δε αδικαιολόγητος πλουτισμός σώζεται κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης και μου είναι νόμιμα αποδοτέος (ΑΚ 904).
Ωστόσο:
Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος". Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ/τος 16/18-7- 1920. Περαιτέρω με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 (ΦΕΚ Α" 162/12-7-2002) λήφθηκαν "μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου". Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ/τος 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία, αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων. Έτσι, οι διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου του εργοδότη και δύναται να αφορά είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές (άρθρο 2 παρ.1 στοιχεία α και γ`). Περαιτέρω, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων αυτών, ως "μεταβίβαση" θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο β`). Ως "μεταβιβάζων" ("εκχωρητής", κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ως "διάδοχος" ("εκδοχέας", κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κλπ (άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο α και β` ). Η Οδηγία αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων. Για την εξασφάλιση της εν λόγω προστασίας, ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας (η "υπόστασή" τους) και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής (το "περιεχόμενο" τους, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι όροι αμοιβής) υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης. Η ερμηνεία τόσο της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όσο και της ήδη ισχύουσας Οδηγίας 98/50/ΕΚ γίνεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΔΕΚ. και ήδη ΔΕΕ) με ευρύ τρόπο. Με τρόπο δηλαδή που ευνοεί την κατάφαση της "μεταβίβασης" ακόμη και σε περιπτώσεις που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε ν` αμφισβητηθεί.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Π.Δ/τος 178/2002, με την μεταβίβαση της επιχείρησης κλπ και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στο διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση (με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων από υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, για τα οποία δεν πρόκειται στην υπόθεση αυτή), ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας (ΑΠ 444/2019). Ενόψει αυτών ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό.
Από το όλο πλέγμα των διατάξεων του ως άνω π.δ/τος 170/2002 και του ν. 2112/1920, προκύπτει ότι βασικός σκοπός αυτών είναι η προστασία των εργαζομένων από τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει γι" αυτούς η αναδιάρθρωση, εξυγίανση και εν γένει μεταβίβαση της επιχείρησης. Με τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται, κατά κάποιο τρόπο, "πλάσμα δικαίου", με το οποίο, ουσιαστικά, ο νέος εργοδότης ταυτίζεται με τον προηγούμενο, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, η δε εργασιακή σύμβαση του μισθωτού, θεωρείται ως μία και αδιαίρετη (ΑΠ 575/2019).
ΕΠΕΙΔΗ ενόψει αυτών η 2η εναγόμενη υπεισήλθε την 30-11-2019 ως διάδοχος, σε όλες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από την προϋφιστάμενη ανωτέρω εργασιακή σύμβαση ή σχέση μου με τον 1ο εναγόμενο, γιατί η επιχείρηση του συνεχίστηκε απ` αυτήν ως οικονομική μονάδα και διατήρησε την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που ανέφερα και στα οποία παραπέμπω.
Συνεπώς αφενός μεν ευθύνεται για τις απαιτήσεις μου που είχαν γεννηθεί μέχρι τότε, εις ολόκληρον με τον «εκχωρητή» προηγούμενο εργοδότη και 1ο εναγόμενο, αφετέρου, όφειλε να τηρήσει τους όρους εργασίας μου με βάση την προηγηθείσα ατομική σύμβαση εργασίας μου με τον υιό της και έτσι να με απασχολεί τουλάχιστον επι 8ωρο καθημερινά σε καθεστώς 5νθήμερης εργασίας, με συμβατικό μισθό 700€/μήνα, αφού επρόκειτο για εμπορικό κατάστημα και παροχή εργασίας πωλήτριας σ` αυτό.
Αντ` αυτών όμως, όπως ειπώθηκε, μου επέβαλλε 4ωρη απασχόληση από Δ-Π με μηνιαίο μισθό 350€, ενώ όφειλε με βάση τα ανωτέρω (διαδοχή) να με απασχολεί με βάση την σύμβαση εργασίας μου επι 8ωρ/5ημ. και να μου καταβάλλει ως μισθό το ποσό των 700€/μήνα, και με βάση αυτόν και τις λοιπές αποδοχές, τόσο μάλλον καθόσον προσέφερα προσηκόντως και δεν αρνήθηκα ποτέ την εργασία αυτή την οποία όμως δεν αποδέχθηκε.
Αλλά, και από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 38 του ν. 1892/1990, ως ισχύει, συνάγεται ότι, κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει από τον εργοδότη την πλήρη απασχόλησή του, τόσο για ολόκληρο το ημερήσιο ωράριο εργασίας όσο και για όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα. Παρέχεται, όμως, το δικαίωμα στον εργοδότη και στο μισθωτό (υπάλληλο ή εργατοτεχνίτη) να συμφωνήσουν εγγράφως, είτε κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας είτε, μεταγενέστερα, κατά τη διάρκεια αυτής, κάθε μορφή μερικής απασχόλησης και να καθορίσουν, συγχρόνως, τις ημέρες ή ώρες της εργασίας, καθώς και την ανάλογη αμοιβή βάσει των μισθών ή ημερομισθίων που ισχύουν κάθε φορά για την πλήρη απασχόληση. Ειδικότερη μορφή της μερικής απασχόλησης (κατά την οποία η προσφορά εργασίας είναι μικρότερης διάρκειας από το εκάστοτε ισχύον πλήρες ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο, με αντίστοιχη μείωση της αμοιβής) αποτελεί η εκ περιτροπής εργασία. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Με τα άρθρα 2 παρ. 3-6 Ν. 3846/2010 και 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 ο θεσμός της εκ περιτροπής εργασίας επαναρρυθμίστηκε από την εργατική νομοθεσία και επιπλέον εντάχθηκε στο θεσμό της «μερικής απασχόλησης», με συνέπεια την επέκταση εφαρμογής των προστατευτικών για τους εργαζόμενους διατάξεων της μερικής απασχόλησης και σ’ αυτή την ειδικότερη μορφή εργασίας. Η σχετική διάταξη του άρθρου 2 Ν. 3846/2010, που αντικατέστησε το άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010, έχει ως εξής: «1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση……..3. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 260/2006 και του ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας……5. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχόλησης (και υπό τη μορφή της εκ περιτροπής εργασίας), απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός και η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, κατ’ άρθρ. 159 του ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν θεραπεύεται δε και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Το τεκμήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρ. 38 του Ν. 1892/1990 και τέθηκε για την προστασία των δικαιωμάτων του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη, προϋποθέτει έγκυρη συμφωνία περί μερικής απασχόλησης, δηλαδή εγγράφως καταρτισθείσα και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 202/2015, ΑΠ 368/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με το αποτέλεσμα της ακυρότητας της παραπάνω ρήτρας πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις: α) Αν συμφωνήθηκε να τροποποιηθεί η ήδη υπάρχουσα σύμβαση πλήρους απασχόλησης, ώστε εφεξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφ’ όσον η ρήτρα της μερικής απασχόλησης είναι έγκυρη, τότε η αρχική σύμβαση πλήρους απασχόλησης μετατρέπεται εγκύρως σε σύμβαση μερικής απασχόλησης. Όταν, όμως, η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, τότε δεν παράγονται τα αποτελέσματα που αυτή επιδιώκει (ΑΚ 180), δηλαδή δεν μετατρέπεται η πλήρης απασχόληση σε μερική. Στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου, ενώ ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και οφείλει σε αυτόν την αμοιβή για πλήρη απασχόληση. β) Αν συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική με ταυτόχρονη λύση της συμβάσεως πλήρους απασχόλησης ή αν η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε, χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν είναι έγγραφη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απ’ αυτή γεννάται αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά λόγω της ακυρότητας θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός, που παρέσχε μερική εργασία με άκυρη σύμβαση, δικαιούται να αξιώσει με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια που αποκόμισε ο εργοδότης από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτόν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης (ΑΠ 969/2011, ΕφΠατρ 35/2007, ΕφΑθ 1064/2006, ΜΠρΑθ 2082/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με βάση λοιπόν τ` ανωτέρω, εφόσον υπεισήλθε ως διάδοχος και άρα όφειλε να τηρήσει τους ήδη υπάρχοντες όρους εργασίας και αμοιβής μου, καθόσον άλλωστε προσφέρθηκα στην παροχή εργασίας προσηκόντως, άλλως και επικουρικά, διότι ποτέ δεν τηρήθηκε ο άνω έγγραφος τύπος συμφωνίας για μερική απασχόληση και η γνωστοποίηση αυτής αρμοδίως, ενώ ποτέ επίσης δεν αποδέχθηκε την πραγματικά και προσηκόντως προσφερόμενη εργασία μου επι 8ωρ/5νθήμερο, και συνεπώς υπάρχει άκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης , οφείλει να μου καταβάλει τα ποσά των αποδοχών μου κατά το χρόνο της διαδοχής αλλά και της άκυρης μερικής απασχόλησης, με βάση τον συμβατικό μηνιαίο μισθό μου (700€) με την σύμβαση εργασίας μου και τις λοιπές αποδοχές με βάση αυτόν, επι του νομίμου ωραρίου των 8ωρ/5ημ, ήτοι:
Το ποσό των 700€/μήνα ως μισθό και λόγω καταβολής ήδη των 350€/μήνα, μου οφείλει το ποσό των 350€/μήνα για το διάστημα 12 μηνών ήτοι από 1-12-2019, μέχρι 30-11-2020, ήτοι το ποσό των 4.200€.
Επίσης για τον ίδιο λόγο, μου οφείλει και άλλα 350€ για Δώρο Χριστουγέννων 2020, αφού ούτε και τα 350€ ως αντιστοιχούν δώρο με βάση το μισθό, μου κατέβαλε (βλ. ανωτέρω).
Επίσης για επίδομα αδείας 2020, όφειλε να μου καταβάλει (700:2=) 350€, αλλά μου κατέβαλε 175€ (το μισό του συμβατικού) και συνεπώς μου οφείλει και άλλα 175€
Επίσης μου οφείλει αποζημίωση για μη λήψη αδείας 17 ημερών το 2020 και άλλα 476€ (βλ. ανωτέρω) που ισούται με τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες κατά 100% λόγω ποινής για μη χορηγηθείσα άδεια, (δηλ. 17 Χ (700: 25=) 28€ ημερομίσθιο= 476€ Χ 100%= 952€), πλήν όμως τα 476€ τα ζητώ ήδη ανωτέρω με βάση τον καταβληθέντα συμβατικό μισθό.
Συνολικά δηλ. για τις ανωτέρω αιτίες, μου οφείλει (4.200+350+175+476=) 5.201€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από 1-1-2021, δηλ. από την 1η του επομένου έτους εντός του οποίου κατέστησαν αυτά ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και όφειλε την καταβολή τους, άλλως από την επίδοση της παρούσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το ποσό αυτό, οφείλει καταρχήν με βάση το νόμο και τη σύμβαση, γιατί, όπως ειπώθηκε, δεδομένης της εργασιακής μου σύμβασης και λόγω διαδοχής της στην επιχείρηση, όφειλε να τηρήσει τους όρους της και άρα να μου καταβάλει τα ανωτέρω ποσά λόγω της προσφοράς της εργασίας μου εντός νομίμου ωραρίου και ημερών. Άλλως και επικουρικά, αν ήθελε δηλ. κριθεί ότι πρόκειται περί άκυρης σύμβασης μερικής απασχόλησης για τους ανωτέρω λόγους (έλλειψη εγγράφου και γνωστοποίησης), μου οφείλει αυτά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ) διότι συνιστά την χωρίς νόμιμη αιτία και επι ζημία της περιουσίας μου και επι βλάβη μου, ωφέλεια που αποκόμισε αυτή από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτήν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης. Συνεπώς έγινε πλουσιότερη σε βάρος της δικής μου περιουσίας χωρίς νόμιμη αιτία και επι ζημία μου, καθόσον δεν κατέβαλε αυτά και έτσι κατά το ποσό τους δεν μειώθηκε η περιουσία της. Ο δε αδικαιολόγητος πλουτισμός σώζεται στα χέρια της κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης και μου είναι νόμιμα αποδοτέος (ΑΚ 904).
Συνολικά δηλ. μου οφείλουν για την εργασία μου στον 1ο το ποσό των 31.183,7€ και για την εργασία μου στην 2η το ποσό των (826+5201=) 6.027€ και συνολικά 37.210,7€
ΕΠΕΙΔΗ συνεπώς για τους ανωτέρω λόγους, οι εναγόμενοι μου οφείλουν και αιτούμαι να μου καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 31.183,7 € στο οποίο ανέρχονται οι αξιώσεις μου μέχρι την 30-11-2019 από την σύμβαση ή σχέση εργασίας μου, ήτοι μέχρι που ανέλαβε η διάδοχος 2η εναγομένη και μάλιστα με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας κατά τις ανωτέρω διακρίσεις για κάθε κονδύλιο, στις οποίες παραπέμπω, άλλως και επικουρικά και εφόσον ήθελε κριθεί ότι δεν επήλθε η ανωτέρω διαδοχή, τότε μου οφείλει αυτά ατομικά ο 1ος εναγόμενος, ενώ η 2η εναγομένη οφείλει να μου καταβάλει ατομικά το ποσό των 6.027€ νομιμότοκα επίσης κατά τα ανωτέρω.
Επειδή τα ανωτέρω ποσά μου οφείλουν για τις ανωτέρω αιτίες δυνάμει εγκύρου εργασιακής σχέσης, άλλως και επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί οτι η εργασιακή μου σύμβαση ήτο άκυρη για οιονδήποτε λόγο κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, και ως εκ τούτου δήθεν δεν μου οφείλουν αυτά δυνάμει εγκύρου συμβάσεως εργασίας, τότε τα παραπάνω ποσά μου οφείλουν κατά τις ανωτέρω διακρίσεις κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ) αφού ύστερα από άκυρη εργασιακή σύμβαση, ο εναγόμενοι, ως λήπτες της παροχής, για την οποία δεν υπάρχει νόμιμη αιτία, κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι εις βάρος της περιουσίας μου και επί ζημία μου. Η οφειλόμενη δε αποζημίωση είναι ίση με την ωφέλεια που αυτοί αποκόμισαν από την παρασχεθείσα εργασία μου δια της αποφυγής ελάττωσης της περιουσίας τους ,η οποία θα επέρχονταν απο την καταβολή μισθών και νομίμως εν γένει αποδοχών, προσαυξήσεων, ποινών, αποζημιώσεων κλπ σε άλλον εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας και είναι έτσι υποχρεωμένοι, σύμφωνα με τις διατάξεις 904ΑΚ και 908 ΑΚ να μου αποδώσουν την ωφέλεια (πλουτισμό) που αποκόμισαν και διατηρείται μέχρι σήμερα δηλ. κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης και μάλιστα ανεξάρτητα από το ποσό της ζημίας που υπέστην. Η ωφέλεια αυτή που πρέπει να μου αποδοθεί συνιστάται στην αμοιβή που θα κατέβαλλαν οι εργοδότες μου, σύμφωνα με τις συνθήκες και περιστάσεις της παροχής εργασίας μου που ανωτέρω περιγράφηκαν και που επικρατούν στον τόπο που προσέφερα τις υπηρεσίες μου, για τον ίδιο χρόνο, σε άλλο πρόσωπο το οποίο θα προσελάμβαναν με έγκυρη εργασιακή σύμβαση και θα είχε τις ίδιες ικανότητες, εμπειρία, εκπαίδευση και προσόντα μ' εμένα και με το ίδιο αντικείμενο και ωράριο εργασίας και η οποία δεν θα μπορούσε να ήταν κατώτερη απο τ` ανωτέρω ποσά των αμοιβών και αποδοχών μου για κάθε αιτία που αναφέρεται και τούτα δέον και αιτούμαι να καταβάλουν νομιμότοκα αφότου έγινε ο πλουτισμός (346,911ΑΚ), δηλ. από τις ανωτέρω χρονικές περιόδους και ημερομηνίες αντιστοίχως για κάθε αιτία, δηλ. από το τέλος εκάστους έτους μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία μου. (ΑΠ 969/2011, ΕφΠατρ 35/2007, ΕφΑθ 1064/2006, ΜΠρΑθ 2082/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως όμως ελέχθη, ο μισθωτός, δικαιούται απ’ ευθείας από το νόμο, δηλαδή και χωρίς την επίκληση και την απόδειξη αδικαιολόγητου σε βάρος του και υπέρ του εργοδότη του, πλουτισμού, τις εξής αποδοχές: α) Αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές και τις λοιπές αργίες, ήτοι προσαύξηση 75% επί του νομίμου ημερομισθίου του (υπ’ αρ. 8900/1946 κοινή ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, άρθρα 2 § 1 ν. 435/1957 και 2 § 1 ν. 435/1976), β) Αμοιβή για νυκτερινή εργασία, ήτοι προσαύξηση 25% επί του νόμιμου ημερομισθίου του (υπ’ αρ. 18310/1946 και 28825/1952 κοινές Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας), γ) Επιδόματα εορτών (υπ’ αρ. 19040/1981 κοινή Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας), δ) Αποδοχές και επίδομα αδείας (α.ν. 539/1945, ν. 549/1977, ν. 1346/1983 και άρθρο 3 § 16 ν. 4504/1966). Δικαιολογητική βάση της ευθέως εκ του νόμου αναζητήσεως από τον μισθωτό των παραπάνω αποδοχών του, αποτελεί η έλλειψη οποιασδήποτε στις προμνημονευόμενες νομικές διατάξεις, προϋποθέσεως για την λήψη τους, μόνο σε περίπτωση έγκυρης συμβάσεως εργασίας και όχι και επί απλής εργασιακής σχέσεως (ΑΠ 1165/2012, ΑΠ 1824/2011, Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 977/1998 ΔΕΝ 1998.1496, ΕφΘεσ 3/2006, ΑΡΜ 2006/267, ΕφΑθ 4606/2001, Δ/ΝΗ 2003/532, ΕφΘεσ 2208/2000, ΑΡΜ/2000 (1397), ΕφΚρ 324/1994, ΔΕΝ/1995 (993), ΕφΑθ 4985/1992 ΕλλΔνη 34.134).
ΕΠΕΙΔΗ τα ως άνω ποσά των κονδυλίων της αγωγής, είτε με τη μορφή των τακτικών αποδοχών (ΑΚ 655 παρ.1, 341παρ.1, 345, ν.3248/55 ΔΚΝ 15.Εα.13, 95/49 δ.σ.ε., ΕφΑθ 11560/89 ΝοΒ 38.654, ΕφΑθ 670/90 ΝοΒ 38.659), είτε ευθέως εκ του Νόμου, είτε της αποζημιώσεως – πλουτισμού δίχως νόμιμη, ιδίως παράνομη αιτία (ΑΚ 904, 911 παρ.2, 346), κατά τα ως άνω διαλαμβανόμενα, οφείλονται εντόκως από τις ως άνω δήλες ημέρες, έτσι όπως αυτές προσδιοριστήκαν λεπτομερώς στο εκάστοτε κονδύλιο.
ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ
Επειδή Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ν. 3996/2011, κάθε εργοδότης που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν. 3904/2010, την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν, (όπως ειδικά για την απασχόληση προσωπικού εμπορικών καταστημάτων, το άρθρο 8 ν. 2207/1994).
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, κατά την οποία τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ` αυτό ποινές" κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή το έθιμο...", προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. (ΑΠ 506/2020, 1176/2016 ΝΟΜΟΣ).
Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτών (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές, ώστε να προκαλείται σε αυτόν ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των οφειλόμενων, από τη σύμβαση και το νόμο, αποδοχών και η παρακράτησή τους από αυτόν, δεν συνιστά αδικοπραξία και, συνεπώς, δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, διότι κι αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 1114/2013 ΝοΒ 2013.2708, ΑΠ 1017/2008 ΧρΙΔ 2009.370, ΑΠ 574/2007 Νόμος, ΕφΘεσ 1877/2012 Νόμος, ΕφΑΘ 4910/2009 ΕλλΔνη 2011.551, ΕφΠατρ 353/2009 ΑχαΝομ 2010.479). Έτσι, η παραβίαση των διατάξεων του α.ν. 690/1945 μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ, μόνο για τη ζημία, που υπέστη από το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του -η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τόκους υπερημερίας (άρθρο 346 ΑΚ)- και όχι για την πληρωμή των ίδιων αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση (ΑΠ 1436/2002 Νόμος, ΕφΠατρ 167/2009 ΑχαΝομ 2010.471, ΕφΑΘ 2685/2006 ΔΕΕ 2007.477, ΕφΙωαν 264/2006 ΕΕργΔ 2007.93), εκτός κι αν συντρέχουν κι άλλα περιστατικά που επιφέρουν την ηθική μείωση του εργαζομένου (ΕφΑΘ 767/2005 ΔΕΕ 2005.1329). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο μισθωτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον εργοδότη του χρηματική ικανοποίηση για προσβολή της προσωπικότητάς του, όταν πρόκειται είτε για παράνομη πράξη του τελευταίου, δηλαδή για πράξη, που βρίσκεται έξω από τα όρια του διευθυντικού του δικαιώματος (άρθρο 652 ΑΚ) και είναι αντίθετη προς το νόμο, είτε πρόκειται για καταχρηστική άσκηση του άνω δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, και επιπρόσθετα η πράξη αυτή προσβάλλει την προσωπικότητά του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επαγγελματική αξία και υπόληψή του (ΕφΑΘ 1536/2008 Νόμος, ΕφΑΘ 767/2005 ΔΕΕ 2005.1329, ΕφΑΘ 6259/2003 ΕλλΔνη 2004.870).
Επειδή από την ανωτέρω δόλια-υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των πάσης φύσης αποδοχών μου, υπέστην σημαντική και κατά νόμω ανορθωτέα ηθική βλάβη, γιατί αναγκάστηκα να προσφύγω σε συχνό δανεισμό από συγγενικά μου πρόσωπα προκειμένου να μην υποστεί στερήσεις η οικογένειά μου και το ανήλικο τέκνο μου, εν όψει και του ότι ο σύζυγός μου για μακρές περιόδους, ήταν άνεργος. Έτσι όμως προσεβλήθη βάναυσα η προσωπικότητά μου, γιατί είναι εξόχως μειωτικό κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις και χρηστά ήθη που επικρατούν κατά το χρόνο της προσβολής στην κοινωνία της ………, να εξαναγκάζεται ο ευσυνείδητα και σκληρά ο εργαζόμενος ενήλικος να καταφεύγει σε τέτοιες ενέργειες για την επιβίωσή του, γιατί απλά προκαλείται η δυσμενής εντύπωση στους τρίτους με τους οποίους συναναστρέφεται και συναλλάσσεται ότι δεν είναι αποδοτικός εργαζόμενος, ότι δεν τηρεί τα καθήκοντα που αρμόζουν στην εργασιακή θέση του και ότι εν τέλει δια τούτα, δεν δικαιούται και των αποδοχών του αφού καταφεύγει σε δανεισμό, και έτσι η τοιαύτη από υπαιτιότητα καθυστέρηση, προσβάλλει βάναυσα την άριστη γνώμη και υπόληψη (πίστη) που έχουν όλοι οι τρίτοι σχετικά με την άσκηση υπ` εμού του επαγγέλματος μου αφού επί μακρόν τήρησα και τηρώ άριστα, απαρέγκλιτα και ωφέλιμα για την κοινωνία και το επάγγελμά μου τα ηθικά, νομικά και συναλλακτικά-επαγγελματικά πρότυπα που συνδέονται με την ανωτέρω θέση μου, ιδιότητα και επαγγελματική δραστηριότητα και σταδιοδρομία. Σύστοιχα εξανεμίστηκε κάθε οικογενειακή γαλήνη και ηρεμία και στην θέση τους υπεισήλθε το άγχος και ο φόβος για το μέλλον και έτσι δοκίμασα αγωνία και φόβο και δια τούτο επηρεάστηκε δυσμενώς και ο συναισθηματικός μου κόσμος, ως μη ώφειλα βέβαια, κάτι που θα αποφεύγονταν με την έγκαιρη πληρωμή. Σημειώνεται εδώ ότι η βλάβη της οποίας ζητώ την ανόρθωση δεν έχει ως αιτία την μη πληρωμή αποδοχών καθ` ευατήν, αλλά την υπαίτια καθυστέρηση πληρωμής των αποδοχών μου που ως αιτία προκάλεσε τις ανωτέρω δυσμενείς καταστάσεις, προσβλητικές του δικαιώματος της προσωπικότητάς μου κατά την έκφανση της προσωπικότητας, της υπόληψης, δηλ. της καλής γνώμης των τρίτων άμεσα εξαρτώμενης από την ορθή άσκηση των επαγγελματικών μου καθηκόντων, αλλά και του συναισθηματικού και ψυχικού μου κόσμου, η ηρεμία του οποίου εξανεμίστηκε συνεπεία της τοιαύτης καθυστέρησης και όσων ανωτέρω επηκολούθησαν αυτήν.
Περαιτέρω, η άρνηση της καταβολής των ανωτέρω δεδουλευμένων αποδοχών υπό τις περιστάσεις που έλαβε χώρα, όπως αυτές ανωτέρω αναφέρθηκαν, και ιδίως της ενορχηστρωμένης από τους αντιδίκους, κατασυκοφάντησής και δυσφήμησής μου κατά τον τρόπο και ενώπιον των τρίτων που περιεγράφησαν ανωτέρω, έτσι ώστε να αναγκαστώ να αποχωρήσω χωρίς φυσικά την εξόφληση των δεδουλευμένων παρά το ότι, ή μάλλον ακριβώς γιατί οχλούσα για την καταβολή τους, ήταν ιδιαίτερα προσβλητική για την προσωπικότητά μου, γιατί όπως ειπώθηκε, κατά τη διάρκεια της εργασίας μου, τήρησα άριστα, απαρέγκλιτα και ωφέλιμα για την κοινωνία και το επάγγελμά μου τα ηθικά, νομικά και συναλλακτικά-επαγγελματικά πρότυπα που συνδέονται με την ανωτέρω θέση μου, ενώ ταυτόχρονα είναι φανερό ότι η υπο αυτές τις συνθήκες άρνηση καταβολή των αποδοχών μου και μάλιστα η προσπάθεια να καταδειχτώ και ως η υπαίτια για την μη καταβολή τους, συνιστά ιδιαίτερα απαξιωτική και μειωτική μεταχείριση στο πρόσωπό μου και στην εργασιακή μου αξία και δια τούτο και στην προσωπικότητά μου, έκφανση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα στην εργασία (όπως και στο πρόσωπο του κάθε μέσου, συνετού εργαζόμενου στην ίδια θέση με εμένα), ιδίως δε όταν από την προσωπική και μόνο εργασία μου αποκερδαίνω τα προς το ζήν εμού και της οικογενείας μου (ΜΠρθες 17715/2014)
Συνεπώς υπέστην ηθική βλάβη από τη συνολική συμπεριφορά των εναγομένων, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να μου καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, γιατί πρόκειται για κοινές υπαίτιες πράξεις τους (ΑΚ 926) που επέφεραν την προσβολή.
Επειδή νόμιμη συντρέχει περίπτωση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση διότι πρόκειται για εργασιακές μου αποδοχές, κατά τα αρθρ. 908 και 910 ΚΠολΔ, αλλά και γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης θα προκαλέσει σε μένα σημαντική ζημία, δεδομένου ότι η προσωπική μου εργασία αποτελεί και τη μοναδική πηγή βιοπορισμού μου και ελλείψει χρημάτων μου, αδυνατώ να ικανοποιήσω τις προσωπικές και οικογενειακές μου ανάγκες ενώ οι εναγόμενοι αν και κλήθηκαν να καταβάλουν τις οφειλές τους, αρνούνται και δυστροπούν, αν και έχουν την οικονομική δυνατότητα προς τούτο.
Επειδή λόγω του αδικήματος εις βάρος νόμιμη συντρέχει περίπτωση και αιτούμαι όπως απαγγελθεί εναντίον τους, ως μέσον εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, προσωπική κράτηση ενός(1) έτους .
ΕΠΕΙΔΗ η αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή στηριζόμενη κατά την μεν κυρία αυτής βάση εκ της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 341, 346, 648, 649, 652, 653, 655, 656, 669 και 932 ΑΚ, άρθρο 1 του ν. 435/1976 και 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, άρθρο μόνο της Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946 " περί καταβολής ηυξημένου ημερομισθίου εις εργαζομένους κατά τας μη εργασίμους ημέρας ", αλλά και στις ανωτέρω διατάξεις περί των όρων διαδοχής στην επιχείρηση, κατά την επικουρική δε βάση αυτής (εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού), στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, δεδομένου ότι η επί τη βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγή ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου λόγω ακυρότητος αυτής για οποιονδήποτε λόγο, και για την 2η λόγω ακυρότητας ελλείψει εγγράφου τύπου και ανακοίνωσης της σύμβασης μερικής απασχόλησης και παραδεκτά εισάγεται να συζητηθεί στο παρόν Δικαστήριο που είναι καθ` ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 9 εδ. γ’, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 664 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ).
Δια ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα
ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου για τους ανωτέρω λόγους. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να μου καταβάλουν:
1) αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 31.183,7 € και εξ` αυτού, τα κάτωθι ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας, από τις κάτωθι ημερομηνίες για το καθένα απ` αυτά, μέχρι την εξόφληση, ήτοι:
-Εργασία την 6η ημέρα (Σάββατο)
2015: 1521 € νομιμότοκα από 1-1-2016
2016 : 1.602,9 € νομιμότοκα από 1-1-2017
2017 : 1.638 € νομιμότοκα από 1-1-2018
2018 : 1.638 € νομιμότοκα από 1-1-2019
2019 : 1.310,4 € νομιμότοκα από 1-1-2020
Σύνολο : 7.710 ,3 €
- Π.υ και υπερεργασία από Δευτέρα έως Παρασκευή
2015: 2.808€ νομιμότοκα από 1-1-2016
2016 : 3.006 € νομιμότοκα από 1-1-2017
2017 : 3.024 € νομιμότοκα από 1-1-2018
2018 : 3.024 € νομιμότοκα από 1-1-2019
2019 : 3.006 € νομιμότοκα από 1-1-2020
Σύνολο : 14.868 €
- Εργασία την Κυριακή και προσαύξηση
2015: 327,6 € νομιμότοκα από 1-1-2016
2016: 196 € + 352,8 € = 548,8€ από 1-1-2017,
2017: 196 € +352,8 € = 548,8€ από 1-1-2018,
2018: 98 € +367,5 € = 465,5€ από 1-1-2019,
2019: 98€ + 338,1 € = 436,1€ από 1-1-2020
Σύνολο: 2.326,8€
- Αποζημίωση αδείας και προσαύξηση
2015: 884€ νομιμότοκα από 1-1-2016
2016 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2017
2017 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2018
2018 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2019
2019 : 952€ νομιμότοκα από 1-1-2020
Σύνολο : 4.692 €
- Αποζημίωση απόλυσης :
1.586,6 € νομιμότοκα από 1-12-2019
Άλλως, το συνολικό αυτό ποσό των 31.183,7 € με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας, από την επίδοση της παρούσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση, με βάση την κύρια βάση της αγωγής μου, από έγκυρη σύμβαση εργασίας και το νόμο, άλλως, και εφόσον ήθελε κριθεί ως άκυρη η σύμβαση εργασίας μου Να καταδικασθούν στην καταβολή τούτων κατά την επικουρική του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δοθέντος ότι οποιονδήποτε άλλον αν απασχολούσαν στη θέση μου, στην εργασία αυτή, με τους αυτούς όρους και συνθήκες (τόπο, χρόνο, είδος εργασίας) και με το αυτό ωράριο απασχόλησης και με τις ικανότητες και εμπειρία μου, θα υποχρεώνονταν στην καταβολή τούτων και συνεπώς ωφελήθηκαν το σχετικό ποσό που σώζεται στα χέρια τους.
Άλλως και εφόσον ήθελε κριθεί ότι δεν επήλθε μεταβίβαση επιχείρησης κατά τους ανωτέρω όρους, να υποχρεωθεί να μου καταβάλει το ποσό αυτό ατομικά ο 1ος εναγόμενος, με τις ανωτέρω διακρίσεις τοκοφορίας για κάθε ανωτέρω ποσό,
2) Να υποχρεωθεί ατομικά η 2η εναγόμενη να μου καταβάλει το ποσό των 6.027€ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας, από 1-1-2021, άλλως από την επίδοση της παρούσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση κατά την κύρια βάση της αγωγής μου γιατί όφειλε να τηρήσει λόγω διαδοχής τους όρους της ενεργού σύμβασης εργασίας μου κατά το χρόνο διαδοχής, κατά δε την επικουρική, με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, γιατί υφίσταται ακυρότητα της σύμβασης μερικής απασχόλησης (βλ. ανωτέρω)
3) Να υποχρεωθούν να μου καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος και το ποσό των 5.000€ ως ηθική βλάβη, με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από την επίδοση της παρούσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση
Να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση λόγω της ανεπανόρθωτης βλάβης που θα μου επιφέρει η καθυστέρηση είσπραξης του αιτούμενου ποσού
Ν` απαγγελθεί εναντίον τους εξ` αιτίας του αδικήματος προσωπική κράτηση ενός (1) έτους ως μέσον εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθούν στην δικαστική μου δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου μου.
Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΗΚΗΓΟΡΟΣ