είναι ήδη φανερό ότι ούτε το αδίκημα για το οποίο κατηγορούμαι (αποδοχής προϊόντων εγκλήματος) τέλεσα, ούτε και μετείχα σε κάποιο αδίκημα χρεωκοπίας στην Ιταλία που να σχετίζεται με το όχημα και άλλωστε όπως προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση της Εισαγγελίας του Κόμο, δεν ασκήθηκε κάποια σχετική δίωξη σε μένα, αλλ` αντίθετα έγινε δεκτή η αίτησή μου για απόδοση του οχήματος επειδή ακριβώς κρίθηκε ότι είμαι ο καλόπιστος ιδιοκτήτης του (και δια τούτο, φυσικά, αμέτοχος τρίτος) και διαγράφηκε συνεπεία τούτων από τον σχετικό κατάλογο αναζήτησης Σέγκεν
Από την άλλη είναι επίσης φανερό ότι δεν πρόκειται για πράγμα που είναι υποχρεωτικό σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις (ΠΚ 76-μέτρο ασφαλείας) να δημευθεί ή να καταστραφεί (όπως π.χ. στα ναρκωτικά κ.λ.π., δηλ. δεν είναι απολύτως επικίνδυνο αντικείμενο, ενώ οπωσδήποτε δεν πρόκειται για αντικείμενο λαθρεμπορίας κατά τις διατάξεις του ν. 2960/2001 και δεν υπάρχει τέτοια κατηγορία), ή έστω ενδεχόμενο (ΠΚ 68-παρεπόμενη ποινή), αφού αν μη τι άλλο δεν είμαι αυτουργός ή συμμέτοχος εγκλήματος από δόλο εις βάρος της αρχικής ιδιοκτήτριας ………….. ή και οποιουδήποτε άλλου και επιπλέον το όχημα ούτε μέσο τέλεσης εγκλήματος είναι (π.χ μεταφοράς ναρκωτικών κλπ) και δεν υπάρχει καμία συναφής κατηγορία, αλλ` ούτε και προϊόν τέλεσης εγκλήματος (κακουργήματος ή πλημμελήματος) γιατί αποκτήθηκε από εμένα (όπως και από τον δικαιοπάροχό μου) νόμιμα σύμφωνα με τα ανωτέρω έγγραφα και αυτό δέχθηκε και η Εισαγγελία του Δικαστηρίου του Κόμο και διέταξε την ανάκληση της δέσμευσης (για τις ανάγκες της πτώχευσης) και την απόδοση σε εμένα. Σε κάθε όμως περίπτωση σύμφωνα με την παρ. 3 του 269 Νέου ΚΠΔ «Το ενδεχόμενο της δήμευσης των πραγμάτων που κατασχέθηκαν δεν εμποδίζει την αλλαγή του προσώπου του φύλακα ούτε την άρση της κατάσχεσης από το δικαστικό συμβούλιο.», οπότε η διαμάχη εάν η άρση της κατάσχεσης είναι δυνατή όταν προβλέπεται υποχρεωτική ή δυνητική δήμευση, έπαψε πλέον να έχει σημασία (Χ. Σεβαστίδης ΚΠΔ, τ. ΙΙΙ, υπο 268,αρ.21)
Το ζήτημα φυσικά εδώ δεν είναι μόνο τα ανωτέρω. Η φερόμενη ανωτέρω ως ιδιοκτήτρια Ιταλική εταιρεία και συνεπώς αμέσως παθούσα, δεν έχει υποβάλει έγκληση εναντίον μου (έστω μέχρι 31-10-2019, ούτε και μέσω κάποιου διαχειριστή) για κάποιο αδίκημα και πολύ περισσότερο για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος τελεσθείσα, σύμφωνα με την κατηγορία στην Ελλάδα (κακαβιά), το οποίο τιμωρείται μόνο με έγκληση (και όχι με απλή καταγγελία η οποία επίσης δεν υπάρχει), αλλ` ούτε και υπάρχει και αίτηση της Κυβέρνησης της Ιταλίας εάν υποτεθεί ότι έγινε κάποιο αδίκημα εκεί στο οποίο συμμετείχα ή τέλεσα ή αίτηση συνδρομής από το αρμόδιο Υπουργείο της χώρας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, απευθυντέα προς το αντίστοιχο Ελληνικό Υπουργείο η οποία απαιτείται, ανεξάρτητα αν το έγκλημα διώκεται αυτεπαγγέλτως ή μη στην Ελλάδα ή στην χώρα αυτή. ( βλ. Μιχ. Μαργαρίτη «Ερμηνεία Π.Κ.», στο άρθρο 6 παρ. 9 και 11 με αναφορά στις αποφάσεις ΕΑ 754/1991 ΠοινΧρ. ΜΑ/918, κατά την οποία η έγκληση ή η αίτηση απαιτείται και αν ακόμη η πράξη στην αλλοδαπή διώκεται αυτεπαγγέλτως, αφού αποτελεί ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ προϋπόθεση και η έρευνά της προηγείται της έρευνας του αξιοποίνου, ΑΠ 850/2001 ΠοινΧρ. ΝΒ/320, ΑΠ 892/1980 ΠοινΧρ. ΛΑ/33 και ΑΠ 216/1988 ΠοινΧρ. ΛΗ/507, κατά τις οποίες η έγκληση του παθόντα υπόκειται στους όρους των άρθρων 117 επ. και επομένως, πρέπει να υποβληθεί εντός τριμήνου και αν ακόμη στην Ελλάδα η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως, ΑΠ 722/1984 ΠοινΧρ. ΛΔ/1037, κατά την οποία αν η έγκληση δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το αξιόποινο εξαλείφεται, β} ΑΠ 374/1967 ΠοινΧρ. 1967/556, ΕφΠατρ. 71/1992 ΠοινΧρ. 1992/733, ΕΑ 754/1991 ΠοινΧρ. 1991/918, ΣυμβΠλημΚαστ. 18/1996 ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ 1998/842, ΠεντΑερΑθ. 2/1998 ΠοινΔικ. 1999/244, ΠλημΑθ. 134/1974 ΠοινΧρ. 24/302, ΠλημΙωαν. 933/1987, ΑΠ 917/1992 ΠοινΧρ. 1992/693, ΑΠ 48/2010 δημ. στη «ΝΟΜΟΣ», ΕισΠρΑθ. 9.1.2015 δημ. στην ΤΝΠ της «Νομικής Βιβλιοθήκης», γ} Μ. Σπυριδάκης «Ερμηνεία Π.Κ.», στο άρθρο 6 παρ. 14 επ. με αναφορά στις ΑΠ 1292/1995 ΠοινΧρ. 1996/494, ΑΠ 850/2001 ΠρΛόγ. 2001/1019 και ΑΠ 993/1990 ΠοινΧρ. 1991/308 και δ} Α. Χαραλαμπάκης «Ερμηνεία Π.Κ.», σελ. 98 επ. παρ. 52, 61, 62 και 65, κατά τον οποίο καλύπτονται με την διάταξη όλα τα πλημμελήματα κατά το Ελληνικό Δίκαιο και αναφέρεται σε σωρεία σχετικών αποφάσεων και στην θεωρία, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάτι αντίθετο.), αλλ` ούτε και ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον μου στην Ιταλία, όπως ειπώθηκε.
Δηλ. η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον μου εντελώς άκριτα, είναι απαράδεκτη, γιατί δεν υπάρχει η δικονομική προϋπόθεση της έγκλησης από τον αμέσως παθόντα, ή έστω η ανωτέρω απαιτούμενη αίτηση από την αλλοδαπή για άσκηση δίωξης. Σε κάθε δε περίπτωση κανείς ως αμέσως παθών δεν αξιώνει αυτό (βλ. ανωτέρω απόφαση Κόμο), ενώ κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ως φορέας του εννόμου αγαθού (κυριότητα) κατά το χρόνο τέλεσης (3-1-2020) προσβλήθηκε από κάποια αξιόποινη πράξη μου και δη αυτή της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, έτσι ώστε εμού καταδικαζομένου τάχα, να μπορεί αυτό να αποδοθεί στον ιδιοκτήτη (373ΚΠΔ), κάτι που στο παρόν στάδιο σημαίνει ότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει μελλοντικό αντικείμενο δήμευσης και άρα ούτε και τωρινής κατάσχεσης. (Αρ. Χαραλαμπάκης, Νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. Ι, υπο 68. 4, αλλά και ο ίδιος υπό τον ισχύσαντα ΠΚ, τ.Ι υπο 76.3)
Έτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο με μία απαράδεκτη ποινική δίωξη ελλείψει έγκλησης του αμέσου παθόντος (ή αίτησης άλλου Κράτους), να έχει κατασχεθεί το όχημά μου για το οποίο κανείς τρίτος ως αμέσως παθών δεν αξιώνει ούτε ζητά την άσκηση δίωξης εναντίον μου και το οποίο ήδη με απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου της ΕΕ έχει κριθεί ότι μου ανήκει και αποδόθηκε σε εμένα. Συνεπώς είναι αυτονόητο ότι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι πρωτίστως άκυρη ως μη παράγουσα έννομες συνέπειες γιατί δεν έχει ασκηθεί παραδεκτή ποινική δίωξη για τους ανωτέρω λόγους και επιπλέον η επιβληθείσα, αντιβαίνει στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ και στην Συνθήκη για την ΕΕ, όπως και σε εκείνη της τροποποίησής της, δηλ. της Συνθήκης της Λισσαβόνας , γιατί εφόσον το ανωτέρω δικαιοδοτικό όργανο της χώρας της ΕΕ έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος δέσμευσης του οχήματος γιατί είμαι ιδιοκτήτης αυτού και μάλιστα καλόπιστος, άρα δεν αποδέχθηκα προϊόν κανενός εγκλήματος (και πάντως όχι από δόλο) και διέταξε επιπλέον την διαγραφή του οχήματος από την αναζήτηση στις χώρες ΣΕΓΚΕΝ της ΕΕ και έτσι δεν είναι αυτό αναζητούμενο ως προϊόν εγκλήματος πουθενά στις χώρες της ΕΕ, δεν είναι εφικτό και νόμιμο να κατάσχεται αυτό σε άλλη χώρα της ΕΕ που δεσμεύεται απο την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση ποινικών αποφάσεων, για το λόγο ότι τάχα είναι προϊόν εγκλήματος το οποίο αποδέχθηκα δήθεν. Γιατί εύλογα τότε προκαλείται η αντίφαση ένα κράτος μέλος ΕΕ να έχει αποδεσμεύσει αυτό και να το έχει αποδώσει στον αληθή κύριο κρίνοντας ότι δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε έγκλημα, πολλώ δε μάλλον είναι προϊόν του, και ένα άλλο μέλος της ΕΕ ταυτόχρονα να δεσμεύει αυτό επειδή είναι προϊόν εγκλήματος και να μην το αποδίδει στον κύριο αυτού, η ιδιότητα του οποίου ως τέτοιου έχει κριθεί προηγουμένως από δικαιοδοτικό όργανο χώρας της ΕΕ.
Συνεπώς η επιβληθείσα κατάσχεση είναι απολύτως άκυρη αφού ουδέποτε ασκήθηκε παραδεκτή ποινική δίωξη με νομότυπη υποβολή έγκλησης (κατ` άλλη άποψη, η έλλειψη έγκλησης επι των κατ` έγκληση διωκόμενων εγκλημάτων καθιστά απόλυτα άκυρη κάθε διωκτική πράξη. Ι. Ζησιάδης, τ. Α` ,254, Χ. Σεβαστίδης ΚΠΔ Ερμηνεία κατ` άρθρο, 2012, υπο 171. αρ. 12 όπου και παραπομπές).
Σε κάθε όμως περίπτωση εφόσον πρόκειται για ποινική απόφαση χώρας μέλους της ΕΕ (Ιταλία) που αναγνωρίζεται με βάση την άνω Συνθήκη ΕΕ σε όλες τις Χώρες ΕΕ, πρέπει να αναγνωριστεί και στην Ελλάδα, υποχρεουμένων έτσι των δικαιοδοτικών της οργάνων να αναγνωρίσουν και συμμορφωθούν με αυτή και ακυρουμένης ή ανακαλουμένης της επιβληθείσης κατάσχεσης να μου αποδώσουν αυτό, καθόσον άλλωστε όπως προκύπτει και από το σώμα αυτής, εδόθη η εντολή για εκτέλεσή της στα αρμόδια Αστυνομικά όργανα (της Ιταλίας) και για το λόγο αυτό διεγράφη από την κατάσταση αναζήτησης Σέγκεν.
Επειδή εν τέλει είναι φανερό ότι στερούμαι της ιδιοκτησίας μου χωρίς πλέον κανένα λόγο αφού κανένας σκοπός δεν ικανοποιείται εν προκειμένω από τη θέση και διατήρηση αυτού στην κατοχή των αρχών, όπως ανακάλυψη της αληθείας ή για τους σκοπούς της δήμευσης τάχα και μάλιστα θα στερούμαι αυτήν για μεγάλο χρονικό διάστημα αφού ο χρόνος εκδίκασης είναι η 21-1-2021 και είναι πρωτοείσακτη που σημαίνει στην δικαστηριακή πρακτική ότι θα αναβληθεί μετά βεβαιότητας οπότε και συναφώς θα επιμηκυνθεί ο χρόνος στέρησης της ιδιοκτησίας μου και σύστοιχα οι κίνδυνοι φθοράς και βλαβών του καθόσον ευρίσκεται εκτεθειμένο εξωτερικά σε όλες τις καιρικές συνθήκες και σ` αυτές τις συνθήκες είναι δίδαγμα κοινή πείρας και εμπειρία ζωής ότι η αξία του θα απομειώνεται διαρκώς λόγω των εγγενών φθορών εξ` αυτής σε όλα τα μέρη του αμαξώματος, αλλά και στα μηχανικά
Επειδή σύμφωνα με το Νέο ΚΠΔ Άρθρο 269 «Αντίγραφα και φωτογραφίες των πραγμάτων που κατασχέθηκαν. Άρση της κατάσχεσης. 1. ... 2. ... 3. Σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να αρθεί η κατάσχεση, αν δεν είναι πιθανόν ότι από αυτό τον λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας. Στις περιπτώσεις των άρθρων 43 παρ. 3 και 4 και 51 παρ. 2 και 3 την άρση κατάσχεσης διατάσσει ο εισαγγελέας. Το ενδεχόμενο της δήμευσης των πραγμάτων που κατασχέθηκαν δεν εμποδίζει την αλλαγή του προσώπου του φύλακα ούτε την άρση της κατάσχεσης από το δικαστικό συμβούλιο.»
Επειδή κατά την διάρκεια της ανάκρισης (κύριας ή προανάκρισης) και μέχρι την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, μπορεί να διαταχθεί άρση της κατάσχεσης ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον ή δικαιώματα στα κατασχεθέντα ή μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή του ανακρίνοντος ή και αυτεπάγγελτα (Χ. Σεβαστίσης ΚΠΔ, τ.ΙΙΙ, υπο 268.14, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία, ΣυμβΠλημΘες 2131/1987, Αρμ 1987,967), αν δεν είναι πιθανό ότι από το λόγο αυτό θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας. Για την άρση της κατάσχεσης το δικαστικό συμβούλιο πρέπει να κρίνει ότι η άρση αυτή δεν είναι πιθανό να δυσχεράνει την ανακάλυψη της αλήθειας [(βλ. ενδ. ΣυμβΕφΑθ 125/2011, ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), 612, ΣυμβΕφΑθ 2047/2002, ΠοινΔικ (2002), 1241, ΣυμβΠλημΘεσ 35/1998, Υπερ (1998), 833, ΣυμβΠλημΧαλκίδ 46/1998, ΠοινΧρ (ΜΗ/1998), 691, ΔιαρκΝαυτΠειρ 228/1997, Υπερ (1998), 615, ΔιαρκΝαυτΠειρ 142/1996, Υπερ (1997), 372, ΣυμβΠλημΑθ 3195/1995 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Π. Παναγιωτόπουλου)), ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 937, ΣυμβΠλημΑθ 2367/1977 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Β. Δερβέντζα), ΠοινΧρ (ΚΗ/1978), 63, ΣυμβΠλημΘεσ 276/1967, ΠοινΧρ (ΙΖ/1967), 372, Ι. Ζησιάδη, τομ. Β΄, σελ. 225, Α. Μπουρόπουλο, άρθρο 268, σελ. 349, Α. Στάικο, άρθρο 268, σελ. 100).]
Επειδή η κατάσχεση, δεδομένου ότι συνεπάγεται ουσιώδη περιορισμό της ιδιοκτησίας (που μπορεί να οδηγήσει έτσι σε στέρησή της), πρέπει να λαμβάνει υπόψη, εκτός από την αρχή της αναγκαιότητας κι αυτή της ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, η οποία διέπει της επαχθείς ανακριτικές πράξεις (ΣυμβΠλμΚώ 49/1995 Δ 26, 1081, βλ. Αθ. Κονταξή «Ερμηνεία ΚΠοινΔ», τ. 1, σελ. 1666).
Επειδή κατά την κρατούσα άποψη αρμόδιο προς τούτο είναι στο στάδιο της ανάκρισης (κύρια ή προανάκριση και εν γένει σε όλη την προδικασία. Χ. Σεβαστίδης ό.α αρ.13, όπου και πλήθος νομολογίας Συμβουλίων) το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο (κατά την μη κρατούσα ο Εισαγγελέας: Α. Καρράς «Επίτομη Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», έκδοση β΄, 2005, σελ. 649, «Ερμηνεία ΚΠοινΔ» του Λάμπρου Μαργαρίτη, στο άρθρο 268, σελ. 944-5, Διάταξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας 58/1993 ΠοινΧρ. ΜΔ/421,με ευρεία αναφορά σε Μανωλεδάκη, Καρρά, Ζησιάδη, Λ. Μαργαρίτη, Καλφέλη, ΔιάτΕισΠρωτΚέρκυρας 92/1987 ΠοινΧρ. ΛΖ/845, ΔιάτΕισΠρΘηβών 45/1997 ΑρχΝομ. 1998/304 και στη «ΝΟΜΟΣ»).
Επειδή η ανωτέρω αρμοδιότητα του Συμβουλίου υφίσταται και μετά την έκδοση του κλητηρίου, αλλά πριν την επίδοσή του, δηλ. και στην παρούσα περίπτωση αφού κανένα τέτοιο δεν επιδόθηκε μέχρι και σήμερα σε εμένα [Χ. Σεβαστίδης, ό.α υπο 268. 13, ΣυμβΠλημΚω 49/1995 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Χ. Σαλτάνη) (: που δέχθηκε αρμοδιότητα του συμβουλίου και μετά την έκδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά πριν την επίδοσή του), Δ (26/1995), 1081, ΣυμβΠλημΘεσ 2361/1994, Υπερ (1994), 1144, ΣυμβΠλημΘεσ 1480/1990, Υπερ (1991), 706, ΣυμβΠλημΘεσ 1580/1985 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Α. Δημόπουλου)), ΑρχΝ (1986), 94, ΣυμβΠλημΕδ 92/1979, ΠοινΧρ (Λ/1980), 364, ΣυμβΠλημΘεσ 276/1967 (: που δέχθηκε αρμοδιότητα του συμβουλίου και μετά την έκδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά πριν την επίδοσή του), ΠοινΧρ (ΙΖ/1967), 372, ΔιατΑνακρΠλημΙωαν (Π. Τσούμαρη) 3/1992 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Σ. Σπύρου)), Αρμ (1993), 851, Σ. Βεργώνη, αναφυόμενα προβλήματα από την κατάσχεση οχημάτων, ΠοινΔικ (2011), σελ. 502, Θ. Δαλακούρα, τομ. Β΄, σελ. 196, Ι. Ζησιάδη, τομ. Β΄, σελ. 224 και 225, Π. Καίσαρη, άρθρο 268, σελ. 3537, Α. Κονταξή, άρθρο 268, σελ. 1681, Γ.-Α.Μαγκάκη/Δ.Σπινέλλη, γνωμ., ΠοινΧρ (ΛΑ/1981), σελ. 822, Μ. Μαργαρίτη, άρθρο 268, αριθ. 7, σελ. 517, Α. Μπουρόπουλο, άρθρο 268, σελ. 349, Μ. Παπαδογιάννη, άρθρο 268, σελ. 520, Γ. Συλίκο, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 2003, άρθρο 268, σελ. 636-637, Δ. Συμεωνίδη, ο.π., σελ. 449-450.]
Επειδή, το βούλευμα που απορρίπτει αίτησης για άρση κατάσχεσης, ως προπαρασκευαστικό, δεν δημιουργεί δεδικασμένο και μπορεί να ανακληθεί κατ` άρθρο 548 ΚΠΔ∙ επομένως, το συμβούλιο μπορεί να επιληφθεί νέας αίτησης, αν ανέκυψαν νέα γεγονότα, όπως εδώ εν προκειμένω και εφόσον εξακολουθεί να έχει αρμοδιότητα κατά τα προαναφερόμενα [(ΣυμβΑΠ 579/2005, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 579, ΠοινΔικ (2005), 1267, ΠοινΛογ (2005), 526 (περίλ.), ΑΠ 1187/1989, ΠοινΧρ (Μ/1990), 465, ΑΠ 692/1988, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 761, ΣυμβΠλημΜεσολ 2/1992, Υπερ (1992), 140, ΣυμβΠλημΕδ 23/1952 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Θ. Μαυρίκα)), ΠοινΧρ (Β/1952), 254].
Επειδή όμως η άρση της κατάσχεσης προϋποθέτει την νόμιμη επιβολή της κατάσχεσης, διότι διαφορετικά προκαλείται ακυρότητα της κατάσχεσης με συνέπεια να μην υπάρχει κατάσχεση∙ στην περίπτωση αυτή κηρύσσεται η ακυρότητα της κατάσχεσης και η αίτηση για άρση αυτής καθίσταται άνευ αντικειμένου (βλ. έτσι ΕισΠροτ (Φ. Μακρή) στη ΣυμνΠλημΠατρ 189/1980, ΠοινΧρ (Λ/1980), 687).Πάντως, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη (ΣυμβΠλημΧαλκίδ 131/1997, ΠοινΧρ (ΜΖ/1997), 901 ∙ πρβλ και ΑΠ 283/1964, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), 572).
Επειδή, ως γνωστό, αρμόδιο για την κήρυξη της ακυρότητας των πράξεων της προδικασίας (προανάκριση, κυρία ανάκριση, αλλά και 243.2 παλαιού ΚΠΔ, ιδίως όταν ακολουθεί η άσκηση δίωξης. Χ. Σεβαστίσης, ό,α υπο 176.3) είναι επίσης το δικαστικό Συμβούλιο Πλημ/κών
Επειδή επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, νομίμως φέρεται η παρούσα αίτηση ενώπιόν σας και σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η άρση της κατάσχεσης που επιβλήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι ούτε πιθανό καν να δημιουργηθούν από τον λόγο αυτό δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας (ΣυμβΠλημΚαβ. 79/1999 ΥΠΕΡ. 1999/1437), ενώ φανερά και αδιαμφισβήτητα είμαι ο νόμιμος ιδιοκτήτης του ο οποίος δεν μετείχα σε καμία εγκληματική πράξη που να σχετίζεται με το όχημα και ούτε φυσικά γνώριζα στο ελάχιστο κάτι σχετικό (για το καταλυτικό στοιχείο της γνώσης βλ. ΣυμβΠλμΠατρ 206/1016 σύμφωνα με το οποίο «Κρίσιμο, δηλαδή, παραμένει το στοιχείο της προσωπικής γνώσης του ιδιοκτήτη») και δεν μπορεί αυτό να δημευθεί και άρα και κατασχεθεί, ενώ δεν υπάρχει καμία έγκληση και καμία αξίωση απόδοσης του οχήματος από κανέναν άλλον και επιπλέον όλα αυτά κρίθηκαν με απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου χώρας μέλους της ΕΕ που δεσμεύει και τα ποινικά όργανα και στην παρούσα διαδικασία στην Ελλάδα
Επειδή συνεπώς αφενός μεν δεν πρόκειται να προκύψουν αποδεικτικές δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας από την άρση της κατάσχεσης του ως άνω οχήματος, στο παρόν στάδιο, αφετέρου δε, η νομική και υλική δέσμευσή του χωρίς μάλιστα αποχρώντα λόγο και εις βάρος αμέτοχου σε κάθε περίπτωση προσώπου, συνιστά εξαιρετικά επαχθές και δυσανάλογο μέτρο και προκαλεί σημαντική στέρηση στην ιδιοκτησία μου και δια τούτο και σημαντική περαιτέρω επιβάρυνση για μένα και την οικογένειά μου καθόσον δεν διαθέτω άλλο όχημα και αυτό χρησιμοποιώ και για την μετάβασή μου στην Ελλάδα και για την επαγγελματική μου ενασχόληση, με αποτέλεσμα την εξακολουθούμενη οικονομική μου ζημία και λαμβανομένου υπόψη ότι υπάρχει ο κίνδυνος εκποίησής του από τον ΟΔΔΥ αφού δεν προσκομίστηκε απόφαση άρσης της κατάσχεσης εντός τριμήνου (ωστόσο μέχρι σήμερα το όχημα είναι στο χώρο του Τελωνείου …….. και δεν έχει εισέτι εκποιηθεί), η μη άρση της κατάσχεσης θα ισοδυναμούσε κατ’ αποτέλεσμα με την εν τοις πράγμασι επιβολή δυσανάλογης οικονομικής κύρωσης σε βάρος αμέτοχου και επιπλέον καλόπιστου και νόμιμου προσώπου, ενώ επίσης από αυτό (όχημα) δεν υφίσταται κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, ώστε να καθίσταται ειδικός προς τούτο λόγος για τη μη απόδοση του, νόμιμη συντρέχει περιπτωση να γίνει δεκτή η αίτησή μου κατά το αιτητικό της και να διαταχτεί η άρση της άνω κατάσχεσης του περιγραφέντος οχήματός μου καθώς και η απόδοσή του σε μένα, άλλως ο ορισμός μου ως μεσεγγυούχου αυτού, καθόσον παραμένει επι μακρόν σε εξωτερικό χώρο και φθείρεται καθημερινά, ενώ εγώ μπορώ και πρέπει να διοριστώ έστω μεσεγγυούχος του και να φυλάττω αυτό στην άνω δ/νή μου στην ……… όπου και διαμένω καθόσον υπάρχει ο σχετικός χώρος-γκαράζ για την ασφαλή φύλαξή του.
Για τους ανωτέρω λοιπόν νομικούς και πραγματικούς λόγους και επειδή η αίτησή μου είναι νόμιμη και βάσιμη
ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτή η παρούσα και να ανακληθεί ως προπαρασκευαστικό το ανωτέρω με αρ. …….. Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών ……...
Να αναγνωριστεί στα πλαίσια της αμοιβαιότητας των χωρών της ΕΕ με βάση τις Συνθήκες της και δια τούτο να εφαρμοστεί-εκτελεστεί άμεσα η ανωτέρω απόφαση της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του Κόμο Ιταλίας και, ακυρουμένης ή ανακαλουμένης της ανωτέρω επιβληθείσης από …….. έκθεσης κατάσχεσης των οργάνων του Τελωνείου ……., να διαταχθεί η απόδοση του ανωτέρω οχήματος σε εμένα που είμαι νόμιμος ιδιοκτήτης, με διάταξη του κ. Εισαγγελέα, άλλως με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών …….. όπου θα εισαχθεί υπό του τελευταίου η παρούσα αίτησή μου.
Ζητώ δηλ. την άμεση αναγνώριση και εκτέλεση-εφαρμογή της ανωτέρω απόφασης οργάνου Χώρας μέλους της ΕΕ και την δια τούτο, απόδοση του οχήματος μου.
Άλλως και σε περίπτωση απόρριψης τους άνω αιτήματός μου και επειδή όπως ειπώθηκε η άρση της κατάσχεσης προϋποθέτει την νόμιμη επιβολή κατάσχεσης, Ζητώ να κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστικό Συμβούλιο Πλη/κών …….., εισαχθησομένης της παρούσης αιτήσεως μου σ` αυτό, η ανωτέρω από ………. Έκθεση κατάσχεσης, αλλά και η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον μου για το παραπάνω αδίκημα γιατί δεν υπάρχει έγκληση, άλλως να παύσει οριστικά η τελευταία για τον ανωτέρω λόγο και δια τούτα, να μου αποδοθεί αυτό.
Άλλως, σε περίπτωση που ούτε τα ανωτέρω γίνουν δεκτά, Ζητώ να αρθεί (ΚΠΔ 269.3, 307.β) η επιβληθείσα ανωτέρω κατάσχεση με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών ……… όπου και θα εισαχθεί η αίτησή μου για τους ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενους νομικούς και πραγματικούς λόγους, Άλλως και όλως επικουρικά ζητώ την αλλαγή του ορισθέντος μεσεγγυούχου και να ορισθώ εγώ φύλακας και μεσεγγυούχος αυτού μέχρι το τέλος της πρώτης δίκης ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ……..(ΣυμβΕφΘρ. 108/2001 ΠοινΧρ. 2001/823 και ΕφΘεσ. 449/1990 ΠοινΧρ. Μ/1175).
Αν ήθελε απορριφθούν άπαντα τα ανωτέρω ή γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει δικονομικό στάδιο για τα αιτήματά μου (είτε από τον κ. Εισαγγελέα, είτε από το Συμβούλιο), λόγω αμετάκλητης παραπομπής στο ακροατήριο, τότε ζητώ τον επαναπροσδιορισμό της άνω εκδίκασης της υπόθεσής μου στο ακροατήριο, την αφαίρεσή της από την ανωτέρω δικάσιμο και την εισαγωγή της για εκδίκαση και την συζήτηση αυτής στην πλέον σύντομη δικάσιμο, έτσι ώστε να αποφασίσει το Δικαστήριο. Δεν πρέπει δε να παροράται ότι εν` όψει όλων των ανωτέρω συνθηκών και περιστάσεων (αποδεδειγμένη κυριότητα, μη τέλεση εγκλήματος, απόφαση που αποδίδει αυτό σε μένα και με αναγνωρίζει ως κύριο, διαγραφή από την αναζήτηση Σέγκεν, μεγάλος χρόνος δέσμευσης) ότι ούτως ή άλλως κατά την εφαρμογή των διατάξεων για την άρση ή μη της κατάσχεσης επιβάλλεται να συναξιολογούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας όλες οι περιστάσεις (ενδείξεις ενοχής, αναμενόμενη ποινική κύρωση κλπ. ΣυμβΠλημΚώ 49/1995, Δ 26, 1081, Σεβαστίδης ό.α υπο 268. 18 όπου και πλήρη νομολογία και θεωρία) και υπο την έννοια αυτή δέον και αιτούμαι να κριθεί το ανωτέρω αίτημά μου για επίσπευση προσδιορισμού της εκδίκασης της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή ζητώ να γνωστοποιηθεί στον αντίκλητο υπογράφοντα την παρούσα δικηγόρο μου η δικάσιμος, εμού παραιτουμένου από τις σχετικές κλητεύσεις.
Τέλος, σε κάθε περίπτωση, αν απορριφθεί η παρούσα, να συμπεριληφθεί η δικογραφία και όσα έγγραφα προσκομίζω στην ήδη υπάρχουσα, ώστε να αποφασίσει το αρμόδιο Δικαστήριο (Μονομελές Πλημμελειοδικείο ……….)
Για την απόδειξη των ισχυρισμών μου Προσάγω όλα τα ανωτέρω έγγραφα που επικαλούμαι σε επικυρωμένα επισήμως και νόμιμα μεταφρασμένα έγγραφα
Διορίζω αντίκλητο και πληρεξούσιο Δικηγόρο τον δικηγόρο Πρωτοδικείου Καρδίτσας Ανδρέα Βρόντο, Πλαστήρα 12 Καρδίτσα, 2441041255, 6972422002 και ζητώ να ακουστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου στο Συμβούλιο, καλούμενος προς τούτο.
Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος
(βάσει του προσαγόμενου υπ’ αρ. …….. ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου της …….. Δημοκρατίας .... και με αρ. επίσημης μετάφρασης …….. της Μεταφραστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος.)
Βρόντος Ανδρέας
Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω
Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249
E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
24410-41255/6972422002
FAX : 24410-41257