αυτός χορηγεί στον επισπεύδοντα όχι απλό, αλλά «επίσημο αντίγραφο» του απογράφου (918.6 ΚΠολΔ), διότι αυτός είναι το πρόσωπο που το κατέχει και άρα έχει την εξουσία να βεβαιώσει την ακρίβεια του αντιγράφου από αυτό. Διαφορετικά, δεν πρόκειται για επίδοση έγκυρου αντιγράφου από απόγραφο και συνεπώς επέρχεται ακυρότητα απόλυτη κατ` 159.1 χωρίς επίκληση δικονομικής βλάβης, αφού ο ανωτέρω τρόπος έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης τίθεται επι ποινή ακυρότητας. (ό.α αρ. 14 in f, αρ. 16)
Στην προκείμενη περίπτωση, μου επιδόθηκε η ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή κάτωθι ενός φωτοτυπημένου αντιγράφου της δ/γής πληρωμής, παρά πόδα του οποίου, φωτοτυπημένα επίσης, με ημερομηνία ..., αναγράφεται ότι αποτελεί αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ... δ/γής πληρωμής που είναι κατατεθειμένη στην υπ` αριθμ` ... πράξη συμβολαιογράφου αγνώστου ονόματος, ως εκ του δυσδιάκριτου της υπογραφής. Δεν υπάρχει σ` αυτή την φωτοτυπία της δ/γής καμία πρωτότυπη υπογραφή και σφραγίδα οποιουδήποτε συμβ/φου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού που είχε οριστεί οποτεδήποτε, έτσι ώστε να προκύπτει ότι αποτελεί αυτή η φωτοτυπία, επίσημο αντίγραφο, εξαχθέν εκ του αρχείου του όποιου συμβ/φου. Όμως έπρεπε «να βεβαιώνεται η ακρίβεια του αντιγράφου από το πρόσωπο που έχει την προς τούτο εξουσία.» (Βαθρ. ό.α .α αρ. 14 in f), κάτι φυσικά που βεβαιώνεται με την ιδιόχειρη και ιδιόγραφη υπογραφή του τελευταίου στην φωτοτυπία. Εδώ, φαίνεται να «βγήκε» μία φωτοτυπία της δ/γής πληρωμής (του α` εκτελεστού απογράφου) από τον συμβ/φο που το είχε στα χέρια του-αρχείο του, ο οποίος όμως πριν το δώσει στην επισπεύδουσα έτσι ώστε παραπόδα αυτού να συντάξει την ανωτέρω επιταγή, δεν βεβαίωσε με την πρωτότυπη, ιδιόχειρη και ιδιόγραφη υπογραφή του σ` αυτή τη φωτοτυπία, ότι πρόκειται για ακριβές αντίγραφο από τον ίδιο, με αποτέλεσμα επι της φωτοτυπίας και παραπόδα αυτής να συνταχθεί η ανακοπτόμενη επιταγή. Αυτό δεν είναι «επίσημο αντίγραφο» του απογράφου (918.6 ΚΠολΔ)
Έθηκε μεν η πληρ. δικηγόρος της επισπεύδουσας ...., την σφραγίδα της ανάμεσα σ` αυτήν την απλή φωτοτυπία και στο παρα πόδα αυτής φύλλο όπου ανέγραψε την επιταγή προς πληρωμή, πλήν όμως αυτό δεν αίρει την ακυρότητα και δεν αναβιβάζει την απλή φωτοτυπία σε επίσημο αντίγραφο, αφού το α` εκτελεστό απόγραφο δεν ήταν στα χέρια της έτσι ώστε να εξάγει ακριβές αντίγραφο εξ αυτού.
Συνεπώς επήλθε η ανωτέρω ακυρότητα από την παράβαση της 918.6 ΚΠολΔ διότι α) ώφειλε η επισπεύδουσα να αναζητήσει επίσημο αντίγραφο εκ του συμβ/φου, δηλ. φωτοτυπία του απογράφου της δ/γής πάνω στην οποία όμως ο ίδιος ο συμβ/φος να βεβαίωνε με την ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα του, ότι πρόκειται για ακριβές επίσημο αντίγραφο του α` εκτελεστού απογράφου της .... δ/γής που όντως υπάρχει στο αρχείο του (εάν υπάρχει, διότι η βεβαίωση αυτή, θα βεβαίωνε, πέραν της ακρίβειας και ότι πράγματι κατέχει το απόγραφο ο βεβαιών συμβ/φος και όχι άλλος). Αυτά ελλείπουν απο την απλή φωτοτυπία που μας κοινοποιήθηκε. β) η δικηγόρος που απλά έθεσε την ανωτέρω σφραγίδα, είναι αυτονόητο ότι δεν μετέτρεψε την απλή φωτοτυπία, σε επίσημο αντίγραφο του α` εκτελεστού απογράφου, διότι εφόσον αυτό είναι κατατεθειμένο σε συμβ/φο, τέτοιο μπορεί να εκδώσει μόνο αυτός ως έχων κατά νόμω την εξουσία προς τούτο και όχι ο πλ. δικηγόρος του επισπεύδοντος, αφού δεν το κατέχει και συνεπώς δεν είχε εξουσία για να βεβαιώσει την ακρίβειά του.
Συνεπώς για το λόγο αυτό η επιταγή είναι άκυρη (159.1 ΚΠολΔ) χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης. (Φαλτσή ό.α, σελ. 497) διότι την τήρηση της διατάξεως της 918.6 ΚπολΔ, απειλεί ο νόμος με ποινή ακυρότητας και στην περίπτωση της διαδοχής (925ΚΠολΔ). Άλλως και όλως επικουρικά η ακυρότητα εν προκειμένω της προσβαλλομένης πράξης εκτέλεσης, επέρχεται και κατά την διάταξη της 159 αρ. 2 ΚπολΔ δηλ. και πάλι ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη βλάβης, αφού παραβιάζονται οι γενικές αρχές της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (μη έγκυρη κοινοποίηση αντιγράφου από το απόγραφο), η δε αντίστοιχη παράβαση στο πεδίο της διαγνωστικής δίκης, θα συνιστούσε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και θα στοιχειοθετούσε το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559.1 ΚπολΔ.
ΙΙ
Από τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννομης προστασίας, απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (βλ. σχετικώς ΕΑ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001, 776). Αυτό επιβάλλεται προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό (βλ. σχετικώς ΑΠ 1336/2006, ΕλλΔνη 2007, 799, ΕφΠερι.393/2020, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛάρ 215/2022, ΝΟΜΟΣ). Εξ ετέρου, σκοπός της επιταγής είναι, μεταξύ άλλων, να καθορίζει ακριβώς την έκταση της απαίτησης του δανειστή. Ο ακριβής, σαφής και αναμφίβολος καθορισμός της απαίτησης αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της επιταγής κατά την ΚΠολΔ 924. εδ. β` (όπως τροποποιήθηκε από το 2015), ελλείψει δε αυτού, επέρχεται ακυρότητα κατ` 159.1 και 2 ΚΠολδ και χωρίς απόδειξη βλάβης. (Φαλτσή ό.α σελ. 497). Ειδικότερα, για την έννοια του ανωτέρω σαφούς και ορισμένου «καθορισμού της απαίτησης» στην επιταγή, γίνεται δεκτό ότι με αυτήν «ο επιτασσόμενος (πρέπει) να γνωρίζει τι και γιατί καλείται να παράσχει στον επιτάσσοντα…» (ΕφΑθ 3897/1995, ΕλλΔνη 39, 912, Φαλτσή ό.α, σελ. 495, Βαθρ. υπο 924. αρ.8).
Η παραπάνω επιταγή εν προκειμένω, είναι άκυρη επειδή δεν ορίζεται σε αυτήν με ακρίβεια και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η απαίτηση της καθ’ ής, υφίσταμαι δε δικονομική βλάβη από την αοριστία της επιταγής, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της ανακοπτόμενης επιταγής, με την οποία επιτάσσομαι προς ικανοποίηση μη προσδιοριζομένης επακριβώς αξίωσης. Ειδικότερα, ενώ επιτάσσεται το κεφάλαιο των 103.289,91€ εντόκως από 1/1/2009 έως την εξόφληση, ωστόσο δεν αναφέρει εάν πρόκειται για τοκισμό με συμβατικούς ή τόκους υπερημερίας, ποιο ήταν το ποσοστό αυτών και σε τι κεφάλαιο αναλογούν οι τόκοι αυτοί (ΕφΑθ 6063/1993, ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολδ2, εκδ.2021, άρθρα 904-1054, υπο 924, σελ. 157-158) και έτσι μου στερεί τη δυνατότητα του ελέγχου της ακρίβειας των υπολογισμών και του ύψους των κονδυλίων, προκαλώντας αυτονόητη βλάβη.
Ειδικότερα, όσον αφορά τους τόκους, αρκεί να γίνεται διάκριση σε συμβατικούς και υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω και αναφορά του επιτοκίου, αφού αυτό είναι γνωστό, οριζόμενο από το νόμο, με συνέπεια το ύψος των καταβλητέων τόκων να μπορεί να εξευρίσκεται κάθε φορά με απλό υπολογισμό, με βάση το καθορισμένο ποσοστό αυτό, σε συνδυασμό με το ποσό του κεφαλαίου στο οποίο αυτοί αντιστοιχούν και τη χρονική διάρκεια, στην οποία αφορούν (ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 1996.101-102∙ ΑΠ 474/1999, ΕλλΔνη 2000.80-81∙ ΕφΑθ 2535/1998, ΑρχΝ 2001.231∙ ΕφΑθ 5377/2001, ΕλλΔνη 2004.527-529∙ ΕφΑθ 2838/2002, ΕλλΔνη 2002.1460∙ ΜονΠΑθ 4494/1998 και 33720/1997, Δ 1998.1371, με αντίθ. παρατ. Γιαννούλη∙ Νίκας, παρ. 22 αριθ. 12). Εντούτοις, το ποσοστό του επιτοκίου θα πρέπει να αναφέρεται στην επιταγή προς πληρωμή -όπως και στην αγωγή και στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής- όταν πρόκειται ειδικά για τόκους από τραπεζική χρηματοδότηση («τραπεζικούς»), λόγω της επελθούσας ήδη από το 1986 «απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος», στη βάση της οποίας κάθε πιστωτικό ίδρυμα καθορίζει ελεύθερα τόσο το δικαιοπρακτικό όσο και το της υπερημερίας επιτόκιο, ενίοτε δε και ως «κυμαινόμενο» στη διάρκεια ισχύος της πιστωτικής σύμβασης [Κεραμέας/Κονδύλης/Νικας ό.α σελ. 158, ΑΠ 72/1995, ΝοΒ 1996.624, ΕλλΔνη 1997.583∙ ΑΠ 873/1999, ΕΕΝ 2000.730∙ ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001.1128 (1135)∙ ΕφΘεσ 6063/1993, ΕλλΔνη 1995.222∙ ΕφΑθ 5667/1995, ΝοΒ 1997.53-54∙ ΕφΑθ 304/2002, ΔΕΕ 2002.997-999∙ Μάζης, ΕπισκΕΔ 1996.34-52∙ ο ίδιος, παρατ. στην ΠολΠΑθ 5467/2002, ΔΕΕ 2003.315-316].
Συνεπώς είναι άκυρη η ανωτέρω επιταγή γιατί δεν γίνεται διάκριση σε τόκους συμβατικούς και υπερημερίας, δεν αναφέρει ποιο ήταν το ποσοστό αυτών και σε τι κεφάλαιο αναλογούν οι τόκοι αυτοί και επιπλέον δεν αναφέρεται το ποσοστό του επιτοκίου.
ΙΙΙ
Επίσης η επιταγή είναι άκυρη και συγκεκριμένα το κονδύλιο γ) αυτής για «αντίγραφο, αντιγραφικά δικαιώματα σύνταξης Α` επιταγής, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοση ποσού 1350€», γιατί αναφέρεται συνολικά σε όλα αυτά χωρίς διαχωρισμό του καθενός ποσού (ό.α Κεραμέας σελ. 157, όπου και νομολογία). Ο ακριβής αυτός καθορισμός επιβάλλεται για να καταστεί δυνατή η συμμόρφωση των επιτασσομένων ανακοπτόντων, η άμυνα αυτών και η περαιτέρω εκτέλεση. (Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ. 1978, σ. Α`, άρθρ. 924, παρ. 115, ΕφΑθ 3785/1975 ΝοΒ 23,1275, ΕφΘεσ 635/1997 ΕλλΔνη 1997). Έτσι γίνεται παγίως δεκτό πώς «είναι αόριστη και άκυρη η επιταγή που επιτάσσει τον καθ` ού να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό για δαπάνη απογράφου, αντιγράφου του απογράφου, εξόδων επίδοσης και σύνταξη επιταγής, χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την κάθε μία από τις παραπάνω δαπάνες, ώστε να μπορεί να γίνει δικαστικός έλεγχος αυτών και ν` αμυνθεί ο οφειλέτης (ΜΠρΑθ 2379/2013, ΝΟΜΟΣ, όπου και νομολογία, ΜΠρθες 31899/1999, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3785/75 ΝοΒ 23.1275, ΜονΠρΘεσ 2904/88 Αρμ 1989.59).»
Επειδή η παρούσα ανακοπή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και εμπρόθεσμη κατ` ΚΠολΔ 934 1α (ΜΠρΒερ. 92/2021 ΝΟΜΟΣ: Από το συνδυασμό των άρθρων 919 και 925 ΚΠολΔ σε περίπτωση διαδοχής στη διαδικασία εκκρεμούς αναγκαστικής εκτέλεσης καθιερώνεται υποχρέωση κοινοποίησης στον οφειλέτη ή στον καθ`ου, αφενός της κατ άρθρο 924 παρ. 1 ΚΠολΔ επιταγής και αφετέρου των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή (ειδική ή καθολική) του επισπεύδοντος. Η επιταγή αυτή δεν συνιστά την πρώτη πράξη της προδικασίας νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά περιέχει την επίσημη γνωστοποίηση ότι ενεργοποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας σε πρόσωπα που δεν αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο ως δικαιούχοι ή υπόχρεοι, προκειμένου είτε να γίνει εκούσια εκπλήρωση της παροχής είτε να αμφισβητηθεί, με ανακοπή, η υποχρέωση του καθ` ου (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Νικολόπουλος), ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 925, αριθ. 1, Ν Νικάς. Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 1, 2η έκδ., 2017, σελ. 498). Παρά δε το γεγονός ότι η επίδοση της ως άνω (νέας) επιταγής δεν αποτελεί πράξη έναρξης νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, εντούτοις, ως πράξη της ήδη αρξαμένης εκτέλεσης, που είναι αναγκαία για την έγκυρη συνέχιση της κύριας διαδικασίας της, προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (Νικολόπουλο, ό.π., αριθ. 4)») και εδώ αναλογικά η προθεσμία των 45 ημερών δεν μπορεί να είναι η κατάσχεση, αλλά η ανωτέρω δήλωση συνέχισης που μου επεδόθη την ... και αναρτήθηκε στο ΔΔΔημοσιεύσεων Ηλ.Φορέα Κοιν.Ασφ. την ... (πρβλ. 973.1,6)
Επειδή η ανακοπή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και ασκείται στο κατά τόπο και καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο εμπρόθεσμα κατ` άρθρο 934.1α ΚπολΔ
Δια ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα
ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτή η παρούσα ανακοπή μου και να ακυρωθεί για τους ανωτέρω λόγους η από ... επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου της ... δ/γής πληρωμής ... που υπογράφει η πλ. δικηγόρος της καθ` ης-επισπεύδουσας ... για ποσό συνολικά ...€ και να καταδικασθεί η αντίδικος στη δικαστική μας δαπάνη.
Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Βρόντος Ανδρέας
Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω
Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249
E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
24410-41255/6972422002
FAX : 24410-41257