η ύπαρξη εγγράφου κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. γ του Ποινικού και μάλιστα δημοσίου, όπως αυτό προσδιορίζεται από το αρ. 438 του ΚΠολΔ, ήτοι εγγράφου που συντάσσεται από αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον δημόσιο υπάλληλο και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, και βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή περιστατικού που είναι σημαντικό για τη γένεση, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης δημόσιας ή ιδιωτικής σχέσης ή κατάστασης. Έννομες συνέπειες είναι η νομική δυνατότητα των εγγράφων να αποδεικνύουν την γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση κλπ ενός δικαιώματος, έννομης σχέσης ή κατάστασης (ΑΠ 1591/2007, ΑΠ 1559/2005, ΑΠ 1650/2002, Μ.Μαργαρίτης, Ποιν. Κωδ. 2η εκδ. υπο 242.12)
Το δε άρθρο 13. γ ΠΚ ορίζει , ότι «έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός». Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος δηλαδή της ΠΚ 242, απαιτείται σε κάθε περίπτωση έγγραφο με την έννοια του άρθρου 13.γ ΠΚ, γραπτό δηλαδή, πρόσφορο να αποδείξει, που μπορεί δηλαδή να έχει αποδεικτική δύναμη για γεγονός με έννομη σημασία. (αντί άλλων ΟλΑΠ 203/1989 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, ειδικώτερα, όχι μόνο υποκειμενικά να συντάχθηκε με το σκοπό αυτό, αλλά και αντικειμενικά να είναι ικανό να αποδείξει ένα νομικά σημαντικό γεγονός. Εάν αδυνατεί να αποδείξει αντικειμενικά, δηλ. ελλείπει η αποδεικτική προσφορότητα, το έγγραφο είναι νομικώς αδιάφορο=δεν είναι έγγραφο, αφού το βασικό χαρακτηριστικό του εγγράφου είναι ότι μπορεί να επιτελέσει αποδεικτική λειτουργία. (για όλα τα ανωτέρω ρητά σε Χρ. Μυλωνόπουλος, ΠοινΔικ. Ειδ. Μέρος 216-223ΠΚ, 2005, σελ.14-15, όπου και παραπομπή στην ΑΠ 580/1979, ΝΟΜΟΣ, η οποία δέχθηκε ότι «Το στοιχείον της παραπλανήσεως περί γεγονότος, δυναμένου να έχη εννόμους συνεπείας είναι αναγκαίον δια την αντικειμενικήν υπόστασιν του εγκλήματος της πλαστογραφίας και δέον και εις το διατακτικόν της αποφάσεως να περιλαμβάνηται, αλλά και εις το αιτιολογικόν να διαλαμβάνωνται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, εξ ων να προκύπτη η δυνατότης της παραπλανήσεως περί γεγονότος, έχοντος εννόμους συνεπείας, είναι δ` αδιάφορον αν επήλθε πράγματι το αποτέλεσμα τούτο ή ηδύνατο να προκύψη εκ τυχόν υπάρξεως άλλων εγγράφων, εκ των οποίων αποδεικνύεται το γεγονός τούτο»
Πέραν τούτων όμως, δεν υπάρχει έγγραφο με την έννοια της ΠΚ 13.γ, όχι μόνο όταν ελλείπει η αποδεικτική του λειτουργία (που από μόνο του αρκεί), αλλά και όταν δεν προκύπτει ο εκδότης του. Εδώ, το διανοητικό περιεχόμενο του εγγράφου (δήλωση αναγνώρισης των ποσών του δανείου, που ήταν το μόνο ικανό αντικειμενικά να αποδείξει γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και συναφώς και να παραπλανήσει ), δεν συνδέεται με κάποιον εκδότη, αφού ελλείπει η υπογραφή του «δηλούντος». Θα μπορούσε να συνδεθεί το ανωτέρω περιεχόμενο με το πρόσωπο του εκδότη ………, μόνο όμως με τη βοήθεια γεγονότος εκτός κειμένου, δηλ. με πρόσθετη απόδειξη, π.χ με άλλη μαρτυρία. Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν υπάρχει έγγραφο (ρητά Μυλωνόπουλος, ό. α σελ. 11). Έτσι και η ΑΠ 1051/1996, ΝΟΜΟΣ, έκρινε ότι ανυπόγραφο κείμενο πρακτικού Γενικής Συνέλευσης, δεν συνιστά έγγραφο κατά την ΠΚ 13, αφού δεν προκύπτει ο εκδότης και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η ΠΚ 216)
Άλλωστε έχει κριθεί ότι όταν το έγγραφο έχει τόσο εξόφθαλμα ουσιώδη ελαττώματα (εδώ έλλειψη υπογραφής. τι πιο εξόφθαλμο!) , ώστε είναι προφανές ότι αδυνατεί να έχει επιρροή στις συναλλαγές, είτε δεν στοιχειοθετείται η έννοια του εγγράφου, είτε, ελλείπει η αντικειμενική δυνατότητα παραπλάνησης (ΑΠ 1206/1981, ΠΧρ ΛΒ, 499, ΕφΑθ 695/1993, ΝΟΜΟΣ, που έκριναν για τυπικά ελαττώματα-ακυρότητες)
Συνοδά τοις ανωτέρω, και η ΕφΘεσσαλ 196/1997, έκρινε ορθά ότι δεν θεωρούνται έγγραφα ασυμπλήρωτες υπεύθυνες δηλώσεις του Ν. 1599/1986 και λευκών σελίδων με την ένδειξη «εξουσιοδότηση», στα οποία ετέθησαν σφραγίδες της υπηρεσίας των κατηγορουμένων αστυνομικών και αντίστοιχα υπογραφές αυτών, αλλά δεν υπάρχει σε αυτά κείμενο και υπογραφή εκείνων των οποίων βεβαιώνεται το ιδιόχειρο της υπογραφής. Πρόκειται δηλ. για adhoc περίπτωση από αστυνομικούς που θεώρησαν το γνήσιο της υπογραφής χωρίς η τελευταία να υπάρχει, χωρίς δηλ. να υπογράψει ο εκδότης αφού από και δια της υπογραφής του εκδότη γεννάται κατά νόμω το έγγραφο και είναι αυτό πρόσφορο να αποδείξει, δηλ. να έχει έννομες συνέπειες. Και την ανωτέρω περίπτωση, όπως και εδώ, είναι φανερό ότι ο αστυνομικός δεν βεβαιώνει τίποτα, πόσο μάλλον κάτι ψευδές.
Γι` αυτό άλλωστε και η ανωτέρω …….. απόφαση του ΜΠρ……… επι της αστικής διαφοράς μου με την μηνύτρια, δεν την έλαβε υπόψη ως αποδεικτικό μέσο, αφού ποτέ δεν θα μπορούσε χωρίς υπογραφή του δηλούντος, να είναι έγγραφο που να μπορεί να αποδείξει και έτσι να έχει έννομες συνέπειες. Σύστοιχα δεν θα μπορούσε αιτιακά να προκαλέσει ποτέ ούτε και παραπλάνηση, αφού ελλείπει αντικειμενικά η δυνατότητα παραπλάνησης. (βλ. ανωτέρω ΑΠ 1206/1981, ΠΧρ ΛΒ, 499, ΕφΑθ 695/1993, ΝΟΜΟΣ). Δεν πρόκειται δηλ. για την περίπτωση που την έλαβε υπόψη ως υπαρκτό και έγκυρο αποδεικτικό μέσο, αλλά δεν πείστηκε απ` αυτό, γιατί τάχα ήταν ψευδές κατά περιεχόμενο κλπ.
Λίγο χρειάζεται μετά ταύτα να τονιστεί ότι εάν δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ούτε αυτό της χρήσης της, αφού αυτή προϋποθέτει την ψευδή βεβαίωση αντικειμενικά.
Επίσης για τον ίδιο λόγο δεν στοιχειοθετείται ούτε η απόπειρα απάτης στο δικαστήριο με την χρήση της ανωτέρω ψευδούς, αφού τέτοια ψευδής βεβαίωση δεν υφίσταται και συνεπώς η χρήση της (προσκομιδή με επίκληση με τις προτάσεις) δεν (μπορεί να) συνιστά παράσταση ψευδών περιστατικών ως αληθών. Διότι η τοιαύτη παράσταση κατά την ΠΚ 386, ως πράξη εξαπάτησης, μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση, ισχυρισμό κλπ σχετικά με ένα γεγονός η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι με έγγραφο, ή προφορικά ή και με συναγόμενη συμπεριφορά, αρκεί όμως να είναι ικανή να παραπλανήσει αυτόν προς τον οποίο γίνεται δηλ. ικανή να παραπλανήσει τον παθόντα (εδώ τον κ. δικαστή) να προβεί στην περιουσιακή διάθεση (Πάγια θεωρία και Νομολογία, ενδ. Α. Χαραλαμπάκης, Ο Ν. ΠΚ, 2021, υπο 386. 15, σελ. 3061, 28 όπου και πλήθος νομολογίας, ΑΠ 874/2019 : «να προκαλεί, διατηρεί ή ενισχύει την πλάνη»). Εάν λοιπόν ένα τέτοιο έγγραφο, στην προσκομιδή του οποίου εξαντλείται η αποδιδόμενη πράξη εξαπάτησης, δεν είναι αντικειμενικά ικανό προς παραπλάνηση, διότι δεν είναι αντικειμενικά ικανό προς απόδειξη, καθόσον είναι νομικά αδιάφορο έγγραφο (=μη έγγραφο), δεν στοιχειοθετείται ούτε και απάτη έστω και εν αποπείρα. Με ένα τέτοιο έγγραφο, ο διάδικος που το προσκομίζει, δεν μπορεί να δηλώνει-ισχυρίζεται-ανακοινώνει τίποτα που να προκαλεί, διατηρεί ή ενισχύει την πλάνη, αφού το έγγραφο είναι ανίκανο αντικειμενικά για κάτι τέτοιο.
Για το λόγο αυτό, παγίως γίνεται δεκτό για την απόπειρα απάτης στο δικαστήριο, ότι (εφόσον δεν πρόκειται περί ειδικής διαδικασίας, όπως εδώ), απαιτείται, όχι μόνο την προβολή ψευδών ισχυρισμών, αλλά και προσκομιδή με επίκληση για την απόδειξή τους ψευδών αποδεικτικών μέσων, δηλ. μίας ψευδούς βεβαιώσεως, η οποία όμως εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε, δεν υφίσταται. Χωρίς δηλ. την προσκόμιση τέτοιου ψευδούς εγγράφου, δηλ. ικανού και πρόσφορου να αποδείξει, ο δράστης δεν αρχίζει καν να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη (ΠΚ 42, βλ. ρητά ΑΠ 224/1987 ΝΟΜΟΣ: « άνευ συγχρόνου προσαγωγής και επικλήσεως προς απόδειξη …εν γνώσει … ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της απάτης επί δικαστηρίου ουδέ της απόπειρας τοιαύτης απάτης, … δεν υφίσταται πράξη περιέχουσα αρχήν εκτελέσεως».). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία και θεωρία (ενδ. ό.α Χαραλαμπάκης, αρ. 79, 83 όπου και νομολογία, ΑΠ 568/2020, ΑΠ 98/2019, 402/2018 κλπ), για την απόπειρα απάτης στο δικαστήριο απαιτείται στις άνω περιπτώσεις, κατ` ελάχιστον, προσκόμιση απατηλών-ψευδών στοιχείων, δηλ. εν προκειμένω ψευδούς εγγράφου-βεβαίωσης, από το οποίο φυσικά δεν πείσθηκε το Δικαστήριο. Δηλ. ενός εγγράφου που έχει την νομική δυνατότητα να αποδείξει και άρα είναι ικανό να παραπλανήσει τον δικαστή. Διότι εάν δεν έχει την ανωτέρω νομική δυνατότητα απόδειξης, πώς είναι δυνατόν με την προσκομιδή και επίκλησή του (ενός νομικά αδιάφορου εγγράφου. βλ. ανωτέρω) να επιχειρηθεί η απόδειξη του έστω αναληθούς ισχυρισμού του διαδίκου (και άρα και η πλάνη του δικαστή); Συνεπώς η απόπειρα απάτης δεν είναι δυνατή στην περίπτωση αυτή, διότι η απόπειρα προϋποθέτει δυνατότητα στοιχειοθέτησης του εγκλήματος, η οποία όμως εδώ αποκλείεται αφού κατά νόμω με την νομικά αδιάφορη και ανίκανη προς απόδειξη, βεβαίωση, δεν παρέχεται περιθώριο σχηματισμού πλάνης (Χρ. Μυλωνόπουλος, ΠοινΔικ. ΕιδΜερος, 372-406, σελ. 483. πρβλ. ΑΠ 91/1994, ΑΠ 535/2011).
Αντίθετα, κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται τωόντι απάτη στο δικαστήριο με την προσκομιδή και επίκληση ψευδούς βεβαίωσης υπαλλήλου της ΠΚ 242 (ΑΠ 187/1986 ΠΧρ ΛΣΤ,499, Μυλωνόπουλος ό.α σελ. 482). Όμως στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει πράγματι η έννοια του εγγράφου που είναι ικανό να αποδείξει, έστω και ως έγγραφο μαρτυρίας (ΑΠ 2158/2006 και 1465/2017 για ψευδή βεβαίωση Προέδρου Κοινότητας), τον ψευδή ισχυρισμό. Εδώ ένα τέτοιο έγγραφο απουσιάζει.
Εδώ συνεπώς, ούτε απρόσφορη απόπειρα μπορεί να υπάρχει, γιατί αυτή επίσης απαιτεί πράξη του δράστη η οποία αποτελεί, κατά το σχέδιό του, αρχή εκτέλεσης πρόσφορη να επιφέρει την περάτωση του εγκλήματος, αλλά αντικειμενικά λόγω μέσω ή αντικειμένου είναι αδύνατη η πλήρωση της α.υ εξαρχής (αντί άλλων Χαραλαμπάκης: οι αλλαγές του νέου ΠΚ, 2022, σελ. 12 «αρχή εκτέλεσης πρόσφορη να επιφέρει την περάτωση του εγκλήματος»). Δηλ. κατά το σχέδιο του δράστη αυτό που επιχειρεί είναι μεν αντικειμενικά παράνομο (πυροβολισμός κατά ανθρώπου-διακινδύνευση του εννόπμυο αγαθού της ζωής), πλην όμως λόγω μέσου (άδειο πιστόλι) ή αντικειμένου (πτώμα) εξαρχής είναι αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος. Εάν όμως η επιχειρούμενη πράξη δεν είναι αντικειμενικά παράνομη γιατί, όπως εν προκειμένω, με την προσκομιδή μίας τέτοιας βεβαίωσης, δεν διακινδυνεύει αντικειμενικά κανένα έννομο αγαθό, αφού δεν συνιστά καν έγγραφο, τότε είναι και αδύνατη η πλήρωση της α.υ όχι λόγω μέσου ή αντικειμένου, αλλά γιατί εξαρχής δεν παρέχεται αντικειμενικά περιθώριο σχηματισμού πλάνης: δεν είναι παράνομο να προσκομιστεί ένα νομικά αδιάφορο έγγραφο (που δεν είναι έγγραφο κατά την ΠΚ 13γ), αφού ακριβώς επειδή είναι νομικά αδιάφορο καθόσον είναι ανίκανο νομικά προς απόδειξη, κανένα έννομο αγαθό δεν διακινδυνεύει.
Θα ήταν απρόσφορη απόπειρα εάν τωόντι υπήρχε κατά νόμω ψευδής βεβαίωση (άρα έγγραφο 13γΠΚ), πλην όμως λόγω του περιεχομένου της (αντικείμενο), ήταν απρόσφορη ως παράσταση να προκαλέσει παραπλάνηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί π.χ τα διαλαμβανόμενα ήταν περιττά για την αποδοχή ή μη της αγωγής αυτής και συνεπώς ήταν αδιάφορη νομικά η αναφορά των ψευδών περιστατικών της, διότι π.χ αφορούσαν άλλα περιστατικά λήψης δανείου όχι από τον θανόντα, αλλά από τρίτον, ή για άλλη συναλλαγή του θανόντα με τρίτον κλπ, που ήταν αδιάφορα για το επίδικο αντικείμενο δίκης, ή εάν ο δικαστής στην ίδια βεβαίωση, γνώριζε το ψευδές. Θα ήταν δηλ. σα να πυροβολείς με άδειο ή αποκριάτικο πιστόλι για να σκοτώσεις. (Η ΣυμβΕφΘεσσαλ 156/1992, ΝΟΜΟΣ δέχθηκε μάλιστα ότι ούτε απρόσφορη απόπειρα απάτης υπάρχει στην περίπτωση αυτή). Αλλά και πάλι, αν θεωρηθεί απρόσφορη, η πράξη είναι ανέγκλητη γιατί η ΠΚ 43 είχε καταργηθεί με το ν. 4619/2019 και επανήλθε με το άρθρο 2 Ν.4855/2021, (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021.). Συνεπώς κατ` εφαρμογή της ΠΚ2 εφόσον από την τέλεση (2018) μέχρι την εκδίκαση (2023) ίσχυσε νόμος που κατέστησε έστω και για λίγο την πράξη ανέγκλητη (μη αξιόποινη), εφαρμόζεται αυτός (ακόμα και μετά την αμετάκλητη καταδίκη) και συνεπώς νόμιμος συντρέχει αντικειμενικά λόγος να αποφανθείτε και στην περίπτωση αυτή να μη γίνει κατηγορία. (Σύμφωνα με την ΑΠ 1788/2002, ΝΟΜΟΣ: Οι γενικές διατάξεις του ΚΠΔ για τα ένδικα μέσα μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν το κατ΄ άρθρο 469 του ΚΠΔ επεκτακτικό αποτέλεσμα εφαρμόζονται και στην κατ΄άρθρο 322 του ΚΠΔ προσφυγή κατά της απ΄ευθείας κλήσης. Πλην όμως ενόψει του ότι αυτή δεν είναι ένδικο μέσο κατά την κύρια έννοια του όρου αλλά «οιονεί ένδικο μέσο» η ανάλογη εφαρμογή αναφέρεται στις γενικές αρχές των ένδικων μέσων κι΄επομένως δεν αποκλείεται η διεύρυνση των επί μέρους διατάξεων όταν αυτό επιβάλλεται από τη φύση και το σκοπό της προσφυγής ο οποίος είναι κυρίως η αποτροπή αβάσιμης και αβασάνιστης εισαγωγής μιάς υπόθεσης στο ακροατήριο. Εξ΄άλλου η συνολική και ως προς όλους τους κατηγορουμένους εκτίμηση μιάς υπόθεσης που εμφανίζει ενότητα πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικού υλικού και η διατύπωση της κρίσης για την παραπομπή από το ίδιο δικαστικό όργανο (Δικαστικό Συμβούλιο) περιορίζει και τον κίνδυνο αντιφατικών κρίσεων.»
( Για την δογματική και μόνο αντιμετώπιση: Μόνο νομιζόμενο έγκλημα (ατιμώρητο) θα μπορούσε εδώ να υπάρχει (αφού ούτε καν απρόσφορη δεν μπορεί να υπάρχει), εφόσον όμως ο δράστης υπολάμβανε ότι η προσκόμιση ενός τέτοιου (αδιάφορου νομικά εγγράφου) πληροί την ειδική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, υπολάμβανε δηλ., ότι η πράξη αυτή τιμωρείται, ενώ αληθώς αυτή δεν είναι παντάπασιν αξιόποινη. Πλην όμως ούτε και αυτό μπορεί να γίνει δεκτό αφού το ίδιο το βούλευμα δέχεται ότι μετά την απομάκρυνση από το ΑΤ κανείς δεν έδωσε σημασία εάν υπάρχει υπογραφή στην υπεύθυνη δήλωση. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρχει και «σχέδιο» του δράστη, δηλ. δόλος για την τέλεση αδικήματος )
Συνεπώς δέον και αιτούμαι να επεκταθεί το ανωτέρω ευεργετικό αποτέλεσμα του βουλεύματος και σε εμένα και να αποφανθείτε να μην γίνει κατηγορία όχι μόνο για το αδίκημα της χρήσης ψευδούς αλλά και γι` αυτό της απόπειρα απάτης. Διότι:
Με βάση το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα παραπέμπομαι να δικαστώ, για απόπειρα απάτης, με τα εξής πραγματικά περιστατικά:
«Β) Η δεύτερη κατηγορούμενη …….. του ……… στην ……… την ………2019 με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός αδικήματα και ειδικότερα:
1) εν γνώσει της έκανε χρήση ψευδούς βεβαίωσης για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό που αναληθώς βεβαιώθηκε σε αυτήν και το οποίο μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……., όπου εκδικαζόταν η με αριθμό κατάθεσης ……. 2019 αγωγή της εγκαλούσας …, κατέθεσε δια των έγγραφων προτάσεών της την ανωτέρω αναφερόμενη υπό στοιχείο Α ψευδή βεβαίωση ως σχετικό με αριθμό ……, προκειμένου να εξαπατήσει την Πρόεδρο του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……… ότι ο ……… είχε συνάψει σύμβαση δανείου ύψους 22.000,00 ευρώ με τη …….., ώστε η ανωτέρω Δικαστής να κάνει δεκτή την ένσταση επίσχεσης του άρθρου 1875 ΑΚ που προέβαλε δια των ισχυρισμών της, …, η δεύτερη κατηγορούμενη με τις κατατεθείσες προτάσεις της ισχυρίστηκε διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου ότι ο κληρονομούμενος υιός της ……… είχε συνάψει σύμβαση δανείου ύψους 22.000,00 ευρώ με τη …….., μέρος του οποίου έχει η ίδια αποπληρώσει προβάλλοντας ένσταση επίσχεσης και προσκομίζοντας προς απόδειξη του ισχυρισμού της την ανωτέρω αναφερόμενη υπό στοιχείο Α ψευδή βεβαίωση. Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή και η κατηγορούμενη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας, καθόσον στην πραγματικότητα ουδέποτε η ……… δάνεισε στον αποβιώσαντα υιό της δεύτερης κατηγορούμενης το ποσό των 22.000,00 ευρώ, μέρος του οποίου έχει ήδη εξοφλήσει η δεύτερη κατηγορούμενη. Στην πράξη της αυτή προέβη με μοναδικό σκοπό να αποκομίσει η ίδια περιουσιακό όφελος, ήτοι να αποτρέψει τη μείωση του ενεργητικού της περιουσίας της, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, όμως το αποτέλεσμα της πράξης της (περιουσιακή βλάβη από την διεκδίκηση χρηματικού ποσού που δεν οφείλεται) δεν επήλθε όχι από δική τους βούληση, αλλά από αίτια εξωτερικά και συγκεκριμένα διότι η Δικαστής του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία, δεν πείσθηκε στους ισχυρισμούς της και τη γνησιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε, εξέδωσε την υπ' αριθμό ………. απόφασή της, δυνάμει της οποίας δέχθηκε την αγωγή της εγκαλούσας ………, ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανήλικου υιού της ………. και υποχρέωσε τη δεύτερη κατηγορούμενη να αποδώσει την κληρονομιά στον ανήλικο υιό της εγκαλούσας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου απορρίπτοντας την ανωτέρω προβαλλόμενη ένσταση επίσχεσης.
Οι ανωτέρω πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: 1, 13 στοιχ. α και γ, 14, 16, 17, 18, 26 εδ.α, 27, 42§1, 51, 53, 57, 79, 80, 242 §§1,4 εδ.α και 386 § 1 εδ.α περ.α του Ποινικού Κώδικα.»
Δηλ. με βάση το κατηγορητήριο, τα πραγματικά περιστατικά της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης και της απόπειρας απάτης, ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ. Δεν συντρέχουν κατά το κατηγορητήριο και άλλες ψευδείς παραστάσεις που δεν ταυτίζονται με εκείνες που αποτελούν την χρήση ψευδούς (ΠΚ 242.4).
Όμως κατά τα ανωτέρω, χρήση ψευδούς δεν υφίσταται, αφού ήδη με βάση το ανωτέρω βούλευμα, δεν υφίσταται παντάπασιν ψευδής βεβαίωση. Και δια τούτο, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν υπήρχε ποτέ και εξαρχής η αντικειμενική δυνατότητα πλήρωσης της α.υ της ΠΚ 386, δηλ. η δυνατότητα πρόκλησης πλάνης στον κ. Δικαστή δια της χρήσεως της ψευδούς βεβαίωσης.
[Σημειώνεται ότι ακόμα και αν υφίστατο το έγγραφο της ψευδούς βεβαίωσης, και άρα υφίστατο και η χρήση του, η συρροή θα ήταν φαινομένη και όχι αληθής, αφού η απόπειρα απάτης εξαντλείται σ` αυτήν καθ`ευατή την χρήση ψευδούς χωρίς να συντρέχουν κατά το ανωτέρω κατηγορητήριο και άλλες ψευδείς παραστάσεις που δεν ταυτίζονται με εκείνες που αποτελούν την χρήση (ΠΚ 242.4). Έτσι έχει κριθεί ότι και η απάτη (ΑΠ 1045/2019, 737/2012 κλπ) και η απόπειρα απάτης (ΑΠ 506/2017, 1452/2006, 1495/2013, 1017/2011, ΝΟΜΟΣ), απορροφάται από την χρήση πλαστού. Αντίθετα απόπειρα απάτης και χρήση συρρέουν αληθώς, όταν συντρέχουν και άλλες ψευδείς παραστάσεις (ΣυμβΑΠ 1559/2002, ΑΠ1068/1995, 303/2013)]
Επειδή το επεκτατικό αποτέλεσμα της ΚΠΔ 469, δεν περιορίζεται μόνο στην έφεση και στην αναίρεση, αλλά καταλαμβάνει και τα οιονεί ένδικα μέσα (ΚΠΔ 463), όπως και την προσφυγή (ΚΠΔ 322) κατά του κλητηρίου θεσπίσματος (Λ. Μαργαρίτης ο Ν ΚΠΔ, 2, 2020, υπο 469.5, ΑΠ 843/1987, ΟλΑΠ 1345/1988).
Επειδή η ανωτέρω συγκατηγορουμένη μου άσκησε το ανωτέρω ένδικο μέσο που ήταν παραδεκτό και νόμιμο και κρίθηκε στην ουσία του.
Επειδή εγώ εάν και δικαιούμην, δεν το άσκησα ποτέ και παρήλθε και η προθεσμία ασκήσεώς του
Επειδή το ευεργετικό αποτέλεσμα δεν επεκτάθηκε σε εμένα με το ανωτέρω βούλευμα, αν και μπορούσε, γιατί πρόκειται για λόγο που έγινε δεκτός και δεν αφορά-προσήκει αποκλειστικά στην ασκήσασα το ένδικο μέσο συγκατηγορούμενη μου, αφού δεν αναφέρεται σε προσωπικούς λόγους απαλλαγής της, που δεν επιδρούν δήθεν στην ευθύνη του μη ασκήσαντος το ένδικο μέσο συγκατηγορουμένου. Αντίθετα, πρόκειται για λόγο αντικειμενικό (ελλείπει στοιχείο της α.υ) και αυτονόητα εκτείνεται και σε μένα και με ωφελεί ως συγκατηγορούμενο λόγω της «αλληλεξάρτησης» της ευθύνης, αφού τα αποδιδόμενα σε μένα ανωτέρω εγκλήματα έχουν ως προϋπόθεση την τέλεση προηγουμένως άλλου εγκλήματος από το οποίο εξαρτώνται δηλ. της ψευδούς βεβαίωσης, που όμως κρίθηκε αντικειμενικά ότι δεν πληρούται (Μαργαρίτης, ό.α ο Ν ΚΠΔ, υπο 469.8)
Επειδή, εάν ο ωφελούμενος κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί και δεν συμμετάσχει στη δίκη και το δικαστήριο παραλείψει να αποφανθεί για το επεκτατικό γι` αυτόν αποτέλεσμα του ένδικου μέσου, δικαιούται αυτός ή ο εισαγγελέας να ζητήσει από το δικαστήριο ή το συμβούλιο, που δίκασε επί του ένδικου μέσου, να επιληφθεί εκ νέου και συμπληρώσει σχετικώς την απόφαση ή το βούλευμά του (ΑΠ 952/2014, 125/2006, 41/2003 ΠΧ ΝΓ 849·βλ. αντίθ. Ρύθμιση πριν από το ν. 1941/1991:ΑΠ 1657/87 ΠΧ ΛΗ 261. Τούτο ισχύει και επί παραλείψεως του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1110/2006 ΠΧ ΝΖ 418·351/77 ΠΧ ΚΖ 742).
Επειδή αρμόδιο καθ` ύλην και τόπο για την κρίση της παρούσας αιτήσεώς μου, είναι το Συμβούλιό σας
Για τους παραπάνω λόγους
ΖΗΤΩ :Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μου. Να συμπληρωθεί το ανωτέρω ……../2022 βούλευμα και να επεκταθεί το ευεργετικό αποτέλεσμα και ως προς εμένα και για όλα τα ανωτέρω αδικήματα για τα οποία παραπέμφθηκα και να αποφανθείτε να μην γίνει κατηγορία γι` αυτά και εν γένει να διαταχθούν τα νόμιμα.
Ζητώ επίσης να παραστώ και ακουστώ κατά τη συζήτηση της παρούσης αίτησή μου συμπλήρωσης-επέκτασης, ενώπιόν σας (ΚΠΔ 145).
Δηλώνω ότι διορίζω πληρεξούσιο δικηγόρο μου και αντίκλητο, τον δικηγόρο παρ` Αρείω Πάγω του Πρωτοδικείου Καρδίτσας κ. Ανδρέα Απ. Βρόντο, κάτοικο Καρδίτσας, οδός Πλαστήρα 12 και αιτούμαι να μου χορηγηθεί αντίγραφο της παρούσης.
Η ΑΙΤΟΥΣΑ