ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Η Α είχε ασκήσει εργατική αγωγή κατά των εργοδοτών της Β και Γ, διεκδικώντας διαφορές μισθών, υπερεργασία κλπ. Πριν τη συζήτηση, είχε ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την εξασφάλισή της με συντηρητική κατάσχεση και προσημείωση υποθήκης στην περιουσία της. Κατά την συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών, οι εναγόμενοι-καθ` ων, εξέτασαν ως μάρτυρα μέλος της οικογένειάς τους, ο οποίος ήταν άσχετος με την εργατική διαφορά. Αυτός κατέθεσε ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε η Α της απαντήσαμε ότι δεν της οφείλαμε για όλους τους παραπάνω λόγους κανένα απολύτως ποσό και αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο, αφού η οικογένεια μας είναι έντιμη και το γνωρίζει όλη η κοινωνία ...»

          Με βάση την ανωτέρω κατάθεση, η Α, άσκησε την παρακάτω αγωγή κατά του ανωτέρω μάρτυρα με νομικές βάσεις την σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, την σύμβαση εγγύησης και την σύμβαση αφηρημένη υπόσχεση χρέους (τακτική διαδικασία)

----------

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ....

ΑΓΩΓΗ (από σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, από εγγύηση και από αφηρημένη υπόσχεση χρέους-ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

....

ΚΑΤΑ

 ......

 

                              ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

                   1ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Ο εναγόμενος, με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του την ..., συνήψε σύμβαση (ΑΚ 361, 477) μαζί μου δυνάμει της οποίας αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του εναγόμενου υιού του και της συζύγου του. Διότι, την ανωτέρω πρότασή του ότι θα πληρώσει και αυτός («θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη», ενώ ο ίδιος ομολογημένα είναι μέλος της ιδίας οικογένειας), το ξένο γι` αυτόν χρέος, καθόσον δεν ήταν εναγόμενος στην εργατική αγωγή μου, την αποδέχθηκα και πάντως την αποδέχομαι με την έγερση της παρούσας. (ΑΠ 934/1992, ΕΕΝ 60,656, Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ,1, υπο 477.6)

          Ειδικότερα, η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής μπορεί να καταρτιστεί μεταξύ νέου οφειλέτη και δανειστή ακόμη και σιωπηρά και επιπλέον, δεν απαιτείται να τηρηθεί τύπος (Ν. Λεοντής ό,α, ΑΠ 230/2014 ΧρΙΔ 2014,500, ΑΠ 1763/2007 ΕλλΔνη 2008,217). Εν προκειμένω η πρόθεση και η αντίστοιχη πρόταση του ανωτέρω, ενδιαφερομένου νέου οφειλέτη για την ανάληψη και απ` αυτόν του χρέους, δεν συνάγεται σιωπηρά μόνο, αλλά είναι δηλωμένη εγγράφως και ρητά και δη στο ανωτέρω δημόσιο έγγραφο, που προσκομίστηκε από τους συγγενείς του στο δικαστήριο με επίκληση.

          Επιπλέον, προέβη στην ανωτέρω δημόσια έγγραφη δήλωση-πρόταση, ενώ γνώριζε καλά τις αξιώσεις μου της εργατικής αγωγής, αφού, ρητά βεβαιώνεται στην βεβαίωση που έδωσε, ότι «αφού ανάγνωσα την ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μαζί με την ενσωματωμένη σ` αυτή από ... αγωγή της έχω να καταθέσω από ιδία αντίληψη τα παρακάτω.».

          Επιπλέον, γνώριζε ότι σκοπός της ήταν να προσκομιστεί, όπως και έγινε, ενώπιον δικαστηρίου στο οποίο δεν ήταν ο ίδιος διάδικος και συναφώς δεν είχα αξίωση και από τον ίδιο. Προσέτι δε γνώριζε  και ότι θα λάβω γνώση της ενόρκου βεβαίωσης και σύστοιχα, της ανωτέρω δήλωσης, πρότασης, προσφοράς και πρόθεσής του για την πληρωμή των αξιώσεών μου και από τον ίδιο (θα της πληρώσουμε) και παρά ταύτα δήλωσε και κατέθεσε τα ανωτέρω. Τα δε κατατεθέντα, είναι φανερό ότι   δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε γεγονότα, δηλώσεις, πρόθεση κλπ που αφορούν το πρόσωπο των διαδίκων συγγενών του, αλλά και του ιδίου, αν και, όπως ειπώθηκε, γνώριζε ότι δεν είναι διάδικος και δεν μετέχει στην δίκη. Έτσι πέραν της ανωτέρω δηλώσεώς του ότι «θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη» , προηγείται και η κατάθεσή του ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε…της απαντήσαμε…» εκ της οποίας και μόνο προκύπτει ότι, ενώ δεν είναι εναγόμενος, εν τούτοις συμμετέχει ομού μετά της οικογενείας του και ο ίδιος και με πρόθεση συναπόφασης προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς, ήδη από το στάδιο των συμβιβαστικών προτάσεων. Είναι δηλ. φανερό ότι η αναδοχή του, έχει την αιτία της στην σχέση του με τους συγγενείς του και ήδη εναγόμενους ως οφειλέτες (παροχή πίστωσης, δωρεά, άλλη σχέση «κάλυψης» κλπ), και όχι στην μεταξύ μας σχέση (έτσι ώστε π.χ να μου παράσχει ασφάλεια). Ο λόγος δεν ενδιαφέρει αφού η σωρευτική αναδοχή αποτελεί αναιτιώδη ή αφηρημένη σύμβαση και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης του χρέους, αλλά ανάληψης από τον αναδεχόμενο εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477, 6). Ακριβώς λοιπόν δια τούτα, και ιδίως από το περιεχόμενο της βεβαίωσής του, προκύπτει ότι σκοπός του με αυτή είναι ακριβώς η ικανοποίηση και δικού του συμφέροντος (Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13), δηλ. για να μη θιγεί η εντιμότητα της οικογένειάς του και άρα και του ιδίου, αφού είναι μέλος της, την οποία (εντιμότητα της οικογενείας και του ιδίου), «γνωρίζει όλη η κοινωνία ...». Άλλωστε, όπως προκύπτει από την ίδια την κατάθεσή του, συχνά και πολλαπλώς αναφέρεται σ` αυτή την προσβολή, αφού θεωρεί ότι οι «δικαστικές ενέργειές» μου, είναι «άκρως προσβλητικές σε βάρος της οικογενείας μας» και ότι τα δικόγραφά μου προσβάλλουν την τιμή της οικογένειάς μας και μας εκθέτει .Πράγματι, εάν ληφθεί υπόψη και ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο δηλώνονται εγγράφως τα ανωτέρω, δηλ. όταν με ασφαλιστικά και ιδίως με προσωρινή δ/γή ζητώ άμεσα την εξασφάλιση της απαίτησής μου από τον μελλοντικό κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή, τότε αναδύεται εναργέστερα ο ανωτέρω σκοπός ικανοποίησης και του δικού του συμφέροντος. (κριτήριο- όχι το μόνο- για την κρίση περί σωρευτικής αναδοχής ΕφΑθ 10465/1978 ΝοΒ 27,979). Διότι, η «δέσμευση» των όποιων περιουσιακών στοιχείων των μελών της οικογενείας του, θα έπληττε αφόρητα (άκρως προσβλητικές) την γνωστή σε όλους και αψεγάδιαστη εικόνα της οικογενείας του, δηλ. των μελών της και του ιδίου, ιδίως δε εάν ληφθεί υπόψη, ότι θα μπορούσε να επιφέρει ακόμα και διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης.  Με την ανωτέρω λοιπόν δήλωση και πρόθεσή του, σκοπούσε ακριβώς σε αυτή την προστασία της κοινωνικοηθικής εικόνας και του ιδίου στην κοινωνία .. δηλ. στην ικανοποίηση και ενός δικού του συμφέροντος που δεν ήθελε να πληγεί.

                    2ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και επικουρικά, καταρτίστηκε σύμβαση αναδοχής χρέους μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη με την συναίνεση, αποδοχή, σύμπραξη και έγκρισή μου, γιατί με τον ανωτέρω τρόπο συμφωνήθηκε μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη, να προστεθεί και ο τελευταίος ως οφειλέτης στην οφειλή τους. Συγκεκριμένα:

          Προκύπτει αυτή η συμφωνία μεταξύ τους και με το ανωτέρω περιεχόμενο, διότι α) τα ανωτέρω δηλωθέντα και χωρίς αμφισημίες, κατέθεσε ο μάρτυράς τους ενώ γνώριζε όπως ειπώθηκε, για ποια υπόθεση καταθέτει και ποιες είναι οι αξιώσεις μου εναντίον των εναγομένων της εργατικής αγωγής και συγγενών του. Άλλωστε κατά τα ανωτέρω, η αιτία αναζητείται στις μεταξύ τους σχέσεις και όχι στην σχέση του μάρτυρα με εμένα. β) διότι, όπως προκύπτει από την ένορκη βεβαίωσή του, εμφανίστηκε ο ίδιος και ζήτησε την σύνταξη της, και μάλιστα την ημέρα συζήτησης της προσωρινής δ/γής, ακριβώς επειδή οι εναγόμενοι του γνωστοποίησαν την αίτησή μου (με την εν αυτή αγωγή) και ζήτησαν την κατάθεσή του, καθόσον διαφορετικά δεν θα μπορούσε να δοθεί και γ) διότι οι τελευταίοι, μετά ταύτα την αποδέχθηκαν και συμφώνησαν σ` αυτή, αφού έκαναν χρήση αυτής, δηλ. την προσκόμισαν με επίκληση στις ανωτέρω δικασίμους γνωρίζοντας το περιεχόμενό της, ήτοι ότι είχε βεβαιώσει ήδη ενόρκως τα ανωτέρω .

          Δηλ. συμφώνησαν κατ` αλλήλων, ο μεν ένας να την χορηγήσει με συγκεκριμένο περιεχόμενο και με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο, οι δε άλλοι να την χρησιμοποιήσουν με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ενώ γνώριζαν ότι ο καταθέτων τα ανωτέρω, δεν είναι διάδικος στην δίκη που δικάζονταν, τα δε κατατεθέντα, δεν αφορούσαν αποκλειστικά τους διαδίκους, αλλά και τον ίδιο τον μάρτυρα και την δική του πρόθεση και προσφορά. Συμφώνησαν δηλαδή ότι θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη .

          Στην παραπάνω συμφωνία μεταξύ τους συνέπραξα, άλλως την αποδέχθηκα και συναίνεσα σ` αυτή, γιατί δεν την αντέκρουσα και δεν ζήτησα να μη ληφθεί υπόψη ως παράνομο ή ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, αλλ` αντίθετα κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο και έλαβα γνώση αυτής. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι, εφόσον ήθελε κριθεί ότι πρόκειται για μία τέτοια συμφωνία, την αποδέχομαι, συναινώ και την εγκρίνω, οπότε γεννώνται αναδρομικά και εξ αρχής(30-6-2021) πλήρη τα αποτελέσματα της αναδοχής.  Άλλωστε αυτή καθ` εαυτήν η έγερση της παρούσης, σημαίνει αποδοχή, συναίνεση και έγκριση της παραπάνω συμφωνίας τους αφού ζητώ να επέλθουν οι έννομες συνέπειές της υπέρ μου. ( Ν.Λεοντής ΕρμΑΚ, τ.Ι, υπο 477.3, όπου και νομολογία)

                   3ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν καταρτίστηκε με κανέναν από τους ανωτέρω τρόπους, τότε καταρτίστηκε   ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 411, Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 3, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.2 και υπο Εισαγ. παρατ. στα άρθρα 410-415. 33 όπου ρητά, η αναδοχή χρέους με συμφωνία οφειλέτη και αναδεχόμενου, αναγνωρίζεται ως μία από τις περιπτώσεις σύμβασης υπέρ τρίτου που ρυθμίζονται από τον ΑΚ, επίσης και υπό 478.9). Διότι με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά,  αλλά και όσα θα αναφερθούν,  προκύπτει σαφώς βούληση και συμφωνία τους (βλ. ανωτέρω περιστατικά, συγγενικής σχέσης, γνώσης, κοινού σκοπού και κοινού συμφέροντος, στα οποία παραπέμπω) να θεμελιωθεί άμεσο δικαίωμά μου κατά την έννοια της ΑΚ 411, ώστε να δικαιούμαι να απαιτήσω και απ` αυτόν που υποσχέθηκε την εκπλήρωση της παροχής. Πρόκειται δηλ. για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου η οποία έχει ενέργεια σωρευτικής κατ` άρθρο 477ΑΚ αναδοχής χρέους, οπότε αρχικοί και νέος οφειλέτης είναι εις ολόκληρον συνοφειλέτες απέναντί μου. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477. 2, 478. 9).

          Ειδικότερα, ο υποσχεθείς μάρτυρας, υποσχέθηκε στους συγγενείς του αντισυμβαλλόμενους (δέκτες της υπόσχεσης) ότι θα εκπληρώσει και αυτός την παροχή (οφειλή) προς εμένα (τρίτος), διότι την συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση που αναφέρεται και στον ίδιο ως αυτοτελές μέλος της ιδίας οικογένειας που υπόσχεται την πληρωμή, την έδωσε και την χορήγησε στους συγγενείς του, εν γνώσει του περιεχομένου της και εν γνώσει των αξιώσεών μου (στην «περίπτωση που δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο»). Έτσι, σύμφωνα και με όσα ειπώθηκαν ανωτέρω, συνήφθη συμφωνία μεταξύ τους, αφού οι αντίδικοί μου αποδέχθηκαν την υπόσχεσή του, καθόσον, αν μη τι άλλο, γνώριζαν το ανωτέρω ακριβές περιεχόμενο της βεβαίωσης του και την χρησιμοποίησαν. Δικαιούμαι όθεν να απαιτήσω άμεσα και απ` ευθείας απ` αυτόν που υποσχέθηκε διότι:  

          Είναι αναντίρρητο με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, ότι μεταξύ εμού και του ανωτέρω υποσχεθέντος, δεν υπήρχε καμία έννομη σχέση, αφού δεν ήταν και δεν είναι καν διάδικος στην εργατική αγωγή και ούτε διατηρούσα κάποια αξίωση εναντίον του. Παρά ταύτα προέβη με την επίμαχη ένορκη βεβαίωση, στην ανωτέρω σύναψη της σύμβασης με τους συγγενείς του-οικογένειά του (θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας), ενώ όπως ειπώθηκε αυτοί συμφωνούντες στην λήψη της με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, την αποδέχθηκαν και την προσκόμισαν. Η ανωτέρω λοιπόν συμφωνία τους, δεν έγινε ιδιωτικά και κρυφά από εμένα, αλλά με τον ανωτέρω τρόπο την ανακοίνωσαν και την φανέρωσαν προκειμένου να λάβω γνώση και μάλιστα αυτό έγινε επισήμως και πανηγυρικά, αφού τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος δημοσίου εγγράφου και προσκομίστηκε σε δικαστήρια από τους ίδιους.

          Προκύπτει δηλ. από τα ανωτέρω περιστατικά (δημοσιότητα της συμφωνίας τους προς το σκοπό γνώσης μου και δεσμευτικότητα λόγω του εγγράφου τύπου της), ότι σκοπός τους ήταν να προσπορίσουν σε εμένα άμεσο δικαίωμα αναζήτησης της οφειλής από τον υποσχεθέντα. Διότι διαφορετικά, την μεταξύ τους ιδιωτική συμφωνία δεν θα είχαν κανένα λόγο να την φανερώσουν προς εμένα και ούτε υπήρχε η ανάγκη έγγραφου δεσμευτικού τύπου. Δεν την εκράτησαν δηλ. μυστική και ούτε απέφυγαν να μου την ανακοινώσουν (Γεωργ-Σταθ. υπο 411.3). Μάλιστα αυτά έλαβαν χώρα ενώ γνώριζαν καλώς και πλήρως τις εργατικές μου αξιώσεις και αγωγή μου με τις οποίες διεκδικώ αυτές, ενώ το βήμα το οποίο επέλεξαν για την ανακοίνωσή της, δεν ήταν κάποια κοινωνική ή άλλη συναναστροφή τους, απέναντι στην οποία δεν θα υπήρχε παρά μόνο μία ηθική δέσμευση, αλλά το δικαστήριο το οποίο διαγιγνώσκει υποχρεώσεις και δικαιώματα (έννομες συνέπειες). Σημαντικό δε στοιχείο υπέρ του ότι σκοπούσαν να μου παράσχουν άμεσο και ίδιο δικαίωμα έναντι του υποσχεθέντος μάρτυρα, είναι ότι η παραπάνω ανακοινωθείσα σε εμένα συμφωνία μεταξύ τους, έγινε καθ` όν χρόνο εγώ με τα ασφαλιστικά μου μέτρα και δη άμεσα με προσωρινή δ/γή, ζητούσα την εξασφάλιση και προστασία της απαίτησής μου από τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή στο μέλλον, συνεπεία, τόσο της έλλειψης εμφανών στοιχείων του εργοδότη, όσο και της δεδηλωμένης και αναφερόμενης στην αίτησή μου (και άρα γνωστή σ` αυτούς) πρόθεσής τους (των αντιδίκων μου) να μη με πληρώσουν.

          Συνεπώς με τον ανωτέρω τρόπο και στον συγκεκριμένο χρόνο, δεν ζήτησαν απλά και άνευ ετέρου, την απόρριψη της αιτούμενης από εμένα άμεσης «δέσμευσης» των περιουσιακών τους στοιχείων (συντηρητική κατάσχεση, προσημείωση). Αντιπαρέταξαν στο ανωτέρω αίτημά μου την ανακοίνωση μίας έγγραφης συμφωνίας μεταξύ τους με βάση την οποία, ένα άλλο μέλος της έντιμης οικογένειάς τους, υπόσχονταν πλέον  και για τον ίδιο ατομικά ότι, θα την πληρώσουμε. Απέναντι δηλ. στο αίτημά μου για εξασφάλιση της απαίτησης μου με δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, συμφώνησαν και αντιπαρέθεσαν μία άλλη εξασφάλιση, ήτοι την προσθήκη και ενός άλλου οφειλέτη και συναφώς, την προσπόριση σε εμένα ενός άλλου αντισταθμιστικού και εξισορροπητικού μεγέθους, ήτοι του δικαιώματος να αναζητήσω την παροχή απ` ευθείας απ` αυτόν.  Ως εκ τούτων, δεν υπάρχει ο κίνδυνος για τον οποίο ζητώ εξασφάλιση, αφού πλέον «εξασφαλίζομαι» με τον ανωτέρω τρόπο, δηλ. με την προσθήκη ενός νέου «οικογενειακού» οφειλέτη ο οποίος υπόσχεται την πληρωμή. Και μάλιστα εγγράφως ώστε κανείς, και κυρίως εγώ, να μην αμφιβάλλει για την βέβαιη εξόφλησή μου. Όμως ακριβώς η ανωτέρω προσθήκη ενός νέου και δη και έντιμου οφειλέτη και η ανάληψη εκπλήρωσης της παροχής και απ` αυτόν, αποδεικνύει ότι πρόκειται για γνήσια και όχι μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, γιατί εξυπηρετεί το δικό μου αποκλειστικά συμφέρον. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 411. 3, ΟλΑΠ 850/1982, ΑΠ 3/2018, ΝΟΜΟΣ. ας παραλληλιστεί επίσης με την σύμβαση ασφάλισης υπέρ τρίτου, αφού και εδώ, με τον ανωτέρω τρόπο, εγώ «εξασφαλίζομαι»). Τονίζεται δε εδώ ότι η εξυπηρέτηση με τον ανωτέρω τρόπο του δικού μου συμφέροντος, ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να ικανοποιηθεί και το συμφέρον του υποσχόμενου μάρτυρα, δηλ. να μην θιγεί-προσβληθεί η έντιμη εικόνα του ιδίου και της οικογένειάς του, από την λήψη των αιτούμενων δικαστικών μέτρων κατά της περιουσίας τους. 

          Σημειώνεται ότι η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους παράγει αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή του τρίτου (αναδοχέα) έναντι του δανειστή και παλαιοί και νέος οφειλέτης, ευθύνονται κατά την ΑΚ 481 επ, ήτοι εις ολόκληρον. (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο δε της αναδοχής μπορεί να αποτελέσει, μελλοντικό, υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, αλλά και επίδικο χρέος (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 10,11, Ν. Λεοντής ό.α υπο 471.4). Η δε έκταση της ευθύνης του αναδεχόμενου ρυθμίζεται με βάση την έκταση που έχει το χρέος κατά το χρόνο της αναδοχής, αφού έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση (ΑΠ 230/2014, ΕφΘες 1330/1998 Αρμ 52,849). Και γι` αυτό εν προκειμένω, εφόσον το χρέος είναι τοκοφόρο (βλ. αγωγή μου, αλλά και την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση), ευθύνεται και για τους τόκους και πριν από την αναδοχή (Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 2).

          Προκύπτει δηλ. ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε μεν έγκυρα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, άλλως με την έγερση της παρούσης, και έτσι γεννήθηκε η αξίωσή μου, πλην όμως φανερά η ισχύς της και τα αποτελέσματά της, εξαρτήθηκαν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης (μελλοντικό γεγονός) που τυχόν (αβέβαιο) θα με δικαιώσει και για «αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει» (έκταση ευθύνης. βλ. ανωτέρω). (βλ. ρητά «αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο». Πρόκειται σαφώς για την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής μου, αφού ήδη επρόκειτο και εξακολουθεί να είναι επίδικο χρέος, για το οποίο μάλιστα έχουν ασκηθεί εκατέρωθεν αντίθετες εφέσεις.

          Λίγο χρειάζεται να τονιστεί, ότι πρόκειται φανερά για σωρευτική και όχι για στερητική αναδοχή χρέους. Η πρόθεση των μερών για απαλλαγή του προσώπου του παλαιού οφειλέτη, πρέπει να προκύπτει σαφώς (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 16). Κάτι τέτοιο όμως εν προκειμένω, όχι μόνο δεν μπορεί να συναχθεί από τις συνθήκες και περιστάσεις σύνταξης και χορήγησής της,, αλλ` αποκλείεται ήδη και από την ρηματική διατύπωση της (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας).

          Συνεπώς λόγω της τοιαύτης σωρευτικής αναδοχής, παράγεται αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή και του εναγομένου τρίτου (αναδοχέα) έναντι μου και έτσι ευθύνεται και αυτός, εις ολόκληρον με τους παλαιούς οφειλέτες,  έναντί μου κατά την ΑΚ 481 επ.   (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ)

                               ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε υποτεθεί ότι σκοπός του μάρτυρα με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, δεν ήταν η ανάληψη/αναδοχή ξένου χρέους ως δικό του, αλλά η ανάληψη ευθύνης ότι θα καταβληθεί ξένη οφειλή, χωρίς να εισέρχεται στην έννομη σχέση μου με τους εναγόμενους, δηλ. η εξασφάλισή μου με παροχή ασφάλειας ενός ακόμη προσώπου και η ενίσχυση της πίστης των οφειλετών-εναγομένων, τότε πρόκειται για σύμβαση εγγύησης μεταξύ μας (ΑΚ 847, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13) και συνεπώς ευθύνεται εξ αυτού του λόγου.  (για την σύναψη και της σύμβασης αυτής με πρόταση του και αποδοχή μου, από και διά της έγερσης της παρούσης αγωγής, βλ. ανωτέρω, αλλά και Γεωργ-Σταθ. υπο 847. 15. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω ότι συναινώ, αποδέχομαι και εγκρίνω την πρότασή του για την σύναψη αυτής της σύμβασης). Μάλιστα, εν προκειμένω προκύπτει ότι εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (ΑΚ 857) και συνεπώς στερείται του δικαιώματος της ένστασης δίζησης, διότι ακόμα και ρηματικά ουδόλως αναφέρεται, καθ` οιονδήποτε τρόπο, σε επιβοηθητική ευθύνη του. Αντίθετα ρητά και σαφώς αποτυπώνει την πρόθεση του για ανάληψη της ευθύνης ως αυτοφειλέτης (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας), δηλ. συλλήβδην, αδικαρίτως και ομού με τα μέλη της οικογένειάς του. Η ευθύνη του δε μετά ταύτα, είναι η καταβολή της οφειλής, στην έκταση που αυτή βαρύνει τον οφειλέτη, δηλ. εν προκειμένω, ό,τι και όσο επιδικαστεί τελεσίδικα («αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει»). Και εδώ δηλ. η ευθύνη του (τα αποτελέσματα της σύμβασης) εξαρτήθηκαν από την έκδοση της μελλοντικής δικαστικής απόφασης και κατά την ποσότητα που τυχόν θα με δικαιώνει. (βλ. και ανωτέρω).

          ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗΣ ΥΠΟΣΧΕΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

          Σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος .... υποσχέθηκε αφηρημένα ότι θα με πληρώσει, ό,τι επιδικάσει η απόφαση επι της αγωγής μου. Η αφηρημένη υπόσχεση χρέους (ΑΚ 873), η οποία ιδρύει νέα και αυτοτελή βάση της υποχρεώσεως, μπορεί να καταρτιστεί και υπέρ τρίτου. Συνήθως συνάπτεται μεταξύ οφειλέτη και δανειστή, αλλά μπορεί να καταρτιστεί και ως σύμβαση υπέρ τρίτου (Γεωργ-Σταθ. υπο 873.2, Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873, αρ. 11), γιατί η σύμβαση δεν αλλάζει όταν γίνεται υπέρ τρίτου, παρά μόνο προς την κατεύθυνση της παροχής (εμένα). (Γεωργ-Σταθ. υπο εισαγ.παρατ. στα άρθρα 410-415, αρ. 3)

          Εν προκειμένω συντρέχουν άπασες οι προϋποθέσεις του νόμου για την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης. Συγκεκριμένα υφίσταται υπόσχεση του ανωτέρω που απευθύνεται στον δανειστή και αποτελεί πρόταση για σύναψη σύμβασης (ΑΚ 185). Γιατί όπως ειπώθηκε και προκύπτει και εγγράφως από το ίδιο το κείμενο της ενόρκου βεβαίωσης, γνώριζε την αγωγή μου και για τις αξιώσεις μου, όπως και ότι αυτή θα προσαχθεί ακριβώς για να χρησιμοποιηθεί στον ανωτέρω δικαστήριο (ή/και δικαστήρια) με τους συγγενείς του και άρα ότι θα λάβω γνώση αυτής. Αφετέρου υπήρξε και αποδοχή της προτάσεως (ΑΚ 189), αφού, όπως ειπώθηκε, δεν αντέκρουσα αυτή, ούτε ζήτησα να μην γίνει χρήση της κλπ. Σημειώνεται ότι η αποδοχή μπορεί να συνάγεται ρητά ή σιωπηρά, όπως μεταξύ άλλων και με την έγερση της παρούσης αγωγής (ρητά Ν.Λεοντής ό.α υπο 873. 6). Σε κάθε δε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι αποδέχομαι και συναινώ στην ανωτέρω πρόταση.

          Επιπλέον, υφίσταται και το απαιτούμενο συστατικό έγγραφο, διότι η ανωτέρω αφηρημένη υπόσχεση, εμπεριέχεται στην ανωτέρω ένορκη συμβολαιογραφική βεβαίωση, η οποία μάλιστα είναι και δημόσιο έγγραφο που χρησιμοποιήθηκε στο δικαστήριο. (πρβλ. και δήλωση του οφειλέτη που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. ΑΠ 23/1969, ΝοΒ 17, 538 σε Γεωργ-Σταθ. υπο 873). Αν και δεν απαιτείται έγγραφος τύπος για την αποδοχή του δανειστή (ο.Α Ν. Λεοντής υπο 873, αρ. 13, ΑΠ 992/2014 ΝοΒ 2014,2331) πάντως και η δική μου ανωτέρω ρητή ή σιωπηρή αποδοχή, γίνεται εγγράφως με την παρούσα και με αυτή ταύτη την έγερσή της και με την εμπεριεχόμενη σ` αυτή ανωτέρω ρητή δήλωση αποδοχής μου (όπως και για όλες τις ανωτέρω προτάσεις του στις ανωτέρω νομικές βάσεις που παρέθεσα).

          Με την ανωτέρω σύμβαση σκοπήθηκε μεταξύ τους δημιουργία υποχρεώσεως του υποσχόμενου και σύστοιχης άμεσης υπέρ εμού απαίτησης εναντίον του, κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αιτία-βασική σχέση, δηλ. την εργατική μου αξίωση. Διότι ο παραπάνω υποσχόμενος, είναι παντελώς τρίτος και η σχέση του με την αιτία του χρέους των συγγενών του, δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση για να μπορεί να την επικαλεστεί και να εξαρτήσει αιτιωδώς την υπόσχεσή του απ` αυτήν.  Άλλωστε, ήδη από την διατύπωση της δήλωσής του προκύπτει, ότι αναφορικά με αυτόν, όποια και να ήταν η αιτία της οφειλής των συγγενών του, πάντως η πληρωμή της, είναι θέμα εντιμότητας της οικογενείας του και άρα και του ιδίου και θα την έκανε σε κάθε περίπτωση γιατί θα ήταν επ` ωφελεία (κοινωνική, ηθική) απάντων. Συνεπώς, εκ της διατύπωσης και μόνο, αλλά και του ανωτέρω σκοπού του, προκύπτει η αποσύνδεση της αναλαμβανόμενης υποχρέωσης, από την αιτία, δηλ. από τα πραγματικά περιστατικά των εργατικών αξιώσεών μου. Διότι, ακόμα και εάν τα μέλη της οικογένειάς του, μου όφειλαν π.χ από δάνειο, πώληση κλπ, και πάλι η αιτία θα του ήταν αδιάφορη, δεδομένου ότι δεν θέλει, σε όλες τις περιπτώσεις, δηλ. είτε από δάνειο, είτε από πώληση, είτε από εργατικές αξιώσεις, να τρωθεί η έντιμη εικόνα της οικογενείας του, αλλά και του ιδίου. Και γι` αυτό, δεν εξαρτά την ανωτέρω υπόσχεσή του από καμία διατύπωση της μορφής, εάν αποδειχθεί δικαστικά ότι εργαζόμουν τις τάδε και όχι τις δείνα ώρες, ή ότι εάν προσέφερα υπερωριακή εργασία, ή ότι εάν δεν ελάμβανα τις νόμιμες ημέρες αδείας κλπ, τότε και μόνο «θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας ό,τι δικαιούται ή ό,τι κριθεί βάσιμο» κλπ. Αντίθετα, αφηρημένα υπόσχεται ότι σε περίπτωση δικαστικής μου δικαίωσης, θα με πληρώσουν (η οικογένειά του), αυτά που τυχόν επιδικάσει το δικαστήριο. Και αυτό, με βάση τον σκοπό του, θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση, δηλ. ακόμα και εάν η αιτία του χρέους ήταν άλλη και όχι οι εργατικές μου αξιώσεις. Διευκρινίζεται εδώ ότι ναι μεν καμία ενοχική δέσμευση δεν δημιουργείται τυχαία, όπως και η ανωτέρω δική του, και άρα δεν στερείται αιτίας, πλην όμως, πρέπει να γίνεται πάντα η διάκριση της εξάρτησης από την αιτία, όπως την απαιτεί η ΑΚ 873, η οποία εν προκειμένω για τους ανωτέρω λόγους, δεν υπάρχει. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873. 5)

          Επίσης, πρόκειται για χρηματική παροχή που μπορεί να αποτελέσει ακώλυτα αντικείμενο της σύμβασης αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, η δε έκτασή της, όπως αναμφισβήτητα προκύπτει από τα αντικειμενικά δεδομένα της ίδιας της ένορκης βεβαίωσης που την περιέχει και αναφέρεται σε ήδη γνωστές από την αγωγή μου αξιώσεις, αλλά και ότι αυτές είναι επίδικες και νομιμότοκες, εξικνείται αυτονόητα και φανερά σε ό,τι και όσο επιδικασθεί τελεσίδικα με την δικαστική απόφαση επί της αγωγής μου (ανώτατο όριο). (βλ. ανωτέρω )

          Επειδή ο εναγόμενος αρνείται και αμφισβητεί την ανωτέρω υποχρέωση και οφειλή του και δια τούτο και την πληρωμή

          Επειδή η αγωγή μου είναι νόμιμη και βάσιμη, ασκείται δε ενώπιον του τοπικά και υλικά αρμόδιου δικαστηρίου λόγω ποσού (βλ. ανωτέρω)

          Επειδή νόμιμη συντρέχει περίπτωση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση, διότι ελλείψει χρημάτων μου, η καθυστέρηση εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της παρούσης, θα προκαλέσει σε εμένα ανεπανόρθωτη βλάβη, τόσο μάλλον καθόσον, ο ανωτέρω εργοδότης, δεν κατέβαλε καν ούτε το προσωρινώς εκτελεστό ποσό των .... της εργατικής αγωγής παρά το ότι επεδόθη η απόφαση με επιταγή προς πληρωμή.  

          Δια ταύτα και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου για τους εν τω ιστορικώ λόγους.

         Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ως αναδεχθείς σωρευτικά το επιδικασθησόμενο χρέος προς εμένα των αναφερομένων στο ιστορικό της παρούσας οφειλετών μου, άλλως με αιτία την σύμβαση εγγύησης, άλλως της αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, να μου καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτούς, κάθε ποσό που ήθελε επιδικαστεί τελεσίδικα εις βάρος τους (και αυτοτελώς αλλά και εις ολόκληρον με βάση τα ανωτέρω αιτήματά μου εφόσον αυτό γίνει δεκτό) κατά παραδοχή της εργατικής αγωγής μου και για τα αιτούμενα κονδύλιά της και μέχρι του ανωτέρω συνολικού ποσού αυτής που μεταβιβάστηκαν στο Εφετείο (....€), πλέον τόκων επιδικίας και υπερημερίας για κάθε επιδικασθέν κονδύλιο, από το χρονικό σημείο που η τελεσίδικη απόφαση ήθελε κάνει δεκτή την τοκοφορία για το καθένα απ` αυτά, μέχρι και την εξόφληση τους, άλλως αυτά τα ποσά που θα επιδικαστούν, νομιμότοκα από την ... και άλλως επικουρικά από την επίδοση της παρούσης  μέχρι την εξόφληση.

          Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή Και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική μου  δαπάνη.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

            FAX : 24410-41257

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ...

ΕΦΕΣΗ

..

ΚΑΤΑ

1) ...2) Της με αρ. ... οριστικής εκδοθείσης αντιμωλίαν, απόφασης του ...

           Εκκαλώ την ανωτέρω σημειούμενη απόφαση, δι` όσους λόγους επιφυλάσσομαι να προσθέσω στο μέλλον, αλλά και για τους κάτωθι νόμιμους και βάσιμους ήτοι:

                                 ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

          ...

          Κατά το μέρος που έγινε δεκτή ως νόμιμη η αγωγή, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε με αυτή και αιτείται την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όχι ως εκπλήρωση παροχής ένεκα καταρτισθείσης σύμβασης (ή προσυμφώνου) την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, αλλά ως αποζημίωση ένεκα αξίωσης τάχα προς αποκατάσταση ζημίας συνεπεία αδικοπραξίας (ΑΚ 914 ή 919).  Στην μεν πρώτη περίπτωση (συμβατική υποχρέωση), απαιτείται οπωσδήποτε συμβολαιογραφικό προσύμφωνο (τέλεια σύμβαση) γιατί αφορά ακίνητο. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Συνεπώς για τη νομιμότητα της αγωγής στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να γίνει επίκληση του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στην δεύτερη περίπτωση (υποχρέωση από το νόμο, που εν προκειμένω δέχθηκε η εκκαλουμένη), απαιτείται καταρχάς ο αγωγικός ισχυρισμός αλλά και η πλήρωση των όρων της αδικοπραξίας, ήτοι οπωσδήποτε ζημία και είτε να συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 914, είτε οι όροι άλλου αδικοπρακτικού λόγου ευθύνης, π.χ οι όροι της ΑΚ 919, ή αυτοί της ΑΚ 920 κλπ, οι οποίοι είναι διαφορετικοί. Διότι κάθε παρανομία της ΑΚ 914 δεν συνιστά αναγκαίως και αντίθεση στα χρηστά ήθη, ούτε προσβάλλει αναγκαίως την πίστη, το μέλλον κλπ. (Γεωργ-Σταθ. υπο 919.22 και υπο 920.9). Δηλ. για τη νομιμότητα της αγωγή πρέπει ο ενάγων να επικαλείται τα στοιχεία της αδικοπραξίας σαφώς και ορισμένως και να αιτείται  την καταδίκη σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Ειδικά εφόσον βάση (ιστορική-πραγματικάά περιστατικά) της αγωγής συνιστά η αντίθεση στα χρηστά ήθη, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται όλες τις πραγματικές προϋποθέσεις της ΑΚ 919 για την κλήση σε εφαρμογή των εννόμων συνεπειών της (αποζημίωση). 

            Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και  αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι οι εξής: 1. Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο.  2. Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξενήσεως ζημιάς, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλ’ αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημιάς στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3. Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον. 4. Να υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 137/2005, ΑΠ 864/2014). Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του ζημιωθέντος, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική, αναλογική σχέση (ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1385/2013).

            Για την κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα της σχετικής αγωγής πρέπει αυτή να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, καταφάσκουν προς το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται προς δικαστική κρίση η σχετική αξίωση, να αναφέρονται τα κίνητρα και ο σκοπός του υποκειμένου, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωση της συμπεριφοράς του (ΑΠ 1027/2021, 1678/2001, ΑΠ 1298/2006, ΑΠ 488/2010, ΑΠ 864/2014, ΝΟΜΟΣ).

 Εν προκειμένω η εκκαλουμένη παρά το νόμο δεν απέρριψε ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη την ένδικη αγωγή. Συγκεκριμένα κατά την εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα σ` αυτή για την πλήρωση της ΑΚ 919 και ΚΠολΔ 949, άλλως θώρησε επαρκή τα εκτεθειμένα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα, πραγματικά γεγονότα και οπωσδήποτε δεν έλαβε υπόψη γεγονότα που διαλαμβάνονται στην αγωγή και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων που εφάρμοσε και τις έννομες συνέπειές τους. Συγκεκριμένα:

                                            Ι

          Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής, ο ενάγων, δεν ζητά την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση του ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Αντίθετα, επικαλείται υποχρέωσή μου προς μεταβίβαση του ακινήτου, συνεπεία προηγηθείσης προφορικής συμφωνίας μεταξύ μας προς μεταβίβασή του, δηλ. ως εκπλήρωση παροχής από προφορική «σύμβαση» που αφορά την μεταβίβαση του ακινήτου, η οποία φυσικά είναι άκυρη και δεν μπορεί να υποχρεώσει κατά το ουσιαστικό δίκαιο σε δήλωση βούλησης γιατί δεν περιεβλήθη τον συμβολαιογραφικό τύπο.  Σύμφωνα με την ΑΚ 166 ««Η σύμβασις, δι` ης τα μέρη υποχρεούνται να συνάψωσιν ωρισμένην συμβασιν (προσύμφωνον) υπόκειται εις τον τύπον, ον ο νόμος ορίζει δια την συναπτέαν σύμβασιν.». Ως τύπος διά την συναπτέαν σύμβασιν νοείται ενταύθα μόνον το συμβολαιογραφικόν ή ιδιωτικόν έγγραφον, ουχί δε άλλως τις τύπος (Μπαλής, § 58∙ πρβλ. και Ράμμον, ΕρμΑΚ 166 αρ. 15). Αν η κυρία σύμβασις δεν υπόκειται κατά νόμον εις τύπον, ουδέ το περί ταύτης προσύμφωνον υπόκειται.. Το προσύμφωνον περί μεταβιβάσεως δικαιώματος επί ακινήτου δέον επί ποινή ακυρότητος να καταρτίζεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου (πρβλ. Τούσην, § 89, σημ. 2), διαφορετικά, δηλ. άτυπα ή με ιδιωτικό έγγραφο, δεν επιτρέπεται η καταδίκη σε δήλωση βούλησης με την ΚΠολΔ 949 εφόσον πρόκειται για ακίνητο. Αναφέρομαι πλήρως στην ΜΠΡΑθ 19/2010 και στην εκεί νομολογία και σκέψεις. Εν προκειμένω ούτε έγινε ποτέ συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, ούτε και ο ενάγων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο και συνεπώς η αγωγή του είναι νόμω αβάσιμη, ούτε και η εκκαλουμένη το παραδέχεται. 

          Προκύπτει δηλ. ότι ο ενάγων δεν αιτείται in natura αποζημίωση με πραγματικό την ΑΚ 919 ή έστω της ΑΚ 914, στην οποία στηρίζει μόνο αίτημα ηθικής βλάβης και όχι κάτι άλλο. Αντίθετα σαφώς ζητά «να αναγνωριστεί ότι…καταρτίστηκαν διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου» και ότι «λόγω αδυναμίας απόδοσης…η εναγομένη υποσχέθηκε αντι καταβολής του ποσού, την μεταβίβαση κατά πλήρη κυριότηταμε την προϋπόθεση ότι το ύψος του δανείου θα ανέρχεται στην αγοραία αξία του ακινήτου» και εν τέλει για τους ανωτέρω λόγους «να αναγνωριστεί η ύπαρξη αξίωσης προς δήλωση βούλησης και να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει….». Δηλ. επικαλείται σαφώς πραγματικά περιστατικά υποχρέωσης προς μεταβίβαση από συμφωνία (και όχι από άλλο λόγο) και γι` αυτό άλλωστε επικαλείται μεταβίβαση αντί καταβολής ισόποσης με την αγοραία αξία του. [την οποία ο ενάγων δεν επικαλείται (αοριστία) και η εναγομένη δεν την παραδέχεται (έλλειψη αιτιολογίας) αλλά, παρά ταύτα, αντί να απορρίψει την αγωγή, με καταδικάζει σε δήλωση για μεταβίβαση ακινήτου αδήλου αξίας για αποκατάσταση της ισχυριζόμενης αγωγικής ζημίας!]

          Για να μην απομείνει καμιά αμφιβολία: ο ίδιος στην από ... που κατατέθηκε αυθημερόν, προσθήκη-αντίκρουσή του, ρητά ισχυρίζεται (σελ. 4) ότι « η αγωγή μου, όμως, στηρίζεται στην κατάρτιση συμβάσεως δανείου και την νεότερη συμφωνία απόδοσης αυτού με την μεταίβαση του οικοπέδου της εναγομένης, η οποία ως άτυπη και προφορική συμφωνία…κρίνεται νόμιμη και επιφέρει έννομα αποτελέσματα». Επίσης στην σελ. 2 αυτής, υπερθεματίζει ισχυριζόμενος ότι «η συμφωνία αυτή άτυπη, πλην όμως νόμιμη έγινε προφορικά αφού λόγω της ιδιαίτερα στενής οικογενειακής σχέσης…υπήρχε ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου…η συμφωνία αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από την μαρτυρική κατάθεση…»

          Επομένως η εκκαλουμένη διαστρέβλωσε πλήρως τους αγωγικούς ισχυρισμούς και έλαβε υπόψη πράγματα και ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν, αφού αυτός ζητούσε την όποια δήλωση βούλησης για το ακίνητο (βλ. κατωτέρω για τα τι ακριβώς ζητούσε), όχι ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, αλλά από σύμβαση  που ο νόμος εξοπλίζει με εκτελεστότητα, κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό και η εκκαλουμένη έπρεπε να απορρίψει την αγωγή, αφού δεν ισχυρίζεται και ούτε και η εκκαλουμένη παραδέχεται για την τοιαύτη σύμβαση, συμβολαιογραφικό έγγραφο αν και αφορούσε ακίνητο.

                                                ΙΙ

          Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι ζητούσε την ανωτέρω «καταδίκη» σε δήλωση βούλησης ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, ή έστω από την ΑΚ 914 (και 386ΠΚ) και πάλι η εκκαλουμένη έσφαλε που δέχθηκε αυτή διότι:

          Η μόνη αναφορά της αγωγής σε αδικοπραξία είτε της ΑΚ 914, είτε της ΑΚ 919, είναι η αντιγραφή των άρθρων του νόμου και όχι πραγματικά περιστατικά περί αυτών. Δηλ. δεν επικαλείται, άλλως δεν επικαλείται σαφώς και ορισμένως πραγματικά περιστατικά, που αληθή υποτιθέμενα «καλύπτουν» τους ειδικούς όρους, δηλ. το πραγματικό (tatbestand) της όποιας αδικοπρακτικής ευθύνης των ανωτέρω διατάξεων, δηλ. είτε της απάτης, είτε της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, περιστατικά περί του δόλου, όπως και περιστατικά περί της ελάχιστης αιτιώδους συνάφειας, έτσι ώστε η συμπεριφορά αυτή να μπορεί να ελεγχθεί ότι συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας.  Δεν ισχυρίζεται δηλ. πραγματικά περιστατικά  ψευδών εν γνώσει μου, παραστάσεων γεγονότων ως αληθών ή αποσιώπησης αληθών, με τι σκοπό και πώς αυτές συνδέονται με διάθεση περιουσίας εκ μέρους του και ποια η εξ αυτής ζημία. Αλλ` ούτε και ισχυρίζεται περιστατικά επαγωγής με πρόθεση ζημίας και μάλιστα με τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, ποια είναι αυτά και πότε και που επικρατούντα κλπ. και πώς αυτή η συμπεριφορά, η οποία επιπροσθέτως πρέπει να ήταν και αντικειμενικά πρόσφορη, αιτιακά προκάλεσε την ζημία.  Σημειώνεται, ότι η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής, δεν συνιστά καθεαυτήν αδικοπραξία, εκτός εάν συντρέχουν και οι όροι της τελευταίας, ώστε και χωρίς τη συμβατική σχέση να πρόκειται για υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά. Συνεπώς στην αγωγή του δεν αρκούσε να ισχυριστεί την συμβατική σχέση και την παραβίασή της, αλλά και τα τυχόν ανωτέρω (ενδεικτικά) περιστατικά παρανόμου, υπαιτίου και ζημιογόνου συμπεριφοράς (ΑΚ 914,919), δηλ. περιστατικά αδικοπρακτικής ευθύνης, τα οποία όπως ειπώθηκε απουσιάζουν.  Η αναφορά του σε πράξη αδικοπραξίας, ήγουν απάτης συνιστάμενης σε ψευδείς τάχα υποσχέσεις, και αληθή υποτιθέμενα δεν έλκουν σε εφαρμογή τις συνέπειες της ΑΚ 914 σε συνδυασμό με την τάχα παραβιασθείσα ποινική διάταξη της ΠΚ 386, γιατί αν μη τι άλλο δεν πρόκειται για παράσταση γεγονότων. Οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, δηλ. ακόμα και η ενυπάρχουσα τυχόν στην σύναψη της σύμβασης πρόθεση του οφειλέτη να μην εκπληρώσει (που εδώ δεν υπάρχει ούτως ή άλλως, αφού πρόκειται για άκυρη από την αρχή προφορική συμφωνία μεταβίβασης ακινήτου), δεν είναι γεγονότα και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν το «παράνομο» της απάτης κατά πάγια νομολογία (ΑΠ 774/2020, 651/2020, 527/2020 κλπ). Μάλιστα γίνεται δεκτό ότι επι υποσχέσεων ή διαβεβαιώσεων για μελλοντικό γεγονός, όπως εδώ ο ίδιος επικαλείται, ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης της παραπλάνησης και της επενεχθείσης πλάνης, αφού τέτοιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για μελλοντικά γεγονότα δεν είναι ικανές αντικειμενικά να προκαλέσουν πλάνη (Χρ.Μυλωνόπουλος, Ειδ. Μέρος, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2001, παρ. 12. αρ. 862-865).  Όχι μόνο δεν επικαλείται τα ανωτέρω αναγκαία, αλλά, αντίθετα ομολογεί πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν εντελώς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (ΑΚ 914 και 919) αφού ομολογεί, ότι προέβη στον δανεισμό όχι από δικές μου πράξεις εξαπάτησης και υποσχέσεις περί μελλοντικής μεταβίβασης,   ούτε και από δόλια περί την επαγωγή της ζημίας του, συμπεριφορά μου αντικείμενη τάχα στα χρηστά ήθη, αλλά καθαρά από δική του απόφαση, επιθυμία και θέληση.

          Πράγματι ομολογεί στην σελ. 1 ότι για το διάστημα από ... έως ... με έβλεπε σε άσχημη οικονομική κατάσταση και χωρίς δισταγμό (η έκφραση δική του) μου δάνειζε σταδιακά μέχρι το .... Δεν επικαλείται καμία «παράνομη» συμπεριφορά μου που να εμπίπτει στις ΑΚ 914,919,386ΠΚ. Μάλιστα ομολογεί σελ. 2 ότι «μετά από παρακλήσεις της μητέρας» του και όχι δικές μου (πολλώ δε μάλλον εξαπάτησή μου), «ενέδιδα και δάνεισα». Αλλά και μετά το ανωτέρω διάστημα δηλ. από το ... και μετά, όταν δηλ. διατείνεται ότι (εγώ) «ανέφερε ότι θα μου μεταβιβάσει το οικόπεδό της», ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι «δεν είχα σκοπό να αποξενώσω την θεία μου από την πατρική της περιουσία». Είχε λάβει δηλ. τις αποφάσεις του και είχε ήδη προαποφασίσει ανεξάρτητα από τη δική μου συμπεριφορά, αφού ομολογεί ότι τον σκοπό που ανωτέρω είχε, δεν τον διαμόρφωσα εγώ, αλλά ο ίδιος. (για την κρισιμότητα του σκοπού στην εφαρμογή της ΑΚ 919, βλ. ό.α ΑΠ 1027/2021).  Επίσης για το διάστημα μετά το ... (σελ. 4) ότι «δεν πίεζα άμεσα την εναγόμενη για την κατάρτιση του συμβολαίου, άλλωστε γνώριζα ότι με τα οικονομικά της προβλήματα δεν μπορούσε να αποκτήσει φορολογική ενημερότητα» (πώς λοιπόν παραπλανήθηκε ότι θα γίνει η μεταβίβαση, όταν γνώριζε ήδη ότι αυτή δεν γίνεται;) και επιπλέον (σελ. 5 αγωγής) ότι «της πρότεινα αναλογιζόμενος ότι δεν θέλει να απωλέσει την πατρική της περιουσία, να μου επιστρέψει σταδιακά τα δανεικά σε βάθος χρόνου.». Και όταν όπως ισχυρίζεται (σελ. 5) άρχισε να έχει αμφιβολίες, «η μητέρα μου απαντούσε ότι δεν είναι δυνατόν» εγώ να τον εξαπατήσω. Η μητέρα του ισχυρίζεται ότι έδινε τέτοιες διαβεβαιώσεις, όχι εγώ. Και εν τέλει (σελ. 6) ότι «Η λογική αντιμετώπιση όμως της κατάστασης οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι μόνο με την εκ νέου δανειοδότηση…». Και όλα αυτά αφού είχε προηγηθεί, κατά τους ισχυρισμούς του, δήθεν η άρνησή μου το ... να υπογράψω το συμβόλαιο που ήταν σχεδόν έτοιμο στα χέρια του συμβ/φου.

          Για ποια λοιπόν πράξη απάτης ή αντίθεση σε χρηστά ήθη μιλάμε όταν ο ίδιος ομολογεί ότι προέβη σε δανεισμό όχι μετά από δική μου πράξη, αλλά μετά από δική του απόφαση και δική του λογική αξιολόγηση-αντιμετώπιση των πραγμάτων;. Αλλά και σε κάθε περίπτωση, εδώ ομολογεί ότι ακόμα και μετά τις ψευδείς τάχα υποσχέσεις μου, πρόκειται καθαρά για δικές του αποφάσεις μετά από παράκληση της μητέρα του και για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών  μετά από δική του αξιολόγηση και κρίση ότι πρέπει να μου δανείσει. Ποια είναι λοιπόν η αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της πράξης μου των ψευδών υποσχέσεων ακόμα και εάν αυτή υπήρξε, που το αρνούμαι κατηγορηματικά (άλλη πράξη-περιστατικά εκτός από ψευδείς τάχα υποσχέσεις για το μέλλον, δεν επικαλείται) και της «πλάνης» του, όταν ευθέως ομολογεί ότι βασίστηκε σε προσωπικές κρίσεις, αξιολογήσεις και παρακλήσεις τρίτων;. Άλλωστε όπως ειπώθηκε, η παραπλάνηση της ΠΚ 386 πρέπει να οφείλεται (αιτιώδης συνάφεια) στην παράσταση ψευδών γεγονότων. Εάν οφείλεται σε μελλοντικές υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις για το μέλλον, δεν πρόκειται για γεγονότα και άρα αποκλείεται η παραπλάνηση εκ του λόγου αυτού. Συνεπώς όφειλε η εκκαλουμένη να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη με τέτοιους ισχυρισμούς αφού και αληθείς υποτιθέμενοι αποκλείουν την πλήρωση της ΑΚ 919 που εφάρμοσε.

                                                   ΙΙΙ

          Όμως, πέραν τούτων, η εκκαλουμένη δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών που υπαγόμενα ορθά, δηλ. χωρίς ελλείψεις, ασάφειες και λογικά κενά, πληρούν τωόντι το πραγματικό της ΑΚ 919 ή έστω της ΠΚ 386 (σε συνδυασμό με ΑΚ 914). Δηλ. πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ανεπάρκεια, άλλως ασάφεια) αφού ελλείπουν, άλλως είναι ανεπαρκή τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται για τη δικαιολόγηση εφαρμογής της ΑΚ 919 και έτσι είναι ανέφικτος ο έλεγχος ορθής εφαρμογής της. Γιατί, αναφορικά με την «παρανομία» είτε για την πλήρωση της ΑΚ 919 (πράξη αντίθετη στα χρηστά ήθη), είτε της ΠΚ 386-914ΑΚ (πράξη εξαπάτησης), δεν παραδέχεται κανένα πραγματικό περιστατικό που απαιτεί το πραγματικό τους. Παραδέχεται μόνο ότι «υποσχέθηκε στον ενάγοντα ότι θα του μεταβιβάσει κατά κυριότητα, αντί καταβολής το ακίνητο…» και ότι «για να μπορεί να συνεχίζει να αποσπά ως δάνειο χρηματικά ποσά, παρέδωσε σ` αυτόν κατά το έτος ...την κατοχή του οικοπέδου της…». Και αληθή υποτιθέμενα όμως αυτά που παραδέχεται, πώς και με ποια αιτιολογία τα υπήγαγε στην έννοια της πράξης που τελεί σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, και επιπλέον είναι αντικειμενικά πρόσφορη να επιφέρει ζημία, έτσι ώστε να αιτιολογήσει σοβαρά και εμπεριστατωμένα την εφαρμογή της ΑΚ 919;. Είναι φανερό από τις ανωτέρω παραδοχές της ότι αναβίβασε την «υπόσχεση» (ούτε καν την ψευδή υπόσχεση αφού καμία τέτοια παραδοχή δεν διαλαμβάνει), σε πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη κατά την ΑΚ 919, αν και, η ψευδής υπόσχεση και διαβεβαίωση δεν μπορεί να πληροί κατά νόμω ούτε καν την πράξη απάτης της πΚ 386.  

          Επιπλέον, δεν διέλαβε καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών για την αιτιολόγηση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην όποια παραδεχόμενη παράνομη πράξη μου (δηλ. την υπόσχεση αφού αυτή μόνο παραδέχεται) και στην επέλευση της ζημίας του. Πώς και με ποια αιτιολογία, δηλ. με ποιες παραδοχές πραγματικών περιστατικών στην αιτιολογία της (σκεπτικό) οδηγήθηκε στην κρίση ότι «υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος», όταν ο ενάγων ομολογεί τα ανωτέρω περί δικών του αποφάσεων, σκοπών και αξιολογήσεων που τον οδήγησαν μετά από λογική αντιμετώπιση, αλλά και τις προτροπές τρίτων, στην συνέχιση του δανεισμού;. Εδώ πρόκειται για πλήρη ανεπάρκεια των αιτιολογιών αναφορικά με την αιτιότητα τουλάχιστον, που γεννούν λόγους αναίρεσης (559.1,19 ΚΠΟλΔ)

                                                 IV

          Περαιτέρω, υφίσταται η ίδια έλλειψη αιτιολογίας και αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που δέχθηκε ότι πρέπει να αποκαταστήσω με την «φυσική αποκατάσταση». Γιατί ενώ παραδέχεται ως ζημία το ποσό των ....€, δεν παραδέχεται πουθενά ποια είναι η αξία του ακινήτου για την μεταβίβαση του οποίου με καταδίκασε σε δήλωση βούλησης. Είναι ισόποσο, μικρότερο ή μεγαλύτερο;. Διότι στην τελευταία περίπτωση κατά το «επιπλέον» της αξίας, ο ενάγων αυτονόητα πλουτίζει αδικαιολόγητα. Συνεπώς, πώς μετά ταύτα οδηγήθηκε στην κρίση περί καταδίκης μου σε μεταβίβαση όλου του ακινήτου ως φυσική αποκατάσταση της ζημίας και όχι κάποιου ποσοστού, ισόποσης αξίας με την ζημία;

          Αλλά, πρωτίστως, ώφειλε να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη, αναφορικά με την έλλειψη του ισχυρισμού περί της αξίας του ακινήτου, καθόσον ακόμα και εάν υποτεθεί ότι ο ενάγων ζητά τωόντι συνεπεία αδικοπραξίας (και όχι από δικαιοπρακτική ευθύνη), για την αποκατάσταση της ζημίας του την καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την μεταβίβαση του ακινήτου, ώφειλε να ισχυριστεί εκτός από το ύψος της ζημίας, και την αξία του ακινήτου, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί (και να αντικρουστεί) εάν με την μεταβίβαση επέρχεται και σε ποιο βαθμό η φυσική αποκατάσταση της ζημίας.

                                                 V

          Το δικαστήριο που δίκασε ήταν καθ` ύλην αναρμόδιο. Η αρμοδιότητα στην περίπτωση της ΚΠολΔ 949 καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας εφόσον, όπως εδώ, είναι αποτιμητό σε χρήμα αφού πρόκειται για ακίνητο. Η αγοραία και πραγματική αξία του επιδίκου κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αλλά και συζήτησης, ανέρχεται σε ...€ τουλάχιστον, ενόψει της έκτασης, θέσης, και είδους του, με βάση τις τιμές του οικείου τομέα συναλλαγών στην περιοχή της Καρδίτσας και στον ανωτέρω τόπο που αυτό κείται, καθόσον μπορεί να οικοδομηθεί, είναι άρτιο και πολύ κοντά στην Καρδίτσα με συνεχή και απρόσκοπτη συγκοινωνία και περιβαλλόμενο από δρόμους. Η εκκαλουμένη όπως ειπώθηκε, δεν παραδέχθηκε ποτέ την αξία του ακινήτου, αν και ήταν σημαντικότατο ζήτημα (και για το ορισμένο της αγωγής) σύμφωνα με όσα αμέσως στον προηγηθέντα λόγο αναφέρθηκαν και επιπλέον φαίνεται να δέχθηκε την αρμοδιότητά της με βάση το ποσό της ισχυριζόμενης ζημίας του ενάγοντος και όχι από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ακίνητο), ήτοι της υπο κατάρτιση δικαιοπραξίας, παρότι ο ενάγων δεν ζητούσε την αποζημίωση σε χρήμα. Έτσι δεν όρισε ποτέ αποδείξεις για την αξία του η οποία εξικνείται πλέον του ποσού αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου και έτσι έσφαλε και δέον και αιτούμαι να εξαφανιστεί και για το λόγο αυτό. Σε κάθε περίπτωση ΖΗΤΩ την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από μηχανικό με τι ειδικές γνώσεις της επιστήμης, για την απόδειξη της αξίας του ακινήτου μου.

                                         VI

          Η εκκαλουμένη επιδίκασε πλέον του αιτηθέντος. Ενώ απέρριψε ορθά ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, ωστόσο κατά το διατακτικό της με καταδίκασε σε «δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου με την οποία θα μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα στον ενάγοντα το οικόπεδό της…». Όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων ζήτησε μόνο «να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει…το ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα.». Δεν ζήτησε την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάσω το ακίνητο. Είναι άλλο η καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάζεται η κυριότητα και άλλο εντελώς η καταδίκη μου να μεταβιβάσω το ακίνητο άνευ δηλώσεως βουλήσεως την οποία δεν ζητά. Και ούτε φυσικά μπορεί να νοηθεί ότι τοιαύτη καταδίκη σε δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου εμπεριέχεται στο αίτημα για αναγνώριση προς δήλωση βούλησης ή ότι πρέπει να την υποθέσουμε ως περιεχόμενη τάχα στο αίτημα για καταδίκη  μεταβίβασης του ακινήτου, αφού πριν από την μεταβίβαση της κυριότητας (εμπράγματη και αιτιώδης δικαιοπραξία) , προηγείται κατά νόμω η καταδίκη σε δήλωση βούλησης περί αυτής (αιτία), άνευ της οποίας δεν μπορεί να επιτευχθεί η εμπράγματη (μεταβίβαση κυριότητας). [Γι` αυτό και παγίως γίνεται δεκτό ότι η τελεσίδικη απόφαση της ΚΠολΔ 949 εκτελείται με επιταγή προς εκτέλεση μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες που θα επέφερε οι οικειοθελής δήλωση βούλησης. Εφόσον δε πρόκειται για συμβ/κο τύπο, με την απόφαση  υποχρεώνεται ο οφειλέτης μετά από πρόσκληση να προσέλθει στον ορισθησόμενο συμβ/φο κλπ και εάν δεν συμμορφωθεί θεωρείται ότι υπάρχει πλασματική δήλωση. Μέχρι τότε έχει δικαίωμα ανακοπής 933 και αίτησης αναστολής (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚπολΔ 2, 2021, υπο 949, 10-12). Και εφόσον η πλασματική δήλωση περιβληθεί και το νόμιμο τύπο, γίνουν οι νόμιμες διατυπώσεις και μεταγραφή, τότε επέρχεται η μεταβίβαση. (ό.α αρ. 13 όπου και νομολογία)]

                                     VΙI

          Ουχί ορθώς και όλως εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε το σχετικό αγωγικό αίτημα και με υποχρέωσε να παραδώσω το ακίνητο. Το αίτημα είναι μη νόμιμο, όπως και το διατακτικό. Δεν πρόκειται για αγωγή νομής (πολλώ δε μάλλον που η εκκαλουμένη δέχεται ότι ο ενάγων «νέμεται το οικόπεδο και το εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του»). Ο ενάγων ώφειλε να ισχυριστεί και η εκκαλουμένη να παραδεχθεί κάποια από τις περιπτώσεις της πρόωρης δικαστικής προστασίας κατ` άρθρο 69 ΚπΟλΔ για να διατάξει και την διενέργεια της ανωτέρω υλικής πράξης της παράδοσης (ό.α αρ. 10 όπου και νομολογία). Όμως τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε ποτέ με την αγωγή και συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε και στο σημείο αυτό.

            Επειδή συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε κατάφωρα και πρέπει να εξαφανιστεί......

           .....

                            Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

24410-41255/6972422002

Αριθμός Απόφασης 225/2023
Αριθμός κατάθεσης αίτησης : Μ22/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
(Ασφαλιστικά Μέτρα)

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Μαριάννα Μπέη, Πρόεδρο Πρωτοδι­κών.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 12 Ιουλίου 2023, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ……….., που εδρεύει στον …………, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : ι) ΓΟΕΒ.... που εδρεύει στη……….., και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου ……… του Δικηγορικού Συλλόγου …….., 2)Δ.Ο.Υ..., νομίμως εκπροσωπουμένου απ’ την ………., που εδρεύει στην ……… και εκπροσωπείται νόμιμα απ’ τον Διοικητή της και εν προκειμένω απ’ τον Προϊστάμενο της ……., με ΑΦΜ ………., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ………… του Δικηγορικού Συλλόγου ………..

Το αιτούν ζητά να γίνει δεκτή η από 18-1-2023 αίτησή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αρ. κατ. ……… και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της …………. και με την υπ’ αρ. ………… Πράξη της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Καρδίτσας Προέδρου

Πρωτοδικών Καρδίτσας για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματά τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων προβλέφθηκαν από το άρθρο 12 του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" (ΦΕΚ Α' ι8ι). Το άρθρο 13 του ίδιου νομοθετήματος όρισε ότι οι οργανισμοί αυτοί (όπως και οι γενικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποκείμενα στην εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας, και ότι μέλη τους καθίστανται υποχρεωτικά όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που διατελούν σε μία από τις στο ίδιο άρθρο ειδικότερα απαριθμούμενες σχέσεις προς τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή της δικαιοδοσίας των οργανισμών αυτών. Μεταγενέστερα, με το άρθρο 1 του ν.δ. 1218/1972 "περί αντικαταστάσεως και καταργήσεως διατάξεων τινών του ν.δ. 3881/1958 κλπ. " (ΦΕΚ Α' 133), η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν.δ. 3881/1958 αντικαταστάθηκε ως εξής: "1. Οι οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, λειτουργούντες συμφώνως προς τας διατάξεις του καταστατικού αυτών, τας του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" και των εκτελεστικών αυτού διαταγμάτων, εφ' όσον δεν καταργούνται, τροποποιούνται ή συμπληρούνται διά του παρόντος". Τέλος, στα μεν άρθρα ι και 2 του ν. 414/1976 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του ν. 3881/1958 κλπ." (ΦΕΚ Α`  212) ορίστηκε ότι οι δαπάνες διοίκησης, λειτουργίας και συντήρησης των εγγειοβελτιωτικών έργων επιβαρύνουν τους ωφελούμενους και καταβάλλονται από αυτούς με τη μορφή στρεμματικών εισφορών ή αρδευτικών τελών ή αντιτίμου χρήσεως ύδατος και ότι κατ' εξαίρεση ορισμένες από τις δαπάνες αυτές επιβαρύνουν το Δημόσιο, στο δε άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκαν τα εξής: "1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν.δ. 3881/1958 προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως: "Οι ως άνω οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων τυγχάνουν οργανισμοί κοινής ωφελείας και εκ τούτων οι …… αποτελούν γεωργικάς συνεταιριστικάς οργανώσεις αναγκαστικής μορφής". Όπως έχει κριθεί (ΟλΣτΕ 2903/1983 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις πιο πάνω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων αποτελούν ενώσεις προσώπων (φυσικών και νομικών) συνδεόμενων με εμπράγματη σχέση προς τα αγροτικά ακίνητα μιας ορισμένης περιοχής, οι οποίες έχουν ως σκοπό τη διοίκηση και τη ρύθμιση της χρήσης των υδάτων της περιοχής τους καθώς και την επιμέλεια και διαχείριση των τεχνικών έργων εγγείων βελτιώσεων για την αύξηση της παραγωγής και την καλύτερη εκμετάλλευση των πιο πάνω ακινήτων. Οι ενώσεις αυτές, όπως διαμορφώθηκαν τελικά με τον τελευταίο από τους πιο πάνω νόμους, χαρακτηριζόμενες ρητά ως γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις αναγκαστικής μορφής, αποτελούν συνεταιρισμούς και ως τέτοιες έχουν το χαρακτήρα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 6 του Συντάγματος. Και ναι μεν από τις διατάξεις του ν.δ. 3881/1958 που αφορούν στις αρμοδιότητες των οργάνων των Τ.Ο.Ε.Β., όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, προκύπτει ότι τα όργανα αυτά μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στο άρθρο 2 Ν. 4978/2022 (Κ.Ε.Δ.Ε.) (ΦΕΚ Α’ 190/7-10-2022) που άρχισε να ισχύει από τις 7-10-2022 και συνεπώς καταλαμβάνει και την κρινόμενη ανακοπή, που ασκήθηκε στις 10-10-2022 (βλ. και άρθρο 85 παρ. 4 Ν. 4978/2022 σύμφωνα με το οποίο «Διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται ή πράξεις που εκδίδονται ή ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά την ισχύ του παρόντος Κώδικα διέπονται από τον παρόντα Κώδικα», καθώς και το άρθρο 85 παρ. 5 του ιδίου νόμου, σύμφωνα με το οποίο «Το 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» καταργείται), ορίζεται ότι: «4. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) τα έγγραφα στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.). 5. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της παρ. 4 πραγματοποιείται από την ΑΑΔΕ μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στην ΑΑΔΕ χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε τον νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο τον νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην ΑΑΔΕ. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υπόχρεου και των συνυπόχρεων ευθυνόμενων τρίτων       ». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περ. β`  της παρ. 6 του άρθρου 2, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά την παρ. 5 του άρθρου 2, η ΑΑΔΕ εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, και αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο η επωνυμία του, καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του, εφόσον υπάρχει, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού και η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι του άρθρου 6. 2. Η ατομική ειδοποίηση της παρ. 1 δεν εξομοιώνεται με την επιταγή προς πληρωμή. 3. Η παράλειψη αποστολής ή κοινοποίησης της ειδοποίησης της παρ. 1 δεν ασκεί επιρροή στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατά του οφειλέτη». Προσέτι, στο άρθρο 65 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης και κατά του νομίμου τίτλου. Με την ανακοπή επιτρέπεται η προβολή αντιρρήσεων ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της απαίτησης του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός της δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου. 2. Η ανακοπή του οφειλέτη μετά την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται για τους παρακάτω περιοριστικά αναφερόμενους λόγους: α) αν η εκτέλεση έλαβε χώρα βάσει άκυρου τίτλου είσπραξης, β) αν το χρέος αποσβέστηκε με καταβολή ή συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 ή λόγω διαγραφής του και αυτά αποδεικνύονται με έγγραφο, γ) αν το χρέος αποσβέστηκε επιγενόμενα με άλλον τρόπο και η απόσβεση αποδεικνύεται με έγγραφο, δ) αν το χρέος παραγράφηκε, ε) αν αυτός, σε βάρος του οποίου επιδιώκεται η είσπραξη ως διάδοχος του υπόχρεου, δεν είναι ο κατά τον νόμο υπόχρεος, και στ) αν κατά την εκτέλεση έλαβαν χώρα παραλείψεις ή ακυρότητες, υπό τους όρους του άρθρου 67. Κάθε άλλη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη της οφειλής προς το Δημόσιο είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. 3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 216 επ. του Κ.Δ.Δ., η ανακοπή του οφειλέτη πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 583 έως 585 του Κ.Πολ.Δ., ενώ μετά την έναρξή της ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης………». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 "Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ." "Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α)..., ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ίδιου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων") σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του "νομίμου τίτλου" όσο και κατά της ατομικής ειδοποίησης, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ' αρχήν θέση εναγομένου, ο δε καθ’ ου θέση ενάγοντος, και έτσι ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του Ν. 4978/2022 (κατ’ αντιστοιχία με τη βεβαίωση 2 παρ. 2 του κατηργημένου ν.δ. 356/1974), νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαια και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το "νόμιμο τίτλο" είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το …….. (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το ……… είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξοφλήσεως του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ (ούτε υπό το Ν. 4978/2022 ούτε υπό το ΝΔ 356/1974) δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4978/2022 η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974), στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 67 Ν. 4978/2022, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι «1. Παραλείψεις, ακυρότητες ή πλημμέλειες που αφορούν στη διαδικασία απόκτησης οποιοσδήποτε νόμιμου ή εκτελεστού τίτλου του άρθρου 2, τη διαδικασία της εκτέλεσης, καθώς και τις ίδιες τις πράξεις εκτέλεσης, μπορούν να προταθούν από τον οφειλέτη ως λόγος ακύρωσης, μόνο εάν ο οφειλέτης επικαλείται και αποδεικνύει αυτές, καθώς και ότι εξαιτίας τους υπέστη βλάβη. Το δικαστήριο κηρύσσει την ακυρότητα μόνο όταν κατά την κρίση του προκλήθηκε βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας». Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει ο καθ’ ου η ανακοπή τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2019 που αφορά στο ήδη καταργηθέν ΝΔ 356/1974). Προσέτι, στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στην ΑΑΔΕ η είσπραξη των εσόδων ΟΤΑ, άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα 5. Στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε έσοδα και χρέη του παρόντος άρθρου, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος». Εξάλλου στο άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974 ορίζονταν ότι «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος», ενώ κατά την διάταξη της έβδομης παραγράφου του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998 «Φορολογικά - ΚΕΠΕ - ΚΕΔΕ - Κινητ. Τηλεφων. - Κεφάλαιο ΑΕ - ΕΠΕ» στις περιπτώσεις, που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α’ 190), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τοιούτων θεωρουμένων εκείνων τα οποία επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται δε στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια απ’ αυτά, και των εσόδων των προσώπων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974), των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής στα πιο πάνω πρόσωπα και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» εκ μόνου του λόγου ότι εισεπράχθησαν υπό των δημοσίων ταμείων, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022, διάδικος εις την επί της ανακοπής δίκη είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη δικαιούχο της απαιτήσεως πρόσωπο, κατά του οποίου και πρέπει να στραφεί το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα εδέχετο τον χαρακτηρισμό των εσόδων των εις το άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 παρ. ι ΝΔ 356/1974) αναφερομένων προσώπων ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να ί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξήγετο διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις (βλ. ΠΠρΑΘ 264/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).

Με την υπό κρίση αίτηση το αιτούν ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση που θα διενεργηθεί σε βάρος του δυνάμει της με α/α ……. ατομικής ειδοποίησης καταβολής-υπερημερίας και της ενσωματωμένης και περιεχόμενης σ’ αυτή ……….. ταμειακής βεβαίωσης και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ……. και του νόμιμου τίτλου που τη στηρίζει και κάθε άλλης συναφούς πράξης έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής του κατά των καθ’ ων η αίτηση, που εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, για το λόγο, ότι αφενός πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει η ανακοπή του και αφετέρου με την εκτέλεση θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Επίσης ζητά να καταδικαστούν οι καθ’ ων στα δικαστικά του έξοδα.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται, για να δικαστεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 ΚΠολΔ, 65 παρ. 4 ΚΕΔΕ ως ισχύει- Ν. 4978/2022) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει καθόσον η ανακύψασα διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά ουσίας σχετική με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ώστε να υπάγεται βάσει του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1406/1983 στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, πρόκειται για διαφορά ιδιωτικού δικαίου ενόψει του ότι οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε η υπό κρίση αίτηση νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 65 παρ. 4 ΚΕΔΕ και 938 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά κατά το άρθρο 8ο ΚΕΔΕ.

Όμως, η κατά το άρθρο 938 του ΚΠολΔ αναστολή εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί μόνο μέχρι την έκδοση οριστικής (και όχι τελεσίδικης) απόφασης επί της ασκηθείσας, κατά πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, ανακοπής, και επομένως το ένδικο αίτημα τυγχάνει νόμιμο ως προς αυτό το σκέλος του, απορριπτομένου ως μη νόμιμου κατά το περαιτέρω. Απορριπτέο τυγχάνει επίσης ως μη νόμιμο το αίτημα για καταδίκη των καθ’ ων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων, που εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση, επί αιτήσεως χορήγησης αναστολής εκτέλεσης επιδικάζονται πάντα σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι έχει επιδοθεί στο Διοικητή της ….. (77 παρ. 1 Ν. 4978/2022) σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου ……….

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……. για το αιτούν και …….. για το πρώτο των καθ’ ων, που λήφθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, την ….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου ……, την …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……, τις 7167 και …….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……, και από την όλη διαδικασία γενικά πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το αιτούν άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας την από ….. με αρ. κατ. ……. ανακοπή του κατά των καθ’ ων η αίτηση, με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης με α/α ….. ατομικής ειδοποίησης καταβολής-υπερημερίας και της ενσωματωμένης και περιεχόμενης σ’ αυτή …….. ταμειακής βεβαίωσης και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ….. Καρδίτσας και του νόμιμου τίτλου που τη στηρίζει και κάθε άλλης συναφούς πράξης, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της ……... Η εν λόγω ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως, καθόσον πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, όπως δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση, δεν τίθεται από το νόμο καμία σχετική προθεσμία (άρθρ. 65 Ν. 4978/2022). Πιθανολογείται, όμως, ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δευτέρου των καθ’ ων, ήτοι του Ελληνικού Δημοσίου, αφού, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη παραπάνω μείζονα σκέψη και με βάση το άρθρο 82 Ν. 4978/2022, στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε είσπραξη των εσόδων ΟΤΑ, άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος. Επίσης, η ανακοπή πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ………… και του αντίστοιχου νόμιμου τίτλου είσπραξης και βεβαίωσης του ως άνω ποσού, που εμπεριέχονται στην επίσης προσβαλλόμενη με Α/Α ………. και με αριθμό πρωτοκόλλου ……. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της ……., τούτο δε διότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια η προσβαλλόμενη πράξη, λαμβανομένου υπόψιν του ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 626) παρά (προσδιορίζεται) με τον προαναφερόμενο αόριστο τρόπο. Επιπρόσθετα, η ανακοπή πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης κάθε άλλης συναφούς καταλογιστικής πράξης, νομίμου τίτλου και ταμειακής βεβαίωσης, αφενός μεν λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, τούτο δε καθότι η ανακοπή αποτελεί μέσο άμυνας εναντίον των ήδη διενεργηθεισών πράξεων (βλ. Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, τόμος II, σελ. 1772-1775), έτσι ώστε να κριθεί δικαστικώς η τυχόν ακυρότητά τους, και, συνεπώς, δεν έχει έννομο συμφέρον το ανακόπτον να ζητά την ακύρωση των τυχόν μελλοντικών πράξεων, αφετέρου δε λόγω αοριστίας, διότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 626). Όσον αφορά στην τήρηση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης του Ν. 4640/2019, αυτή δεν απαιτείται, καθόσον δια των ανακοπών, ως ένδικων βοηθημάτων ασκείται δημοσίου δικαίου δικαίωμα διαπλάσεως προς (δικαστική) ακύρωση του εκτελεστού τίτλου ή/και των προσβαλλόμενων πράξεων σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο συνδέεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς δεν υπάρχει εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, με αποτέλεσμα οι σχετικές δίκες περί την εκτέλεση δεν δύνανται να υπαχθούν στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης και γενικότερα στη διαμεσολάβηση. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του το αιτούν ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση και η συμπροσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση τυγχάνουν αόριστες, καθώς δεν περιέχουν τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, ώστε να προσδιορίζεται με ακρίβεια το ύψος και η αιτία της οφειλής, με αποτέλεσμα να υφίσταται βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητά τους. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες στην ως άνω οικεία νομική σκέψη διατάξεις, και πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός και στην ουσία του. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι η ……… απέστειλε στο αιτούν, ταχυδρομικούς την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……… ατομική ειδοποίηση καταβολής- υπερημερίας, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του αιτούντος, το είδος φόρου ως «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», ο αριθμός ταυτότητας οφειλής, το ποσό εκάστης εκ των δώδεκα περιλαμβανομένων οφειλών, ο αρ. νόμιμου τίτλου, όπου περιλαμβάνεται ο αριθμός που αντιστοιχεί στη …….. -…………- και ο αριθμός ταμειακής βεβαίωσης -3744-, η ημερομηνία οφειλής και δη ……, το φορολογικό έτος, ο αριθμός δόσεων και η ημερομηνία λήξης τους και συγκεκριμένα ποσά υπό τον τίτλο προσαυξήσεις/τόκοι/πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, με τη μνεία ότι οι επιβαρύνσεις συνεχίζουν να υπολογίζονται μέχρι την τελική εξόφληση των οφειλών, χωρίς εξειδίκευση του τρόπου με τον οποίο προκύπτουν. Τέλος αναγράφεται στην ατομική ειδοποίηση ότι σε περίπτωση μη καταβολής των ως άνω ποσών εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από την κοινοποίηση αυτής δύνανται να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ως άνω οφειλών. Εκτός από την ως άνω ατομική ειδοποίηση, ουδέν άλλο στοιχείο κοινοποιήθηκε ή γνωστοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στο αιτούν. Η αναγραφή όμως στην αιτία εκάστης των περιλαμβανόμενων οφειλών της ένδειξης «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση, μολονότι αναφέρεται η ……… ταμειακή βεβαίωση, χωρίς κοινοποίηση ή γνωστοποίηση άλλου εγγράφου (ταμειακής βεβαίωσης, χρηματικού καταλόγου), είτε κατόπιν αίτησης του αιτούντος είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σ’ αυτό, δεν επιτρέπουν στο αιτούν να μπορεί να προσδιορίσει από μόνη την ένδειξη «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», την προέλευση των ως άνω οφειλών, και συνακόλουθα να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για έκαστη την οφειλή του. Αοριστία επίσης υπάρχει και όσον αφορά στις σχετικές επιβαρύνσεις (προσαυξήσεις/τόκοι/πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής), που, όπως πιο πάνω ειπώθηκε, γίνεται μνεία στην προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση, ότι συνεχίζουν να επιβάλλονται, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού τους. Οι παραπάνω ελλείψεις επιφέρουν στον αιτούντα αδυναμία ουσιαστικής και δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του και επιφέρουν ακυρότητα λόγω της αοριστίας αναφοράς των ως άνω στοιχείων. Εξάλλου, πιθανολογείται η βλάβη του αιτούντος, καθώς αγνοώντας την ακριβή αιτία και είδος φόρου απ’ την εκδούσα αρχή ή υπηρεσία αυτού, δεν μπορεί να αμυνθεί και καλείται να καταβάλλει ποσό που μπορεί και να μην οφείλει ή να μην οφείλει συνολικά. Πιθανολογείται επίσης ότι το αιτούν θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη αν λάβει χώρα εκτέλεση, αφού θα βρεθεί σε δυσχερή οικονομική θέση και δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις απέναντι σε τρίτους και στα μέλη του, που είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες, και θα ανακοπεί η δραστηριότητά του. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ανασταλεί η εκτέλεση που απειλείται σε βάρος του αιτούντος με την υπ’ αριθ. με α/α ………. και αρ. πρωτ. …….. ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από …… και με αριθμό καταθέσεως …….. ανακοπής του αιτούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ήτοι τόσο κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη της αίτησης ως προς το δεύτερο των καθ’ ων όσο και κατά το μέρος που αφορά στην αποδοχή της αίτησης ως προς το πρώτο των καθ’ ων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς το δεύτερο των καθ’ ων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ κάθε εκτέλεση σε βάρος του αιτούντος βάσει της με α/α 4383/2022 και αρ. πρωτ. …… ατομικής ειδοποίησης καταβολής-υπερημερίας, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από … και με αριθμό καταθέσεως …….. ανακοπής του αιτούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Καρδίτσα, σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις ……..

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΝΑΚΟΠΗ (933, 614 ΚΠολΔ)

ΚΑΤΑ

1) Της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων ….ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού … αποκτήσασας κατά τους ισχυρισμούς της, δυνάμει σύμβασης πώλησης και εκχώρησης το 2021 από την ….. όλες τις απαιτήσεις και δικαιώματα που απορρέουν από τις κατωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις στεγαστικού δανείου της ανακοπτομένης.

2)  της από …. επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απογράφου με αρ. …. της με αρ. … δ/γής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου …

3) της με αρ. …. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμ. Εφ. ….

Καρδίτσα 27-7-2023

          Η καθ` ης μου επέδωσε την …., την με αρ. … δ/γή πληρωμής …. (εκδοθείσα με βάση τις παραδεχόμενες από … τρείς συμβάσεις  στεγαστικού δανείου, των αποσπασμάτων των εις αυτή αναφερόμενων λογαριασμών κίνησης, αλλά και των καταγγελιών κλεισίματος αυτών), με την από … επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αυτής, για κεφάλαιο …..€, έντοκα με επιτόκιο υπερημερίας προσαυξημένο μέχρι 2,50 εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων (ΒΕΣΔ), (όροι 7 και 9 συμβάσεων), μέχρι την εξόφληση, για δικ. δαπάνη 13.125,20€, για σύνταξη επιταγής 50€ και για επίδοση 50€.

           Εν συνεχεία επέβαλε την ανωτέρω κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία μου, που μου επεδόθη την ….

Τις ανωτέρω πράξεις εκτέλεσης ανακόπτω για 1η φορά με την παρούσα ανακοπή του 933 ΚΠολΔκαι ζητώ την ακύρωση και εξαφάνισή τους για τους εξής ορθούς, νομίμους και βάσιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι:

          Απόλυτη ακυρότητα-έλλειψη νομιμοποίησης-διαδικαστικό απαράδεκτο.

                                          Ι

          Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όταν ο επισπεύδων δεν είναι ο αρχικός φορέας της αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση επιχειρείται με την αναγκαστική εκτέλεση, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τη νομιμοποίησή του (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, σελ. 435). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 2 ΚΠολΔ, "ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν”. Επομένως, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντο αυτόν έγγραφα. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν το διάδοχο νοούνται εκείνα, δημόσια είτε ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Απαιτείται δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε, ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής (Π. Μάζη, Ερμ, ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2021, άρθρο 925, σελ. 163-165). Για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει...

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΝΑΚΟΠΗ (632, 614 επ. ΚΠολΔ)

……

ΚΑΤΑ

1) Της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων .. ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού …., αποκτήσασας κατά τους ισχυρισμούς της, δυνάμει σύμβασης πώλησης και εκχώρησης το 2021 από την ….. όλες τις απαιτήσεις και δικαιώματα που απορρέουν από τις κατωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις στεγαστικού δανείου της ανακοπτομένης.

2) της με αρ. …. διαταγής πληρωμής του κ. Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ….

 Καρδίτσα 26-7-2023

Η ανακοπτομένη εξεδόθη με βάση τις παραδεχόμενες από … τρείς συμβάσεις  στεγαστικού δανείου, των αποσπασμάτων των εις αυτή αναφερόμενων λογαριασμών κίνησης, αλλά και των καταγγελιών κλεισίματος αυτών.  Επεδόθη σε εμένα την …με την από … επιταγή προς πληρωμή για κεφάλαιο …€, έντοκα με επιτόκιο υπερημερίας προσαυξημένο μέχρι 2,50 εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων (ΒΕΣΔ), (όροι 7 και 9 συμβάσεων), μέχρι την εξόφληση, για δικ. δαπάνη …€, για σύνταξη επιταγής …€ και για επίδοση ..€.

Την ως άνω διαταγή πληρωμής ανακόπτω για 1η φορά με την παρούσα ανακοπή του 632ΚΠολΔκαι ζητώ την ακύρωση και εξαφάνισή της για τους εξής ορθούς, νομίμους και βάσιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι:

          Τόσον η από … αίτηση προς έκδοση, όσον και η καθ' ης διαταγή πληρωμής, τυγχάνουν άκυρες, μη νόμιμες, αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, ως μη περιέχουσες αμφότερες τα κατά νόμο προβλεπόμενα στοιχεία για την εγκυρότητα και νομιμότητά τους, επερχομένης ούτω ακυρότητας όχι μόνο κατ` 159.1 και 2 ΚπολΔ, αλλά και κατ` 159.3 ΚπολΔ, ώστε να μη μπορώ να αποκρούσω αυτές επί βλάβη μου, συνιστάμενη στην απώλεια ασκήσεως των, εκ της δικονομίας και του ουσιαστικού δικαίου, δικαιωμάτων μου προς απόκρουση αυτών με την προβολή λόγων που αφορούν την αιτία της πληρωμής, την εξατομίκευση της απαίτησης, τον τρόπο γέννησής της και την έγγραφη απόδειξή της, και άγουν στην ακύρωσή τους και η οποία (βλάβη), δεν δύναται ν` ανορθωθεί παρά μόνο με την ακύρωση της παρούσης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα:  

 Απόλυτη ακυρότητα-έλλειψη νομιμοποίησης-διαδικαστικό απαράδεκτο.

                                    Ι

Η νομιμοποίηση αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της όλης δίκης, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, ενώ, εάν απουσιάζει, απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη. Για τη θεμελίωση της κατά κανόνα νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος. Επομένως, η κατά κανόνα νομιμοποίηση προσλαμβάνει τυπικό χαρακτήρα και ερευνάται, προκειμένου να διαπιστωθεί ενδεχόμενη έλλειψή της, ιδίως σε περίπτωση που εχώρησε πριν από την έναρξη της δίκης καθολική ή ειδική διαδοχή στο επίδικο δικαίωμα (βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία Π 2005, σελ. 312-313). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 626 ΚΠολΔ, ενεργητικά νομιμοποιείται για την υποβολή της αίτησης ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος της απαίτησης, ο οποίος, εάν έχει χωρήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, πρέπει να αναφέρει στην αίτησή του ότι έχει χωρήσει διαδοχή ή άλλη μεταβολή και να αποδείξει με έγγραφα ότι συνέτρεξε η διαδοχή ή η μεταβολή που τον νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης, αν και δεν ήταν αρχικά, πριν από το χρόνο άσκησης της αίτησης φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης, ενώ αν ήταν αρχικά φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης και έπαψε πρέπει να προσδιορίσει με ποια ιδιότητα αιτείται την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη προσκόμιση αυτών στη δίκη της ανακοπής (ΑΠ 782/1994, ΕλλΔνη 95, 838, ΕφΑΘ 2558/2011, ΕΦΑΔ 2012, 883). Το παραπάνω δικονομικό βάρος αποβλέπει στη διασφάλιση της έρευνας από τον Δικαστή τυχόν έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος. Περαιτέρω, αντίθετα προς την έκδοση διαταγής πληρωμής, η άσκηση ανακοπής ανοίγει διαγνωστική δίκη για το κύρος της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να συνίστανται σε άρνηση της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοση αυτής, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 623-630 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα:

 Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 626 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι βασική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η έγγραφη απόδειξη της απαίτησης, και συγκεκριμένα, πρέπει να αποδεικνύονται από τα προσαγόμενα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, τα δικαιοπαραγωγικά γεγονότα της απαίτησης, το ακριβές οφειλόμενο ποσό, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και του υπόχρεου. Ενόψει των ανωτέρω, για το ορισμένο της αίτησης με αντικείμενο την έκδοση διαταγής πληρωμής, στην περίπτωση κατά την οποία έχει χωρήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, πρέπει να μνημονεύεται από τον αιτούντα το γεγονός ότι έχει χωρήσει ειδική διαδοχή ή άλλη μεταβολή, επί της οποίας στηρίζεται η ενεργητική του νομιμοποίηση, ενώ για την ευδοκίμηση της αίτησης και την έγκυρη έκδοση της επιδιωκόμενης με αυτήν διαταγής πληρωμής απαιτείται περαιτέρω η έγγραφη απόδειξη της κατά τα ανωτέρω διαδοχής ή μεταβολής που τον νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης και κατ’ επέκταση η έγγραφη απόδειξη της ιδιότητας του αιτούντος ως δικαιούχου της απαίτησης, στην οποία η αίτησή του αφορά. Αν δεν αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα έγγραφα η ενεργητική νομιμοποίηση του αιτούντος, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, και αν παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται μετά από άσκηση ανακοπής του οφειλέτη, ανεξάρτητα αν υπάρχει πράγματι η απαίτηση και είναι δυνατή η απόδειξή της με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΜονΠρΚαβ. 132/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές στην νομολογία και τη βιβλιογραφία).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση...

                                       Αριθμός απόφασης 283/2023

  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ευκαρπίδου Δέσποινα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από τον Γραμματέα Χρήστο Κανελλιά.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Λάρισα στις 4 Νοεμβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:                 

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., κατοίκου ………..(οδός ………..), με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου …………...

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ: …………, κατοίκου ……..(οδός ……….), με ΑΦΜ ……….., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντο.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας την, από …….. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ ……….. αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. ……… οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 18.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… έφεσή του, η οποία συζητήθηκε στις ….. και εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. ……… μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί η εξέταση των διαδίκων. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμ. κατ. ……. κλήση, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης …… κλήση, η από ….. και με αριθμό κατάθεσης ……… έφεση, ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, συγκροτούμενου από την παρούσα δικαστή, λόγω της ήδη μετάθεσης σε άλλη Περιφέρεια Εφετείου της δικαστή (βλ ΑΠ 689/2022 δημ σε ιστοσελίδα ΑΠ) που εξέδωσε την ως άνω με αριθμό …….. μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί η χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων, προκειμένου να εξετασθούν για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της ζητήματα.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από ……… και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ιστορούσε ότι το έτος 2000 δυνάμει προφορικής συμφωνίας της με τον εναγόμενο αδελφό της, ανέλαβαν αμφότεροι την υποχρέωση να θέτουν εις όφελος της μητέρας τους, η οποία είχε χηρεύσει από το έτος 1995, τα μισθώματα των αναφερόμενων στην αγωγή αγροτικών ακινήτων, που βρίσκονται στο ………, προκειμένου να εξασφαλισθούν έκτακτα, ιατρικής φύσεως, μελλοντικά έξοδα της μητέρας τους. Ότι ειδικότερα, στις ……1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων …….., ο οποίος δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή δημόσιας διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλιπε τους περιγραφόμενους στην αγωγή αγρούς και μεταξύ αυτών έναν αγρό εκτάσεως 32 στρεμμάτων, στη θέση «……..», επί των οποίων εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστο και επικαρπώτρια τη σύζυγό του και μητέρα των διαδίκων ……….., την ανωτέρω δε κληρονομιά αποδέχθηκαν οι διάδικοι και η μητέρα τους νόμιμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι επίσης η μητέρα τους ήταν κυρία ενός αγρού εκτάσεως 10 στρεμμάτων, στην περιοχή «……..». Ότι από το έτος 1996 η μητέρα των διαδίκων εκμίσθωνε τους αγρούς, όπως είχε δικαίωμα, εισέπραττε τα μισθώματα και τα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση ως εισόδημα από εκμίσθωση γαιών. Ότι ο εναγόμενος, λόγω του επαγγέλματος του (γεωπόνος), της γνώσης της περιοχής και της εμπειρίας του, είχε αναλάβει στην πράξη την εκμίσθωση των ανωτέρω αγρών (εξεύρεση μισθωτών, σύνταξη συμφωνητικών), την είσπραξη των μισθωμάτων για λογαριασμό της μητέρας τους και επίσης επιμελούνταν των φορολογικών ζητημάτων αυτής. Ότι τα ανωτέρω ακίνητα στη θέση «……………» ήτοι ο αγρός εκτάσεως 32 στρεμμάτων και ο αγρός εκτάσεως 10 στρεμμάτων, το έτος 2000 υπήχθησαν σε αναδασμό και καθένας εκ των διαδίκων έλαβε έκταση 20 περίπου στρεμμάτων, της οποίας από το έτος 2000 κατέστη νομέας και κάτοχος, ενώ μεταγενέστερα με την έκδοση των σχετικών παραχωρητηρίων καθένας κατέστη και κύριος της αντίστοιχης εκτάσεως. Ότι στα πλαίσια της προαναφερόμενης συμφωνίας, που καταρτίσθηκε το έτος 2000, η ενάγουσα έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, να εκμισθώνει για λογαριασμό της τα ως άνω ακίνητα σε τρίτους και να εισπράττει και καταθέτει για λογαριασμό της, τα αναλογούντα σε αυτήν μισθώματα, σε καταθετικό έντοκο λογαριασμό τραπέζης, που τηρούνταν στο ……… και αργότερα στην τράπεζα ………, με συνδικαιούχους τον εναγόμενο και τη μητέρα τους, όπου θα κατέθετε και αυτός τα αναλογούντα σε αυτόν μισθώματα και στον οποίο (λογαριασμό) ήταν κατατεθειμένα και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και επίσης κατατίθενταν τα ποσά συντάξεων της μητέρας τους. Ότι με βάση την ως άνω συμφωνία η μητέρα των διαδίκων θα μπορούσε να αναλάβει χρήματα των μισθωμάτων μόνο εάν παρουσιάζονταν οι ανωτέρω ανάγκες στο πρόσωπό της. Ότι, μετά την ανωτέρω συμφωνία, τα ακίνητα των διαδίκων εκμισθώθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2015, με επιμέλεια του εναγομένου, ο οποίος, με βάση τα συμφωνηθέντα και την εντολή της ενάγουσας, όφειλε να καταθέσει στον ανωτέρω λογαριασμό τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, που εισέπραττε και κατ' εντολή της ενάγουσας ως ετήσια μισθώματα των αγρών κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως και 2015 και συνολικά το ποσό των 33.843,51 ευρώ, το ήμισυ του οποίου ήτοι ποσό 16.921,75 ευρώ ανήκε στην ενάγουσα. Ότι και μετά το έτος 2000 τα μισθώματα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση η μητέρα των διαδίκων ως εισόδημά της από εκμίσθωση ακινήτων. Ότι, επειδή το ακίνητο του εναγομένου και το ακίνητο της ενάγουσας, εκτάσεως 20 περίπου στρεμμάτων έκαστο, είναι όμορα και εκμισθώνονταν ως ενιαία έκταση, κάθε συνολικό ετήσιο μίσθωμα ανήκε σε καθέναν τους κατά το ήμισυ. Ότι λόγω της συγγενικής της (ενάγουσας) σχέσης με τον εναγόμενο και της εμπιστοσύνης που έτρεφε στο πρόσωπό του, της είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι αυτός κατέθετε τα μισθώματα στον πιο πάνω τραπεζικό λογαριασμό και ως εκ τούτου αλλά και ενόψει του ότι αυτή δεν είχε το βιβλιάριο καταθέσεων, ενώ επίσης από το έτος 2006 έως και το έτος 2011 διέμενε οικογενειακούς στη ……….., αδυνατούσε να ελέγξει τα ποσά των καταθέσεων. Ότι δεν ανέκυψε περίπτωση σοβαρής κατάστασης της υγείας της μητέρας τους, η οποία και δεν δαπάνησε κανένα ποσό μισθωμάτων. Ότι περί τα τέλη του έτους 2016, σε συνάντηση των διαδίκων και της μητέρας τους, συμφωνήθηκε, κατόπιν σχετικής επιθυμίας της τελευταίας, να λήξει η συμφωνία και υποχρέωση των διαδίκων να καταθέτουν προς όφελος της τα μισθώματα των αγροτικών ακινήτων τους, ενώ επίσης η μητέρα τους, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τα τέκνα της (διαδίκους), με ρητή δήλωσή της, την οποία αυτοί αποδέχθηκαν, τους παρείχε το δικαίωμα να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων που κατέθεταν στο λογαριασμό της από το έτος 2001 έως και το έτος 2015 καθώς και τους τόκους αυτών αλλά και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και τους τόκους αυτών. Ότι επίσης η μητέρα τους έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, ο οποίος ήταν και ο συνδικαιούχος του λογαριασμού, να αποδώσει - μεταβιβάσει στην ενάγουσα το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και τους αναλογούντες τόκους, καθώς και τα ποσά των μισθωμάτων του αγρού της, των ετών 2001 έως και 2015 και τους τόκους αυτών. Ότι αρχικά ο εναγόμενος υποσχέθηκε στην μητέρα τους ότι θα προβεί στην εν λόγω παροχή προς την ενάγουσα και μάλιστα ζήτησε λίγο χρόνο προκειμένου να προβεί σε σχετικό έλεγχο των καταθέσεων, αποκαλύπτοντας τότε στην ενάγουσα για πρώτη φορά ότι εισέπραττε μεν τα ποσά των μισθωμάτων, δεν τα κατέθετε όμως πάντα στον ανωτέρω λογαριασμό αλλά και σε άλλους λογαριασμούς άλλων τραπεζών με συνδικαιούχους τον ίδιο και τη μητέρα τους και για διάφορα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να λαμβάνει μεγαλύτερες αποδόσεις των κατατεθέντων. Ότι ο εναγόμενος όφειλε να της αποδώσει το ποσό των 16.921,75 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα του ακινήτου της ήτοι το ήμισυ, κατά τα προεκτεθέντα, κάθε ετήσιου μισθώματος των ετών 2001 έως και 2015 και το ποσό των 2.673,63 ευρώ για αναλογούντες τόκους των εν λόγω μισθωμάτων, και επίσης το ποσό των 6.833,66 ευρώ, που αφορά το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και το ποσό των 4.116,67 ευρώ για τόκους των μισθωμάτων αυτών και συνολικά το ποσό των 30.545,71 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος τον Ιανουάριο 2017 αρνήθηκε να χορηγήσει στην ενάγουσα αντίγραφα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών ή έστω να την πληροφορήσει σχετικά, ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν δικαιούται κανένα ποσό και ότι τα χρήματα του ανήκουν, έκτοτε δε, αρνείται να της αποδώσει τα πιο πάνω ποσά, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ότι, με την αρχική συμφωνία το έτος 2000, οι διάδικοι υποσχέθηκαν ο ένας έναντι του άλλου ότι θα καταβάλουν ορισμένη παροχή στη μητέρα τους δηλαδή ότι θα της δωρίζουν τα αναλογούντα σε καθέναν τους ποσά μισθωμάτων, και η κυριότητα των χρημάτων θα περιέρχονταν στη μητέρα τους, εφόσον πληρούνταν η αίρεση της επελεύσεως των προαναφερόμενων μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων. Ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει κατά τις διατάξεις της σύμβασης εντολής και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και δη λόγω υπεξαίρεσης το ποσό των 19.595,38 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών. Ότι, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η μητέρα των διαδίκων κατέστη κυρία των χρημάτων (κεφαλαίου και τόκων), που κατατίθενταν κάθε φορά σε οποιονδήποτε λογαριασμό της, τότε, εφόσον αυτή δώρισε στην ενάγουσα τα μισθώματα του ακινήτου της (ενάγουσας) των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών, καθώς και το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996-2000 και των τόκων τους και με σύμβαση, που συνήψε με τον εναγόμενο, του έδωσε την εντολή, την οποία αυτός αποδέχθηκε, να τα αποδώσει στην ενάγουσα, ο εναγόμενος ευθύνεται και πάλι λόγω αδικοπραξίας (υπεξαίρεση) να καταβάλει στην ενάγουσα ισόποση αποζημίωση. Ότι επίσης εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα των διαδίκων με τον εναγόμενο, να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά, που αυτός κατείχε και διαχειριζόταν, και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος εναγομένου και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ότι επίσης λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ηθική βλάβη, λόγω προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας της, προς αποκατάσταση της οποίας αυτός οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ, μετ' αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Ότι επικουρικά ο εναγόμενος οφείλει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της αποδώσει το πιο πάνω ποσό μισθωμάτων και τόκων αυτών, κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με την αγωγή, όπως το αίτημά της παραδεκτά τράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 35.545,71 ευρώ νομιμότοκα από 1.1.2017 άλλως από 1.2.2017 άλλως επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθεί αυτός στην δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η αγωγή περιέχει συρροή νόμιμων βάσεων των ένδικων αξιώσεων, ότι η ενάγουσα στηρίζει την ένδικη αξίωσή της προς αποζημίωση τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση την συναφθείσα μεταξύ αυτής και του εναγομένου σύμβαση εντολής όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του ΑΚ και ότι η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 713, 714, 719, 724, 914, 932 ΑΚ, 375 ΠΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 218 και 176 ΚΠολΔ, και εν συνεχεία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου λόγω της τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, και αφού απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή κατά τη βάση της από τη σύμβαση εντολής, διότι κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν είχε συμβληθεί με κάποιου είδους εντολή με τον εναγόμενο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη βάση της από την αδικοπραξία και αναγνωρίσθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.613,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, εκ του οποίου ποσό 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και ποσό 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ τα δικαστικά έξοδα συμψηφίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ λόγω της σχέσεως αυτών ως συγγενών εξ αίματος σε δεύτερο βαθμό και σε πλάγια γραμμή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του και για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α' και β' του Ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1128/2017 ΝΟΜΟΣ). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος, μη συμβαλλόμενος, αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση - συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση ωστόσο, της οποίας το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 δημοσίευση Νόμος), ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία εις βάρος της περιουσίας ή με ζημία των άλλων (ΑΠ 5947/1998, ΑΠ 1183/1985 (βούλ.), ΝοΒ 33, σελ. 1257, ΑΠ 598/1985 (βούλ.), ΝοΒ 27, σελ. 1127). Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 529/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται όμως η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 656/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τα άρθρα 410-414 ΑΚ, τα οποία ρυθμίζουν τη σύμβαση υπέρ τρίτου, προκύπτει ότι τέτοια σύμβαση υπάρχει, όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος υπόσχεται στο άλλο ότι θα εκπληρώσει παροχή σε τρίτον. Στην περίπτωση που ο τρίτος δικαιούται να απαιτήσει ο ίδιος την παροχή από τον υποσχεθέντα έχουμε γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Η ενοχική σχέση των δύο συμβληθέντων, με την οποία συνδέθηκε ενιαία η υπόσχεση υπέρ του τρίτου, μπορεί να είναι οποιαδήποτε σύμβαση, είτε αμφοτεροβαρής είτε και ετεροβαρής, όπως η εντολή. Επί εντολής υπέρ τρίτου ο τρίτος, προς το συμφέρον του οποίου δόθηκε η εντολή, αποκτά ευθύ δικαίωμα να αξιώσει εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο, μόνο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων των άρθρων 410 και 411 ΑΚ, ήτοι υποσχέσεως του εντολοδόχου προς τον εντολέα ότι θα εκτελέσει την εντολή προς το συμφέρον του τρίτου και βούληση των συμβληθέντων, η οποία προκύπτει από τη σύμβαση της εντολής, να αποκτήσει δικαίωμα ο τρίτος, να αξιώσει την εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο. Η σύμβαση αυτή, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο (βλ. σχετ. ΕΑ 5161/2006 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Ο εντολοδόχος έχει μόνο υποχρέωση όχι όμως και δικαίωμα εκτελέσεως της εντολής, εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, αλλά και τότε μόνον εφόσον το συμφέρον τούτου είναι υπέρτερον ή τουλάχιστον ισότιμο προς το συμφέρον του εντολέως (ΕφΠατρ 760/2004 Δημοσίευση Νόμος).

Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο να κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας, αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών ττρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις ή και την κύρια βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της ή την επικουρική αντίστοιχα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του εναγομένου, ο οποίος παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια ή αντίστοιχα την επικουρική βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές ή την κύρια βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 920/2011 αμφότερες Δημοσίευση Νόμος). Με την έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων της αγωγής απευθείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της-μη υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε εφετείο όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, ερευνά τη μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση της αγωγής, δεν δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δεσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 1408/1999, ΑΠ 909/2019 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ).

Από την χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα - εναγόμενο υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., και υπ'αριθμ. ……….. κατάθεση με πολιτικό όρκο της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………., που δόθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος - εναγομένου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης - ενάγουσας (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών), και από τη νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη - ενάγουσα υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………. (εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ότι συντάχθηκε το έτος 2017 αντί του ορθού 2018, αφού μνημονεύεται σε αυτήν η κατωτέρω υπ'αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης), που δόθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης - ενάγουσας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος - εναγομένου (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου ……., με έδρα το ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη), εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ'αριθμ. …….. δήλωση της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., η οποία, εφόσον δόθηκε χωρίς όρκο της ανωτέρω δηλούσας, δεν αποτελεί ένορκη βεβαίωση αλλά δήλωση τρίτου, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει και του χρόνου της δηλώσεως στις 13.10.2017 ήτοι επτά ημέρες πριν την κατάθεση της ένδικης αγωγής στις 20.10.2017 και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 7.9.2017 υπεύθυνη δήλωση του …… ……., που συντάχθηκε σε έντυπο του άρθρου 8 Ν. 1599/1986, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει του χρόνου της δηλώσεως (7.9.2017) ήτοι ενάμιση περίπου μήνα πριν την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 25.11.1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων ……. του ….., κάτοικος εν ζωή ………, ο οποίος δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δημόσιας διαθήκης του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου ……. και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ'αριθμ. …… πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου …….., κατέλειπε κληρονόμους του, τη σύζυγό του …….., και τους διαδίκους (τέκνα του). Μεταξύ άλλων ακινήτων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ο ανωτέρω κληρονομούμενος κατέλιπε έναν αγρό εκτάσεως 32.000 τμ περίπου επί συνόλου αγρού εκτάσεως 47.000 τμ. που βρίσκεται στη θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας της …….., και συνορεύει ο όλος αγρός γύρωθεν ανατολικά με κτήματα ιδιοκτησίας ………………., δυτικά εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας ……… και εν μέρει με αγροτικό δρόμο, βόρεια με αγροτικό δρόμο και νότια εν μέρει με χάνδακα και εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας …….., επί του οποίου (αγρού εκτάσεως 32.000 τμ) εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους ήτοι την ενάγουσα και τον εναγόμενο κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθέναν τους, ενώ την επικαρπία του εν λόγω ακινήτου κατέλειπε στη σύζυγό του (μητέρα των διαδίκων) …………. Την ανωτέρω επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά αποδέχθηκαν ο μεν εναγόμενος δυνάμει της υπ'αριθμ.· ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………. στον τόμο …. με αριθμό ……7, η δε ενάγουσα και η μητέρα των διαδίκων, δυνάμει της υπ'αριθμ. ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………..στον τόμο … με αριθμό …... Εξάλλου, η …….., δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …… στον τόμο …. με αριθμό ….., κατέστη λόγω κληρονομικής διαδοχής του πεθερού της ………, κυρία εκτάσεως δέκα (10) στρεμμάτων εξ αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως είκοσι επτά (27) στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «…….» και συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησία …….., δυτικά με χάνδακα (αγροτικό δρόμο) και ιδιοκτησία ……., βόρεια με δημόσιο δρόμο και νότια με ιδιοκτησίες …………. και προ τούτων με χάνδακα. Οι διάδικοι μετά το θάνατο του πατέρα τους σε συνάντησή τους στην πατρική τους οικία στο ………., συμφώνησαν παρουσία της μητέρας τους, να έχει η τελευταία την αποκλειστική εκμετάλλευση και την καθ' οιονδήποτε τρόπο κάρπωση όλων των αγροτικών ακινήτων της κληρονομιαίας περιουσίας του ανωτέρω αποβιώσαντος. Άλλωστε η μητέρα των διαδίκων ήταν κατά τα προεκτεθέντα επικαρπώτρια του πιο πάνω αγρού εκτάσεως 32.000 τμ και συγκυρία εκτάσεως 10 στρεμμάτων -εξ- αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως 27 στρεμμάτων. Το έτος 2000 οι ανωτέρω εκτάσεις 32.000 τμ και 10 στρεμμάτων υπήχθησαν σε αναδασμό και οι διάδικοι με τη συναίνεση της μητέρας τους, ζήτησαν με αίτησή τους προς την αρμόδια αρχή που διενήργησε τον αναδασμό να μοιραστεί η πιο πάνω έκταση των 42 στρεμμάτων σε δύο ίσης έκτασης διαιρετά ακίνητα, τα οποία να λάβουν οι διάδικοι, ώστε καθένας εξ αυτών να καταστεί κύριος αυτοτελούς ακινήτου με νέο τίτλο. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και εκδόθηκαν το υπ'αριθμ. …….. παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ……… στις 22.2.2006 στον τόμο ……..με αριθμό ………, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέστη κυρία του υπ'αριθμ. ……. Αγρού εκτάσεως 20.216 τμ, και το υπ'αριθμ. …… παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ….ς, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ….. στις 22.2.2006, στον τόμο ….. με αριθμό …., δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος κατέστη κύριος του υπ'αριθμ. …… αγρού εκτάσεως 19.950 τμ. Οι διάδικοι, το έτος 2000, ενόψει του πιο πάνω αναδασμού και της μεταβολής που θα επέρχονταν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των προαναφερόμενων αγρών, καθώς κύριοι αυτών θα καθίσταντο κατά προεκτεθέντα οι διάδικοι με τη συντέλεση των σχετικών διατυπώσεων του νόμου, συμφώνησαν, παρουσία της μητέρας τους και προς το σκοπό εξασφάλισής της, ότι αυτή θα συνέχιζε να εκμισθώνει όλους τους ως άνω αγρούς και να εισπράττει για λογαριασμό της τα μισθώματα. Έτσι κυρία των μισθωμάτων των ως άνω αγρών για τα έτη 2000 έως και 2015 ήταν η μητέρα των διαδίκων, η οποία ως εκμισθώτρια τα δήλωνε και στις σχετικές φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος της, ενώ επίσης η ίδια ήταν κυρία και των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 1999. Εξάλλου και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το έτος 2016 η μητέρα της δήλωσε στους διαδίκους ότι μπορούν να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων μετά των αναλογούντων τόκων των ανωτέρω αγρών των ετών 1996 έως και 2015 και έδωσε στον εναγόμενο, ως συνδικαιούχο του αναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού, την εντολή να αποδώσει στην ενάγουσα το ήμισυ αυτών, τότε, εφόσον τα ποσά αυτά δεν παραδόθηκαν στην ενάγουσα (ούτε άλλωστε επικαλείται σύναψη δωρεάς των εν λόγω ποσών με συμβολαιογραφικό έγγραφο- άρθρο 498 ΑΚ), η οποία δεν τα είχε στην κατοχή της, τούτη (ενάγουσα) δεν κατέστη κυρία των αντίστοιχων χρηματικών ποσών. Συνεπώς, εφόσον κυρία των ένδικων μισθωμάτων δεν ήταν η ενάγουσα αλλά η μητέρα των διαδίκων, ενώ επιπροσθέτως η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, απορρίπτοντας την σχετική βάση της αγωγής ( δυνάμει της οποίας σύμβασης, κατά τα εκτιθέμενα περαιτέρω ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, ο εναγόμενος ως εντολοδόχος έπρεπε να αποδώσει στην ενάγουσα τα χρήματα των μισθωμάτων που εισέπραττε για λογαριασμό της και ως διαχειριστής της περιουσίας της), θα πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά παραδοχή και του ισχυρισμού του εναγομένου περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την σωρευόμενη κύρια βάση της από την αδικοπραξία. Σημειώνεται ότι για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ενώ αν προκύψει τελικά ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αγωγή δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης (ενεργητικής) νομιμοποίησης, αλλά για λόγους ουσιαστικού, δηλαδή ως αβάσιμη (ΕφΠειρ 570/2015 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι ο εναγόμενος αναλαμβάνοντας το ποσό των 5.000 ευρώ στις 19.9.2011 και το ποσό των 10.000 ευρώ στις 23.3.2012 από τον υπ'αριθμ. ……. κοινό λογαριασμό που διατηρούσαν στην Τράπεζα ………. ο ίδιος και η μητέρα των διαδίκων, χωρίς να ενημερώσει την κυρία των χρημάτων αυτών μητέρα των διαδίκων,  ιδιοποιήθηκε παράνομα και υπαίτια τα ποσά αυτά που δεν του ανήκαν εξ ολοκλήρου, ότι επίσης ιδιοποιήθηκε και τα μισθώματα των ετών 2013, 2014 και 2015 ποσού 2.209,13 ευρώ, 2.209,08 ευρώ και 2.209,08 ευρώ αντίστοιχα, ότι λόγω αδικοπραξίας ζημίωσε παράνομα και υπαίτια την ενάγουσα κατά το ποσό των 10.613,65 (ήτοι 5.000 + 10.000 + 2.209,13 + 2.209,08 ευρώ + 2.209,08 ευρώ = 21.627,29 ευρώ : 2 = 10.813,65 ευρώ - 200 ευρώ που κατέβαλε ο εναγόμενος στην ενάγουσα = 10.613,65 ευρώ) και επίσης ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά το ποσό των 11.613,65 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, δεκτού γενομένου ως και ουσιαστικά βάσιμου, ως προς την πιο πάνω αγωγική βάση από την αδικοπραξία, του σχετικού λόγου της έφεσης με τον οποίο ο εναγόμενος, επαναφέροντας τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του, ισχυρίζεται ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας. Εξάλλου, ως προς τα ποσά των 5.000 ευρώ και 10.000 ευρώ που ανέλαβε ο εναγόμενος από τον πιο πάνω κοινό λογαριασμό αυτού και της μητέρας των διαδίκων, σημειώνεται εκ περισσού ότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, δεν θεμελιώνεται αδικοπρακτική λόγω υπεξαιρέσεως ευθύνη του διότι εκείνος από τους συνδικαιούχους καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό που απέσυρε τα χρήματα της καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 Δημοσίευση Νόμος), ο δε άλλος δικαιούχος του λογαριασμού (και εν προκειμένω η μητέρα των διαδίκων και όχι η ενάγουσα) ενοχική μόνον έχει αξίωση κατ' αυτού που ανέλαβε τα χρήματα, για την επιστροφή τους, ανάλογα με τη συμφωνία που έχουν κάνει μεταξύ τους οι καταθέτες, σε περίπτωση δε ελλείψεως μιας τέτοιας συμφωνίας, του ημίσεως των χρημάτων. Επομένως, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου της έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τη βάση της από την αδικοπραξία. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και δικασθεί η αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστική αβάσιμη. Εξάλλου, ενόψει του ότι η ενάγουσα θεμελιώνει την αγωγή της, εκτός από τη βάση της περί σύμβασης εντολής μεταξύ των διαδίκων που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και την βάση της αδικοπραξίας που κατά τα προαναφερόμενα απορρίπτεται, και σε άλλες βάσεις, πρέπει το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, κατ’ εξαίρεση του κανόνα που απαγορεύει την υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις λοιπές βάσεις, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να τις εξετάσει. Ειδικότερα, με την εκτιμώμενη ως τρίτη κύρια βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα τους με τον εναγόμενο. Προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410-413 ΑΚ. Η αγωγή ως προς τη βάση αυτή από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, που δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε απορρίφθηκε σιωπηρά, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 410 επ., 713 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ'ουσία. Πρέπει δε, να λεχθεί ότι, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας, η σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο. Εξάλλου, με την επικουρική βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 30.545,71 ευρώ κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι κατά το ποσό αυτό κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία. Η αγωγική αυτή βάση, η οποία προβάλλεται επικουρικά υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης των κύριων αγωγικών βάσεων από τις φερόμενες ως καταρτισθείσες σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγομένου και τη φερόμενη ως τελεσθείσα αδικοπραξία του εναγομένου, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με τις κύριες αγωγικές βάσεις (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, αναφορικά ειδικότερα με τη βάση της αγωγής από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, η μητέρα των διαδίκων διατηρούσε, ήδη από το έτος 1997 τον με αριθμ. …… λογαριασμό του ……., με συνδικαιούχο τον υιό της εναγόμενο. Τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο απέκτησε άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και κατόπιν τούτου, ενόψει του ότι από το έτος 2007 έλαβε χώρα μετάπτωση όλων των λογαριασμών που τηρούνταν στο ……, ο ως άνω λογαριασμός, μετατράπηκε σε νέο, με αριθμ. …….. Ακολούθως, την 27 Δεκεμβρίου 2013, έλαβε χώρα συγχώνευση με απορρόφηση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……», από την Τράπεζα «……». Κατόπιν τούτου, ο ως άνω λογαριασμός με αριθμό ………., μετατράπηκε σε νέο λογαριασμό της «………, με αριθμό ……….., με δικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο. Στο ως άνω λογαριασμό (όπως αυτός στη συνέχεια άλλαξε με τους ως άνω αριθμούς), κατά τη συμφωνία των διαδίκων και της μητέρας τους, έπρεπε να κατατίθενται τα μισθώματα από τους προαναφερόμενους αγρούς, ενώ στον αυτό λογαριασμό, υπήρχαν και αποταμιεύσεις της μητέρας των διαδίκων, η οποία, μάλιστα, στη συνέχεια, όταν απεβίωσε ο σύζυγός της, λάμβανε και σύνταξη. Επίσης, στις 13-8-2008 ανοίχτηκε ένας τραπεζικός λογαριασμός με αριθμ. ……….. στο κατάστημα της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, ……. με δικαιούχους τον μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, στον οποίο (λογαριασμό) στις 14-8-2008 έγινε προθεσμιακή κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ για ένα μήνα, η οποία έληξε στις 15-9-2008. Ακολούθως, στις 4-11-2008 ο εναγόμενος «έσπασε» την προθεσμιακή κατάθεση και την ίδια ημέρα, μετέφερε το ποσό των 30.265 ευρώ σε ατομικό του λογαριασμό με αριθμό ………. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος είχε αναλάβει λόγω και της ιδιότητάς του ως γεωπόνος, να ανευρίσκει τους υποψήφιους μισθωτές, οι οποίοι στη συνέχεια κατήρτιζαν τις σχετικές συμβάσεις μίσθωσης με την μητέρα των διαδίκων καθώς και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής (μητέρας του) τα μισθώματα. Αρχές Ιανουάριου του έτους 2014, η ενάγουσα επειδή χρειαζόταν χρήματα απευθύνθηκε στην μητέρα της, η οποία, εξεδήλωσε τότε την επιθυμία της, ότι προτίθεται τα χρήματά της, από τις εκμισθώσεις των αγρών μετά το έτος 2000, να τα παραχωρήσει στα δύο τέκνα της εξ ημισείας. Μάλιστα, το χρονικό αυτό σημείο (αρχές του έτους 2014), η μητέρα των διαδίκων, μετά από σχετικές ανησυχίες που εξέφρασε η ενάγουσα σχετικά με την διαχείριση των χρημάτων αυτής (μητέρας της) από τον εναγόμενο, την ενημέρωσε ότι όπως είχε πληροφορηθεί από τον εναγόμενο, είχε επενδύσει τα χρήματα αυτής (μητέρας του) που βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω λογαριασμό ( που με βάση τα παραπάνω επρόκειτο για έναν λογαριασμό που άλλαξε αριθμούς) και ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχεί, καθότι τούτος (εναγόμενος) θα της απέδιδε τα μισθώματα των ετών 2001 και έκτοτε, όταν θα του έδινε και τη σχετική εντολή. Ειδικότερα, τα ετήσια μισθώματα που εισπράχθηκαν κατά έτος ήταν τα ακόλουθα : για το έτος 2001, το ποσό των 545.200 δρχ και ήδη 1600 ευρώ, για το έτος 2002, το ποσό των 2.112,82 ευρώ, για το έτος 2003 το ποσό των 2.175,22 ευρώ , για το έτος 2004, το ποσό των 2.652,72 ευρώ, για το έτος 2005, το ποσό των 2.122,33 ευρώ, για το έτος 2006, το ποσό των 2.792,34 ευρώ, για το έτος 2007, το ποσό των 2.791,92 ευρώ, για το έτος 2008, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2009, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2010, το ποσό των 2.233,70 ευρώ, για το έτος 2011, το ποσό των 2058,00 ευρώ, για το έτος 2012, το ποσό των 2.209,13 ευρώ, για το έτος 2013, το ποσό των 2.209,13 ευρώ και για το έτος 2014 το ποσό των 2.209,08 ευρώ, ήτοι, συνολικά, το ποσό των 31.634,43 ευρώ. Στα πλαίσια αυτά της επιθυμίας της μητέρας των διαδίκων, την 23-1-2014, η ενάγουσα έλαβε από τον ως άνω λογαριασμό το ποσό των 4.000 ευρώ, υπογράφοντας μάλιστα και την με ίδια ημερομηνία υπεύθυνη δήλωσή της, ότι λαμβάνει το εν λόγω ποσό ως «δάνειο» από την μητέρα της. Επίσης, και ο εναγόμενος, με αντίστοιχη υπεύθυνη δήλωσή του, ανέφερε ότι έλαβε ως δάνειο, από την μητέρα του, το ποσό των 10.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά (10.000 ευρώ και 4.000 ευρώ για τα οποία συντάχθηκαν και οι ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις) που αναλήφθηκαν από τους διαδίκους, όπως αποδεικνύεται, αφορούσαν ποσά μισθωμάτων ενόψει της επιθυμίας της μητέρας τους που σκεφτόταν να τους δωρίσει τούτα (μισθώματα) κατά το ήμισυ, αναγράφηκε δε στις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις ότι τα λαμβάνουν ως δάνειο, αφού, τα χρήματα από αυτά (μισθώματα) ανήκαν έως τότε στην τελευταία (μητέρα τους). Ενόψει δε του ότι ο εναγόμενος είχε ήδη λάβει υπέρτερο της ενάγουσας ποσό για την ως άνω αιτία, τούτη (ενάγουσα) έλαβε από την μητέρα της, στη συνέχεια και έτερο ποσό ύψους 4.000 ευρώ που αφορούσε ομοίως ποσό μισθωμάτων. Συγκεκριμένα, λόγω του ότι μετά την πάροδο αρκετών μηνών από τις ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις των διαδίκων, τα ως άνω χρήματα της προθεσμιακής κατάθεσης, δεν είχαν επιστραφεί στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, ο οποίος (κοινός λογαριασμός), την 6-8-2014 είχε υπόλοιπο μόλις 4.918,16 ευρώ, η ενάγουσα έλαβε από την τελευταία (μητέρα της) την 30-9-2014, το ως άνω ποσό των 4.000 ευρώ. Για την ανάληψη αυτή ενημερώθηκε ο εναγόμενος ως συνδικαιούχος του λογαριασμού, δεν αντέλεξε όμως, καθώς, είχε ήδη προηγηθεί η ως άνω συζήτηση μεταξύ αυτού, της μητέρας του και της αδελφής του, και δη, είχε ήδη ενημερώσει τους διαδίκους, από τις αρχές του έτους 2014, η μητέρα τους, ότι προτίθεται να τους δωρίσει, τα ποσά των μισθωμάτων των ως άνω ετών, λόγος για τον οποίο δεν ζήτησε και την υπογραφή αντίστοιχης με την ανωτέρω, υπεύθυνης δήλωσης εκ μέρους της αδελφής του. Το ποσό όμως των 2.000 ευρώ που μεταφέρθηκε την 27-11-2014 στον με αριθμ. ……… λογαριασμό ταμιευτηρίου της ίδιας ως άνω τράπεζας με συνδικαιούχους την ενάγουσα και την μητέρα της, δεν το έλαβε όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, η ενάγουσα ως μέρος των ως άνω μισθωμάτων. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, ο εν λόγω λογαριασμός ανοίχθηκε για την εξυπηρέτηση δανείου της μητέρας των διαδίκων στα πλαίσια του προγράμματος «εξοικονομώ κατ’οικον». Μετά την ως άνω εξέλιξη, η μητέρα των διαδίκων, στα τέλη του έτους 2014, χωρίς να ζητήσει από αυτούς τα ως άνω ποσά μισθωμάτων που είχαν ήδη λάβει, τα οποία πλέον τους τα είχε παραχωρήσει προκειμένου να καλύψουν αμφότεροι διάφορες οικονομικές τους ανάγκες, έδωσε εντολή στον εναγόμενο υιό της, ο οποίος έως τότε εισέπραττε τα μισθώματα για λογαριασμό της, να αποδώσει στην ενάγουσα, το ήμισυ του υπολοίπου αυτών, το δε υπόλοιπο ποσό αυτών να το κρατήσει ο ίδιος (εναγόμενος). Κατόπιν τούτου, καταρτίστηκε μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η μητέρα της έδωσε την ως άνω εντολή στον εναγόμενο, το έτος 2016 δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, η ενάγουσα έλαβε η ίδια τα μισθώματα των ετών 2015, όπως και τα μισθώματα των μεταγενέστερων ετών. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι όπως αποδείχθηκε, η ως άνω εντολή που παρείχε η μητέρα των διαδίκων στον εναγόμενο, αφορούσε μόνο τα μισθώματα (χωρίς τους τόκους αυτών) των ετών από το έτος 2001 και έπειτα ως ανωτέρω και όχι τα μισθώματα αγρών- των οποίων ήταν επικαρπώτρια- προγενέστερων ετών. Εξάλλου, στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το γεγονός, πόσα χρήματα βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, κατά το χρόνο σύναψης της ως άνω σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, αλλά το γεγονός ότι τα εν λόγω χρήματα μισθωμάτων, που όλα τα ανωτέρω έτη εισέπραττε ο εναγόμενος για λογαριασμό της μητέρας του, έπρεπε κατόπιν της ως άνω εντολής που του παρείχε, να τα αποδώσει (οποιουδήποτε τούτα βρισκόταν, είτε ακόμη και αν είχαν μεταφερθεί σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς) στην ενάγουσα. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα των διαδίκων έδωσε εντολή στον εναγόμενο ή οποιαδήποτε συγκατάθεσή της, να προβεί σε ανάλωση των εν λόγω ποσών των μισθωμάτων, αφού, όπως αποδείχθηκε, η βούλησή της, ήταν κάποια στιγμή όταν αυτή το αποφάσιζε, να παραχωρήσει τα εν λόγω μισθώματα σε αμφότερα τα τέκνα της. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ότι τα έξοδα (το ύψος των οποίων σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε) της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης της μητέρας των διαδίκων, όταν αυτή ασθένησε σοβαρά το έτος 2008, καλύφθηκαν, από τα ποσά των μισθωμάτων των εν λόγω αγρών, ενώ όπως ελέχθη, η τελευταία (μητέρα των διαδίκων), λάμβανε σύνταξη και είχε αποταμιεύσεις - πέραν των ως άνω μισθωμάτων- που επαρκούσαν για την διαβίωσή της και τα ως άνω έξοδα της. Σημειωτέον δε ότι και η ενάγουσα διατηρούσε στο παρελθόν κοινούς λογαριασμούς με την μητέρα της, οι οποίοι όμως (λογαριασμοί), δεν αποδείχθηκε ότι συνδέονται με την ένδικη διαφορά. Ενόψει όλων των προαναφερομένων, ο εναγόμενος όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 7.817,21 ευρώ (31.634,43 ευρώ{ ως άνω συνολικό ποσό μισθωμάτων ετών 2001 έως και 2014} : 2 = 15.817,21 ευρώ - 8.000 ευρώ {ληφθέντα ως άνω 4.000 ευρώ + 4.000 ευρώ από την ενάγουσα κατά τις ως άνω ημερομηνίες, ως μέρος των μισθωμάτων} = 7.817,21 ευρώ). Κατόπιν τούτων, θα πρέπει η αγωγή, κατά την ως άνω βάση της, να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην ενάγουσα, το ως άνω ποσό των 7.817,21 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Επομένως, εφόσον, με βάση τα ήδη προαναφερόμενα, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αναγκαία πρέπει να εξαφανισθεί και κατά την διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, που θα καθοριστούν εξαρχής. Τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων κατά άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (αδέλφια). Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται και ουσιαστικά δεκτή και εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα, του παράβολου άσκησης έφεσης, που κατέθεσε ο τελευταίος, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 Α του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμ. ….. οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……, κατά το μέρος που δέχτηκε την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή ως προς τις σωρευόμενες, α) εκ του άρθρου 914 ΑΚ και β) σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, βάσεις της και γ) ως προς την επικουρική, εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της και ως προς την επικουρική , εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς την βάση της περί σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακόσιων δεκαεπτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (7.817,21) με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς, με αριθμό παράβολου 28292775095908190050.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Λάρισα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις ……..

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός απόφασης           14/2023

Αριθμός κατάθεσης ανακοπής: ………-2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Μαριάννα Μπέη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Δημήτριο - Βάιο Κωστίμπα, Πρωτοδίκη, και Αλέξανδρο Τσαλαπόρτα, Πρωτοδίκη- Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ερμιόνη Καρρά.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-6-2023 για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης …….-2022 ανακοπή μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Του ………., που εδρεύει ………. κι εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……….., που δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης και κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου (AM ΔΣ Καρδίτσας 249), ο οποίος δικηγόρος προκατέβαλε κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 8 περ. γ' του Ν. 4205/2013, τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου ως άνω άρθρου εισφορές (βλ. το με αριθμό ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας), είχε δε πληρεξουσιότητα να το εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……. πρακτικού συνεδρίασης περί χορήγησης πληρεξουσιότητας.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Του ……….., που εδρεύει στη ……… κι εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………., που δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης και κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου ……… (AM ΔΣ ……..), η οποία δικηγόρος προκατέβαλε κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 8 περ. γ' του Ν. 4205/2013, τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου ως άνω άρθρου εισφορές (βλ. το με αριθμό ……….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου ……..), είχε δε πληρεξουσιότητα να το εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη δυνάμει του από ……… δικαστικού πληρεξουσίου σε συνδυασμό με το από 7-11-2022 απόσπασμα πρακτικό συνεδρίασης και 2) του ………, νομίμως εκπροσωπούμενου από την ……….., κατοικοεδρεύουσα στην ………., και τον Προϊστάμενο της ……., κατοικοεδρεύοντα στην …….., κατ’ άρθρο 77 Ν. 4978/2022, το οποίο κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις και παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημοσίου, κατ’ άρθρο 30 Ν. 4831/2021, ……….. (AM ΔΣ ……….), ατελώς σύμφωνα με το άρθρο 19 του κ.δ. της 16-6-1944 «περί Κώδικος νόμων και δικών του Δημοσίου» και ο οποίος δικηγόρος είχε πληρεξουσιότητα να το εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη, δυνάμει της υπ’αριθμ. ΚΥ-135659/852834/14-10-2022 έγγραφης εντολής πληρεξουσιότητας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 27-03-2022 πράξης ορισμού δικασίμου και σύνθεσης της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου Πρωτοδικών, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων προβλέφθηκαν από το άρθρο 12 του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" (ΦΕΚ Α' 181). Το άρθρο 13 του ίδιου νομοθετήματος όρισε ότι οι οργανισμοί αυτοί (όπως και οι γενικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποκείμενα στην εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας, και ότι μέλη τους καθίστανται υποχρεωτικά όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που διατελούν σε μία από τις στο ίδιο άρθρο ειδικότερα απαριθμούμενες σχέσεις προς τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή της δικαιοδοσίας των οργανισμών αυτών. Μεταγενέστερα, με το άρθρο 1 του ν.δ. 1218/1972 "περί αντικαταστάσεως και καταργήσεως διατάξεων τινών του ν.δ. 3881/1958 κλπ. " (ΦΕΚ Α' 133), η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν.δ. 3881/1958 αντικαταστάθηκε ως εξής: "1. Οι οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, λειτουργούντες συμφώνως προς τας διατάξεις του καταστατικού αυτών, τας του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" και των εκτελεστικών αυτού διαταγμάτων, εφ' όσον δεν καταργούνται, τροποποιούνται ή συμπληρούνται διά του παρόντος". Τέλος, στα μεν άρθρα 1 και 2 του ν. 414/1976 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του ν. 3881/1958 κλπ." (ΦΕΚ Α' 212) ορίστηκε ότι οι δαπάνες διοίκησης, λειτουργίας και συντήρησης των εγγειοβελτιωτικών έργων επιβαρύνουν τους ωφελούμενους και καταβάλλονται από αυτούς με τη μορφή στρεμματικών εισφορών ή αρδευτικών τελών ή αντιτίμου χρήσεως ύδατος και ότι κατ' εξαίρεση ορισμένες από τις δαπάνες αυτές επιβαρύνουν το Δημόσιο, στο δε άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκαν τα εξής: "1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν.δ. 3881/1958 προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως: "Οι ως άνω οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων τυγχάνουν οργανισμοί κοινής ωφελείας και εκ τούτων οι ……… αποτελούν γεωργικός συνεταιριστικός οργανώσεις αναγκαστικής μορφής". Όπως έχει κριθεί (ΟλΣτΕ 2903/1983 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις πιο πάνω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων αποτελούν ενώσεις προσώπων (φυσικών και νομικών) συνδεομένων με εμπράγματη σχέση προς τα αγροτικά ακίνητα μιας ορισμένης περιοχής, οι οποίες έχουν ως σκοπό τη διοίκηση και τη ρύθμιση της χρήσης των υδάτων της περιοχής τους καθώς και την επιμέλεια και διαχείριση των τεχνικών έργων εγγείων βελτιώσεων για την αύξηση της παραγωγής και την καλύτερη εκμετάλλευση των πιο πάνω ακινήτων. Οι ενώσεις αυτές, όπως διαμορφώθηκαν τελικά με τον τελευταίο από τους πιο πάνω νόμους, χαρακτηριζόμενες ρητά ως γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις αναγκαστικής μορφής, αποτελούν συνεταιρισμούς και ως τέτοιες έχουν το χαρακτήρα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 6 του Συντάγματος. Και ναι μεν από τις διατάξεις του ν.δ. 3881/1958 που αφορούν στις αρμοδιότητες των οργάνων των …………, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, προκύπτει ότι τα όργανα αυτά μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στο άρθρο 2 Ν. 4978/2022 (Κ.Ε.Δ.Ε.) (ΦΕΚ Α’ 190/7-10-2022) που άρχισε να ισχύει από τις 7-10-2022 και συνεπώς καταλαμβάνει και την κρινόμενη ανακοπή, που ασκήθηκε στις 10-10-2022 (βλ. και άρθρο 85 παρ. 4 Ν. 4978/2022 σύμφωνα με το οποίο «Διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται ή πράξεις που εκδίδονται ή ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά την ισχύ του παρόντος Κώδικα διέπονται από τον παρόντα Κώδικα», καθώς και το άρθρο 85 παρ. 5 του ιδίου νόμου, σύμφωνα με το οποίο «Το 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» καταργείται), ορίζεται ότι: «4. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) τα έγγραφα στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.). 5. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της παρ. 4 πραγματοποιείται από την ΑΑΔΕ μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στην ΑΑΔΕ χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε τον νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο τον νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην ΑΑΔΕ. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υπόχρεου και των συνυπόχρεων ευθυνόμενων τρίτων       ». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περ. β' της παρ. 6 του άρθρου 2, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά την παρ. 5 του άρθρου 2, η ΑΑΔΕ εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, και αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο η επωνυμία του, καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του, εφόσον υπάρχει, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού και η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι του άρθρου 6. 2. Η ατομική ειδοποίηση της παρ. 1 δεν εξομοιώνεται με την επιταγή προς πληρωμή. 3. Η παράλειψη αποστολής ή κοινοποίησης της ειδοποίησης της παρ. 1 δεν ασκεί επιρροή στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατά του οφειλέτη». Προσέτι, στο άρθρο 65 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης και κατά του νομίμου τίτλου. Με την ανακοπή επιτρέπεται η προβολή αντιρρήσεων ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της απαίτησης του ……., εφόσον ο προσδιορισμός της δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου. 2. Η ανακοπή του οφειλέτη μετά την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται για τους παρακάτω περιοριστικά αναφερόμενους λόγους: α) αν η εκτέλεση έλαβε χώρα βάσει άκυρου τίτλου είσπραξης, β) αν το χρέος αποσβέστηκε με καταβολή ή συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 ή λόγω διαγραφής του και αυτά αποδεικνύονται με έγγραφο, γ) αν το χρέος αποσβέστηκε επιγενόμενα με άλλον τρόπο και η απόσβεση αποδεικνύεται με έγγραφο, δ) αν το χρέος παραγράφηκε, ε) αν αυτός, σε βάρος του οποίου επιδιώκεται η είσπραξη ως διάδοχος του υπόχρεου, δεν είναι ο κατά τον νόμο υπόχρεος, και στ) αν κατά την εκτέλεση έλαβαν χώρα παραλείψεις ή ακυρότητες, υπό τους όρους του άρθρου 67. Κάθε άλλη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη της οφειλής προς το Δημόσιο είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. 3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 216 επ. του Κ.Δ.Δ., η ανακοπή του οφειλέτη πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 583 έως 585 του Κ.Πολ.Δ., ενώ μετά την έναρξή της ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης…….». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 "Κανονισμός λειτουργίας ……..." "Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις ……… τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) ..., ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων") σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του "νομίμου τίτλου" όσο και κατά της ατομικής ειδοποίησης, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ' αρχήν θέση εναγόμενου, ο δε καθ’ ου θέση ενάγοντος, και έτσι ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του Ν. 4978/2022 (κατ’ αντιστοιχία με τη βεβαίωση 2 παρ. 2 του κατηργημένου ν.δ. 356/1974), νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το "νόμιμο τίτλο" είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το ……. (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξοφλήσεως του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το …….ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του ……., δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον …….. (ούτε υπό το Ν. 4978/2022 ούτε υπό το ΝΔ 356/1974) δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4978/2022 η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974), στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 67 Ν. 4978/2022, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι «1. Παραλείψεις, ακυρότητες ή πλημμέλειες που αφορούν στη διαδικασία απόκτησης οποιουδήποτε νόμιμου ή εκτελεστού τίτλου του άρθρου 2, τη διαδικασία της εκτέλεσης, καθώς και τις ίδιες τις πράξεις εκτέλεσης, μπορούν να προταθούν από τον οφειλέτη ως λόγος ακύρωσης, μόνο εάν ο οφειλέτης επικαλείται και αποδεικνύει αυτές, καθώς και ότι εξαιτίας τους υπέστη βλάβη. Το δικαστήριο κηρύσσει την ακυρότητα μόνο όταν κατά την κρίση του προκλήθηκε βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας». Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει ο καθ’ ου η ανακοπή τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2019 που αφορά στο ήδη καταργηθέν ΝΔ 356/1974).

Προσέτι, στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στην …… η είσπραξη των εσόδων …., άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα….    5. Στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε έσοδα και χρέη του παρόντος άρθρου, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος». Εξάλλου στο άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974 ορίζονταν ότι «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος», ενώ κατά την διάταξη της έβδομης παραγράφου του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998 «Φορολογικά - ΚΕΠΕ - ΚΕΔΕ - Κινητ. Τηλεφων. - Κεφάλαιο ΑΕ - ΕΠΕ» στις περιπτώσεις, που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α’ 190), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τοιούτων θεωρουμένων εκείνων τα οποία επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται δε στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια απ’ αυτά, και των εσόδων των προσώπων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974), των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής στα πιο πάνω πρόσωπα και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» εκ μόνου του λόγου ότι εισεπράχθησαν υπό των δημοσίων ταμείων, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022, διάδικος εις την επί της ανακοπής δίκη είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη δικαιούχο της απαιτήσεως πρόσωπο, κατά του οποίου και πρέπει να στραφεί το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα εδέχετο τον χαρακτηρισμό των εσόδων των εις το άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 παρ. 1 ΝΔ 356/1974) αναφερομένων προσώπων ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να αμυνθεί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξήγετο διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις (βλ. ΠΠρΑΘ 264/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).

Με την κρινόμενη ανακοπή το ανακόπτον εκθέτει ότι αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που διέπεται από το ν.δ. 3881/1958, στις δε αρμοδιότητες του ανήκει η διαχείριση αρδευτικών ζητημάτων - έργων εγγείων βελτιώσεων Β’ τάξεως στην περιοχή των ………., καθώς και ότι το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή αποτελεί ομοίως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου διεπόμενο από το ν.δ. 3881/1958, στις δε αρμοδιότητες του ανήκει η διαχείριση έργων εγγείων βελτιώσεων Α’ τάξεως. Προσέτι, εκθέτει ότι το πρώτο των καθ’ ων με την από 28-4-2022 απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου, η οποία του γνωστοποιήθηκε διά ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στις 29-08- 2022, αποφάσισε να διαβιβάσει στη ……… προς βεβαίωση και είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών οι οποίες είναι ανεξόφλητες, χωρίς να αναφέρεται ωστόσο το ύψος, το είδος και η αιτία αυτών και ότι σε κάθε περίπτωση δεν γνωρίζει αν πράγματι έλαβε χώρα η διαβίβαση αυτή. Περαιτέρω, εκθέτει ότι στις 25-07-2022 του γνωστοποιήθηκαν με ταχυδρομείο τέσσερεις ατομικές ειδοποιήσεις χρεών από τη ………., ήτοι η υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, η υπ’ αριθμ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, η υπ’ αριθμ. ……. ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 160.776,05 € και η υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 63.687,87 €, και ότι ακολούθως στις 21-09-2022 γνωστοποιήθηκε δια ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο λογιστή του ανακόπτοντος η με Α/Α …… και με αριθμό πρωτοκόλλου …… ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας, που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε ……. €. Σε συνέχεια αυτών, και για τους ειδικότερους λόγους που ειδικότερα εκθέτει, ζητά να ακυρωθούν α) η υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών της …….. που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, β) η υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών της …………. που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, γ) η υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών της ……… που αφορά σε ποσό 160.776,5 €, δ) η υπ’ αριθμ. ατομική ειδοποίηση χρεών της που αφορά σε ποσό 63.687,87 € ε) η με Α/Α και με αριθμό πρωτοκόλλου ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της …….., που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε 571.414,52 €, μετά της εμπεριεχόμενης σε αυτή υπ’ αριθμ. ταμειακής βεβαίωσης, και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ……..και του αντίστοιχου νόμιμου τίτλου είσπραξης και βεβαίωσης του ως άνω ποσού και στ) κάθε άλλη συναφής καταλογιστική πράξη, νόμιμος τίτλος και ταμειακή βεβαίωση. Τέλος, ζητά να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή, που αφορά σε δίκη σχετική με την είσπραξη δημοσίων εσόδων (Ν. 4978/2022), αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, με την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρ. 583 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό και με το άρθρο 65 Ν. 4978/2022 (Κ.Ε.Δ.Ε.), που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω οικεία νομική σκέψη [(ΦΕΚ Α’ 190/7-10-2022) που άρχισε να ισχύει από τις 7-10-2022 και συνεπώς καταλαμβάνει και την κρινόμενη ανακοπή, που ασκήθηκε στις 10-10-2022 (βλ. και άρθρο 85 παρ. 4 Ν. 4978/2022 σύμφωνα με το οποίο «Διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται ή πράξεις που εκδίδονται ή ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά την ισχύ του παρόντος Κώδικα διέπονται από τον παρόντα Κώδικα», καθώς και το άρθρο 85 παρ. 5 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με το οποίο «Το 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» καταργείται), δοθέντος πως υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, καθόσον η ανακύψασα με αυτή διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά ουσίας σχετική με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ώστε να υπάγεται βάσει του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1406/1983 στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, πρόκειται για διαφορά ιδιωτικού δικαίου ενόψει του ότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω οικεία νομική σκέψη, οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως, καθόσον πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, όπως δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση, δεν τίθεται από το νόμο καμία σχετική προθεσμία (άρθρ. 65 Ν. 4978/2022). Πλην, όμως, η κρινόμενη ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δευτέρου των καθ’ ων, ήτοι του Ελληνικού Δημοσίου, όπως άλλωστε βασίμως ισχυρίζεται και το ίδιο (η οποία νομιμοποίηση σε κάθε περίπτωση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατ’ άρθρα 62 και 73 ΚΠολΔ) καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη παραπάνω μείζονα σκέψη της παρούσας και με βάση το άρθρο 82 Ν. 4978/2022, στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε είσπραξη των εσόδων ΟΤΑ, άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος. Προσέτι, η ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ……. και του αντίστοιχου νόμιμου τίτλου είσπραξης και βεβαίωσης του ως άνω ποσού, που εμπεριέχονται στην επίσης προσβαλλόμενη με Α/Α ………. και με αριθμό πρωτοκόλλου …….. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της ……….., τούτο δε διότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια η προσβαλλόμενη πράξη, λαμβανομένου υπόψιν του ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 626) παρά (προσδιορίζεται) με τον προαναφερόμενο αόριστο τρόπο, ενώ εξάλλου από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι ο χρηματικός κατάλογος που απεστάλη στη ΔΟΥ Καρδίτσας εκ μέρους του ήδη πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή είναι ο υπ’ αριθμ. 3/2022, που δεν εμπεριέχεται στη συμπροσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας. Επιπρόσθετα, η κρινόμενη ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης κάθε άλλης συναφούς καταλογιστικής πράξης, νομίμου τίτλου και ταμειακής βεβαίωσης, το οποίο αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο αφενός μεν λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, τούτο δε καθότι η ανακοπή αποτελεί μέσο άμυνας εναντίον των ήδη διενεργηθεισών πράξεων (βλ. Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, τόμος II, σελ. 1772-1775), έτσι ώστε να κριθεί δικαστικώς η τυχόν ακυρότητά τους, και, συνεπώς, δεν έχει έννομο συμφέρον το ανακόπτον να ζητά την ακύρωση των τυχόν μελλοντικών πράξεων, αφετέρου δε λόγω αοριστίας, διότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. J 998, σελ. 626). Επομένως, πρέπει η ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι παραδεκτοί, νόμιμοι και ουσιαστικά βάσιμοι οι λόγοι της, με την επισήμανση ότι α) δεν απαιτείται εν γένει η τήρηση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης του Ν. 4640/2019, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή, καθόσον δια των ανακοπών, ως ένδικων βοηθημάτων ασκείται δημοσίου δικαίου δικαίωμα διαπλάσεως προς (δικαστική) ακύρωση του εκτελεστού τίτλου ή/και των προσβαλλόμενων πράξεων σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο συνδέεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς δεν υπάρχει εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, με αποτέλεσμα οι σχετικές δίκες περί την εκτέλεση δεν δύνανται να υπαχθούν στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης και γενικότερα στη διαμεσολάβηση, και β) μετά την απόρριψη της ανακοπής κατά το μέρος που αφορά στο δεύτερο των καθ’ ων η ανακοπή, ήτοι στο ….., παρέλκει η εξέταση της τήρησης της διαδικασίας του άρθρου 77 Ν. 4978/2022 (σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι «1. Στις δίκες του παρόντος Κώδικα το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας της ……που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, και επίσης με ποινή απαραδέκτου, απαιτείται η κοινοποίηση του δικογράφου και στον Διοικητή της ……. Στην περίπτωση αίτησης αναστολής πλειστηριασμού ή ανακοπής διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης ή αλλαγής του τόπου πλειστηριασμού, οι κοινοποιήσεις των προηγούμενων εδαφίων διενεργούνται, με ποινή απαραδέκτου, το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο.»), και σχετικά με τον αν εμφιλοχώρησε νομότυπη επίδοση της ανακοπής αυτής, όπως υποστηρίζει το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής το ανακόπτον διατείνεται πως άπασες οι προσβαλλόμενες ατομικές ειδοποιήσεις, αλλά και η συμπροσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση τυγχάνουν αόριστες, καθώς δεν περιέχουν τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, ώστε να προσδιορίζεται με ακρίβεια το ύψος και η αιτία της οφειλή της, με αποτέλεσμα να υφίσταται βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητά τους. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες στην ως άνω οικεία νομική σκέψη διατάξεις, και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 339 ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση των ……. και …….., ενώπιον του συμβολαιογράφου ………. που λήφθηκε με πρωτοβουλία του ανακόπτοντος, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση των καθ’ ων η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ………, την υπ’ αριθμ. ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ……….. και την υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ……….), από την υπ’ αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση των ………. και ………, ενώπιον του συμβολαιογράφου ……….., που λήφθηκε με πρωτοβουλία του ανακόπτοντος, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση των καθ’ ων η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθμ. ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου …….., την υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ………. και την υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου …………) για την αντίκρουση των ισχυρισμών του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, από την υπ’ αριθμ. ………. ένορκη βεβαίωση της ……. και την υπ’ αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του ………. που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη …….. και λήφθηκαν με πρωτοβουλία του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση του ανακόπτοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ………..), από την υπ’ αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση της ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη …………, που λήφθηκε με πρωτοβουλία του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση του ανακόπτοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ………..), από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους με τις προτάσεις τους (άρθρ. 261 και 352 ΚΠολΔ), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν. 4978/2022 η …… απέστειλε στο ανακόπτον, ταχυδρομικώς α) την υπ’ αριθμ. πρωτ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής, το ποσό εκάστης των τριών οφειλών, ήτοι το ποσό των 58.101,48 €, το ποσό των 55.323,25 €, το ποσό των 64.179,24 € και ακολούθως το συνολικό ποσό των 178.143,97 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (3750/22-6-2022), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για έκαστη οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης, β) την υπ’ αριθμ. ……. ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό εκάστης των τριών οφειλών, ήτοι το ποσό των 61.296,63 €, το ποσό των 48.094,11 €, το ποσό των 52.942,07 € και ακολούθως το συνολικό ποσό των 162.332,81 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (…….), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για έκαστη οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης, γ) την υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό εκάστης των τριών οφειλών, ήτοι το ποσό των 50.545,92 €, το ποσό των 63.041,94 €, το ποσό των 47.188,19 € και ακολούθως το συνολικό ποσό των 160.776,05 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (……….), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για έκαστη οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης και δ) την υπ’ αριθμ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως  «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό της οφειλής, ήτοι το ποσό των 63.687,87 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (……), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για την οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης. Με αυτά τα στοιχεία, έκαστη των ατομικών ειδοποιήσεων είχε το αναγκαίο κατά νόμο περιεχόμενο, σύμφωνα δηλαδή με το άρθρο 4 Ν. 4978/2022. Προσέτι, αποδεικνύεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 4978/2022 η ……… απέστειλε στο ανακόπτον τη με Α/Α …… και με αριθμό πρωτοκόλλου …….. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος της οφειλής (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό εκάστης των δέκα οφειλών και του ποσού προσαύξησης για κάθε μία εξ αυτών, και ακολούθως το συνολικό ποσό των 563.191,93 για τις βασικές οφειλές και το συνολικό ποσό των 8.222,59 € για τις προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (……..), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, ο αριθμός που αντιστοιχεί στη ……. (…) και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής των ως άνω ποσών εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από την κοινοποίηση αυτής δύνανται να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ως άνω οφειλών. Πλην όμως, εκτός από τις ως άνω ατομικές ειδοποιήσεις ουδέν άλλο στοιχείο κοινοποιήθηκε ή γνωστοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στο ανακόπτον, το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί ούτε και το πρώτο των καθ’ ων (βλ. και σελ. 15-16 των προτάσεών του). Ως αιτία δε εκάστης των ως άνω οφειλών αναφέρεται η ένδειξη «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ» και «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση. Εξάλλου, μολονότι γίνεται αναφορά στην υπ’ αριθμ. ……… ταμειακή βεβαίωση, καθώς και στη σχετική γραμμή για έκαστη των οφειλών του οικείου χρηματικού καταλόγου, τα έγγραφα αυτά (ταμειακή βεβαίωση και ο υπ’ αριθμ. ….. χρηματικός κατάλογος) ουδέποτε κοινοποιήθηκαν ή γνωστοποιήθηκαν, είτε κατόπιν αίτησης του ανακόπτοντος είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, σε αυτό, χωρίς να αρκεί, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω οικεία νομική σκέψη, ότι το πρώτο των καθ’ ων (ομοίως δε και το δεύτερο των καθ’ ων ως προς το οποίο απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη) προσκομίζει με τις προτάσεις του το σύνολο των εγγράφων που συνιστούν το νόμιμο τίτλο για την είσπραξη της συγκεκριμένη οφειλής, καθόσον τα έγγραφα αυτά έπρεπε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω στη νομική σκέψη, να έχουν γνωστοποιηθεί στο ανακόπτον πριν από την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2019 που αφορά στο ήδη καταργηθέν ΝΔ 356/1974). Το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή, προς απόκρουση του πρώτου λόγου ανακοπής, ισχυρίζεται ότι το ανακόπτον γνώριζε το περιεχόμενο των οφειλών του δεδομένου ότι είχε εμφιλοχωρήσει μεταξύ τους κατά το παρελθόν η υπογραφή ιδιωτικών συμφωνητικών αναγνώρισης χρέους και ρύθμισης καταβολής οφειλομένων. Επί του ισχυρισμού του αυτού, προκύπτει ότι στις 4-06-2018 είχε υπογραφεί μεταξύ του ανακόπτοντος και του πρώτου των καθ’ ων ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους και ρύθμισης καταβολής οφειλομένων, δυνάμει του οποίου το ήδη ανακόπτον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα ότι οφείλει στο ήδη πρώτο των καθ’ ων το συνολικό ποσό των 739.722,43 € για εισφορές αποστραγγιστικών τελών μέχρι τις 31-12-2017 και ακολούθως το Νοέμβριο του 2020 είχε υπογραφεί μεταξύ τους δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου το ανακόπτον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα οτι οφείλει στο πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή το ποσό των 110.230,13 € για οφειλές στραγγιστικών τελών από …… μέχρι …….. Πλην, όμως, τα ποσά αυτά είναι εν τέλει διαφορετικά από αναγραφόμενα στον υπ’ αριθμ. ….. χρηματικό κατάλογο που προσκόμισε το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή με τις προτάσεις του (αριθμός σχετικού 68) και ειδικότερα προκύπτει ότι το ποσό των 58.101,48 € αφορά στον απολογισμό ……. 2010 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 55.323,25 € αφορά στον απολογισμό …. 2011 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 64.719,24 € αφορά στον απολογισμό …….. 2012 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 61.296,63 € αφορά στον απολογισμό…….   2013 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 48.094,11€ αφορά στον απολογισμό ……. 2015 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 52.942,07   €  αφορά στον απολογισμό ….. 2016 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 50.545,92                      €  αφορά στον απολογισμό ……                  2017 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 63.041,94 € αφορά στον απολογισμό …….. 2018 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 47.188,19 € αφορά στον απολογισμό ……. 2019 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων) και το ποσό των 63.687,87 € αφορά στον απολογισμό ………. 2020 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων). Ενόψει αυτών, το ανακόπτον με την επίδοση και μόνο των ως άνω ατομικών ειδοποιήσεων δεν ήταν σε θέση να μπορεί να προσδιορίσει από μόνη την ένδειξη «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ» και «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», την προέλευση των ως άνω οφειλών, και συνακόλουθα να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για έκαστη την οφειλή του (βλ. και ως άνω οικεία νομική σκέψη). Με βάση όλα αυτά, οι παραπάνω ελλείψεις επέφεραν στον ανακόπτοντα αδυναμία ουσιαστικής και δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, αφού ακόμη και με το δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής αμύνεται κατά οφειλών, το ακριβές περιεχόμενο των οποίων εν τέλει αγνοεί, προβαίνοντας μόνο σε υποθέσεις ως προς το ζήτημα αυτό, η οποία αδυναμία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας των προσβαλλόμενων πράξεων. Εξάλλου, χάριν πληρότητας της παρούσας απόφασης, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αρκεί (προκειμένου να μπορεί το ανακόπτον να ενημερωθεί επαρκώς για την οφειλή του και να ασκήσει ακολούθως την τυχόν ανακοπή του) ούτε η δυνατότητά του να αναζητήσει τα απαιτούμενα στοιχεία στον φάκελο που τηρεί η αρμόδια …….. (βλ. και ΕφΠειρ 219/2023 σε οικεία ιστοσελίδα Εφετείου), παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει και το δεύτερο των καθ’ ων, ως προς το οποίο βέβαια έχει ήδη απορριφθεί η κρινομένη ανακοπή. Κατόπιν τούτων, ο πρώτος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και ακολούθως πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν α) η υπ’ αριθμ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών της …… που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, β) η υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών της ….. που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, γ) η υπ’ αριθμ……. ατομική ειδοποίηση χρεών της …….. που αφορά σε ποσό 160.776,05 €, δ) η υπ’ αριθμ. ……. ατομική ειδοποίηση χρεών της ….. που αφορά σε ποσό 63.687,87 € και ε) η με Α/Α ……. και με αριθμό πρωτοκόλλου ………. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της …….……., που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε 571.414,52 €, μετά της εμπεριεχόμενης σε αυτή υπ’ αριθμ. …….. ταμειακής βεβαίωσης, παρελκόμενης της έρευνας των λοιπών λόγων της ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ήτοι τόσο κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη της ανακοπής ως προς το δεύτερο των καθ’ ων η ανακοπή όσο και κατά το μέρος που αφορά στην αποδοχή της ανακοπής ως προς το πρώτο των καθ’ ων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή κατά το μέρος που αφορά στο δεύτερο των καθ’ ων η ανακοπή, καθώς και ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την ανακοπή κατά το μέρος που αφορά στο πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ α) την υπ’ αριθμ. ……..ατομική ειδοποίηση χρεών της ……. που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, β) την υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών της …… που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, γ) την υπ’ αριθμ. ….. ατομική ειδοποίηση χρεών της ……. που αφορά σε ποσό 160.776,05 €, δ) την υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών της …… που αφορά σε ποσό 63.687,87 € και ε) τη με Α/Α …. και με αριθμό πρωτοκόλλου …… ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της ……, που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε 571.414,52 €, μετά της εμπεριεχόμενης σε αυτή υπ’ αριθμ. ……. ταμειακής βεβαίωσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Καρδίτσα στις        …………. και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Καρδίτσα, στις …..

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

          Αοριστία......

          Όλα τα ανωτέρω όμως σημαντικά, όφειλαν να τα ισχυριστούν γιατί αφορούν τις συνθήκες και περιστάσεις του ατυχήματος άμεσα συνδεόμενες, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, με την δυσλειτουργία / βλάβη / σφάλμα / ελάττωμα των αναφερόμενων συστημάτων στην συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και με την επίδρασή τους στην ισχυριζόμενη ζημία, δηλ. αφορούν την αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, αλλά και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας (ΑΠ 1051/2004, ΝΟΜΟΣ).

          Σημειώνεται ότι είναι άλλο ζήτημα το πταίσμα/υπαιτιότητα  που με την γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δεν απαιτείται να επικαλεστεί και αποδείξει ο καταναλωτής/ενάγων και άλλο η αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας, που είναι στοιχεία που αφορούν την παρανομία στο σύστημα της αδικοπρακτικής ευθύνης και των οποίων πρέπει να γίνεται σαφής επίκληση. (βλ. και ΑΠ 1359/2018, ΝΟΜΟΣ: Ο ενάγων δηλαδή καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ. 2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης».βλ. επίσης ΕΦΑθ 2093/2022 και ΕφΑΘ 3834/2020, ΝΟΜΟΣ, όπου και πλήθος νομολογίας για το ίδιο ζήτημα). Εδώ τέτοιοι ισχυρισμοί, δεν υπάρχουν.

          Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 6.1 ν. 2251/1994 που ορίζει ότι «1. Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του» και επικαλούνται οι ενάγοντες, περιλαμβάνει (και οπωσδήποτε προϋποθέτει) όλα τα στοιχεία του «πραγματικού» του κανόνα δικαίου, ήτοι τον παραγωγό, την ευθύνη του, την ζηµία, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζηµίας και του ελαττώµατος («…που οφείλεται…»), το ελάττωµα του προϊόντος, το προϊόν και την προέλευση του προϊόντος από τον παραγωγό («…προϊόντος του…»). (βλ. ΕφΑθ 6704/1996, ΝΟΜΟΣ). Και εφόσον αυτό είναι το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής, αυτά τούτα είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής που έπρεπε να επικαλούνται σαφώς και ορισμένως και συνεπώς η παράλειψη ή η ελλιπής αναφορά τους, οδηγεί σε απόρριψή της αγωγής ως μη νόμιμης ή αόριστης αντίστοιχα (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440,ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239)

          Ενάγομαι (βάση της αγωγής), ως πωλήτρια και όχι ως παραγωγός ή εισαγωγέας-προμηθευτής, με τον ειδικότερο ισχυρισμό, ότι ευθύνομαι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.», μετά δε ταύτα επικαλείται τις διατάξεις του ν. 2251/1994, αλλά και τις κοινές των ΑΚ 914, 932, 281,288, 925 για την «υπαγωγή» του ανωτέρω αγωγικού πραγματικού (tatbestand), το οποίο, όπως ειπώθηκε είναι εντελώς ελλιπές για να έλξει σε εφαρμογή τις αιτούμενες έννομες συνέπειες.

          Γίνεται δεκτό (ενδ. ΑΠ 1420/2022, ΝΟΜΟΣ), ότι ο ανωτέρω νόμος για την προστασία των καταναλωτών, δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Πρόκειται δηλ. στην ουσία, για ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθρο 14 παρ.5 ν.2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση.  

          Αναφορικά λοιπόν με την νομιμότητα της ανωτέρω αγωγικής βάσης που ερείδεται στο ν. 2251/1994, γίνεται δεκτό (ΑΠ ό.α), ότι σύμφωνα με την παρ.4 άρθρου 6 ν.2251/1994, ευθύνεται όπως και ο παραγωγός, όποιος εισάγει το προϊόν για πώληση ή για απλή/χρηματοδοτική μίσθωση ή για διανοµή οιουδήποτε είδους στα πλαίσια της εµπορικής  επαγγελµατικής του δραστηριότητας. Επιπλέον, ο νόµος θεσπίζει και δεύτερο πλάσµα δικαίου στο β` εδ. της ιδίας παραγράφου, δηλ. ευθύνεται ως παραγωγός και κάθε προμηθευτής προϊόντος, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι δεν είναι γνωστή η ταυτότητα του παραγωγού και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν καταστήσει γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν.

           Εδώ είναι φανερό ότι ο νόμος εξισορροπεί τα αντίθετα συμφέροντα, δηλ. του καταναλωτή από τη μία που χρήζει προστασίας μόνο εάν ο παραγωγός είναι άγνωστος ή δεν του έχει γνωστοποιηθεί η ταυτότητά του, οπότε και το βάρος της «προστασίας» του φέρει πλέον ο προμηθευτής. Διότι στην αντίθετη περίπτωση, ο καταναλωτής γνωρίζοντας τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα (αφού βλέπει το σήμα, την ετικέτα, τη φίρμα κλπ), μπορεί να στραφεί εναντίον τους και να έχει πράγματι επαρκή προστασία. Αλλά και   του προμηθευτή, καθόσον, αλλιώς, η ευθύνη του θα ήταν τόσο διευρυμένη που δεν θα ήταν ανεκτό, αφού ο νόμος κατανοεί ότι ο προμηθευτής ενός τυποποιημένου προϊόντος (δηλ. με την «ζελατίνα» από το εργοστάσιο), δεν έχει καµία γνώση, ούτε πρόθεση, άρα ούτε υπαιτιότητα με τη μορφή δόλου, σχετικά µε την ύπαρξη ελαττώµατος στο προϊόν, αλλ` ούτε και με τη μορφή αμέλειας. Διότι αυτή προϋποθέτει αντικειμενικά την παράβαση ενός καθήκοντος επιμέλειας, δηλ. απόκλιση του προμηθευτή από εκείνη τη συμπεριφορά που ένας μέσος συνετός πωλητής στον ίδιο επαγγελματικό κύκλο και τομέα συναλλαγών, ώφειλε να επιδείξει. Εδώ όμως είναι παράλογο και άτοπο να υποθέσει κανείς (και αυτό ακριβώς ρυθμίσει η παρ.4) ότι ο ανωτέρω μέσος κλπ πωλητής καινούργιου τυποποιημένου προϊόντος μαζικής παραγωγής («κούτα» κατά τον όρο των συναλλαγών), βαρύνεται συναλλακτικά με ένα καθήκον ελέγχου και διαπίστωσης των κρυφών ελαττωμάτων του, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για πακεταρισμένα πολλές φορές προϊόντα, που ήδη έχουν ελεγχθεί από το εργοστάσιο και μάλιστα με συγκεκριμένες προδιαγραφές και ειδικά τεχνικά μέσα, και επιπλέον, τόσο πολύπλοκα (τηλέφωνα, αυτοκίνητα, ηλ. συσκευές κλπ) που καταφανώς δεν έχει τις γνώσεις και τα μέσα να ελέγξει. Ό,τι αυτός δεν μπορεί να τηρήσει, δεν επιβάλλεται ως υποχρέωση από το δίκαιο (Γεωργ-Σταθ. υπο 330. 39). Γι` αυτό και εξαιρείται ο προμηθευτής, εάν ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας είναι γνωστοί στον καταναλωτή. [βλ. επίσης υπόθεση Αventis Pasteur SA κατά OB (ΔΕΕ- Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C-358/08, Συλ. 2009, σελίδα Ι-11305.), όπου το ανωτέρω Δικαστήριο (στα πλαίσια της Οδηγίας 15/374 για την εφαρμογή της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985 σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 στις οποίες εναρμονίστηκε η Ελλάδα με το ν. 2251/1994 και ενσωμάτωσε στο άρθρο 6), έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την ευθύνη του προμηθευτή, δεχθέν ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, οσάκις ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος, ο εν λόγω προμηθευτής πρέπει να θεωρείται ως «παραγωγός», στο πλαίσιο ιδίως της εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον δεν έχει γνωστοποιήσει στον ζημιωθέντα, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, πράγμα το οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να ελέγξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.]

          Συνεπώς εν προκειμένω, με την ανωτέρω νομική βάση, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς εμένα, και δέον και αιτούμαι την απόρριψή της, γιατί ακόμα και ως τελική προμηθεύτρια προϊόντος εισαγωγής/πωλήτρια (που το αρνούμαι κατά τα κατωτέρω), ευθύνομαι μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγνωστη η ταυτότητα του πραγματικού παραγωγού ή/και του εισαγωγέα και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν κατέστησα γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν. Σύμφωνα όμως με τα ιστορούμενα στην αγωγή, η ταυτότητα και των ανωτέρω δύο (του κατασκευαστή και του εισαγωγέα) ισχυρίζονται ότι ήταν και είναι γνωστή, αφού υπό την ιδιότητα του κατασκευαστή ενάγεται η 3η και υπο την ιδιότητα του εισαγωγέα ενάγεται η 2η εναγομένη, από την οποία εγώ (1η) προμηθεύομαι αυτοκίνητα. Άλλωστε ρητά ισχυρίζεται ότι απέβλεψε ακριβώς στην γνωστή ταυτότητα και φήμη της γερμανικής κατασκευάστριας εταιρείας.  (ΑΠ 1420/2022, ό,α). Επιπλέον, όπως ομολογείται στην αγωγή, παραδόθηκε στον αγοραστή το εγχειρίδιο χρήσης του οχήματος που αναφέρει τα στοιχεία του κατασκευαστή. Επιπλέον αυτά αναγράφονται στην πινακίδα πληροφοριών του επίδικου οχήματος, η οποία είναι τοποθετημένη σταθερά σε ευκρινές και ευπρόσιτο σημείο στο πλαίσιο της δεξιάς μπροστινής πόρτας αυτού και φέρει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΧ της ανωτέρω Οδηγίας 2007/46/ΕΚ. Μεταξύ των πληροφοριών που φέρει είναι η επωνυμία του κατασκευαστή. Ακριβώς λοιπόν για τα ανωτέρω, δεν ισχυρίζονται ότι ήταν τάχα άγνωστη τη ταυτότητα του παραγωγού και ότι για το λόγο αυτό απευθύνθηκαν σε μένα τάχα και σε εύλογο χρόνο δεν τους ενημέρωσα γι` αυτή. Συνεπώς προβάλλω τον ανωτέρω ισχυρισμό-ένσταση με βάση την ανωτέρω διάταξη και ζητώ με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή.  

          Δεν υπάρχει βάση της αγωγής από ενδοσυμβατική ευθύνη. Δεν ισχυρίζονται δηλ. ότι κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίστατο συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα οφειλόμενο σε πταίσμα του πωλητή, ή έλλειψη συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας και ποιάς, και δεν ασκούνται δικαιώματα εκ των ΑΚ 540 ή/και ΑΚ 543, οπότε και θα επρόκειτο για ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης, σύμφωνα με τα οποία, μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ` αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητάς του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 543 ΑΚ, αν κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ή σε περίπτωση παροχής   ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (γενικές διατάξεις ΑΚ 380-383), ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά ν` απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους.  (η λεγόμενη «περαιτέρω ζημία» που είναι η ζημία που προκαλείται από την ελαττωματικότητα ή τις ελλείψεις του πωληθέντος πράγματος σε άλλα αγαθά του αγοραστή και η οποία για να αποκατασταθεί πρέπει να τελεί σε έμμεσο τουλάχιστον σύνδεσμο με την ελαττωματικότητα του πράγματος και να μην έχει καλυφθεί από την άσκηση κάποιας από τις αξιώσεις της διάταξης του άρθρου 540 του ΑΚ)

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά ήτοι περί έλλειψης κάποιας συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας του οχήματος, ή για συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα κατά τον ανωτέρω χρόνο μετάβασης του κινδύνου, οφειλόμενο δήθεν σε πταίσμα μου (περιστατικά δηλ. δόλου ή αμέλειας των προστηθέντων υπαλλήλων μου), το οποίο μειώνει ουσιωδώς την αξία και την χρησιμότητά του, δεν υπάρχουν στην αγωγή και επιπλέον, δεν ζητείται με αυτή αποζημίωση για μη εκτέλεση τη σύμβασης, ούτε και ασκούνται τα άλλα ανωτέρω δικαιώματα (διαζευτικά ή σωρευτικά) σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.  

          Σε κάθε περίπτωση, και επικουρικά, εάν ήθελε κριθεί ότι προβάλλουν τα ανωτέρω κρίσιμα και αξιώνουν τα αγωγικά ποσά από ενδοσυμβατική ευθύνη, τότε προβάλλω την ένσταση παραγραφής της τυχόν αξιώσεώς τους κατ` ΑΚ 554 (ως ίσχυσε και ισχύει μετά το ν. 4967/2022), καθόσον από την ισχυριζόμενη σύμβαση πώλησης την 19-11-2012, παρήλθε διετία μέχρι την άσκηση της αγωγής (επίδοση αυτής 13-10-2022) και ζητώ να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή

          Εκτός όμως από την ανωτέρω ενδοσυμβατική ευθύνη του πωλητή, αν ο εναγόμενος - πωλητής αποκρύψει δολίως από τον ενάγοντα - αγοραστή ότι το πράγμα είχε κατά την παράδοση του πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, η συμπεριφορά αυτή  συνιστά αδικοπραξία και δη αστική απάτη (ΑΚ 147,149).

          Βέβαια, η υπαίτια ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη του, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση σε βάρος του από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαίτια (ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1145/03 ΔΕΕ 2004.1179, ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41.758). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε παράλληλα (επιβοηθητικά) και στις δύο, οπότε η ικανοποίηση της μίας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός εάν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης κατ` 932ΑΚ, οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 555/1999, ΕφΑΘ 520/02, ΕλλΔνη 43.1496 ΕΠειρ 198/98, ΕλλΔνη 39.932- για την έννοια της συρροής αξιώσεων βλ. Μπαλή, Γεν. Αρχαί, §139). Η ευθύνη δηλ. εξ` αδικοπραξίας θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973, ΑΠ 1381/13 κατωτέρω)

          Ειδικότερα, γίνεται δεκτό (βλ. ενδ. ΑΠ 1381/2013 όπου και άλλες παραπομπές), όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητος του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (βλ. και ΑΠ 1190/2007, ΑΠ 25/1998).

          Συνεπώς συντρέχει περίπτωση παράνομης πράξης και εντεύθεν αξίωση αποζημίωσης του αγοραστή με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, σύμφωνα με τις παραβιασθείσες τότε διατάξεις των άρθρων 386ΠΚ και 914ΑΚ, όταν ο πωλητής με πρόθεση, παράγει-δημιουργεί, διατηρεί ή ενισχύει την πλάνη του αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένων συμφωνημένων ιδιοτήτων του πράγματος και την ανυπαρξία ελαττωμάτων του, με την εν γνώσει του ψεύδους και της αναληθείας παράσταση (αυτών των) ψευδών γεγονότων ως αληθών και την ταυτόχρονη απόκρυψη των αληθών που καλώς γνωρίζει, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο ακριβώς στην είσπραξη υψηλοτέρου τιμήματος απο την πώληση, εν συγκρίσει με αυτό που θα αποκόμιζε με βάση την πραγματική του αξία, αν γνωστοποιούσε και δήλωνε την ανυπαρξία-έλλειψη των ιδιοτήτων, προσόντων και πλεονεκτημάτων του πράγματος (που παριστά εν γνώσει ως υπάρχοντα) και την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων του (που παριστά εν γνώσει ως ελλείποντα), επι βλάβη φυσικά της περιουσίας του αγοραστή που έτσι το καταβάλει (το υψηλότερο τίμημα και όχι αυτό που αντιστοιχεί στην πραγματική του αξία χωρίς τις ιδιότητες και με τα ελαττώματα) «τοις κείνων ρήμασιν πειθόμενος».

          Τέτοια βάση αγωγής, επίσης δεν υπάρχει. Τα ιστορούμενα στην αγωγή δεν είναι ικανά, στην προκειμένη περίπτωση, να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη μου, συνιστάμενη σε απάτη, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής πρόσθετων πραγματικών στοιχείων, τα οποία, μαζί με συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και συγκεκριμένα της απάτης και ειδικότερα δεν εκτίθεται υπαίτια συμπεριφορά μου, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μετέβη στον αγοραστή, με την οποία (συμπεριφορά) εγώ με πρόθεση επιδίωξα να παράγω, ενισχύσω ή διατηρήσω πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένου ελαττώματος του πράγματος, το οποίο μάλιστα καλώς γνώριζα δήθεν, ούτε με ποιο τρόπο, δια των προστηθέντων υπαλλήλων μου, εξαπάτησα τον αγοραστή, είτε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετάβασης του κινδύνου, είτε και σε μεταγενέστερα της συντελεσθείσης πωλήσεως. Άλλωστε ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο, γεγονός που από μόνο του, καταλύει κάθε σκέψη για «απάτη» (βλ. ΑΠ 1420/2022).  

          Επίσης, δεν υπάρχει αγωγικός ισχυρισμός, ότι επειδή τάχα δεν τον πληροφόρησα ή τον πληροφόρησα ελλιπώς ή εσφαλμένα (οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι προστηθέντες υπάλληλοί μου;), για τον σωστό χειρισμό ασφαλούς ακινητοποίησης/διακοπής πορείας ή και εκκίνησης του οχήματος σε επικλινείς επιφάνειες, δηλ. για την ορθή χρήση των συστημάτων, ως όφειλα, είτε στα πλαίσια της υποχρέωσης ενημέρωσης και πρόνοιας ως πωλητής (παρεπόμενες υποχρεώσεις της σύμβασης), είτε και χωρίς την συμβατική σχέση, με βάση την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικέ αντιλήψεις (ΑΚ 200,281,288), δεν προέβη τάχα στον ορθό και κατάλληλο χειρισμό προς ασφαλή ακινητοποίηση προ της εξόδου του από το όχημα, αλλά σε έναν άλλο λανθασμένο και εξ αυτού του λόγου προκλήθηκε τάχα αιτιακά η ζημία.

          Στην περίπτωση  ελαττωμάτων σχετικών με την παροχή οδηγιών χρήσης ή με την επισήμανση των κινδύνων από τη χρήση του προϊόντος όπως, και του φύλλου με τις οδηγίες χρήσης, ο ζημιωθείς ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη μη τήρηση της υποχρέωσης παροχής των κατάλληλων οδηγιών χρήσης, από την οποία προκύπτει και η ελαττωματικότητα του προϊόντος. Και αυτό διότι είναι ευχερές για τον ζημιωθέντα να εντοπίσει την παντελή έλλειψη ή παροχή εσφαλμένων ή ανεπαρκών οδηγιών χρήσης του προϊόντος, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το βλαπτικό αποτέλεσμα. (βλ. ΑΠ 1305/2018, ΕφΑθ 2093/2022, ΝΟΜΟΣ, I. Καράκωστα, Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, έκδ. 1995,ό.π., σελ. 39 επ.). Τέτοια βάση αγωγής (ελαττώματα σχετικά με την παροχή οδηγιών χρήσης), δεν υπάρχει.  Αντιθέτως ομολογείται στην αγωγή ότι τον ενημέρωσα (και τον αγοραστή και την 1η ενάγουσα), με διαφημιστικά φυλλάδια για το τι είναι και πώς λειτουργεί το σύστημα ακινητοποίησης και άλλωστε πέραν του ότι εκτενώς αναφέρονται στην υπ` εμού πληροφόρηση περί του τρόπου λειτουργίας και του ενός και του άλλου συστήματος (σελ. 3), επιπλέον ομολογείται ότι παραδόθηκαν και οι οδηγίες χρήσεως εντύπως (εγχειρίδιο-manual) .  

          Και ναι μεν η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι δυνατόν όμως μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (Ολ ΑΠ 969/1973).Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που μαζί με τη συμβατική παράβαση συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό κατά το άρθρο 914 ΑΚ για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε πρόκειται για σώρευση αξιώσεων, για παράβαση της σύμβασης και από αδικοπραξία, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, όχι όμως να ικανοποιηθούν και οι δύο, γιατί η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη χωρίς αντικείμενο. Έτσι, σε περίπτωση πώλησης, εφόσον συντρέχουν, κατά τα ως άνω, πρόσθετα στοιχεία, μπορεί να ασκηθεί μόνο η από αδικοπρακτική ευθύνη αξίωση, δεδομένου ότι αυτή έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία, έναντι της συμβατικής, χωρίς να έχει ως προϋπόθεση τη σύμβαση. Με τα δεδομένα αυτά, η εφαρμογή των διατάξεων για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται όταν το ελαττωματικό κλπ πράγμα προκάλεσε ζημία σε άλλα πράγματα και προστατευόμενα έννομα αγαθά (υλικά ή ηθικά) του αγοραστή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι για να γεννηθεί από αδικοπραξία ευθύνη προς αποζημίωση απαιτείται : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) ζημία και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας. Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, η ανθρώπινη συμπεριφορά που αποτελεί το βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία όμως για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Βάσει αυτής, αλλά και από το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του παραγωγού-εισαγωγέα, καθώς και του πωλητή αυτοκινήτων, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους προκλήσεως βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται ο έλεγχος της ελαττωματικότητας αυτών και η υποχρέωση πληροφορήσεως των χρηστών. Η υπαίτια δε παράλειψη των υποχρεώσεων αυτών γεννά, εφόσον επήλθε ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτήν, υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ` άρθρο 932 ΑΚ (ΑΠ 1420/2022, ΑΠ 983/2019,ΝΟΜΟΣ).

          Ωστόσο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, οι ενάγοντες δεν θεμελίωσαν την αδικοπρακτική βάση της αγωγής τους, ως προς εμένα την πωλήτρια, στην παράβαση της καλής πίστης, με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών. Δεν ισχυρίζονται δηλ. πραγματικά περιστατικά του περιεχομένου της αντικειμενικής καλής πίστης (Γεωργ-Σταθ. υπο 200.17) ή και των συναλλακτικών ηθών ως ειθισμένων τρόπων ενέργειας, που επικρατούσαν στον τόπο και χρόνο που εξεδηλώθη τάχα η ανωτέρω παράλειψη (2012 ή και μεταγενέστερα) και επέβαλλαν σε εμένα ως πωλήτρια (και σε ποιο φυσικό πρόσωπο εκπρόσωπο ή προστηθέντα μου), μέλος ενός δικτύου εμπόρων καινούργιων και όχι μεταχειρισμένων οχημάτων που επιπλέον, δεν μετέχει στην διαδικασία κατασκευής τους σε οποιοδήποτε στάδιο, την υποχρέωση να επιχειρήσει ή να παραλείψει συγκεκριμένες πράξεις και δη συγκεκριμένα τις ανωτέρω του έλεγχου της ελαττωματικότητας και συναφώς της υποχρέωσης πληροφορήσεως των χρηστών περί αυτής, αλλ` ούτε και πραγματικά περιστατικά υπαίτιας παράλειψης των ανωτέρω υποχρεώσεων (ακόμα και εάν τις ειχα), δηλ. είτε πρόθεσης, είτε αμέλειας στο πρόσωπο των προστηθέντων υπαλλήλων μου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, δηλ. κυρίως ότι οι προστηθέντες μου γνώριζαν το ελάττωμα και με ποιο τρόπο ή ότι ώφειλαν να το γνωρίζουν, και επιπλέον ότι διέθετα και τα τεχνικά μέσα για τον έλεγχο της ελαττωματικότητάς του, αν και πρόκειται για τυποποιημένο προϊόν κατασκευασμένο από άλλον και μάλιστα τόσο πολύπλοκο, που κατά τα κρατούντα στις συναλλαγές, μόνο το εργοστάσιο μπορεί να ελέγξει και να έχει τη σχετική γνώση και όχι ο πωλητής του δικτύου.

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά, δηλ. στην ουσία ότι υφίσταντο κανόνες αντικειμενικής καλής πίστης και κρατουσών αντιλήψεων κατά τον επίδικο χρόνο, που επέβαλλαν σε εμένα με την ανωτέρω ιδιότητά μου ως πωλήτρια καινούργιου οχήματος, αλλά και σε κάθε έναν πωλητή στην θέση μου, ειδικά την υποχρέωση ελέγχου της ελαττωματικότητας του και συναφώς της σχετικής μετά ταύτα πληροφόρησης, όχι μόνο δεν υπάρχουν στην αγωγή, αλλά ελλείπει και ο βασικός ισχυρισμός, ότι είχα την αντικειμενική δυνατότητα προς τούτο, με την ιδιότητα του πωλητή και όχι του παραγωγού-κατασκευαστή. Διότι άνευ ταύτης, ακόμα και εάν υπήρχε υποχρέωση να ενεργήσω προς τον έλεγχο της ελαττωματικότητας (που αρνούμαι και αποκρούω, βλ. και κατωτέρω), δεν μπορούμε να μιλάμε για παράλειψη ως νομικά κρίσιμο μέγεθος παρανόμου πράξης, δηλ. για παράνομη παράλειψη (και όχι γενικά για παράλειψη), γιατί τέτοια δεν μπορεί να υπάρχει όταν δεν υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα προς ενέργεια (π.χ διότι απλά, το εργοστάσιο δεν χορηγεί τα ειδικά τεχνικά μέσα σε κάθε πωλητή).

          Άλλωστε ακόμα και ο ισχυρισμός ότι «αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειας», προϋποθέτει αναγκαία όχι μόνο την υποχρέωση, αλλά πρωτίστως την δυνατότητα προς τούτο, καθόσον διαφορετικά δεν νοείται αποτυχία για κάτι που αντικειμενικά δεν μπορείς να ενεργήσεις, οπότε και έπρεπε τωόντι να διαλάβει τέτοια περιστατικά, όπως ότι το εργοστάσιο ή ο εισαγωγέας, μου είχαν χορηγήσει τα ειδικά τεχνικά μέσα για τον έλεγχο των συγκεκριμένων συστημάτων και επιπλέον ότι οι προστηθέντες μου είχαν αυτή την τεχνογνωσία χειρισμού τους κλπ. και παρά ταύτα, παρά δηλ. την δυνατότητα αυτή, παρέλειψα τον έλεγχο διαπίστωσης του συγκεκριμένου (άδηλου και μηδέποτε αναφερόμενου) ελαττώματος (=παρανομία) και μάλιστα υπαίτια, δηλ. είτε με δόλο, είτε με αμέλεια, τα περιστατικά των οποίων, επίσης έπρεπε να αναφέρουν για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής. Τόσο μάλλον ήταν αναγκαία η σαφής και ορισμένη αναφορά των παραπάνω περιστατικών, καθόσον η παράλειψη μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση για αποζημίωση,  μόνο εάν ο παραλείψας όφειλε να προβεί στην ορισμένη ενδεδειγμένη και επιβεβλημένη ενέργεια (όχι γενικά σε κάποια ενέργεια) προς αποτροπή του αποτελέσματος, που πηγάζει από την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, όχι μόνο έναντι ορισμένου προσώπου, αλλά και έναντι της ολότητας (Γεωργ-Σταθ. υπο 914.9. βλ. και ΕφΑθ 2093/2022: «θέτει σε κίνδυνο αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών»), δηλ. όταν υπάρχει ιδιαίτερη (και όχι γενική) νομική υποχρέωση προφύλαξης και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ενδ. ΑΠ 59/2019, Ν. Λεοντής, Ερμ.ΑΚ, τ.Ι, υπο 914,9), οι οποίες (κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις), όπως ειπώθηκε και για την καλή πίστη ανωτέρω, δεν αναφέρεται στην αγωγή ποιες είναι σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για έναν πωλητή τέτοιων οχημάτων, και κατά τα ανωτέρω, και για κάθε τέτοιον πωλητή στην θέση μου της ιδίας εταιρείας.

          Άλλωστε, όπως ειπώθηκε, ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο για το οποίο δεν υπάρχει κανείς ειδικός ισχυρισμός ότι παρέβην και πώς τις ανωτέρω υποχρεώσεις μου «αποκρύπτοντας την ύπαρξη ελαττώματος άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσω την ύπαρξη αυτού από βαρεία αμέλεια» στο συγκεκριμένο όχημα και όχι σε κάποιο άλλο «όμοιο». Αλλ` ούτε και αναφέρονται περιστατικά ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης μου αποτροπής του αποτελέσματος από την, με δικές μου ενέργειες τάχα, πρόκληση μίας επικίνδυνης κατάστασης και ποιάς συγκεκριμένα, από την οποία δήθεν ήταν δυνατό να προκύψει η ζημία που όντως επήλθε και παρέλειψα υπαίτια να λάβω τάχα τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής της, αφού δεν υπάρχει καν ισχυρισμός ότι μετείχα στην διαδικασία κατασκευής του τάχα, ή ότι εκ της δραστηριότητας μου (πώλησης) μπορούσα αντικειμενικά να επηρεάσω τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του οχήματος και δή τα συγκεκριμένα συστήματα ακινητοποίησης ή/και εκκίνησης (και όχι γενικά). Επιπλέον, για την θεμελίωση της ανωτέρω ευθύνης μου από «παράλειψη», απουσιάζει και κάθε ισχυρισμός πραγματικών περιστατικών (τόπος, χρόνος, περιστάσεις), περί παράλειψης τάχα πληροφόρησης περί της ελαττωματικότητας δήθεν του συγκεκριμένου οχήματος (και όχι κάποιου άλλου όμοιου) και άρα περιστατικά παράβασης κάποιας γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και προστασίας των άλλων και των αγαθών τους, καθόσον κάποια τέτοια δεν εξετάζεται αφηρημένα και γενικά, αλλά πάντα σε σχέση με την συγκεκριμένη υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας που αφορά την πληροφόρηση για το συγκεκριμένο όχημα.

          Συνεπώς, δεν διαλαμβάνονται περιστατικά στην ιστορική βάση της αγωγής τους, για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης μου, λόγω   παράβασης δήθεν της καλής πίστης, πλέον του ότι, όπως φυσικά είναι γνωστό,  τα ν.π δεν εγκληματούν. Τα φυσικά πρόσωπα εγκληματούν (ΠΚ 14). Από υπαίτια και παράνομη πράξη τρίτου ή ακόμα και μέλους του, που δεν συνιστά δικαιοπραξία, το ν.π δεν ευθύνεται προς αποζημίωση, γιατί δεν υπάρχει αντιπροσώπευση στο έγκλημα. Ευθύνεται όμως προς αποζημίωση όταν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου που (επιπλέον) έχει την εξουσία εκπροσώπησής του και ασκεί διοίκηση και πάντα με την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα υπο την τοιαύτη ιδιότητά του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Δηλ. η ευθύνη προς αποζημίωση του υπαιτίου φυσικού προσώπου, μεταβαίνει στο ν. π μόνο με τις προϋποθέσεις της ΑΚ 71. Για λοιπά μη καταστατικά όργανα το ν.π ευθύνεται με τις ΑΚ 334,922 κλπ. Τα ανωτέρω είναι στοιχειώδη.

          Η προκείμενη αγωγή λοιπόν είναι νόμω αβάσιμη, άλλως αόριστη αφού στην ιστορική βάση της πουθενά δεν ισχυρίζονται, ποιο είναι το φυσικό πρόσωπο που αδικοπράκτησε, που επέδειξε δηλ. παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, αλλ` ούτε και την νομική ή πραγματική  σχέση του φυσικού προσώπου με μένα (ΑΕ) και σε ποιον  ακριβώς κρίσιμο χρόνο υπήρχε αυτή, έτσι ώστε και αληθής υποτιθέμενη αυτή η σχέση, να έλκει σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες της ΑΚ 71, δηλ. την ευθύνη μου για αποζημίωση για παράνομη και υπαίτια πράξη φυσικού προσώπου που είτε είναι όργανό μου, είτε έχει σχέση πρόστησης με εμένα.

          Πράγματι στην αγωγή δεν ισχυρίζονται κανένα πραγματικό περιστατικό που να πληροί τα στοιχεία του πραγματικού της ανωτέρω διάταξης της ΑΚ 71, ή άλλων όπως ΑΚ 334, ή 922 κλπ, έτσι ώστε κατά νόμω, εφόσον αποδειχθούν και βάσιμα, να είναι δυνατή η μετάθεση της ευθύνης αποζημίωσης σε μένα από πράξη παράνομη και δόλια ή αμελή φυσικού προσώπου που με εκπροσωπεί (και όχι κάποιου τυχαίου).  

          Με απλά λόγια για να ήταν νόμιμη η αγωγή της ώφειλε να ισχυριστεί ότι φυσικό πρόσωπο του κατά νόμω βουλητικού μου οργάνου, π.χ του ΔΣ, προέβη στη παράνομη και υπαίτια πράξη (σε συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένο τρόπο) στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων και δια τούτο ευθύνομαι εις ολόκληρον με το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, για την αποζημίωση του ζημιωθέντος, ήτοι  εγώ με την ΑΚ 71 και το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο με ΑΚ 914 σε συνδυασμό με 374ΠΚ, ή να επικαλεστεί, εφόσον επρόκειτο για προστηθέντα μου κλπ,  τις προϋποθέσεις της ΑΚ 922 και 334 για την ευθύνη μου ως προστήσαντος από αδικοπραξία 914ΑΚ του προστηθέντος. Τίποτα απ` αυτά δεν ισχυρίζεται.

          Διαφορετικά, εφόσον δεν επρόκειτο για μέλος του ΔΣ μου που ενεργούσε στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων κλπ, ή για προστηθέντα κλπ, αλλά για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, έπρεπε να στρέψει την αγωγή αποζημίωση εναντίον του.  

        Ωστόσο, ακόμα και εάν ήθελε κριθεί ότι περιλαμβάνονται όλα τα κρίσιμα ανωτέρω, στον αγωγικό  ισχυρισμό ότι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.» και άρα ότι δήθεν σ` αυτόν περιλαμβάνεται και ο «υφέρπων», αλλά μηδέποτε προταθείς συγκεκριμένα, ορισμένα και σαφώς, ισχυρισμός, ότι το ελάττωμα του εξαρτήματος κατέστησε το προϊόν μη ασφαλές και άρα ότι είτε από δόλο, είτε από αμέλεια διατέθηκε στην αγορά και ότι εξ αυτού επήλθε αιτιακά η ζημία, αφού αυτός είναι ο σκοπός προστασίας του ανωτέρω νόμου, καθόσον θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή, λεκτέα τα εξής:

          Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ευθύνη του παραγωγού επειδή ακριβώς κατά παράβαση των ΑΚ 281,288 έθεσε σε κυκλοφορία μη ασφαλές τελικά προϊόν. Διότι είναι αυτονόητο ότι αυτός μόνο (το εργοστάσιο), επειδή ακριβώς έχει τα κατάλληλα και πολύπλοκα τεχνικά μέσα ελέγχου και γνωρίζει την διαδικασία παραγωγής που εφαρμόζει, δηλ. κατέχει όλη την τεχνογνωσία κατασκευής και παραγωγής του, αυτός και μόνο μπορεί να προβεί σε έλεγχο της ελαττωματικότητας και συναφώς της σχετικής πληροφόρησης. Άλλωστε είναι γνωστό ως εμπειρία και γνώση ζωής διαχρονικά, μέσα από σχετικά τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ, παρουσιάσεις στο διαδίκτυο, από περιοδικά αυτ/των κλπ, ότι τα εργοστάσια κατασκευής οχημάτων, πολλώ δε μάλλον διεθνείς και αναγνωρισμένες εταιρείες κατασκευής, προβαίνουν σε εξαντλητικές δοκιμές των συστημάτων που εφαρμόζουν κάθε φορά και σε κάθε μοντέλο, και σε εξονυχιστικό έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής τους, πριν περάσουν αυτά τελικά στην μαζική παραγωγή. Γι` αυτό και είναι επίσης γνωστό, ότι ακόμα και όταν ανακαλυφθεί κάποιο ελάττωμα έστω και εκ των υστέρων (έλεγχος ελαττωματικότητας), όχι μόνο διορθώνεται αυτό από το εργοστάσιο, αλλά γίνεται από το ίδιο, ανάκληση των συγκεκριμένων μοντέλων και ειδοποιούνται οι ιδιοκτήτες τους (πληροφόρηση) προς αντικατάσταση ή επισκευή κλπ του ελαττωματικού εξαρτήματος. Δηλ. είναι γενική γνώση ζωής ότι δυνατότητα ελέγχου της ελαττωματικότητας σε τέτοια πολύπλοκα τεχνολογικά προϊόντα, με χιλιάδες εξαρτήματα που αλληλεπιδρούν και που δια τούτα, απαιτούν  εξειδικευμένες γνώσεις και ειδικό τεχνικό εξοπλισμό, έχει μόνο το εργοστάσιο κατασκευής και όχι ο τελικός πωλητής που το αγοράζει με σκοπό μεταπώλησης στον καταναλωτή.  (βλ. περιπτώσεις παράλειψης εταιρείας που παράγει μπύρα, να πλύνει καλά, κατά το στάδιο της εμφιάλωσης, μπουκάλι που περιείχε καυστικό νάτριο, παράλειψη κατασκευαστή τυποποιημένων προϊόντων να ελέγξει αυτά πριν τα διοχετεύσει στην κατανάλωση, σε Γεωργ-Σταθ. υπο 914.29) 

          Για τον πωλητή όμως, ο οποίος δεν μετέχει στην διαδικασία παραγωγής και κατασκευής του, ούτε και εν μέρει, δηλ. κάποιου συστατικού του εξαρτήματος, αλλ` ούτε και από την δραστηριότητά του (πώληση) μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος (7.1 εδ.α` ν. 2251/1994 σε συνδυασμό με άρθρο 2 στ.3 ΚΥΑ Ζ3-2810/2004), γεγονότα άλλωστε, που δεν ισχυρίζονται ούτε εν σπέρματι στην  αγωγή, τα πράγματα διαφέρουν:

          Το παράνομο (της ΑΚ 914) εκ της παράβασης των ανωτέρω συναλλακτικών υποχρεώσεων καλής πίστης μπορεί να θεμελιωθεί, μόνο με δύο μορφές, ήτοι....

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ...

(Δια του κ. προέδρου για να καταχωρηθούν στα πρακτικά μετά από προφορική ανάπτυξη.141ΚΠΔ)

ΕΝΣΤΑΣΗ  ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΟΣ

...

 

Καρδίτσα 13-3-2023

          Ζητούμε την ακύρωση του από .. κλητηρίου θεσπίσματος του κ. Εισαγγελέα Πλη/κών ....γιατί δεν περιέχει τα ακριβή στοιχεία των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαστε (ΚΠΔ 321, 6ΕΣΔΑ) και συγκεκριμένα:      

          Ενώ το κατηγορητήριο διαλαμβάνει:

-ότι ο 1ος κατηγορούμενος κατέθεσε  με την ...ένορκη βεβαίωση τα υπο στοιχ. 1α ψεύδη ενώ η αλήθεια ήταν ο τέταρτος των κατηγορουμένων μετέφερε με το φορτηγό αυτοκίνητο που είχε αγοράσει από τον εγκαλούντα όλη τη συμφωνηθείσα ποσότητα ξυλείας, προς εκτέλεση του από .... ιδιωτικού συμφωνητικού

-ότι ο 2ος κατηγορούμενος κατέθεσε με την .... ένορκη βεβαίωση τα υπο στοιχ. 2α ψεύδη ενώ η αλήθεια ήταν ότι παρά την ως άνω βλάβη, ο τέταρτος των κατηγορουμένων μετέφερε μ όλη τη συμφωνηθείσα ποσότητα ξυλείας, προς εκτέλεση του από .... ιδιωτικού συμφωνητικού

-ότι η 3η κατηγορούμενη υπέγραψε το από ... ιδιωτικό συμφωνητικό με το υπο στοιχ. 3 περιεχόμενο, δηλ. για πώληση ξυλείας στον 1ο από εμάς αντί ....€ παραδοτέα την ... και με όρο ότι εάν δεν τα παραλάμβανα μέχρι ... θα έχανα την προκαταβολή των ...€, πλην όμως αυτό ήταν εικονικό

-ότι, συνεπώς, ο 1ος από εμάς που προσκόμισα όλα τα ανωτέρω έγγραφα στο ΜΠρ... κατά τη συζήτηση της ... αγωγής μου κατά του μηνυτή, ζητώντας να μου καταβάλει το ποσό των ...€, τέλεσα το αδίκημα της απάτης γιατί «ανέπτυξε προφορικά τους ψευδείς ισχυρισμούς που διέλαβε στο περιεχόμενο του ως άνω δικογράφου αφετέρου δε ενίσχυσε αυτούς με την επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα προσκόμισε και επικαλέστηκε τα ως άνω αναφερόμενα έγγραφα…παραπλανώντας τον αρμόδιο δικαστή και πείθοντας αυτόν ότι πράγματι είχαν λάβει χώρα τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα και ενώ η αλήθεια είναι αυτή που αναφέρεται στα υπο στοιχ. 1α, 1β, και 3 διαλαμβανόμενα με αποτέλεσμα να εκδοθεί η με αρ. .... απόφαση δυνάμει της οπίας ο εγκαλών υποχρεώθηκε να καταβάλει στον τέταρτο κατηγορούμενο το ποσό των .... αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος…», αλλά και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση των ανωτέρω και σε άμεση συνέργεια σε απάτη, οι δε ανωτέρω μάρτυρες τέλεσαν το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης και της αμέσου συνέργειας σε απάτη,

          ωστόσο το κλητήριο δεν διαλαμβάνει ποιοι είναι οι, εν γνώσει ψευδείς αγωγικοί μου ισχυρισμοί στην ανωτέρω αγωγή, τους οποίους, κατά το κλητήριο, ανέπτυξα τάχα προφορικά και ενίσχυσα με την επίκληση των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, δηλ. τον εν γνώσει ισχυρισμό-παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, ήτοι την εγκληματική μου συμπεριφορά κατά την ΑΚ 386. Διότι για την απάτη το δικαστήριο, δεν αρκεί η προσκομιδή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων (ακόμα και εάν υποτεθούν τα ανωτέρω ψευδή). Απαιτείται προηγουμένως ως πράξη εξαπάτησης, οποιοσδήποτε εν γνώσει του ψεύδους αγωγικός ισχυρισμός σχετικά με ένα γεγονός και μάλιστα ικανός να παραπλανήσει τον κ. δικαστή να προβεί στην περιουσιακή διάθεση, του οποίου εν συνεχεία επιχειρείται η απόδειξή του με ψευδή αποδεικτικά μέσα και εάν μεν πείστηκε ο δικαστής υπάρχει τετελεσμένη απάτη, εάν όχι απόπειρα.

          Εάν ελλείπει από το κατηγορητήριο η εν γνώσει του ψεύδους προβολή συγκεκριμένου αγωγικού ισχυρισμού εκ του οποίου πλανώμενος ο δικαστής προέβη σε διάθεση με την έκδοση απόφασης και επιπλέον υποστηρίχθηκε αυτός με ψευδή αποδεικτικά μέσα, αυτό είναι παντελώς άκυρο αφού δεν περιγράφει την πράξη εξαπάτησης.   Σημειώνεται ότι η παράσταση κατά την ΠΚ 386, ως πράξη εξαπάτησης, μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση, ισχυρισμό κλπ σχετικά με ένα γεγονός η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι με έγγραφο, ή προφορικά ή και με συναγόμενη συμπεριφορά, αρκεί όμως να είναι ικανή να παραπλανήσει αυτόν προς τον οποίο γίνεται δηλ. ικανή να παραπλανήσει τον παθόντα (εδώ τον κ. δικαστή) να προβεί στην περιουσιακή διάθεση (Πάγια θεωρία και Νομολογία, ενδ. Α. Χαραλαμπάκης, Ο Ν. ΠΚ, 2021, υπο 386. 15, σελ. 3061, 28 όπου και πλήθος νομολογίας

          Συνεπεία της ανωτέρω έλλειψης (μη ακριβής καθορισμός της πράξης ΚΠΔ 321) δεν μπορεί να ελεγχθεί

α) ποια είναι η απατηλή συμπεριφορά, δηλ.  ο αγωγικός ισχυρισμός του διαδίκου εξ αιτίας του οποίου, παραπλανήθηκε ο δικαστής,

β) ότι αυτός (ο υπαρκτός και με συγκεκριμένο περιεχόμενο και ικανός να παραπλανήσει και όχι κάποιος άλλος) υποστηρίχθηκε από τα ψευδή μέσα του κατηγορητηρίου (ψευδείς καταθέσεις και εικονικά έγγραφα) και

γ) ότι η διάθεση των .....€ στην οποία προέβη ο κ. δικαστής με την απόφαση, οφείλεται αιτιακά στην ανωτέρω παραπλάνηση που επιτεύχθηκε με την απατηλή συμπεριφορά, δηλ. την προβολή του συγκεκριμένου εν γνώσει του ψεύδους και αποδειχθέντος με ψευδή στοιχεία, αγωγικού ισχυρισμού. Δηλ. δεν αναφέρει ποιος είναι ο ψευδής εν γνώσει αγωγικός ισχυρισμός, δηλ. η πράξη εξαπάτησης, που κατέτεινε στην επιδίκαση του ανωτέρω ποσού και αποδείχθηκε με ψευδή  αποδεικτικά μέσα, εξ αιτίας της οποίας πλανήθηκε ο κ. δικαστής και διέθεσε περιουσία του αντιδίκου. (ΟλΑΠ 1/2020)

          Πράγματι κατά πάγια νομολογία, για το αδίκημα της απάτης στο δικαστήριο, γίνεται δεκτό (ενδ ΑΠ 568/2020) ότι «Λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του παραπλανώμενου και του βλαπτόμενου προσώπου, απάτη μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή, ο οποίος δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν ο υπαίτιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σ` άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, προβαίνει εν γνώσει του σε ψευδείς ισχυρισμούς, οι οποίοι υποστηρίζονται με την προσαγωγή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων, παραπλανώντας έτσι το δικαστή σε έκδοση ευνοϊκής για τα συμφέροντά του οριστικής απόφασης προς βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του. Η επίκληση και η προσκόμιση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης ενώπιον δικαστηρίου ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσης αυτού, εφόσον μόνη η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού με αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα ή μέσο, χωρίς την προσκόμιση με επίκληση προς απόδειξη αυτού (ισχυρισμού) εν γνώσει πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων και εν γένει αποδεικτικών στοιχείων (όπως είναι και οι ψευδείς καταθέσεις των μαρτύρων), δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή τέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, θεωρείται δε, τετελεσμένη η απάτη ενώπιον δικαστηρίου, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την επίκληση και προσκόμιση, για την ουσιαστική βασιμότητά τους, αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση και γίνονται δεκτά τα προβαλλόμενα και συνιστώντα το περιεχόμενο του ισχυρισμού του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του, αφού το δικαστήριο πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών με τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία….»  

          Η ίδια ανωτέρω απόφαση αναίρεσε για τον ίδιο λόγο που και εδώ προβάλλεται ήτοι διότι «δεν διαλαμβάνονται στις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης οι αναληθείς ισχυρισμοί, οι οποίοι υποβλήθηκαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά την εκδίκαση της δεύτερης από τις ως άνω αγωγές …. Ενόψει των ανωτέρω, ως προς την πράξη της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου, για την οποία καταδικάστηκε ο δεύτερος αναιρεσείων, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στερείται νόμιμης βάσης, καθόσον, εξαιτίας της ως άνω ανεπάρκειας του σκεπτικού της και έλλειψης του πορίσματός της, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής, επί του προκειμένου, των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 386 παρ. 1 και 42 του ΠΚ, οι οποίες, έτσι, παραβιάσθηκαν εκ πλαγίου

          Επίσης είναι άκυρο για τον ίδιο λόγο και όσον αφορά την πράξη της ψευδούς κατάθεσης των μαρτύρων. Γιατί ελλείψει της αναφοράς του εν γνώσει του ψευδούς αγωγικού ισχυρισμού για γεγονός, δεν μπορεί να ελεγχθεί πώς τα ανωτέρω ψευδή τάχα κατατεθέντα, έχουν σχέση με την κρινόμενη υπόθεση, ήτοι τα  αποδεικτέα θέματα της αγωγής, αφού τα τελευταία εξαρτώνται από τον αγωγικό ισχυρισμό και ως εκ τούτου εάν ήταν λυσιτελή προς απόδειξη του θέματος της αγωγής.

          Η ΑΠ 762/2019,ΝΟΜΟΣ, αναίρεσε για τον ίδιο λόγο που και εδώ προβάλλεται, ήτοι διότι « Όσον αφορά, όμως, την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, .. δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη .. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, .. Ειδικότερα ουδόλως διευκρινίζεται, πώς η ένορκη κατάθεση του αναιρεσείοντα- κατηγορουμένου ενώπιον της Επιτροπής της Βουλής, που διερευνούσε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, την δανειοδότηση των ΜΜΕ, με περιεχόμενο των ψευδών κατατεθέντων γεγονότων : "οι πάντες μπορούν να καταλάβουν πόσο αντικειμενικός είναι ο γνωστός και ως ….κ.."ο γυιός του κ.... εργάζεται σε εταιρεία συμφερόντων του ..." και "ο ...φιλοξενεί τον ..σε σουίτα του στον ...", σχετίζονταν με το αποδεικτέο θέμα της συγκεκριμένης έρευνας της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής και αν ήταν λυσιτελείς προς απόδειξη του θέματος της εξέτασης αυτής. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της ελλείψεως νομίμου βάσεως, με την οποία πλήττεται ως προς το κεφάλαιο της αυτό η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, είναι βάσιμοι και συνεπώς πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί…»  

          Συνεπώς η σχετική μας ένσταση ακυρότητας είναι νόμιμη και βάσιμη και ζητούμε να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα για όλες τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαστε.

                      Ο πλ.δικηγόρος και συνήγορος υπεράσπισης

                        ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

29/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Τσιόμαλου, Πρωτόδικη, η οποία ορίστηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Ευσταθία Ευαγγελάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Καρδίτσα, στις .., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των εξής διαδίκων:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: ………… , η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου (Α.Μ. Δ.Σ. Καρδίτσας 249)

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ: 1) ……… και  2) ……., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά των πληρεξουσίων Δικηγόρων …….. και ……. (Α.Μ. Δ.Σ. ….. …… και …).

Φέρεται προς συζήτηση η από …….. αγωγή (υπ αριθ. έκθ. κατάθ. δικογράφου ………..) η οποία, αφού γράφτηκε στο πινάκιο, προσδιορίστηκε αρχικά για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 01-12-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε, με κοινό αίτημα των διαδίκων, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις έγγραφες κατατεθείσες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτές και στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 (ΦΕΚ Α' 162/12-07-2002) λήφθηκαν "μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου". Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ανωτέρω Π.Δ/τος, με τη μεταβίβαση της επιχείρησης και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στον διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκόψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση (με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων από υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, για τα οποία δεν πρόκειται στην υπόθεση αυτή), ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμός ατομική σύμβαση εργασίας (βλ. σχετικά ΑΠ 1116/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, η εις ολόκληρον ευθύνη του διαδόχου περιορίζεται στις εργασιακές εκείνες σχέσεις οι οποίες κατά τον χρόνο της μεταβίβασης εξακολουθούν να υφίστανται και ως προς τις οποίες ο νέος φορέας της μονάδας έχει, λόγω ακριβώς της μεταβίβασης, υποκαταστήσει τον προηγούμενο εργοδότη και υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασιακές σχέσεις. Αντιθέτως, ως προς τις εργασιακές σχέσεις, οι οποίες κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, έχουν με οποιονδήποτε τρόπο λυθεί, ο νέος φορέας, δεν έχει καταστεί ως προς αυτές διάδοχος εργοδότης και συνεπώς δεν ευθύνεται. Αν, λόγω της λύσης της σύμβασης εργασίας, δεν έχει λάβει χώρα, ως προς συγκεκριμένο εργαζόμενο, μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης, αυτός, ως προς τις εργατικές του αξιώσεις, δεν αποκτά ακόμη έναν οφειλέτη (βλ. σχετικά Δημήτρης Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Γ' Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2015, σελ. 1318). Εξάλλου, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία και η περιέλευσή της στον μισθωτό (ά. 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955),  η οποία -αποσβεστική προθεσμία- λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψιν από το δικαστήριο και μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας η καταγγελία καθίσταται ισχυρή (βλ. σχετικά ΑΠ 172/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αξίωση για την καταβολή ή συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης είναι απαράδεκτη, εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός αποσβεστικής προθεσμίας έξι μηνών από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία και η περιέλευσή της στον μισθωτό (ά. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955)» η οποία - αποσβεστική προθεσμία- λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψιν από το δικαστήριο (βλ. σχετικά ΑΠ 572/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 38 του Ν. 1892/1990 ως ισχύει, συνάγεται ότι, κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει από τον εργοδότη την πλήρη απασχόλησή του, τόσο για ολόκληρο το ημερήσιο ωράριο εργασίας, όσο και για όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα. Παρέχεται, όμως, το δικαίωμα στον εργοδότη και στον μισθωτό (υπάλληλο ή εργατοτεχνίτη) να συμφωνήσουν εγγράφως, είτε κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας είτε, μεταγενέστερα, κατά τη διάρκεια αυτής, κάθε μορφή μερικής απασχόλησης και να καθορίσουν, συγχρόνως, τις ημέρες ή ώρες της εργασίας, καθώς και την ανάλογη αμοιβή βάσει των μισθών ή ημερομισθίων που ισχύουν κάθε φορά για την πλήρη απασχόληση.

Ειδικότερη μορφή της μερικής απασχόλησης (κατά την οποία η προσφορά εργασίας είναι μικρότερης διάρκειας από το εκάστοτε ισχύον πλήρες ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο, με αντίστοιχη μείωση της αμοιβής) αποτελεί η εκ περιτροπής εργασία. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Με τα άρθρα 2παρ. 3-6  Ν. 3846/2010 και 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010  ο θεσμός της εκ περιτροπής εργασίας επαναρρυθμίστηκε από την εργατική νομοθεσία και επιπλέον εντάχθηκε στο θεσμό της «μερικής απασχόλησης», με συνέπεια την επέκταση εφαρμογής των προστατευτικών για τους εργαζόμενους διατάξεων της μερικής απασχόλησης και σ’ αυτή την ειδικότερη μορφή εργασίας. Η σχετική διάταξη του άρθρου 2 Ν. 3846/2010, που αντικατέστησε το άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010, έχει ως εξής: «1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση          ……. 3.Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δράστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 260/2006 και του ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας….. 5. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχόλησης (και υπό τη μορφή της εκ περιτροπής εργασίας), απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός και η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, κατ’ άρθρ. 159 του ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπογγέλτως, δεν θεραπεύεται δε και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Το τεκμήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρ. 38 του Ν. 1892/1990 και τέθηκε για την προστασία των δικαιωμάτων του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη, προϋποθέτει έγκυρη συμφωνία περί μερικής απασχόλησης, δηλαδή εγγράφως καταρτισθείσα και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 202/2015, ΑΠ 368/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με το αποτέλεσμα της ακυρότητας της παραπάνω ρήτρας πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις: α) Αν συμφωνήθηκε να τροποποιηθεί η ήδη υπάρχουσα σύμβαση πλήρους απασχόλησης, ώστε εφεξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφ` όσον η ρήτρα της μερικής απασχόλησης είναι έγκυρη, τότε η αρχική σύμβαση πλήρους απασχόλησης μετατρέπεται εγκύρως σε σύμβαση μερικής απασχόλησης. Όταν, όμως, η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, τότε δεν παράγονται τα αποτελέσματα που αυτή επιδιώκει (ΑΚ ι8ο), δηλαδή δεν μετατρέπεται η πλήρης απασχόληση σε μερική.

Στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου, ενώ ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και οφείλει σε αυτόν την αμοιβή για πλήρη απασχόληση, β) Αν συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική με ταυτόχρονη λύση της συμβάσεως πλήρους απασχόλησης ή αν η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε, χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν είναι έγγραφη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απ’ αυτή γεννάται αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά λόγω της ακυρότητας θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός, που παρέσχε μερική εργασία με άκυρη σύμβαση, δικαιούται να αξιώσει με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια που αποκόμισε ο εργοδότης από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτόν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης (ΑΠ 969/2011, ΕφΠατρ 35/2007, ΕφΑΘ 1064/2006, ΜΠρΑθ 2082/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι ...του έτους 2012 προσλήφθηκε με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως πωλήτρια στο κατάστημα ... που διατηρούσε ο πρώτος εναγόμενος στην πόλη .., για οκτάωρη εργασία, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό το ποσό των 800 ευρώ από την πρόσληψή της έως τον Φεβρουάριο του έτους 2013, το ποσό των 630 ευρώ από τον Μάρτιο του έτους 2013 έως τον Ιανουάριο του έτους 2016 και το ποσό των 700 ευρώ από τον Φεβρουάριο του έτους 2016 έως τις 30-11-2019, οπότε η σύμβαση καταγγέλθηκε εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2015 έως 30-11-2019 απασχολήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης απασχόλησης, απασχολήθηκε πέραν του ανώτατου ορίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως που ισχύει για το σύστημα πενθήμερης απασχόλησης (υπερεργασία και παράνομη υπερωρία) και παρείχε την εργασία της τις Κυριακές, χωρίς να έχει λάβει την αντίστοιχη αμοιβή με τις νόμιμες προσαυξήσεις, ότι της οφείλεται αποζημίωση αδείας με τις νόμιμες προσαυξήσεις και ότι τέλος δεν της καταβλήθηκε ολόκληρη η αποζημίωση απόλυσης. Ακολούθως, η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 30-11-2019 η δεύτερη εναγόμενη διαδέχτηκε τον πρώτο εναγόμενο στο πρόσωπο του εργοδότη, λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης και ευθύνεται, ως εκ τούτου, εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο για την καταβολή των απαιτήσεων που είχαν γεννηθεί στο πρόσωπό του. Επίσης, εκθέτει ότι η δεύτερη εναγόμενη, από την ημέρα που έλαβε χώρα η ως άνω διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη έως την απόλυσή της, που επισυνέβη στις 30-11-2020, επέβαλε μονομερώς σε αυτή, χωρίς έγγραφη συμφωνία, μερική απασχόληση και συγκεκριμένα τετράωρη απασχόληση, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με μηνιαίο μισθό το ποσό των 350 ευρώ, ενώ δεν της κατέβαλε το δώρο Χριστουγέννων 2020 και, επίσης, της οφείλει αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020. Τέλος, η ενάγουσα εκθέτει ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν τήρησε, ως διάδοχος στη θέση του εργοδότη, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη στη σύμβαση εργασίας της κι επέβαλε μονομερώς σε αυτή, χωρίς έγγραφη συμφωνία, μερική απασχόληση και συγκεκριμένα τετράωρη απασχόληση, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό το ποσό των 350 ευρώ, με συνέπεια να της οφείλει, για το χρονικό διάστημα από την ημέρα της διαδοχής έως τις 30-11-2020, τη διαφορά που προκύπτει από τον μηνιαίο μισθό των 700 ευρώ που είχε συμφωνηθεί με τον προηγούμενο εργοδότη και ήδη πρώτο εναγόμενο, όπως και τη διαφορά που προκύπτει για τον ίδιο λόγο για το δώρο Χριστουγέννων 2020, το επίδομα αδείας και την αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις για τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας κι επικουρικά, σε περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλουν για το χρονικό διάστημα από 01-01-2015 έως 31-11-2019, το συνολικό ποσό των 34.936,34 ευρώ και συγκεκριμένα το ποσό των 7.710,30 ευρώ για την εργασία την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης απασχόλησης, το ποσό των Ι8.440,64 ευρώ, για την υπερεργασία και την παράνομη υπερωρία, το ποσό των 2.326,80 ευρώ για την εργασία την Κυριακή, το ποσό των 4.692 ευρώ για αποζημίωση αδείας και το ποσό των 1.586,60 ευρώ κατά το οποίο υπολείπεται της νόμιμης η καταβληθείσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου αποζημίωση απόλυσης, όλα δε τα ανωτέρω κονδύλια με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από το έτος κατά το οποίο γεννήθηκαν οι ανωτέρω αξιώσεις, άλλως με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση κι επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί ότι δεν επήλθε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη, να υποχρεωθεί αποκλειστικά ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει τα ανωτέρω κονδύλια, με τους προαναφερθέντες τόκους, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.027 ευρώ και συγκεκριμένα το ποσό των 350 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2020 και το ποσό των 476 ευρώ ως αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020, καθώς και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, ως διάδοχος στη θέση του εργοδότη, να της καταβάλει το ποσό των 4.200 ευρώ ως διαφορά οφειλόμενων μισθών από 01-12-2019 έως 30-11- 2020, το ποσό των 350 ευρώ ως διαφορά δώρου Χριστουγέννων έτους 2020, το ποσό των 175 ευρώ, ως διαφορά επιδόματος αδείας και το ποσό των 476 ευρώ, ως διαφορά αποζημίωσης για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020, όλα δε τα ανωτέρω κονδύλια με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από το έτος κατά το οποίο γεννήθηκαν οι ανωτέρω αξιώσεις, άλλως με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό των 5.000 ευρώ, για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των ανωτέρω αποδοχών της, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (ά. 9, 14 παρ. 2, 22, 621 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών των άρθρων 614 επ., 621 επ. ΚΠολΔ. Είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων ά. 346, 648 επ. ΑΚ, ά. 176, 907, 908 ΚΠολΔ, ά. 42 Ν. 1892/1990, ά. 8 Ν. 3846/2010, ά. 74 Ν. 3863/2010, Κ.Υ.Α. 8900/1946, Κ.Υ.Α. 25825/1951, ά      2 Ν.Δ. 3755/1957, ά. 2, Ν. 435/1976, ά. 5 παρ. 1 Α.Ν.  539/1945, ά. 1 παρ. 1, 2 και 3 της Κ.Υ.Α. 19040/1981, ά. 3 του Ν. 4504/66, πλην όμως απαραδέκτως εισάγεται το αίτημα για την καταβολή του ποσού των 1.586,60 ευρώ, κατά το οποίο υπολείπεται της νόμιμης η καταβληθείσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου αποζημίωση απόλυσης, καθόσον η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε μετά την άπρακτη παρέλευση της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία και η περιέλευσή της στην ενάγουσα (ά. 6 παρ. ι του Ν. 3198/1955), η οποία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψιν από το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Επιπλέον, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την εις ολόκληρον ενοχή της δεύτερης εναγόμενης για την καταβολή των απαιτήσεων της ενάγουσας που είχαν γεννηθεί στο πρόσωπο του πρώτου εναγόμενου, δεδομένου ότι δεν τίθεται, εν προκειμένω, θέμα διαδοχής στο πρόσωπο του εργοδότη, εφόσον η εργασιακή σχέση μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου λύθηκε πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης μεταξύ των εναγόμενων. Συγκεκριμένα, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η εργασιακή σχέση μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου λύθηκε με την από 30-11-2019 καταγγελία του τελευταίου, η οποία -καταγγελία- κατέστη σε κάθε περίπτωση ισχυρή με την άπρακτη παρέλευσης της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για την προσβολή της (ά. 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1935), ενώ η ιστορούμενη μεταβίβαση της επιχείρησης επακολούθησε την ίδια ημέρα μεταξύ των εναγόμενων, με συνέπεια η δεύτερη εναγόμενη να μην καταστεί διάδοχος εργοδότης της ενάγουσας, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη μείζονα πρόταση που προηγήθηκε. Ακολούθως, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την καταβολή εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης του ποσού των 5.201 ευρώ, που αντιστοιχούν στη διαφορά των μισθών του χρονικού διαστήματος από 01-12-2019 έως 30-11-2020 (4.200 ευρώ), του δώρου Χριστουγέννων 2020 (350 ευρώ), του επιδόματος αδείας (175 ευρώ) και της αποζημίωσης από τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020 (476 ευρώ), με βάση τις διατάξεις για τη σύμβαση εργασίας, διότι, ως προελέχθη, η δεύτερη εναγόμενη δεν διαδέχθηκε τον πρώτο εναγόμενο στο πρόσωπο του εργοδότη, αλλά, αντιθέτως, σύναψε νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την ενάγουσα, η οποία, όμως, πάσχει ακυρότητας διότι ως σύμβαση μερικής απασχόλησης δεν τηρήθηκε γι’ αυτή ο νόμιμος έγγραφος τύπος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι απ’ αυτή γεννήθηκε αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε νωρίτερα μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης, αλλά λόγω της ακυρότητας θεωρείται ότι υπήρχε απλή σχέση εργασίας και είναι, ως εκ τούτου, νόμιμο το επικουρικό αίτημα της ενάγουσας που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σχετικά με την ωφέλεια που αποκόμισε η δεύτερη εναγόμενη από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτήν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Έπειτα, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την επιδίκαση του ποσού των 5.000 ευρώ, για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, διότι δεν συνιστά αδικοπραξία η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη προς καταβολή των οφειλόμενων στον εργαζόμενο αποδοχών και η παρακράτησή τους από αυτόν, ακόμη και εάν συντρέχουν οι όροι του εγκλήματος του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, καθότι με την παράλειψη της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις αποδοχές του, τις οποίες ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει από τη σύμβαση, και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράλειψη αυτή (ΑΠ 670/2016, ΑΠ 1114/2013, ΑΠ 547/2007, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 1346/2002), ενώ η ζημία από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του εργαζόμενου καλύπτεται, σε κάθε περίπτωση, από τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας. Τέλος, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την επιβολή προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγόμενων, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο που βασίζεται στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες είναι μικρότερο του ποσού των 30.000 ευρώ (ά. 1047 παρ. 2 ΚπολΔ), ενώ, κατά τα λοιπά, η αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων γίνεται εμμέσως, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 951 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. ……… e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, με τη συνημμένη από 18-05-2022 απόδειξη πληρωμής), ενώ, τέλος, έλαβε χώρα η έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (βλ. το από 21-04-2021 σχετικό έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, υπογεγραμμένο από την ενάγουσα και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της).

Από όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο, περιεχόμενες στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, τις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν για την παρούσα δίκη, οι οποίες λαμβάνονται υπόψιν έως τρεις στον αριθμό για κάθε διάδικο και δύο για την αντίκρουση και συγκεκριμένα από τις υπ’ αριθ. ……. και …… ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου ……. και την υπ’ αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……., που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγόμενων, τις υπ’ αριθ. ……., ……. και ……… ένορκες βεβαιώσεις της Συμβολαιογράφου …….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η υπεράριθμη (κατά τη σειρά επίκλησης στις προτάσεις των εναγόμενων) υπ’ αριθ. ………. ένορκη βεβαίωση της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, καθώς επίσης και από τις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης (συμπεριλαμβανομένης της δίκης ασφαλιστικών μέτρων) και λαμβάνονται υπόψιν ως έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τις υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων, οι οποίες δεν έγιναν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη και εκτιμώνται ως έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. σχετικά ΑΠ 1583/2021 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), αποδείχθηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Τον ... έτους 2012 η ενάγουσα προσλήφθηκε με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως πωλήτρια στο κατάστημα ... που διατηρούσε ο πρώτος εναγόμενος στην πόλη της ……, για οκτάωρη εργασία, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με συμφωνηθέντα και καταβληθέντα μηνιαίο μισθό το ποσό των 800 ευρώ από την πρόσληψή της έως τον Φεβρουάριο του έτους 2013, το ποσό των 650 ευρώ από τον Μάρτιο του έτους 2013 έως τον Ιανουάριο του έτους 2016 και το ποσό των 700 ευρώ από τον Φεβρουάριο του έτους 2016 έως τις 30-11-2019, οπότε η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ήταν η μοναδική υπάλληλος του καταστήματος, εργαζόταν ολόκληρο το ωράριο κατά το οποίο αυτό ήταν ανοιχτό, ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή από ώρα 9:00 έως 14:30 και 17:30 έως 21:00 και το Σάββατο από ώρα 9:00 έως 14:00, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος απασχολούταν συστηματικά με συνεχές ωράριο στην επιχείρησή του. Επίσης, η ενάγουσα για δύο ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο, κατά τις εργάσιμες ημέρες (Δευτέρα έως Παρασκευή), μετά το πέρας του ωραρίου του καταστήματος, καθώς και επί τετραώρου μία Κυριακή κάθε μήνα κατά μέσο όρο, απασχολούταν εκτός του καταστήματος και συγκεκριμένα μετέβαινε στις οικίες των εκάστοτε πελατών της επιχείρησης για ρύθμιση και συντήρηση των μηχανημάτων οξυγονοθεραπείας και των συσκευών άπνοιας που αυτοί χρησιμοποιούσαν (βλ. κυρίως την ανώμοτη κατάθεση της ενάγουσας στο ακροατήριο). Έπειτα, η ενάγουσα απασχολήθηκε επί οκταώρου 4 Κυριακές εντός του έτους 2016, 4 Κυριακές εντός του έτους 2017, 2 Κυριακές εντός του έτους 2018 και 2 Κυριακές εντός του έτους 2019, κατά τις οποίες διενεργούσε πελματογραφήματα σε αθλητές των ομάδων της Καρδίτσας. Ελάμβανε δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα περίπου 6 ημέρες άδειας ετησίως. Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθεί, λόγω της εργασίας της κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο) στην επιχείρηση του πρώτου εναγόμενου, στην οποία εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% και συγκεκριμένα: Για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,07 ευρώ X 5 ώρες = 25,35 ευρώ κάθε Σάββατο X 52 ημέρες Σαββάτου ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.318,2 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο του έτους 2016: μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,07 ευρώ X 5 ώρες = 25,35 ευρώ κάθε Σάββατο X 4 ημέρες Σαββάτου = 101,4 ευρώ και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016 μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 48 ημέρες Σαββάτου = 1.310,40 ευρώ και συνολικά)= 1.411,80 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 52 ημέρες Σαββάτου ετησίως κατά μέσο όρο)= 1.419,6 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 52 ημέρες Σαββάτου ετησίως κατά μέσο όρο)= 1.419,6 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 48 ημέρες Σαββάτου)= 1.310,4 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 6.879,60 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Επίσης, η ενάγουσα, δικαιούται να της καταβληθεί, λόγω της υπερεργασίας της από την 40η έως την 45η ώρα απασχόλησής της εβδομαδιαίως, δεδομένου ότι, ως προεξετέθη, απασχολούταν στην επιχείρηση του πρώτου εναγόμενου 9 ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20% και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 4,68 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 23,4 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.216,80 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο του έτους 2016: μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 4,68 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 23,4 ευρώ X 4 εβδομάδες = 93,60 ευρώ και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016: μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 48 εβδομάδες = 1.209,6 ευρώ και συνολικά =) 1.303,20 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.310,4 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.310,4 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 48 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.209,6 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 6.350,40 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Περαιτέρω, η ενάγουσα, δικαιούται να της καταβληθεί, λόγω της παράνομης υπερωρίας της για δύο ώρες εβδομαδιαίως, δεδομένου ότι, ως προεξετέθη, εργαζόταν εκτός καταστήματος για δύο ώρες εβδομαδιαίως μετά την ολοκλήρωση των g ωρών εργασίας που παρείχε από Δευτέρα έως Παρασκευή στο κατάστημα του πρώτου εναγόμενου, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80% και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,02 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 14,04 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 730,08 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο του έτους 2016: μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,02 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 14,04 ευρώ X 4 εβδομάδες = 56,16 ευρώ και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016: μισθός 700 ευρώ X 0,006= 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 48 εβδομάδες = 725,76 ευρώ και συνολικά) = 781,92 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 786,24 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 786,24 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 48 εβδομάδες ετησίως) = 725,76 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 3.810,24 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατόπιν, η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθεί το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% για την εργασία που παρείχε, ως προεξετέθη, επί οκταώρου 4 Κυριακές εντός του έτους 2016, 4 Κυριακές εντός του έτους 2017, 2 Κυριακές εντός του έτους 2018 και 2 Κυριακές εντός του έτους 2019, ήτοι συνολικά 12 Κυριακές και συγκεκριμένα (μισθός 700 ευρώ :25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X 75% προσαύξηση = 49 ευρώ X 12 ημέρες Κυριακής) = 588 ευρώ συνολικά, καθώς και το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% για την εργασία που παρείχε, ως προεξετέθη, επί τετραώρου, μία Κυριακή κάθε μήνα και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 6,825 ευρώ X 4 ώρες = 27,3 X 12 ημέρες Κυριακής ετησίως) = 327,60 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο 2016 μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 6,825 ευρώ X 4 ώρες = 27,3 και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016 μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X 11 ημέρες Κυριακής = 323,40 και συνολικά) = 350,70 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X 12 ημέρες Κυριακής ετησίως)= 352,8 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X12 ημέρες Κυριακής ετησίως) =352,8 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X 11 ημέρες Κυριακής ετησίως)= 323,4 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 2.295,30 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Έπειτα, η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθεί ως αποζημίωση για μη λήψη αδείας ι6 ημερών ετησίως, εφόσον δικαιούταν 22 ημέρες αδείας κατ’ έτος και αντ αυτού της χορηγούνταν, ως προεξετέθη, 6 ημέρες αδείας ετησίως, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ : 25 = 26 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 52 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 832 ευρώ, για το έτος 2016 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ και το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 4.416 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατόπιν, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της στη δεύτερη εναγόμενη από 01-12-2019 έως 30-11- 2020, απασχολούμενη 4 ώρες ημερησίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί τη βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης, λόγω έλλειψης του έγγραφου τύπου, λαμβάνοντας μηνιαίως το ποσό των 350 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στον μισθό που θα κατέβαλε η δεύτερη εναγόμενη ως εργοδότης σε άλλον εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία και θα συνδεόταν μαζί της με έγκυρη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης και συνεπώς δεν οφείλεται στην ενάγουσα διαφορά αποδοχών για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Πλην όμως, δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 350 ευρώ, ως προς το οποίο ωφελήθηκε, διότι θα το κατέβαλε ως δώρο Χριστουγέννων (ένας μηνιαίος μισθός) σε άλλον εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία και θα συνδεόταν μαζί της με έγκυρη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα που παρείχε τις υπηρεσίες της στη δεύτερη εναγόμενη, έλαβε 6 ημέρες άδειας έναντι των 20 ημερών που δικαιούταν και, συνεπώς, η δεύτερη εναγόμενη πρέπει να της καταβάλει το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, προσαυξημένο κατά 100% και συγκεκριμένα (350 ευρώ μισθός :25 = 14 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 28 X 14 ημέρες)= 392 ευρώ, εφόσον το ποσό αυτό θα κατέβαλε ως αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 14 ημερών σε άλλον εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία και θα συνδεόταν μαζί της με έγκυρη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 23.751,54 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 742 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Τέλος, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, για το ποσό των ιο.οοο ευρώ, ως προς το οποίο κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (ά. 908 ΚΠολΔ), ενώ οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας λόγω της μερικής ήττας τους και κατόπιν σχετικού αιτήματος (ά. 176, ά. 63, 65 και 68 του Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (23.751,54), με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτακοσίων σαράντα δύο (742) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων ενενήντα (990) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Καρδίτσα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14-2-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013