ΑΠΟΦΑΣΗ 28/2023

(Αρ.κατάθεσης αγωγής: ....2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Δημήτριο Κολοκοτρώνη, Πρωτόδικη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Καρδίτσας και από τη Γραμματέα Ευσταθία Ευαγγελάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την … για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …. αγωγή:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ……………, ως ομόρρυθμου μέλους και συνδιαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ………………, που εδρεύει …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) ………………, ως ομόρρυθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ………., που εδρεύει ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι προκατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προτάσεις σύμφωνα με το αρ.237 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, δια του δικηγόρου του Δ.Σ. Καρδίτσας, Ανδρέα Βρόντου …που είχε πληρεξουσιότητα να εκπροσωπήσει τους ενάγοντες στην παρούσα δίκη, δυνάμει του από ……. ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας, με αυτοπρόσωπη παράστασή του στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ……….., ατομικά και ως ομόρρυθμου μέλους, νομίμου εκπροσώπου και συνδιαχειρίστριας της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …………., που εδρεύει ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα προτάσεις σύμφωνα με το αρ.237 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, δια του δικηγόρου του Δ.Σ. …………….. (Α.Μ………., γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων υπ’αριθμ………….) που είχε πληρεξουσιότητα να εκπροσωπήσει την εναγόμενη στην παρούσα δίκη, δυνάμει του από ……….. ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας, χωρίς αυτοπρόσωπη παράστασή του στο ακροατήριο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από …….. αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……….. και προσδιορίστηκε δυνάμει της από ………. πράξης ορισμού δικασίμου της Προέδρου Πρωτοδικών Καρδίτσας για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Κατά τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, εκ μόνου του γεγονότος ότι από κάποια έννομη σχέση (όπως η εντολή), κάποιος προέβη σε διαχείριση εν όλω ή εν μέρει ξένης περιουσίας, δηλαδή σε ενέργειες συνεπιφέρουσες εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεούται να παράσχει λόγο αυτής της διαχείρισής του. Ο δε δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται (ΑΠ 475/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο πλήρης εικόνα της υπόθεσης, που διαχειρίστηκε αυτός (δοσίλογος) και να διευκολύνεται έτσι ο έλεγχος των επί μέρους κονδυλίων (ΑΠ 360/2014, ΑΠ 1122/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5224/2008 ΕλλΔνη 2010.825). Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 718 ΑΚ, προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση της υποχρέωσης προς λογοδοσία αποτελεί η διαχείριση ξένης ολικά ή μερικά περιουσίας, που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, χωρίς τις οποίες δεν νοείται διαχείριση (ΑΠ 707/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο δε δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι σύμφωνος με τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσιλόγου περί ανακοίνωσης του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρ. 473 - 477 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 700/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1536/2017, ΑΠ 1318/2014, ΑΠ 977/1997). Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής αρκεί το γεγονός ότι ο δοσίλογος διαχειρίστηκε υπόθεση ολικώς ή μερικώς του δεξίλογου με βάση οποιαδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση (ΑΠ 475/2020, ΑΠ 360/2014, ΠΠρΘεσ 1015/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έγερση της αγωγής λογοδοσίας αποκλείεται εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία σύμφωνα με τους όρους και τον τύπο, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δηλαδή με την παροχή έγγραφου λογαριασμού για τις διαχειριστικές πράξεις και για τον χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, στον οποίο να επισυνάπτονται και τα δικαιολογητικά έγγραφα εφόσον τούτο συνηθίζεται, ή εάν ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει τον υπό τους ανωτέρω τύπους λογαριασμό που έδωσε ο δοσίλογος. Και τούτο, διότι έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού (πρβλ.ΑΠ 475/2020, βλ.ΑΠ 1896/2014, ΑΠ 437/2012, ΕφΘεσ 109/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, κατά το άρθρο 474 ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάζει λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου. Κατά δε το άρθρο 477 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση, ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου. Αν ζητήθηκε με την αγωγή για λογοδοσία κατά το άρθρο 473 να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα, για την περίπτωση που δεν θα κατατεθεί ο λογαριασμός και το έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει τη λογοδοσία μπορεί να καταδικάσει τον εναγόμενο, για την περίπτωση που δεν θα καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να καταβάλει το κατά την κρίση του έλλειμμα. Το δικαστήριο μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει απόδειξη για το πιθανό έλλειμμα. Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι, προκειμένου να εξαναγκαστεί ο δοσίλογος να εκπληρώσει εμπροθέσμως την υποχρέωσή του, ήτοι να προβεί στις ως άνω πράξεις, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν από τρίτο πρόσωπο, αλλά η επιχείρηση αυτών εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, καταλείπεται στο δικαστήριο η διακριτική εξουσία, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης αυτού προς τις επιταγές από τη δικαστική απόφαση, να καταδικάσει τούτον σε καταβολή ορισμένου ελλείμματος, εφόσον, όπως είναι φυσικό, τούτο ζητήθηκε και πιθανολογείται. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι το μέσον τούτο εξαναγκασμού εξαρτάται από τους ως άνω όρους, είναι προφανές ότι ορίστηκε από το νομοθέτη όχι ως αποκλειστικό μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης στην ως άνω περίπτωση, αλλά ως πρόσθετο μέσο που συντρέχει με τα λοιπά μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπονται στη γενική διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι μετά της καταδίκης σε χρηματική ποινή και της απαγγελίας προσωπικής κράτησης, χρησιμοποιουμένων δε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά του απειθούντος οφειλέτη. Επίσης, από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, αν ο εναγόμενος-δοσίλογος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία και δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα το λογαριασμό, με τη μορφή που παραπάνω προσδιορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική, ως προς την υποχρέωσή του για λογοδοσία. Αν δε ζητήθηκε η καταβολή ορισμένου ελλείμματος και το δικαστήριο καταδίκασε το δοσίλογο στην καταβολή του ελλείμματος αυτού, για την περίπτωση που ο δοσίλογος δεν καταθέσει το λογαριασμό μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική και ως προς την υποχρέωση προς καταβολή του ελλείμματος με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, μετά δε την τελεσιδικία της είναι εκτελεστή και ως προς τα με αυτή διατασσόμενα κατά το άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ εξαναγκαστικά μέτρα (ΑΠ 707/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1446/2012, ΑΠ 1122/2006, ΑΠ 978/1997, ΑΠ 1184/1980). Ειδικότερα, ως προς την τελευταία διάταξη για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, σημειώνεται ότι τούτο αποτελεί κατά τα ως άνω ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού, το οποίο επιβάλλεται για την περίπτωση άρνησης κατάθεσης του λογαριασμού κατά τον χρόνο που η επιβάλλουσα τη σχετική υποχρέωση απόφαση καταστεί εκτελεστή (ΑΠ 475/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1318/2014, ΑΠ 1896/2014, ΑΠ 437/2012).

2. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 754 παρ.1 ΑΚ ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου εφαρμόζονται ανάλογα οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 714-723 ΑΚ, ενώ κατά το άρθρο 718 ΑΚ, ο εντολοδόχος υποχρεούται να παρέχει στον εντολέα πληροφορίες για την υπόθεση που του ανατέθηκε, μετά δε το πέρας της εντολής οφείλει λογοδοσία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι και ο διαχειριστής ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, μετά τη λήξη της διαχείρισης ή και πριν από αυτή, αν αυτό ορίζεται από την εταιρική σύμβαση ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 762 ΑΚ, υποχρεούται σε λογοδοσία προς τους λοιπούς μη διαχειριστές εταίρους, σε περίπτωση δε άρνησής του μπορεί να εξαναγκασθεί με την actio pro socio. Περαιτέρω, ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 777, 778 ΑΚ, ούτε από κάποια άλλη διάταξη συνάγεται ότι μετά τη θέση της ομόρρυθμης ή ετερρόρυθμης εταιρίας υπό εκκαθάριση λόγω λύσης, κωλύεται προ του πέρατος αυτής η έγερση αγωγής περί λογοδοσίας υπό των εταίρων κατά του διαχειριστή ή ότι καθίσταται απαράδεκτη η συζήτηση αυτής (ΕφΘεσ 109/2004 ΕπισκΕΔ 2004.475, ΠΠρΠειρ 2002/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 762 ΑΚ, κατά την οποία, προκειμένου περί εταιρίας με διάρκεια μακρότερη από ένα έτος, ο λογαριασμός κλείνεται και τα κέρδη μοιράζονται στο τέλος κάθε έτους, προκύπτει ότι ο διαχειριστής οφείλει λογοδοσία στο τέλος κάθε έτους κατά το κλείσιμο του ετήσιου λογαριασμού διαχείρισης της εταιρίας (ΕφΠατρ 832/2003, Αχανομ 2004.85). Αν υπάρχουν περισσότεροι από ένας μη διαχειριστές εταίροι, η υποχρέωση του διαχειριστή προς λογοδοσία, ως θετική παροχή «επί το ποιήσαι», είναι αδιαίρετη (Π. Βάλληνδας, ΕρμΑΚ στο άρθρο 480, αριθ. 19, Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας στο άρθρο 480 αριθ.8). Έτσι, ο κάθε μη διαχειριστής εταίρος μπορεί, ασκώντας κατά τα άνω την actio pro socio, να εναγάγει τον διαχειριστή - εκκαθαριστή εταίρο προς παροχή λογοδοσίας. Δεν μπορεί όμως αυτός να αξιώσει με την παραπάνω αγωγή την παροχή λογοδοσίας μόνο για τον εαυτό του, γιατί δικαιούται να απαιτήσει μόνο την προς όλους, μη διαχειριστές εταίρους, λογοδοσία (ΕφΘεσ 828/2008 Αρμ 2009.1874, Ανδρουτσόπουλος, Η εκκαθάριση των προσωπικών εταιριών, 1971, σελ.234, Καυκάς, ΕνοχΔ. έκδοση Δ', άρθρο 754, § 2, σελ. 105).

3. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 ΚΠολΔ, είναι δυνατό η αγωγή να περιέχει, εκτός από το αίτημα περί λογοδοσίας, και αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού ή αίτημα για την καταβολή ορισμένου ελλείμματος στην περίπτωση που δεν θα κατατεθεί ο λογαριασμός. Το πρώτο αυτών, ήτοι το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου που θα προκύψει από τη λογοδοσία, είναι δυνατόν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να υποβληθεί χωρίς να προσδιορισθεί αυτό (το κατάλοιπο) στο δικόγραφο της αγωγής (βλ. ΠΠρΑΘ 4653/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν δε σωρευθεί αίτημα περί καταβολής ορισμένου ελλείμματος, στην περίπτωση που δεν κατατεθεί εμπροθέσμως ο λογαριασμός, τότε πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση των πραγματικών γεγονότων που δικαιολογούν την επιδίκασή του (βλ.ΠΠρΑΘ 4858/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 215/2003 ΑχΝομ 2004.224, Ορφανίδη, ό.π., 473 αριθ. 3). Είναι επίσης δυνατό, παρά τη διατύπωση του άρθρου 473 ΚΠολΔ, να διατυπωθεί ως αναγνωριστικό, ή και να τραπεί σε τέτοιο από καταψηφιστικό (βλ. ΑΠ 1263/2010 ΧρΙΔ 2011.447), ενώ η υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου υπάρχει μόνο όταν το αίτημα είναι καταψηφιστικό, και μάλιστα στο πρώτο στάδιο της δίκης μόνο αν αναφέρθηκε ορισμένο ποσό στο αγωγικό δικόγραφο. Αντιθέτως, το δεύτερο, δηλ. το αίτημα να καταβληθεί ένα ορισμένο εικαζόμενο έλλειμμα στην περίπτωση μη πραγματοποίησης της λογοδοσίας, μπορεί να διατυπωθεί εξ ορισμού μόνον ως καταψηφιστικό, αφού έχει τον χαρακτήρα μέσου εξαναγκασμού που ορίστηκε εκ του νόμου ως συντρέχον με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΠΠρΘεσ 1015/2019, ΠΠρΑΘ 4485/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, 2000, άρθρο 473, αρ. 3, σελ. 838 και Κρητικό, σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, άρθρο 303, αρ. 26). Ακόμη, η απόφαση που υποχρεώνει τον εναγόμενο σε λογοδοσία, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα καταβολής του εικαζομένου ελλείμματος, μπορεί, αν δεν κατατεθεί λογαριασμός, να καταδικάσει τον εναγόμενο στην καταβολή του εικαζομένου ελλείμματος (γίνεται λόγος για οριστική - κατ’ άλλους για μη οριστική απόφαση ή απόφαση υπό αίρεση). Η απόφαση για επιδίκαση του εικαζόμενου ελλείμματος απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου («...το Δικαστήριο μπορεί...» (ΑΠ 1184/1980 ΝοΒ 1981.543,544). Το Δικαστήριο δεν καταδικάζει τον δοσίλογο αυτόματα, με μόνη την μη κατάθεση λογαριασμού, στην καταβολή του εικαζομένου ελλείμματος. Πρέπει να πιθανολογήσει το έλλειμμα αυτό. Η απόφαση όμως του Δικαστηρίου που καταδικάζει στην καταβολή του εικαζομένου ελλείμματος, όταν πληρωθεί η αίρεση της μη κατάθεσης λογαριασμού, είναι οριστική και όχι προσωρινή. Ακριβώς για το λόγο αυτό το Δικαστήριο, παρόλο που για τη διακρίβωση του ελλείμματος αρκείται σε πιθανολόγηση, μπορεί να διατάξει αποδείξεις για το έλλειμμα, ταυτόχρονα με τις αποδείξεις για την υποχρέωση λογοδοσίας ή και ανεξάρτητα από τις αποδείξεις γΓ αυτήν (ΑΠ 697/1983 ΕΕΝ 31.205, Β. Βαθρακοκοίλης ό.π. εκδ. 1994 αρθρ. 477, ο ίδιος ΕρμΑΚ αρθρ. 303 αριθ. 3α αριθ. 10, Ορφανίδης ό.π.). Η πιθανολόγηση, επομένως, εν προκειμένω πρέπει να οδηγεί σε πλησιέστερη προς την πλήρη δικανική πεποίθηση κρίση απ’ ό,τι η πιθανολόγηση που ορίζεται από άλλες διατάξεις του Νόμου (δικονομικές ή ασφαλιστικά μέτρα). Πρόκειται δηλ. για περιορισμένη πιθανολόγηση (ΕφΛαρ 19/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, για την έννοια της πιθανολόγησης βλ. Γ. Μουτσοπούλου Η Πιθανολόγησις εν τω αστικώ Δικονομικώ Δικαίω σελ. 1-13, 118-123). Περαιτέρω, από τα άρθρα 304 Α.Κ. και 473 έως 477 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο εντολέας έχει δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή από τον εντολοδόχο, ο οποίος διεξήγαγε διαχείριση, τα εγχειρίσει σε εκείνον κατάλογο με στοιχεία της ομάδας αντικειμένων του εντολέως ή και απόδοση αυτών και επί πλέον την καταβολή από τον εντολοδόχο ορισμένου ελλείμματος στην περίπτωση κατά την οποία δεν θα κατατεθεί ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά. Στον εναγόμενο απόκειται, να προσκομίσει τα αιτούμενα στοιχεία, ούτως ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής του πιθανολογουμένου ελλείμματος, το οποίο θα προσδιορισθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1896/20.14, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

4. Η κατ’ άρθρα 473 επ. ΚΠολΔ, επιδιωκόμενη λογοδοσία αποτελείται από δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, αντικείμενο της υπόθεσης είναι η υποχρέωση προς λογοδοσία και όχι οι λεπτομέρειες του λογαριασμού, δηλαδή των κατ’ ιδίαν εισπράξεων και δαπανών. Προς τούτο, λαμβάνει χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου η συζήτηση της ως άνω αγωγής κατά τις γενικές διατάξεις, κατά την οποία ερευνάται εάν υπάρχει υποχρέωση του εναγόμενου για λογοδοσία, που να προκύπτει είτε από το άρθρο 303 ΑΚ είτε από άλλη διάταξη νόμου, ήτοι εάν ο εναγόμενος προέβη σε πραγματική διαχείριση, που συνεπάγεται το ανωτέρω αποτέλεσμα. Περαιτέρω, όταν αποδεικνύεται η υποχρέωση προς λογοδοσία, το Δικαστήριο εκδίδει οριστική υπό αίρεση απόφαση, που διατάσσει λογοδοσία και υποχρεώνει τον εναγόμενο μέσα σε ορισμένη προθεσμία να καταθέσει γραπτό λογαριασμό με αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, που έγιναν στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας, καθώς και όλες τις δικαιολογητικές αποδείξεις, ενώ συγχρόνως με την ίδια απόφαση καταδικάζεται σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση, σύμφωνα με το άρθρο 946 ΚΠολΔ (ΕφΛαρ 192/2020, Δικογραφία 2020/768, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, εκδ.2003, άρθρο 303, σελ.130). Περαιτέρω, όταν αποδεικνύεται η υποχρέωση προς λογοδοσία, το Δικαστήριο εκδίδει μη οριστική απόφαση, που διατάσσει λογοδοσία και υποχρεώνει τον εναγόμενο μέσα σε ορισμένη προθεσμία να καταθέσει γραπτό λογαριασμό με αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, που έγιναν στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας, καθώς και όλες τις δικαιολογητικές αποδείξεις, ενώ συγχρόνως με την ίδια απόφαση καταδικάζεται σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση, σύμφωνα με το άρθρο 946 ΚΠολΔ. Αν ο εναγόμενος δεν καταθέσει τον λογαριασμό εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή αν ο λογαριασμός που καταθέσει δεν έχει την προαναφερόμενη λεπτομερή αναγραφή των μερικότερων κονδυλίων, οπότε και ο εναγόμενος δοσίλογος δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του, η απόφαση που έχει εκδοθεί γίνεται οριστική από την παρέλευση της προθεσμίας που ορίστηκε, ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας και την υποχρέωση για καταβολή του πιθανολογημένου καταλοίπου ή ελλείμματος και, όταν τελεσιδικήσει, μπορεί να εκτελεστεί ως προς τις διατάξεις της για τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση. Αν ο εναγόμενος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα, η οποία κατάθεση γίνεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί περί αυτής σχετική έκθεση, τίθεται στον φάκελο της δικογραφίας, η δίκη προχωρεί στο δεύτερο στάδιο, του άρθρου 475 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά το οποίο επιδιώκεται η εξακρίβωση του αποτελέσματος της λογοδοσίας, οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου που αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή παραλείψεις αυτών και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας που αφορούν τον λογαριασμό ή τον κατάλογο. Συμπλήρωση του λογαριασμού με τις προτάσεις είναι επιτρεπτή. Ως προς τις εισπράξεις, το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγων - δεξίλογος, ενώ ως προς τις δαπάνες ο εναγόμενος - δοσίλογος (ΑΠ 1263/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η αγωγή λογοδοσίας ασκείται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατά την τακτική διαδικασία, εφόσον δεν περιέχεται και αίτημα καταβολής ορισμένου ποσού (π.χ. ελλείμματος κατά τα άρθρα 473-477 ΚΠολΔ), διότι στην τελευταία περίπτωση η αρμοδιότητα του δικαστηρίου καθορίζεται ανάλογα με το αιτούμενο ποσό (ΕφΑΘ 3486/2002 ΕλλΔνη 2003.221, ΠΠρΠειρ 2002/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΚερκ 1461/2017, ΠΠρΑΘ 1099/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Ορφανίδης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ I, εκδ.2000, αρ.473, αριθ.6)

Με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της και όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις κατατεθείσες προτάσεις κατ’αρ.224 ΚΠολΔ, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν ομόρρυθμοι εταίροι της εταιρείας με την επωνυμία ……….., με έδρα την πόλη ……….. και αντικείμενο την ……….., συμμετέχοντας στο εταιρικό κεφάλαιο με ποσοστό 25% έκαστος, ο δε πρώτος εξ αυτών ορίστηκε βάσει του καταστατικού συνδιαχειριστής της εταιρείας. Ότι η εναγόμενη τυγχάνει επίσης ομόρρυθμη εταίρος, συμμετέχουσα στο εταιρικό κεφάλαιο με ποσοστό 25% και συνδιαχειρίστρια της εταιρίας αυτής και ότι εταίρος τυγχάνει επίσης ο μη διάδικος ………. που κατέχει ποσοστό 25% επί του εταιρικού κεφαλαίου. Ότι η εναγόμενη ανάλαβε εν τοις πράγμασιν από το έτος 2014 όλη την οικονομική διαχείριση της εταιρείας, τηρώντας όλα τα λογιστικά στοιχεία επίσημα και πρόχειρα, εκδίδοντας επιταγές και όλα τα φορολογικά εν γένει παραστατικά. Ότι τον Ιούλιο του έτους 2019 ανακάλυψε ο πρώτος εξ αυτών την εκ μέρους της εναγόμενης έκδοση δύο μεταχρονολογημένων επιταγών, την ύπαρξη των οποίων ουδέποτε είχαν πληροφορηθεί, εις διαταγήν της εταιρίας ……………. και ότι επίσης ανακάλυψαν ότι από το έτος 2014 η εναγόμενη καταχωρούσε στο πρόχειρο τετράδιο εσόδων-εξόδων της εταιρίας που τηρούσε η ίδια, ελλατωμένα έσοδα και διογκωμένα έξοδα σε σχέση με τα πραγματικά, ενώ παράλληλα καταχωρούσε ως έξοδα στο τετράδιο αυτό ποσά επιταγών εκδόσεως της εταιρείας, για τις οποίες αμφιβάλλουν εάν εκδίδονταν και πληρώνονταν για χρέη της εταιρίας ή όχι. Ότι με τον τρόπο αυτό η εναγόμενη, εμφάνιζε μειωμένο το εκάστοτε κατάλοιπο από τη διαχείριση βάσει του οποίου σε εβδομαδιαία βάση λάμβαναν οι εταίροι το αναλογούν σε καθένα από αυτούς χρηματικό ποσό. Ότι το εικαζόμενο έλλειμα από τη διαχείριση της εναγόμενης, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή στοιχείων που συνέλεξαν οι ίδιοι από τράπεζες και προμηθευτές προς τις εγγραφές του πρόχειρου τετραδίου εσόδων-εξόδων, ανέρχεται σε ποσό 48.686,86 ευρώ λόγω της διαφοράς σχετικά με τα έσοδα, σε ποσό 75.538,59 ευρώ λόγω της διαφοράς σχετικά με τα έξοδα και σε ποσό 115.500,00 ευρώ λόγω των επιταγών που εκδόθηκαν, ήτοι συνολικό ποσό εικαζόμενου ελλείμματος 239.725,45 ευρώ. Ότι η εναγόμενη, αν και κλήθηκε επανειλημμένως με εξώδικες δηλώσεις τους να τους αποδώσει λογαριασμό της διαχείρισής της, δεν ανταποκρίθηκε, αλλά αρνείται τη λογοδοσία. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη λογοδοτήσει τόσο στους ίδιους, όσο και στον έτερο μη διαχειριστή εταίρο, ………, για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της διαχείρισής της, ήτοι από την 28-11-2014 μέχρι την άσκηση της αγωγής, ανακοινώνοντας λογαριασμό της διαχείρισής της που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων και το προκύπτον από την αντιπαράθεση αυτή κατάλοιπο, επισυνάπτοντας τα αντίστοιχα δικαιολογητικά έγγραφα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην καταβολή σε έκαστο εξ αυτών αναλόγως της μερίδας του (25%), του τυχόν πλεονάζοντος καταλοίπου του λογαριασμού που θα προκύψει, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, άλλως σε περίπτωση που αυτό είναι ελλειματικό να αναγωνρισθεί ότι οφείλει να τους καταβάλει το εν λόγω έλλειμμα κατά τον λόγο της μερίδας τους, γ) σε περίπτωση που η εναγόμενη δεν συμμορφωθεί με το να καταθέσει εμπροθέσμως τον λογαριασμό με τα σχετικά δικαιολογητικά που τον συνοδεύουν, ή εάν ο λογαριασμός που θα καταθέσει δεν είναι σαφής, πλήρης, ορισμένος και λεπτομερειακός για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην καταβολή του ανωτέρω εικαζόμενου ελλείματος σε έκαστο εξ αυτών κατά τον λόγο της μερίδας τους, ήτοι ποσό 59.931,36 ευρώ στον καθένα, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και δ) να καταδικαστεί η εναγόμενη σε χρηματική ποινή ύψους 50.000,00 ευρώ και σε προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με την υποχρέωσή της να παράσχει λογοδοσία. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή αρμοδίως, βάσει του ύψους του εικαζόμενου ελλείματος που ζητείται, καθ' ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 και 27 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία καθώς και βάσει των αρ.473 έως 477 ΚΠολΔ. Είναι δε, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, επαρκώς ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγομένης. Περαιτέρω, η αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 303, 346, 713 επ, 741 επ., 754, 762 ΑΚ, 249, 254 και 255 ν. 4072/2012, 473 επ., 946 παρ.1 και 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ.255 του ν.4072/2012, προκειμένου περί ομόρρυθμης εταιρείας, όπως εν προκειμένω, ο διαχειριστής οφείλει λογοδοσία στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης, συντάσσοντας λογαριασμό στον οποίο εμφαίνονται τα κέρδη ή οι ζημίες της εταιρείας, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση της εναγόμενης για λογοδοσία να εκτείνεται μέχρι το τέλος της εταιρικής χρήσης την 31η-12-2019, ενόψει του γεγονότος ότι η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε την 04η-09-2020 και επιδόθηκε την 04η-09-2020. Επιπλέον, έχει τηρηθεί η διαδικασία του ν.4640/2019 περί Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας (ΥΑΣ), καθώς προσκομίζεται το από 01-10-2020 έγγραφο της διαμεσολαβήτριας δικηγόρου ……… περί γνωστοποίησης-πρόσκλησης για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης κατ’αρ.7 παρ.2 του ν.4640/2019 (σχετ.4), καθώς και το από 09-10-2020 πρακτικό περάτωσης της αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας κατ’αρ.7 παρ.4 του ν.4640/2019 (σχετ.8), υπογεγραμμένο από την ανωτέρω διαμεσολαβήτρια, τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Συνεπώς, καθώς έχει καταβληθεί το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ.το υπ’αριθμ…….. e-παράβολο και την αντίστοιχη από 21-09-2021 απόδειξη πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας, καθώς και το υπ’αριθμ……  e-παράβολο και την αντίστοιχη από 21-09-2021 απόδειξη πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας), κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η εναγομένη με τις νομότυπα κι εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις της αρνείται την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζεται επικουρικά ότι, ως προς τον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης της εταιρείας, υπήρξε άτυπη συμφωνία μεταξύ των εταίρων που υλοποιούνταν από το έτος 2014 μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2019, κατά την οποία η ίδια και η υπάλληλος της εταιρείας ασχολείτο με τα διοικητικά θέματα (έκδοση τιμολογίων, παραγγελίες, έκδοση δελτίων αποστολής κλπ), σχετικά όμως με τα οικονομικά θέματα, πάντοτε υπήρχε ενημέρωση και συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ενώ οι εισπράξεις και πληρωμές για λογαριασμό της εταιρείας γίνονταν και από την ίδια και από τον πρώτο των εναγόντων, βάσει του καταστατικού της εταιρείας. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα της διαχείρισής της μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2019, στο τέλος κάθε εβδομάδας, παρουσία όλων των εταίρων γινόταν ενημέρωση για τις πληρωμές, τις εισπράξεις και τις υποχρεώσεις της εταιρίας και κάθε φορά από κοινού όλοι οι εταίροι αποφάσιζαν το ποσό που ο καθένας θα εισέπραττε για την τρέχουσα εβδομάδα, προγραμμάτιζαν τις παραγγελίες και τις πληρωμές της επόμενης εβδομάδας και στο τέλος κάθε οικονομικού έτους, γινόταν η ενημέρωση για τη συνολική οικονομική πορεία της εταιρείας, με βάση τα επίσημα φορολογικά βιβλία την ευθύνη τήρησης και φύλαξης των οποίων είχε ο λογιστής της εταιρείας. Ότι οι ενάγοντες έχουν λάβει γνώση όλων των διαχειριστικών πράξεων της ιδίας και όλων των λογαριασμών που αφορούσαν τη λειτουργία της εταιρείας, τους οποίους και ενέκριναν, ενώ δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση που τους απηύθυνε μέσω του τότε πληρεξούσιου δικηγόρου της, ώστε να παραλάβουν από το γραφείο του τελευταίου φωτοτυπίες από τις πρόχειρες σημειώσεις που κρατούσε η ίδια, αλλά ούτε και προσήλθαν στο γραφείο του λογιστή της επιχείρησης κατόπιν νέας πρόσκλησής της να ελέγξουν οποιαδήποτε βιβλία και στοιχεία αφορούν τη διαχείριση της εταιρείας. Ότι συνεπώς, πραγματοποιήθηκε με τους ως άνω τρόπους εξώδικη λογοδοσία εκ μέρους της ως διαχειρίστριας, που εγκρίθηκε από τους ενάγοντες. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη, εφόσον δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση των λογαριασμών με τα σχετικά έγγραφα αυτών, και νόμιμη, ώστε πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τη με αριθμ. …….. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου …………., η οποία έλαβε χώρα μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. τη με αριθμ. …………… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου ……… με έδρα το Πρωτοδικείο …………) που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, από τη με αριθμ………. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………, ενώπιον του Συμβολαιογράφου ………., η οποία έλαβε χώρα μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. τις με αριθμ…….. και …… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου …….. με έδρα το Πρωτοδικείο ……….), που επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη, από τη με αριθμ. …….. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ……., ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……….., η οποία έλαβε χώρα μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. τη με αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου …….. με έδρα το Πρωτοδικείο ………..) που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες με την προσθήκη των προτάσεών τους για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις της εναγόμενης και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, πλην της από ……….. δήλωσης των ………… και …………… οι οποίοι είναι τρίτοι ως προς τους διαδίκους, καθώς αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο αφού προκύπτει ότι συνετάχθη ενόψει της παρούσας δίκης, από την υπ’αριθμ. ……….. απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………., η οποία λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά για την παρούσα υπόθεση: Δυνάμει του από ……… ιδιωτικού συμφωνητικού- καταστατικού που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου …….. με αριθμό ……….. (σχετ.10), συνεστήθη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία ………, με έδρα την πόλη ………, με εταίρους και συνδιαχειριστές τους ………., σύζυγο της εναγόμενης και ………., πατέρα των εναγόντων και σκοπό την κατασκευή και εμπορία επίπλων από ξυλεία, κουφωμάτων και έτοιμων επίπλων, η δε διάρκειά της ορίστηκε ως αορίστου χρόνου. Ως κεφάλαιο της εταιρίας ορίσθηκε το ποσό του 250.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλαν οι συμβαλλόμενοι κατά ποσοστό 50% ο καθένας, κατά το οποίο ποσοστό θα συμμετείχαν στις ζημίες και στα κέρδη της εταιρίας που θα διανέμονταν μεταξύ των εταίρων μετά την κάλυψη των εξόδων. Το ανωτέρω συμφωνητικό τροποποιήθηκε με το από ………. ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρίστηκε στη ΔΟΥ …….. με αριθμό …….. και στα βιβλία του Πρωτοδικείου …….. με αριθμό ………. (σχετ.11) με το οποίο μεταβλήθηκε η διεύθυνση της εταιρείας από τα ……. στην οδό ………. και προστέθηκαν στους σκοπούς της οι αλουμινοκατασκευές. Ακόμη, με νέα τροποποίηση του ανωτέρω συμφωνητικού την ……….. που καταχωρίστηκε στη ΔΥΟ …………… με αριθμό ………. και στα βιβλία του Πρωτοδικείου ……… με αριθμό …………., η εταιρεία ορίστηκε ότι μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα με απόφαση των εταίρων σε όλη την χώρα (σχετ.12), ενώ εν συνεχεία, το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό τροποποιήθηκε την 29-09-2001 και καταχωρίστηκε στα βιβλία του Πρωτοδικείου ……… με αριθμό ……….. (σχετ.13), οπότε αυξήθηκε το κεφάλαιο της εταιρείας κατά το ποσό των 2.750.000 δραχμών, ανερχόμενο πλέον σε 3.000.000 δραχμές, ενώ η σύνθεση των μελών της διαμορφώθηκε, κατόπιν της εισόδου νέων μελών ως εξής: 1) ………. με ποσοστό 10%, 2) ……… με ποσοστό 25%, 3) ………… με ποσοστό 20%, 4) ………. με ποσοστό 20% και 5) ……….με ποσοστό 25%. Ακολούθως, με την από ………… νέα τροποποίηση του καταστατικού, με αριθμό καταχώρισης στα βιβλία του Πρωτοδικείου ……… (σχετ.14), η επωνυμία της εταιρείας μεταβλήθηκε σε ……….., ενώ δυνάμει της από …….. τροποποίησης του καταστατικού, η οποία καταχωρίστηκε στη ΔΟΥ ……. με αριθμό ………. και στα βιβλία του Πρωτοδικείου ………. με αριθμό ……….. (σχετ.1στ), αποχώρησε από την εταιρεία ο ………………….. λόγω συνταξιοδότησης, οπότε η σύνθεση των μελών της εταιρείας διαμορφώθηκε ως εξής: 1) ………….. με ποσοστό 25%, 2) …………. με ποσοστό 25%, 3) ……….. με ποσοστό 25% και 4) ……… με ποσοστό 25%. Εν συνεχεία, το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε την 28η-11-2014, το οποίο καταχωρίστηκε στη ΔΟΥ …… με αριθμό ……. και στο ΓΕΜΗ με αριθμό καταχώρισης ……….. (σχετ.15, 16), αποχώρησε από την εταιρεία και ο δεύτερος των ιδρυτών αυτής, ……………. , ο οποίος μεταβίβασε το εταιρικό του μερίδιο στην εναγόμενη σύζυγό του, οπότε και η τελική σύνθεση των μελών της εταιρείας έχει ως εξής: 1) …………. με ποσοστό 25%, ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, 2) ……………. και εναγόμενη, με ποσοστό 25%, 3) ………………. με ποσοστό 25%, πρώτος των εναγόντων και 4) …………….. με ποσοστό 25%, δεύτερος των εναγόντων. Με την τελευταία αυτή τροποποίηση του καταστατικού, διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας ορίστηκαν ο πρώτος των εναγόντων και η εναγόμενη. Επίσης αποδείχθηκε ότι, εκτός των ως άνω εταίρων, ανάμειξη στη λειτουργία της εταιρείας είχε και μετά την αποχώρησή του από αυτή, ο σύζυγος της εναγόμενης, ………….., όπως συνάγεται από τα όσα ο ίδιος κατέθεσε στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση και όπως ισχυρίζονται και οι ενάγοντες. Επίσης αποδείχθηκε ότι, παρότι βάσει του καταστατικού, συνδιαχειριστές της παραπάνω εταιρείας ήταν ήδη από την 28η-11-2014 και ο πρώτος ενάγων και η εναγόμενη, την πραγματική οικονομική διαχείριση αυτής, ειδικά αναφορικά με τις πληρωμές και τις εισπράξεις, την είχε δυνάμει άτυπης εντολής από τους λοιπούς εταίρους, τουλάχιστον μέχρι την 31 η-12-2019, μόνον η εναγόμενη, ενώ οι ενάγοντες ασχολούνταν με τις τεχνικές και κατασκευαστικές εργασίες της εταιρίας. Συγκεκριμένα, η …………, έχοντας πλήρη γνώση των εταιρικών υποθέσεων, είχε αναλάβει την καθημερινή οικονομική διαχείριση της εταιρείας, προβαίνοντας σε πληρωμές προς τρίτους προμηθευτές, σε αναλήψεις και καταθέσεις χρημάτων στις τράπεζες, καθώς και σε εισπράξεις απαιτήσεών της έναντι των πελατών, ενώ εξέδιδε και τις επιταγές της εταιρείας. Τούτο προκύπτει ιδίως από το προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες αντίγραφο της κίνησης του τηρούμενου λογαριασμού της εταιρείας στην ……….. Τράπεζα Καρδίτσας (σχετ.25), το οποίο καλύπτει τη χρονική περίοδο από 11-09-2018 έως 11-02-2020 όπου αναγράφεται σε αρκετές συναλλαγές το όνομα της εναγόμενης, καθώς και από τα τέσσερα αποδεικτικά μεταφοράς ποσού της τράπεζας …….. Bank, με ημερομηνία συναλλαγής 06-06-2017 (σχετ.3,4,5,6), το αποδεικτικό μεταφοράς από/σε λογαριασμό πελάτη της Τράπεζας ………. Α.Ε., με ημερομηνία 10-01-2018 (σχετ.7), το αποδεικτικό δελτίου κατάθεσης ποσού 350,00 ευρώ της Συνεταιριστικής Τράπεζας Καρδίτσας με ημερομηνία 18-02-2015 (σχετ.8) και στα οποία αναφέρεται το όνομα της εναγόμενης. Αντίθετα, δεν προσκομίστηκαν αντίστοιχα έγγραφα στα οποία να αναφέρεται το όνομα του πρώτου των εναγόντων, εκτός από το ότι στο ανωτέρω αντίγραφο της κίνησης του τηρούμενου στη Συνεταιριστική Τράπεζα λογαριασμού (σχετ.25), αναγράφεται ότι την 10η-07-2019, έγινε ανάληψη ποσού 4.600,00 ευρώ σε μετρητά από πρόσωπο με το επώνυμο …………, δηλαδή τον πρώτο των εναγόντων, όπως ομολογεί ο ίδιος, ενώ η εναγόμενη προσκόμισε το από 04-07-2019 δελτίο ανάληψης ποσού 4.700,00 ευρώ από λογαριασμό τηρούμενο στην τράπεζα Eurobank, στο οποίο και αναγράφεται το όνομα του πρώτου των εναγόντων. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι οι δύο αυτές συναλλαγές αποτέλεσαν μόνο την εξαίρεση σε σχέση με τον συνήθη και συμφωνηθέντα τρόπο άσκησης της οικονομικής διαχείρισης της εταιρείας και δη αναφορικά με τις πληρωμές και τις εισπράξεις, καθώς αμφότερες έλαβαν χώρα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, τον Ιούλιο του έτους 2019, οπότε η εναγόμενη λόγω προσωπικού της προβλήματος απουσίαζε από την εταιρεία και δεν κρίνονται ικανές, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη πραγματικής συνδιαχείρισης. Άλλωστε, η ίδια η εναγόμενη, ισχυριζόμενη ότι οι εισπράξεις και οι πληρωμές για λογαριασμό της εταιρείας γίνονταν τόσο από την ίδια, όσο και από τον πρώτο των εναγόντων, δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένες συναλλαγές του τελευταίου, πλην αυτής της 04ης-07-2019. Επιπροσθέτως, δεν προσκομίστηκαν επιταγές οι οποίες να φέρουν την υπογραφή του πρώτου των εναγόντων ως εκπροσώπου της εταιρείας ως εκδότριας, αλλά προσκομίστηκαν δύο          μεταχρονολογημένες επιταγές, υπ’αριθμ………… και …………., με αναγραφόμενες ημερομηνίες έκδοσης 30-01- 2020 και 15-01-2020 αντίστοιχα, τις οποίες δεν αρνήθηκε ότι υπέγραψε η εναγόμενη, πριν την απουσία της από την εταιρεία, τον Ιούλιο του έτους 2019 (σχετ.17). Συνεπώς, ο πρώτος των εναγόντων, παρόλο που βάσει του καταστατικού είχε οριστεί συνδιαχειριστής της εταιρείας, εντούτοις δεν διενεργούσε την πραγματική οικονομική διαχείριση της εταιρείας, ενώ και ο δεύτερος των εναγόντων, δεν αμφισβητήθηκε ότι ως εταίρος και μη καταστατικός συνδιαχειριστής, ουδεμία διαχειριστική πράξη διενήργησε. Κατόπιν των ανωτέρω, βάσει της συμβατικής αυτής σχέσης μεταξύ όλων των νυν εταίρων, η γενόμενη από την εναγόμενη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας, αποτελεί υπόθεση και των εναγόντων και του μη διαδίκου μετόχου, …………….., αφού κατάδηλη είναι, εντεύθεν, η συνδετική μετ' αυτής (διαχείρισης) σχέση τους. Επομένως, οι ενάγοντες διατηρούν έναντι της εναγόμενης, αξίωση προς παροχή λογοδοσίας για τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 303 του ΑΚ (σημειωτέον ότι, για να θεμελιωθεί η αξίωση προς λογοδοσία αρκεί η ύπαρξη οποιοσδήποτε έννομης σχέσης μεταξύ δεξίλογου και δοσίλογου, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω υπ’αριθμ.1 μείζονα σκέψη). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, τον Ιούλιο του έτους 2019, με αφορμή την έκδοση των ανωτέρω δύο μεταχρονολογημένων επιταγών σε διαταγή της εταιρείας ………….», τις οποίες είχε δώσει η εναγόμενη στην μοναδική υπάλληλο της εταιρείας εν αγνοία τους, ξεκίνησαν να έχουν υποψίες ως προς την ορθότητα του τρόπου διαχείρισης εκ μέρους της εναγόμενης, ζήτησαν δε από την τελευταία να τους χορηγήσει τα επίσημα βιβλία εσόδων και εξόδων της εταιρείας, αλλά και τα πρόχειρα τετράδια που τηρούσε αυτή, όπως και στοιχεία σχετικά με τις επιταγές που είχε εκδόσει η εταιρεία. Η εναγόμενη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ενημέρωσε τον πρώτο των εναγόντων ότι μπορεί να παραλάβει από το γραφείο δικηγόρου φωτοαντίγραφα από τα πρόχειρα τετράδια που τηρούσε η εναγόμενη, ότι τα βιβλία της εταιρείας βρίσκονται στον λογιστή αυτής και είναι διαθέσιμα προς έλεγχο, οι δε ενάγοντες δεν ανταποκρίθηκαν, θεωρούντες ότι τα στοιχεία που τους προσέφερε η εναγόμενη ήταν ελλειπή και μη επαρκή ώστε να προβούν στον έλεγχο των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας. Κατόπιν, οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων ήταν πλέον τεταμένες, οπότε ο πρώτος των εναγόντων, την 03η-09-2019 επέδωσε στην εναγόμενη την από 02-09-2019 εξώδικη δήλωση με την οποία στην ουσία επαναλάμβανε το αίτημα παράδοσης όλων των βιβλίων και λοιπών στοιχείων και παραστατικών σχετικών με τα οικονομικά της εταιρείας (σχετ.18). Στην εξώδικη αυτή δήλωση, η εναγόμενη απάντησε με τη δική της από 06-09-2016 εξώδικη δήλωση, η οποία επιδόθηκε στον πρώτο των εναγόντων την 10η-09-2019 (σχετ.19), με την οποία, μεταξύ άλλων, τον καλούσε σε συνάντηση παρουσία όλων των εταίρων προσκομίζοντας ο καθένας όσα πρόχειρα τηρηθέντα στοιχεία των συναλλαγών της εταιρίας κατέχει. Ακολούθησε η εκ μέρους του πρώτου των εναγόντων κατάθεση της με αρ.κατ……….. αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά της νυν εναγόμενης και της ομόρρυθμης εταιρείας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σχετ.6), με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν σε ανοχή ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου των εκτιθέμενων στην αίτηση επίσημων και ανεπίσημων βιβλίων και λοιπών στοιχείων και εγγράφων που αφορούν τη διαχείριση της εταιρείας, η οποία συζητήθηκε μετ’ αναβολής την 04η-03-2020 και απερρίφθη στην ουσία της (σχετ. 7). Εντωμεταξύ, η εναγόμενη είχε καλέσει τον πρώτο των εναγόντων με την από 25-02-2020 εξώδικη δήλωσή της, η οποία του επιδόθηκε την 26η-02-2020 (σχετ.20), να μεταβεί στο γραφείο του λογιστή της εταιρείας, την 03-03-2020, ήτοι την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου στην οποία συζητήθηκε η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να ελέγξει όλα τα βιβλία και στοιχεία τα σχετικά με την οικονομική διαχείριση της εταιρείας, ο δε εναγόμενος, κρίνοντας προσχηματική την πρόσκληση αυτή, αφού ο χρόνος που μεσολαβούσε μέχρι της συζήτησης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν επαρκούσε για τη διεξεγωγή του ελέγχου της διαχείρισης, δεν ανταποκρίθηκε. Αποδείχθηκε ακόμη ότι οι ενάγοντες, με την από 16-06-2020 εξώδικη δήλωσή τους (σχετ.21), η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη την 19η-06-2020, ζήτησαν από αυτήν να τους παράσχει έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές της πράξεις από τον Νοέμβριο του έτους 2014, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα, τα έξοδα και το κατάλοιπο, επισυναπτόμενων και των δικαιολογητικών εγγράφων. Εν τέλει, η εναγόμενη, με την από 09-07-2020 και επιδοθήσα στους ενάγοντες την 14η-07-2020 εξώδικη δήλωσή της, απήντησε αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι οι διαχειριστικές της ενέργειες είναι γνωστές σε αυτούς και ότι δεν διατύπωσαν κάποια αντίρρηση σχετικά με αυτές, ότι έχει ανταποκριθεί στο αίτημά τους για έλεγχο των στοιχείων της εταιρείας και καλώντας τους παράλληλα να αφοσιωθούν στα καθήκοντά τους ως εταίρων και στα πραγματικά προβλήματα της εταιρείας, χαρακτηρίζοντας την τακτική τους ως ανούσια και κακόπιστη (σχετ.22). Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα εξώδικη λογοδοσία εκ μέρους της εναγόμενης προς τους ενάγοντες, καθώς σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην υπ’αριθμ.1 μείζονα σκέψη της παρούσας, η εξώδικη λογοδοσία θα πρέπει να πληρεί τους αυστηρούς όρους και τον τύπο του αρ.303 ΑΚ, δηλαδή θα έπρεπε να είχε συνταχθεί έγγραφος λογαριασμός για τις διαχειριστικές πράξεις και για τον χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το συγκεκριμένο κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, στον οποίο να επισυνάπτονται και τα δικαιολογητικά έγγραφα, ώστε να παρέχεται στους δεξίλογους ενάγοντες πλήρης εικόνα της υπόθεσης που αυτή διαχειρίσθηκε, προκειμένου οι τελευταίοι να μπορούν στη συνέχεια να ελέγξουν τα κονδύλια του λογαριασμού και ή να τα εγκρίνουν ή να τα αμφισβητήσουν ολικά ή κατά ένα μέρος. Τέτοιος όμως διαρθρωμένος λογαριασμός, ο οποίος ζητήθηκε με την τελευταία, από 14-07-2020 εξώδικη δήλωση των εναγόντων, δεν αποδείχθηκε ότι συντάχθηκε ποτέ, η δε πρόσβαση και μόνο σε αντίγραφα των πρόχειρων τετραδίων με σημειώσεις που τηρούσε η εναγόμενη, στα λογιστικά βιβλία που τηρεί ο λογιστής της εταιρείας, καθώς και σε όλα εν γένει τα έγγραφα που σχετίζονται με την οικονομική διαχείριση της εταιρίας, αλλά και οι προφορικές κατά το τέλος κάθε εβδομάδας και έτους ενημερώσεις προς τους εταίρους, είναι προφανές ότι δεν πληρούν τα αυστηρά κριτήρια και τη μορφή που προβλέπει η διάταξη του αρ.303 ΑΚ.. Κατ’ αποτέλεσμα, δεν αποδείχθηκε ούτε και το ότι οι ενάγοντες ως δεξίλογοι, έχουν αποδεχθεί και εγκρίνει λογαριασμό που να εμπίπτει στον υπό τα ανωτέρω τύπο, καθώς τέτοιος λογαριασμός δεν συντάχθηκε. Επομένως, η προβληθείσα ένσταση της εναγόμενης περί εξώδικης λογοδοσίας είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, αναφορικά με το εικαζόμενο έλλειμα την ύπαρξη του οποίου επικαλούνται οι ενάγοντες, το αναλογούν μέρος του οποίου ζητούν να καταβάλλει η εναγόμενη κατ’αρ.473 ΚΠολΔ ως πρόσθετο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση που δεν κατατεθέσει λογαριασμό λογοδοσίας, πιθανολογήθηκαν τα εξής: Από τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες αποσπάσματα του τετραδίου βάσει των εγγραφών του οποίου σε εβδομαδιαία βάση λάμβανε έκαστος των εταίρων το αναλογούν σε αυτόν μέρος των εισπράξεων και στο οποίο τετράδιο η εναγόμενη, ως ασκούσα την οικονομική διαχείριση, σημείωνε με πρόχειρο τρόπο τα έσοδα και τα έξοδα της εταιρείας κατά χρονολογική σειρά, τα οποία άλλωστε αποσπάσματα δεν προσέβαλε ως πλαστά η εναγόμενη, η οποία επίσης δεν αρνήθηκε ότι κρατούσε σημειώσεις επί των εσόδων και των εξόδων ως διαχειρίστρια, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία το αν αυτές θα χαρακτηριστούν ως τετράδιο ή όχι, τις οποίες σημειώσεις δεν απέκρυψε από τους ενάγοντες όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των εξώδικων δηλώσεων τις οποίες τους είχε αποστείλει, σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες αποσπάσματα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρείας που τηρούνται στην Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς (σχετ.26 έως 35 και 36 έως 46 αντίστοιχα), πιθανολογείται ότι υφίσταται μέρος του εικαζόμενου από τους ενάγοντες ελλείμματος. Ειδικότερα, πιθανολογούνται τα εξής επιμέρους ποσά ελλείμματος, τα οποία είχαν κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα: Από την καταβολή της 29ης-12-2014 από την ………., ποσό 920,00 ευρώ, από την καταβολή της 14ης-04-2015 από την ………., ποσό 2.380,00 ευρώ, από την καταβολή της 05ης-02-2015 από τον ……., ποσό 500,00 ευρώ, από την καταβολή της 24ης-05-2015 από τον ……….., ποσό 1.360,00 ευρώ, από την καταβολή της 30ης-11-2015 από τον ……….., ποσό 660,00 ευρώ, από την καταβολή της 07ης-06-2016 από την ………., ποσό 1.008,00 ευρώ και από την καταβολή της 31ης-10-2016 από την …….., ποσό 2.000,00 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό ελλείμματος 8.828,00 ευρώ. Ακόμη, πιθανολογούνται τα εξής επιμέρους ποσά ελλείμματος, τα οποία είχαν κατατεθεί στην Τράπεζα Πειραιώς: Από την καταβολή της 22ης-12-2014 από τη ………., ποσό 2.721,10 ευρώ, από την καταβολή της 15ης-01 -2015 από τον ………., ποσό 20,00 ευρώ, από την καταβολή της 19ης-03-2015 από την ……., ποσό 2.000,00 ευρώ, από την καταβολή της 16ης-04-2015 από τον ………., ποσό 16,55 ευρώ, από την καταβολή της 21ης-04-2015 από την …….., ποσό 52,00 ευρώ και από την καταβολή της 01ης-09-2015 από τον ……., ποσό 30,00 ευρώ, ήτοι συνολικό έλλειμμα 4.839,65 ευρώ. Επομένως πιθανολογείται συνολικό έλλειμμα από τα έσοδα της εταιρείας, το οποίο ισούται με (8.828,00 + 4.839,65 =) 13.667,65 ευρώ. Το συνολικό ποσό αυτό αφορά επιμέρους καταβολές εκ μέρους πελατών της εταιρείας, οι οποίες κατατίθεντο στον υπ’ αριθμ……… και τον υπ’ αριθμ…….. λογαριασμούς της εταιρείας, τηρούμενους αντίστοιχα στην Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς, καθώς οι καταβολές των ποσών αυτών αποτελούν έσοδα της εταιρείας, αφού πρόκειται για αμοιβές από συμβάσεις έργου, με αντικείμενο την κατασκευή επίπλων και αλουμινοκατασκευών και εμφανίζονται μεν στις κινήσεις των λογαριασμών αυτών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια εγγραφή στο πρόχειρο τετράδιο που τηρούσε η εναγόμενη, ή υπήρχε εγγραφή σε αυτό αλλά για μικρότερο ποσό. Ωστόσο, δεν πιθανολογείται εικαζόμενο έλλειμμα από τις εξής καταβολές στην Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς, σχετικά με τις οποίες προσκομίστηκαν από την εναγόμενη τα αντίστοιχα τιμολόγια, τα οποία καταχωρούνται στα επίσημα βιβλία της εταιρείας και συγκεκριμένα: Σχετικά με την καταβολή της 29ης-12-2014 από τον ………., εκδόθηκαν το υπ’αριθμ………. και το υπ’αριθμ………… τιμολόγια (σχετ.11α), στην καταβολή της 14ης-06-2016 από την εταιρεία …………. αντιστοιχούν το υπ’αριθμ……….. και το ………… τιμολόγια (σχετ.11 β), στην καταβολή της 31 ης-08-2018 από τον ……….. αντιστοιχεί το υπ’αριθμ…………. τιμολόγιο (σχετ.11 γ), στην καταβολή της 17ης-01-2015 από τον ……….. αντιστοιχούν τα υπ’αριθμ……… και ……… τιμολόγια (σχετ.12ε), στην καταβολή της 22ης-08-2018 από την ………… αντιστοιχούν τα υπ’αριθμ…………. και ……….. τιμολόγια (σχετ.11ε) και στην καταβολή της 22ης-03-2018 από την ………… αντιστοιχούν τα υπ’αριθμ…………. και ………. τιμολόγια (σχετ.11 δ). Ακόμη, δεν πιθανολογήθηκε το έλλειμα από την καταβολή της 05-04-2019 από την ………, καθώς όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας της εναγόμενης, ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε ότι είχε ενεργή ανάμιξη στα ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία της εταιρείας, τα χρήματα που αυτή κατέθεσε, της επιστράφησαν αυθημερόν διότι δεν μπορούσε να υπαχθεί στο πρόγραμμα επιδότησης «Εξοικονομώ». Παρομοίως δεν πιθανολογήθηκε εικαζόμενο έλλειμμα από τις εκτιθέμενες στην αγωγή καταβολές στην τράπεζα Eurobank, σχετικά με τις οποίες προσκομίστηκαν από την εναγόμενη τα αντίστοιχα τιμολόγια, χωρίς να αμφισβητήθηκε ειδικά από τους ενάγοντες ότι αυτά σχετίζονταν με τις καταβολές στην τράπεζα αυτή, δεδομένου δε ότι τα ποσά των τιμολογίων αυτών υπερκαλύπτουν τα ποσά των καταθέσεων στην εν λόγω τράπεζα (σχετ.12α έως 12ε). Επιπλέον, πιθανολογήθηκε το επικαλούμενο από τους ενάγοντες έλλειμμα, όπως εκτίθεται διορθωμένο στις προτάσεις τους και το οποίο προκλήθηκε από την διόγκωση των ποσών των εξόδων στο πρόχειρο τετράδιο που τηρούσε η εναγόμενη, εν σχέση με τα πραγματικά ποσά εξόδων που κατέβαλε η εταιρεία στους προμηθευτές της, όπως αυτά αναγράφονται στις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες καρτέλες πελάτη που συνέταξαν οι ίδιοι προμηθευτές. Συγκεκριμένα, προκύπτουν οι εκτιθέμενες στην αγωγή διαφορές ποσών που καταβλήθηκαν στην προμηθεύτρια εταιρεία υλικών επιπλοποιίας ………., συνολικού ποσού 4.100,00 ευρώ (βλ. σχετ.57 έως 97), προς την προμηθεύτρια εταιρεία μεταλλικών σταθερών και πτυσσόμενων κάγκελων ασφαλείας ………., διαφορά ποσού 100,00 ευρώ (σχετ.98), προς την προμηθεύτρια εταιρεία νεροχυτών, μπαταριών κουζίνας και μπάνιων …………….., διαφορά συνολικού ποσού 823,07 ευρώ (σχετ.99 έως 108), προς την προμηθεύτρια εταιρεία ………., διαφορά συνολικού ποσού 1.169,93 ευρώ (σχετ.109 έως 124), προς την προμηθεύτρια εταιρεία πλαστικών πτυσσόμενων πορτών, κουρτινόξυλων κλπ ……, διαφορά συνολικού ποσού 320,00 ευρώ (σχετ.125 έως 129), προς την προμηθεύτρια εταιρεία ………, διαφορά συνολικού ποσού 4.000,00 ευρώ (σχετ.130 έως 144), προς την προμηθεύτρια εταιρεία κλειδαριών, βιδών αλουμινίου κλπ ………….., διαφορά συνολικού ποσού 3.250,00 ευρώ (σχετ.145 έως 177), προς την προμηθεύτρια εταιρεία πάνελ πορτών κλπ ………, διαφορά συνολικού ποσού 2.300,00 ευρώ (σχετ.178 έως 183), προς την προμηθεύτρια εταιρεία μονωτικών υλικών …….., διαφορά συνολικού ποσού 2.080,00 ευρώ (σχετ.184 έως 209), προς την προμηθεύτρια εταιρεία βεργών και πλαισίων αλουμινίου διαφόρων τύπων ………….., διαφορά ποσού 100,00 ευρώ (σχετ.210), προς την προμηθεύτρια εταιρεία μηχανισμών παραθύρων …………., διαφορά συνολικού ποσού 3.750,00 ευρώ (σχετ.211 έως 227), προς την προμηθεύτρια εταιρεία βεργών αλουμινίου ………», διαφορά συνολικού ποσού 6.100,00 ευρώ (σχετ.228 έως 242), προς την προμηθεύτρια εταιρεία ειδών ξυλείας ………., διαφορά συνολικού ποσού 800,00 ευρώ (σχετ.243 έως 248), προς την προμηθεύτρια εταιρεία εσωτερικών ξύλινων πορτών ασφαλείας ………….., διαφορά συνολικού ποσού 200,00 ευρώ (σχετ.249, 250, όπου προσκομίζονται σημειώσεις της υπαλλήλου της εταιρείας ……..), καθώς και προς τον προμηθευτή υαλοπινάκων ……….., διαφορά συνολικού ποσού 600,00 ευρώ (σχετ.251, 252, όπου προσκομίζονται σημειώσεις της υπαλλήλου της εταιρείας ……………..), ήτοι συνολικό ποσό πιθανολογούμενου ελλείμματος από τις ανωτέρω διαφορές ανάμεσα στις καρτέλες πελάτη των προμηθευτών και του πρόχειρου τετραδίου και των πρόχειρων σημειώσεων 29.693,00 ευρώ. Περαιτέρω, προέκυψε ότι υφίσταται πιθανολογούμενο έλλειμμα και από τις ακόλουθες εγγραφές στο πρόχειρο τετράδιο εσόδων-εξόδων που τηρούσε η εναγόμενη, οι οποίες όμως δεν αντιστοιχούν σε καμία εγγραφή στις καρτέλες πελάτη των προμηθευτών της εταιρείας. Ειδικότερα, δεν υπάρχουν καταχωρισμένες στις ανωτέρω καρτέλες των προμηθευτών οι ακόλουθες καταβολές που όμως εμφανίζονται ως έξοδα στο πρόχειρο τετράδιο εσόδων-εξόδων και αφορούν: την προμηθεύτρια εταιρεία …………., συνολικού ποσού 655,50 ευρώ (σχετ.253 έως 256), την προμηθεύτρια εταιρεία ………………., συνολικού ποσού 1.100,00 ευρώ (σχετ.257 έως 262), την προμηθεύτρια εταιρεία …………, …………….., συνολικού ποσού 6.660,00 ευρώ (σχετ.263 έως 271), την προμηθεύτρια εταιρεία ……………., συνολικού ποσού 550,00 ευρώ (σχετ. 272, 273), την προμηθεύτρια εταιρεία …………………, συνολικού ποσού 29.077,90 ευρώ (σχετ.274 έως 288), την προμηθεύτρια εταιρεία …………………, συνολικού ποσού 350,00 ευρώ (σχετ.289, 290, 291), την προμηθεύτρια εταιρεία ……………, συνολικού ποσού 6.297,20 ευρώ (σχετ.292 έως 296), την προμηθεύτρια εταιρεία …………, ποσού 375,00 ευρώ (σχετ.297) και την προμηθεύτρια εταιρεία ………………, ποσού 600,00 ευρώ (σχετ.298), ήτοι συνολικού ποσού 45.665,60 ευρώ. Επομένως, το συνολικό εικαζόμενο έλλειμμα αναφορικά με τα εμφανιζόμενα ως έξοδα στο πρόχειρο τετράδιο εσόδων-εξόδων, ανέρχεται σε (29.693,00 + 45.665,60 =) 75.358,60 ευρώ. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τις ενδεικτικά προσκομιζόμενες από την ενάγουσα αποδείξεις είσπραξης (σχετ.13α έως 26η), καθώς σε αυτές δεν αναφέρεται, όπως θα ήταν αναμενόμενο, έναντι ποιάς παραγγελίας ή ποιού τιμολογίου εκδόθηκαν, δεδομένου του ότι η εταιρεία των διαδίκων είχε πλήθος συναλλαγών με κάθε προμηθευτή και θα ήταν αναμενόμενο να προκύπτει με σαφήνεια η ταυτότητα της κάθε καταβολής. Επίσης, σε καμία από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις δεν αναφέρεται το όνομα του υπογράφοντος προσώπου που φέρεται να έλαβε τα μετρητά, ούτε υπάρχει σφραγίδα της προμηθεύτριας εταιρείας, ενώ δεν εξηγήθηκε ο λόγος για τον οποίο γίνονταν αυτές οι πληρωμές σε μετρητά, συχνά μάλιστα μικρών σχετικά ποσών. Παράλληλα, δεν προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό μέσο ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι οι προμηθεύτριες εταιρείες εξέδιδαν τα παραστατικά τους που αφορούσαν τις πρώτες ύλες, απευθείας στα ονόματα των πελατών της ένδικης ομόρρυθμης εταιρείας. Περαιτέρω, δεν πιθανολογείται ότι υφίσταται έλλειμα που να προκύπτει από την έκδοση των επιταγών της εταιρείας, καθώς οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν στην αγωγή συγκεκριμένα στοιχεία για το σύνολο των επιταγών, παρά μόνο την κατάθεση του συζύγου της εναγόμενης στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ότι η τελευταία δεν εξέδωσε επιταγές, η οποία κατάθεση σε κάθε περίπτωση δεν ήταν εφικτό να προσκομιστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και τις υποψίες που τους προκάλεσε η έκδοση των δύο μεταχρονολογημένων επιταγών για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω, τον Ιούλιο του 2019, σε διαταγή της προμηθεύτριας εταιρείας ……………. (σχετ.17), οι οποίες ωστόσο, πιθανολογείται ότι είχαν εκδοθεί στα πλαίσια ανοικτού λογαριασμού που τηρείται από τις δύο εταιρείες. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, το συνολικό εικαζόμενο έλλειμμα της εταιρείας πιθανολογείται ότι ανέρχεται σε (13.667,65 + 75.358,60 =) 89.026,25 ευρώ. Συνακόλουθα, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παράσχει λογοδοσία προς τους ενάγοντες, αλλά σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, και προς τον ομόρρυθμο εταίρο …………….. και δη για την ενεργηθείσα από την ίδια την εναγομένη διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ………….., που εδρεύει ………, κατά το χρονικό διάστημα από 28-11-2014 έως 31-12-2019. Ακόμη, πρέπει να ταχθεί προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη νόμιμη επίδοση προς την εναγομένη της παρούσας απόφασης, εντός της οποίας -προθεσμίας- αυτή πρέπει να καταθέσει λογαριασμό στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, συντασσομένης περί τούτου έκθεσης, ο οποίος να περιέχει πλήρη αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων και εν γένει όλων των οικονομικών στοιχείων και (τραπεζικών και λοιπών) συναλλαγών που η εναγομένη πραγματοποίησε ως διαχειρίστρια της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ……….., που εδρεύει ……… κατά το χρονικό διάστημα από 28-11-2014 έως 31-12-2019 (επισυνάπτοντας όλα τα απαιτούμενα -ήδη υπάρχοντα και τυχόν νέα- δικαιολογητικά έγγραφα και εν γένει όλα τα απαραίτητα νόμιμα παραστατικά στοιχεία εισπράξεων και δαπανών που σχετίζονται με τις αναγραφές στα τηρούμενα βιβλία, καθώς και να επισυνάψει τα πρόχειρα και επίσημα βιβλία που τηρήθηκαν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα σχετικά με όλες τις συναλλαγές) καθώς και το προκύπτον κατάλοιπο από την αντιπαράθεση αυτή της διαχείρισης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφασίσει για το αίτημα καταβολής του τυχόν προκύπτοντος υπέρ των εναγόντων καταλοίπου της διαχείρισης, το οποίο (αίτημα) δεν δύναται να εξεταστεί στην παρούσα στάση της δίκης, αλλά μόνον εφόσον υπάρξει στάδιο δίκης κατά το άρθρο 475 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς, κατά το παρόν στάδιο, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η εκκαθάριση της απαίτησής τους, ώστε να εξακριβωθεί το επακριβές ύψος αυτής (ΠΠρΘεσσ 6045/2019, ΠΠρΘεσσ 2556/2019, ΠΠρΘεσσ 1015/2019, ΠΠρΚερ 550/2018, ΠΠρΑΘ 2725/2011, ΠΠρΡοδ 113/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, για την περίπτωση που τυχόν προκύψει άλλο κατάλοιπο από την αντιπαράθεση της διαχείρησης, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει προς τους ενάγοντες το τυχόν προκύπτον ποσό και δη επίσης νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει να απειληθεί κατά της εναγόμενης, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 946 παρ.1 ΚΠολΔ, και δη για την περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με την ανωτέρω υποχρέωσή της προς λογοδοσία και μη εν γένει εκτέλεσης της προηγούμενης διάταξης, χρηματική ποινή χιλίων ευρώ (1.000,00€) και προσωπική κράτηση ενός (1) μήνα. Παράλληλα, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες και κατά την μερίδα αυτού (25%), στην περίπτωση που αυτή δεν καταθέσει καθόλου ή εμπροθέσμως λογαριασμό μεθ' όλων των απαιτούμενων κατά Νόμο παραστατικών στοιχείων και πάντως μετά την τελεσιδικία, το έλλειμμα ποσού (89.026,25 χ 25% =) 22.256,56 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 44.513,12 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, επειδή η παρούσα απόφαση καθίσταται οριστική με την κατάθεση του λογαριασμού ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω ταχθείσας τετράμηνης προθεσμίας (ΚΠολΔ 477§1) (ΑΠ 1318/2014, ΑΠ 1122/2006, ΑΠ 42/1999, ΑΠ 978/1997 ΤΝΠ Νόμος), για την περίπτωση που η εναγομένη δεν καταθέσει τον λογαριασμό και τα δικαιολογητικά έγγραφα μέσα στην τασσόμενη κατά το διατακτικό προθεσμία, οπότε -όπως προαναφέρθηκε- καθίσταται οριστική η απόφαση αναφορικά με την υποχρέωση προς λογοδοσία (ΚΠολΔ 477§1), πρέπει να καταδικαστεί λόγω της εν μέρει ήττας της σε καταβολή μέρος των εν γένει δικαστικών εξόδων των εναγόντων μέχρι την προκειμένη στάση της δίκης (ΠΠρΘεσσ 1015/2019, ΠΠρΑΘ 4653/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑΘ 1428/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη και συνεκτιμωμένων της εν γένει επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε και της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ειδικών περιστάσεων και των κάθε είδους πράγματι γενομένων δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών (ΚΠολΔ 106, 178 παρ.1, 189 παρ.1, 191 παρ.2 και Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να παράσχει λογοδοσία προς τους ενάγοντες και τον ομόρρυθμο εταίρο ………. και δη για την ενεργηθείσα από την ίδια την εναγομένη διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …….., που εδρεύει …….., κατά το χρονικό διάστημα από 28-11-2014 έως 31-12-2019.

ΤΑΣΣΕΙ προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη νόμιμη επίδοση προς την εναγομένη της παρούσας απόφασης, εντός της οποίας -προθεσμίας- αυτή πρέπει να καταθέσει λογαριασμό στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, συντασσομένης περί τούτου έκθεσης, ο οποίος να περιέχει πλήρη αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων και εν γένει όλων των οικονομικών στοιχείων και (τραπεζικών και λοιπών) συναλλαγών που η εναγόμενη πραγματοποίησε ως διαχειρίστρια της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …………, που εδρεύει ………. κατά το χρονικό διάστημα από 28-11-2014 έως 31-12-2019 (επισυνάπτοντας όλα τα απαιτούμενα -ήδη υπάρχοντα και τυχόν νέα- δικαιολογητικά έγγραφα και εν γένει όλα τα απαραίτητα νόμιμα παραστατικά στοιχεία εισπράξεων και δαπανών που σχετίζονται με τις αναγραφές στα τηρούμενα βιβλία, καθώς και να επισυνάψει τα πρόχειρα και επίσημα βιβλία που τηρήθηκαν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα σχετικά με όλες τις συναλλαγές) καθώς και το προκύπτον κατάλοιπο από την αντιπαράθεση αυτή της διαχείρισης.

ΑΠΕΙΛΕΙ κατά της εναγόμενης, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 946 παρ.1 ΚΠολΔ, και δη για την περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με την ανωτέρω υποχρέωσή της προς λογοδοσία και μη εν γένει εκτελέσεως της προηγούμενης διάταξης, χρηματική ποινή χιλίων ευρώ (1.000,00€) και προσωπική κράτηση ενός (1) μήνα .

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες, στην περίπτωση που η εναγομένη δεν καταθέσει καθόλου ή εμπροθέσμως λογαριασμό μεθ' όλων των απαιτούμενων κατά Νόμο παραστατικών στοιχείων και πάντως μετά την τελεσιδικία, το έλλειμμα ποσού είκοσι δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (22.256,56€), ήτοι συνολικό ποσό σαράντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων δεκατριών ευρώ και δώδεκα λεπτών (44.513,12€), νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

 ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη (σε περίπτωση άρνησής της να καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό με τα δικαιολογητικά εντός της ως άνω τασσόμενης προθεσμίας) σε καταβολή μέρος των εν γένει δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει -μέχρι την προκειμένη στάση της δίκης- στο συνολικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450,00€).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Καρδίτσα στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 20η-03-2023, με την παρουσία και της Γραμματέως, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ο 1ος λόγος αναίρεσης πρέπει και αιτούμαι να απορριφθεί διότι:

          1.       Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του 1ου λόγου αναίρεσης, δεν υπάρχει αιτίαση ότι η .. ένορκη βεβαίωση, ελήφθη χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις ή/και προσκομίστηκε εκπρόθεσμα, δηλ. μετά το πέρας της προθεσμίας προσθήκης-αντίκρουσης, είτε στον 1ο, είτε στον 2ο βαθμό. Αλλά και από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, όπως ενσωματώνονται και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, προκύπτει ότι αυτή παραδέχεται πως προσκομίστηκε με επίκληση νόμιμα και εμπρόθεσμα με τις προτάσεις (όχι με την προσθήκη) ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ελήφθη υπόψη. Δεν υπάρχει επίσης αιτίαση από τον αναιρεσείοντα, αλλ` ούτε και παραδοχή της προσβαλλόμενης, ότι συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου της παρ. 2 της ΚΠολΔ 529, δηλ. ότι προσήχθη για πρώτη φορά στο Εφετείο, ενώ τάχα δεν την είχα προσκομίσει στο πρωτόδικο από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαρεία αμέλεια. Δηλ. η προσβαλλόμενη απέκρουσε το απαράδεκτο αυτό, έστω και σιωπηρά, αφού την έλαβε υπόψη. Επιπλέον δεν υπάρχει αιτίαση, αλλ` ούτε και παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι το ανωτέρω αποδεικτικό μέσο, αποκρούστηκε πρωτόδικα. Επίσης σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, όπως ενσωματώνονται και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, προκύπτει ότι κατέληξε στο αποδεικτικό της πόρισμα για τη μείωση του τιμήματος, αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της αναλυτικά, δηλ. και άλλες ένορκες βεβαιώσεις εκατέρωθεν, τεχνικές εκθέσεις, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, δικαστικά τεκμήρια και τα διδάγματα της κοινής πείρας, «μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών». Δηλ. για την ανωτέρω αποδεικτική θεμελίωση (μείωση τιμήματος) δεν έλαβε υπόψη ειδικά και μόνο την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση και ούτε και ο αναιρεσείων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο.

          Ο λόγος όμως αναίρεσης της ΚΠολΔ 559.11, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο στήριξε τη δικανική του πεποίθηση στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως άλλωστε ρητά προκύπτει εν προκειμένω από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, και αυτή η αποδεικτική θεμελίωση δεν πλήττεται από τον αναιρεσείοντα, όπως ευκόλως επισκοπείται από το αναιρετήριο. (ΑΠ 2106/2007, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία:  «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. β΄ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Όμως αν το δικαστήριο στηρίζεται στο σύνολο των αποδείξεων και επαλλήλως σε ομολογία, αλυσιτελώς πλήττεται μόνον η τελευταία αιτιολογία (ΑΠ 276/1993 Ελ.Δνη1994, 1078). Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο προκειμένου να αιτιολογήσει την περί δεδικασμένου ως άνω κρίση του, αναφέρει ότι το Δημόσιο συνομολογεί ότι τα ήδη επίδικα ακίνητα είναι τμήματα του μείζονος ακινήτου του οποίου το ..... Ορφανοτροφείο, απώτερος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, ζήτησε με αγωγή του έναντι του Δημοσίου την αναγνώριση της κυριότητάς του. Όμως όπως ανελέγκτως, σε άλλο σημείο η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, προκύπτει από τις αποδείξεις ότι τα επίδικα ακίνητα ήσαν τμήματα της μείζονος εκτάσεως που νεμόταν το ...... Ορφανοτροφείο και μεταβιβάστηκαν το 1937 στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Ψ6. Επομένως η τελευταία παραδοχή επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το ως άνω ζήτημα, έτσι ώστε η επάλληλη αιτιολογία στην οποία περιέχεται η ομολογία αλυσιτελώς πλήττεται και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11β ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.». βλ. επίσης και ΑΠ 894/2011, ΝΟΜΟΣ)

          Συνεπώς ο ανωτέρω λόγος και ως προς τα δύο σκέλη (ένορκη βεβαίωση και σιωπηρή ομολογία για την οποία αναλυτικά κατωτέρω), είναι απορριπτέος για τον ανωτέρω λόγο.

          Επιπλέον ως προς το σκέλος της ενόρκου βεβαίωσης, είναι αόριστος και απαράδεκτος, γιατί δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο α) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου της ανωτέρω ενόρκου βεβαίωσης, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η βασιμότητα του ισχυρισμού και η επίδρασή του στο διατακτικό και β) δεν αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου προβλήθηκε στο δικαστήριο κατά τρόπο νόμιμο και ορισμένο, τόσο μάλλον καθόσον η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αυτή είχε προσκομισθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα με τις προτάσεις μου στο Εφετείο (και προκύπτει αυτό και από την επισκόπησή τους), οπότε και ο αναιρεσείων, όφειλε ήδη από τότε να προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό, κάτι όμως που δεν ισχυρίζεται, αλλ` ούτε και προκύπτει (ΑΠ 263/1989 ΕλλΔνη 1990, 527, ΑΠ 442/1993, ΕλλΔνη 1995, 88,90, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ τ.Ι, υπο 559. αρ. 118). Δηλ. για να είναι παραδεκτός ο λόγος, πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός περί απαραδέκτου κλπ του αποδεικτικού μέσου να έχει προταθεί κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη και το περιστατικό αυτό να αναφέρεται στο αναιρετήριο (562ΙΙ, ΑΠ 1510/2011, ΝΟΜΟΣ)

          Επίσης, ο ανωτέρω λόγος είναι μη νόμιμος, γιατί, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η .... ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη νόμιμα και προσκομίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο εμπροθέσμως στην προθεσμία προσθήκης-αντίκρουσης, δεν αφορά δήθεν αντίκρουση ισχυρισμού που προβλήθηκε για πρώτη φορά με τις προτάσεις (κάτι που δεν ισχύει όπως προκύπτει από την επισκόπησή της), πάντως το Εφετείο ορθά την έλαβε υπόψη κατά το άρθρο 529ΚΠολΔ, αφού προσκομίστηκε  με τις προτάσεις μου πριν τη συζήτηση, με επίκληση νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιόν του, όπως άλλωστε το παραδέχεται, γιατί ακόμα και έτσι, πρόκειται για «νέο» αποδεικτικό μέσο, καθόσον τέτοιο, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, χαρακτηρίζεται και το προσκομισθέν απαραδέκτως στο πρώτο βαθμό, αρκεί βέβαια να μην υπάρχει το απαράδεκτο της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, κάτι που, όπως ειπώθηκε, ούτε ο αντίδικος ισχυρίζεται, και οπωσδήποτε το απέκρουσε και η προσβαλλόμενη αφού το έλαβε υπόψη. (ΑΠ 419/1996, ΕλλΔνη 1997, 591). Γι` αυτό και οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν στο δευτεροβάθμιο ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν μετά τη συζήτηση στον 1ο βαθμό και μέσα στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο μετά τη συζήτηση (ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007, 1823, ΑΠ 509/2011, ΝΟΜΟΣ) ή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης (ΑΠ 586/2002, ΕλλΔνη 2003, 430). Δηλ. θα είχε νόημα να μιλάμε για την ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια όταν η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση προσκομίζονταν με επίκληση στο Εφετείο στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης «προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, …., εκτός και αν αφορά την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση στο Εφετείο» (ΑΠ 659/2007 κλπ). Δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση εδώ, ούτε το επικαλείται ο αναιρεσείων.

          2.       Η κρίση για ύπαρξη ή μη εξώδικης ομολογίας, εφόσον στηρίζεται στην εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφου (εδώ στην από 26-1-2028 εξώδικη απάντησή του αναιρεσείοντος στην από 19-12-2017 εξώδικη δήλωσή μου με την οποία προέβαινα σε δήλωση μείωσης του τιμήματος), δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΚΠολΔ 561.Ι). Αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το έγγραφο, όπως εδώ. (ΑΠ 1465/1997, Δ 1998, 413)

          Σύμφωνα με την ΑΠ 115/2008, ΝΟΜΟΣ  «Κατά το άρθρο 261 εδ. β` του ΚΠολΔ "Εφ` όσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση του διαδίκου και το σύνολο των ισχυρισμών του ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση του πραγματικού αυτού ισχυρισμού. Επομένως, αν δεν υπάρχει η ειδική αυτή αμφισβήτηση, η ύπαρξη της οποίας και μόνο ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δηλαδή η ευχέρεια να συναγάγει ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο διότι αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων. Μόνο δε εάν υπάρχει τέτοια ειδική αμφισβήτηση του κρίσιμου ισχυρισμού, η ύπαρξη της οποίας επίσης ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, και παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε ομολογία αυτού, υποπίπτει τούτο στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β` του ΚΠολΔ, δηλαδή εκείνη της παρά το νόμο λήψης υπόψη απόδειξης που δεν προσκομίστηκε

          Συνεπώς, ως προς το σκέλος αυτό (σιωπηρή ομολογία) ο λόγος είναι απαράδεκτος, γιατί δεν επικαλείται-αναφέρει για το ορισμένο αυτού, την ειδική άρνηση/αμφισβήτηση με τις προτάσεις του, η οποία θα απέκλειε την σιωπηρή ομολογία, δηλ. δεν επικαλείται και δεν ενσωματώνει στο αναιρετήριο το τμήμα εκείνων των προτάσεων του Εφετείου κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, από τις οποίες θα προέκυπτε η ειδική αμφισβήτηση του ύψους του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος τιμήματος των 37.380€. 

          Αλλά ούτε και από την επισκόπηση των ανωτέρω προτάσεών του προκύπτει κάποια ειδική αμφισβήτηση του ισχυρισμού μου περί του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος ανωτέρω τιμήματος και συνεπώς ο λόγος είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

          Σε κάθε περίπτωση και για την ίδια αιτίαση (ΚΠολΔ 559. 11β) αναφορικά και με την σιωπηρή ομολογία, αναφέρομαι στα ανωτέρω, δηλ. ότι δεν ιδρύεται σε κάθε περίπτωση, αφού το δικαστήριο στήριξε τη δικανική του πεποίθηση στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως άλλωστε ρητά προκύπτει εν προκειμένω από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης. Αυτή δε η αποδεικτική θεμελίωση (σύνολο αποδείξεων) δεν πλήττεται από τον αναιρεσείοντα, όπως ευκόλως επισκοπείται από το αναιρετήριο. Αναφέρομαι στις ΑΠ 2106/2007, ΝΟΜΟΣ, ό.α, και ΑΠ 894/2011, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία « Εξάλλου, σε περίπτωση που το δικαστήριο στηρίζεται στο σύνολο των αποδείξεων και επαλλήλως ή επικουρικώς σε ομολογία που δεν υφίσταται, αλυσιτελώς πλήττεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11β ΚΠολΔ μόνο η τελευταία αιτιολογία.». Βλ. επίσης και ΑΠ 276/1993, ΕλλΔνη 1994,1078)

                                                       ΙΙ

          Αναφορικά με τον 2ο λόγο, λεκτέα τα εξής, ήτοι:

          Δεν αμφισβητείται ότι κράτησα το πράγμα. Στην περίπτωση αυτή κατά την ΑΚ 543 ο αγοραστής «δικαιούται να απαιτήσει την αποκατάσταση κάθε ζημιάς που έχει άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας, τις δαπάνες που έκανε για τη διόρθωση της ελαττωματικότητας του πράγματος (βλ. Γεωργιάδη/Σταθόπουλο υπο 543. αρ. 11, ΑΠ 1760/1987 ΝοΒ 36, 1636), τη ζημία που έχει υποστεί από τη στέρηση της χρήσης του. Ο αγοραστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος και σωρευτικά να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία του από τις προαναφερόμενες (βλ. Κορνηλάκη ό.α, σελ. 290), να ζητήσει αποζημίωση και για τις λεγόμενες «περαιτέρω ζημίες» σε άλλο περιουσιακό έννομο αγαθό που οφείλονται αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πωλούμενου πράγματος» (Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ 2020, υπο 543. 5). Η ΑΠ 1588/2018 που επικαλείται ο αναιρεσείων, επιβεβαιώνει όλα τα ανωτέρω.

          Συνεπώς ορθά η προσβαλλόμενη μου επιδίκασε και τη θετική μου ζημία, συνιστάμενη σε ό,τι κατέβαλα για τη διόρθωση της ελαττωματικότητας του πράγματος, αφού σε περίπτωση που ο αγοραστής κρατεί το πράγμα δικαιούται και τη μείωση του τιμήματος (ΑΚ 540),   και την ανωτέρω ζημία σωρευτικά.

          Συνεπώς ο αναιρεσείων εκκινεί από λάθος προϋπόθεση: μετά την άσκηση των δικαιωμάτων της ΑΚ 540, δεν αποζημιώνεται μόνο η περαιτέρω ζημία, αλλά και η περαιτέρω ζημία. Δηλ. ομού με άλλες θετικές (π.χ δαπάνη επισκευής) ή άλλο διαφυγόν κέρδος (αδυναμία χρήσης, εκμίσθωσης, ζημία από σύμβαση κάλυψης κλπ) που έχουν άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας.

          Αυτό εξ άλλου είναι και τελολογικά ορθό, γιατί η ζημία από την έλλειψη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων του πράγματος, είναι εντελώς άλλη ποιοτικά από τη θετική ζημία για την επισκευή-διόρθωση του πράγματος, ή την αποθετική ζημία από τη στέρηση χρήσης κλπ, αφού μπορούν να υπάρξουν αυτοτελώς. Η πρώτη καλύπτεται με την μείωση του τιμήματος (ΑΚ 540), η δε δεύτερες με την ΑΚ 543. Η διαφορά είναι σαφής: εφόσον το φορτηγό κατά τη μετάθεση του κινδύνου (παράδοση) δεν είχε τις συμφωνημένες ιδιότητες που παραδέχεται η προσβαλλόμενη (λίγα χιλιόμετρα, συντηρημένος και αποδοτικός κινητήρας που δεν έχει ανοιχτεί και επισκευαστεί παλιότερα κλπ), τότε αυτές οι ελλείψεις επηρεάζουν αρνητικά την αξία του, σε σχέση με ένα που δεν θα είχε αυτές τις ελλείψεις. Η ζημία εδώ καλύπτεται από τη μείωση του τιμήματος. Αυτή δηλ. τη ζημία θα μου την επιδίκαζε, ακόμα και εάν δεν πάθαινε την ζημία που έπαθε ο κινητήρας, ή άλλα τμήματα του οχήματος (διαφορικό) από τα «εν σπέρματι» ελαττώματα. Εφόσον όμως από την έλλειψη ιδιοτήτων ή την ύπαρξη ελαττωμάτων που υπήρχαν εν «σπέρματι», ήταν υπαρκτά κατά το χρόνο παράδοσης και εξελίχθηκαν αιτιακά ώστε να επιφέρουν την ολοκλήρωση και ανάδειξή τους (παλιά υπερθέρμανση και καταπόνηση κινητήρα, άτεχνη τότε επισκευή κλπ), επήλθε και η καταστροφή του κινητήρα ή και ολοκληρώθηκε ένα ακόμη άλλο ελάττωμα «εν υπνώσει» μέχρι τότε (διαφορικό), τότε ο αγοραστής δικαιούται και όσα δαπάνησε για επισκευή τους, όσα στερήθηκε από την χρήση του κλπ. Εάν λοιπόν. π.χ αγόραζα ένα air-condition αξίας 100€ και ισόποσου τιμήματος, συμφωνώντας την ιδιότητα ψύξης έστω για 100τμ (12άρι), αλλά τελικά δεν την είχε παρά μόνο για 50τμ (9άρι χωρίς να έχει κανένα ελάττωμα τεχνικά), αξίας 50€, τότε η διαφορά ανάμεσα τους, δηλ. τα 50€, θα ήταν η ζημία μου (ΑΚ 540) εφόσον αποφάσιζα να κρατήσω το πράγμα (9άρι) με την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Εάν όμως αυτό είχε (κατά το χρόνο παράδοσης) και (εν σπέρματι) πραγματικό τεχνικό ελάττωμα εξ αιτίας του οποίου, όπως αποκαλύφθηκε αμέσως μετά, δεν μπορούσε να ψύξει ούτε τα 50τμ, γιατί σταμάτησε να λειτουργεί, η δαπάνη διόρθωσης του (το ίδιο και η ζημία από σύμβαση κάλυψης) είναι άλλη ζημία, αποκαταστατέα με ΑΚ 543. Κανείς εδώ δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η τελευταία αυτή ζημία «καλύφθηκε» από τη μείωση του τιμήματος, αφού είναι φανερό ότι δεν μπορούσε να υπολογιστεί και δεν υπολογίστηκε στην ανωτέρω διαφορά αξίας γιατί δεν αφορά το τίμημα. Άλλωστε εάν πράγματι αγόραζα ένα τέτοιο 9άρι με συμφωνημένη ιδιότητα ψύξης για 50τμ (και όχι για 100τμ), και πάλι εάν αυτό είχε πραγματικό ελάττωμα, την δαπάνη διόρθωσης επιβαρύνεται ο πωλητής μου εκ της σύμβασης. Εάν δε από την έλλειψη ψύξης συνεπεία του ελαττώματος βλάπτονται και άλλα πράγματα (φρούτα κλπ), αυτή είναι «περαιτέρω» ζημία, επίσης αποκαταστατέα (ΑΚ 543). Έτσι λοιπόν εάν αρχικά, δηλ. πριν την καταστροφή του κινητήρα, ο πωλητής μου (υποθετικά) δεχόταν την μείωση του τιμήματος ελλείψει των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων του κινητήρα και ικανοποιούσε την αξίωσή μου και αμέσως μετά επισυνέβαινε η καταστροφή του κινητήρα για τους ανωτέρω λόγους, ή ολοκληρώνονταν και η ανάδειξη και άλλου υπάρχοντος «εν σπέρματι» ελαττώματος (διαφορικό) μπορεί κανείς να υποστηρίξει σοβαρά ότι δεν θα εδικαιούμην και την δαπάνη επισκευής αυτών; Πολλού γε δεί, γιατί η ΑΚ 543, σύμφωνα με τον σκοπό της (βλ. αμέσως κατωτέρω), λέει το εξής απλό: δίνω στον αγοραστή, εφόσον κρατά το πράγμα, την διαφορά του τιμήματος από την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων (έτσι ώστε το τίμημα να ανταποκρίνεται τωόντι σε ένα πράγμα που τελικά δεν έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες). Δεν δίνω χρήματα-αποζημίωση για να το φέρει ο αγοραστής σε μια κατάσταση σαν να είχε εξαρχής της ιδιότητες που λείπουν. Δεν δίνω  δηλ. χρήματα για να «προσθέσει» σ` αυτό τις ελλείπουσες ιδιότητες. Εάν όμως ο αγοραστής δαπανήσει και για διόρθωση, τότε δεν δαπανά για να εξισορροπήσει την αξία του πράγματος επειδή αυτό δεν είχε τις συνομολογημένες ιδιότητες (αυτό έγινε με τη μείωση του τιμήματος), αλλά για τη ζημία του οφειλόμενη άμεσα είτε στην έλλειψη των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε σε αναφανέν πραγματικό ελάττωμα. Αυτή η θετική ζημία, δεν καλύπτεται από την εξισορρόπηση του τιμήματος που ήδη έγινε με την μείωση του τιμήματος. Αυτό είναι αυτονόητο, γιατί διαφορετικά με την ΑΚ 543 δεν θα αποζημιώνονταν ούτε το διαφυγόν κέρδος από την αδυναμία χρήσης (ΑΠ 60/1989 ΕΕΝ 1989, 938), ούτε η ζημία από τη σύμβαση κάλυψης (ΑΠ 1760/1987, ό.α), αλλά θα «καλύπτονταν» όλες οι ανωτέρω ζημίες από τη μείωση του τιμήματος, παρά το ότι έχουν άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας και δεν καλύπτονται από τη μείωση. Συνεπώς μόνο η κατάφαση της αποζημίωσης και στις ανωτέρω περιπτώσεις «μπορεί να φέρει (οικονομικά)  τον αγοραστή στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα»

          Συνεπώς και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος καθόσον δεν παραβιάστηκε (559.1) ούτε η ΑΚ 540, ούτε αυτή της ΑΚ 543.

          Επειδή όμως, όπως παγίως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1588/2018), η ΑΚ 543 αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος που γίνεται επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας της ΚΠολΔ 559.19, είναι μη νόμιμος, γιατί έπρεπε να αναφέρει (και έπειτα να προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης για να είναι και βάσιμος), την αντιφατικότητα, ή την έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με το αποδεικτικό πόρισμα της ότι η επιδίκαση των ανωτέρω ζημιών,  με έφεραν στη θέση που θα ήμουν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δηλ. ότι η ζημία μου από την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων και την ύπαρξη ελαττωμάτων, καλύφθηκε ήδη από τη μείωση του τιμήματος και μόνο. Θα συνέτρεχε δηλ. αυτή η αναιρετική πλημμέλεια εάν η προσβαλλόμενη μου επιδίκαζε μείωση τιμήματος και δαπάνη επισκευής, χωρίς π.χ να δέχεται ότι προέβην στην τελευταία (έλλειψη αιτιολογίας), ή παρά το ότι δέχθηκε ότι με την ικανοποίηση της αξίωσης «μείωσης του τιμήματος», καλύφθηκε όλη η ζημία μου οφειλόμενη στην έλλειψη των συμφωνηθεισών ιδιοτήτων ή στην ύπαρξη ελαττωμάτων (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχουν τέτοιες αιτιάσεις.

          Συνεπώς η αναίρεσή του είναι απορριπτέα καθ` ολοκληρίαν.

          Επειδή αρνούμαι και αποκρούω τις ενστάσεις, προτάσεις, ισχυρισμούς και αίτηση αναίρεσης του

          Για τους ανωτέρω λόγους και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και παριστάμενος κατά τη συζήτηση με δήλωση του πλ. δικηγόρου μου που υπογράφει την παρούσα

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί μου και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, όπως και οι προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην δικαστική μου δαπάνη.

                      Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

      ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Κατά το μέρος που έγινε δεκτή ως νόμιμη η αγωγή, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε με αυτή και αιτείται την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όχι ως εκπλήρωση παροχής ένεκα καταρτισθείσης σύμβασης (ή προσυμφώνου) την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, αλλά ως αποζημίωση ένεκα αξίωσης τάχα προς αποκατάσταση ζημίας συνεπεία αδικοπραξίας (ΑΚ 914 ή 919). Στην μεν πρώτη περίπτωση (συμβατική υποχρέωση), απαιτείται οπωσδήποτε συμβολαιογραφικό προσύμφωνο (τέλεια σύμβαση) γιατί αφορά ακίνητο. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Συνεπώς για τη νομιμότητα της αγωγής στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να γίνει επίκληση του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στην δεύτερη περίπτωση (υποχρέωση από το νόμο, που εν προκειμένω δέχθηκε η εκκαλουμένη), απαιτείται καταρχάς ο αγωγικός ισχυρισμός αλλά και η πλήρωση των όρων της αδικοπραξίας, ήτοι οπωσδήποτε ζημία και είτε να συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 914, είτε οι όροι άλλου αδικοπρακτικού λόγου ευθύνης, π.χ οι όροι της ΑΚ 919, ή αυτοί της ΑΚ 920 κλπ, οι οποίοι είναι διαφορετικοί. Διότι κάθε παρανομία της ΑΚ 914 δεν συνιστά αναγκαίως και αντίθεση στα χρηστά ήθη, ούτε προσβάλλει αναγκαίως την πίστη, το μέλλον κλπ. (Γεωργ-Σταθ. υπο 919.22 και υπο 920.9). Δηλ. για τη νομιμότητα της αγωγή πρέπει ο ενάγων να επικαλείται τα στοιχεία της αδικοπραξίας σαφώς και ορισμένως και να αιτείται  την καταδίκη σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας

Ειδικά εφόσον βάση (ιστορική-πραγματικά περιστατικά) της αγωγής συνιστά η αντίθεση στα χρηστά ήθη, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται όλες τις πραγματικές προϋποθέσεις της ΑΚ 919 για την κλήση σε εφαρμογή των εννόμων συνεπειών της (αποζημίωση). Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και  αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι οι εξής: 1. Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο.  2. Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξενήσεως ζημιάς, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλ’ αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημιάς στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3. Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον. 4. Να υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 137/2005, ΑΠ 864/2014). Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του ζημιωθέντος, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική, αναλογική σχέση (ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1385/2013).

            Για την κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα της σχετικής αγωγής πρέπει αυτή να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, καταφάσκουν προς το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται προς δικαστική κρίση η σχετική αξίωση, να αναφέρονται τα κίνητρα και ο σκοπός του υποκειμένου, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωση της συμπεριφοράς του (ΑΠ 1027/2021, 1678/2001, ΑΠ 1298/2006, ΑΠ 488/2010, ΑΠ 864/2014, ΝΟΜΟΣ).

 Εν προκειμένω η εκκαλουμένη παρά το νόμο δεν απέρριψε ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη την ένδικη αγωγή. Συγκεκριμένα κατά την εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα σ` αυτή για την πλήρωση της ΑΚ 919 και ΚΠολΔ 949, άλλως θώρησε επαρκή τα εκτεθειμένα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα, πραγματικά γεγονότα και οπωσδήποτε δεν έλαβε υπόψη γεγονότα που διαλαμβάνονται στην αγωγή και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων που εφάρμοσε και τις έννομες συνέπειές τους. Συγκεκριμένα:                          

          Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής, ο ενάγων, δεν ζητά την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση του ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Αντίθετα, επικαλείται υποχρέωσή μου προς μεταβίβαση του ακινήτου, συνεπεία προηγηθείσης προφορικής συμφωνίας μεταξύ μας προς μεταβίβασή του, δηλ. ως εκπλήρωση παροχής από προφορική «σύμβαση» που αφορά την μεταβίβαση του ακινήτου, η οποία φυσικά είναι άκυρη και δεν μπορεί να υποχρεώσει κατά το ουσιαστικό δίκαιο σε δήλωση βούλησης γιατί δεν περιεβλήθη τον συμβολαιογραφικό τύπο.

          Σύμφωνα με την ΑΚ 166 ««Η σύμβασις, δι` ης τα μέρη υποχρεούνται να συνάψωσιν ωρισμένην συμβασιν (προσύμφωνον) υπόκειται εις τον τύπον, ον ο νόμος ορίζει δια την συναπτέαν σύμβασιν.». Ως τύπος διά την συναπτέαν σύμβασιν νοείται ενταύθα μόνον το συμβολαιογραφικόν ή ιδιωτικόν έγγραφον, ουχί δε άλλως τις τύπος (Μπαλής, § 58∙ πρβλ. και Ράμμον, ΕρμΑΚ 166 αρ. 15). Αν η κυρία σύμβασις δεν υπόκειται κατά νόμον εις τύπον, ουδέ το περί ταύτης προσύμφωνον υπόκειται.. Το προσύμφωνον περί μεταβιβάσεως δικαιώματος επί ακινήτου δέον επί ποινή ακυρότητος να καταρτίζεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου (πρβλ. Τούσην, § 89, σημ. 2), διαφορετικά, δηλ. άτυπα ή με ιδιωτικό έγγραφο, δεν επιτρέπεται η καταδίκη σε δήλωση βούλησης με την ΚΠολΔ 949 εφόσον πρόκειται για ακίνητο. Αναφέρομαι πλήρως στην ΜΠΡΑθ 19/2010 και στην εκεί νομολογία και σκέψεις. Εν προκειμένω ούτε έγινε ποτέ συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, ούτε και ο ενάγων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο και συνεπώς η αγωγή του είναι νόμω αβάσιμη, ούτε και η εκκαλουμένη το παραδέχεται. 

          Προκύπτει δηλ. ότι ο ενάγων δεν αιτείται in natura αποζημίωση με πραγματικό την ΑΚ 919 ή έστω της ΑΚ 914, στην οποία στηρίζει μόνο αίτημα ηθικής βλάβης και όχι κάτι άλλο. Αντίθετα σαφώς ζητά «να αναγνωριστεί ότι…καταρτίστηκαν διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου» και ότι «λόγω αδυναμίας απόδοσης…η εναγομένη υποσχέθηκε αντι καταβολής του ποσού, την μεταβίβαση κατά πλήρη κυριότηταμε την προϋπόθεση ότι το ύψος του δανείου θα ανέρχεται στην αγοραία αξία του ακινήτου» και εν τέλει για τους ανωτέρω λόγους «να αναγνωριστεί η ύπαρξη αξίωσης προς δήλωση βούλησης και να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει….». Δηλ. επικαλείται σαφώς πραγματικά περιστατικά υποχρέωσης προς μεταβίβαση από συμφωνία (και όχι από άλλο λόγο) και γι` αυτό άλλωστε επικαλείται μεταβίβαση αντί καταβολής ισόποσης με την αγοραία αξία του. [την οποία ο ενάγων δεν επικαλείται (αοριστία) και η εναγομένη δεν την παραδέχεται (έλλειψη αιτιολογίας) αλλά, παρά ταύτα, αντί να απορρίψει την αγωγή, με καταδικάζει σε δήλωση για μεταβίβαση ακινήτου αδήλου αξίας για αποκατάσταση της ισχυριζόμενης αγωγικής ζημίας!]

          Για να μην απομείνει καμιά αμφιβολία: ο ίδιος στην από … που κατατέθηκε αυθημερόν, προσθήκη-αντίκρουσή του, ρητά ισχυρίζεται (σελ. 4) ότι « η αγωγή μου, όμως, στηρίζεται στην κατάρτιση συμβάσεως δανείου και την νεότερη συμφωνία απόδοσης αυτού με την μεταίβαση του οικοπέδου της εναγομένης, η οποία ως άτυπη και προφορική συμφωνία…κρίνεται νόμιμη και επιφέρει έννομα αποτελέσματα». Επίσης στην σελ. 2 αυτής, υπερθεματίζει ισχυριζόμενος ότι «η συμφωνία αυτή άτυπη, πλην όμως νόμιμη έγινε προφορικά αφού λόγω της ιδιαίτερα στενής οικογενειακής σχέσης…υπήρχε ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου…η συμφωνία αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από την μαρτυρική κατάθεση…»

          Επομένως η εκκαλουμένη διαστρέβλωσε πλήρως τους αγωγικούς ισχυρισμούς και έλαβε υπόψη πράγματα και ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν, αφού αυτός ζητούσε την όποια δήλωση βούλησης για το ακίνητο (βλ. κατωτέρω για τα τι ακριβώς ζητούσε), όχι ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, αλλά από σύμβαση  που ο νόμος εξοπλίζει με εκτελεστότητα, κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό και η εκκαλουμένη έπρεπε να απορρίψει την αγωγή, αφού δεν ισχυρίζεται και ούτε και η εκκαλουμένη παραδέχεται για την τοιαύτη σύμβαση, συμβολαιογραφικό έγγραφο αν και αφορούσε ακίνητο.            

          Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι ζητούσε την ανωτέρω «καταδίκη» σε δήλωση βούλησης ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, ή έστω από την ΑΚ 914 (και 386ΠΚ) και πάλι η εκκαλουμένη έσφαλε που δέχθηκε αυτή διότι: Η μόνη αναφορά της αγωγής σε αδικοπραξία είτε της ΑΚ 914, είτε της ΑΚ 919, είναι η αντιγραφή των άρθρων του νόμου και όχι πραγματικά περιστατικά περί αυτών. Δηλ. δεν επικαλείται, άλλως δεν επικαλείται σαφώς και ορισμένως πραγματικά περιστατικά, που αληθή υποτιθέμενα «καλύπτουν» τους ειδικούς όρους, δηλ. το πραγματικό (tatbestand) της όποιας αδικοπρακτικής ευθύνης των ανωτέρω διατάξεων, δηλ. είτε της απάτης, είτε της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, περιστατικά περί του δόλου, όπως και περιστατικά περί της ελάχιστης αιτιώδους συνάφειας, έτσι ώστε η συμπεριφορά αυτή να μπορεί να ελεγχθεί ότι συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας.  

          Δεν ισχυρίζεται δηλ. πραγματικά περιστατικά  ψευδών εν γνώσει μου, παραστάσεων γεγονότων ως αληθών ή αποσιώπησης αληθών, με τι σκοπό και πώς αυτές συνδέονται με διάθεση περιουσίας εκ μέρους του και ποια η εξ αυτής ζημία. Αλλ` ούτε και ισχυρίζεται περιστατικά επαγωγής με πρόθεση ζημίας και μάλιστα με τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, ποια είναι αυτά και πότε και που επικρατούντα κλπ. και πώς αυτή η συμπεριφορά, η οποία επιπροσθέτως πρέπει να ήταν και αντικειμενικά πρόσφορη, αιτιακά προκάλεσε την ζημία.  Σημειώνεται, ότι η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής, δεν συνιστά καθεαυτήν αδικοπραξία, εκτός εάν συντρέχουν και οι όροι της τελευταίας, ώστε και χωρίς τη συμβατική σχέση να πρόκειται για υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά. Συνεπώς στην αγωγή του δεν αρκούσε να ισχυριστεί την συμβατική σχέση και την παραβίασή της, αλλά και τα τυχόν ανωτέρω (ενδεικτικά) περιστατικά παρανόμου, υπαιτίου και ζημιογόνου συμπεριφοράς (ΑΚ 914,919), δηλ. περιστατικά αδικοπρακτικής ευθύνης, τα οποία όπως ειπώθηκε απουσιάζουν.  Η αναφορά του σε πράξη αδικοπραξίας, ήγουν απάτης συνιστάμενης σε ψευδείς τάχα υποσχέσεις, και αληθή υποτιθέμενα δεν έλκουν σε εφαρμογή τις συνέπειες της ΑΚ 914 σε συνδυασμό με την τάχα παραβιασθείσα ποινική διάταξη της ΠΚ 386, γιατί αν μη τι άλλο δεν πρόκειται για παράσταση γεγονότων. Οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, δηλ. ακόμα και η ενυπάρχουσα τυχόν στην σύναψη της σύμβασης πρόθεση του οφειλέτη να μην εκπληρώσει (που εδώ δεν υπάρχει ούτως ή άλλως, αφού πρόκειται για άκυρη από την αρχή προφορική συμφωνία μεταβίβασης ακινήτου), δεν είναι γεγονότα και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν το «παράνομο» της απάτης κατά πάγια νομολογία (ΑΠ 774/2020, 651/2020, 527/2020 κλπ). Μάλιστα γίνεται δεκτό ότι επι υποσχέσεων ή διαβεβαιώσεων για μελλοντικό γεγονός, όπως εδώ ο ίδιος επικαλείται, ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης της παραπλάνησης και της επενεχθείσης πλάνης, αφού τέτοιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για μελλοντικά γεγονότα δεν είναι ικανές αντικειμενικά να προκαλέσουν πλάνη (Χρ.Μυλωνόπουλος, Ειδ. Μέρος, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2001, παρ. 12. αρ. 862-865).

           Όχι μόνο δεν επικαλείται τα ανωτέρω αναγκαία, αλλά, αντίθετα ομολογεί πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν εντελώς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (ΑΚ 914 και 919) αφού ομολογεί, ότι προέβη στον δανεισμό όχι από δικές μου πράξεις εξαπάτησης και υποσχέσεις περί μελλοντικής μεταβίβασης,   ούτε και από δόλια περί την επαγωγή της ζημίας του, συμπεριφορά μου αντικείμενη τάχα στα χρηστά ήθη, αλλά καθαρά από δική του απόφαση, επιθυμία και θέληση.

          Πράγματι ομολογεί στην σελ. 1 ότι για το διάστημα από 1992 έως 2001 με έβλεπε σε άσχημη οικονομική κατάσταση και χωρίς δισταγμό (η έκφραση δική του) μου δάνειζε σταδιακά μέχρι το 2001. Δεν επικαλείται καμία «παράνομη» συμπεριφορά μου που να εμπίπτει στις ΑΚ 914,919,386ΠΚ. Μάλιστα ομολογεί σελ. 2 ότι «μετά από παρακλήσεις της μητέρας» του και όχι δικές μου (πολλώ δε μάλλον εξαπάτησή μου), «ενέδιδα και δάνεισα». Αλλά και μετά το ανωτέρω διάστημα δηλ. από το 2002 και μετά, όταν δηλ. διατείνεται ότι (εγώ) «ανέφερε ότι θα μου μεταβιβάσει το οικόπεδό της», ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι «δεν είχα σκοπό να αποξενώσω την θεία μου από την πατρική της περιουσία». Είχε λάβει δηλ. τις αποφάσεις του και είχε ήδη προαποφασίσει ανεξάρτητα από τη δική μου συμπεριφορά, αφού ομολογεί ότι τον σκοπό που ανωτέρω είχε, δεν τον διαμόρφωσα εγώ, αλλά ο ίδιος. (για την κρισιμότητα του σκοπού στην εφαρμογή της ΑΚ 919, βλ. ό.α ΑΠ 1027/2021).  Επίσης για το διάστημα μετά το 2004 (σελ. 4) ότι «δεν πίεζα άμεσα την εναγόμενη για την κατάρτιση του συμβολαίου, άλλωστε γνώριζα ότι με τα οικονομικά της προβλήματα δεν μπορούσε να αποκτήσει φορολογική ενημερότητα» (πώς λοιπόν παραπλανήθηκε ότι θα γίνει η μεταβίβαση, όταν γνώριζε ήδη ότι αυτή δεν γίνεται;) και επιπλέον (σελ. 5 αγωγής) ότι «της πρότεινα αναλογιζόμενος ότι δεν θέλει να απωλέσει την πατρική της περιουσία, να μου επιστρέψει σταδιακά τα δανεικά σε βάθος χρόνου.». Και όταν όπως ισχυρίζεται (σελ. 5) άρχισε να έχει αμφιβολίες, «η μητέρα μου απαντούσε ότι δεν είναι δυνατόν» εγώ να τον εξαπατήσω. Η μητέρα του ισχυρίζεται ότι έδινε τέτοιες διαβεβαιώσεις, όχι εγώ. Και εν τέλει (σελ. 6) ότι «Η λογική αντιμετώπιση όμως της κατάστασης οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι μόνο με την εκ νέου δανειοδότηση…». Και όλα αυτά αφού είχε προηγηθεί, κατά τους ισχυρισμούς του, δήθεν η άρνησή μου το 2010 να υπογράψω το συμβόλαιο που ήταν σχεδόν έτοιμο στα χέρια του συμβ/φου.

          Για ποια λοιπόν πράξη απάτης ή αντίθεση σε χρηστά ήθη μιλάμε όταν ο ίδιος ομολογεί ότι προέβη σε δανεισμό όχι μετά από δική μου πράξη, αλλά μετά από δική του απόφαση και δική του λογική αξιολόγηση-αντιμετώπιση των πραγμάτων;. Αλλά και σε κάθε περίπτωση, εδώ ομολογεί ότι ακόμα και μετά τις ψευδείς τάχα υποσχέσεις μου, πρόκειται καθαρά για δικές του αποφάσεις μετά από παράκληση της μητέρα του και για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών  μετά από δική του αξιολόγηση και κρίση ότι πρέπει να μου δανείσει. Ποια είναι λοιπόν η αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της πράξης μου των ψευδών υποσχέσεων ακόμα και εάν αυτή υπήρξε, που το αρνούμαι κατηγορηματικά (άλλη πράξη-περιστατικά εκτός από ψευδείς τάχα υποσχέσεις για το μέλλον, δεν επικαλείται) και της «πλάνης» του, όταν ευθέως ομολογεί ότι βασίστηκε σε προσωπικές κρίσεις, αξιολογήσεις και παρακλήσεις τρίτων;. Άλλωστε όπως ειπώθηκε, η παραπλάνηση της ΠΚ 386 πρέπει να οφείλεται (αιτιώδης συνάφεια) στην παράσταση ψευδών γεγονότων. Εάν οφείλεται σε μελλοντικές υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις για το μέλλον, δεν πρόκειται για γεγονότα και άρα αποκλείεται η παραπλάνηση εκ του λόγου αυτού. Συνεπώς όφειλε η εκκαλουμένη να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη με τέτοιους ισχυρισμούς αφού και αληθείς υποτιθέμενοι αποκλείουν την πλήρωση της ΑΚ 919 που εφάρμοσε.                                                

          Όμως, πέραν τούτων, η εκκαλουμένη δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών που υπαγόμενα ορθά, δηλ. χωρίς ελλείψεις, ασάφειες και λογικά κενά, πληρούν τωόντι το πραγματικό της ΑΚ 919 ή έστω της ΠΚ 386 (σε συνδυασμό με ΑΚ 914). Δηλ. πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ανεπάρκεια, άλλως ασάφεια) αφού ελλείπουν, άλλως είναι ανεπαρκή τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται για τη δικαιολόγηση εφαρμογής της ΑΚ 919 και έτσι είναι ανέφικτος ο έλεγχος ορθής εφαρμογής της. Γιατί, αναφορικά με την «παρανομία» είτε για την πλήρωση της ΑΚ 919 (πράξη αντίθετη στα χρηστά ήθη), είτε της ΠΚ 386-914ΑΚ (πράξη εξαπάτησης), δεν παραδέχεται κανένα πραγματικό περιστατικό που απαιτεί το πραγματικό τους. Παραδέχεται μόνο ότι «υποσχέθηκε στον ενάγοντα ότι θα του μεταβιβάσει κατά κυριότητα, αντί καταβολής το ακίνητο…» και ότι «για να μπορεί να συνεχίζει να αποσπά ως δάνειο χρηματικά ποσά, παρέδωσε σ` αυτόν κατά το έτος 2004 την κατοχή του οικοπέδου της…». Και αληθή υποτιθέμενα όμως αυτά που παραδέχεται, πώς και με ποια αιτιολογία τα υπήγαγε στην έννοια της πράξης που τελεί σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, και επιπλέον είναι αντικειμενικά πρόσφορη να επιφέρει ζημία, έτσι ώστε να αιτιολογήσει σοβαρά και εμπεριστατωμένα την εφαρμογή της ΑΚ 919;. Είναι φανερό από τις ανωτέρω παραδοχές της ότι αναβίβασε την «υπόσχεση» (ούτε καν την ψευδή υπόσχεση αφού καμία τέτοια παραδοχή δεν διαλαμβάνει), σε πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη κατά την ΑΚ 919, αν και, η ψευδής υπόσχεση και διαβεβαίωση δεν μπορεί να πληροί κατά νόμω ούτε καν την πράξη απάτης της πΚ 386.  

          Επιπλέον, δεν διέλαβε καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών για την αιτιολόγηση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην όποια παραδεχόμενη παράνομη πράξη μου (δηλ. την υπόσχεση αφού αυτή μόνο παραδέχεται) και στην επέλευση της ζημίας του. Πώς και με ποια αιτιολογία, δηλ. με ποιες παραδοχές πραγματικών περιστατικών στην αιτιολογία της (σκεπτικό) οδηγήθηκε στην κρίση ότι «υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος», όταν ο ενάγων ομολογεί τα ανωτέρω περί δικών του αποφάσεων, σκοπών και αξιολογήσεων που τον οδήγησαν μετά από λογική αντιμετώπιση, αλλά και τις προτροπές τρίτων, στην συνέχιση του δανεισμού;. Εδώ πρόκειται για πλήρη ανεπάρκεια των αιτιολογιών αναφορικά με την αιτιότητα τουλάχιστον, που γεννούν λόγους αναίρεσης (559.1,19 ΚΠΟλΔ).                                              

          Περαιτέρω, υφίσταται η ίδια έλλειψη αιτιολογίας και αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που δέχθηκε ότι πρέπει να αποκαταστήσω με την «φυσική αποκατάσταση». Γιατί ενώ παραδέχεται ως ζημία το ποσό των 14.136,87€, δεν παραδέχεται πουθενά ποια είναι η αξία του ακινήτου για την μεταβίβαση του οποίου με καταδίκασε σε δήλωση βούλησης. Είναι ισόποσο, μικρότερο ή μεγαλύτερο;. Διότι στην τελευταία περίπτωση κατά το «επιπλέον» της αξίας, ο ενάγων αυτονόητα πλουτίζει αδικαιολόγητα. Συνεπώς, πώς μετά ταύτα οδηγήθηκε στην κρίση περί καταδίκης μου σε μεταβίβαση όλου του ακινήτου ως φυσική αποκατάσταση της ζημίας και όχι κάποιου ποσοστού, ισόποσης αξίας με την ζημία;

          Αλλά, πρωτίστως, ώφειλε να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη, αναφορικά με την έλλειψη του ισχυρισμού περί της αξίας του ακινήτου, καθόσον ακόμα και εάν υποτεθεί ότι ο ενάγων ζητά τωόντι συνεπεία αδικοπραξίας (και όχι από δικαιοπρακτική ευθύνη), για την αποκατάσταση της ζημίας του την καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την μεταβίβαση του ακινήτου, ώφειλε να ισχυριστεί εκτός από το ύψος της ζημίας, και την αξία του ακινήτου, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί (και να αντικρουστεί) εάν με την μεταβίβαση επέρχεται και σε ποιο βαθμό η φυσική αποκατάσταση της ζημίας.                                                 

          Το δικαστήριο που δίκασε ήταν καθ` ύλην αναρμόδιο. Η αρμοδιότητα στην περίπτωση της ΚΠολΔ 949 καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας εφόσον, όπως εδώ, είναι αποτιμητό σε χρήμα αφού πρόκειται για ακίνητο. Η αγοραία και πραγματική αξία του επιδίκου κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αλλά και συζήτησης, ανέρχεται σε 50.000€ τουλάχιστον, ενόψει της έκτασης, θέσης, και είδους του, με βάση τις τιμές του οικείου τομέα συναλλαγών στην περιοχή της Καρδίτσας και στον ανωτέρω τόπο που αυτό κείται, καθόσον μπορεί να οικοδομηθεί, είναι άρτιο και πολύ κοντά στην Καρδίτσα με συνεχή και απρόσκοπτη συγκοινωνία και περιβαλλόμενο από δρόμους. Η εκκαλουμένη όπως ειπώθηκε, δεν παραδέχθηκε ποτέ την αξία του ακινήτου, αν και ήταν σημαντικότατο ζήτημα (και για το ορισμένο της αγωγής) σύμφωνα με όσα αμέσως στον προηγηθέντα λόγο αναφέρθηκαν και επιπλέον φαίνεται να δέχθηκε την αρμοδιότητά της με βάση το ποσό της ισχυριζόμενης ζημίας του ενάγοντος και όχι από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ακίνητο), ήτοι της υπο κατάρτιση δικαιοπραξίας, παρότι ο ενάγων δεν ζητούσε την αποζημίωση σε χρήμα. Έτσι δεν όρισε ποτέ αποδείξεις για την αξία του η οποία εξικνείται πλέον του ποσού αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου και έτσι έσφαλε και δέον και αιτούμαι να εξαφανιστεί και για το λόγο αυτό. Σε κάθε περίπτωση ΖΗΤΩ την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από μηχανικό με τι ειδικές γνώσεις της επιστήμης, για την απόδειξη της αξίας του ακινήτου μου.                                       

          Η εκκαλουμένη επιδίκασε πλέον του αιτηθέντος. Ενώ απέρριψε ορθά ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, ωστόσο κατά το διατακτικό της με καταδίκασε σε «δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου με την οποία θα μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα στον ενάγοντα το οικόπεδό της…». Όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων ζήτησε μόνο «να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει…το ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα.». Δεν ζήτησε την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάσω το ακίνητο. Είναι άλλο η καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάζεται η κυριότητα και άλλο εντελώς η καταδίκη μου να μεταβιβάσω το ακίνητο άνευ δηλώσεως βουλήσεως την οποία δεν ζητά. Και ούτε φυσικά μπορεί να νοηθεί ότι τοιαύτη καταδίκη σε δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου εμπεριέχεται στο αίτημα για αναγνώριση προς δήλωση βούλησης ή ότι πρέπει να την υποθέσουμε ως περιεχόμενη τάχα στο αίτημα για καταδίκη  μεταβίβασης του ακινήτου, αφού πριν από την μεταβίβαση της κυριότητας (εμπράγματη και αιτιώδης δικαιοπραξία) , προηγείται κατά νόμω η καταδίκη σε δήλωση βούλησης περί αυτής (αιτία), άνευ της οποίας δεν μπορεί να επιτευχθεί η εμπράγματη (μεταβίβαση κυριότητας). [Γι` αυτό και παγίως γίνεται δεκτό ότι η τελεσίδικη απόφαση της ΚΠολΔ 949 εκτελείται με επιταγή προς εκτέλεση μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες που θα επέφερε οι οικειοθελής δήλωση βούλησης. Εφόσον δε πρόκειται για συμβ/κο τύπο, με την απόφαση  υποχρεώνεται ο οφειλέτης μετά από πρόσκληση να προσέλθει στον ορισθησόμενο συμβ/φο κλπ και εάν δεν συμμορφωθεί θεωρείται ότι υπάρχει πλασματική δήλωση. Μέχρι τότε έχει δικαίωμα ανακοπής 933 και αίτησης αναστολής (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚπολΔ 2, 2021, υπο 949, 10-12). Και εφόσον η πλασματική δήλωση περιβληθεί και το νόμιμο τύπο, γίνουν οι νόμιμες διατυπώσεις και μεταγραφή, τότε επέρχεται η μεταβίβαση. (ό.α αρ. 13 όπου και νομολογία)]                                   

          Ουχί ορθώς και όλως εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε το σχετικό αγωγικό αίτημα και με υποχρέωσε να παραδώσω το ακίνητο. Το αίτημα είναι μη νόμιμο, όπως και το διατακτικό. Δεν πρόκειται για αγωγή νομής (πολλώ δε μάλλον που η εκκαλουμένη δέχεται ότι ο ενάγων «νέμεται το οικόπεδο και το εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του»). Ο ενάγων ώφειλε να ισχυριστεί και η εκκαλουμένη να παραδεχθεί κάποια από τις περιπτώσεις της πρόωρης δικαστικής προστασίας κατ` άρθρο 69 ΚπΟλΔ για να διατάξει και την διενέργεια της ανωτέρω υλικής πράξης της παράδοσης (ό.α αρ. 10 όπου και νομολογία). Όμως τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε ποτέ με την αγωγή και συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε και στο σημείο αυτό.

ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Α.Π.1575/2022. Σωματική βλάβη από αμέλεια με παράλειψη . Εγκυρότητα κλητηρίου θέσπισματος .

Για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. άλλων στοιχείων, πρέπει επιπλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, σε περίπτωση δε που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται αυτός (κανόνας δικαίου), ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου.

Αριθμός 1575/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:                   Γεώργιο Χριστοδούλου,

Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 610/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου .... Με κατηγορούμενο τον …… του …….., κάτοικο ………, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ………… και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την ………… του ………, κάτοικο ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Βρόντο.

Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο ..., με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Λάμπρος Σοφουλάκης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2022 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, έλαβε αριθμό 16/2022, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 316/2022.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Οι διατάξεις του άρθρου 504 παρ. 1, 4 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζουν ότι: «1. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368). (...) 4. Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται.». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ. (Ν. 4620/2019, Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο) ορίζει ότι: «Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507», ενώ η διάταξη του άρθρου 507 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 155 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: «Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν.». Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 137 και 548 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής διώξεως και την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να επιτρέπεται και η κατ’ αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 464 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με την οποία «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα». Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου όμως, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας του ενός (1) μηνός από τότε που αυτή καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στην περίπτωση κατά την οποία από παραδρομή ή εσφαλμένη κρίση ακυρωθεί από το δικαστήριο έγκυρο κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε, λόγω ανατροπής της χωρήσασας με την επίδοσή του (κλητηρίου θεσπίσματος) αναστολής της παραγραφής, παύσει οριστικά την ασκηθείσα εναντίον του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, επειδή είχε συμπληρωθεί ο από τον νόμο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξης, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά της ανωτέρω περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, απόφασης, αλλά και δικαίωμα να συμπροσβάλει και την προπαρασκευαστική περί ακύρωσης του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση, θα κριθεί δε από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση αυτή από πλευράς ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 321 του Κ.Ποιν.Δ. και 113 του Π.Κ. (Α.Π. 261/2013).

II. Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου .., ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο….. του …….. και της …….., κάτοικο ……… (οδός ……. αρ. ..), που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., που τηρείται στη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου ..., την 22-3-2022, με αριθμό 127, με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση), μεταξύ άλλων, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα και εναντίον του ανωτέρω αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινική δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που φέρεται ότι τελέστηκε στην ………., το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, σε βάρος της ……… του ………., ύστερα από την ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση στην αρμόδια γραμματέα του Αρείου Πάγου, την 30-3-2022, για την οποία (δήλωση) συντάχθηκε η υπ’ αρ. 16/30-3-2022 έκθεση αναίρεσης, είναι δε παραδεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 505 παρ. 2, 507, 473 παρ. 3, 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), περιλαμβάνει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, συνιστάμενους σε υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ.), έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, με την παρουσία τόσο του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, ……… του …., όσο και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, …… του …...

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 172 παρ. 1, 174 παρ. 2, 320 και 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος), το οποίο πρέπει να περιέχει, μεταξύ και άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και το άρθρο του ποινικού νόμου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη, τα στοιχεία δε της πράξης, πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ακριβής καθορισμός της αξιόποινης πράξης νοείται, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιόποινου της πράξης και την απειλούμενη ποινή, χωρίς όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό έγγραφο της δίκης, σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται (Α.Π. 1023/2019). Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί μέσα στη συντομότερη προθεσμία, στη γλώσσα που κατανοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της σε βάρος του κατηγορίας, να διαθέτει δε τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, αλλά και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. α’ και β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, έχει δε επίσης υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο περιέχει παρόμοια ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Διαφορετικά το κλητήριο θέσπισμα, αν δεν περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, είναι άκυρο, κατά το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., οι σχετικές δε ελλείψεις αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία, σε περίπτωση δε έλλειψής τους, από το αποδεικτικό επίδοσης (άρθρο 321 παρ. 5 του Κ.Ποιν.Δ.). Περαιτέρω, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, πρέπει, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., να προταθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, άλλως καλύπτεται, κατά το άρθρο 175 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα (Α.Π. 515/2020). Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία στον κατηγορούμενο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με πράξη ή παράλειψη, το κλητήριο πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της πράξης, κατά τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά της στοιχεία, καθώς και τη διάταξη του ποινικού νόμου που την προβλέπει και την τιμωρεί (άρθρα 28, 314 παρ. 1 του Π.Κ.). Όμως, όταν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, οπότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού, που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί και συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. άλλων στοιχείων, πρέπει επιπλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, σε περίπτωση δε που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται αυτός (κανόνας δικαίου), ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Περαιτέρω, η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκληση του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, διότι η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί για τον καταλογισμό της αστικής ευθύνης. Εξάλλου, στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (Α.Π. 107/2019). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια ασθενούς στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα αυτό, ως συνέπεια ιατρικής πράξης ή παράλειψης, οφείλεται σε παράβαση από αυτόν (ιατρό) των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση, η ενέργεια ή παράλειψή του δε αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από τον νόμο. Ειδικότερα, μετά την κατάργηση, με το άρθρο 341 του Ν. 4512/2018 (Φ.Ε.Κ. 5/17-1-2018, τεύχος πρώτο), του άρθρου 24 του διατηρηθέντος σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., κατά το άρθρο 47 του Εισ.Ν.Α.Κ., Α.Ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», το οποίο όριζε ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 3 παρ. 2 και 3, 9 παρ. 3 του Ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» (Φ.Ε.Κ. 287/28-11- 2005, τεύχος πρώτο), καθώς και από την εγγυητική θέση του απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (Α.Π. 259/2021, Α.Π. 1161/2020). Έτσι, ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του υπό την ανωτέρω ιδιότητά του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς που επιμελήθηκε, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του ασθενούς, καθώς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή αυτά συμπτώματα και τις παρεπόμενες βλάβες που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε ιατρική επέμβαση (Α.Π. 1057/2016). Ειδικότερα, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του, σύμφωνα με τους επιτακτικούς κανόνες που προαναφέρθηκαν (Α.Π. 1863/2019). Εξάλλου, αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα ανωτέρω πρόσθετα στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε αυτό (κλητήριο θέσπισμα) και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ. (Α.Π. 261/2013). Η ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είναι σχετική και αφορά σε προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εγκαίρως ακυρότητα και αντίρρηση για την πρόοδό της (Α.Π. 1023/2019).

!V. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, η προθεσμία δε της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιάφορα αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής, ήτοι, αν ακυρωθεί το κλητήριο θέσπισμα από το δικαστήριο, η επίδοσή του δεν έχει διακόψει την παραγραφή, αν δε έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό της, το δικαστήριο νομίμως προχωρεί στην οριστική παύση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης εναντίον του υπαιτίου (ΑΠ 1465/2016, Α.Π. 261/2013).

  • Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.), υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι, ή παραλείπει να αποφανθεί για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. Α.Π. 3/2005, Α.Π. 648/2021). Τέτοια υπέρβαση εξουσίας συντρέχει και ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή σχετικού ισχυρισμού, προβεί σε ακύρωση κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπεία μη ακριβούς περιγραφής της πράξης για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί, καθώς και όταν, ύστερα από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, προβεί στην ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ αυτό δεν πάσχει από ακυρότητα, ακολούθως δε παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αντί να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης (Α.Π. 473/2022).
  • H επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή στην καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές, προπαρασκευαστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (Α.Π. 1306/2020). Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση, που δέχεται ισχυρισμό (ένσταση) του κατηγορουμένου για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, καθώς και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην επί του ανωτέρω ισχυρισμού κρίση του (Α.Π. 697/2019). Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 658/2021).
  • Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, άσκησε εμπρόθεσμα και παραδεκτά, όπως ήδη προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο II σκέψη, την κρινόμενη υπ’ αρ. έκθεσης 16/30-3-2022 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ..... Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε οριστικά η εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, …….. του …….., ασκηθείσα ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία …….του ……., με παράλειψη, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, συνεπεία πενταετούς παραγραφής, επειδή με την ταυτάριθμη προηγούμενη απόφασή του το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας, αφού αποδέχθηκε υποβληθέντα σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, ακύρωσε [εσφαλμένα κατά τις αιτιάσεις της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ειδικότερα δε κυρίως καθ’ υπέρβαση εξουσίας, σε κάθε δε περίπτωση χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.] το υπό στοιχεία Αριθμός Βιβλίου Μηνύσεων: ....κλητήριο θέσπισμα της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ..., που επιδόθηκε νομότυπα σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο) εντός της πενταετίας από την τέλεση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξης, με το οποίο (κλητήριο θέσπισμα) παραπέμφθηκε ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου της ουσίας, για να δικαστεί γι’ αυτήν. Ειδικότερα, η αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος να δικαστεί στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου της ουσίας συνίστατο, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, κατά πιστή αντιγραφή, στο ότι από κοινού με τους αναφερόμενους σ’ αυτό συγκατηγορουμένους του (με την διευκρίνιση ότι πρώτος κατηγορούμενος στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα είναι ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος): «(...) στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος ως ιατρός χειρουργός - μαιευτήρας - γυναικολόγος, ασκώντας ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς του στην μαιευτική - γυναικολογική και χειρουργική κλινική με το διακριτικό τίτλο «………..», ο δεύτερος κατηγορούμενος ως ιατρός αναισθησιολόγος, συνεργαζόμενος με την ανωτέρω κλινική και οι, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη των κατηγορουμένων, με την ιδιότητά τους ως καταστατικών εκπροσώπων (Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και μελών αντιστοίχως) της ανωτέρω κλινικής, προέβησαν στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της η ……… του ………. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεώς του, να υποβάλει την …….., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο, η οποία πράγματι έλαβε χώρα σε χειρουργείο της ανωτέρω κλινικής την 26/08/2016, είχαν δε οι κατηγορούμενοι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσουν την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσουν την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσουν τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσουν την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016, όμως κατά την χορήγηση στην ……… της επισκληριδίου αναισθησίας σε καθιστή θέση μέσω βελόνας <ΤΗΟΥ 18G> στο διάστημα μεταξύ των οσφυϊκών σπονδύλων 03 - 04, το δεξί πόδι της ……… τινάχτηκε προς τα επάνω και άρχισε αμέσως να μουδιάζει χάνοντας η ίδια πλήρως την αίσθηση αυτού. Την ίδια ημέρα και μετά από μερικές ώρες από την διενέργεια της επέμβασης, η παθούσα άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα χειροτέρευσης της υγείας της (έντονους σπασμούς και στα δύο χέρια), τα οποία ανέφερε αμέσως στους κατηγορούμενους, οι οποίοι όμως δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποκατάσταση της υγείας της, ενώ, όταν στην συνέχεια η παράλυση και η αναισθησία στο δεξιό πόδι της επέμενε υπάρχουσα κατά τις βραδινές ώρες, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι τελευταίοι αξιολόγησαν τα συμπτώματα ως περαστικά μη προβαίνοντας σε οποιαδήποτε ενδεδειγμένη ενέργεια. Την επόμενη ημέρα, ήτοι το Σάββατο 27/08/2016 και εφόσον τα συμπτώματα της παράλυσης και αναισθησίας παρέμεναν ισχύοντα, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν την ιατρό νευρολόγο . …….., η οποία - αφού εξέτασε κλινικά την παθούσα - διέγνωσε ότι εμφανίζει πάρεση δεξιού κάτω άκρου και υπαισθησία αυτού, καθώς και στο δεξί σκέλος κατάργηση αντανακλαστικού γόνατος και αχίλλειου, ενώ συνέστησε την διενέργεια <MRI ΟΜΣΣ>. Εν τούτοις, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν ασθενοφόρο από το ιατρικό κέντρο «…..», προκειμένου να υποβληθεί η παθούσα σε αξονική τομογραφία και όχι σε μαγνητική, που είχε συστήσει ως ενδεικνυόμενη η ανωτέρω νευρολόγος. Σύμφωνα δε με από 27/08/2016 έγγραφο του ανωτέρω ιατρικού κέντρου, που συνέταξε η ιατρός - ακτινοδιαγνώστης …..., συνεστήθη περαιτέρω διερεύνηση με MRI, αλλά ουδόλως οι κατηγορούμενοι παρέπεμψαν την παθούσα στο αρμόδιο διαγνωστικό κέντρο προς διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας. Την Δευτέρα 29/08/2016 διαπιστώθηκε αδυναμία ούρησης της παθούσας, η οποία δεν είχε αίσθηση του ελέγχου ούρησης και των γεννητικών της οργάνων, ενώ την Τρίτη 30/08/2016, διαπιστώθηκε ότι η παθούσα δεν είχε καμία αίσθηση ούτε και της ανάγκης κένωσης, εκτός της ούρησης και ότι επίσης, όπως και στην ούρηση, δεν μπορούσε να ελέγξει και την περιοχή του ορθού και πρωκτού για την λειτουργία αυτή, οπότε η παθούσα και ο σύζυγός της, - κατόπιν συστάσεων του ουρολόγου …….., με τον οποίο ήρθαν σε επικοινωνία με δική τους πρωτοβουλία, - ζήτησαν από τους κατηγορούμενους να διώξουν άμεσα την παθούσα με παραπεμπτικό για μαγνητική τομογραφία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ……... Μόλις την επόμενη ημέρα, μετά την παρέλευση πέντε [5] και πλέον ημερών, ήτοι την Τετάρτη 31/08/2016, οδηγήθηκε με ασθενοφόρο η παθούσα στα ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ του Γενικού Νοσοκομείου .., όπου εξετάστηκε από ιατρό - νευρολόγο, ο οποίος την παρέπεμψε επειγόντως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο .., όπου και μεταφέρθηκε με το ίδιο ασθενοφόρο περί την 00 ώρα της ίδιας ημέρας. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο .., μετά την άμεση διενέργεια των αναγκαίων εξετάσεων και συγκεκριμένα την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, η παθούσα εισήχθη εσπευσμένα στην νευρολογική κλινική, όπου και παρέμεινε κλινήρης έως την 08/09/2016, ήτοι επί εννέα [9] ημέρες. Διαγνώστηκε ότι η παθούσα έπασχε από ιππουριδική συνδρομή λόγω αραχνοειδίτιδας του μυελικού κώνου και ιππουρίδας, η οποία προκάλεσε την αδυναμία και αναισθησία του (δε) κάτω άκρου, την αδυναμία ούρησης και κένωσης και την υπαισθησία δίκην σέλας στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 - 05 - 11 - 12 - 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη - τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης. Στην συνέχεια όμως, οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη στην παθούσα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και συμπτωμάτων εξαιτίας της φύσεως της νευρολογικής βλάβης, είχαν δε την υποχρέωση να παρακολουθούν επισταμένως την πορεία της υγείας και την εξέλιξη της μετεγχειρητικής καταστάσεως της ασθενούς παραπέμποντάς την στους αρμόδιους για την αποκατάσταση της υγείας της ιατρούς και υποβάλλοντας την στην διενέργεια των ενδεδειγμένων ιατρικών εξετάσεων, ωστόσο οι κατηγορούμενοι, ενώ όφειλαν πάραυτα να οργανώσουν την διακομιδή της παθούσας από την ιδιωτική κλινική στο κατάλληλο νοσοκομείο, ενημερώνοντας επαρκώς τους ιατρούς που θα αναλάμβαναν την περαιτέρω αντιμετώπιση της καταστάσεως της και ειδικότερα τους ιατρούς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ..., όπου στην συνέχεια μεταφέρθηκε η ασθενής, αντίθετα οι ίδιοι διατείνονταν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και ότι η επέμβαση εξελίχθηκε ομαλά, καθησυχάζοντας την παθούσα και αξιολογώντας την κατάσταση της υγείας της ως μη χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, παρέλειψαν δε να την παραπέμψουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.. για την ενδεικνυόμενη θεραπεία, με αποτέλεσμα να παρέλθει έτσι ο κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε και η νευρολογική βλάβη που υπέστη η παθούσα κατέστη μη αναστρέψιμη, η δε βαρεία σωματική βλάβη της κατέστη μόνιμη. Η πράξη προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 14, 15, 16, 18, 26 εδ. β, 28, 51, 53, 55, 57, 79, 80, 81, 314 § 1 εδ. α & 2 Π.Κ.». Κατά την εκδίκαση της ανωτέρω υπόθεσης, που αφορούσε πλημμεληματική πράξη, στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2022, ενώ δηλαδή είχε συμπληρωθεί την ημέρα της δίκης η πενταετής παραγραφή, αλλά είχε ανασταλεί η κύρια διαδικασία επί τριετία με την επίδοση του παραπάνω κλητηρίου θεσπίσματος, όπως προαναφέρθηκε, και δεν είχε συμπληρωθεί η οκταετής πλέον παραγραφή, ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου και σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ., πρόβαλε, δια του συνηγόρου υπεράσπισής του, ισχυρισμό περί ακυρότητας του επιδοθέντος σ’ αυτόν ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος, που ανέπτυξε προφορικά, κατέθεσε δε αυτόν και εγγράφως και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., που έχει, κατά πιστή μεταφορά, ως ακολούθως: «Το επιδοθέν σε εμέ κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα κατά νόμο και δη τα κατά το άρθρο 321 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οριζόμενα στοιχεία, ήτοι την ακριβή περιγραφή της πράξης δια την οποία κατηγορούμαι και ειδικότερα κατηγορούμαι ότι από κοινού με τον αναισθησιολόγο ……, ενώ γνώριζα τη βαρεία νευρολογική βλάβη της …….., εν τούτοις παρέλειψα να την παραπέμψω στο Νοσοκομείο Λάρισας για την ενδεικνυόμενη θεραπεία με αποτέλεσμα να παρέλθει κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε η νευρολογική βλάβη κατέστη μόνιμη. Ανεξαρτήτως του αβασίμου της αποδιδόμενης σε εμέ κατηγορίας, δεν περιγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ποια ήτο η "ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. Με την άνω παράλειψη το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο και απαράδεκτο και δέον να ακυρωθεί», περαιτέρω δε με προφορική δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, που επίσης καταχωρήθηκε στα ανωτέρω πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, συμπλήρωσε τον ως άνω ισχυρισμό του εντολέα του περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέροντας αυτολεξεί ότι: «(...) δεν μνημονεύεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δεύτερου κατηγορουμένου συνεπεία της αποδιδόμενης σε εκείνον τέλεσης της πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως, ήτοι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 ΠΚ και δη δεν γίνεται ακριβής αναφορά του νόμου από την οποία υφίσταται η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού.». Τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας (Μονομελές Πλημμελειοδικείο ...) με την προσβαλλόμενη απόφασή του [αφού προηγουμένως δόθηκε ο λόγος: α) στην εισαγγελέα της έδρας, η οποία πρότεινε την παραδοχή του, ακολούθως δε να παύσει οριστικά η ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, λόγω παραγραφής, β) τον πληρεξούσιο δικηγόρο της υποστηρίζουσας την κατηγορία, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη του ανωτέρου ισχυρισμού του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, και γ) τον συνήγορο υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, ο οποίος συντάχθηκε με την παραπάνω πρόταση της Εισαγγελέα της έδρας], με την ακολούθως, κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, κατά πιστή αντιγραφή, εκτιθέμενη αιτιολογία, μετά την παράθεση νομικής σκέψης σχετικής με την ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρο 321 του Κ.Ποιν.Δ.), σωματική βλάβη από αμέλεια, με παράλειψη, από υπόχρεο (άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.), και οριστική παύση της ποινής δίωξης, λόγω παραγραφής (άρθρα 111 παρ. 1 και 2, 112 και 113 παρ. 1 του Π.Κ., 368 του Κ.Ποιν.Δ.): «(...) Ο πρώτος κατηγορούμενος πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ισχυριζόμενος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του ισχυρισμού του, ότι είναι αόριστο και ασαφές και συνεπώς άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, διότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια αφενός μεν οι ιδιαίτεροι επιτακτικοί κανόνες δικαίου από τους οποίους προκύπτει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης της παθούσας αφετέρου τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη της αποδιδόμενης σωματικής βλάβης από αμέλεια. (...) Ειδικότερα, από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι, αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, γίνεται μνεία της ιδιότητάς του ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου, οπότε και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, δεν απαιτείται να αναφέρεται ο ειδικότερος επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωσή του να ενεργήσει, ήτοι σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), πλην όμως δεν αναφέρονται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του, η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, και τα οποία είναι αναγκαία για να συγκροτηθεί ακολούθως η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής του ως άνω εγκληματικού αποτελέσματος. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται μνεία ότι ο πρώτος κατηγορούμενος «είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεως του, να υποβάλει την …….., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο», ότι «προέβη μαζί με το δεύτερο κατηγορούμενο στη διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016», και ότι είχε «ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσει την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσει την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσει την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσει τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσει την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία» πλην όμως ακολούθως αναφέρεται (βλ. την τρίτη σελίδα του κλητηρίου θεσπίσματος) ότι «ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 - 05 - 11 - 12 - 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη - τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης». Συνακόλουθα, από το κλητήριο θέσπισμα προκύπτει ότι από προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου προκλήθηκε (βαριά) σωματική βλάβη στην παθούσα (παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και αδυναμία ούρησης και αφόδευσης), ενώ δεν γίνεται ουδεμία αναφορά σε εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. Συνακόλουθα, ο αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου (κατά το δεύτερο σκέλος του) τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του, οπότε και το προκείμενο κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, κατ’ άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ, σύμφωνα με την ως άνω νομική σκέψη, κατά το μέρος που αφορά στον κατηγορούμενο αυτό. (...) Κατόπιν τούτων, η υπόθεση επανέρχεται στο προδικαστικό στάδιο και ανατρέπονται όλα τα αποτελέσματα της επίδοσης του άκυρου κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπώς και η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής. Εφόσον δε ο φερόμενος χρόνος τέλεσης της πράξης που αποδίδεται στους πρώτο (..) των κατηγορουμένων είναι το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, το αξιόποινο αυτής εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, αφού από τότε μέχρι σήμερα παρήλθαν πέντε έτη χωρίς να εμφιλοχωρήσει αναστολή και, ως εκ τούτου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για αυτούς λόγω παραγραφής». Από την ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με σαφήνεια συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προχώρησε στην ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος με την παραδοχή ότι δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) πραγματικά περιστατικά, όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: «(...) από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. (...)», δηλαδή για λόγο που ουδόλως πρόβαλε ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος, καθόσον ο τελευταίος ζήτησε την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή δεν περιγράφεται σ’ αυτό, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά πιστή μεταφορά: «(...) ποια ήτο η "ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. (...)». Έτσι όμως, το δικαστήριο της ουσίας, ακυρώνοντας το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε παύοντας οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που τελέστηκε με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, υπερέβη την εξουσία του θετικά, αφού άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο, ειδικότερα δε αποφάνθηκε για την ακυρότητα του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος για λόγο που δεν προτάθηκε από τον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, ως εκ τούτου δε ακόμη και αν υπήρχε η ανωτέρω ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που δεν προτάθηκε όμως, αυτή καλύφθηκε, καθόσον, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, η ως άνω ακυρότητα, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι σχετική, προτείνεται δε από τον κατηγορούμενο, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, διαφορετικά καλύπτεται (Α.Π. 45/2020). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είναι βάσιμος. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας με τις προαναφερθείσες παραδοχές του για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος και ακολούθως την οριστική παύση της ασκηθείσας εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινικής δίωξης για την προαναφερθείσα πράξη, λόγω παραγραφής, αφενός δεν διέλαβε στην ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.. Ειδικότερα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, καθόσον αφορά την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν διαλαμβάνονται σ’ αυτήν σκέψεις για ποιο λόγο η αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο αμέλεια, συγκεκριμένα δε η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού της υποστηρίζουσας την κατηγορία, να αντιμετωπίσει αμέσως, όπως είχε υποχρέωση, τα συμπτώματα που εμφάνισε η τελευταία, μετά την χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής, την ίδια ημέρα, μετά από μερικές ώρες από την διενέργειά της (επέμβασης), καθώς και την χειροτέρευση της υγείας της, πραγματικά περιστατικά για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως αυτός, δηλαδή ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος, κατά τα αναφερόμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την καθυστερημένη αντιμετώπιση αυτών (συμπτωμάτων), μετά την παρέλευση πέντε (5) ημερών από την εμφάνισή τους, που είχε ως συνέπεια η νευρολογική βλάβη που υπέστη η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, να καταστεί μη αναστρέψιμη, η δε σωματική της βλάβη μόνιμη. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με όσα εκτενώς έχουν αναπτυχθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, ιδιότητα την οποία είχε ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος στην κρινόμενη υπόθεση, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, καθώς και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας της υγείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς ή και επιδείνωσή της, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, παράλειψη που αποδίδεται στην κρινόμενη υπόθεση στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, στηρίζεται στην έλλειψη αναφοράς πραγματικών περιστατικών που συνδέουν τον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο με την σωματική βλάβη που προκλήθηκε στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, πλην όμως με το ως άνω κλητήριο θέσπισμα δεν του αποδίδεται αυτή η πράξη, αλλά η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού, να αντιμετωπίσει αμέσως τα δυσμενή συμπτώματα που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως, γνωρίζοντας δε ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, καθώς και ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών, δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς την κατάσταση της υγείας της ως χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, με αποτέλεσμα να μη οργανώσει εγκαίρως την διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, παράλειψη που είχε συνέπεια η ανωτέρω σωματική βλάβη που υπέστη η τελευταία, δηλαδή η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την αναισθησία της, να καταστεί μη αναστρέψιμη και μόνιμη. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, προκύπτει ότι αναφέρονται σ’ αυτό επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική (μη συνειδητή αμέλεια), την αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης, από αμέλεια, από υπόχρεο, για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ...). Επίσης στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου να ενεργήσει προς αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που εμφανίστηκαν στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση και να αποτρέψει το επελθόν αποτέλεσμα. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ήταν ιατρός (χειρουργός - μαιευτήρας), που είχε αναλάβει, λόγω της ιδιότητάς του αυτής, να υποβάλει την υποστηρίζουσα την κατηγορία (παθούσα) σε καισαρική τομή, για να γεννήσει το πρώτο τέκνο της στην αναφερόμενη σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) κλινική, επιλέγοντας και τον αναισθησιολόγο, έχοντας την ευθύνη της φροντίδας της και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ως χειρουργό ιατρό, η γνώση του ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, αφού ενημερώθηκε αμέσως, ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει τον κίνδυνο μονιμότητας της βλάβης αυτής, καθώς και ότι δεν οργάνωσε την έγκαιρη διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, επειδή δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι, την κατάσταση της υγείας της και ότι έχρηζε άμεσης ιατρικής φροντίδας, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του και του επελθόντος αποτελέσματος, που συνίσταται όχι στην πρόκληση της περιγραφόμενης στο κλητήριο θέσπισμα σωματικής βλάβη που επήλθε από την ιατρική πράξη της αναισθησίας, αλλά στο ότι αυτή κατέστη μη αναστρέψιμη και μόνιμη, λόγω της μη έγκαιρης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα και παροχής σ’ αυτήν της επιβαλλόμενης ιατρικής φροντίδας, οφειλόμενης (της καθυστερημένης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα) σε αμέλειά του, ως θεράποντος ιατρού της. Με την παράθεση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών στο προαναφερόμενο κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, προσδιορίζεται επαρκώς η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του τελευταίου να ενεργήσει για την αντιμετώπιση των επιπλοκών, νευρολογικής φύσης, που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, στηριζόμενη αφενός στη σύμβαση που είχε καταρτίσει με την τελευταία και είχε αναλάβει τον τοκετό της, που πραγματοποίησε, αφετέρου δε στην εγγυητική θέση, λόγω του επαγγέλματός του, ως ιατρού, απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας της ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που εκτείνεται και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, κατά το οποίο επέδειξε την προαναφερθείσα αμέλεια, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη της παθούσας, καθόσον κατέστη μόνιμη, λόγω της καθυστερημένης αντιμετώπισής της, οφειλόμενης σε αμέλειά του, κατά τα εκτιθέμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο είναι έγκυρο, αφού περιέχονται σ’ αυτό όλα τα αναγκαία από τον νόμο στοιχεία, με την επίδοσή του δε στον τελευταίο, πριν την παρέλευση πενταετίας από τον χρόνο τέλεσης της περιγραφόμενης α’ αυτό αξιόποινης πράξης, ανεστάλη η προθεσμία της πενταετούς παραγραφής του αξιοποίνου της επί μία τριετία, κατά τον χρόνο δε της εκδίκασης της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2002, δεν είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της με παραγραφή, αφού είχε τελεστεί το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως και 31-8-2022 και από τότε που τελέστηκε δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής και της τριετούς αναστολής της, δηλαδή δεν είχε παρέλθει οκταετία (άρθρο 113 παρ. 2 του Π.Κ.). Παραταύτα, ενώ δεν συνέτρεχαν οι από το νόμο όροι, που παρείχαν στο ως άνω δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την δικαιοδοσία και την εξουσία να κρίνει ότι είναι άκυρο το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της, τούτο, δηλαδή το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας ακυρώνοντας το ως άνω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, πριν τη συμπλήρωση πενταετίας από την τέλεση της παραπάνω αποδιδόμενης σ’ αυτό αξιόποινης πράξης, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού του τελευταίου, αφενός χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 2, 314 παρ. 1 του Π.Κ., όπως βασίμως διατείνεται ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησής του για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων αντιστοίχως, αναιρετικοί λόγοι που είναι βάσιμοι, υπερέβη την από το νόμο εξουσία του και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε και συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή των λόγων της κρινόμενης αίτησης του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πληττόμενης απόφασης, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του τελευταίου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π Π του Γ, με παράλειψη, στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αρ. ..../4-3-2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ..., ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του υπό στοιχεία ..., κλητηρίου θεσπίσματος της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών .., που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, … του ….. και της ….., κάτοικο …….. (οδός ….. αρ. ..), και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία …….. του ……., με παράλειψη, στην .., το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενος μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που είχε δικάσει προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2022. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Νοεμβρίου 2022.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ....

ΑΓΩΓΗ

 (ειδική διαδικασία γαμικών διαφορών 592επ ΚΠολΔ)

...

ΚΑΤΑ

.....

Καρδίτσα 11-1-2023

           ΙΣΤΟΡΙΚΟ....(στρατιωτικός που υπηρετεί μακριά απο τον τόπο διαμονής των τέκνων τα οποία διαβιούν με την μητέρα)

          Επι της ανωτέρω αιτήσεώς της ασφαλιστών μέτρων, εκδόθηκε η με αρ. .../2022 απόφαση ΜΠρ... η οποία δέχθηκε ότι όχι μόνο δεν αποδείχθηκε η καταμαρτυρούμενη από την αντίδικο αντισυζυγική μου συμπεριφορά, αλλ` αντίθετα ότι ήταν αυτή που με τη συμπεριφορά της προκαλούσε ένταση στη μεταξύ μας σχέση και δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην υποχρέωση για συμβίωση και επέλεξε να παραμείνει στην Καρδίτσα για αν είναι με τους γονείς της, σε αντίθεση με εμένα που επιθυμούσα να βρισκόμαστε όλοι μαζί στον ίδιο τόπο ως οικογένεια και συνεπώς ότι η διακοπή της συμβίωσης επήλθε από μέρους της αιτούσας χωρίς εύλογη αιτία. Δέχθηκε επίσης ότι, αν και είχα εγκατασταθεί υπηρεσιακά στο ..., ωστόσο, ακόμα και από το χρόνο της προσωρινής δ/γής επικοινωνούσα ανελλιπώς με τα τέκνα μας στα πλαίσια που όρισε το δικαστήριο διατηρώντας με αυτά άριστη σχέση και ιδιαίτερα αναπτυγμένα συναισθήματα αγάπης. Επίσης ότι και πριν την διάσπαση, είχα αναπτύξει με τα τέκνα μου δυνατούς ψυχικούς και συναισθηματικούς δεσμούς και αμοιβαία αισθήματα στοργής και αγάπης, τα οποία δεν ατόνησαν μετά την διάσπαση αφού διατηρώ συστηματική επαφή και επικοινωνία και τους αφιερώνω ποιοτικό χρόνο και ενδιαφέρομαι για την ανατροφή και τα προβλήματα τους. Επίσης έγινε δεκτό, ότι ως εκ της προσωπικότητας, μόρωσης και παιδείας μου, είμαι δραστήριος και συγκροτημένος και μπορώ να συμβάλλω έτι περαιτέρω στην συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των τέκνων μου. Άλλωστε κατά τις καλοκαιρινές διακοπές διαμένουν μαζί  μου για πολλές συνεχόμενες ημέρες χωρίς να εκφράσουν κάποια δυσαρέσκεια για την απουσία της μητέρας τους.   

          Μετά δε ταύτα, ανέθεσε προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα, όρισε τόπο διαμονής τους το σπίτι της μητέρας στην ..... και όρισε επικοινωνία μου επί 10 συνεχόμενες ημέρες κάθε μήνα, όπως κατωτέρω αναφέρονται, έτσι ώστε να έχω συνεχόμενο επαρκή και ποιοτικό χρόνο με τα τέκνα μας, καθόσον υπηρετώ στο Διδυμότειχο και δεν μπορούσα αυτονόητα να πηγαινοέρχομαι κάθε Σ/Κ, αλλά και μία εβδομάδα εναλλάξ για τις εορτές Χριστουγέννων και Πάσχα και δύο 15νθήμερα επίσης εναλλάξ κατ` έτος την περίοδο του καλοκαιριού.

          Έκτοτε, τηρούμε την ανωτέρω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων σε όλες τις διατάξεις της. Τα τέκνα μας διαμένουν στην ανωτέρω οικία στην ..., ενώ εγώ υπηρετώ .... Πηγαίνουν στην ... Δημοτικού στο .. Δημοτικό, καθώς και σε φροντιστήριο Αγγλικά και  καλλιτεχνικά (ζωγραφική και διαλογισμός).

          Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας μου (10ημερο), μένουμε στην πατρική μου οικία ..., όπου και διανυκτερεύουν. Εγώ επιμελούμαι τότε για όλα τα θέματα της καθημερινότητάς τους και συγκεκριμένα, τα πηγαίνω στο σχολείο τους και στα φροντιστήρια τους και τα παίρνω από εκεί, τα διαβάζω στα μαθήματα τους, καθόσον έχω τις γνώσεις και στην Αγγλική, μαγειρεύω και τρώμε μαζί, πλένω, καθαρίζω και εν γένει φροντίζω για την υγιεινή τους όπως και τους σπιτιού. Επιπλέον, στο ελεύθερο χρόνο τους, μαζί αθλούμαστε στο πάρκο .. όταν έχει καλό καιρό και κάνουμε βόλτα με τα ποδήλατα (δραστηριότητες που αν και τις ευχαριστούν και επιθυμούν, δεν κάνουν με την μητέρα τους) , βγαίνουμε βόλτα αναψυχής στα μαγαζιά που τους αρέσει και κάνουμε και ημερήσιες εκδρομές στις γύρω περιοχές όπως Τρίκαλα, Λάρισα κλπ. Αλλά και κατά τις λοιπές περιόδους επικοινωνίας, δηλ. εορτές και καλοκαιρινές διακοπές-μπάνια, όπως έχουν οριστεί από την ανωτέρω απόφαση, διαμένουν μαζί μου, πηγαίνουμε διακοπές και τα φροντίζω κατά τον ίδιο ανωτέρω τρόπο, με αποτέλεσμα να έχουν ενδυναμωθεί έτι περαιτέρω οι στενοί συναισθηματικοί δεσμοί αγάπης και τρυφερότητας μεταξύ μας. Την ίδια φροντίδα, στοργή και αγάπη, επεδείκνυα προς αυτά και προ της διάσπασης καθόσον πάντοτε ησχολούμην με τα τέκνα μας και συνεπιμελούμην για την μόρφωση, τις δραστηριότητες τους, και εν γένει για την ομαλή και ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους καθημερινά (μετακινήσεις στο σχολείο, φροντιστήρια και δραστηριότητες, διάβασμά τους, υγιεινή τους κλπ), καθόσον έχω την ικανότητα, επιθυμία και εν γένει μορφωτικά εφόδια προς τούτο, ενώ τα υπεραγαπώ όπως και εκείνα. Για το λόγο αυτό άλλωστε και μετά την διάσπαση εξακολουθούμε κατά τους ανωτέρω χρόνους επικοινωνίας, να διαμένουμε μαζί, αφού το λαχταρούν και με επιζητούν, ενώ και εγώ, παρά την μεγάλη απόσταση, ανελλιπώς διατηρώ τους δεσμούς, επικοινωνία και επαφή με αυτά, χωρίς να φείδομαι κόπου και χρόνου μετακινήσεων. 

          Επειδή με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, είναι απολύτως βέβαιο ότι είμαι εξίσου κατάλληλος από κοινού με την μητέρα τους να ασκώ την γονική του μέριμνα και δεν υπάρχει λόγος να στερηθώ αυτή και να «περιοριστώ» μόνο στην επικοινωνία μου με αυτά.

          Και ναι μεν η άσκηση της συνεπιμέλειας σε πρακτικό-καθημερινό επίπεδο, με βάση τις ανωτέρω συνθήκες ζωής μας και ιδίως της μεγάλης απόστασης, προσκρούει στο δεδομένο του τόπου κατοικίας τους στην οικία της εναγομένης και δεν θα ήταν προς το συμφέρον τους να μετακομίσουν στο ..., αφού στην ... έχουν ήδη αναπτύξει τις καθόλου βιοτικές και κοινωνικές τους σχέσεις, πλην όμως ουδείς λόγος συντρέχει να μην συμμετέχω και εγώ ισότιμα με την εναγόμενη στην καθόλου ανατροφή, εκπαίδευση, μόρφωση και εν γένει ομαλή και ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και να μην μου ανατεθεί η από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμέλειας τους, δεδομένου ότι αυτό, δηλ. η ισότιμη συμμετοχή μου, είναι προς το βέλτιστο συμφέρον τους. Άλλωστε εάν εξαιρέσει κανείς την νηπιακή ηλικία, γίνεται πλέον δεκτό ότι  για το μεταγενέστερο χρόνο, όπως εν προκειμένω στην ηλικία των τέκνων μας, αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. (ΑΠ 426/2021, ΑΠ 616/2020, ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 1016/2019, ΑΠ 1422/2019, ΑΠ 824/2018, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 317/2015, ΕφΠειρ 298/2021 όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

          Το ότι δηλ. η κατοικία των τέκνων μας είναι η ανωτέρω, όπου και έχουν αναπτύξει τις ανωτέρω σχέσεις τους, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκλείει την ισότιμη συμμετοχή και θετική παρουσία μου στην εν γένει ανατροφή, ομαλή και ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητας, διαπαιδαγώγηση και μόρφωσή τους. Αντίθετα, το βέλτιστο συμφέρον των ανηλίκων, πρέπει να προάγεται και εν προκειμένω τωόντι προάγεται, από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και στη φροντίδα τους. Συνεπώς αυτό επιβάλλει την άσκηση της επιμέλειας από εμάς τους γονείς  από κοινού και εξίσου, ακόμα και εάν δεν συνδυάζεται, όπως τώρα, με την εναλλασσόμενη κατοικία των τέκνων στις οικίες των γονέων, καθόσον στην προκείμενη περίπτωση αυτό είναι ανέφικτο ως εκ της μεγάλης απόστασης.

          Άλλωστε, γίνεται παγίως πλέον δεκτό, ότι η εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια) σύμφωνα με τον κανόνα της 1513 εδ α`ΑΚ, με εξαίρεση μόνο εκείνες τις πράξεις επιμέλειας κατ’ άρθρο 1513 εδ. β`ΑΚ, που μπορεί να επιχειρεί κάθε φορά μόνος του ο γονέας με τον οποίο διαμένει εκ περιτροπής το παιδί. Δηλ. με τον κανόνα της διάταξης 1513 ΑΚ αποσυνδέεται ο τόπος διαμονής του παιδιού από την άσκηση της επιμέλειας. Συνεπώς, το παιδί μπορεί να διαμένει με τον έναν γονέα και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού, με εξαίρεση τις πράξεις της επιμέλειας του άρθρου 1513 εδ. β` ΑΚ, (ενδ ΜΠρΠατρ 73/2022 ΝΟΜΟΣ)

          Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι σκοπός του ν. 4800/2021, είναι ακόμα και μετά την διάσπαση ή τη λύση του γάμου, να μετέχουν ισότιμα και από κοινού και οι δύο γονείς στην ανατροφή των τέκνων τους και να μην επιφυλάσσεται ο ρόλος αυτός μόνο για τον ένα γονέα (συνήθως την μητέρα), παρεκτός εάν πρόκειται για κακοποιητή γονέα, ή για άλλες παρόμοιες σοβαρές καταστάσεις. Για το λόγο αυτό άλλωστε η ΑΚ 1519 ορίζει ότι ακόμα και όταν η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα, όπως όταν του ανατίθεται με δικαστική απόφαση, και πάλι για τα εκεί ρητά αναφερόμενα σημαντικά ζητήματα, αλλά και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, ο νομοθέτης θέλει την από κοινού απόφαση και άσκησή της, και σε περίπτωση διαφωνίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο.

          Συνεπώς ακόμα και μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ανατέθηκε προσωρινά η αποκλειστική επιμέλεια στην εναγόμενη μητέρα κατά παρέκκλιση της ΑΚ 1513, ουδείς λόγος συντρέχει να μην μου ανατεθεί η από κοινού και ισότιμη άσκηση της επιμελείας των ανηλίκων μας για το μέλλον. Άλλωστε η ανωτέρω απόφαση, έπαυσε να ισχύει αυτοδίκαια, γιατί η εναγομένη δεν άσκησε εμπρόθεσμα και εντός 60 ημερών κατά το νόμο και το διατακτικό της, την σχετική κύρια αγωγή επιμέλειάς τους, παρά το ότι ήταν αυτή που ζητούσε το ασφαλιστικό μέτρο, αφού η απόφαση δημοσιεύτηκε την ..., ενώ η σχετική κύρια αγωγή της, κατατεθείσα την .. στο ..., μου επεδόθη την ... Η συζήτησή της ορίστηκε για την ... και μετά από αναβολή για την .... Πέραν όμως τούτων, πρόκειται για ασφαλιστικό-ρυθμιστικό μέτρο και όχι για δικαιοκρισία με δύναμη δεδικασμένου για το δικαίωμα επιμέλειάς της (που θα προϋπέθετε και το αμετάκλητο της σχετικής απόφασης).

          Επομένως κατά την διάταξη της ΑΚ 1513, ...

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜ/ΚΩΝ ΄....

ΑΙΤΗΣΗ (για επέκταση ενδίκου μέσου κατ` 469, 145ΚΠΔ)

(δια του κ. Εισαγγελέως Πλημ/κών.....)

 Του.......

Καρδίτσα ....-1-2023

         

          Με την παρούσα ΖΗΤΩ να συμπληρωθεί το με αρ. …../2022 βούλευμά Σας και να επεκταθεί το ευεργετικό του αποτέλεσμα και σε εμένα, συγκατηγορούμενη της ασκήσασας το οιονεί ένδικο μέσο της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσεως-κλητηρίου θεσπίσματος (ΚΠΔ 322), καθόσον συντρέχουν άπαντες οι προς τούτο όροι της ΚΠΔ 469, αφού, αν και υπήρχε αντικειμενικός λόγος, το ανωτέρω βούλευμα δεν επεξέτεινε αυτεπάγγελτα, όπως μπορούσε, το ευεργετικό αποτέλεσμα και ως προς εμένα, παρά την αλληλεξάρτηση της ευθύνης. Συγκεκριμένα: Κατόπιν της από ……. έγκλησης της ……… του ……, κατοίκου …….. με ABM …….. και την διενέργεια σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης, ο κ. Εισαγγελέας Πλημ/κών …….. άσκησε εις βάρος  μου και σε βάρος της συγκατηγορουμένης μου, ………  , κατοίκου ………, την από ……….. ποινική του δίωξη.

           Έτσι, δυνάμει του ΑΒΩ ……… κλητηρίου θεσπίσματος του ανωτέρω κ. Εισαγγελέα, συμπαραπεμφθήκαμε με την ανωτέρω δι` απευθείας κλήσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ………, για την δικάσιμο της …...2022, (μετά από αναβολή η υπόθεση προσδιορίστηκε να συζητηθεί την …….-2023), κατηγορούμενες η μεν  ………… για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και εγώ για τις πράξεις της χρήσης ψευδούς βεβαιώσεως και της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο καθόσον με βάση το κατηγορητήριο, επεχείρησα να εξαπατήσω το δικαστήριο με την χρήση της ψευδούς βεβαίωσης σε αστική μου διαφορά με την μηνύτρια ………...

          Κατά του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος η πρώτη των κατηγορουμένων άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών …….. κατ` άρθρο 322 ΚΠΔ, η οποία έγινε δεκτή δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………./2022 Διάταξής του, με την οποία, περαιτέρω, παραγγέλθηκε η εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιό Σας, προκειμένου να αποφανθεί περί της παραπομπής ή μη της πρώτης των κατηγορουμένων, μόνο ως προς την πράξη για την οποία η ίδια κατηγορείται, ήτοι την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως (άρθ. 242 § 1 σε συνδ. με άρθ. 13 στοιχ. a’ ΠΚ), η οποία φέρεται τελεσθείσα στα …………. την ……….2018.

          Εξεδόθη μετά ταύτα το με αρ. ………../2022 βούλευμά Σας που δέχθηκε σύστοιχα με την ανωτέρω Εισαγγελική διάταξη, ότι δεν τελέστηκε αντικειμενικά το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης και αποφάνθηκε να μην κατηγορία.

          Συγκεκριμένα, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της πράξεως όπως προκύπτουν από την δικογραφία και έγιναν αποδεκτά και από το Συμβούλιό σας, και ιδίως αυτήν καθ` εαυτήν την φερόμενη ως ψευδή βεβαίωση, δηλ. την από ……….2018 υπεύθυνη δήλωση (άρθρου 8 Ν. 1599/1986) του (θανόντος ήδη) …………., έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω αστυνομικός και αρμόδια κατά νόμω υπάλληλος για να βεβαιώσει την γνησιότητα της υπογραφής του τελευταίου, έθεσε στην εγχειρισθείσα σ` αυτήν ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση, την σχετική σφραγίδα που χρησιμοποιεί το ΑΤ ……………. με την ένδειξη «ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ .... ΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ το γνήσιο της υπογραφής του.... Αριθμ.δελτ,ταυτ... ………….,... Ο ΒΕΒΑΙΩΝ ....» συμπλήρωσε χειρόγραφα στα αντίστοιχα κενά τα στοιχεία: «...κ. ………… του …………… ... ……….... ……….2018 ... …………..  ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ» και εν τέλει έθεσε την υπογραφή της στην οικεία θέση (άνωθεν της προσωπικής/υπηρεσιακής της σφραγίδας με το όνομα και την ιδιότητά της). Πλην όμως από καθαρή αβλεψία, ο …………… δεν υπέγραψε ποτέ την εν λόγω υπεύθυνη δήλωση ενώπιον της παραπάνω ή έτερου αστυνομικού, ούτε κλήθηκε προς τούτο από αυτήν ή από έτερο αστυνομικό όσο ευρίσκετο στο Α.Τ. …………. και επομένως αυτή εξακολουθούσε να είναι ανυπόγραφη.

          Δηλ. η ανωτέρω προσφεύγουσα δεν βεβαίωσε ποτέ το γνήσιο της υπογραφής του ανωτέρω, αφού ποτέ αυτή δεν τέθηκε στην υπεύθυνη δήλωση. Για το λόγο αυτό έγινε δεκτό από το ανωτέρω βούλευμα ότι «Ωστόσο, η ενέργεια της …………. να βεβαιώσει το γνήσιο της (μη τεθείσης) υπογραφής του ………… επί του σώματος της άνω υπεύθυνης δήλωσης αυτού δεν δύναται να παράξει εν τοις πράγμασι έννομες συνέπειες για το προαναφερθέν γεγονός, ήτοι της θέσης της υπογραφής αυτού ενώπιον της, δεδομένου ότι ουδέποτε τέθηκε η υπογραφή αυτού στο εν λόγω έγγραφο. Η δε μη θέση της υπογραφής αυτού οφείλεται αφενός μεν σε αβλεψία του ιδίου αλλά και σε αμέλεια της ίδιας της ως άνω κατηγορουμένης, η οποία από προφανή παραδρομή- βεβαίωσε το γνήσιο υπογραφής (εν προκειμένω  του …………), η οποία ουδέποτε τέθηκε.»

         Τα ανωτέρω, δηλ. ότι δεν τελείται αντικειμενικά κανένα αδίκημα γιατί τελικά καμία υπογραφή του «υπευθύνως δηλούντος» ……. δεν είχε τεθεί πότε στην υπεύθυνη δήλωση, τόνιζα ήδη με την παροχή εξηγήσεών μου, αφού, ελλείψει υπογραφής, δεν έχει   αποδεικτική ισχύ γιατί δεν είναι πρόσφορη αντικειμενικά να αποδείξει γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες.

          Πράγματι, μία από τις βασικές προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης  (διανοητικής πλαστογραφίας ΠΚ 242) είναι....

ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ

Κατά των ως άνω προσβαλλομένων πράξεων και εκθέσεων στρέφομαι και ζητώ την ακύρωσή τους διότι είναι μη νόμιμες και άκυρες πράξεις και δέον και αιτούμαι να κηρυχθούν άκυρες, διότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία και ο τύπος που απαιτεί ο νόμος για την διενέργειά τους με ποινή ακυρότητας (159.1 ΚπολΔ), άλλως διότι από την παραβίαση των κατωτέρω διατάξεων και διαδικαστικών προϋποθέσεων, θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης (159.2 ΚπολΔ), άλλως διότι από την παράβαση των διατάξεων, επήλθε άμεση και σπουδαία δικονομική και εξ αυτού του λόγου και οικονομική, βλάβη και ζημία μου που δεν δύναται να ανορθωθεί παρά με την κήρυξη της ακυρότητας ,αλλά και διότι σε κάθε περίπτωση, εξ` αιτίας των ανωτέρω, προσκρούουν και στην ΑΚ 281 ως καταχρηστικές και ειδικότερα:  

                                                                                                                                Ι

Προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι η με αρ. ...2022, δημοσιευθείσα την 17-6-2022 και αναρτηθείσα και αυτεπάγγελτα από την Γραμματεία και από την συμβ/φο του πλειστηριασμού την ...2022, στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΔΔΔ (ΜΠρΛαρ 823/2018, ΝΟΜΟΣ),  όρισε τιμή εκτίμησης (εμπορική αξία) του ανωτέρω 1ου ακινήτου από το ποσό των 191.000€ (τιμή εκτίμησης) στο ποσό των 290.000€ και το ίδιο ποσό ως τιμή πρώτης προσφοράς στον πλειστηριασμό. Ο πλειστηριασμός που είχε οριστεί για την ....2022 δεν έγινε λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών.

Πλην όμως η καθ` ης με την από ...2022 σχετική δήλωσή της συνέχισε τον πλειστηριασμό συνταχθείσης από την ανωτέρω συμβ/φο της....-2022 πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού και όρισε τελικά αυτόν για την ...2022, αλλά με τιμή πρώτης προσφοράς για το ανωτέρω ακίνητο όχι το ανωτέρω ποσό των 290.000€ που δεσμευτικά όρισε η άνω απόφαση ως τιμή εκτίμησης και τιμή εκκίνησης, αλλά με το ποσό των 152.800€  (80% επι των 191.000€ της αρχικής εκτίμησης) για το ανωτέρω 1ο ακίνητο και το ποσό των 16.800€ (80% των 21.000€ της αρχικής εκτίμησης) για το 2ο ακίνητο και έτσι αυτός ο πλειστηριασμός διενεργήθη, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες με τιμή εκκίνησης και εκτίμησης για το καθένα τις ανωτέρω τιμές.

Ωστόσο η ανωτέρω απόφαση (διαπλαστική, βλ. κατωτέρω Κεραμέας, υπό 954.10),.....

ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΟΛΗΣ του ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΝΤΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (ΚΠΔ 171.3)

1.       Ζητώ την ΆΜΕΣΗ και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αποβολή του δηλούντος ενώπιόν σας κατ` έφεση παράσταση για υποστήριξη της κατηγορίας ... εις βάρος μου για το αδίκημα της παράνομης υλοτομίας για το οποίο καταδικάστηκα πρωτόδικα με την εκκαλουμένη ...., σύμφωνα με τα άρθρα 268.1β και 2 ΝΔ 86/1969 Δας.Κωδ. και 378.1αΠΚ (επι βελτίω σε σχέση με την αρχική κατηγορία σύμφωνα με το από ... κλητήριο), διότι:

          Δεν παρέστη καν πρωτοδίκως με την άνω ιδιότητα, διότι δήλωσε μεν ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας σε βάρος μου («ως παθών» άνευ άλλου προσδιορισμού), πλην όμως από την ανωτέρω απόφαση δεν προκύπτει ότι έγινε δεκτή η τοιαύτη δήλωσή του, καθόσον ουδεμία διάταξη υπάρχει που δέχεται αυτή, έτσι ώστε να έχει το δικαίωμα να παρίσταται σήμερα και ενώπιόν σας ως Εφετείο. Άλλωστε  η εκκαλουμένη δεν αναφέρει καν στο διατακτικό της το όνομά του με οποιαδήποτε ιδιότητα . Είναι απαράδεκτη η δήλωση παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας (παλαιά πολιτική αγωγή) που επιχειρεί σήμερα για πρώτη φορά στο Εφετείο (ΑΠ 1228/2010, 2206/2009 κλπ πάγια νομολογία).

2.       Ακόμα και εάν γίνει δεκτό ότι παρέστη πρωτόδικα πάρα το ότι, όπως ειπώθηκε, δεν υπάρχει διάταξη της εκκαλουμένης που δέχεται την δήλωση παράστασης, Σε κάθε περίπτωση, ΔΕΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ούτε τυπικά, ούτε ουσιαστικά (ΚΠΔ63), ιδίως δε η παράστασή του αρχήθεν ήταν και είναι νόμω αβάσιμη, διότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ κατά νόμω να υποστεί (και γι` αυτό και δεν υπέστη ποτέ και ουσιαστικά ως αμέσως παθών), άμεση υλική ή ηθική βλάβη με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ο ίδιος επικαλείται, αλλά και τα πραγματικά περιστατικά του κλητηρίου θεσπίσματος, σε σχέση με το ανωτέρω αποδιδόμενο αδίκημα και συνεπώς δεν επιτρέπονταν και δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του στην ποινική διαδικασία διότι σε αντίθετη περίπτωση προκαλείται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης (171.3, 510.1Α ΚΠΔ). Μάλιστα έχει κριθεί ότι  στην περίπτωση αυτή η αποβολή της πολιτικής αγωγής πρέπει να αποφασιστεί πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι μετά γιατί ακριβώς ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης και νόμω αβασίμου αυτής δεν αποκτά καν την ιδιότητα του υποστηρίζοντος (ΑΠ 174/2009 προσκομιζόμενη. Σεβαστίδης υπο 63.27. δεν πρόκειται δηλ. για νόμω βάσιμη παράσταση που απομένει να εξεταστεί στη αποδεικτική διαδικασία και το ουσία βάσιμο). Ο δε έλεγχος αυτός γίνεται και αυτεπάγγελτα (Σεβαστίδης υπο 63. 27, υπο 87. 5, όπου και η πάγια νομολογία).  Συγκεκριμένα:...

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Κ. ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ...     

ΔΗΛΩΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ

 Του...

        Με τη με αριθμό .. Διάταξή σας, επιδοθείσα σε εμένα την ..., μου γνωστοποιήσατε, ότι στα πλαίσια της προκαταρτικής εξέτασης που διενεργείτε με βάση την εν αυτή αναφερόμενη παραγγελία του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών ... και αναφορικά με το θάνατο του .... , διορίσατε πραγματογνώμονα τον Ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας ..., προκειμένου, αφού λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας, να συντάξει σχετική έκθεση και γνωμοδοτήσει αναφορικά με την αιτία θανάτου του ανωτέρω και ειδικότερα ....

Επειδή ως ύποτπτος...

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).     

          Ειδικότερα κατά τα άρθρα 361-363 ΠΚ, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

          Ως «ισχυρισμός» νοείται ...

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013