Αριθμός  42/2020 
                                         ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, E.T..

                                              ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
                                        ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η από 21.5.2018 και με αριθ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./22.5.2018  έφεση της εν μέρει ηττηθείσας-εναγόμενης, κατά της με αριθμό 1482/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, αφού για το παραδεκτό της συζήτησης της   έφεσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).  Ο εφεσίβλητος  άσκησε παραδεκτά την από 22.2.2019 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/…/22.2.2019  αντέφεσή του, που κατέθεσε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 22.2.2019 και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα  στις 25.2.2019  (βλ. σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών, ………… επί του κοινοποιηθέντος σ αυτήν δικογράφου της αντέφεσης) η οποία αφορά κεφάλαιο της απόφασης, που προσβάλλεται  με την έφεση (αρ. 523 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί  και αυτή περαιτέρω κατ ουσίαν  συνεκδικαζόμενη  με την ως άνω έφεση (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλών με την 8.9.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./…./13.9.2017 αγωγή του που άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας-
αντεφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι με την εναγομένη τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο την 11-05- 2002, στον Πειραιά και ότι από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα τέκνο, την …., που γεννήθηκε την 24-01-2009. Ότι η εναγομένη από το τέλος του έτους 2007 εμφάνισε αποκλίνουσα συζυγική συμπεριφορά, προοδευτικώς αυξανόμενη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την από το Σεπτέμβριο του έτους 2011, πλήρη ψυχική και σωματική τους αποξένωση. Ότι το καλοκαίρι του έτους 2012 περιήλθε σε γνώση του συγκεκριμένο περιστατικό, που αφορούσε εξωσυζυγική σχέση της συζύγου του. Ότι την ύπαρξη της σχέσης αυτής, την οποία διατηρούσε μάλιστα από το έτος 2010, του την επιβεβαίωσε και η ίδια. Ότι  παρά τις διαβεβαιώσεις της τελευταίας περί μη σοβαρότητας της σχέσης αυτής και τις δηλώσεις της ότι επιθυμούσε να σώσουν το γάμο τους, ως και ο ίδιος, εξάλλου, επιθυμούσε, για χάριν του παιδιού τους, η εναγομένη  ουδεμία ουσιαστική προσπάθεια δεν έκανε για να σώσουν τη σχέση τους και ως εκ τούτου το Σεπτέμβριο του 2012 αποφάσισαν να χωρίσουν κοινή συναινέσει. Ότι ο ενάγων μετά την αποκάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης από την εναγόμενη, αναλογιζόμενος όλα τα περιστατικά και τις συμπεριφορές της τελευταίας, κατά τη διάρκεια του γάμου τους,  σε συνδυασμό με πληροφορία  τρίτου προσώπου, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή,  του δημιουργήθηκαν υπόνοιες, σχετικά με το εάν είναι ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου. Ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, μετά και την επίμονη άρνηση της εναγόμενης να συμπράξει στην ανακάλυψη της αλήθειας της πατρότητας του τέκνου, παρά τις παρακλήσεις του ενάγοντος προς τούτο, μονομερώς προσέφυγε σε ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, όπου και διαπιστώθηκε για πρώτη φορά επιστημονικώς ότι αυτός δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του ως άνω ανηλίκου. Ότι τον Ιούνιο του έτους 2013 κινήθηκε νομικά και ήγειρε αγωγή προσβολής της πατρότητας του τέκνου, η οποία, μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για το ζήτημα αυτό, έγινε δεκτή. Ότι ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η αντισυζυγική συμπεριφορά της εναγόμενης και τα μέσα που μετήλθε αυτή, ώστε ο ενάγων να φέρεται ως ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου τέκνου της, επέφεραν μείωση της τιμής και υπολήψεώς του ως κοινωνικού όντος, ραγδαία επιβάρυνση της συναισθηματικής του κατάστασης και εν τέλει βαρεία προσβολή της προσωπικότητάς του, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό, ζητούσε με την ένδικη αγωγή του,  όπως παραδεκτά με τις προτάσεις του, περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα αυτής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της  ηθικής βλάβης που υπέστη  από την ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης που προσέβαλε βάναυσα την προσωπικότητά του,  να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 1482/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, έκανε εν μέρει δεκτή αυτή ως βάσιμη και στην ουσία της, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη  οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 7.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τόσο η εναγόμενη  όσο και ο ενάγων, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητούν η μεν εναγόμενη  με την έφεσή της να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η ένδικη αγωγή ο δε ενάγων  με την αντέφεσή του να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει στο σύνολό της δεκτή η κρινόμενη αγωγή του.

Ι.   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α` του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 59 του ΑΚ, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων (στις οποίες περιλαμβάνεται και το άρθρο 57), το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος προσβολής μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις διατάξεις αυτές παρέχεται το δικαίωμα της απόκρουσης κάθε προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, την ψυχική και την κοινωνική  ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης αυτής να σημαίνει και προσβολή του ενιαίου αυτού δικαιώματος. Στις εκδηλώσεις της προσωπικότητας με την προαναφερόμενη έννοια, περιλαμβάνεται και η τιμή και υπόληψη του ατόμου, δηλαδή η ηθική αξία που έχει πηγή την ατομικότητα και αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση των άλλων ατόμων του κοινωνικού συνόλου γι` αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 57 του Α.Κ, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που τη συνθέτουν και που συνιστούν προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ατόμου, με την οποία (επέμβαση) διαταράσσεται η κατάσταση σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά το χρόνο της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου, δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται κατ` ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι, από άποψη έννομης τάξης, μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της.  Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητας (πταίσματος) του προσβάλλοντος. Απαιτείται, όμως για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 εδ. γ` του ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ.  Στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα των συζυγικών σχέσεων γίνεται δεκτό ότι κάθε άτομο, είναι καταρχήν ελεύθερο, κατά την ανάπτυξη της προσωπικότητός του, να διαμορφώνει ελευθέρως τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και, δεν ενεργεί εναντίον των χρηστών ηθών. Ειδικότερα με  το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453 του ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποιήσεως, που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο, με την περί διαζυγίου απόφαση, στον αναίτιο σύζυγο, για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του, από γεγονός, που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική διάταξη. Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα, ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 του ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες, για την θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από την συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία. Υπό την ισχύ, δηλαδή,  των νέων διατάξεων, περί διαζυγίου, οι οποίες καθιερώνουν ένα σύστημα διαζυγίου αντικειμενικό, όπου η υπαιτιότητα δεν έχει πια την σημασία που είχε και το διαζύγιο θεωρείται, ως ένα μέσο προασπίσεως του δικαιώματος κάθε συζύγου, για προστασία της προσωπικότητας του και ως τρόπος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα και στους δύο συζύγους για απόπειρα δημιουργίας μιας άλλης οικογένειας επιτυχημένης, γίνεται γενικώς δεκτό, ότι η παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων δεν αποτελεί αδικοπραξία, με την τεχνική σημασία του όρου και συνεπώς το άρθρο 932 του ΑΚ, που αφορά χρηματική αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν η προσβολή της προσωπικότητας και η συνακόλουθη ηθική βλάβη προκαλείται από παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων. Εξάλλου η προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, που προκαλείται αναπόφευκτα κάθε φορά, που εκδηλώνεται συμπεριφορά μη σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της έγγαμης συμβιώσεως δεν πρέπει αδιακρίτως να θεμελιώνει, πέρα από το δικαίωμα για διαζύγιο και αξίωση, για χρηματική ικανοποίηση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Ο σύζυγος που έχει προσβληθεί έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη λύση του γάμου, όταν, όμως, οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα, είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται, για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης. Για την εν λόγω επιδίκαση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 του ΑΚ, δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας, αλλά απαιτείται να υπάρχει σοβαρή τοιαύτη, με την έννοια, ότι δημιουργούνται εξαιρετικές συνθήκες τέτοιες, που η ανθρώπινη αντοχή υπερβαίνει τα όρια αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου στη συγκεκριμένη δε περίπτωση να αποδεικνύεται, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων ήταν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν και οδήγησαν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου σε βάρος του οποίου έλαβαν χώρα. Το σχετικό αίτημα μπορεί είτε να σωρευθεί στο δικόγραφο της αγωγής διαζυγίου είτε να ασκηθεί με αυτοτελή αγωγή, συνεκδικαζόμενη με την αγωγή διαζυγίου ή  με ανταγωγή ή να ασκηθεί με ανεξάρτητη αγωγή ως αντικείμενο χωριστής δίκης (ΑΠ 125/2019, ΕφΘρ 67/2015, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΘεσ 1834/2001 Αρμ.2002. σελ 541).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 ΑΚ,  το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561  παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005). ΄Ετσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως, όμως, δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (βλ. ΑΠ 285/2012, ΑΠ 79/2010, ΑΠ 1735/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος,  ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757, ΑΠ 1143/2003 ΕλΔ 2005,394, ΕφΠειρ 354/2016, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008, 67, ΕφΑθ1139/2007, ΕλλΔνη 2007, 885, Γεωργιάδη, σε:  ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές,Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).

ΙΙΙ. Εξάλλου,  κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει, όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005). Ειδικότερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν πρόσθετα περιστατικά, αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι το τελευταίο δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ` αυτού, έτσι ώστε η επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη μεταγενέστερη άσκησή του, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις (ΟλΑΠ  16/2006, ΕλλΔνη 2006.1330, ΟλΑΠ 7/2002, ΕλλΔνη 2002.681, ΑΠ 1023/2011, ΔΕΕ 2011.895, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014, όπ.α).

ΙV. Tέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 επ., 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα παραδεκτά, κατά την οικεία διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται η υπόθεση, αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο (Ολ.Α.Π.23/2008, Α.Π.258/2010). Και έχει μεν το δικαστήριο υποχρέωση να αιτιολογήσει σχετικώς την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο αποδεικτικό του πόρισμα, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του (Α.Π.259/2014, Α.Π.213/2014, Α.Π.209/2014, Α.Π.218/2013, Α.Π.104/2013, Α.Π.54/2013, Α.Π.157/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Διότι καμία διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα.  Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι (Α.Π.103/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης (ΑΠ 87/2013, ΑΠ.49/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).
 
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις παρακάτω αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των διαδίκων που λήφθηκαν στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης και επαναπροσκομίζονται με επίκληση  απ αυτούς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και δη τις υπ’αριθμ. …/19-12-2017 και ../19-
12-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……. και … ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αιγάλεω …., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλών, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας-
αντεφεσίβλητης (βλ. την υπ’αριθμ. …/14-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …..) καθώς και  από την υπ’αριθμ. ../05-01-2018 ένορκη βεβαίωση της  μάρτυρος ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Τριπόλεως ……….., την οποία νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’αριθμ. …../02-01- 20181 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . ……….) να παραστεί σ αυτή,  από όλα τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων (τεκμηρίων) περιλαμβάνεται και η  υπ’αριθμ. ../2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ……….., που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και δη  κατόπιν έκδοσης της υπ. αριθμ.7283/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της ασκηθείσας από τον  ενάγοντα από 1.6.2013 αγωγής προσβολής πατρότητας,  κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), λαμβανομένων  υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) καθώς και όσων συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρο 261 σε συνδ.με 352 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι γνωρίστηκαν το έτος 1995, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους. Ο ενάγων διήνυε το 23ο έτος της ηλικίας του και φοιτούσε στην στρατιωτική σχολή …., η δε εναγόμενη ήταν 22 ετών και φοιτούσε σε σχολή για να γίνει δασκάλα. Οι διάδικοι, μετά την γνωριμία τους, συνήψαν ερωτική σχέση και από το έτος 1998 άρχισαν να συμβιώνουν. Την 11-05-2002 τέλεσαν νόμιμο θρηκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό ………… στο Κερατσίνι Αττικής. Από το έτος 2007, η σχέση των διαδίκων παρουσίασε σημάδια κόπωσης, με τους διαδίκους να περιορίζουν την επικοινωνία τους στα απολύτως απαραίτητα για την τακτοποίηση των θεμάτων του οίκου τους και με ελάχιστες ερωτικές επαφές μεταξύ τους, όπως συνομολογούν αμφότεροι. Τον Μάρτιο του έτους 2008, ο ενάγων πληροφορήθηκε από την υπηρεσία του, ότι θα μετατεθεί αναγκαστικά από την Αθήνα στην Ορεστιάδα, όπου και θα διέμενε για τρία έτη. Το ίδιο διάστημα, η εναγομένη, ενέδωσε στο επίμονο φλερτ άλλου άντρα, συνευρισκόμενη επανειλλημμένως σεξουαλικά μαζί του. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, η εναγομένη πληροφορήθηκε ότι διένυε το πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης της, γεγονός το οποίο ανακοίνωσε στον ενάγοντα, γεμίζοντάς τον με αισθήματα ανείπωτης και πρωτόγνωρης ευτυχίας, καθώς η γέννηση ενός τέκνου ήταν ο διακαής του πόθος. Του ανακοίνωσε, όμως, ταυτόχρονα την απόφασή της να μην τον ακολουθήσει στην Ορεστιάδα, λόγω της εγκυμοσύνης και της εργασίας της, γεγονός που στενοχώρησε ιδιαίτερα τον ενάγοντα. Όλο το χρονικό διάστημα της εγκυμοσύνης, οι διάδικοι είχαν απομακρυνθεί ψυχικά και σωματικά. Την 24-01-2009 γεννήθηκε ένα θήλυ τέκνο, το οποίο έλαβε το όνομα της μητέρας του ενάγοντος, ……. Χαρακτηριστικό των διαταραγμένων σχέσεων των διαδίκων είναι και το γεγονός ότι η εναγομένη στα τρία χρόνια που ο ενάγων παρέμεινε στην Ορεστιάδα, τον επισκέφθηκε με το τέκνο μόνο 2 φορές, ως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του, γεγονός που δεν αμφισβήτησε με ειδική άρνηση η εναγόμενη με τις προτάσεις της και επομένως συνομολογείται από την  ίδια, κατ άρθρο 261 σε συνδ.με 352 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ.πρωτόδικες προτάσεις της εναγόμενης, σελ.17-21, όπου γίνεται ρητή αναφορά απ αυτήν συγκεκριμένων αποσπασμάτων της αγωγής τα οποία αρνείται, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και το προαναφερόμενο).  Τον Σεπτέμβριο του έτους 2011, ο ενάγων επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και συνεχίσθηκε η ψυχική και σωματική του αποξένωση με την εναγομένη. Αντιθέτως, ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα περιποιητικός προς το τέκνο, το οποίο άλλωστε φρόντιζε σε καθημερινή βάση τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του, ήτοι η μητέρα, η αδερφή και ο πατέρας του, οι οποίοι το είχαν υπό την προστασία τους, τις ώρες που η εναγομένη απουσίαζε στην εργασία της, γεγονός που τους έδεσε ακόμα περισσότερο με την μικρή. Μάλιστα ο πατέρας του εναγομένου, πρότεινε για την επιβοήθηση του μητρικού ρόλου της εναγομένης, να εγκατασταθεί σε γκαρσονιέρα κυριότητάς του, η μητέρα της τελευταίας. Τον Ιούλιο του έτους 2012, η εναγομένη ανακοίνωσε στον ενάγοντα σύζυγό της, ότι θα έβγαινε βόλτα με μία φίλη της. Το ίδιο απόγευμα όμως, ο ενάγων και η αδελφή του συνάντησαν τυχαία μόνη τη φίλη με την οποία «υποτίθεται» ότι θα έβγαινε μαζί της η εναγομένη.  Όταν η τελευταία επέστρεψε από την έξοδό της, ο ενάγων της ζήτησε εξηγήσεις για το ως άνω ψέμα και αυτή, παραδεχόμενη την αλήθεια,  του αποκάλυψε ότι διατηρούσε κατά τη διάρκεια του γάμου τους μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό με άλλον άνδρα (βλ.ιδίως κατάθεση της ……….., αδελφής του ενάγοντος στα πλαίσια της παρακάτω αναφερόμενης δίκης προσβολής της πατρότητας που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την με αριθμό 7283/2014 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πρακτικά στην οποία επί λέξει χαρακτηριστικά αναφέρει σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, αν η εναγόμενη διατηρούσε άλλη σχέση μέσα στο γάμο και αν ο ενάγων το γνώριζε  « …..Όχι δεν το είχε κάνει φανερό, μετά από ένα περιστατικό που έγινε (εννοεί το προαναφερόμενο), μετά από πίεση του αδελφού μου, του είπε ότι έχει μακροχρόνια σχέση…..»). Περαιτέρω του δήλωσε (η εναγόμενη) ότι επιθυμούσε να διακόψει τη σχέση της αυτή και να κάνει προσπάθεια με τον ενάγοντα για τη διάσωση της οικογένειάς τους. Για το λόγο αυτό τον Αύγουστο του έτους 2012 πήγαν μαζί διακοπές, πλην όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε και τον Σεπτέμβριο του έτους 2012 αποφάσισαν να χωρίσουν οριστικά και υπέβαλαν την υπ’αριθμ …../05-10-2012 αίτηση για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 963/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ως συνομολογείται από τους διαδίκους κατέστη αμετάκλητη. Μετά την αποκάλυψη, όμως, της ως άνω μακροχρόνιας ερωτικής σχέσης της εναγόμενης, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δημιουργήθηκαν στον ενάγοντα  αμφιβολίες για το αν η ανήλικη είναι γνήσιο τέκνο του, αμφιβολίες που της ενίσχυε η στάση της εναγόμενης, η  οποία στις συνεχείς ερωτήσεις του, δεν του έδινε σαφή απάντηση. Επιπλέον, η τελευταία αρνούνταν να συμπράξει στη διενέργεια των σχετικών ιατρικών εξετάσεων για την πιστοποίηση της πατρότητας, παρά την επιμονή του ενάγοντος με αποτέλεσμα ο τελευταίος  να λάβει δείγμα σιέλου του τέκνου και να προβεί μονομερώς σε έλεγχο DΝΑ, στο διαγνωστικό κέντρο γενετικής «.……», από το οποίο πληροφορήθηκε  για πρώτη φορά την 17-09-2012, ότι αποκλείεται να είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, με αποτέλεσμα να «χάσει την γη κάτω  από τα πόδια του». Ακόμα, όμως, και μετά τη ενημέρωση από το ως άνω διαγνωστικό κέντρο οι αμφιβολίες του για το αν η ανήλικη είναι πράγματι ή μη γνήσιο τέκνο του  εξακολουθούσαν να τον κατατρέχουν καθώς θεωρούσε ή μάλλον κυρίως ήλπιζε ότι θα μπορούσε να έχει γίνει λάθος και ως εκ τούτου πλήρη απόδειξη για το γεγονός αυτό  θα αποτελούσε η προσέλευση της εναγόμενης και του τέκνου σε αρμόδιο γενετιστή, όπου με τη λήψη και του δικού τους βιολογικού υλικού θα αποδεικνυόταν πέραν πάσης αμφιβολίας αν ο ενάγων είναι πράγματι ή όχι ο πατέρας της ανήλικης.  Με τις σκέψεις αυτές ο ενάγων άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και της μητέρας της, ……., υπό την ιδιότητά της ως ειδικής επιτρόπου της ανήλικης …., την από 1-6-2013 και με αριθμ.έκθ.καταθ. ……./2013 αγωγή  περί προσβολής της πατρότητας, στη συζήτηση της οποίας οι εναγόμενες  δεν παραστάθηκαν και επί της οποίας εκδόθηκε, ενόψει και της ερημοδικίας, μεταξύ άλλων, και της εναγόμενης, και της συνεχιζόμενης σιωπής της ως προς το θέμα αυτό, κατόπιν αιτήματος και του ενάγοντος, η υπ’αριθμ. 7283/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την αστυνόμο Β–βιολόγο, ………, προκειμένου αυτή,  αφού λάβει δείγμα αίματος ή οποιοδήποτε άλλο δείγμα από τον ενάγοντα, την  εναγομένη και το ανήλικο τέκνο της τελευταίας, να προβεί σε ανάλυση των δειγμάτων, εφαρμόζοντας τη μέθοδο υβριδοποίησης DNA με RNA, ή όποια άλλη μέθοδο ήθελε αυτή κρίνει σκόπιμη ή και συνδυασμό περισσοτέρων μεθόδων,  συντάξει έκθεση, στην οποία με αιτιολογημένες σκέψεις θα γνωμοδοτήσει εάν αποκλείεται η περίπτωση ο ενάγων να είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου της εναγομένης, που γεννήθηκε στο Αμαρούσιο Αττικής στις 24-1-2009 . Μόνο τότε, ήτοι μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, και κατόπιν εξώδικης προσκλήσεως της πραγματογνώμονα προς την εναγόμενη  για τη λήψη απ αυτήν βιολογικού υλικού, δέχτηκε η τελευταία να υποβληθεί στην ως άνω εξέταση, προσερχόμενη, μετά του ανηλίκου, στις  05-06-2015, στο κέντρο διαγνωστικής ιατρικής «… .», για τη διενέργεια της εξέτασης πατρότητας της ανήλικης. Μετά τα ανωτέρω, συντάχθηκε και κατατέθηκε νόμιμα η υπ’αριθμ …./18-06-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ως άνω βιολόγου, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας “Συνοψίζοντας, τα παραπάνω υποδεικνύουν πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, ότι ο ……., αποκλείεται να είναι φυσικός (βιολογικός) πατέρας του ανηλίκου θήλεος τέκνου, ονόματι …, της ………., που γεννήθηκε την 24-01-2009 στο Αμαρούσιο Αττικής”, και εκδόθηκε ερήμην, και πάλι,  της ήδη εναγομένης η υπ’αριθμ. 4280/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κήρυξε το ανήλικο μη γνήσιο τέκνο του ενάγοντος, απόφαση, που, ως  συνομολογείται από τους διαδίκους,  κατέστη αμετάκλητη.  Η πιο πάνω άδικη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης  σε βάρος του ενάγοντος είναι παράνομη, ως ανέντιμη και προκλητική, καθώς αυτή προκειμένου να καλύψει την απιστία της, προτίμησε να διατηρήσει την πλάνη του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου της,  με αποτέλεσμα την αλλαγή του τρόπου ζωής του ενάγοντος,  την ανάληψη απ αυτόν ευθυνών, χωρίς την ελευθερία της επιλογής και την ανάπτυξη ιδιαίτερου συναισθηματικού δεσμού τόσο αυτού όσο και της οικογένειάς του με το τέκνο, προσβάλλοντας  βάναυσα την τιμή και υπόληψη του τελευταίου και είχε ως συνέπεια την κατάπτωση του συναισθηματικού του κόσμου και την ψυχική του φθορά.  Σημειωτέον ότι, μετά το χωρισμό των διαδίκων, η απουσία πλέον της ανήλικης από τη  ζωή του ενάγοντος και της οικογένειάς του και  ο λόγος της απουσίας της αυτής, ήτοι ότι ο ενάγων δεν είναι ο  βιολογικός της πατέρας, ευλόγως έγινε γρήγορα αντιληπτός τόσο από το συγγενικό όσο και από το κοινωνικό περιβάλλον του ενάγοντος, με αποτέλεσμα αυτός, λόγω και της θέσης του, ως αξιωματικός του στρατού, να καταστεί αντικείμενο σχολίων και αρνητικών συζητήσεων, γεγονός που επιβάρυνε την ήδη διαταραγμένη ψυχική του ισορροπία. Η εναγόμενη, αν και γνώριζε, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτήν, ότι η  φερόμενη ως γνήσιο τέκνο του ενάγοντος  ανήλικη, ήταν  καρπός της παράνομης ερωτικής της σχέσης, ενόψει αφ ενός μεν της ομολογημένης απ αυτήν σπανιότατης ερωτικής της επαφής με τον ενάγοντα κατά τον  κρίσιμο χρόνο σύλληψής της  αφ ετέρου δε της κατ επάναληψη, κατά τον ίδιο χρόνο, σεξουαλικής συνεύρεσής της  με τον εραστή της, αποσιώπησε το γεγονός αυτό από τον ενάγοντα, διατηρώντας τον σε πλάνη περί του ότι αυτός ήταν ο πατέρας της ανήλικης για τρία και πλέον έτη και δέχτηκε να αναλάβει τόσο αυτός όσο  και οι γονείς του την ανατροφή και φροντίδα της ανήλικης, προβαίνοντας οι τελευταίοι σε όλες τις αναγκαίες για τη διατροφή και συντήρησή της  δαπάνες δίδοντας, μάλιστα, το όνομα της μητέρας του ενάγοντος σ αυτήν  και γενικά υποβάλλοντας την ανήλικη, ως γνήσια τέκνο  του ενάγοντος διαταράσσοντας την οικογενειακή τάξη (ΠΚ 354). Η αποκάλυψη της πιο πάνω μειωτικής  για την προσωπικότητα του ενάγοντος σχέσης της εναγόμενης είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί άμεσα η κατάσταση της ψυχικής του υγείας,  αφού κλείστηκε στον εαυτό του, δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν καλά, εμφανίζοντας καταθλιπτικές αντιδραστικές εκδηλώσεις (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα ένορκες καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων του). Το γεγονός δε της σύναψης γάμου από τον ενάγοντα, τέσσερα περίπου έτη μετά τη διακοπή της συμβίωσης με την εναγομένη, δεν αναιρεί την προσβολή της προσωπικότητάς του. Επομένως, η ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης είναι παράνομη, γιατί προσέβαλε το απόλυτο προσωπικό δικαίωμα της συζυγικής πίστης, που απορρέει από το δικαίωμα συμβίωσης των συζύγων, το γεγονός δε ότι έκανε τον ενάγοντα να πιστέψει ότι είναι ο γεννήτορας του τέκνου που απέκτησε με τρίτο πρόσωπο με το  οποίο διατηρούσε ελεύθερες ερωτικές σχέσεις εντός του γάμου της, με όλες τις προαναφερόμενες σε βάρος του συνέπειες  δεν συνιστά απλώς γεγονός αντισυζυγικής συμπεριφοράς, ως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αλλά είναι πρόσφορο και ικανό, αυτοτελώς κρινόμενο, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρει την προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου, ως εν προκειμένω πράγματι επέφερε, με αποτέλεσμα να γεννάται υπέρ αυτού,  ενόψει και της προαναφερόμενης υπό στοιχ.Ι νομικής σκέψης δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρούται με την παρούσα, δέχτηκε τα ίδια και δη ότι ότι τα παραπάνω περιστατικά είναι  πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν στη μείωση της υπόληψης και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος,   ώστε να δικαιολογούν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης σ αυτόν,  ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις,   τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγόμενη με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της (1ο και 2ο) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Απορριπτέα, εξάλλου, ως αβάσιμα τυγχάνουν και τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα  στην κρινόμενη έφεσή της και στον σχετικό λόγο αυτής (2ο) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεν έλαβε υπόψη του την με αριθμό ../2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός της, ………….,    καθώς από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης εκκαλουμένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχομένη σε αυτή βεβαίωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του επί της ουσίας της υπόθεσης, έλαβε υπόψη αφενός όλα τα αποδεικτικά μέσα και έγγραφα (σημειωτέον ότι ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη η λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και της ως άνω ένορκης βεβαίωσης που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του η εναγόμενη), και τις αιτιολογίες της αποφάσεως συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη  του και την ένορκη βεβαίωση  της προαναφερόμενης μάρτυρος  και με τη συνεκτίμηση και των λοιπών αποδείξεων, κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς, να είναι υποχρεωμένο, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης (υπό στοιχ.ΙV)  να προβεί σε  χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εν προκειμένω.  Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως όλων όσων προαναφέρθηκαν, αλυσιτελώς προβάλλονται τα ανωτέρω από την εκκαλούσα,  καθόσον το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφή λόγου της έφεσης για πλημμελή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, άλλως η έφεση θα απορριφθεί (βλ ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33. 1710,  ΕφΠειρ 609/2015,  ΕφΘεσ/νίκης 1970/2014, ΕφΛαμ.16/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, η εναγόμενη ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως και με τον 3ο λόγο της έφεσής της επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς της και δη α) ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικώς, αφού αυτός παρέλειψε να την ασκήσει, χωρίς εύλογη αιτία, για ικανό χρονικό διάστημα, ήτοι ήγειρε την κρινόμενη αγωγή σε βάρος της σχεδόν  πέντε χρόνια μετά την ανακάλυψη απ αυτόν ότι η ανήλικη δεν είναι δικό του παιδί  αλλά και ότι την 13-06-2015, αυτός νυμφεύθηκε άλλη γυναίκα, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι δεν υπέστη ηθική βλάβη. Τα περιστατικά, όμως, αυτά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙΙΙ μείζονας σκέψης,  να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση χωρίς ταυτόχρονη επίκληση πρόσθετων πραγματικών περιστατικών ή ειδικών συνθηκών, αναγόμενων στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο του ενάγοντος όσο και της εναγόμενης που αποκρούει το δικαίωμα,  από τα οποία γεννάται σ αυτήν  η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του εναντίον της έτσι ώστε η επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη μεταγενέστερη άσκησή του, να συνεπάγεται επαχθείς για  αυτήν επιπτώσεις,  καθόσον μόνη η πάροδος ικανού χρόνου  ή η δημιουργία απ αυτόν οικογένειας δεν καθιστά άνευ άλλου την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος καταχρηστική β) ότι αυτός συνετέλεσε στην έκταση της ζημίας του διότι δεν ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των συζυγικών του καθηκόντων, την απομάκρυνε από το γάμο τους αλλά και από εκείνον, δεν της συμπαραστάθηκε στα προσωπικά της προβλήματα, την απαξίωνε καθημερινά και ήταν ψυχρός και αδιάφορος απέναντί της. Τα ως άνω, όμως, πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος που η εναγόμενη  επικαλείται διότι και αληθή υποτιθέμενα παρείχαν σ αυτή δικαίωμα λύσεως του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού του από υπαιτιότητα του ενάγοντος και όχι σύναψης απ αυτήν εξωσυζυγικών σχέσεων κατά τη διάρκειά του, ελεύθερων μάλιστα,  καρπός των οποίων υπήρξε η γέννηση της ανήλικης, την οποία εμφάνισε ως  δικό του τέκνο. Τα ίδια δέχθηκε και η εκκαλουμένη, απορρίπτοντας τις σχετικές ενστάσεις ως νόμω αβάσιμες  και επομένως και ο σχετικός ως άνω λόγος της έφεσης της εναγόμενης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Δικαιούται, συνεπώς,  ο ενάγων, ενόψει των προαναφερομένων, να αξιώσει από την εναγόμενη  χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης και δη  το ποσό των 7.000 ευρώ. Το εν λόγω ποσό κρίνεται εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, ως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ) και συγκεκριμένα του είδους της προσβολής, τις συνέπειες αυτής στην υγεία και τη μελλοντική ζωή του ενάγοντος, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, εκ των οποίων, ο μεν ενάγων, γεννηθείς το έτος 1972, είναι αξιωματικός του ελληνικού στρατού στο επάγγελμα, η δε εναγόμενη, γεννηθείσα το έτος 1973, δημόσια υπάλληλος και δη δασκάλα με μηνιαίες αποδοχές περί τα  1.103 ευρώ, μη αποδεικνυομένων άλλων εισοδημάτων της από οιαδήποτε πηγή, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα, σημειουμένου ότι επιπροσθέτως αυτή, που είναι επιφορτισμένη και με την ανατροφή της ως άνω ανήλικης κόρης της, το έτος 2013 προέβη σε αγορά κατοικίας, για τη στέγαση αυτής και της ανήλικης, βαρυνόμενη με την εξόφληση του τιμήματος της οποίας, από δάνειο που έλαβε, το οποίο  αποπληρώνει σε 120 μηνιαίες δόσεις των 533 ευρώ εκάστη (βλ.προσκομιζόμενο απ αυτήν συμβόλαιο αγοράς της οικίας),  ενώ  η καταβολή του ανωτέρω  ποσού  προς τον ενάγοντα,  αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της υπόληψής του είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ` αυτόν η προσβολή της εναγόμενης. Τυχόν μεγαλύτερο ποσό και δη το αιτούμενο από τον ενάγοντα και ήδη αντεκκαλούντα  ποσό των 40.000 ευρώ,  θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση της εναγόμενης και σε αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του ενάγοντος-αντεκκαλούοντος και σε παραβίαση ως εκ τούτου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, που εξειδικεύεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως  με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ευλόγου ποσού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ίδιο ως άνω με την  παρούσα ποσό, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις καθώς και τα προσδιοριστικά της χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία και όσα αντίθετα υποστηρίζουν η μεν εκκαλούσα  με το 4ο και τελευταίο λόγο της έφεσής της ο δε ενάγων-αντεκκαλών με το μοναδικό λόγο της αντέφεσής του  κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα και συνεπώς οι συνεκδικαζόμενες ένδικες εφέσεις και αντέφεση ως ουσία αβάσιμες στο σύνολό τους.
Ετικέτες

Αριθ. Εγκυκλίου: 12

Προς
Τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της Χώρας


Θέμα: Ενδοοικογενειακή Βία

Με την εφαρμογή του και σήμερα (μερικώς) ισχύοντος ν.3500/2006 «για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απηύθυνε, και κατά το παρελθόν, και εξυπαρχής μάλιστα με την Εγκ.Εισ. ΑΠ 2/2007 (Στ. Γκρόζου), γενικές οδηγίες προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας. Με αυτές (τις γενικές οδηγίες) τις οποίες ακολουθείτε, επιχειρείται να επιτυγχάνεται η ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού αυτού νόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στα πλαίσια της οικογένειας και να προστατεύονται τα θύματα του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, που είναι πρωτίστως οι γυναίκες αλλά και τα υπαγόμενα στην έννοια της "οικογένειας" του νόμου, κατεξοχήν «ευάλωτα πρόσωπα», δηλαδή οι ανήλικοι, οι υπερήλικοι και οι ανήμποροι.

Οι κατευθύνσεις αυτές εξακολουθούν να διατηρούν την εφαρμοστική χρησιμότητα και την ερμηνευτική αξία τους, αφού μάλιστα το αντίστοιχο νομικό καθεστώς υπό το οποίο εκδόθηκαν παραμένει κατά βάση το ίδιο, με τις θετικές προσθήκες : α) του ν.4531/2018, με τον οποίο το Ελληνικό Κοινοβούλιο κύρωσε τη Σύμβαση	της Κωνσταντινούπολης και με τις ρυθμίσεις του (άρθρο 3), διευρύνθηκαν τα πρόσωπα της οικογένειας σε σχέση με αυτά του ν.3500/2006, το πεδίο εφαρμογής του οποίου έτσι επεκτάθηκε, επήλθε βελτίωση των προβλεπόμενων μέτρων δικονομικού καταναγκασμού κατά των παραβατών του νόμου και καθιερώθηκε, για τις στρεφόμενες κατά ανηλίκων πράξεις των άρθρων 6, 7 και 9 του νόμου, η αναστολή της έναρξης της προθεσμίας παραγραφής μέχρι την ενηλικίωση του θύματος και για ένα έτος μετά, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα και για τρία έτη μετά, εφόσον πρόκειται για κακούργημα και β) του νέου ΠΚ, με τον οποίο, στο μεν άρθρο 312, όπως από το κείμενό του και την αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση προκύπτει, διευρύνθηκε ο κύκλος των προστατευόμενων προσώπων, αυξήθηκαν οι προβλεπόμενες για την σωματική τους βλάβη ποινές, προβλέφθηκαν επιβαρυντικές περιστάσεις και εμπλουτίστηκαν οι μορφές της τυποποιούμενης συμπεριφοράς, στα δε άρθρα 330 και 333 τυποποιούνται ειδικά, με απειλή αυξημένης ποινής, η παράνομη βία και απειλή που στρέφονται, όπως και στην περίπτωση του άρθρου 312, κατά αδύναμων προσώπων.

Ωστόσο, παρά τη σχετική επάρκεια του νομικού μας πλαισίου, με την προσαρμογή του σε αυξημένης τυπικής ισχύος διεθνή κείμενα και την ουσιαστικοποίηση της παρεχόμενης προστασίας με την αναδιαμόρφωση των σχετικών ποινικών διατάξεων του νέου ΠΚ, διαπιστώνεται, δυστυχώς, έξαρση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, με ποικίλες, καινοφανείς και ποιοτικά μεταλλαγμένες μορφές εμφάνισής τους, κυρίως, όπως προαναφέρεται, σε βάρος των γυναικών. Με συχνότητα πλέον, σχετικές απαξιολογικές συμπεριφορές διακρίνονται από ανησυχητική, εντεινόμενη και άμετρη βία. Δεν είναι λίγες οι φορές που εξελίσσονται ακόμη και σε κατάφωρη περιφρόνηση και αυτού του υπέρτατου όλων έννομου αγαθού της ζωής, με ακραίες, δυσνόητες, χωρίς αναστολές, απεχθείς και με ιδιαίτερη σκληρότητα ανθρωποκτονίες που συνταράσσουν την κοινωνία. Με αφορμή αυτές τις καταστάσεις και στη χώρα μας, ευρέως, οι περιπτώσεις αφαίρεσης της ζωής γυναίκας, ιδίως από σεξιστικά κίνητρα, «λόγους τιμής», σκοπούς εμπορίας ανθρώπων και οικονομική εκμετάλλευση, αποδίδονται με τον όρο «γυναικοκτονία» και γίνεται λόγος για ανάγκη διακριτής τυποποιημένης ποινικής πρόβλεψης ή και για αναγωγή αυτής ως διακεκριμένης παραλλαγής της ανθρωποκτονίας του άρθρου 299 ΠΚ. Διεθνώς, σε αρκετές χώρες, καθώς το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά έχει προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις, υιοθετήθηκε και νομοθετικά η θεώρηση αυτή.

Η θλιβερή πραγματικότητα που βιώνουμε, αξιώνει επιτακτικά, στα πλαίσια της λειτουργικής σας αρμοδιότητας και αποστολής για την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία των πολιτών, και τη δική σας, υπερβάλλουσα εγρήγορση, σημαντική παρέμβαση και συμβολή. Ενεργώντας, οιονεί προληπτικά και συνεπώς και αποτρεπτικά, πρέπει να εξαντλείτε κάθε νομική σας δυνατότητα με επιδίωξη να αντιμετωπίζονται με τον αρμόζοντα δραστικό τρόπο και με ικανοποιητικά αποτελέσματα οι εκδηλώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ήδη από το πρώιμο στάδιο εμφάνισής τους, κυρίως, εκτός των άλλων, και με τη δημιουργία όρων αποφόρτισης, μείωσης της έντασης και παρεμπόδισης δυσμενέστερης εξέλιξης.

Επισημαίνεται αναγνωρίζεται ότι στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική ως σημαντικός παράγων επιτυχίας της και η εκ των προτέρων γνώση από τον υποψήφιο δράστη αξιόποινης πράξης, ότι εφόσον τελικώς παραβεί τον ποινικό νόμο θα τύχει της δέουσας απάντησης από την οργανωμένη πολιτεία. Ότι δηλαδή θα διακριβωθεί η ταυτότητά του, θα συλληφθεί, θα δικαστεί σύντομα και θα του επιβληθεί η προβλεπόμενη προσήκουσα ποινή, η οποία, οπωσδήποτε θα εκτελεστεί.

Μετά από αυτά, παρακαλούμε να εντείνετε την υπηρεσιακή σας δραστηριότητα, εμπλουτίζοντας και επαυξάνοντας αυτή στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και υπό τις ειδικότερες, ακόλουθες γενικές οδηγίες, πέραν αυτών, αναλογών ή παρεμφερών, που σας έχουν ήδη δοθεί.

I. Στις ακροάσεις πολιτών, κατά την άσκηση του από το άρθρο 25 παρ.4 στοιχ.α του ν.1756/1988 απορρέοντος δικαιώματος σας, να επιδεικνύετε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυξημένη προσοχή στις αιτιάσεις και τα «παράπονα», προσώπων, που τις περισσότερες φορές είναι γυναίκες, όταν εμφανίζονται ως θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Επιβάλλεται τα πρόσωπα αυτά να προσεγγίζονται με διακριτικότητα και σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, να υποστηρίζονται και να ενθαρρύνονται στην καταγγελία βίαιης σε βάρος τους συμπεριφοράς. Άμεσα στη συνέχεια, συντρεχόντων των νομίμων όρων, θα πρέπει να προβαίνετε στις προβλεπόμενες δικονομικές ενέργειες για τη βεβαίωση αξιόποινης συμπεριφοράς κ.λ.π, ενεργώντας συγχρόνως για την αποκλιμάκωση της έντασης και απομάκρυνση του κινδύνου περαιτέρω αρνητικών εξελίξεων. Εκτιμώντας δε και τις ιδιαίτερες συνοδευτικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης, να απευθύνετε	σαφείς και ορισμένες οδηγίες προς τους
αστυνομικούς ανακριτικούς υπαλλήλους και να ζητάτε την ενεργοποίηση, την συνδρομή , την ενασχόληση και την επιμέλεια των θεσμοθετημένων δομών των Κοινωνικών Υπηρεσιών. Δεν πρέπει, βεβαίως, να σας διαφεύγει ότι ο ν. 3500/2006 και οι συναφείς διατάξεις του νέου ΠΚ έχουν σκοπό να προστατεύσουν τον ορισμένο κύκλο προσώπων και δεν νοείται παρέμβαση που να είναι αυθαίρετη ή να
θίγει την και συνταγματικά προστατευόμενη ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των ατόμων.

II. Στις περιπτώσεις τέλεσης στα όρια του αυτοφώρου πλημμελημάτων ενδοοικογενειακής βίας (σωματικής βλάβης, απειλής, παράνομης βίας), πρέπει να ακολουθείται ως κανόνας η διαδικασία των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ, με τη σύλληψη δηλαδή του δράστη, την προσαγωγή του στον εισαγγελέα, την άσκηση εναντίον του ποινικής δίωξης (εφόσον συντρέχουν οι για τούτο αξιούμενες από το νόμο προϋποθέσεις) και την άμεση παραπομπή του στο ποινικό ακροατήριο, εκτός εάν δικονομικοί ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι εμποδίζουν τη διαδικασία αυτή. Στην αυτόφωρη διαδικασία προσφέρονται, από τη μη διαδρομή του χρόνου, αναλλοίωτα τα αποδεικτικά στοιχεία (=πρωτογενής απόδειξη ) και συνεπώς είναι δυνατή η αμεσότητα της ποινικής προστασίας των θυμάτων. Σε περίπτωση μη εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας ο δράστης δεν αποθαρρύνεται ούτε αποτρέπεται αποτελεσματικά από το να υπερβαίνει τους φραγμούς της νομιμότητας και είναι πιο ευχερές πλέον σ' αυτόν, να εκδηλώνει, για ακόμη μια φορά, τη βίαιη-αξιόποινη συμπεριφορά του εναντίον αδύναμων ατόμων με τα οποία (θα συνεχίσει να) συνοικεί.

III. Όταν με τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων εφαρμόζεται η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης (άρθρ.11 επ. ν.3500/2006), ο αρμόδιος για τα θέματα ενδοοικογενειακής βίας εισαγγελικός λειτουργός παρακολουθεί επισταμένως την τήρηση των τεθέντων όρων από τον φερόμενο ως υπαίτιο ενδοοικογενειακής βίας και θα πρέπει να επιλαμβάνεται τάχιστα όταν αυτός δεν συμμορφώνεται με τους όρους.

IV. Οι συναφείς ποινικές υποθέσεις που εισάγονται στο ακροατήριο, θα προσδιορίζονται, σύμφωνα και με τη σπουδαιότητά τους, κατά προτεραιότητα και κατά την κατανομή τους στο έκθεμα θα προτάσσονται στην αρίθμηση για να αποφεύγεται η αναβολή εκδίκασής τους, εξαιτίας του γνωστού λόγου «της παρέλευσης του ωραρίου». Μετά από αναβολή της υπόθεσης, εφόσον το δικαστήριο παρέλειψε τον προσδιορισμό της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, θα ενεργούνται τα ανάλογα.

V. Τέλος, στις περιπτώσεις στις οποίες τα θύματα πράξεων ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικοι, ισχύουν και οι ειδικότερες οδηγίες που έχομε ήδη απευθύνει (Εγκ.Εισ.ΑΠ16/2007 [Β. Μαρκή] και Εγκ. Εισ. ΑΠ 5/2021 [Γ.Αδειλίνη], αναρτημένες στην ιστοσελίδα www.eisap.gr).

Είναι προφανές ότι οι παραπάνω, υπό το πρίσμα της εισαγγελικής λειτουργίας από το άρθρο 24 παρ.δα ν.1756/1988, γενικές οδηγίες, στοχεύουν στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας που εμφανίζεται με την ειδική παθογένεια της ενδοοικογενειακής βίας. Διατηρούν μεν και τη γενικότερη χρησιμότητά τους, αλλά εκ του σκοπού και ιδίως από την ειδικότερη φύση τους, δεν επεκτείνονται σε θέματα καταπολέμησης της εγκληματικότητας συνολικώς, καθώς αυτά συνάπτονται με την έρευνα των ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών καταστάσεων, εκτάκτων συνθηκών (όπως η πανδημία), τους λόγους που εξωθούν στο έγκλημα, τις μεθόδους δράσης των υπαιτίων εγκληματικών πράξεων, τις ποικιλόμορφες παραμέτρους και εκδοχές αυτών κλπ. Άλλωστε, αυτά αποτελούν αντικείμενο της γενικότερης, σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής, του προγραμματισμού και του συνολικού σχεδιασμού για τη σφαιρική αντιμετώπιση του φαινομένου της εγκληματικότητας και των εξάρσεών της. Στο ίδιο πεδίο προβληματισμού αναμφισβήτητα εντάσσεται και το φαινόμενο που μας απασχόλησε εν προκειμένω, υπό την ειδική, όμως, εισαγγελική οπτική.
Ετικέτες
ΑΠΟΦΑΣΗ 895/2021

(αριθμ. κατ. .../2021, ..../2021)
(αριθμ. κατ. ../2021)

TO MONOMEΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή, Ευάγγελο Κωστακιώτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στην Πάτρα, την 13η Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ - ΚΑΘ’ ΟΥ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: ....., κατοίκου ..., με Α.Φ.Μ. ......, ως ασκούντος από κοινού μετά της καθ’ ης την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, .... και ......., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ράνιας Αγγελοπούλου - Κρικέλη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΩΤΗ ΑΙΤΗΣΗ - ΑΙΤΟΥΣΑΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: .... ...., κατοίκου ..., με ΑΦΜ ...., ενεργούσας ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων,.... και ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κων/νου Μπεκίρη.

Οι αιτούντες κάθε αίτησης ζητούν να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις τους, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξ. αριθ. .../2021 και ..../2021, αντίστοιχα και προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα εισάγονται για συζήτηση οι υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. .../2021 και .../2021, αντίστοιχα, που αφορούν την ίδια έννομη σχέση και συνεπώς πρέπει να συνεκδικασθούν (246 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τα άρθρα 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους, με τα άρθρα 7, 5, 6, 8 και 10 Ν. 4800/2021, ΦΕΚ A 81,τα οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 30 του αυτού νόμου, ισχύουν από τις 16.9.2021, και εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, αμετάκλητη δικαστική απόφαση: Άρθρο 1510: « Γονική μέριμνα: Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (Γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του». 1511 ΑΚ: « Άσκηση - ανάθεση γονικής μέριμνας κατά το συμφέρον του τέκνου: 1. Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. 2. Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας». 1512 ΑΚ: «Σε περίπτωση διαφωνίας: Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο.». 1513: «Διαζύγιο ή ακύρωση του γάμου - διάσταση των συζύγων: Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, επιχειρεί τις πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1516, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα.» 1514: «Παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας: 1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του. 2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ' ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για στην άσκηση της γονικής μέριμνας.». 1518: « Επιμέλεια του προσώπου: Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του. Η λήψη σωφρονιστικών μέτρων επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτά είναι παιδαγωγικώς αναγκαία και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του τέκνου. Κατά τη μόρφωση και την επαγγελματική εκπαίδευση του τέκνου οι γονείς λαμβάνουν υπόψη τις ικανότητες και τις προσωπικές του κλίσεις. Γι' αυτόν τον σκοπό οφείλουν να συνεργάζονται με το σχολείο και αν υπάρχει ανάγκη, να ζητούν τη συνδρομή αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών ή δημοσίων οργανισμών. Κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει».

Από τις ως άνω διατάξεις, μετά την τροποποίησή τους, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4800/2021, προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να μεταβάλει το ισχύον μέχρι τώρα δίκαιο στο κεφάλαιο της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων, χωρίς βέβαια να αναιρείται ο παιδοκεντρικός πυρήνας του. Επομένως, πάντα παραμένει στο επίκεντρο η προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου ( άρθρο 1511 ΑΚ). Όμως, μετά την ως άνω μεταβολή, ενώ προγενέστερα προκρινόταν η αποκλειστική επιμέλεια, προκρίνεται πλέον η συνεπιμέλεια των γονέων επί των ανηλίκων τέκνων τους, μόνο, δε, όταν προκύπτει ότι αυτή θα αποβεί εις βάρος του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η επιμέλεια στον ένα γονέα, με απόφαση που θα αιτιολογεί την ως άνω παρέκκλιση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει την ανάθεση στον ένα γονέα ο τίτλος του άρθρου 1514 ΑΚ.

Με την πρώτη αίτηση, ο αιτών, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, ζητεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, να του ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια από κοινού με την καθ’ ης, του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους, ... και ....άλλως, όπως συμπλήρωσε την αίτησή της, να του ανατεθεί εναλλασσόμενη επικοινωνία, άλλως να του χορηγηθεί δικαίωμα επικοινωνίας, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα. Η αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς και αρμοδίως (άρθρα 683 παρ.1, 22 686 επ. ΚΠολΔ) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και είναι νόμιμη, στηριζομένη στις ανωτέρω διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 56, 1520 ΑΚ και 731 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με τη δεύτερη αίτηση, η αιτούσα επικαλείται επείγουσα περίπτωση και ζητεί να της ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια του προσώπου των ως άνω ανήλικων τέκνων των διαδίκων, και να επιδικασθεί προσωρινώς, για λογαριασμό των ως άνω ανήλικων τέκνων της, ανάλογη διατροφή σε χρήμα, ποσού 450 ευρώ για την ανήλικη ....και 320 ευρώ για τον ανήλικο ...... Η αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς και αρμοδίως (άρθρα 683 παρ. 1, 22 686 επ. ΚΠολΔ) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1389, 1391, 1485, 1486 αρ. 2, 1489, 1496 - 1498, 1510 έως 1514 και 1518 ΑΚ, 728, 729, 731 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του αιτούντος της πρώτης αίτησης και της ένορκης κατάθεσης του ...., της υπ’ αριθμ. .../12.10.2021 ένορκης βεβαίωσης του ....., ενώπιον της συμ/φου Πατρών ....., των υπ’ αριθμ. ..../11.10.2021 ενόρκων βεβαιώσεων των ...., του ...  και ..., του ...., ενώπιον της συμ/φου Πατρών ......, των υπ’ αριθμ. .../11.10.2021 ενόρκων βεβαιώσεων των ... και ..., του ....., ενώπιον της ίδιας ως άνω συμ/φου, και όλων των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, και την εν γένει διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο, την 12η.2.2016, στην ... (και θρησκευτικό την 26η.8.2017 στον Ιερό Ναό ....), από τον οποίο απέκτησαν δυο τέκνα, την .....και τον ...., ηλικίας 5 και 2 ετών περίπου. Η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε την 17η Μαρτίου 2021, όπως παραδέχονται αμφότεροι. Την ίδια ημέρα υπέγραψαν το ιδιωτικό συμφωνητικό, με την οποία συμφώνησαν στη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, κατόπιν απαίτησης της συζύγου, την αποχώρηση του συζύγου από την οικογενειακή στέγη, τη διαμονή των τέκνων στην οικογενειακή στέγη με τη μητέρα τους, την άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους από κοινού, την ελεύθερη επικοινωνία του πατέρα με τα τέκνα του, τη δυνατότητα της τηλεφωνικής και διαδικτυακής επικοινωνίας οποιαδήποτε στιγμή. Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας, τα τέκνα διέμεναν αρχικά με τον πατέρα τους και βράδια, ενώ κατά τους θερινούς μήνες, διέμειναν μαζί του 15 συνεχόμενες ημέρες τον Ιούλιο και 15 συνεχόμενες ημέρες τον Αύγουστο, στην πατρική οικία του πατέρα, ο οποίος διαμένει και με τη μητέρα του (γιαγιά των παιδιών), χωρίς, παρά το πολύ μικρό της ηλικίας τους, να εκφράσουν οποιαδήποτε δυσαρέσκεια για την απουσία της μητέρας τους, επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως παραδέχθηκε και ο μάρτυρας της μητέρας. Μάλιστα έχει φροντίσει να δημιουργήσει ιδιαίτερο χώρο στην πατρική οικία για τα τέκνα του, χώρο τον οποίο έχει επιμεληθεί ώστε να δημιουργεί ένα πολύ ευχάριστο περιβάλλον για τα τέκνα του (βλ. φωτογραφίες). Παρ’ όλα αυτά πιθανολογείται ότι η μητέρα, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο πατέρας εκφράζεται σε συγγενείς και φίλους αρνητικά για το πρόσωπό της, το τελευταίο χρονικό διάστημα εμφάνισε απροθυμία να τηρεί την ανωτέρω συμφωνία, με αποτέλεσμα να φέρνει προσκόμματα στην ελεύθερη επικοινωνία του πατέρα με τα τέκνα του. Η ως άνω σχέση όμως του πατέρα με τα τέκνα του, όπως καταδεικνύεται από το προαναφερόμενο γεγονός της πολυήμερης παραμονής μαζί τους, χωρίς το γεγονός αυτό να προκαλεί στα τέκνα δυσάρεστα συναισθήματα εξαιτίας της απουσίας της μητέρας, πιθανολογείται ότι είναι πολύ στενή και σφυρηλατημένη στο χρόνο, δηλαδή ακόμη και κατά το χρονικό διάστημα που οι διάδικοι βρίσκονταν στην έγγαμη συμβίωση. Τούτο επιβεβαιώνεται απ’ όλους τους ενόρκως βεβαιούντες, εκ των οποίων ο ένας είναι κουμπάρος της οικογένειας και η άλλη οικογενειακή φίλη και αφενός συνδέονταν στενά και με τους δυο διαδίκους και αφετέρου γνώριζαν από πολύ κοντά τις συνθήκες που επικρατούσαν στην οικογένεια. Φυσικά και η σχέση της μητέρας με τα ανήλικα τέκνα της είναι πολύ στενή. Ενόψει τούτων, πιθανολογείται ότι στην προκειμένη περίπτωση, η επιμέλεια πρέπει να ανατεθεί από κοινού και εξίσου στους δυο γονείς, εφαρμοζομένου του κανόνα που επιβάλλουν οι νέες διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, σύμφωνα με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη προρρηθέντα, με την επισήμανση ότι πρέπει αμφότεροι να συνεχίσουν να προσπαθούν για την αρμονική ανατροφή των τέκνων τους, να διαφυλάσσουν και να ενισχύουν τη σχέση των τέκνων τους με τον άλλο γονέα καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα και να παραλείπουν οποιαδήποτε αρνητική αναφορά στο πρόσωπο του άλλου γονέα. Τα ανωτέρω πιθανολογούνται και από το ιατρικό σημείωμα της παιδοψυχιάτρου ......., η οποία διέγνωσε ότι το κορίτσι (η ....) είναι φροντισμένο, καθαρό, είχε καλή βλεμματική και συναισθηματική επαφή, θετική στην επικοινωνία και αναφέρεται με θετικό τρόπο και στους δυο γονείς, περιγράφοντας με ικανοποίηση ευχάριστες δραστηριότητες που πραγματοποιεί μαζί τους καθώς μοιάζει να έχει θετικά επενδεδυμένη σχέση και με τους δύο, χωρίς η γενική σύσταση ότι τα τέκνα των διαζευγμένων γονέων έχουν ανάγκη από σταθερότητα συμπεριφορών και περιβάλλοντος, να οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα. Τα τέκνα θα διαμένουν ανά μια εβδομάδα στην οικία κάθε γονέα, ήτοι την μια εβδομάδα στην οικία του πατέρα και μια εβδομάδα στην οικία της μητέρας. Ο πατέρας θα παραλαμβάνει τα τέκνα από την οικία της μητέρας την Παρασκευή το απόγευμα, ώρα 18.00 και θα τα παραδίδει στην οικία της μητέρας την επόμενη Παρασκευή το απόγευμα ώρα 18.00. Επίσης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μια εβδομάδα θα διαμένουν με τον πατέρα τους και μια εβδομάδα με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε στη γιορτή των Χριστουγέννων να είναι με τον ένα γονέα και στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς με τον άλλο γονέα, την επόμενη, δε, χρονιά θα συμβαίνει το αντίστροφο, ενώ το Πάσχα, τη μια εβδομάδα θα είναι την Κυριακή του Πάσχα με τον ένα γονέα και την άλλη χρονιά με τον άλλο γονέα. Το καλοκαίρι, δε, θα είναι 15 μέρες συνεχόμενες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο με τον πατέρα τους και 15 μέρες συνεχόμενες με τη μητέρα τους. Τέλος, δεδομένου ότι ορίζεται συνεπιμέλεια κάθε γονέας έχει το δικαίωμα, όταν τα τέκνα τους, διαμένουν με τον άλλον γονέα, να επικοινωνούν με αυτά, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικά είτε διαδικτυακά.

Εξάλλου, ο πατέρας, ο οποίος είναι ελεύθερος επαγγελματίας (αυτοκινητιστής -ταξί), αποκομίζει το ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως, ενώ η μητέρα εργάζεται ως πωλήτρια σε κατάστημα, αποκομίζοντας το ποσό των 640 ευρώ μηνιαίως. Είναι γνωστό ότι τα έσοδα των αυτοκινητιστών τα τελευταία έτη έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ από τον Φεβρουάριο του 2020 έως και τον Μάιο του 2021 έχουν καταρρεύσει λόγω των αυστηρών περιορισμών κίνησης των πολιτών για υγειονομικούς λόγους, για το λόγο αυτό κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα τα εισοδήματά του ήταν ελάχιστα, πλην όμως πλέον επανήλθαν στο προαναφερόμενο ποσό. Ο πατέρας διαμένει στην πατρική οικία με τη μητέρα του. Η μητέρα, καταβάλλει μίσθωμα 220 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι λοιπές δαπάνες οικίας ανέρχονται σε 100 ευρώ, όπως αναφέρει και η ίδια στην αίτησή της. Επομένως, συνολικά καταβάλλει κάθε μήνα 330 ευρώ για τον λόγο αυτό. Όμως, πιθανολογείται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ότι λαμβάνει επίδομα ενοικίου, ποσού 175 ευρώ μηνιαίως και επίδομα τέκνων, ποσού 168 ευρώ μηνιαίως. Επομένως, καλύπτονται πλήρως από τα επιδόματα αυτά οι στεγαστικές ανάγκες των τέκνων. Για το λόγο αυτό, όμως, θα πρέπει τα επιδόματα αυτά να συνεχίσει να τα εισπράττει η μητέρα. Τα λοιπά έξοδα των τέκνων είναι τα συνήθη για παιδιά της ηλικίας τους, ήτοι τα έξοδα για τη διατροφή και την ψυχαγωγία τους, καθότι λόγω των εισοδημάτων των διαδίκων, δικαιούνται εκπαίδευση σε δημόσιες δομές (δημόσιοι παιδικοί σταθμοί). Επομένως, δεδομένου ότι θα διαμένουν ισόχρονα με τους δυο γονείς τους, τα έξοδα αυτά θα τα επιβαρύνεται ο γονέας με τον οποίο θα διαμένουν κάθε φορά. Συνεπώς, το αίτημα της δεύτερης αίτησης για καταβολή διατροφής, πρέπει να απορριφθεί.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η πρώτη αίτηση και να απορριφθεί η δεύτερη αίτηση, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΓΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις αιτήσεις

ΔΕΧΕΤΑΙ την πρώτη αίτηση

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη δεύτερη αίτηση

ΑΝΑΘΕΤΕΙ προσωρινά τη συνεπιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, .... και ..., στους διαδίκους - γονείς τους.

ΟΡΙΖΕΙ ότι τα ανωτέρω τέκνα θα διαμένουν ανά μια εβδομάδα (εναλλάξ) στην οικία κάθε γονέα, ήτοι την μια εβδομάδα στην οικία του πατέρα και μια εβδομάδα στην οικία της μητέρας. Ο πατέρας θα παραλαμβάνει τα τέκνα από την οικία της μητέρας την Παρασκευή το απόγευμα, ώρα 18.00, αρχής γενομένης από την πρώτη Παρασκευή μετά την επίδοση της παρούσας, απ’ οποιονδήποτε από τους διαδίκους, και θα τα παραδίδει στην οικία της μητέρας την επόμενη Παρασκευή το απόγευμα ώρα 18.00. Επίσης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μια εβδομάδα θα διαμένουν με τον πατέρα τους και μια εβδομάδα με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε στη γιορτή των Χριστουγέννων να είναι με τον ένα γονέα και στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς με τον άλλο γονέα, την επόμενη, δε, χρονιά θα συμβαίνει το αντίστροφο, ενώ το Πάσχα, τη μια εβδομάδα θα είναι την Κυριακή του Πάσχα με τον ένα γονέα και την άλλη χρονιά με τον άλλο γονέα. Το καλοκαίρι, δε, θα διαμένουν 15 μέρες συνεχόμενες του Ιούλιο και 15 ημέρες συνεχόμενες τον Αύγουστο με τον πατέρα τους και 15 μέρες συνεχόμενες με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε τη μια χρόνια τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου να διαμένουν με τον πατέρα τους και την επόμενη χρονιά με τη μητέρα τους.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα
Ετικέτες

Αριθμός 336/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Αλεξάνδρα Λιόλιου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών Λάρισας και από την Γραμματέα Αλεξάνδρα Μπουραδάμου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………., κατοίκου ………., με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου του ………. (Δ.Σ. …….), ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………., κατοίκου ……….., με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Βρόντου (Δ.Σ. Καρδίτσας), ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……. την από 20-3-2018 και υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ΤΜ ……….. αγωγή, με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ………… οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται α) ο εναγόμενος με την από ……… έφεσή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……… (αριθ. καταθ. ………), για την οποία με την υπ’ αριθ. ……… πράξη της αρμοδίου Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου ορίστηκε δικάσιμος η …… και β) ο ενάγων με την έφεσή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……… (αριθ. καταθ. ……..), για την οποία με την υπ' αριθ. ……… πράξη της αρμοδίου Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου ορίστηκε δικάσιμος η …... Κατά την ως άνω δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτηση των εφέσεων λόγω της οφειλόμενης στην πανδημία του νέου κορωνοϊού αναστολής λειτουργίας όλων των δικαστηρίων της επικράτειας από 16-3-2020 έως 31- 5-2020, επαναφέρθηκαν δε αυτές προς συζήτηση αυτεπαγγέλτως με την υπ’ αριθ. …… πράξη της Διευθύνουσας το Εφετείο …… σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων είχαν καταθέσει δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ με την οποία δήλωσαν ότι επιθυμούν η συζήτηση της υποθέσεως να γίνει χωρίς να παραστούν στο ακροατήριο, προκατέθεσαν δε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φέρονται προς εκδίκαση 1) η από …… και υπ’ αριθ. καταθ. ……… έφεση του εναγομένου κατά του ενάγοντος και 2) η υπ’ αριθ. καταθ. ……… έφεση του ενάγοντος κατά του εναγομένου, οι οποίες πλήττουν την υπ’ αριθ. ….. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……., με την οποία δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία η από …… και υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ΤΜ …… αγωγή του ενάγοντος κατά του εναγομένου. Οι εφέσεις ασκήθηκαν σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1, 2 και 4, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’ ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται το αντίθετο και ακόμη δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ (ως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρ. 1 του ν. 4335/2015) προθεσμία από τη δημοσίευσή της (13-6-2019) έως την κατάθεση των εφέσεων (18-10-2019 και 29-10-2019 αντίστοιχα). Επίσης καταβλήθηκε το απαιτούμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο για εκάστη εξ αυτών (βλ. τις από 18-10-2019 και 29-10-2019 αντίστοιχα οικείες βεβαιώσεις της γραμματέως του Πρωτοδικείου …….. περί καταθέσεως των υπ’ αριθ. …… και ……. αντίστοιχα ηλεκτρονικών παράβολων). Επομένως, οι ως άνω εφέσεις, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, πλήττουν την ίδια απόφαση και με τη συνεκδίκασή τους επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αποτρέπεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης που καταρτίστηκε στις 23-3-2017 μεταξύ αυτού και του εναγομένου πωλητή που διατηρεί επιχείρηση εμπορίας μεταχειρισμένων φορτηγών στα ……. αγόρασε από τον τελευταίο ένα μεταχειρισμένο φορτηγό εργοστασίου κατασκευής ….. τύπου ……. αντί τιμήματος 37.380 ευρώ που καταβλήθηκε ολοσχερώς κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι μεταξύ των συμβαλλομένων ρητώς συνομολογήθηκαν ως ιδιότητες του πωληθέντος φορτηγού α) ότι έχει διανύσει τα αναγραφόμενα στο δείκτη χιλιομέτρων χιλιόμετρα, ήτοι 500.000, β) ότι ο κινητήρας του ήταν σε άριστη τεχνική - μηχανολογική κατάσταση και αποδοτικός, γ) ότι είχε υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους περιοδικούς τακτικούς ελέγχους (σέρβις) με βάση τα τεχνικά πρότυπα της κατασκευάστριας εταιρίας και δ) ότι δεν είχε «ανοιχτεί» προκειμένου να υποστεί επισκευές σε τμήμα του. Ότι ο εναγόμενος δεν του παρέδωσε το βιβλίο σέρβις, το οποίο ο ενάγων εξαρχής ζητούσε, προφασιζόμενος διάφορες ττρος τούτο δικαιολογίες για μην του το παραδώσει. Ότι στις 9-8-2017 οπότε και πραγματοποιούσε ενάγων το δεύτερο δρομολόγιο μεταφοράς ξυλείας με το προαναφερόμενο φορτηγό αυτοκίνητο κατά την επιστροφή του προς ……. στην περιοχή της ……. και ενώ ήταν εν κινήσει ακούστηκε ένας έντονος μεταλλικός θόρυβος από τον κινητήρα, έσβησε ο κινητήρας και ακινητοποιήθηκε το όχημα φορτωμένο με ξυλεία. Ότι κατά τις εργασίες επισκευής διαπιστώθηκε ότι ο κινητήρας είχε ανοιχτεί στο παρελθόν για σοβαρές εργασίες επισκευής του, ότι είχε διανύσει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα από τα αναγραφόμενα στο δείκτη χιλιομέτρων και συμφωνηθέντα και ότι δεν είχε υποβληθεί στους προβλεπόμενους περιοδικούς τακτικούς ελέγχους. Ότι ο εναγόμενος γνώριζε την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων του φορτηγού, δολίως όμως απέκρυψε αυτές προκειμένου να του πωλήσει το φορτηγό, για το λόγο δε τούτο απέφυγε να του παραδώσει το βιβλίο σέρβις. Ότι εκτός από τις ως άνω ελλείψεις των συνομολογημένων ιδιοτήτων του φορτηγού, διαπιστώθηκαν και πραγματικά ελαττώματα σχετικά με το πίσω τελικό διαφορικό, αφού ανοίχθηκε και αυτό και αποκαλύφθηκε βλάβη του στα γρανάζια κίνησης που προκαλούσαν τον επίμονο θόρυβο και αναιρούσαν την χρήση του, δεδομένου ότι επηρεαζόταν η ομαλή κίνηση προς τους τροχούς και αυτή εν τέλει γινόταν διακεκομμένα και με έντονους κραδασμούς. Ότι με την από …… εξώδικη δήλωσή του που επέδωσε στον εναγόμενο την ……, διαμαρτυρήθηκε για την έλλειψη των ως άνω συνομολογημένων ιδιοτήτων και την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του φορτηγού, δήλωσε δε ότι μειώνει το τίμημα, ζητώντας να του επιστρέφει τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αγοραίας αξίας την οποία είχε το πράγμα χωρίς τη συνομολογηθείσα ιδιότητα, ήτοι το ποσό των 21.380 ευρώ (37.380 ευρώ που κατέβαλε -16.000 ευρώ η αγοραία αξία του), καθώς επίσης και το ποσό των 13.383,32 ευρώ, το οποίο κατέβαλε για δαπάνες επισκευής του φορτηγού, το ποσό των 500 ευρώ που κατέβαλε για τη μεταφορά του με γερανό στο συνεργείο επισκευής και τη ζημία που υπέστη, θετική και αποθετική, ύψους 15.000 και 45.000 ευρώ αντίστοιχα, πλην όμως ο εναγόμενος ουδέν κατέβαλε. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος ότι έχει ήδη προβεί σε μείωση του τιμήματος με την ως άνω εξώδικη δήλωση ζητούσε να  υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει α) τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αγοραίας αξίας του φορτηγού χωρίς το ελάττωμα και συγκεκριμένα να του καταβάλει το ποσό των 21.380 ευρώ λόγω μείωσης του τιμήματος, επικουρικά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού με το νόμιμο τόκο από την 24-3-2017 άλλως από την 23-12-2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) το ποσό των 72.985,04 ευρώ που αποτελεί τη ζημία του (θετική και διαφυγόν κέρδος) ήτοι αναλυτικά 8.315,44 ευρώ για αγορά ανταλλακτικών επισκευής του κινητήρα, 1860 ευρώ για εργασίες επισκευής, 1612 ευρώ για εργασίες ρεκτιφιέ, 359,60 ευρώ αγορά ανταλλακτικών, 248 ευρώ για εργασίες επισκευής μπεκ και αντλίας πετρελαίου, 500 ευρώ για τη μεταφορά του φορτηγού με γερανοφόρο όχημα από το σημείο βλάβης στο συνεργείο, 15.000 ευρώ ως προκαταβολή αγοράς 1000 τόνων ξυλείας και 45.000 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος που απώλεσε μετά βεβαιότητας από τη μεταπώληση των 1000 τόνων ξυλείας, νομιμοτόκως από 23-12-2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) 5000 ευρώ για δικαστικά έξοδα δ) 10.0000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εις βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία και ε) το ποσό των 988,28 ευρώ για αγορά ανταλλακτικών για την επισκευή του πίσω διαφορικού νομιμοτόκως από 1-8-2017 άλλως από την 23-12-2017 άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. …… οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως αόριστα α) το κονδύλιο των 45.000 ευρώ που αφορά την αποθετική ζημία που υπέστη λόγω της μη μεταπώλησης των 1000 τόνων ξυλείας, με το σκεπτικό ότι «δεν αναφέρεται η μονάδα μέτρησης της ποσότητας αυτής ξυλείας, ήτοι αν θα πωληθεί χύδην, ήτοι τα φορτωμένα καυσόξυλα σε κυβισμένη καρότσα αν θα ανατραπούν χύμα ή αν θα μεταφερθούν από μεταφορέα, ή αν θα πωληθεί στοιβαγμένη σε κυβισμένες παλέτες, ούτε άλλωστε αναφέρεται η συσκευασία των καυσόξυλων, ήτοι αν θα πωληθεί χύμα, σε σάκους (φορτωμένα χύμα σε κυβισμένους σάκους), σε παλέτα ή σε συσκευασμένο τσουβάλι (τοποθετημένα σε κυβισμένα τσουβάλια), δεδομένου ότι η τιμή πώλησης αυτών διαφέρει για καθεμία των άνω κατηγοριών» και β) το κονδύλιο των 5.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 28.883,32 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας που υπέστη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος, ήτοι από την 23-12-2017 και το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο εναγόμενος όσο και ο ενάγων με τις ένδικες εφέσεις τους, με τις οποίες ζητούν, για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, ο μεν εναγόμενος να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, ο δε ενάγων να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3043/2002, προκύπτει ότι: α) ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, ήτοι κατά το χρόνο παραδόσεώς του σε αυτόν, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες (ΑΠ 1888/2018 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή η ευθύνη του είναι αντικειμενική, με εξαίρεση την αξίωση αποζημίωσης ένεκα ελαττώματος, κατ' άρθρο 543 εδ. β', που παρέχεται μόνον εφόσον ο πωλητής βαρύνεται με πταίσμα (ΑΠ 1497/2018 ΝΟΜΟΣ) και β) ο αγοραστής, στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται, κατ' επιλογήν του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός εάν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να μειώσει το τίμημα, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα (ΑΠ 84/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ως πραγματικό ελάττωμα θεωρείται η σχετική με την ιδιοσυστασία και την κατάσταση του πράγματος ατέλεια του, η οποία ασκεί αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητά του (ΑΠ 796/2015 ΝΟΜΟΣ), ενώ ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Τα μέρη είναι κατ' αρχήν ελεύθερα να αναγάγουν ρητώς οποιαδήποτε χαρακτηριστικά ή ιδιότητες ενός πράγματος σε δεσμευτικό περιεχόμενο της μεταξύ τους συμβάσεως. Η σχετική συμφωνία των μερών μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο, να αναφέρεται δηλαδή στην ανάγκη υπάρξεως ορισμένων ιδιοτήτων ή στην ανάγκη απουσίας ορισμένων χαρακτηριστικών - ελαττωμάτων αντίστοιχα. Έτσι, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών, ότι το πράγμα έχει τη συμφωνημένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 575/2013 ΝΟΜΟΣ). Συνιστά δε συνομολόγηση ιδιότητας και η συμφωνία περί έλλειψης ορισμένου πραγματικού ελαττώματος (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 1497/2018, ΑΠ 243/2009 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για να γεννηθεί η κατά τα ανωτέρω ευθύνη του πωλητή πρέπει το πραγματικό ελάττωμα ή συνομολογημένη ιδιότητα να λείπει κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου (άρθρο 537 παρ. 1 ΑΚ), που προσδιορίζεται στα άρθρα 522- 524 ΑΚ, δηλαδή κατά κανόνα κατά το χρόνο της παραδόσεως του πωληθέντος πράγματος στον αγοραστή (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 1391/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος μειώσεως του τιμήματος αντικείμενο και αίτημα έχει τη μείωση αυτού κατά τη διαφορά της αξίας του πράγματος με και χωρίς το ελάττωμα ή τις συνομολογηθεισες ιδιότητες, οπότε η σύμβαση ανατρέπεται στο βαθμό που μειώνεται η υποχρέωση του αγοραστή ως προς το τίμημα (ΑΠ 1730/2001), η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού γίνεται είτε με δήλωση του αγοραστή, η οποία από την περιέλευση στον πωλητή επιφέρει τη διαμόρφωση του μειωμένου τιμήματος, είτε με σχετική αγωγή, είτε κατ' ένσταση, προβαλλόμενη και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής των άρθρων 554 επ. ΑΚ (ΑΠ 754/2005). Για να είναι ορισμένη και επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως είτε η αγωγή, είτε η ένσταση με την οποία ασκείται το σχετικό δικαίωμα, πρέπει, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 534, 535 και 540 ΑΚ, να αναφέρονται σε αυτήν οι συγκεκριμένες ιδιότητες που συνομολογήθηκε να έχουν τα πωληθέντα πράγματα, οι οποίες λείπουν, παρά την τοιαύτη συνομολόγησή τους μεταξύ των συμβαλλόμενων κατά τη σύναψη της συμβάσεως και ότι συνεπεία τούτων παρίσταται μειωμένη η αξία του πράγματος καθώς και το ποσό της μειώσεως. Συνεπώς, για το της αγωγής ή της ενστάσεως για την εφαρμογή της διατάξεως του 540 ΑΚ, η οποία παρέχει το δικαίωμα στον αγοραστή να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513, 534, 535 και 537 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτίθενται σαφώς στην αγωγή ή την προβαλλόμενη δια των προτάσεων ένσταση 1) έγκυρη σύμβαση πωλήσεως, 2) ύπαρξη ελαττώματος ή έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητας, 3) ευθύνη του πωλητή, ανεξαρτήτως πταίσματος αυτού, για τις ελλείψεις ή τα ελαττώματα αυτά, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, δηλαδή κατά το χρόνο παράδοσης του πράγματος και 4) η συνεπεία της ελλείψεως της ιδιότητας ή του ελαττώματος μειωμένη αξία του πράγματος και ο προσδιορισμός της τελευταίας, η οποία μπορεί να εξαχθεί και με βάση την αρχικώς συμφωνηθείσα τιμή, την αξία του ελλιπούς πράγματος και την αξία του ίδιου πράγματος υγιούς (ΑΠ 860/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ο προσδιορισμός της μείωσης της αξίας του πράγματος από την παραπάνω αιτία υπολογίζεται με βάση την αναλογική σχέση, που υπάρχει, κατά το χρόνο μετάστασης του κινδύνου, μεταξύ της αγοραίας τιμής του ελαττωματικού πράγματος και αυτής χωρίς ελαττώματα (ΑΠ 796/2015, ΑΠ 860/2014, ΑΠ 1442/2012, ΑΠ 1373/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει κατά το αναφερθέν άρθρο 216§1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (Ολομ.ΑΠ20/92 Δνη33.1435, ΑΠ289/97 Ελλ Δνη39.326, ΑΠ1467/95 ΕλλΔνη38.1532, ΕΑ10157/97 ΕλλΔνη39.1637). Εφόσον τούτο συμβαίνει, τότε η σχετική αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη (ΑΠ1582/2001      ΕλλΔνη2002.701, ΕΛαρ338/2001 Δικογραφία2001.444, ΕΑ5788/92 Δ24.687, Μπέης ΠολΔ άρθρο 216 αριθ.11). Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή ήταν αρκούντως ορισμένη όσον αφορά το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών, αφού εκτίθενται σε αυτήν τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, ήτοι η συμφωνία για προμήθεια ξυλείας, η τιμή αγοράς και πώλησης αυτών και το κέρδος που με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε ο ενάγων, ενώ τα λοιπά στοιχεία θα προκύψουν από τις αποδείξεις. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το κονδύλιο αυτό ως αόριστο κατά τα ειδικότερα πιο πάνω αναφερόμενα, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και πρέπει συνεπώς, δεκτού γενομένου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος τούτο και, αφού κρατηθεί η αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τις υπ’ αριθ. ……….. ένορκες βεβαιώσεις των ………….., οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον των συμβολαιογράφων ………, οι δύο πρώτες και …………, η τρίτη, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθ. ……….. εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου …………) και προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα, την υπ’ αριθ. 882/28-6-2018 ένορκη βεβαίωση των ……………, η οποία λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου ……………, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υττ’ αριθ. …….. έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή του Εφετείου …….) προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο, όλα προσκομιζόμενα και νομίμως επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 339 σε συνδ. με 395 ΚΠολΔ), μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται και η από ……….. «τεχνική έκθεση - πραγματογνωμοσύνη» του ……….., η από 13-7-2018 «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» του πτυχιούχου μηχανικού οχημάτων Τ.Ε. ……… και η υπ’ αριθ. ………. «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», οι οποίες ως ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις εκτιμώνται ελεύθερα (αρθρ. 390 ΚΠολΔ), ενώ η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα από 30-9-2017 υπεύθυνη δήλωση του ………… δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, καθ’ όσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου έγινε επίτηδες προκειμένου να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 311/2012, ΑΠ 743/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 582/2010 ΝοΒ 2010.2063), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος διατηρεί ατομική επιχείρηση εμπορίας μεταχειρισμένων φορτηγών αυτοκινήτων με έδρα την πόλη των ………... Ο ενάγων ασχολείται με τη μεταφορά και εμπορία δασικών προϊόντων, έχει δε ως επαγγελματική έδρα την …….. Στις 23-3-2017 δυνάμει σύμβασης πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων ο εναγόμενος πώλησε και παρέδωσε στον ενάγοντα ένα μεταχειρισμένο φορτηγό όχημα (σασί χωρίς καρότσα), εργοστασίου κατασκευής …….., τύπου ……., εισαγωγής, με αριθμό πλαισίου ………., με αριθμό κινητήρα ……, μοντέλο ……, μικτού βάρους 33.000 κιλών, εκδόθηκε δε σχετικά το υπ’ αριθ. ……. τιμολόγιο πώλησης - δελτίο αποστολής αξίας 12.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24%, ήτοι 2.880 ευρώ και συνολικής αξίας 14.880 ευρώ. Το ως άνω φορτηγό είχε αγοράσει ο εναγόμενος τον Ιούλιο του έτους 2016 στην …….., είχε μεταφέρει δε αυτό οδικώς από την …….. στα ……. ο πατέρας του εναγομένου, ……….., διανύοντας απόσταση 1.500 χιλιομέτρων περίπου. Αφού υποβλήθηκε σε τεχνικό έλεγχο και σέρβις (αλλαγή λαδιών, φίλτρων, έλεγχος συστημάτων λίπανσης, ψύξης κλπ.) στο συνεργείο επισκευής φορτηγών οχημάτων του ……. στα ……., το ως άνω όχημα οδηγήθηκε στην έκθεση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων του εναγομένου, όπου υποδείχθηκε στον ενάγοντα ως ανταποκρινόμενο στις ιδιότητες του οχήματος που ο τελευταίος ζητούσε. Ο ενάγων σκόπευε να χρησιμοποιήσει το φορτηγό για τις ανάγκες της επαγγελματικής του δραστηριότητας μεταφοράς και εμπορίας δασικών προϊόντων. Για την εξυπηρέτηση των ως άνω αναγκών του ήταν απαραίτητο να φέρει το όχημα δύο οπίσθια διαφορικά, εκ των οποίων το τελικό πίσω να εμπλέκεται («κομπλάρει») κατ’ επιλογή σε καταστάσεις μεταφοράς φορτίων, ανηφορικής διαδρομής, δύσκολης βατότητας δασόδρομων κλπ. και να απεμπλέκεται σε μεγάλα ταξίδια με κέρδος την κατανάλωση καυσίμου και αποφυγή φθορών. Μεταξύ των διαδίκων κατά την κατάρτιση της σύμβασης συνομολογήθηκαν ρητώς ως ιδιότητες του πωληθέντος φορτηγού αυτοκινήτου ότι τα χιλιόμετρα που εμφανίζονται στον χιλιομετρητή του (περί τα 500.000) είναι τα αληθή και πράγματι διανυθέντα, ότι ήταν σωστά συντηρημένο, έχοντας υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους από τον κατασκευαστή τακτικούς ελέγχους, ότι ο κινητήρας ήταν σε άριστη τεχνική-μηχανολογική κατάσταση και αποδοτικός, ουδέποτε δε είχε «ανοιχτεί» προκειμένου να επισκευαστεί. Οι ανωτέρω ιδιότητες (λίγα χιλιόμετρα, σωστή συντήρηση, ανυπαρξία βλαβών και επισκευών), την ύπαρξη των οποίων ρητώς διαβεβαίωσε ο πωλητής εναγόμενος στον αγοραστή ενάγοντα, είχαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση του τελευταίου να προχωρήσει στην αγορά του φορτηγού. Πριν την κατάρτιση της σύμβασης ο ενάγων με την άδεια του εναγομένου και συνοδεία του πατέρα του τελευταίου οδήγησε το φορτηγό στο συνεργείο φορτηγών οχημάτων του …………. στην ………, σε απόσταση 30 χλμ από την επιχείρηση του εναγομένου, προκειμένου να προβεί αυτός σε έλεγχο του οχήματος πριν την αγορά του. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε βλάβη στο περιφερειακό σύστημα ιντάρτερ του κιβωτίου ταχυτήτων (σύστημα περιορισμού ταχύτητας στην κατηφόρα - επενεργεί στο σασμάν και δεν έχει σχέση με τον κινητήρα), η οποία μπορούσε να διορθωθεί με την αντικατάσταση της σχετικής βαλβίδας κόστους 150 ευρώ περίπου, καθώς και βλάβη μιας ανάρτησης της καμπίνας οδηγού (έχανε αέρα), η οποία μπορούσε να διορθωθεί με την αντικατάσταση με άλλη κόστους 250 ευρώ περίπου, ποσά που αποδέχθηκε ο ενάγων να καταβάλει εξ ιδίων. Οι ανωτέρω βλάβες δεν απέτρεψαν τον ενάγοντα από την αγορά του επίδικου φορτηγού, διότι δεν συνδέονται με τον κινητήρα και τη λειτουργία του, θεωρούνται επουσιώδεις και συνήθεις για οχήματα του τύπου του επιδίκου, αντίστοιχης χρονολογίας και διανυθέντων χιλιομέτρων, και δεν παραπέμπουν σε ελαττώματα του κινητήρα ή βλάβες που συνέβησαν στο παρελθόν. Από τον ανωτέρω έλεγχο δεν διαπιστώθηκε κάποιο άλλο πρόβλημα στο όχημα ούτε και κάποιο εμφανές ελάττωμα ή βλάβη στον κινητήρα (όπως διαρροή λαδιών, έλλειψη εργοστασιακών εξαρτημάτων που θα παρέπεμπε είτε σε υπάρχουσες είτε σε προηγηθείσες και επισκευασθείσες βλάβες). Οπωσδήποτε δε ο έλεγχος αυτός δεν μπορούσε να αποκαλύψει ελαττώματα ή βλάβη εντός του κινητήρα και στα εσωτερικά κινούμενα μέρη αυτού (έμβολα, διωστήρες, στρόφαλος κουζινέτα - μέταλλα βάσης κλπ.) ή προηγηθείσες βλάβες και επισκευές εντός του κινητήρα ή του διαφορικού, αφού έπρεπε να «ανοιχτεί - λυθεί» πλήρως τούτος προς διαπίστωση αυτών, γεγονός που δε συμβαίνει στις καθημερινές συναλλαγές, λόγω του υψηλότατου κόστους και του χρόνου που απαιτείται για τέτοιου είδους εργασίες. Κατά την κατάρτιση της πώλησης οι διάδικοι συμφώνησαν εγγράφως ότι: «δίδεται εγγύηση 6 μηνών αρχομένης από σήμερα (23-3-2017) στην περίπτωση που η μηχανή κάψει λάδια περισσότερο του φυσιολογικού ο πωλητής να καλύψει τα εργατικά του συνεργείου του οποίου η έδρα είναι στα …….. και είναι εξουσιοδοτημένο από τον πωλητή για περιπτώσεις όπως αυτές. Εφόσον προκύψει πρόβλημα το αμάξι θα πρέπει να έρθει στα …… στο συνεργείο της εταιρίας του πωλητή από τον αγοραστή με δική του ευθύνη». Μετά τη σύναψη της πώλησης και την παράδοση του οχήματος στον ενάγοντα (η οποία έλαβε χώρα στις 23-3-2017) το φορτηγό μεταφέρθηκε οδικώς σε ειδικό τεχνίτη για την κατασκευή και τοποθέτηση καρότσας, κατάλληλης για την φόρτωση ξυλείας, η κατασκευή της οποίας ολοκληρώθηκε στις 19-6-2017 (βλ. το υπ’ αριθ. ……. τιμολόγιο πώλησης της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……» με έδρα την ……..). Τέλη Ιουλίου 2017 ο ενάγων χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το φορτηγό για ένα δρομολόγιο μεταφοράς ξυλείας στην περιοχή ………., ενώ στις 9-8-2017 πραγματοποίησε δεύτερο δρομολόγιο μεταφοράς ξυλείας με το ως άνω φορτηγό στην περιοχή …… (δάσος ……). Κατά την πραγματοποίηση του δεύτερου αυτού δρομολογίου και δη στην επιστροφή προς ……. στην περιοχή του ……. (5° χλμ. ……..), ήτοι σε εθνικό ασφαλτοστρωμένο οδικό δίκτυο, ενώ κινείτο, ακούστηκε ένας έντονος μεταλλικός θόρυβος από την περιοχή του κινητήρα και αυτός έσβησε («χτύπησε» ο κινητήρας), το δε όχημα ακινητοποιήθηκε φορτωμένο. Ο ενάγων επικοινώνησε άμεσα τηλεφωνικά με τον εναγόμενο και συμφώνησαν προς διευκόλυνση του ενάγοντος να μεταφερθεί το φορτηγό στο συνεργείο επισκευής του …….. στην …….. (δηλαδή ο εναγόμενος δεν αξίωσε να μεταφέρει ο ενάγων το φορτηγό στο συνεργείο επιλογής του εναγομένου στα …….., όπως είχαν εγγράφως συμφωνήσει κατά τα προαναφερόμενα). Έτσι σε εκτέλεση της νεότερης αυτής συμφωνίας των διαδίκων μεταφέρθηκε το φορτηγό με μεγάλο όχημα μεταφοράς της εταιρίας γερανών και μεταφορών «……….» στο συνεργείο επισκευής φορτηγών του …….. στην …….., όπου, αφού έγινε μεταφόρτωση της ξυλείας με γερανό σε άλλο φορτηγό όχημα ιδιοκτησίας του ενάγοντος προκειμένου να μεταφερθεί η ξυλεία στη μάντρα του, ακολούθως ανοίχθηκε - λύθηκε ο κινητήρας του, οπότε και διαπιστώθηκε βλάβη στον κινητήρα και στα έδρανα του στροφαλοφόρου άξονα (κουζινέτα βάσεως). Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι η σειρά των 6 ειδικών μεταλλικών μερών - εξαρτημάτων εν είδει μεγάλων μεταλλικών ημίσεων δαχτυλιδιών σχήματος U, πλάτους 7- 8 εκ., ανοίγματος διαμέτρου περί τα 10 εκ. και πάχους μερικών χιλιοστών, επί των οποίων κυλιέται χωρίς τριβές και περιστρέφεται ο στροφαλοφόρος άξονας του κινητήρα εδραζόμενος σε αυτά σε συγκεκριμένα ισάριθμα σημεία του και τα οποία δαχτυλίδια παρεμβάλλονται μεταξύ αυτού και των ισάριθμων 6 σταθερών εδράνων - βάσεων του στροφάλου του ίδιου σχήματος (ακριβώς για να δέχονται την τοποθέτηση και εφαρμογή των δαχτυλιδιών), αποκλείοντας στα σημεία αυτά, την άμεση επαφή των μετάλλων του στροφάλου με τα μέταλλα των βάσεων του και επιπλέον κρατούν ευθυγραμμισμένο κατά την περιστροφή του στις βάσεις αυτές, καταστραφεί, δηλαδή δύο από αυτά είχαν διαρραγεί - κερματιστεί και τα υπόλοιπα ήταν σε κατάσταση που προμήνυε άμεση καταστροφή τους, καθόσον, όπως και τα δύο που είχαν ήδη καταστραφεί, όλα είχαν έντονο βαθύχρουν πορφυρομπλέ χρώμα από υπερθέρμανση. Αποτέλεσμα λοιπόν ήταν στα ανωτέρω δύο σημεία που τα δαχτυλίδια είχαν καταστραφεί να έρχονται σε επαφή τα μέταλλα του στροφάλου με τα μέταλλα των εδράνων του στροφάλου, αφού δεν παρεμβάλλονταν πλέον αυτό το ειδικό μεταλλικό δαχτυλίδι που απέτρεπε την επαφή τους, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται τριβές και ένεκα τούτου μεγάλες θερμοκρασίες και έτσι λόγω διαστολών «κόλλησε» - «φράκαρε» ο στρόφαλος στις βάσεις του και δεν μπορούσε να περιστραφεί. Ταυτόχρονα και λόγω της ανωτέρω καταστροφής των δαχτυλιδιών απώλεσε και την ευθύγραμμη περιστροφική κίνησή του με περαιτέρω σοβαρές συνέπειες, δηλαδή καταστροφή και άλλων εξαρτημάτων του κινητήρα που συνδέονται και εξαρτώνται από την ακώλυτη και ευθυγραμμισμένη κίνηση αυτού για αυτό και έχρηζαν αντικατάστασης προκειμένου να επανέλθει ο κινητήρας σε κατάσταση ασφαλούς λειτουργίας, χρηστικότητας και αποδοτικότητας κατά τα εργοστασιακά πρότυπα. Επίσης, συνεπεία των ανωτέρω αναφερόμενων επίμονων θορύβων και κραδασμών ανοίχθηκε και το πίσω τελικό διαφορικό, οπότε διαπιστώθηκε βλάβη του στα γρανάζια κίνησης που προκαλούσαν το πρόβλημα και αναιρούσαν καθοριστικά την χρήση του, αφού επηρεάζονταν η απρόσκοπτη και ομαλή κίνηση προς τους τροχούς και γινόταν αυτή διακεκομμένα και με έντονους κραδασμούς. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι οδοντώσεις (μεταλλικές εγκοπές - αυλάκια) του γραναζιού «ήλιου» (μεγάλο κεντρικό γρανάζι του διαφορικού, μεταλλικό, κυκλικό με οδόντωση - γρανάζια - περιφερειακά που μοιάζουν με ακτίνες σε ήλιο) του διαφορικού που μεταφέρει την κίνηση του άξονα προς τους τροχούς, ήταν σπασμένα με αποτέλεσμα κατά την εμπλοκή του και τη μεταφορά της κίνησης του άξονα προς τους τροχούς, ιδίως με φορτίο (εκεί που ήταν δηλαδή απαραίτητο να δουλεύει), «να πηδάει δόντια», αφού έλλειπαν οι διαδοχικές οδοντώσεις, στις οποίες έπρεπε να εφαρμόζεται συνεχόμενα η δύναμη περιστροφής του άξονα κίνησης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομαλή μετάδοση προς τους τροχούς του πίσω διαφορικού, αλλά έντονα μεταλλικά χτυπήματα και κραδασμοί στην κίνηση, το δε φαινόμενο ήταν οξύτατο σε περίπτωση φορτίου και ανηφόρας και δεν παρατηρούνταν όταν το όχημα δεν ήταν φορτωμένο. Η βλάβη αυτή του διαφορικού συνιστά πραγματικό ελάττωμα και όχι συνομολογημένη ιδιότητα, αφού η κατάστασή του κατά την παράδοση του φορτηγού στον ενάγοντα δεν ήταν καθοριστικής σημασίας, ήτοι δεν αποτελούσε κριτήριο αναζήτησης των ιδιοτήτων του οχήματος και δεν ήταν καθοριστική για την αγορά του τελευταίου, σε κάθε όμως περίπτωση η δαπάνη επισκευής του συνιστά ζημία του ενάγοντος, η δε αξίωσή του εκ της αιτίας αυτής απορρέει από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης και πρέπει να αποκατασταθεί κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Περαιτέρω, κατά τις εργασίες επισκευής διαπιστώθηκε ότι ο κινητήρας είχε ανοιχτεί στο παρελθόν και είχε υποβληθεί σε σοβαρές εργασίες επισκευής, αφού διαπιστώθηκε ότι είχαν αντικατασταθεί τα εμβολοχιτώνια, δηλαδή σημαντικό και καίριο τμήμα του κινητήρα, ήτοι είχε γίνει εργασία (αντικατάσταση εμβολοχιτωνίων) που δεν δικαιολογείται σε περιπτώσεις συνήθους χρήσης τέτοιων κινητήρων, δηλαδή σε κινητήρες του ανωτέρω εργοστασίου κατασκευής με 500.000 χιλιόμετρα μόνο και με τακτική συντήρηση, κάτι που αναπόδραστα αποκάλυψε ότι το συγκεκριμένο όχημα είχε διανύσει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα και είχε υποστεί σοβαρότατη βλάβη στο παρελθόν από υπερθέρμανση που είναι η κύρια αιτία καταστροφής και ακολούθως αντικατάστασης των εμβολοχιτωνίων και επέκεινα των μετάλλων βάσης του στροφάλου, αφού αλλοιώνονται οι αντοχές και ιδιότητες των μετάλλων. Επιπλέον προέκυψε ότι και η κεφαλή ενός εκ των έξι κεφαλών κυλίνδρων δηλαδή το τμήμα εκείνο του κινητήρα στο πάνω μέρος του, εντός του οποίου κινούνται οι βαλβίδες και περιέχει και το θάλαμο καύσης, έφερε λεπτό και μη εμφανές ρήγμα, οφειλόμενο αποκλειστικά σε θερμική καταπόνηση των μετάλλων λόγω υπερθέρμανσης, αφού στο σημείο αυτό υπάρχει ο χώρος καύσης. Υπό κανονικές συνθήκες, εφόσον ο κινητήρας έχει υποβληθεί στους τακτικούς ελέγχους και εργασίες συντήρησης δεν απαιτείται η αλλαγή εμβολοχιτωνίων στα 500.000 χιλιόμετρα στα φορτηγά εργοστασίου κατασκευής, τύπου και κατηγορίας του επιδίκου, πολλώ δε μάλλον σε λιγότερα χιλιόμετρα (εφόσον η αντικατάσταση των εμβολοχιτωνίων έγινε σε χρόνο πριν την παράδοση του φορτηγού στον ενάγοντα, κατά τον οποίο είχε λιγότερα χιλιόμετρα). Επομένως, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι κατά τον χρόνο μεταβίβασης του οχήματος στον αγοραστή στις 23-3-2017 το πωληθέν όχημα δεν είχε τις συνομολογημένες ιδιότητες που έπρεπε να φέρει με βάση τη σύμβαση των διαδίκων κατά τα προαναφερθέντα, αλλά είχε διανύσει πολύ περισσότερα από 500.000 χιλιόμετρα, ο δε κινητήρας του είχε υποστεί στο παρελθόν σημαντική βλάβη στα ανωτέρω κινούμενα και περιστρεφόμενα εσωτερικά του εξαρτήματα και μέρη εξαιτίας των οποίων ανοίχτηκε και δέχθηκε σημαντικότατες παρεμβάσεις μηχανολογικά και έτσι υπήρχαν όλες εκείνες οι προϋποθέσεις τεχνικά και μηχανολογικά για άμεση και εκτεταμένη νέα ζημία όπως και έγινε. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα από 16-9-2017 ιδιωτική γνωμοδότηση («τεχνική έκθεση - πραγματογνωμοσύνη») του ………, η οποία ουδόλως αναιρείται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εναγόμενο υπ’ αριθ. ………. «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» οι οποίες, άλλωστε, αμφότερες, όπως προεκτέθηκε, εκτιμώνται ελεύθερα ως ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις. Ειδικότερα η προαναφερόμενη προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο γνωμοδότηση επικεντρώνεται στο ότι ο ενάγων παρά τη δοκιμαστική οδήγηση του οχήματος δεν διαπίστωσε πρόβλημα στον κινητήρα κατά την οδήγηση, ενώ ούτε ο ……….. κατά τον έλεγχο που έκανε πριν την αγορά του οχήματος διαπίστωσε οιαδήποτε ένδειξη δυσλειτουργίας του κινητήρα ή προηγούμενης επισκευής του. Ισχυρίζεται δε ότι, αν πράγματι είχε προηγηθεί επισκευή του κινητήρα, αυτή θα ήταν άμεσα ορατή σε οποιονδήποτε έμπειρο μηχανικό, γιατί θα υπήρχαν μακροσκοπικά διακριτά ίχνη, όπως η μετά την επισκευή τοποθέτηση φλαντζόκολλας, η διαφορετική όψη των βιδών, κοχλιών κλπ. εξαιτίας εξαγωγής, επανατοποθέτησης κλπ. και καταλήγει στο ότι οι ζημίες δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο παράδοσης του οχήματος στον ενάγοντα, αλλά προκλήθηκαν μετά την παραλαβή του οχήματος από τον τελευταίο και την κυκλοφορία του από αυτόν, χωρίς, ωστόσο, να εξηγεί σε ποια αιτία οφείλεται η ζημία, εφόσον όπως αποδείχθηκε είχε γίνει έλεγχος λαδιών και συστημάτων λίπανσης και ψύξης πριν την παράδοση στον ενάγοντα, ενώ μέχρι την 9-8-2017, οπότε εμφανίστηκε η βλάβη, το φορτηγό δεν είχε διανύσει πάνω από 1.000 χιλιόμετρα (βλ. σημείωση διανυθέντων χιλιομέτρων σε προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από ενάγοντα βιβλίο σέρβις που συνέταξε ο …………). Επιπλέον ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η εμφάνιση των ζημιών οφείλεται στο ότι αυτό χρησιμοποιείτο σε ιδιαιτέρως βαριά εργασία (μεταφορά δασικών προϊόντων σε δασικούς ορεινούς δρόμους όπου υπάρχουν μεγάλες αλλαγές κλίσεων, κακό οδόστρωμα σε συνθήκες υπερφόρτωσης), ωστόσο αυτή είναι η χρήση για την οποία προορίζεται το όχημα. Η ως άνω γνωμοδότηση του ………… επιβεβαιώνεται από την έκθεση που συντάχθηκε κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος από τον πτυχιούχο μηχανικό οχημάτων τ.ε. ………., σύμφωνα με τον οποίο η καταστροφή των δύο μετάλλων βάσης και ο αποχρωματισμός των υπολοίπων στον συγκεκριμένο κινητήρα οφείλεται σε υπερθέρμανση, έστω και πρόσκαιρη, του κινητήρα, που είναι η μόνη αιτία μηχανολογικά να προκαλέσει το σπάσιμο και τον αποχρωματισμό των κουζινέτων, αιτίες δε της υπερθέρμανσης μπορεί να είναι η έλλειψη λαδιού, η χαμηλή πίεση λαδιού ή η μη λειτουργία του συστήματος ψύξης. Ωστόσο, αφού στον κινητήρα είχε τοποθετηθεί λάδι και είχε γίνει αλλαγή φίλτρων λαδιού πριν από την παράδοση του οχήματος στον ενάγοντα (ήτοι πριν από 1000 το μέγιστο χιλιόμετρα) και η αντλία λαδιού, το ψυγείο και ο ανεμιστήρας δεν είχαν βλάβες και λειτουργούσαν τη στιγμή που εμφανίστηκε η βλάβη, με βεβαιότητα δεν έγινε υπερθέρμανση στις 9-8-2017. Επίσης τα εμβολοχιτώνια δεν αλλάχθηκαν κατά τις εργασίες επισκευής που ενήργησε ο …………., αλλά λόγω της άριστης κατάστασής τους επανατοποθετήθηκαν, ώστε αναμφίβολα δεν έγινε υπερθέρμανση εκείνη τη στιγμή, γιατί τότε λόγω υπερβολικών τριβών από την απώλεια των ιδιοτήτων του λαδιού και της χαμηλής πίεσης τα εμβολοχιτώνια θα ήταν τα πρώτα μέρη που θα καταστρέφονταν και θα κολλούσαν στα χιτώνια και θα έπρεπε να αλλαχθούν και αυτά. Για τον ίδιο λόγο θα υπήρχαν και σοβαρές βλάβες και στον χώρο των κεφαλών του κινητήρα, όπως στρέβλωση κεφαλών, θραύση ή στρέβλωση εκκεντροφόρου άξονα, στρέβλωση ή θραύση βαλβίδων θαλάμου καύσης κλπ, τα οποία όμως δεν υπήρχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εφόσον δε δεν προέκυψε ότι ο αγοραστής από τον χρόνο αγοράς μέχρι τον χρόνο της βλάβης είχε επέμβει στον κινητήρα για κάποιο λόγο και ειδικά για επισκευή λόγω υπερθέρμανσης με αντικατάσταση εμβολοχιτωνίων, η αλλαγή αυτών είχε γίνει οπωσδήποτε πριν την αγορά του φορτηγού από τον ενάγοντα, ενώ, σύμφωνα πάντα με την ως άνω έκθεση του πτυχιούχου μηχανικού οχημάτων τ.ε. ……….., η αλλαγή εμβολοχιτωνίων σε όχημα με 500.000 χιλιόμετρα μόνο σε περίπτωση υπερθέρμανσης του κινητήρα εξηγείται, και δεν περιλαμβάνεται στα τακτικό σέρβις και συντήρηση που ορίζει ο κατασκευαστής του οχήματος. Συνεπώς και κατά τον ως άνω μηχανικό οχημάτων ο κινητήρας είχε υπερθερμανθεί υπερβολικά οπωσδήποτε πριν την παράδοση του οχήματος στον αγοραστή. Για το λόγο αυτό είχαν αλλαχθεί τα εμβολοχιτώνια και ενδεχομένως και άλλα μέρη, αλλά όχι τα μέταλλα έδρασης στροφάλου ούτε η μια κεφαλή κυλίνδρου που είχε ρωγμή. Πιθανότητα να είχαν αλλαχθεί και αυτά αλλά για κάποιο λόγο να μην έγινε σωστή επισκευή δεν υφίσταται, αφού εκτός από τα δύο που έσπασαν τα υπόλοιπα ήταν αποχρωματισμένα, το οποίο εξηγείται μόνο από υπερθέρμανση, ενώ αν συνέβαινε αυτό (δηλαδή να είχαν αλλαχθεί αλλά να μην είχε γίνει σωστή επισκευή) θα υπήρχε δυσλειτουργία στον κινητήρα, άμεσα αντιληπτή από τα πρώτα χιλιόμετρα, οπότε και δεν θα διένυε το φορτηγό απόσταση 1500 χιλιομέτρων από την …….. χωρίς πρόβλημα. Λόγω της θερμικής καταπόνησης ο χρόνος ζωής τους είχε περιοριστεί σημαντικά και ήταν ζήτημα χρόνου η καταστροφή τους. Χρειάστηκε η συνήθης επιβάρυνση του κινητήρα με φορτίο για να εκδηλωθεί το πρόβλημα, αφού τα 1500 χιλιόμετρα είχαν διανυθεί χωρίς επιβάρυνση φορτίου. Εάν δεν είχαν καταπονηθεί λόγω υπερθέρμανσης, αλλά ήταν στη συνήθη κατάσταση που αναμένει κανείς για 500.000 χιλιόμετρα του συγκεκριμένου κινητήρα, τα περίπου 1000 χιλιόμετρα χρήσης δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να προκαλέσουν το πρόβλημα, αφού ο κινητήρας είχε λάδι, τα συστήματα ψύξης και λίπανσης λειτουργούσαν κανονικά και δεν είχε υποστεί μετά βεβαιότητας υπερθέρμανση τη στιγμή της βλάβης την 9-8-2017, γιατί τότε θα καταστρέφονταν και τα εμβολοχιτώνια και πιθανώς και άλλα μέρη του κινητήρα, λόγω δε της αλλαγής των εμβολοχιτωνίων ο κινητήρας, δεν είχε κατανάλωση λαδιού, ίσης σύμφωνα πάντα με την ως άνω γνωμοδότηση του …….. δεν δικαιολογείται στα 500.000 χιλιόμετρα η φθορά του κεντρικού γραναζιού του τελικού διαφορικού με σπασμένες οδοντώσεις, αφού είναι εμπλεκόμενο μόνο με επιλογή του χρήστη και όχι μόνιμα και συνεπώς τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει το όχημα ήταν πολύ περισσότερα από 500.000. Συμπεραίνει δε ότι το όχημα δεν είχε υποβληθεί στο παρελθόν στους προβλεπόμενους από τον κατασκευαστή τακτικούς ελέγχους και εργασίες συντήρησης, διότι αν είχε υποβληθεί σε αυτούς θα είχε αποφευχθεί η υπερθέρμανση μέσω του ελέγχου των λαδιών και των συστημάτων λίπανσης και ψύξης. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από την εκτίμηση των προαναφερόμενων ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ως εκ τούτου κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν υπάρχει ανάγκη συμπλήρωσης των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, η διάταξη ή μη της οποίας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (ΑΠ 194/2017, ΑΠ 1576/2007, ΑΠ 237/2006 ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε το αίτημα του εναγομένου περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει ο περί του αντιθέτου έβδομος λόγος της έφεσης του εναγομένου να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η έλλειψη των ως άνω συνομολογημένων ιδιοτήτων, ήτοι ότι τα χιλιόμετρα που έδειχνε ο χιλιομετρητής ήταν τα πραγματικά και ότι η κατάσταση του οχήματος και του κινητήρα ήταν άριστη, διότι αυτό είχε υποβληθεί σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους και εργασίες συντήρησης και δεν είχε υποστεί ουδεμία βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ήταν αναγκαίο το «άνοιγμα» του κινητήρα, παρέχει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 540 και 543 ΑΚ δικαίωμα στον αγοραστή μεταξύ άλλων να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος και σωρευτικά αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Όπως άλλωστε εκθέτει ο ίδιος ο εναγόμενος στο δικόγραφο της έφεσής του συμφώνησε να καταβάλει ο ίδιος στον …………… την αμοιβή του για τις εργασίες, ενώ κατέβαλε στον ………, ο οποίος ανέλαβε τις εργασίες ρεκτιφιέ του κινητήρα, το ποσό των 800 ευρώ παροτρύνοντάς τον να προχωρήσει τις εργασίες, αποδεχόμενος ουσιαστικά την ευθύνη του για τη βλάβη φορτηγού, ωστόσο αργότερα, προφανώς φοβούμενος ότι η συμμετοχή του στην κάλυψη των ζημιών θα εκληφθεί ως αποδοχή της ευθύνης του, επισκέφθηκε τον …….. και αναζήτησε το καταβληθέν κατά τα ανωτέρω ποσό δηλώνοντας ότι το ποσό που είναι αναγκαίο για εργασίες και ανταλλακτικά θα καταβάλει ο ενάγων. Στις 22-12-2017 ο ενάγων επέδωσε στον εναγόμενο την από 19-12-2017 εξώδικη δήλωσή του (βλ. την υπ’ αριθ. ………. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου …………), με την οποία, αφού εξέθετε τα ως άνω ελαττώματα, προέβαινε σε δήλωση μείωσης του τιμήματος και ζητούσε α) να του επιστρέφει ο εναγόμενος το ποσό των 21.380 ευρώ, το οποίο αποτελούσε τη διαφορά της πραγματικής αξίας που είχε το όχημα με βάση τις πραγματικές του ιδιότητες, την οποία προσδιόριζε στο ποσό των 16.000 ευρώ και του καταβληθέντος τιμήματος ύψους 37.380 ευρώ, β) να του καταβάλει το ποσό των 13.383,32 ευρώ για την επισκευή του κινητήρα, γ) το ποσό των 500 ευρώ για τη μεταφορά του φορτηγού, δ) το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο προκατέβαλε για την αγορά 1.000 τόνων ξυλείας και το οποίο κατέπεσε ως ποινική ρήτρα, διότι δεν παρέλαβε, ως όφειλε, την αγορασθείσα ξυλεία και το ποσό των 45.000 ευρώ, το οποίο θα κέρδιζε μετά βεβαιότητας κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων από τη μεταπώληση των 1.000 τόνων ξυλείας. Ο εναγόμενος με την από 26-1-2018 εξώδικη απάντησή του που επέδωσε στον ενάγοντα στις 29-1-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου ……….) αρνήθηκε την ύπαρξη οιουδήποτε ελαττώματος, χωρίς ωστόσο να κάνει οιαδήποτε αναφορά στο συμφωνηθέν τίμημα. Εκ του γεγονότος αυτού, ήτοι τη μη ειδική αμφισβήτηση εκ μέρους του οχληθέντος εναγομένου ότι το συμφωνηθέν και καταβληθέν τίμημα ήταν 37.380 ευρώ, αλλά και από την κατάθεση του ……… που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι το τίμημα που συμφωνήθηκε και πράγματι καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στον εναγόμενο για την αγορά του ανωτέρω οχήματος υπερβαίνει κατά πολύ το αναγραφόμενο στο τιμολόγιο που εξέδωσε ο εναγόμενος για την αγορά του οχήματος και ανέρχεται στο ποσό των 37.380 ευρώ, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων. Κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης πώλησης η αγοραία αξία του εν λόγω αυτοκινήτου, χωρίς τις ανωτέρω ελλείψεις, ήταν ίση προς το συμφωνηθέν τίμημα των 37.380 ευρώ. Ωστόσο η έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων επηρεάζει αρνητικά την αξία του πωληθέντος φορτηγού αυτοκινήτου και συνεπώς πρέπει να χωρήσει μείωση του τιμήματος. Η αξία του οχήματος με τις προαναφερθείσες ελλείψεις κατά τον χρόνο της μεταβίβασης αυτού στον ενάγοντα ανερχόταν κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 20.000 ευρώ. Συνεπώς, το τίμημα πρέπει να μειωθεί στο ποσό των 20.000 ευρώ και ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και του ως άνω μειωμένου τιμήματος, δηλαδή το ποσό των 17.380 (37.380 - 20.000) ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι το τίμημα που συμφωνήθηκε και το οποίο κατέβαλε ο ενάγων στον εναγόμενο ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 14.880 ευρώ, και ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το αίτημα για επιστροφή στον ενάγοντα της διαφοράς μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και του μειωμένου λόγω της έλλειψης των συνομολογημένων ιδιοτήτων τιμήματος, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος ως βάσιμου κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος τούτο και αφού κρατηθεί και δικαστεί η αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιο, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.380 ευρώ νομιμοτόκως από την 23-12-2017 (επομένη της επίδοσης της από 19-12-2017 εξώδικης δήλωσης περί μείωσης του τιμήματος). Περαιτέρω, ο εναγόμενος υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε ζημία που υπέστη το φορτηγό, η οποία έχει άμεση σχέση με την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων και δεν καλύπτεται από την άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος και συγκεκριμένα υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τα κάτωθι ποσά ήτοι: 1) για αγορά των αναγκαίων ανταλλακτικών επισκευής του κινητήρα και ειδικότερα για 1 στρόφαλο προς 2170 ευρώ, 5 δαχτυλίδια μπιέλλας προς 15 ευρώ έκαστο και συνολικά 75 ευρώ, 6 ελατήρια προς 26 ευρώ έκαστο και συνολικά 156 ευρώ, 1 κουζινέτο εκκεντροφόρου προς 120 ευρώ, 1 κουζινέτο βάσης προς 90 ευρώ, 1 μπιέλλα προς 220 ευρώ, 1 35 ευρώ, 6 κουζινέτα μπιέλλας προς 40 ευρώ έκαστο και συνολικά ευρώ, 12 οδηγούς εισαγωγείς προς 8 ευρώ έκαστος και συνολικά 6 ροδέλες χιτωνίου προς 6 ευρώ εκάστη και συνολικά 36 ευρώ, 1 λαδιού προς 180 ευρώ, 2 βαλβίδες προς 22 ευρώ και συνολικά 44 ευρώ, 1 φλάντζα γενικής προς 850 ευρώ, 6 βίδες κεφαλής προς 35 ευρώ εκάστη και συνολικά 210 ευρώ, 1 κεφαλή προς 420 ευρώ, 1 ψυγείο λαδιού προς 98 ευρώ, 12 λάστιχα χιτωνίου προς 2 ευρώ έκαστο και συνολικά 24 ευρώ, 6 λάστιχα χιτωνίου προς 13 ευρώ έκαστο και συνολικά 78 ευρώ, 1 τσιμουχάκι βαλβίδων προς 48 ευρώ, 40 κιλά λάδια κινητήρα προς 5 ευρώ/κιλό και συνολικά 200 ευρώ, 1 φίλτρο λαδιού προς 12 ευρώ, 1 βαλβίδα ανακουφίσεως προς 33 ευρώ, 1 αντλία νερού προς 380 ευρώ, 2 θερμοστάτες προς 14 ευρώ και συνολικά 28 ευρώ, 2 εμβολοχιτώνια κομπρεσέρ προς 82 ευρώ έκαστο και συνολικά 164 ευρώ, 2 καπάκια κομπρεσέρ προς 108 ευρώ έκαστο και συνολικά 216 ευρώ, 1 πλεξούδα καλωδίων μπεκ προς 350 ευρώ, 1 καπάκι φίλτρου πετρελαίου προς 25 ευρώ, 1 φίλτρο πετρελαίου προς 18 ευρώ, 20 κιλά αντιψυκτικά προς 5ευρώ/κιλό και συνολικά 100 ευρώ, ήτοι 6.706 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% (1.609,44 ευρώ) και συνολικά 8.315,44 ευρώ, εκδοθέντων προς τούτο των υπ’ αριθ. ……….. τιμολογίων πώλησης, 2) για εργασίες επισκευής και συγκεκριμένα για επισκευή κινητήρα φορτηγού, καθάρισμα φίλτρου νερού και intercool, επισκευή διαφορικού βοηθητικής, αντικατάσταση ρεγουλατόρου τέταρτου διαφορικού δεξιά, αντικατάσταση λάδια και φίλτρα, αντικατάσταση αντιψυκτικών, αντικατάσταση αντλίας νερού και θερμοστάτη 1.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24 % από 360 ευρώ και συνολικά 1.860 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ'αριθ. ……. τιμολογίου παροχής υπηρεσιών του …………, 3) για εργασίες ρεκτιφιέ του κινητήρα το ποσό των 1.300 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 1.612 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτου του υπ’ αριθ. ………… τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», 4) για αγορά ανταλλακτικών και συγκεκριμένα για 1 μονάδα μίξης προς 140 ευρώ, 3 βαλβίδες πιέσεως προς 30 ευρώ εκάστη, 1 βαλβίδα επιστροφής προς 30 ευρώ, 6 σετ στεγανοποίησες μπεκ προς 5 ευρώ έκαστο και συνολικά 290 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 359 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. …….. τιμολογίου πώλησης του ….., 5) για αναγκαίες εργασίες επισκευής μπεκ και αντλίας πετρελαίου κατέβαλε το ποσό των 200 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 248 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. 163/27-9-2017 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, συνολικά δηλαδή κατέβαλε για αγορά των αναγκαίων ανταλλακτικών και για αμοιβή τεχνιτών για εργασίες επισκευής κατά τα ανωτέρω το ποσό των 12.395,04 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη θετική ζημία του και πρέπει να αποκατασταθεί. Η εκτέλεση των ως άνω εργασιών και η αγορά των ανωτέρω ανταλλακτικών ήταν αναγκαίες για την επισκευή του κινητήρα σύμφωνα με τα εργοστασιακά πρότυπα έτσι ώστε να είναι αποδοτικός και να μην παρουσιάσει στο μέλλον βλάβες είτε από την ίδια αιτία είτε από κακή επισκευή σε ζωτικά τμήματά του, όπως επιβεβαιώνεται στην προαναφερόμενη τεχνική έκθεση του …….. αλλά και στην υπ’ αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση του …………... Στην θετική ζημία του ενάγοντος περιλαμβάνεται επίσης και το ποσό των 500 ευρώ, το οποίο κατέβαλε ο ενάγων στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……...» για τη μεταφορά του φορτηγού με γερανό από το σημείο βλάβης στο συνεργείο του ….. στην …… (βλ. σχετικά την υπ’ αριθ. ……. φορτωτική). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δαπάνησε για την αγορά ανταλλακτικών για την επισκευή του πίσω διαφορικού τα ακόλουθα ποσά: για 1 ρεγολατόρο προς 175 ευρώ, 1 γρανάζι ηλίου διαφορικού προς 420 ευρώ, 1 ροδέλα αποστάτης προς 9 ευρώ, 1 ροδέλα γκρουπ κωνική προς 19 ευρώ, 1 φουρκέτα κομπλερ προς 79 ευρώ, 1 ροδέλα ηλίου προς 19 ευρώ, 1 μούφα κομπλέρ προς 79 ευρώ, 1 ροδέλα ηλίου προς 19 ευρώ, 1 μούφα κομπλέρ προς 76 ευρώ, ήτοι 797 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 988,28 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ αριθ. ……….. τιμολογίου του ………... Το ανωτέρω ποσό το οποίο δαπανήθηκε για την διόρθωση του πραγματικού ελαττώματος του φορτηγού (σχετικά με το διαφορικό) υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 540 ΑΚ, εφόσον το ελάττωμα αυτό δεν ζητεί ο ενάγων να συνεκτιμηθεί κατά την αποτίμηση της μείωσης της αξίας του φορτηγού εξαιτίας του πραγματικού αυτού ελαττώματος.  Συνεπώς ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.883,32 (12.395,04+500+988,28) ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της από 19-12-2017 εξώδικης δήλωσης του\ ενάγοντος, ήτοι από 23-12-2017, για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη ο ενάγων από την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων, η οποία δεν καλύπτεται από την άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος και εκείνης (θετικής ζημίας) που υπέστη εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος του οχήματος και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης του εναγομένου. Περαιτέρω από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι ο εναγόμενος γνώριζε την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων, ήτοι ότι είχε γίνει επέμβαση στην ένδειξη του χιλιομετρητή και ότι είχε ανοιχτεί ο κινητήρας. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδεικνύεται η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου, το αναφερόμενο στην ηθική βλάβη κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε ότι ο εναγόμενος τελούσε σε γνώση της έλλειψης των συνομολογημένων ιδιοτήτων και του πραγματικού ελαττώματος και συνεπώς ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εις βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο πέμπτος λόγος της έφεσης του εναγομένου ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος τούτο και, αφού κρατηθεί και δικαστεί η αγωγή κατ’ ουσίαν κατά το μέρος τούτο, να απορριφθεί το σχετικό κονδύλιο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν.Ο οικείος τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ζητούσε να επιδικαστεί σε αυτόν μεγαλύτερο ποσό για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Επίσης ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι είχε προβεί στην αγορά από την έμπορο και εργολάβο υλοτομιών …. 1.000 τόνων ξυλείας (καυσόξυλα δρυός και αειφύλλων) δυνάμει του από ….. ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο είχε συμφωνήσει να παραλάβει την ανωτέρω ποσότητα ξυλείας από τον τόπο υλοτομίας (δάσος …… περιοχής …) μέχρι την 15-9-2017, άλλως θα κατέπιπτε υπέρ της πωλήτριας η προκαταβολή ύψους 15.000 ευρώ που ο ενάγων είχε καταβάλει και ότι λόγω της βλάβης του φορτηγού και της ακινητοποίησης αυτού έως την 16-9-2017, οπότε και αποκαταστάθηκαν οι προκληθείσες σε αυτό βλάβες, δεν κατέστη δυνατό να παραλάβει και να μεταφέρει ο ενάγων την ξυλεία έως την 15-9-2017 με αποτέλεσμα να απωλέσει το ποσό των 15.000 ευρώ που είχε προκαταβάλει, αλλά και τα εισοδήματα που μετά βεβαιότητας θα αποκόμιζε από την πώληση της ξυλείας, αν είχε παραλάβει αυτήν. Προσκομίζει δε μετ’ επικλήσεως σχετικά το από ….. ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης νομής και πλήρους κυριότητας - πώλησης ξυλείας. Από την επισκόπηση του ανωτέρω συμφωνητικού προκύπτει ότι η ……. και ο ενάγων συμφώνησαν ότι η πρώτη πωλεί και μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον ενάγοντα ποσότητα 1.000 τόνων ξύλου που έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή της βάσει των εγκριθέντων διαχειριστικών μελετών και ειδικότερα άκοπου ξύλου σε διάφορες διαστάσεις κυκλικών διαμέτρων και σε διάσταση μήκους από 1 μ έως και 1,2 μ., με τον όρο ότι θα παραδώσει αυτήν στον αγοραστή έως την 15-9-2017 στο δασόδρομο του δάσους, ο δε αγοραστής καταβάλει «καπάρο» 15.000 ευρώ, το οποίο αυτός θα χάσει σε περίπτωση που δεν παραλάβει το εμπόρευμα έως την 30-9-2017 χωρίς να διατηρεί άλλη αξίωση κατά της πωλήτριας. Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον το φορτηγό παραδόθηκε στον ενάγοντα στις 16-9-2017, δεν είχε ακόμη εκπνεύσει η προθεσμία εντός της οποίας αυτός (ενάγων) όφειλε να παραλάβει την ποσότητα ξυλείας από το δασόδρομο (30-9-2017), συνεπώς η μη εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα και όχι στην βλάβη που παρουσίασε το φορτηγό και ως εκ τούτου αβάσιμα αιτείται ο ενάγων να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο κατέπεσε υπέρ της πωλήτριας της ξυλείας λόγω της μη εκπλήρωσης της δικής του υποχρέωσης, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πράγματι προκατέβαλε στην πωλήτρια …… το ποσό των 15.000 ευρώ, αφού ούτε έγγραφη προς τούτο απόδειξη προσκομίζεται ούτε αντίγραφο κίνησης λογαριασμού του ενάγοντος, από το οποίο να προκύπτει ότι μεταφέρθηκε από λογαριασμό του ιδίου σε λογαριασμό της πωλήτριας το ανωτέρω ποσό ή ότι έστω έγινε ανάληψη του ως άνω ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν το κονδύλιο αυτό και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης του εναγομένου και αφού εξαφανιστεί η απόφαση κατά το μέρος τούτο και κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο κατά το μέρος τούτο να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το ως άνω κονδύλιο. Περαιτέρω, για τον ίδιο ως άνω λόγο και δη επειδή ο ενάγων, ενώ είχε τη δυνατότητα μετά την 16-9-2017 και έως την 30-9-2017 να παραλάβει την πωληθείσα ξυλεία, δεν έπραξε τούτο, η αποθετική ζημία που αυτός επικαλείται, συνιστάμενη στο κέρδος που μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε, αν παραλάμβανε την συμφωνηθείσα ποσότητα και μεταπωλούσε αυτήν, δεν δύναται να αποδοθεί στην βλάβη του οχήματος, καθώς ο ενάγων από υπαιτιότητά του δεν προέβη σε παραλαβή της ξυλείας, όπως μπορούσε να πράξει μετά την 16-9-2017 και έως την 30-9-2017 κατά τη συμφωνία του με την πωλήτρια της ξυλείας. Συνεπώς, το ως άνω περί αποθετικής ζημίας κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν.

Με το άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Προϋπόθεση όμως των ανωτέρω είναι η ύπαρξη του δικαιώματος, καθ’ όσον μόνον υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί (ΟλΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ). Για τον λόγο αυτό όταν ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου, που προβάλλεται για την απόκρουση της εις βάρος του ασκηθείσας αγωγής, έχει ως θεμελιακό του στοιχείο την ανυπαρξία του δικαιώματος του ενάγοντος, εν συνιστά ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 1405/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 151/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1800/2005 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος με τις νομοτύπως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του, διότι το αυτοκίνητο που του πώλησε δεν είχε κανένα ελάττωμα, ουδέποτε ο εναγόμενος διαβεβαίωσε αυτόν για την ύπαρξη των ιδιοτήτων τις οποίες ο ενάγων επικαλείται ως συνομολογημένες, ασκεί δε ο ενάγων την αγωγή μετά την παρέλευση ενός και πλέον έτους από την εμφάνιση της ζημίας και ζητεί το δυσανάλογο σε σχέση με το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του αυτοκινήτου ποσό των 110.263,32 ευρώ, περαιτέρω δε, ενώ γνώριζε ο ενάγων ότι το κόστος της επισκευής του κινητήρα θα υπερέβαινε το ποσό των 16.000 ευρώ και ο ίδιος λόγω της καθυστέρησης της επισκευής του κινητήρα δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, επέλεξε την άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος αντί να επιλέξει, ως όφειλε, την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση και ακολούθως να επιστρέφει το όχημα, να λάβει το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του και να προβεί σε αγορά άλλου οχήματος. Ωστόσο με το προεκτεθέν περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα περιστατικά δεν δύνανται να θεμελιώσουν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αφού αφενός μεν με το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του ο εναγόμενος αρνείται την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος και την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας επί των οποίων θεμελιώνεται η αγωγή, αφετέρου δε η παρέλευση του ως άνω χρονικού διαστήματος για την άσκηση της αγωγής από μόνη της δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκησή του, αλλά απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, εκ τρίτου δε η επιλογή της άσκησης του δικαιώματος της μείωσης του τιμήματος αντί εκείνου της υπαναχώρησης δεν δύναται να θεμελιώσει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, αφού η υπαναχώρηση κρίνεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως το σκληρότερο για τον πωλητή από τα δικαιώματα που παρέχονται στον αγοραστή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 540 και 542 A σύμφωνα με τις οποίες τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 540 ΑΚ δικαιώματα, δηλαδή η διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος, η μείωση του τιμήματος και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση παρέχονται εναλλακτικά στον αγοραστή χωρίς ιεραρχική διαβάθμιση μεταξύ τους, δηλαδή χωρίς ορισμένα από αυτά να έχουν προτεραιότητα και άλλα να είναι επικουρικά, μόνος δε περιορισμός που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 542 ΑΚ στην ελευθερία του αγοραστή στην επιλογή των μέσων που του παρέχονται από την 540 ΑΚ αφορά στην άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης, ως προς την οποία το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κρίνει ότι οι συγκεκριμένες περιστάσεις δε την δικαιολογούν και να επιδικάσει μόνο μείωση του τιμήματος ή να διατάξει την αντικατάσταση του πράγματος (βλ.Βαθρακοκοίλη ΕρΝομΑΚ αρθρ. 540 αρ.1, αρθρ. 542 αρ. 1, 2). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από τις αιτιολογίες της παρούσας, απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει ο έκτος λόγος της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο αυτός επαναφέρει την ένσταση αυτή, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του (ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου), υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο, να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 681/2007, ΑΠ 1045/2004, ΑΠ 575/2004, ΑΠ 1478/2000 ΝΟΜΟΣ). Η ακριβής περιγραφή του περιεχομένου του επιδεικτέου εγγράφου απαιτείται ώστε να κριθεί αν αυτό είναι πρόσφορο προς ανταπόδειξη του προβαλλομένου λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος την επίδειξη διαδίκου (ΑΠ 658/2010 ΝΟΜΟΣ). Αν συντρέχουν οι ως άνω νόμιμες προϋποθέσεις η επίδειξη του εγγράφου διατάσσεται υποχρεωτικώς από το Δικαστήριο (ΕφΠειρ 418/2002 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπέβαλε αίτημα προσκόμισης α) εγγράφου της επίσημης αντιπροσωπείας ……., από το οποίο να προκύπτουν τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει το επίδικο φορτηγό μέχρι την αγορά του από τον ενάγοντα, β) το βιβλίο δρομολογίων του φορτηγού και του ταχογράφου της περιόδου από 24-3-2017 μέχρι την ημέρα προκλήσεως της βλάβης του κινητήρα, ώστε να αποδειχθεί πόσα χιλιόμετρα διήνυσε το όχημα και ποια δρομολόγια μεταφοράς ξυλείας πραγματοποίησε και γ) αντίγραφο των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των φορολογικών ετών 2015 και 2017, ώστε να διαπιστωθούν τα δηλωθέντα εισοδήματα του ενάγοντος από την άσκηση του επαγγέλματος της εμπορίας ξυλείας. Ωστόσο το αίτημα αυτό τυγχάνει απορριπτέο, όσον αφορά μεν το υπό στοιχείο α έγγραφο, ήτοι «έγγραφο της αντιπροσωπείας …..» από το οποίο να προκύπτουν τα διανυθέντα χιλιόμετρα του επιδίκου οχήματος έως την πώλησή του στον ενάγοντα, διότι δεν πρόκειται για έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του ενάγοντος, όσον αφορά το υπό στοιχείο β έγγραφο, ήτοι το βιβλίο δρομολογίων του φορτηγού και του ταχογράφου της περιόδου από 24-3- 2017 μέχρι την ημέρα προκλήσεως της βλάβης του κινητήρα, τα οποία ζητεί ο εναγόμενος ώστε να αποδειχθεί πόσα χιλιόμετρα διήνυσε το όχημα και ποια δρομολόγια μεταφοράς ξυλείας πραγματοποίησε, διότι τα χιλιόμετρα που διήνυσε το επίδικο όχημα από την παράδοσή του στον ενάγοντα και εξής αποδεικνύονται σύμφωνα με όσα πιο πάνω εκτίθενται από το βιβλίο σέρβις που συνέταξε ο …….. μετά την επισκευή του οχήματος, τον αριθμό των οποίων άλλωστε δεν αμφισβήτησε ο εναγόμενος, ενώ όσον αφορά το αίτημα προς επίδειξη αντιγράφων των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των φορολογικών ετών 2015 και 2017, αυτό πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του εναγομένου, εφόσον το κονδύλιο περί αποθετικής ζημίας του ενάγοντος για την (αντ)απόδειξη του οποίου ζητεί την επίδειξη αυτών ο εναγόμενος, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οποίο απέρριψε το αίτημα επίδειξης των ως άνω εγγράφων, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από τις αιτιολογίες της παρούσας, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου όγδοος και τελευταίος λόγος της έφεσης του εναγομένου ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης των αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων προς εξέταση, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και δη για την ενότητα της εκτέλεσης και ως προς τις μη ανατρεπόμενες διατάξεις της προκειμένου να υπάρξει ενιαίος εκτελεστός τίτλος και ως προς τις διατάξεις της που δεν θίγονται με την παραδοχή των εφέσεων και αναγκαίως και ως προς τις διατάξεις της για τη δικαστική δαπάνη, που αφορούν την εν μέρει παραδοχή της αγωγής και η οποία θα καθοριστεί εξαρχής για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί η αγωγή κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 31.263,32 (17.380 + 13.883,32) ευρώ με τους νόμιμος τόκους από την 23-12-2017. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου εκκαλούντος εφεσιβλήτου (άρθρα 178,183 ΚΠολΔ) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Εφόσον δε οι εφέσεις έγιναν έστω και εν μέρει δεκτές και εξαφανίζεται η εκκαλουμένη, πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα εκάστης έφεσης το παράβολο που κατατέθηκε για την άσκησή της (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα εκάστης έφεσης του κατατεθέντος παράβολου.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα μία χιλιάδων διακοσίων εξήντα τριών ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (31.263,32) με τους νόμιμους τόκους από την 23-12-2017.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ …………

Αριθμός πρότασης:

Α.Β.Μ.: ……..

                                                        Προς

το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ……….

α. Εισάγουμε στο Συμβούλιό Σας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 30 §2, 138 §2, 269 §3, 307 περίπτωση β' και 311 §2 του ΚΠΔ, την υπ’ αριθμόν Β.Μ. A ……… δικογραφία κατόπιν της υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …….. αιτήσεως του ……., κατοίκου …………., αφορώσης στην απόδοση των κατασχεθέντων ………. δυνάμει της από ………. εκθέσεως κατασχέσεως αυτοκινήτου οχήματος, και δη του υπ’ αριθμόν πινακίδων κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως ……., κατάσχεση η οποία έλαβε χώρα στα πλαίσια σχηματισθείσης δικογραφίας λαβούσης εκ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών …….. αριθμό Β.Μ. A ……... Επί της αιτήσεως αυτής εκθέτουμε τα ακόλουθα:

β. Βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 68 του ΠΚ, αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμέτοχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων (§1). Δήμευση δεν επιβάλλεται, όταν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτημα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, όπως όταν υπάρχει κίνδυνος να αποστερήσει τον καταδικασθέντα ή τρίτο, ιδίως την οικογένειά τους, από πράγμα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισμό τους ή να προκαλέσει σε αυτούς υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ανάλογα περιορισμένη δήμευση ή να επιβάλει χρηματική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 (§2). Αν τα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη (§3). Αν το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει δήμευση στα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία των προηγούμενων παραγράφων, επειδή αυτά δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, στον οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δήμευση, μπορεί να επιβάλει στον δράστη χρηματική ποινή μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των αντικειμένων αυτών (§4). Η δήμευση επιβάλλεται σε τρίτο αν τα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάσθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από τον δράστη σε αυτόν ή αν αποκτήθηκαν από αυτόν ή περιήλθαν με άλλο τρόπο σε αυτόν, εφόσον κατά το χρόνο κτήσης των περιουσιακών στοιχείων γνώριζε ότι ενδέχεται να προέρχονται από κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου και ότι σκοπός της μεταβίβασής τους ήταν να αποφευχθεί η δήμευση. Η γνώση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, πρέπει να προκύπτει από το συνδυασμό περισσότερων ειδικά αναφερόμενων στην απόφαση του δικαστηρίου περιστατικών, όπως ιδίως ότι η μεταβίβαση ή η απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία ή από εκείνο που θα προέκυπτε, με βάση τη συνήθη πρακτική, στις οικείες βιοτικές σχέσεις. Η δήμευση επιβάλλεται στον τρίτο μόνο εφόσον δεν μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του δράστη δήμευση του ανταλλάγματος που έλαβε για τη μεταβίβαση ή αναπληρωματική δήμευση. Όταν ο τρίτος είναι νομικό πρόσωπο, εξετάζεται αν υπήρχε η προβλεπόμενη γνώση σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, σε όποιον έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή είναι εξουσιοδοτημένος για τη λήψη αποφάσεων ή για την άσκηση ελέγχου, στο πλαίσιο του νομικού προσώπου ή της επιχείρησης ή σε όποιον ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα αυτά (§5). Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος. Κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 76 του ΠΚ, η δήμευση των αντικειμένων της παραγράφου 1 του άρθρου 68 επιβάλλεται υποχρεωτικά σε βάρος του κατόχου τους, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισμένου προσώπου για την τελεσθείσα πράξη, αν από τη φύση τους προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης. Η δήμευση εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (§1). Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος (§2). Βάσει της αιτιολογικής εκθέσεως του Ν. 4619/2019, στο άρθρο 68 έχει ενταχθεί η παρεπόμενη ποινή της δήμευσης, η οποία αποχωρίστηκε έτσι από τη δήμευση ως μέτρο ασφαλείας. Στη νέα διάταξη επαναλαμβάνεται κατά βάση η ρύθμιση του άρθρου 76 παρ. 1 - 5 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε με τον νόμο 4478/2017. Στο άρθρο 76 περιγράφονται τα χαρακτηριστικά της δήμευσης, ως μέτρου ασφαλείας. Η περιγραφή δεν απέχει ουσιωδώς από εκείνην που συναντάται ήδη στο άρθρο 76 παρ. 6 ΠΚ, όπως το περιεχόμενό του διαμορφώθηκε από τον ν. 4478/2017. Από το κείμενο του νόμου προκύπτει δηλαδή με σαφήνεια ότι δήμευση ως μέτρο ασφαλείας μπορεί να επιβληθεί μόνο σε αντικείμενα τα οποία, από την κατασκευή τους, είναι δυνατό να αξιοποιηθούν μόνο για την τέλεση μιας άδικης πράξης (Βλ. Σ. Παύλου, Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, 1994, σ. 54, Α. Τζαννετή, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 76. 18). Ο κίνδυνος πρέπει δηλαδή να προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα και όχι από την ενδεχόμενη χρήση τους για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

γ. Βάσει, περαιτέρω, των οριζομένων στο άρθρο 269 §3 εδάφιο α' του ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να αρθεί η κατάσχεση, αν δεν είναι πιθανό ότι από αυτό το λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας.

6. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 307 του ΚΠΔ, κατά την διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω, β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κ.τ.λ., γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα, δ) για την αποπεράτωση ή την εξακολούθηση της ανάκρισης, ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις.

ε. Αναφορικά με τις προμνησθείσες διατάξεις, ως τούτες ίσχυαν προ της ενάρξεως ισχύος των Ν. 4619/2019 και 4620/2019, λεκτέα τα εξής (σκέψεις οι οποίες δεν έχουν απολύσει τη σημασία τους ενόψει της επαναλήψεως των διατάξεων επί της ουσίας και στους ισχύοντες κώδικες): Η αίτηση για την άρση της κατασχέσεως συνιστά ένδικο βοήθημα, δεδομένου ότι με τούτη ζητείται η επανεκτίμηση του μέτρου της κατασχέσεως το οποίο επεβλήθη στο πλαίσιο της διενεργούμενης οικείας ανακριτικής πράξεως κατά την προανάκριση ή την κύρια ανάκριση. Για την άσκηση του ενδίκου αυτού βοηθήματος εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις επί των ενδίκων μέσων. Από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση, κατά την διάρκεια της ανακρίσεως (κυρίας ή προανακρίσεως) και μέχρι τη εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, την άρση της κατασχέσεως που επιβλήθηκε μπορεί να διατάξει το δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου ή του τρίτου που έχει έννομο συμφέρον ή δικαιώματα στα πράγματα που κατασχέθηκαν, αν δεν είναι πιθανό από τον λόγο αυτό ότι θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας. Ως, δε, συνάγεται από το άρθρο 320 §2 του ΚΠΔ, η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο θεωρείται γενομένη από την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως. Αυτονόητο είναι κατά συνέπεια ότι η αρμοδιότητα αυτή του συμβουλίου παύει να υφίσταται στην περίπτωση που έγινε επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης ή έγινε παραίτηση από την κλήτευση και την προθεσμία κλήτευσης, κατ’ άρθρο 169 §2 ΚΠΔ, στην περίπτωση που ορίζεται ρητή δικάσιμος μετά την προσαγωγή του κατηγορουμένου κατά την αυτόφωρη διαδικασία στον εισαγγελέα, αφού στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι η υπόθεση έχει εισαχθεί στο ακροατήριο. Πέραν τούτων, κατά την άσκηση, πάντως, αυτής της διακριτικής του ευχέρειας θα πρέπει το Συμβούλιο, κατευθυνόμενο από την αρχή της αναλογικότητας με τις τρεις επιμέρους πτυχές της, ήτοι της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, να λάβει υπόψη του και να σταθμίσει όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων και δη του ιδιοκτήτη ή κατόχου του κατασχεθέντος πράγματος και στα πλαίσια τούτων: α) την άνευ λόγου επί μεγάλο χρονικό διάστημα στέρηση του αναίτιου κυρίου της χρήσεως της ιδιοκτησίας του, β) την εντεύθεν οικονομική ζημία, γ) την κατά το διάστημα τούτο επιβάρυνση του δημοσίου με τη δαπάνη και τη φροντίδα φύλαξής του, δ) τη σημαντική, εκ της αχρησίας τούτου και των εντεύθεν βλαβών του, ζημία του, ε) την αξία του κατασχεθέντος αντικειμένου, στ) το πόσο διήρκεσε ή πόσο θα διαρκέσει η κατάσχεση (βλ. ΣυμβΠλημΠατρ 324/2012, ΠοινΔικ 2014, 502). Δεν αίρεται, δε, η κατάσχεση πραγμάτων των οποίων ο κατά νόμον προορισμός είναι να δημευτούν, είτε υπό τη μορφή παρεπόμενης ποινής είτε υπό τη μορφή μέτρου ασφαλείας, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 76 του ΠΚ (νυν 68 και 76 του ισχύοντος ΠΚ). Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τις συναφείς με το ζήτημα διατάξεις των άρθρων 259,266, 310 §2 (νυν 311 §2 του ισχύοντος ΚΠΔ) και 373 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, Ειδικά, από την τελευταία διάταξη ορίζεται ότι το δικαστήριο, με την τελειωτική του απόφαση, μετά τα έξοδα που επιβάλλει στον καταδικασθέντα, διατάσσει την απόδοση στον ιδιοκτήτη των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση, εφόσον δεν έγινε άρση της κατάσχεσης τους κατά το άρθρο 268, διατάσσει δε, περαιτέρω, και τη δήμευση των αντικειμένων που πρέπει να δημευτούν. Η διάταξη δηλαδή του νόμου λαμβάνει ως δεδομένο, ότι δεν είναι δυνατόν να έχει αρθεί η κατάσχεση των δημευτέων πραγμάτων, γι’ αυτό και προβλέπει απλώς τη δήμευσή τους, ενώ, αν πρόκειται για αποδοτέα, λαμβάνει υπόψη και την ενδεχόμενη προαπόδοσή τους, με την άρση της κατάσχεσης τους κατά το άρθρο 268 §3 ΚΠΔ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η απόφανση του δικαστικού συμβουλίου περί την άρση της κατασχέσεως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις η δήμευση των κατασχεθέντων. Διότι, όταν με διάταξη νόμου προβλέπεται η δήμευση των τελευταίων, ή είναι ενδεχόμενο αυτά να δημευτούν, είτε με τη μορφή της παρεπόμενης ποινής είτε με τη μορφή μέτρου ασφαλείας, το δικαστικό συμβούλιο δεν είναι αρμόδιο να αποφασίσει για την άρση της κατάσχεσης, γιατί η τελική κρίση για την τύχη των κατασχεθέντων έχει ανατεθεί αποκλειστικώς και μόνον στο δικαστήριο, ταυτόχρονα με την κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, θα προκαταλαμβανόταν η απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου και θα καθίστατο αδύνατη η επιβολή της δήμευσης. Επομένως, όταν τα κατασχεθέντα είναι υποχρεωτικώς, κατά νόμο, δημευτέα ή είναι ενδεχόμενο να αποτελέσουν αντικείμενο δήμευσης, δεν δύναται να αρθεί η επ’ αυτών επιβληθείσα κατάσχεση, αφού ο λόγος διατήρησης της κατάσχεσης είναι η ευχέρεια εκτέλεσης της επιβληθείσης δημεύσεως επί του πράγματος το οποίο βρίσκεται ήδη στα χέρια των αρχών, θεωρουμένου ότι θα δυσχερανθεί ιδιαίτερα η εκτέλεση αυτή, αν δεν καταστεί αδύνατη, εάν το πράγμα αποδοθεί στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του. Συνοψίζοντας, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 307 περίπτωση β' και 310 §2 του ΚΠΔ (νυν 311 §2 του ισχύοντος ΚΠΔ), προκύπτει ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τα θέματα κατάσχεσης, που ανακύπτουν κατά το στάδιο της ανάκρισης (και της προανάκρισης) και καθ’ όλο το στάδιο της προδικασίας, μέχρι την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη με την επίδοση σ’ αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης. Ακόμη, συντρεχόντων των όρων της §1 του άρθρου 76 ΠΚ (νυν 68 του ισχύοντος ΠΚ), η επιβολή της παρεπομένης ποινής της δημεύσεως είναι δυνητική, εξαρτώμενη από την κυριαρχική και μη υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΠ κρίση του δικαστή, ο οποίος, εκτιμώντας τις περιστάσεις του άρθρου 79 ΠΚ, θα καταγνώσει τη δήμευση, όταν κρίνει ότι η κύρια ποινή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον ένοχο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, ενώ η δήμευση, ως μέτρο ασφαλείας (άρθρο 76 §6 ΠΚ, νυν 76 του ισχύοντος ΠΚ), επιβάλλεται υποχρεωτικά, όταν από την κατοχή των προϊόντων του εγκλήματος ή των αντικειμένων που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση της πράξης προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης (βλ. και ΕφΑιγαίου σε συμβούλιο 52/2016, ΠοινΔ/νη 2017/61, στο οποίο γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για την υποστηριχθείσα νομολογιακώς άποψη ότι η υλική αρμοδιότητα τον Δικαστικού Συμβουλίου να αποφαίνεται για την άρση της κατάσχεσης χωρίς την ταυτόχρονη κρίση και επί της ουσίας της υπόθεσης υφίσταται μόνο, όταν δεν προβλέπεται από τον νόμο η υποχρεωτική δήμευση των κατασχεθέντων είτε με ειδική διάταξη είτε με το άρθρο 76 παρ. 2 ΠΚ ως μέτρο ασφαλείας, βλ. και ΠλημμΠατρ 16/2018, Ar Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠλημμΚαστορ 8/2015, Α" Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2015/1019, ΠλημμΠρεβ 54/2013, Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ με τις εκεί παραπομπές). Στα πλαίσια της κρατούσας αυτής άποψης γίνεται δεκτό από μερίδα της νομολογίας ότι το δικαστικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να άρει την κατάσχεση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν ως δημευτέα στις περιπτώσεις που ο ιδιοκτήτης τους είναι τελείως αμέτοχος στην αξιόποινη πράξη, ιδίως στις περιπτώσεις που η δήμευση δεν προβλέπεται στο νόμο ως υποχρεωτική (βλ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος III, 2015, σελ. 3.150, με περαιτέρω παραπομπές). Η κρίση άλλωστε του δικαστικού συμβουλίου για την άρση της κατασχέσεως αντικειμένου που ανήκει σε τρίτο πρόσωπο, αμέτοχο στην εκάστοτε αποδιδόμενη πράξη, ουδεμία επιρροή ασκεί στην απόφαση του Δικαστηρίου για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου και τη συνακόλουθη επιβολή ή μη της ποινής (κύριας και παρεπόμενης), δεδομένου ότι, στην περίπτωση που το κατασχεθέν αντικείμενο ανήκει σε τρίτο πρόσωπο μη κατηγορούμενο, δυνατότητα νόμιμης δημεύσεώς του (ως παρεπόμενης ποινής) από το δικαστήριο δεν νοείται και επομένως ούτε και λόγος για να μην αρθεί η κατάσχεσή του από το δικαστικό συμβούλιο (ΣνμβΠλημΠατρ 80/2014, ΠοινΔικ 2015, σελ. 127). Η αποδεικτική χρησιμότητα των αντικειμένων αυτών είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει στην προσωρινή αποστέρηση του τρίτου προσώπου από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία του. Στην περίπτωση, συνεπώς, κατά την οποία ένα αντικείμενο, το οποίο αποτέλεσε μέσο τέλεσης εγκλήματος, καταλαμβάνεται μεν στα χέρια του δράστη, ανήκει εντούτοις σε τρίτο πρόσωπο, τότε η κατάσχεση έχει ως σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας και την αποδεικτική εν γένει διευκόλυνση, ενώ στη συνέχεια δεν είναι δυνατή η επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης, ει μη μόνον εφόσον αποδοθεί και στον ιδιοκτήτη ποινική ευθύνη και ιδίως για συμμετοχική δράση στο έγκλημα ή εφόσον το ίδιο το αντικείμενο είναι αυτό καθεαυτό επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, οπότε και η δήμευση δύναται να επιβληθεί ανεξαρτήτως της ποινικής ή μη ευθύνης του ιδιοκτήτη, καθόσον η επιβαλλόμενη δήμευση αποτελεί κατά την αληθή νομική της φύση μέτρο ασφάλειας και όχι παρεπόμενη ποινή (βλ Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία - Εφαρμογή υπό το άρθρο 76). Αντιθέτως, η δήμευση του αντικειμένου που ανήκει σε τρίτο πρόσωπο ως παρεπόμενη ποινή δεν είναι κατ’ αρχήν νοητή, στο μέτρο που ο ανωτέρω δε φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου (βλ. Α. Χαραλαμπάκης, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά την δήμευση Υπέρ 1991. 735 και Σ.Παύλου, Προβλήματα της δη ρεύσεως στους ειδικούς ποινικούς νόμους Υπέρ 91. 707 επ.). Περαιτέρω, βάσει των διατάξεων του άρθρου 177 του Ν. 2960/2001, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή μηχανήματα έργου ή εμπορευματοκιβώτια, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, όπλων, εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, το υπηρεσιακό όργανο το οποίο επέβαλε την κατάσχεση ή η Υπηρεσία στην οποία υπηρετεί αυτό, τα παραδίδει, μαζί με αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή (αρμόδιο Τελωνείο ή Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων), που ορίζεται αποκλειστικός μεσεγγυούχος, συντασσόμενης έκθεσης παράδοσης και παραλαβής. Εάν οι παραπάνω υπηρεσίες αποδεδειγμένα στερούνται χώρων και δυνατοτήτων φύλαξης, τα κατασχεθέντα αντικείμενα δύναται να παραμένουν στην παραφυλακή της υπηρεσίας που προέβη στην κατάσχεση, εάν είναι αναγκαίο και με τη συνδρομή άλλων δημοσίων υπηρεσιών, η δε αρμόδια Τελωνειακή Αρχή οφείλει να μεριμνήσει για την άμεση διαχείριση τους. Για τη φύλαξη των εναέριων μέσων, εφόσον είναι αδύνατη η φύλαξη τους στο χώρο της κατάσχεσης, ζητείται η συνδρομή του πλησιέστερου πολιτικού ή στρατιωτικού αεροδρομίου, β) Το ίδιο ως άνω όργανο ή η Υπηρεσία, στην οποία υπηρετεί αυτό, επισυνάπτει τα πρωτότυπα της έκθεσης κατάσχεσης και της έκθεσης παράδοσης και παραλαβής, εφόσον αυτή έχει πραγματοποιηθεί, στα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης και κοινοποιεί υποχρεωτικά αντίγραφο του διαβιβαστικού εγγράφου της προανάκρισης στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση (§1). α) Όταν κατάσχονται πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός, τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός, μηχανές πρόωσης κάθε είδους, τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας ή ναρκωτικών ουσιών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή όπλων ή εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, η κατά τόπο αρμόδια Λιμενική Αρχή φυλάσσει αυτά και, αν είναι η κατάσχουσα αρχή, διαβιβάζει αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, μαζί με τα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης, στο αρμόδιο Τελωνείο και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, για τη διαχείρισή τους, β) Τα κατασχεθέντα πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός, τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός, μηχανές πρόωσης κάθε είδους, τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, παραμένουν στην παραφυλακή της Λιμενικής Αρχής, η οποία τα φυλάσσει, μέχρις ότου παραδοθούν στον αγοραστή που θα αναδειχθεί από τις πλειοδοτικές δημοπρασίες ή διατεθούν για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου ή αποδοθούν στον ιδιοκτήτη ή δοθεί εντολή καταστροφής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, γ) Για πλωτά μέσα αξίας άνω των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ με βάση την έκθεση κοστολόγησής τους δύναται η Λιμενική Αρχή, μόνο εάν τεκμηριωμένα υφίσταται πλήρης αδυναμία αυτής για την φύλαξη των κατασχεθέντων, να διορίσει ειδικό μεσεγγυούχο από τους εγγεγραμμένους στον ειδικό κατάλογο πραγματογνωμόνων. Ο ειδικός μεσεγγυούχος παραλαμβάνει το πλωτό μέσο με λεπτομερές πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία αυτού και των εξαρτημάτων του. Με την ως άνω παραλαβή ο μεσεγγυούχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το φυλάσσει στην κατάσταση στην οποία το παρέλαβε και φέρει αποκλειστικά και προσωπικά την ευθύνη για οποιαδήποτε φθορά, ζημιά ή κλοπή εξαρτημάτων που θα προκληθεί σε αυτό. Η αποζημίωση και τα σχετικά έξοδα των μεσεγγυούχων εκκαθαρίζονται από την αρχή που διέταξε τη μεσεγγύηση ή φύλαξη ή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας και η εκκαθάριση διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τα σχετικά δικαιολογητικά για την πληρωμή του δικαιούχου (§2). Η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, στην οποία παραδόθηκαν τα κατασχεθέντα ή κοινοποιήθηκε η κατάσχεση των ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, συντάσσει, εφόσον αυτά προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκθεση επαλήθευσης με την οποία προσδιορίζει τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που αναλογούν στην εισαγωγή τους και αποστέλλει αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο Εισαγγελέα μέσα σε ένα (1) μήνα από την παράδοση των κατασχεθέντων ή την κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης. Για τα πλωτά και εναέρια μέσα αντίγραφο της έκθεσης επαλήθευσης διαβιβάζεται και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (§3). α) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εάν κατά την κρίση του συντρέχει περίπτωση μη δήμευσης των κατασχεθέντων σύμφωνα με τα άρθρα 310 του Κ.Π.Δ., 160 παράγραφος 4 του παρόντος κώδικα ή άλλες διατάξεις, δύναται να διατάξει με αμετάκλητη απόφασή του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, β) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δύναται επίσης, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, να διατάξει με αμετάκλητη απόφαση του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των κατασχεθέντων σε αυτόν, ακόμα και αν συντρέχει περίπτωση δήμευσης των κατασχεθέντων, υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης με την αξία τους, όπως αυτή προκύπτει από την έκθεση κοστολόγησης, προκειμένου να επέχει τη θέση των κατασχεθέντων που υπόκεινται σε δήμευση, γ) Κάθε βούλευμα ή απόφαση σχετικά με άρση της κατάσχεσης και απόδοση των μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στον ρητά κατονομαζόμενο ιδιοκτήτη, καθώς και κάθε απόφαση για δήμευσή τους κοινοποιείται αμελλητί από τον Εισαγγελέα στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο μαζί με βεβαίωση από την οποία προκύπτει η ημερομηνία του αμετακλήτου αυτών, δ) Η παραλαβή από τον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων και κατά τα ανωτέρω αποδοθέντων ειδών ή μέσων πραγματοποιείται μετά από αίτησή του συνοδευόμενη από όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα. Ο ιδιοκτήτης, πριν την παραλαβή, υποχρεούται στην καταβολή των εξόδων μεταφοράς και φύλαξης, καθώς και δασμών και λοιπών φόρων που αναλογούν στα ως άνω είδη ή μέσα (§4). α) Η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο, εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παραγράφου 1 και μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παραγράφου 2, δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη, προβαίνουν στην εκποίηση ή διάθεσή τους, β) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστησαν αμετάκλητα η απόφαση ή το βούλευμα ή η εισαγγελική διάταξη για άρση της κατάσχεσης και απόδοση των κατασχεθέντων στον ιδιοκτήτη, αυτά δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική αυτού υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και ο ιδιοκτήτης αποστερείται παντός δικαιώματος παραλαβής ή αποζημίωσης, γ) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστη αμετάκλητο το βούλευμα περί απόδοσης στον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων με τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική του υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα μπορεί να εκποιούνται ή να διατίθενται (§5). α) Η εκποίηση των κατασχεθέντων ειδών των παραγράφων 1 και 2 πραγματοποιείται μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5 σύμφωνα με τους όρους πώλησης που ισχύουν για τις δημοπρασίες που διενεργούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης δημόσιου υλικού, β) Η Τελωνειακή Αρχή, η οποία έχει την αρμοδιότητα και ευθύνη της διαχείρισης των κατασχεθέντων ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, συντάσσει έκθεση κοστολόγησης, γ) Κατασχεθέντα είδη της περίπτωσης α της παραγράφου 2, τα οποία είναι σε κακή κατάσταση και άνευ εμπορικής αξίας, καταστρέφονται, κατ’ εξαίρεση της περίπτωσης α της παρούσας παραγράφου, μετά την πάροδο των προθεσμιών της παραγράφου 5. Η καταστροφή πραγματοποιείται μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση επιτροπής, η οποία απαρτίζεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ως Πρόεδρο, έναν υπάλληλο της ιδίας Αρχής και τον Προϊστάμενο της Λιμενικής Αρχής. Η γνωμοδότηση της επιτροπής διαβιβάζεται με μέριμνα της Λιμενικής Αρχής προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή των πλωτών μέσων, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων. Με πρόταση της ίδιας γνωμοδοτικής επιτροπής είναι δυνατή η διάθεση των ως άνω ειδών για ειδικές χρήσεις σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. καιΝ.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, δ) Τα πλωτά μέσα δύναται να εκποιούνται για διάλυση. Για όσα εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία των φουσκωτών σκαφών με εξωλέμβιους κινητήρες είναι δυνατή η εκποίηση των κινητήρων και των σκαφών μεμονωμένα, ε) Για τα πλωτά μέσα των οποίων οι δημοπρατήσεις απέβησαν άγονες, εκ των οποίων οι τρεις με την ίδια τιμή εκκίνησης, η Λιμενική Αρχή φύλαξης αυτών προβαίνει, μετά από σχετική βεβαίωση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού, σε πρόταση προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή τους, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων (§6). α) Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης, μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5, τα κατασχεμένα οχήματα της παραγράφου 1 δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος προς κυκλοφορία σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, β) Με όμοια απόφαση, οχήματα τέλους κύκλου ζωής (Ο.Τ.Κ.Ζ.) και οχήματα για διάλυση δύναται να διατίθενται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις, αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς λόγους, τα οποία μετά την χρησιμοποίησή τους παραδίδονται σε αδειοδοτημένους φορείς διαχείρισης τέτοιων οχημάτων, γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5, τα πλωτά μέσα της παραγράφου 2 και τα κατασχεθέντα είδη της παραγράφου 1, εκτός των οχημάτων, δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. Ν.Π.Δ.Δ., και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, δ) Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) δύναται να διατίθενται, κατ’ εξαίρεση των περιπτώσεων α και γ και κατά προτεραιότητα, ένα ή περισσότερα κατασχεθέντα από οποιαδήποτε αιτία χερσαία ή πλωτά μεταφορικά μέσα, σε Τελωνειακός και Φορολογικές Υπηρεσίες για τις ανάγκες της δίωξης λαθρεμπορίου και φοροδιαφυγής, ε) Για τα οχήματα που δεν προέρχονται από κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Υπηρεσία, στην οποία διατίθενται προς κυκλοφορία, αναλαμβάνει την έκδοση της κατά περίπτωση απαιτούμενης έγκρισης τύπου για την κυκλοφορία τους με δικές της ενέργειες και έξοδα, στ) Για τα κατασχεθέντα είδη που δεν προέρχονται από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία διατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, καταβάλλονται από τις υπηρεσίες στις οποίες διατίθενται οι αναλογούντες δασμοί (§7). Αν μετά την εκποίηση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση από την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. και μετά από αίτησή του στην αρμόδια υπηρεσία εκποίησης, ως εξής: α) Όταν το εκποιηθέν είδος έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή, ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α.. β) Όταν το εκποιηθέν είδος δεν έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή και το εκπλειστηρίασμα εισπράττεται με άτοκες δόσεις, ο ιδιοκτήτης του κατασχεθέντος δύναται να επιλέξει είτε την είσπραξη ποσού ίσου με τις εισπραχθείσες κάθε φορά δόσεις αφαιρουμένου του εμπεριεχόμενου Φ.Π.Α., είτε ποσού ίσου με το εκπλειστηρίασμα μειωμένο κατά την προβλεπόμενη έκπτωση, εάν αυτό καταβαλλόταν εφάπαξ, αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. (§8). Αν μετά την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση ως εξής: α) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται δωρεάν, ποσό ίσο με την τιμή κοστολόγησης αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α.. Υπόχρεη για την καταβολή του ποσού αυτού στον ιδιοκτήτη είναι η Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε το κατασχεθέν είδος, β) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται έναντι τιμήματος, καταβάλλεται από μεν την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. από δε την Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε αυτό, ποσό ίσο με τη διαφορά της τιμής κοστολόγησης και του τιμήματος που κατεβλήθη, αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. (§9). Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 8 και 9 ποσά καταβάλλονται έντοκα από την ημερομηνία που οι αρμόδιες υπηρεσίες προς αποζημίωση λάβουν αίτημα με όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά του δικαιωθέντος ιδιοκτήτη μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού εντάλματος πληρωμής. Η καταβολή των προς αποζημίωση ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. και του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 (Α 170) (§10). α) Τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα λαθρεμπορευμάτων ή ναρκωτικών ουσιών ή όπλων ή εκρηκτικών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή λόγω διάπραξης οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, καθώς και τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που ανακαλύπτονται κατά τους ελέγχους ή έρευνες από τα Τελωνεία ή τις διωκτικές αρχές της Α.Α.Δ.Ε. και του Υπουργείου Οικονομικών ή από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος, παραδίδονται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση, μαζί με αντίγραφα της έκθεσης κατάσχεσης και των εγγράφων αναζήτησης και ειδοποίησης των ιδιοκτητών και συντάσσεται έκθεση παράδοσης-παραλαβής. Τα κατασχεθέντα παραλαμβάνονται από τον ιδιοκτήτη μετά από άδεια παραλαβής από την αρμόδια αρχή ή με αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, αφού προηγουμένως καταβληθούν τα έξοδα μεταφοράς και φύλαξης, β) Αν μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από την ημερομηνία παραλαβής τους η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη ή μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από το αμετάκλητο δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος ή από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον δικαιούχο η άδεια της αρμόδιας Αρχής για την παραλαβή του οχήματος δεν έχουν παραληφθεί από αυτόν, τότε τα κατασχεθέντα δύναται να διατίθενται στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις αποκλειστικά για τις ανάγκες τους στο εσωτερικό της χώρας, γ) Μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, τα κατασχεθέντα δύναται να εκποιούνται ή να διατίθενται και σε άλλες υπηρεσίες εκτός των ανωτέρω, εφόσον δεν είναι καταχωρημένα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS II). δ) Αν μετά την εκποίηση ή την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8, 9 και 10 (§11). Όλα τα είδη χερσαίων και εναέριων μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων έργου που για οποιαδήποτε αιτία έχουν δεσμευτεί ή ακινητοποιηθεί από τις αρμόδιες Τελωνειακός αρχές ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή και φυλάσσονται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο τελωνείο, διατίθενται ή εκποιούνται, εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την ημερομηνία δέσμευσης ή ακινητοποίησης. Εάν μετά την εκποίηση ή διάθεση των ανωτέρω αρθεί η δέσμευση ή διαταχθεί αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται αποζημίωση κατ’ αντιστοιχία με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8, 9 και 10 (§12). Οχήματα που δεσμεύονται από το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης, προκειμένου να διατεθούν σε υπηρεσίες, αποδεσμεύονται αυτομάτως και δεν δύναται να δεσμευθούν στο μέλλον για τις ίδιες υπηρεσίες, εάν μετά την παρέλευση ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών από την δέσμευσή τους δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις διάθεσης (§13). α) Με αποφάσεις του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζονται: αα) Οι όροι πώλησης των ειδών που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αβ) Οι αρμόδιες Υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. και οι όροι πώλησης ειδών πέραν των περιλαμβανόμενων στο παρόν άρθρο, τα οποία περιέρχονται στη διαχείριση των ως άνω Υπηρεσιών, β) Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται το ημερήσιο κόστος φύλαξης, ο χρόνος υπολογισμού του, το κόστος μεταφοράς όλων των ειδών που περιέρχονται στη διαχείριση των αρμοδίων Υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. και οποιαδήποτε άλλη δαπάνη βαρύνει τα είδη κατά την απόδοσή τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (§14). Αναφορικά με τη διάταξη αυτή λεκτέα και τα εξής: Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο a priori αποκλεισμός της δυνατότητας απόδοσης κατασχεθέντος οχήματος στο συχνά χρονοβόρο στάδιο της ανάκρισης είναι δυνατό να οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα σε τιμώρηση πολιτών, που καταφανώς δεν έχουν σχέση με τη διωκόμενη αξιόποινη πράξη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση, που πρόκειται για επαγγελματικής χρήσης μεταφορικό μέσο, οπότε και η δυνατότητα επιδίκασης αποζημίωσης κατά την §9 του άρθρου 177 Τελωνειακού Κώδικα, ουδόλως αποκαθιστά την πραγματική ζημία, την οποία υφίσταται ο πιθανώς αμέτοχος στη διάπραξη της αξιόποινης πράξης ιδιοκτήτης του μεταφορικού μέσου. Η αξίωση για υφιστάμενη γνώση (περί της τελέσεως διά της χρήσεως του οχήματος αξιοποίνου πράξεως) αφορά, άλλωστε, προδήλως τον ίδιο τον ιδιοκτήτη και όχι τυχόν υπ’ αυτού προστηθέντες, οι οποίοι λειτουργώντας εκτός του κύκλου των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων προβαίνουν σε μεταφορά μεταναστών με χρήση του οχήματος του ιδιοκτήτη και χωρίς γνώση του τελευταίου, ή ακόμα και τρίτους μισθωτές του μεταφορικού μέσου, στους οποίους ο ιδιοκτήτης ως εκμισθωτής το έχει εκμισθώσει προσδοκώντας οικονομικό όφελος από την οικονομική αξιοποίηση του. Κρίσιμο, δηλαδή, παραμένει το στοιχείο της προσωπικής γνώσης του ιδιοκτήτη και όχι των ανωτέρω προσώπων, και δη ακόμα και αν με νομοθετική διάταξη προβλέπεται η αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη σε επίπεδο αστικής ευθύνης, αφού το ζήτημα τούτο είναι προδήλως διάφορο της ποινικής ευθύνης, η οποία ουδέποτε, δύναται να είναι αντικειμενική ή να οδηγεί στην επιβολή επαχθών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα χωρίς την προσωπική εμπλοκή ή έστω γνώση, αυτού, σε βάρος του οποίοι επιβάλλονται οι κυρώσεις (βλ. και ΠλημμΠατρ 205/2016, A' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές). Περαιτέρω, βάσει ετέρου νομολογιακού παραδείγματος: Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, ειδικά για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή εμπορευματοκιβώτια ως μεταφορικά μέσα μεταναστών, ο ιδιοκτήτης αυτών και εφόσον η υπόθεση δεν έχει παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δύναται με αίτησή του προς το Συμβούλιο Πλημ/κών ή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, εφόσον η υπόθεση υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών για απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων με σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών και δεν έχει ακόμη επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, να ζητήσει: 1) την άρση της κατάσχεσης αν συντρέχει περίπτωση αυτοκινήτου, του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν διώκεται ποινικά ή απαλλάχθηκε αμετάκλητα και απέκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και εν όψει του είδους του τρόπου και των λοιπών περιστάσεων της συναλλαγής δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ήταν (άρα απέκτησε μετά την τέλεση της παράνομης μεταφοράς) μέσο μεταφοράς μεταναστών ή 2) την απόδοση των κατασχεμένων στον ίδιο, εφόσον αυτά δεν έχουν εκποιηθεί ή διατεθεί και υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης (ΕφΠατρ 123/2018, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές). Πέραν τούτων λεκτέα τα εξής: Σήμερα, και κατόπιν των ανωτέρω διατυπωθεισών σκέψεων, δέον όπως λεχθεί ότι υφίσταται ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 269 §3 εδάφιο τελευταίο του ισχύοντος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) περί του γεγονότος ότι το ενδεχόμενο της δημεύσεως δεν εμποδίζει την αλλαγή του προσώπου του φύλακα ούτε την άρση της κατασχέσεως από το δικαστικό συμβούλιο,  αφήνοντας τοιουτοτρόπως τη δυνατότητα άρσεως της κατασχέσεως αντικειμένου δημευτέου ήδη σε χρόνο προ της εισαγωγής της υποθέσεως ενώπιον του μέλλοντος να δικάσει δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του κατασχεθέντος, ήτοι ανεξαρτήτως του εάν αυτό ανήκει στο φυσικό αυτουργό, σε συμμέτοχο ή σε τρίτο πρόσωπο.

στ. Φρονούμε, συνεπώς, ότι παραδεκτώς εισάγεται η προκειμένη δικογραφία ενώπιον του Συμβουλίου Σας, κατά τα στη μείζονα σκέψη της παρούσης προτάσεως προεκτεθέντα, δεδομένης της μη εισαγωγής της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μέχρι το παρόν δικονομικό στάδιο, δεδομένης της μη επιδόσεως εισέτι του συνταχθέντος κλητηρίου θεσπίσματος, και δέον όπως λάβει χώρα διερεύνηση και κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως.

ζ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη συνεκτίμηση, συσχέτιση, συγκριτική στάθμιση και συνομολόγηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Βάσει των διαλαμβανόμενων στην κρινόμενη αίτηση καθώς και στο σύνολο των εισφερθέντων εγγράφων, εις βάρος του αιτούντος έλαβε χώρα άσκηση της ποινικής διώξεως, κατ’ άρθρο 43 §1 του ΚΠΔ διά της εισαγωγής της υποθέσεως με την απευθείας κλήση του κατηγορουμένου - αιτούντος ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, αναφορικά με την τέλεση εξ αυτού της αξιοποίνου πράξεως της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, κατ’ άρθρο 394 του ΠΚ, αναφορικά με το οποίο απαιτείται η νομότυπη υποβολή εγκλήσεως, κατ’ άρθρο 405 §1 του ΠΚ, τούτο, δε, διότι κατείχε το κατασχεθέν όχημα, το οποίο αποτελούσε προϊόν εγκλήματος, το οποίο ετύγχανε ιδιοκτησίας της εδρευούσης στην ………….. εταιρείας με την επωνυμία …………..”, το οποίο είχε μισθώσει η εταιρεία με την επωνυμία ………..”, με το οποίο επιχείρησε να διέλθει των ……… συνόρων. Η προκειμένη, δε, δικογραφία σχηματίσθηκε επ’ αφορμή του υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ……… εγγράφου - μηνυτήριας αναφοράς του Τελωνείου …….., στα πλαίσια της οποίας έλαβε χώρα και κατάσχεση του προκειμένου οχήματος. Πέραν τούτων, βάσει της εισφερθείσης μεταφράσεως διαταγής εκ της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του …….., έλαβε χώρα ανάκληση της επιβληθείσης κατασχέσεως του προκειμένου ……….., αναφορικά με υπόθεση σχετιζομένη με διερεύνηση του αδικήματος της χρεοκοπίας αναφορικά με την ανωτέρω δεύτερα των εταιρειών με την επωνυμία “………..” τούτο, δε, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο τρέχων ιδιοκτήτης του οχήματος, το απέκτησε καλόπιστα. Δυνάμει, δε, της προκειμένης διατάξεως, διατάσσεται η επιστροφή του εν θέματι προκειμένου οχήματος στον ιδιοκτήτη και νυν αιτούντα. Σημειωτέον, δε, ότι επί προγενεστέρας χρονολογικά αιτήσεως εξεδόθη το υπ’ αριθμόν ……… Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών …………, βάσει των διαλαμβανόμενων στο οποίο ιδιοκτήτρια του οχήματος τυγχάνει η πρώτη των προμνησθεισών εταιρεία, στο οποίο, παρά ταύτα, Βούλευμα, ουδόλως υφίσταται οιαδήποτε σχετική αναφορά στην εισφερθείσα, ως ανωτέρω, διάταξη της ιταλικής εισαγγελικής αρχής.

η. Βάσει, περαιτέρω, των διαλαμβανόμενων στην κρινόμενη αίτηση, ο αιτών ζητεί επί της ουσίας και κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της την άρση της επιβληθείσης, ως προελέχθη, κατασχέσεως και την απόδοση εις αυτόν του κατασχεθέντος οχήματος καθώς, κατά τα στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενα, τούτο τυγχάνει απολύτως αναγκαίο, δεδομένου του γεγονότος ότι ουδόλως δύναται να προκόψει περίπτωση νομίμου δεσμεύσεως του προκειμένου οχήματος, ενόψει του ότι εις βάρος του τελευταίου ουδόλως έχει υποβληθεί σχετική έγκληση, δεδομένου ότι νομίμως κατέχει το προκείμενο όχημα.

θ. Κατόπιν των ανωτέρω, δεδομένων των προμνησθεισών σκέψεων της μείζονας σκέψεως της παρούσας προτάσεως, δεδομένου του γεγονότος ότι πράγματι ο αϊτών φαίνεται να τυγχάνει κύριος του προκειμένου οχήματος, ως τούτο προκύπτει εκ της προμνησθείσης διατάξεως της Εισαγγελικής Αρχής του ……, δεδομένου του γεγονότος ότι ουδόλως αναμένεται να λάβει χώρα δυσχέρανση της διερευνήσεως της τελέσεως της αποδοθείσης στον ανωτέρω κατηγορούμενο αξιοποίνου πράξεως εκ του μέλλοντος να επιληφθεί Δικαστηρίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ……….λαμβανομένης υπόψη της αυτόφωρου καταλήψεώς του, δεδομένου ότι ουδόλως εν προκειμένω δύναται να προκόψει νομότυπη υποβολή εγκλήσεως, κατ’ άρθρο 405 §1 του ΠΚ, εκ του φερομένου ως βλαπτόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου, δεδομένου ότι η προκειμένη δικογραφία σχηματίσθηκε επ’ αφορμή μηνυτήριας αναφοράς εκ του Τελωνείου ……….. και ουχί δυνάμει σχετικώς υποβληθείσης εγκλήσεως, η οποία ουδόλως ενυπάρχει στο σώμα της κρινομένης υποθέσεως, δεδομένου ότι ουδόλως υφίσταται εκ της φύσεως του κατασχεθέντος αντικειμένου κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και, συναφώς, ουδόλως υφίσταται περίπτωση επιβολής της δημεύσεως ως μέτρου ασφαλείας, δεδομένου ότι η εξακολούθηση της κατασχέσεως μέσου μετακινήσεως δύναται να προκαλέσει κίνδυνο και υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, δεδομένου, ακόμη, ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 269 §3 του ΚΠΔ φαίνεται, ως ανωτέρω εξετέθη, να επιτρέπει την άρση της κατασχέσεως στο πρώιμο ακόμη στάδιο της προδικασίας, δεδομένου του γεγονότος της χρείας συνεκτιμήσεως της αρχής της αναλογικότητας, φρονούμε ότι δέον όπως το Συμβούλιό Σας αποφανθεί περί της άρσεως της επιβληθείσης κατασχέσεως λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος της υπάρξεως κινδύνου αποστερήσεως επί μακρόν του ιδιοκτήτη του εκ της χρήσεως του τελευταίου.

 

Για τους λόγους αυτούς

Προτείνουμε

α. Να αρθεί η επιβληθείσα, δυνάμει της από ……… σχετικής εκθέσεως, κατάσχεση και να διαταχθεί η απόδοση του κατασχεθέντος ως ανωτέρω αντικειμένου στον κύριο αυτού.

………..

Ο Εισαγγελέας

 Αριθμός 4/2020

                    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
                          ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πηνελόπη Ζωντανού, Ειρήνη Καλού, Γεώργιο Κοντό και Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Νικολακέα, Αγγελική Τζαβάρα, Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου - Εισηγήτρια, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου, Αναστασία Περιστεράκη, Σοφία Τζουμερκιώτη, Ελένη Φραγκάκη, Λάμπρο Καρέλο, Μαρία Βασδέκη, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Στυλιανό Δαρέλλη, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Ζωή Κωστόγιαννη - Καλούση, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου, Γεώργιο Κόκκορη, Πελαγία Ακάσογλου, Καλλιόπη Πανά, Ουρανία Παπαδάκη, Νικόλαο Βεργιτσάκη, Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Μαριάνθη Παγουτέλη, Μυρσίνη Παπαχίου και Αναστασία Μουζάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος - καλούντος: …. του….., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μούζουλα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: …... του …., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 31-3-2008 και 9-12-2009 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτου και αναιρεσείοντος αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 34/2017 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 2-3-2017 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 889/2018 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε το δεύτερο λόγο και κατά το πρώτο μέρος του, της ως άνω αίτησης στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 8/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου (σε τακτική σύνθεση), η οποία παρέπεμψε στην πλήρη Ολομέλεια τον αναφερόμενο στο σκεπτικό αναιρετικό λόγο. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής και της από 3/10/2019 κλήσης του αναιρεσείοντος - καλούντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αίτησης, ο δε του αναιρεσίβλητου την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτός ο δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης ως κατ' ουσίαν βάσιμος. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 11η Ιουνίου 2020, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Αγγελική Τζαβάρα, Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου, Νικόλαος Πιπιλίγκας, Αναστασία Περιστεράκη, Στυλιανός Δαρέλλης, Νικόλαος Βεργιτσάκης και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως, συμμετείχαν εξ αποστάσεως μέσω ηλεκτρονικής διαδικτυακής σύνδεσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25-4-2020 ΚΥΑ των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εθνικής Άμυνας και Υγείας οι Αρεοπαγίτες Ελένη Φραγκάκη, Θεόδωρος Μαντούβαλος, Γεώργιος Κόκκορης και Καλλιόπη Πανά, και οι λοιποί παραστάθηκαν αυτοπροσώπως. Συμμετεχόντων λοιπόν, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

                                      ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 3.10.2019 κλήση του αναιρεσείοντος νομίμως φέρεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της από 2.3.2017 με αριθμό καταθέσεως …./2017 αιτήσεως, με την οποία διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθμ. 34/2017 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είχε παραπεμφθεί αρχικά στην Τακτική Ολομέλεια με την 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατ' εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 563 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Πολ.Δικ., επειδή η απόφαση επί του σχετικού θέματος λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου. Ακολούθως η Τακτική Ολομέλεια με την 8/2019 απόφασή της παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, κατ' εφαρμογήν της προεκτεθείσας διατάξεως (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Πολ.Δικ.), καθώς επίσης και της διατάξεως του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ' και δ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995, τον ως άνω αναιρετικό λόγο - με τον οποίο τίθεται το εξαιρετικής σημασίας ζήτημα, - για το οποίο έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου - αν παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. τεκμήριο αθωότητας στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε.
Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι "1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως......... 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του", το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο "Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών". Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο "κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο", αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι "Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο". Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο "οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο" και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 "για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας" με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι "Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος..." και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι "Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο", στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ' αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής - δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο "λόγω αμφιβολιών" ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση "μη διαπιστωμένης ενοχής". Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας - ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον "ποινικής κατηγορίας" κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα - ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ' αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ' αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ' επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος - ενάγοντος, καθ' όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ' όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δικ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που επίσης δεν συμβαίνει, καθ' όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του "όφειλε", αλλά και το στοιχείο του "ηδύνατο" (το ατομικό "δύνασθαι" του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., "(......) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού "δύνασθαι", και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ' άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δικ.). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ' άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ' ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ' εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος "αποδεικτικής δεσμεύσεως", ένα νέο είδος "δεδικασμένου", μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: "αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος" ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η "δέσμευση" αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος "δεσμεύσεως" μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ' ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η "δέσμευση" του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα "συμβατό με την αθωωτική απόφαση", και, επομένως, "να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου", διότι διαφορετικά "η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα", δεν έχει, κατ' αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ' όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά Ρουμανίας της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής …./2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως "ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως" (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής ……./06), Ε.Δ.Δ.Α. ……… κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής …/2009), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής …/2007), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Τουρκίας της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών …………./09 και ………../11), Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά Νορβηγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …../97), Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής ……../2012), Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής ……………./00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. ……… κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής ……./00) και αποδίδει στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό - σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς - τυπικούς λόγους, κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. ………………….. κατά Ελλάδας της 27.9.2007 (αριθμ. προσφυγής ……………..04), Ε.Δ.Δ.Α. ……………..κατά Ελλάδας της 25.9.2008 (αριθμ. προσφυγής …./06), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …………/06), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Κροατίας της 27.9.2011 (αριθμ. προσφυγής ………./07), Ε.Δ.Δ.Α. …………… κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας, Ε.Δ.Δ.Α. …………. κατά Τουρκίας). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι' αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. …………….. κατά Γερμανίας). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική δίκη μέρος, τα ακόλουθα: "Δυνάμει του από 17.11.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού ... οι διάδικοι σύστησαν μεταξύ τους ομόρρυθμη εταιρεία ... Σκοπός της εταιρείας ήταν η μελέτη, κατασκευή και επίβλεψη ιδιωτικών τεχνικών έργων και η κατασκευή και επίβλεψη δημόσιων τεχνικών έργων... Διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ορίστηκε ο εφεσίβλητος (και ήδη αναιρεσίβλητος) ……... Ο τελευταίος είχε το δικαίωμα να συναλλάσσεται με τρίτους και να δεσμεύει την εταιρεία, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις γι' αυτήν μόνο με την υπογραφή του υπό την εταιρική επωνυμία, ενώ για την περίπτωση δανεισμού της εταιρείας για ποσό άνω των 10.000 ευρώ, ορίστηκε ότι για την έγκυρη συνομολόγηση της σχετικής σύμβασης θα απαιτούνταν οι υπογραφές και των δύο εταίρων. Στα πλαίσια της λειτουργίας της εταιρείας αναλήφθηκαν από αυτήν δύο συμβάσεις εκτέλεσης δημόσιων έργων με το Δήμο ..., και συγκεκριμένα στις 13-3-2007 αναλήφθηκε το έργο "επέκταση πλατείας δ.δ. ... Δήμου ...", προϋπολογισμού ύψους 56.399,36 ευρώ, και στις 29- 3-2007 το έργο "κατασκευή δημοτικού καταστήματος ...", προϋπολογισμού ύψους 111.278,93 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναγράφονταν στις σχετικές συμβάσεις έργου. Από το Μάιο του έτους 2007 άρχισαν να υπάρχουν προβλήματα και διαφωνίες στις σχέσεις των δύο εταίρων, οι οποίες συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες και τελικά ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) στις 24-3- 2008 κοινοποίησε στον εφεσίβλητο τη με την ίδια ως άνω ημερομηνία καταγγελία της μεταξύ τους εταιρείας. Στην καταγγελία αυτή ο εκκαλών ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: "Από την αρχή της σύστασης της εταιρείας αρνείστε επιμόνως να με ενημερώσετε και να αποδώσετε λογαριασμούς σε εμένα των πάσης φύσεως εσόδων - εξόδων, διαχειριστικών πράξεων, επίδειξη τιμολογίων και για οποιαδήποτε ακόμη ενέργεια σας, η οποία υπάγεται στη σφαίρα των διαχειριστικών πράξεων της εταιρείας μας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εταιρεία να περιέλθει σε αδιέξοδο, αφού εσείς ως διαχειριστής της εταιρείας και άρα και ταμίας αυτής, δεν με ενημερώσατε για τις οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρείας μας. Με την αντισυμβατική σας αυτή συμπεριφορά φθάσαμε στο σημείο να έχουμε οφειλές στη Δ.Ο.Υ. …., στο ΙΚΑ …………….., σε εργολάβους και άλλους που δεν γνωρίζω. Επιπρόσθετα, εξαιτίας της αντισυμβατικής σας συμπεριφοράς εγώ προσωπικά αδυνατώ να υποβάλλω εμπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. …………. τη φορολογική μου δήλωση και αυτό διότι αρνείστε να μου προσκομίσετε τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο". Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του εκκαλούντος αποδείχθηκε ότι ήσαν ψευδείς. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2007 όλα τα εμπορικά βιβλία της εταιρείας τηρούσε ο πατέρας του εκκαλούντος, ο οποίος είχε τις απαιτούμενες λογιστικές γνώσεις, ως πτυχιούχος ανωτάτης εμπορικής σχολής. Στα τηρούμενα αυτά βιβλία καταχωρούνταν όλες οι συναλλαγές του εφεσίβλητου ως διαχειριστή της εταιρείας με διαφόρους τρίτους, δηλαδή οι χρεώσεις και πιστώσεις της εταιρείας, τα τιμολόγια αυτής, διάφορες αποδείξεις πληρωμής που λάμβανε ο ενάγων, τα οποία χορηγούσε στον πατέρα του εκκαλούντος για την καταχώρισή τους. Επομένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα των 10 μηνών περίπου, ο εκκαλών λάμβανε γνώση και ήταν πλήρως ενήμερος για όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής της εταιρείας, ιδίως στα πλαίσια εκτέλεσης των δύο πιο πάνω αναληφθέντων δημοσίων έργων. Όμως και μετά την 1- 9-2007, οπότε ο εφεσίβλητος ανέθεσε την τήρηση των βιβλίων της εταιρείας σε λογιστή της επιλογής του, έστω και αν ο εκκαλών δεν γνώριζε τα στοιχεία αυτού, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός δεν είχε καμιά ενημέρωση για την πορεία της εταιρείας. Τούτο διότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών από τον Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι τις 24-3-2008 διαμαρτυρήθηκε εγγράφως προς τον εφεσίβλητο για τη μη ενημέρωσή του σε σχέση με την πορεία της εταιρείας. ... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία των διαδίκων, από το χρόνο σύστασης της μέχρι την καταγγελία της, είχε μεμονωμένες οφειλές, οι οποίες μάλιστα δεν μπορούν να αποδοθούν σε κακή διαχείριση του εφεσίβλητου. Ειδικότερα, ο Δήμος ... καθυστερούσε να εξοφλήσει τις οφειλές του προς την εταιρεία ... Λόγω των καθυστερήσεων αυτών δεν κατέστη δυνατό να πληρωθεί μια φορά ο οφειλόμενος Φ.Π.Α., τον οποίο μεταγενέστερα εξόφλησε με διακανονισμό ο εφεσίβλητος, ενώ και οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ εξοφλούνταν όταν καταβάλλονταν στην εταιρεία τα οφειλόμενα σε αυτή χρηματικά ποσά ... Επίσης, η ... οφειλή προς το ΙΚΑ ύφους 3.651 ευρώ ... διαγράφηκε κατόπιν ενεργειών και των δύο διαδίκων ... Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι μια οφειλή προς τον …….., ποσού 1.140 ευρώ, ... τακτοποιήθηκε άμεσα από τον εφεσίβλητο, χωρίς μάλιστα να ζημιωθεί η εταιρεία ... Εξάλλου, και από τη με ημερομηνία 6-6-2011 επιστολή των εκκαθαριστών της εταιρείας ... αποδεικνύεται ότι κατά την εκκαθάριση βρέθηκαν ελάχιστες οφειλές της εταιρείας προς τρίτους ... Τέλος, τα όσα ισχυρίστηκε ο εκκαλών, ότι αδυνατεί να υποβάλλει εμπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ……..τη φορολογική του δήλωση, διότι αρνείται ο εφεσίβλητος να του προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, τα παραπάνω αναγραφόμενα από τον εκκαλούντα στην από 24-3-2008 έγγραφη καταγγελία της εταιρείας ... ήσαν ψευδή και ο ίδιος γνώριζε το ψεύδος αυτών. Ειδικότερα, ο εκκαλών γνώριζε ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007 είχε άμεση πρόσβαση σε όλες τις συναλλαγές της εταιρείας και σε όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής αυτής, ότι και κατά τους επόμενους μήνες ουδέποτε αποξενώθηκε από την εταιρεία σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να μην γνωρίζει τίποτε για την οικονομική της πορεία, ότι οι μεμονωμένες οφειλές που δημιουργούνταν προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., το Ι.Κ.Α. ή τρίτα πρόσωπα δεν οφείλονταν σε κακή διαχείριση του εκκαλούντος, αλλά στις καθυστερήσεις είσπραξης των οφειλόμενων αμοιβών από το Δήμο ..., γεγονός σύνηθες στις οικονομικές συναλλαγές, καθώς και ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε καμία ενέργεια, εκ της οποίας το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί ο ίδιος να υποβάλει φορολογική δήλωση. Σκοπός δε του εκκαλούντος ήταν με τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά που συμπεριέλαβε στην ως άνω καταγγελία, να επιρρίψει τις ευθύνες για τη λύση της εταιρείας αποκλειστικά στον εφεσίβλητο, εμφανίζοντας αυτόν ως κακό διαχειριστή, αδιαφορώντας για τις όποιες δυσμενείς συνέπειες θα είχε η λύση της εταιρείας τη δεδομένη στιγμή, για την ίδια την εταιρεία, για τον εφεσίβλητο ως διαχειριστή αυτής, καθώς και για τον αντίκτυπο των αναγραφομένων στην καταγγελία, για την προσωπική και επαγγελματική εικόνα αυτού (εφεσίβλητου). Τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, που περιέλαβε εν γνώσει του ο εκκαλών στην από 24-3-2008 καταγγελία περιήλθαν σε γνώση ευρύτερου αριθμού προσώπων, στα οποία κοινοποιήθηκε η καταγγελία αυτή, δηλαδή σε υπαλλήλους της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αιγίου, της Δ.Ο.Υ. … και του Δήμου ... και ήταν πρόσφορα να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου, στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, αφού με την καταγγελία αυτή παρουσιάστηκε ως αναξιόπιστος και αφερέγγυος εργολάβος δημοσίων έργων, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο στην επαγγελματική του δραστηριότητα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ' αριθ. 197/2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου ο εκκαλών κρίθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εφεσίβλητου, με το σκεπτικό ότι "δεν προέκυψε πρόθεση του κατηγορούμενου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, απλώς ο κατηγορούμενος, λόγω των πολύ κακών σχέσεων που είχε με το συνεταίρο του, πολιτικώς ενάγοντα, και της ελλιπούς πληροφόρησης ως προς τις οικονομικές εκκρεμότητες της εταιρείας τους, προέβη στην ως άνω ενέργεια με αποκλειστικό σκοπό να λύσει το ταχύτερο δυνατό την εταιρεία, τακτοποιώντας ταυτόχρονα και τις εκκρεμότητες που υφίσταντο κατά τον επίδικο χρόνο". Το γεγονός όμως αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, προεχόντως διότι, κατ' άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του, πράγματι προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, τελώντας σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, που συνιστά και αδικοπραξία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., ο τελευταίος (εφεσίβλητος) δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε επιδικάσει υπέρ του αναιρεσιβλήτου ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτός από την συκοφαντική δυσφήμηση του αναιρεσείοντος. Ήδη, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. ισχυρίζεται ότι για το ποινικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που ταυτίζεται απόλυτα κατά τα πραγματικά περιστατικά του με το αστικό αδίκημα, επί του οποίου θεμελιώθηκε η ευθύνη του για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως στον αναιρεσίβλητο, κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος, δυνάμει της υπ' αριθμ. 197/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. Ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν εναρμόνισε τις πραγματικές παραδοχές της με τις (αθωωτικές) παραδοχές της ποινικής αποφάσεως, αποκλείοντας, ως εκ τούτου, την αστική του ευθύνη, αλλά αντίθετα έκανε δεκτή την αγωγή, δεχόμενη την αστική του ευθύνη, με αποτέλεσμα να παραβιάσει ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, συνακολούθως δε η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, παραβιάζοντας το υπέρ αυτού τεκμήριο αθωότητας. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο λόγος αυτός της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, μη εναρμονίζοντας τις πραγματικές παραδοχές του με τις παραδοχές της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει - μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα - σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του. Και ναι μεν το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτιμήσεως των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση συνεκτιμήσεως δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση, καθ' όσον ειδικότερα από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την ως άνω αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως προς τους λόγους απαλλαγής του εναγομένου - τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του εκ της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας του ήδη αναιρεσείοντος για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και αθωώθηκε, ενώ, εξ άλλου, η περιεχόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση δήλωση ότι "τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, που περιέλαβε εν γνώσει του ο εκκαλών στην από 24.3.2008 καταγγελία περιήλθαν σε γνώση ευρύτερου αριθμού προσώπων....... και ήταν πρόσφορα να επιφέρουν και επέφεραν πράγματι προσβολή της προσωπικότητας του εφεσιβλήτου, στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του....", δεν αποτελεί δήλωση σχετικά με την ποινική ενοχή του εναγομένου - τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, εφόσον, από το σύνολο των προεκτεθεισών αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως καθίσταται σαφές ότι το Εφετείο, το μεν αξιολόγησε μόνον τα στοιχεία της σχετικής ποινικής διατάξεως, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση τόσο της ποινικής, όσο και της αστικής ευθύνης, το δε περιορίστηκε ρητώς μόνον σ' αυτά, χωρίς να διαλάβει δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Γερμανίας). Ένα μέλος του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκης είχε τη γνώμη ότι, και αν ακόμη το δικαστήριο της ουσίας με τη φρασεολογία και τη γλώσσα που χρησιμοποίησε στο σκεπτικό του αναφορικά με την αθώωση του εναγομένου, δημιούργησε αμφιβολίες για την αθώωσή του, παραβιάζοντας έτσι το απορρέον από το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, η παραβίαση αυτή, προβαλλόμενη από τον εναγόμενο ως λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστά αλυσιτελή και ως εκ τούτου απαράδεκτο λόγο αναιρέσεως, αφού η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της απόφασης που έκανε δεκτή την κατά του αθωωθέντος αγωγή αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, όπως πάγια γίνεται δεκτό, για να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει το σφάλμα να επέδρασε στο διατακτικό της, αλλιώς ο Άρειος Πάγος θα περιορισθεί στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ο λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται αν ο κανόνας δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (ολομ. ΑΠ 36/1988). Επί παραδοχής, όμως, αγωγής αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ο κρίσιμος κανόνας δικαίου, που εφαρμόσθηκε και λόγω πληρώσεως του πραγματικού του δικαιολόγησε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αυτός του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 297-299 ΑΚ και όχι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Η παραβίαση του τελευταίου από το δικαστήριο της ουσίας με την αμφισβήτηση της αθωώσεως του εναγομένου (μέσω της φρασεολογίας και της γλώσσας της απόφασής του) δεν επηρέασε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο στηρίχθηκε μόνον στην εφαρμογή των ως άνω διατάξεων (914, 297-299 ΑΚ), στο πραγματικό των οποίων δεν περιλαμβάνεται η (παραβιασθείσα) διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο Άρειος Πάγος θα έπρεπε διαπιστώνοντας την αμφισβήτηση της αθωώσεως του εναγομένου, να περιορισθεί στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της ένδικης από 2.3.2017 αιτήσεως για αναίρεση της 34/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως πρέπει να αναπεμφθεί η αίτηση προς περαιτέρω διερεύνηση των λοιπών λόγων της στο Α2 Πολιτικό Τμήμα, για τους οποίους το Τμήμα επιφυλάχθηκε (άρθρο 580 παρ. 5 του Κ.Πολ.Δικ.), αλλά και για να αποφανθεί για το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της αναιρετικής δίκης.

                                             ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της ένδικης από 2.3.2017 αιτήσεως για αναίρεση της 34/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Ετικέτες
  Αριθμός  42/2020 
                                         ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, E.T..

                                              ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
                                        ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η από 21.5.2018 και με αριθ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./22.5.2018  έφεση της εν μέρει ηττηθείσας-εναγόμενης, κατά της με αριθμό 1482/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, αφού για το παραδεκτό της συζήτησης της   έφεσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).  Ο εφεσίβλητος  άσκησε παραδεκτά την από 22.2.2019 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/…/22.2.2019  αντέφεσή του, που κατέθεσε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 22.2.2019 και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα  στις 25.2.2019  (βλ. σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών, ………… επί του κοινοποιηθέντος σ αυτήν δικογράφου της αντέφεσης) η οποία αφορά κεφάλαιο της απόφασης, που προσβάλλεται  με την έφεση (αρ. 523 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί  και αυτή περαιτέρω κατ ουσίαν  συνεκδικαζόμενη  με την ως άνω έφεση (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλών με την 8.9.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./…./13.9.2017 αγωγή του που άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας-
αντεφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι με την εναγομένη τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο την 11-05- 2002, στον Πειραιά και ότι από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα τέκνο, την …., που γεννήθηκε την 24-01-2009. Ότι η εναγομένη από το τέλος του έτους 2007 εμφάνισε αποκλίνουσα συζυγική συμπεριφορά, προοδευτικώς αυξανόμενη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την από το Σεπτέμβριο του έτους 2011, πλήρη ψυχική και σωματική τους αποξένωση. Ότι το καλοκαίρι του έτους 2012 περιήλθε σε γνώση του συγκεκριμένο περιστατικό, που αφορούσε εξωσυζυγική σχέση της συζύγου του. Ότι την ύπαρξη της σχέσης αυτής, την οποία διατηρούσε μάλιστα από το έτος 2010, του την επιβεβαίωσε και η ίδια. Ότι  παρά τις διαβεβαιώσεις της τελευταίας περί μη σοβαρότητας της σχέσης αυτής και τις δηλώσεις της ότι επιθυμούσε να σώσουν το γάμο τους, ως και ο ίδιος, εξάλλου, επιθυμούσε, για χάριν του παιδιού τους, η εναγομένη  ουδεμία ουσιαστική προσπάθεια δεν έκανε για να σώσουν τη σχέση τους και ως εκ τούτου το Σεπτέμβριο του 2012 αποφάσισαν να χωρίσουν κοινή συναινέσει. Ότι ο ενάγων μετά την αποκάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης από την εναγόμενη, αναλογιζόμενος όλα τα περιστατικά και τις συμπεριφορές της τελευταίας, κατά τη διάρκεια του γάμου τους,  σε συνδυασμό με πληροφορία  τρίτου προσώπου, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή,  του δημιουργήθηκαν υπόνοιες, σχετικά με το εάν είναι ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου. Ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, μετά και την επίμονη άρνηση της εναγόμενης να συμπράξει στην ανακάλυψη της αλήθειας της πατρότητας του τέκνου, παρά τις παρακλήσεις του ενάγοντος προς τούτο, μονομερώς προσέφυγε σε ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, όπου και διαπιστώθηκε για πρώτη φορά επιστημονικώς ότι αυτός δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του ως άνω ανηλίκου. Ότι τον Ιούνιο του έτους 2013 κινήθηκε νομικά και ήγειρε αγωγή προσβολής της πατρότητας του τέκνου, η οποία, μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για το ζήτημα αυτό, έγινε δεκτή. Ότι ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η αντισυζυγική συμπεριφορά της εναγόμενης και τα μέσα που μετήλθε αυτή, ώστε ο ενάγων να φέρεται ως ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου τέκνου της, επέφεραν μείωση της τιμής και υπολήψεώς του ως κοινωνικού όντος, ραγδαία επιβάρυνση της συναισθηματικής του κατάστασης και εν τέλει βαρεία προσβολή της προσωπικότητάς του, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό, ζητούσε με την ένδικη αγωγή του,  όπως παραδεκτά με τις προτάσεις του, περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα αυτής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της  ηθικής βλάβης που υπέστη  από την ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης που προσέβαλε βάναυσα την προσωπικότητά του,  να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 1482/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, έκανε εν μέρει δεκτή αυτή ως βάσιμη και στην ουσία της, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη  οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 7.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τόσο η εναγόμενη  όσο και ο ενάγων, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητούν η μεν εναγόμενη  με την έφεσή της να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η ένδικη αγωγή ο δε ενάγων  με την αντέφεσή του να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει στο σύνολό της δεκτή η κρινόμενη αγωγή του.

Ι.   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α` του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 59 του ΑΚ, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων (στις οποίες περιλαμβάνεται και το άρθρο 57), το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος προσβολής μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις διατάξεις αυτές παρέχεται το δικαίωμα της απόκρουσης κάθε προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, την ψυχική και την κοινωνική  ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης αυτής να σημαίνει και προσβολή του ενιαίου αυτού δικαιώματος. Στις εκδηλώσεις της προσωπικότητας με την προαναφερόμενη έννοια, περιλαμβάνεται και η τιμή και υπόληψη του ατόμου, δηλαδή η ηθική αξία που έχει πηγή την ατομικότητα και αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση των άλλων ατόμων του κοινωνικού συνόλου γι` αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 57 του Α.Κ, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που τη συνθέτουν και που συνιστούν προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ατόμου, με την οποία (επέμβαση) διαταράσσεται η κατάσταση σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά το χρόνο της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου, δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται κατ` ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι, από άποψη έννομης τάξης, μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της.  Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητας (πταίσματος) του προσβάλλοντος. Απαιτείται, όμως για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 εδ. γ` του ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ.  Στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα των συζυγικών σχέσεων γίνεται δεκτό ότι κάθε άτομο, είναι καταρχήν ελεύθερο, κατά την ανάπτυξη της προσωπικότητός του, να διαμορφώνει ελευθέρως τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και, δεν ενεργεί εναντίον των χρηστών ηθών. Ειδικότερα με  το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453 του ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποιήσεως, που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο, με την περί διαζυγίου απόφαση, στον αναίτιο σύζυγο, για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του, από γεγονός, που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική διάταξη. Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα, ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 του ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες, για την θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από την συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία. Υπό την ισχύ, δηλαδή,  των νέων διατάξεων, περί διαζυγίου, οι οποίες καθιερώνουν ένα σύστημα διαζυγίου αντικειμενικό, όπου η υπαιτιότητα δεν έχει πια την σημασία που είχε και το διαζύγιο θεωρείται, ως ένα μέσο προασπίσεως του δικαιώματος κάθε συζύγου, για προστασία της προσωπικότητας του και ως τρόπος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα και στους δύο συζύγους για απόπειρα δημιουργίας μιας άλλης οικογένειας επιτυχημένης, γίνεται γενικώς δεκτό, ότι η παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων δεν αποτελεί αδικοπραξία, με την τεχνική σημασία του όρου και συνεπώς το άρθρο 932 του ΑΚ, που αφορά χρηματική αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν η προσβολή της προσωπικότητας και η συνακόλουθη ηθική βλάβη προκαλείται από παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων. Εξάλλου η προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, που προκαλείται αναπόφευκτα κάθε φορά, που εκδηλώνεται συμπεριφορά μη σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της έγγαμης συμβιώσεως δεν πρέπει αδιακρίτως να θεμελιώνει, πέρα από το δικαίωμα για διαζύγιο και αξίωση, για χρηματική ικανοποίηση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Ο σύζυγος που έχει προσβληθεί έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη λύση του γάμου, όταν, όμως, οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα, είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται, για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης. Για την εν λόγω επιδίκαση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 του ΑΚ, δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας, αλλά απαιτείται να υπάρχει σοβαρή τοιαύτη, με την έννοια, ότι δημιουργούνται εξαιρετικές συνθήκες τέτοιες, που η ανθρώπινη αντοχή υπερβαίνει τα όρια αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου στη συγκεκριμένη δε περίπτωση να αποδεικνύεται, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων ήταν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν και οδήγησαν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου σε βάρος του οποίου έλαβαν χώρα. Το σχετικό αίτημα μπορεί είτε να σωρευθεί στο δικόγραφο της αγωγής διαζυγίου είτε να ασκηθεί με αυτοτελή αγωγή, συνεκδικαζόμενη με την αγωγή διαζυγίου ή  με ανταγωγή ή να ασκηθεί με ανεξάρτητη αγωγή ως αντικείμενο χωριστής δίκης (ΑΠ 125/2019, ΕφΘρ 67/2015, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΘεσ 1834/2001 Αρμ.2002. σελ 541).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 ΑΚ,  το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561  παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005). ΄Ετσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως, όμως, δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (βλ. ΑΠ 285/2012, ΑΠ 79/2010, ΑΠ 1735/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος,  ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757, ΑΠ 1143/2003 ΕλΔ 2005,394, ΕφΠειρ 354/2016, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008, 67, ΕφΑθ1139/2007, ΕλλΔνη 2007, 885, Γεωργιάδη, σε:  ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές,Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).

ΙΙΙ. Εξάλλου,  κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει, όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005). Ειδικότερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν πρόσθετα περιστατικά, αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι το τελευταίο δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ` αυτού, έτσι ώστε η επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη μεταγενέστερη άσκησή του, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις (ΟλΑΠ  16/2006, ΕλλΔνη 2006.1330, ΟλΑΠ 7/2002, ΕλλΔνη 2002.681, ΑΠ 1023/2011, ΔΕΕ 2011.895, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014, όπ.α).

ΙV. Tέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 επ., 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα παραδεκτά, κατά την οικεία διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται η υπόθεση, αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο (Ολ.Α.Π.23/2008, Α.Π.258/2010). Και έχει μεν το δικαστήριο υποχρέωση να αιτιολογήσει σχετικώς την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο αποδεικτικό του πόρισμα, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του (Α.Π.259/2014, Α.Π.213/2014, Α.Π.209/2014, Α.Π.218/2013, Α.Π.104/2013, Α.Π.54/2013, Α.Π.157/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Διότι καμία διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα.  Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι (Α.Π.103/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης (ΑΠ 87/2013, ΑΠ.49/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).
 
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις παρακάτω αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των διαδίκων που λήφθηκαν στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης και επαναπροσκομίζονται με επίκληση  απ αυτούς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και δη τις υπ’αριθμ. …/19-12-2017 και ../19-
12-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……. και … ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αιγάλεω …., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλών, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας-
αντεφεσίβλητης (βλ. την υπ’αριθμ. …/14-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …..) καθώς και  από την υπ’αριθμ. ../05-01-2018 ένορκη βεβαίωση της  μάρτυρος ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Τριπόλεως ……….., την οποία νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’αριθμ. …../02-01- 20181 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . ……….) να παραστεί σ αυτή,  από όλα τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων (τεκμηρίων) περιλαμβάνεται και η  υπ’αριθμ. ../2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ……….., που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και δη  κατόπιν έκδοσης της υπ. αριθμ.7283/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της ασκηθείσας από τον  ενάγοντα από 1.6.2013 αγωγής προσβολής πατρότητας,  κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), λαμβανομένων  υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) καθώς και όσων συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρο 261 σε συνδ.με 352 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι γνωρίστηκαν το έτος 1995, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους. Ο ενάγων διήνυε το 23ο έτος της ηλικίας του και φοιτούσε στην στρατιωτική σχολή …., η δε εναγόμενη ήταν 22 ετών και φοιτούσε σε σχολή για να γίνει δασκάλα. Οι διάδικοι, μετά την γνωριμία τους, συνήψαν ερωτική σχέση και από το έτος 1998 άρχισαν να συμβιώνουν. Την 11-05-2002 τέλεσαν νόμιμο θρηκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό ………… στο Κερατσίνι Αττικής. Από το έτος 2007, η σχέση των διαδίκων παρουσίασε σημάδια κόπωσης, με τους διαδίκους να περιορίζουν την επικοινωνία τους στα απολύτως απαραίτητα για την τακτοποίηση των θεμάτων του οίκου τους και με ελάχιστες ερωτικές επαφές μεταξύ τους, όπως συνομολογούν αμφότεροι. Τον Μάρτιο του έτους 2008, ο ενάγων πληροφορήθηκε από την υπηρεσία του, ότι θα μετατεθεί αναγκαστικά από την Αθήνα στην Ορεστιάδα, όπου και θα διέμενε για τρία έτη. Το ίδιο διάστημα, η εναγομένη, ενέδωσε στο επίμονο φλερτ άλλου άντρα, συνευρισκόμενη επανειλλημμένως σεξουαλικά μαζί του. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, η εναγομένη πληροφορήθηκε ότι διένυε το πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης της, γεγονός το οποίο ανακοίνωσε στον ενάγοντα, γεμίζοντάς τον με αισθήματα ανείπωτης και πρωτόγνωρης ευτυχίας, καθώς η γέννηση ενός τέκνου ήταν ο διακαής του πόθος. Του ανακοίνωσε, όμως, ταυτόχρονα την απόφασή της να μην τον ακολουθήσει στην Ορεστιάδα, λόγω της εγκυμοσύνης και της εργασίας της, γεγονός που στενοχώρησε ιδιαίτερα τον ενάγοντα. Όλο το χρονικό διάστημα της εγκυμοσύνης, οι διάδικοι είχαν απομακρυνθεί ψυχικά και σωματικά. Την 24-01-2009 γεννήθηκε ένα θήλυ τέκνο, το οποίο έλαβε το όνομα της μητέρας του ενάγοντος, ……. Χαρακτηριστικό των διαταραγμένων σχέσεων των διαδίκων είναι και το γεγονός ότι η εναγομένη στα τρία χρόνια που ο ενάγων παρέμεινε στην Ορεστιάδα, τον επισκέφθηκε με το τέκνο μόνο 2 φορές, ως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του, γεγονός που δεν αμφισβήτησε με ειδική άρνηση η εναγόμενη με τις προτάσεις της και επομένως συνομολογείται από την  ίδια, κατ άρθρο 261 σε συνδ.με 352 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ.πρωτόδικες προτάσεις της εναγόμενης, σελ.17-21, όπου γίνεται ρητή αναφορά απ αυτήν συγκεκριμένων αποσπασμάτων της αγωγής τα οποία αρνείται, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και το προαναφερόμενο).  Τον Σεπτέμβριο του έτους 2011, ο ενάγων επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και συνεχίσθηκε η ψυχική και σωματική του αποξένωση με την εναγομένη. Αντιθέτως, ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα περιποιητικός προς το τέκνο, το οποίο άλλωστε φρόντιζε σε καθημερινή βάση τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του, ήτοι η μητέρα, η αδερφή και ο πατέρας του, οι οποίοι το είχαν υπό την προστασία τους, τις ώρες που η εναγομένη απουσίαζε στην εργασία της, γεγονός που τους έδεσε ακόμα περισσότερο με την μικρή. Μάλιστα ο πατέρας του εναγομένου, πρότεινε για την επιβοήθηση του μητρικού ρόλου της εναγομένης, να εγκατασταθεί σε γκαρσονιέρα κυριότητάς του, η μητέρα της τελευταίας. Τον Ιούλιο του έτους 2012, η εναγομένη ανακοίνωσε στον ενάγοντα σύζυγό της, ότι θα έβγαινε βόλτα με μία φίλη της. Το ίδιο απόγευμα όμως, ο ενάγων και η αδελφή του συνάντησαν τυχαία μόνη τη φίλη με την οποία «υποτίθεται» ότι θα έβγαινε μαζί της η εναγομένη.  Όταν η τελευταία επέστρεψε από την έξοδό της, ο ενάγων της ζήτησε εξηγήσεις για το ως άνω ψέμα και αυτή, παραδεχόμενη την αλήθεια,  του αποκάλυψε ότι διατηρούσε κατά τη διάρκεια του γάμου τους μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό με άλλον άνδρα (βλ.ιδίως κατάθεση της ……….., αδελφής του ενάγοντος στα πλαίσια της παρακάτω αναφερόμενης δίκης προσβολής της πατρότητας που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την με αριθμό 7283/2014 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πρακτικά στην οποία επί λέξει χαρακτηριστικά αναφέρει σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, αν η εναγόμενη διατηρούσε άλλη σχέση μέσα στο γάμο και αν ο ενάγων το γνώριζε  « …..Όχι δεν το είχε κάνει φανερό, μετά από ένα περιστατικό που έγινε (εννοεί το προαναφερόμενο), μετά από πίεση του αδελφού μου, του είπε ότι έχει μακροχρόνια σχέση…..»). Περαιτέρω του δήλωσε (η εναγόμενη) ότι επιθυμούσε να διακόψει τη σχέση της αυτή και να κάνει προσπάθεια με τον ενάγοντα για τη διάσωση της οικογένειάς τους. Για το λόγο αυτό τον Αύγουστο του έτους 2012 πήγαν μαζί διακοπές, πλην όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε και τον Σεπτέμβριο του έτους 2012 αποφάσισαν να χωρίσουν οριστικά και υπέβαλαν την υπ’αριθμ …../05-10-2012 αίτηση για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 963/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ως συνομολογείται από τους διαδίκους κατέστη αμετάκλητη. Μετά την αποκάλυψη, όμως, της ως άνω μακροχρόνιας ερωτικής σχέσης της εναγόμενης, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δημιουργήθηκαν στον ενάγοντα  αμφιβολίες για το αν η ανήλικη είναι γνήσιο τέκνο του, αμφιβολίες που της ενίσχυε η στάση της εναγόμενης, η  οποία στις συνεχείς ερωτήσεις του, δεν του έδινε σαφή απάντηση. Επιπλέον, η τελευταία αρνούνταν να συμπράξει στη διενέργεια των σχετικών ιατρικών εξετάσεων για την πιστοποίηση της πατρότητας, παρά την επιμονή του ενάγοντος με αποτέλεσμα ο τελευταίος  να λάβει δείγμα σιέλου του τέκνου και να προβεί μονομερώς σε έλεγχο DΝΑ, στο διαγνωστικό κέντρο γενετικής «.……», από το οποίο πληροφορήθηκε  για πρώτη φορά την 17-09-2012, ότι αποκλείεται να είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, με αποτέλεσμα να «χάσει την γη κάτω  από τα πόδια του». Ακόμα, όμως, και μετά τη ενημέρωση από το ως άνω διαγνωστικό κέντρο οι αμφιβολίες του για το αν η ανήλικη είναι πράγματι ή μη γνήσιο τέκνο του  εξακολουθούσαν να τον κατατρέχουν καθώς θεωρούσε ή μάλλον κυρίως ήλπιζε ότι θα μπορούσε να έχει γίνει λάθος και ως εκ τούτου πλήρη απόδειξη για το γεγονός αυτό  θα αποτελούσε η προσέλευση της εναγόμενης και του τέκνου σε αρμόδιο γενετιστή, όπου με τη λήψη και του δικού τους βιολογικού υλικού θα αποδεικνυόταν πέραν πάσης αμφιβολίας αν ο ενάγων είναι πράγματι ή όχι ο πατέρας της ανήλικης.  Με τις σκέψεις αυτές ο ενάγων άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και της μητέρας της, ……., υπό την ιδιότητά της ως ειδικής επιτρόπου της ανήλικης …., την από 1-6-2013 και με αριθμ.έκθ.καταθ. ……./2013 αγωγή  περί προσβολής της πατρότητας, στη συζήτηση της οποίας οι εναγόμενες  δεν παραστάθηκαν και επί της οποίας εκδόθηκε, ενόψει και της ερημοδικίας, μεταξύ άλλων, και της εναγόμενης, και της συνεχιζόμενης σιωπής της ως προς το θέμα αυτό, κατόπιν αιτήματος και του ενάγοντος, η υπ’αριθμ. 7283/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την αστυνόμο Β–βιολόγο, ………, προκειμένου αυτή,  αφού λάβει δείγμα αίματος ή οποιοδήποτε άλλο δείγμα από τον ενάγοντα, την  εναγομένη και το ανήλικο τέκνο της τελευταίας, να προβεί σε ανάλυση των δειγμάτων, εφαρμόζοντας τη μέθοδο υβριδοποίησης DNA με RNA, ή όποια άλλη μέθοδο ήθελε αυτή κρίνει σκόπιμη ή και συνδυασμό περισσοτέρων μεθόδων,  συντάξει έκθεση, στην οποία με αιτιολογημένες σκέψεις θα γνωμοδοτήσει εάν αποκλείεται η περίπτωση ο ενάγων να είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου της εναγομένης, που γεννήθηκε στο Αμαρούσιο Αττικής στις 24-1-2009 . Μόνο τότε, ήτοι μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, και κατόπιν εξώδικης προσκλήσεως της πραγματογνώμονα προς την εναγόμενη  για τη λήψη απ αυτήν βιολογικού υλικού, δέχτηκε η τελευταία να υποβληθεί στην ως άνω εξέταση, προσερχόμενη, μετά του ανηλίκου, στις  05-06-2015, στο κέντρο διαγνωστικής ιατρικής «… .», για τη διενέργεια της εξέτασης πατρότητας της ανήλικης. Μετά τα ανωτέρω, συντάχθηκε και κατατέθηκε νόμιμα η υπ’αριθμ …./18-06-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ως άνω βιολόγου, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας “Συνοψίζοντας, τα παραπάνω υποδεικνύουν πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, ότι ο ……., αποκλείεται να είναι φυσικός (βιολογικός) πατέρας του ανηλίκου θήλεος τέκνου, ονόματι …, της ………., που γεννήθηκε την 24-01-2009 στο Αμαρούσιο Αττικής”, και εκδόθηκε ερήμην, και πάλι,  της ήδη εναγομένης η υπ’αριθμ. 4280/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κήρυξε το ανήλικο μη γνήσιο τέκνο του ενάγοντος, απόφαση, που, ως  συνομολογείται από τους διαδίκους,  κατέστη αμετάκλητη.  Η πιο πάνω άδικη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης  σε βάρος του ενάγοντος είναι παράνομη, ως ανέντιμη και προκλητική, καθώς αυτή προκειμένου να καλύψει την απιστία της, προτίμησε να διατηρήσει την πλάνη του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου της,  με αποτέλεσμα την αλλαγή του τρόπου ζωής του ενάγοντος,  την ανάληψη απ αυτόν ευθυνών, χωρίς την ελευθερία της επιλογής και την ανάπτυξη ιδιαίτερου συναισθηματικού δεσμού τόσο αυτού όσο και της οικογένειάς του με το τέκνο, προσβάλλοντας  βάναυσα την τιμή και υπόληψη του τελευταίου και είχε ως συνέπεια την κατάπτωση του συναισθηματικού του κόσμου και την ψυχική του φθορά.  Σημειωτέον ότι, μετά το χωρισμό των διαδίκων, η απουσία πλέον της ανήλικης από τη  ζωή του ενάγοντος και της οικογένειάς του και  ο λόγος της απουσίας της αυτής, ήτοι ότι ο ενάγων δεν είναι ο  βιολογικός της πατέρας, ευλόγως έγινε γρήγορα αντιληπτός τόσο από το συγγενικό όσο και από το κοινωνικό περιβάλλον του ενάγοντος, με αποτέλεσμα αυτός, λόγω και της θέσης του, ως αξιωματικός του στρατού, να καταστεί αντικείμενο σχολίων και αρνητικών συζητήσεων, γεγονός που επιβάρυνε την ήδη διαταραγμένη ψυχική του ισορροπία. Η εναγόμενη, αν και γνώριζε, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτήν, ότι η  φερόμενη ως γνήσιο τέκνο του ενάγοντος  ανήλικη, ήταν  καρπός της παράνομης ερωτικής της σχέσης, ενόψει αφ ενός μεν της ομολογημένης απ αυτήν σπανιότατης ερωτικής της επαφής με τον ενάγοντα κατά τον  κρίσιμο χρόνο σύλληψής της  αφ ετέρου δε της κατ επάναληψη, κατά τον ίδιο χρόνο, σεξουαλικής συνεύρεσής της  με τον εραστή της, αποσιώπησε το γεγονός αυτό από τον ενάγοντα, διατηρώντας τον σε πλάνη περί του ότι αυτός ήταν ο πατέρας της ανήλικης για τρία και πλέον έτη και δέχτηκε να αναλάβει τόσο αυτός όσο  και οι γονείς του την ανατροφή και φροντίδα της ανήλικης, προβαίνοντας οι τελευταίοι σε όλες τις αναγκαίες για τη διατροφή και συντήρησή της  δαπάνες δίδοντας, μάλιστα, το όνομα της μητέρας του ενάγοντος σ αυτήν  και γενικά υποβάλλοντας την ανήλικη, ως γνήσια τέκνο  του ενάγοντος διαταράσσοντας την οικογενειακή τάξη (ΠΚ 354). Η αποκάλυψη της πιο πάνω μειωτικής  για την προσωπικότητα του ενάγοντος σχέσης της εναγόμενης είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί άμεσα η κατάσταση της ψυχικής του υγείας,  αφού κλείστηκε στον εαυτό του, δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν καλά, εμφανίζοντας καταθλιπτικές αντιδραστικές εκδηλώσεις (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα ένορκες καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων του). Το γεγονός δε της σύναψης γάμου από τον ενάγοντα, τέσσερα περίπου έτη μετά τη διακοπή της συμβίωσης με την εναγομένη, δεν αναιρεί την προσβολή της προσωπικότητάς του. Επομένως, η ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης είναι παράνομη, γιατί προσέβαλε το απόλυτο προσωπικό δικαίωμα της συζυγικής πίστης, που απορρέει από το δικαίωμα συμβίωσης των συζύγων, το γεγονός δε ότι έκανε τον ενάγοντα να πιστέψει ότι είναι ο γεννήτορας του τέκνου που απέκτησε με τρίτο πρόσωπο με το  οποίο διατηρούσε ελεύθερες ερωτικές σχέσεις εντός του γάμου της, με όλες τις προαναφερόμενες σε βάρος του συνέπειες  δεν συνιστά απλώς γεγονός αντισυζυγικής συμπεριφοράς, ως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αλλά είναι πρόσφορο και ικανό, αυτοτελώς κρινόμενο, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρει την προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου, ως εν προκειμένω πράγματι επέφερε, με αποτέλεσμα να γεννάται υπέρ αυτού,  ενόψει και της προαναφερόμενης υπό στοιχ.Ι νομικής σκέψης δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρούται με την παρούσα, δέχτηκε τα ίδια και δη ότι ότι τα παραπάνω περιστατικά είναι  πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν στη μείωση της υπόληψης και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος,   ώστε να δικαιολογούν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης σ αυτόν,  ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις,   τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγόμενη με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της (1ο και 2ο) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Απορριπτέα, εξάλλου, ως αβάσιμα τυγχάνουν και τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα  στην κρινόμενη έφεσή της και στον σχετικό λόγο αυτής (2ο) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεν έλαβε υπόψη του την με αριθμό ../2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός της, ………….,    καθώς από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης εκκαλουμένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχομένη σε αυτή βεβαίωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του επί της ουσίας της υπόθεσης, έλαβε υπόψη αφενός όλα τα αποδεικτικά μέσα και έγγραφα (σημειωτέον ότι ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη η λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και της ως άνω ένορκης βεβαίωσης που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του η εναγόμενη), και τις αιτιολογίες της αποφάσεως συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη  του και την ένορκη βεβαίωση  της προαναφερόμενης μάρτυρος  και με τη συνεκτίμηση και των λοιπών αποδείξεων, κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς, να είναι υποχρεωμένο, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης (υπό στοιχ.ΙV)  να προβεί σε  χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εν προκειμένω.  Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως όλων όσων προαναφέρθηκαν, αλυσιτελώς προβάλλονται τα ανωτέρω από την εκκαλούσα,  καθόσον το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφή λόγου της έφεσης για πλημμελή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, άλλως η έφεση θα απορριφθεί (βλ ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33. 1710,  ΕφΠειρ 609/2015,  ΕφΘεσ/νίκης 1970/2014, ΕφΛαμ.16/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, η εναγόμενη ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως και με τον 3ο λόγο της έφεσής της επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς της και δη α) ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικώς, αφού αυτός παρέλειψε να την ασκήσει, χωρίς εύλογη αιτία, για ικανό χρονικό διάστημα, ήτοι ήγειρε την κρινόμενη αγωγή σε βάρος της σχεδόν  πέντε χρόνια μετά την ανακάλυψη απ αυτόν ότι η ανήλικη δεν είναι δικό του παιδί  αλλά και ότι την 13-06-2015, αυτός νυμφεύθηκε άλλη γυναίκα, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι δεν υπέστη ηθική βλάβη. Τα περιστατικά, όμως, αυτά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙΙΙ μείζονας σκέψης,  να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση χωρίς ταυτόχρονη επίκληση πρόσθετων πραγματικών περιστατικών ή ειδικών συνθηκών, αναγόμενων στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο του ενάγοντος όσο και της εναγόμενης που αποκρούει το δικαίωμα,  από τα οποία γεννάται σ αυτήν  η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του εναντίον της έτσι ώστε η επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη μεταγενέστερη άσκησή του, να συνεπάγεται επαχθείς για  αυτήν επιπτώσεις,  καθόσον μόνη η πάροδος ικανού χρόνου  ή η δημιουργία απ αυτόν οικογένειας δεν καθιστά άνευ άλλου την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος καταχρηστική β) ότι αυτός συνετέλεσε στην έκταση της ζημίας του διότι δεν ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των συζυγικών του καθηκόντων, την απομάκρυνε από το γάμο τους αλλά και από εκείνον, δεν της συμπαραστάθηκε στα προσωπικά της προβλήματα, την απαξίωνε καθημερινά και ήταν ψυχρός και αδιάφορος απέναντί της. Τα ως άνω, όμως, πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος που η εναγόμενη  επικαλείται διότι και αληθή υποτιθέμενα παρείχαν σ αυτή δικαίωμα λύσεως του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού του από υπαιτιότητα του ενάγοντος και όχι σύναψης απ αυτήν εξωσυζυγικών σχέσεων κατά τη διάρκειά του, ελεύθερων μάλιστα,  καρπός των οποίων υπήρξε η γέννηση της ανήλικης, την οποία εμφάνισε ως  δικό του τέκνο. Τα ίδια δέχθηκε και η εκκαλουμένη, απορρίπτοντας τις σχετικές ενστάσεις ως νόμω αβάσιμες  και επομένως και ο σχετικός ως άνω λόγος της έφεσης της εναγόμενης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Δικαιούται, συνεπώς,  ο ενάγων, ενόψει των προαναφερομένων, να αξιώσει από την εναγόμενη  χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης και δη  το ποσό των 7.000 ευρώ. Το εν λόγω ποσό κρίνεται εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, ως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ) και συγκεκριμένα του είδους της προσβολής, τις συνέπειες αυτής στην υγεία και τη μελλοντική ζωή του ενάγοντος, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, εκ των οποίων, ο μεν ενάγων, γεννηθείς το έτος 1972, είναι αξιωματικός του ελληνικού στρατού στο επάγγελμα, η δε εναγόμενη, γεννηθείσα το έτος 1973, δημόσια υπάλληλος και δη δασκάλα με μηνιαίες αποδοχές περί τα  1.103 ευρώ, μη αποδεικνυομένων άλλων εισοδημάτων της από οιαδήποτε πηγή, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα, σημειουμένου ότι επιπροσθέτως αυτή, που είναι επιφορτισμένη και με την ανατροφή της ως άνω ανήλικης κόρης της, το έτος 2013 προέβη σε αγορά κατοικίας, για τη στέγαση αυτής και της ανήλικης, βαρυνόμενη με την εξόφληση του τιμήματος της οποίας, από δάνειο που έλαβε, το οποίο  αποπληρώνει σε 120 μηνιαίες δόσεις των 533 ευρώ εκάστη (βλ.προσκομιζόμενο απ αυτήν συμβόλαιο αγοράς της οικίας),  ενώ  η καταβολή του ανωτέρω  ποσού  προς τον ενάγοντα,  αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της υπόληψής του είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ` αυτόν η προσβολή της εναγόμενης. Τυχόν μεγαλύτερο ποσό και δη το αιτούμενο από τον ενάγοντα και ήδη αντεκκαλούντα  ποσό των 40.000 ευρώ,  θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση της εναγόμενης και σε αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του ενάγοντος-αντεκκαλούοντος και σε παραβίαση ως εκ τούτου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, που εξειδικεύεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως  με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ευλόγου ποσού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ίδιο ως άνω με την  παρούσα ποσό, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις καθώς και τα προσδιοριστικά της χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία και όσα αντίθετα υποστηρίζουν η μεν εκκαλούσα  με το 4ο και τελευταίο λόγο της έφεσής της ο δε ενάγων-αντεκκαλών με το μοναδικό λόγο της αντέφεσής του  κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα και συνεπώς οι συνεκδικαζόμενες ένδικες εφέσεις και αντέφεση ως ουσία αβάσιμες στο σύνολό τους.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της κατ’ ίσο μέρος νίκης και ήττας αυτών (ΚΠολΔ 178 και 183), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, ενώ, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ,  εφόσον η ένδικη έφεση απορρίφθηκε να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεώς της,  κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

                                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ,  αντιμωλία των διαδίκων, τις αναφερόμενες στο σκεπτικό,  έφεση και αντέφεση κατά της με αριθμ. 1482/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.
Αριθμός 4/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ Α' ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αβροκόμη Θούα και Μαρία Νικολακέα, Αντιπροέδρους, Ναυσικά Φράγκου, Μαρία Τζανακάκη, Aντιγόνη Καραίσκου-Παλόγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Βασδέκη, Αλεξάνδρα Σιούτη, Πελαγία Ακάσογλου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αναστασία Μουζάκη, Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη-Εισηγήτρια, Ιωάννα Κλάπα- Χριστοδουλέα, Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Δήμητρα Ζώη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου- Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου ή Κοκολέτση, Ευστάθιο Νίκα και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.

 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κέρκυρας, περί αναιρέσεως της 218/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας. Με αιτούντα - αντιλέγοντα τον ……., κρατούμενου στο …., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Κέρκυρας ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.3.2020 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Κέρκυρας….. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ………/2020.

 Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 24/2021 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου (άρθρ. 23 παρ. 1, 2 του Ν. 1756/1988 και 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957).

 Αφού άκουσε

 Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να οριστεί η εκτιτέα ποινή, από τη συνολική ποινή κάθειρξης των είκοσι εννέα (29) ετών με εκτιτέα τα είκοσι πέντε (25) έτη, που επιβλήθηκε στον ως άνω αιτούντα - αντιλέγοντα, με την υπ'αριθμ. 2462/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, στα είκοσι (20) έτη.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγεται στην Α' Τακτική (Ποινική) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 2 περ. γ' του ΚΠοινΔ, 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988 ("Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών"), όπως ισχύει, και 3 παρ. 3 ν. 3810/1957, το οποίο διατηρείται σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, η ασκηθείσα στις 10-3-2020 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κέρκυρας για αναίρεση της 218/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας. Επί των από 4-12-2019, κατ' άρθρ. 562 εδ. β' ΚΠοινΔ, αντιρρήσεων του …..., κρατούμενου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Τύπου …., κατά της 17599/24-10-2019 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με τις οποίες ζητούσε τον επανακαθορισμό της συνολικής εκτιτέας ποινής των εικοσιπέντε ετών, που του είχε επιβληθεί με την αμετάκλητη 2464/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, σε είκοσι έτη κάθειρξης κατ' εφαρμογή της νεότερης επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. γ' του νέου ΠΚ, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 218/2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας, που απέρριψε τις αντιρρήσεις του καταδικασθέντος. Κατά της απόφασης αυτής, η οποία καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ στις 16-3-2020, άσκησε ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Κέρκυρας στις 10-3-2020 την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωσή του στη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Κέρκυρας, για την οποία συντάχθηκε η …/2020 έκθεση, επικαλούμενος με τον μόνο λόγο αυτής εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επί της αίτησης αναίρεσης, η οποία είναι παραδεκτή (άρθρα 464, 473 παρ. 3, 474 παρ. 1, 4, 505 παρ.1 στοιχ.β', 507, 562 εδ. β', 563 εδ. β' και 510 παρ. 1 στοιχ Ε' ΚΠοινΔ), εκδόθηκε η ως άνω 24/2021 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, διότι κρίθηκε αβάσιμος ο λόγος της αίτησης αναίρεσης με πλειοψηφία μίας ψήφου. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ', 2 και 3 ΚΠοινΔ, "1... Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155- 162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του... 2. Αν ζητεί την αναίρεση ο εισαγγελέας, δεν κλητεύεται αλλά εκπροσωπείται από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. 3. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Αν ο αναιρεσείων κρατείται στη φυλακή, μπορεί να διορίσει συνήγορο με δήλωσή του στο διευθυντή της φυλακής, οπότε συντάσσεται έκθεση, που διαβιβάζεται αμέσως στο γραμματέα του Αρείου Πάγου". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, "Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος απ' αυτούς δεν εμφανίστηκε". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 563 εδ. α' ΚΠοινΔ, "Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551". Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 4 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, "Εκείνος που καταδικάστηκε κλητεύεται και αν κρατείται, δεν προσάγεται στο δικαστήριο, μπορεί, όμως, να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο διοριζόμενο κατά τους όρους του άρθρου 42 παρ. 2". Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (18-3-2021), δεν εμφανίσθηκε ούτε αντιπροσωπεύθηκε από συνήγορο ο αιτών- αντιλέγων (κατ' άρθρο 562 εδ. β' ΚΠΔ) καταδικασμένος …….., κρατούμενος στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Τύπου …, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. το από 4-2-2021 αποδεικτικό επίδοσης του ……, υπαλλήλου του ως άνω Καταστήματος Κράτησης, σύμφωνα με το οποίο η …/3-2-2021 κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επιδόθηκε στον ίδιο νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1 εδ. α', 159 και 166 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, προκειμένου να παραστεί δια συνηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου). Επομένως πρέπει να χωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης σα να ήταν και ο ως άνω αιτών-αντιλέγων παρών.

 Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7- 2019 νέου Ποινικού Κώδικα, "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας των επιεικέστερων διατάξεων ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσαν από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης. Επιεικέστερη δε διάταξη νόμου θεωρείται εκείνη που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο προβλέψεις, δηλαδή εκείνη, η οποία με την εφαρμογή της, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Κατά την ως άνω σαφή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, ρητώς προβλέπεται ο χρόνος αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης, ως απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων νόμων. Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι "2. Αν μεταγενεστέρως νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας". Από το συνδυασμό των διατάξεων των ανωτέρω δύο παραγράφων του άρθρου 2 του νέου Ποινικού Κώδικα σαφώς προκύπτει, ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε να εμμείνει στην καθιερούμενη με την πρώτη παράγραφο πρόβλεψη της εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων για τον κατηγορούμενο, που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, εισάγοντας με τη δεύτερη παράγραφο μία μοναδική εξαίρεση, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία η πράξη καθίσταται μετά το αμετάκλητο μη αξιόποινη, ορίζοντας ότι ειδικώς σ' αυτή την περίπτωση παύει και η εκτέλεση της επιβληθείσας, έστω και με αμετάκλητη απόφαση, ποινής. Διάταξη για τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες ποινές κατέστησαν με νεότερες διατάξεις νόμου ηπιότερες μετά την αμετάκλητη εκδίκαση των πράξεων και ενώ ακόμη εκτίεται η ποινή που επιβλήθηκε γι' αυτές, δεν περιελήφθη στο νέο Ποινικό Κώδικα, όπως δεν περιλαμβανόταν και στον προϊσχύσαντα κώδικα. Η μόνη δε διαφοροποίηση μεταξύ των αντίστοιχων νομοθετικών κειμένων είναι η σημαντική από άποψη αποτελεσμάτων αναφορά της παρ. 1 του νέου κώδικα σε επιεικέστερες διατάξεις νόμων και όχι σε επιεικέστερο νόμο, του οποίου οι διατάξεις αντιμετωπίζονταν υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ως ενιαίο όλον, προκειμένου να κριθεί αν αυτός ήταν ηπιότερος (ΟλΑΠ 1/2020). Και υπό την ισχύ του όμοιου κατά τα λοιπά άρθρου 2 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, είχε απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία το ερώτημα, αν η παράγραφος 2 αυτού έπρεπε να εφαρμοσθεί αναλογικώς και στις περιπτώσεις θέσπισης επιεικέστερων ποινών για τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε κατηγορούμενος, μετά το αμετάκλητο της καταδίκης του κατά το στάδιο έκτισης των ποινών, που του επιβλήθηκαν. Επ' αυτού είχε επικρατήσει η άποψη, ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αναδρομική ισχύ προσδίδεται μόνο στο νόμο, που καθιστά την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), γι' αυτό και ο νομοθέτης περιόρισε τη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα μόνο σε αυτή την περίπτωση, ηθελημένα δε δεν προέβλεψε την κατά τον ίδιο χρόνο αναδρομική ισχύ νεότερου νόμου, που καθιστούσε το αξιόποινο απλώς ηπιότερο (απλώς επιεικέστερου νόμου), με συνέπεια να μην είναι δυνατή ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, αφού επρόκειτο για εκούσιο και όχι ακούσιο νομοθετικό κενό (ΟλΑΠ 643/1985). Σύμφωνα όμως με τα προεκτιθέμενα, οι αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των δύο παραγράφων του άρθρου 2 και του παλαιού και του νέου Ποινικού Κώδικα δεν καταλείπουν καν κενό ως προς αυτό το ζήτημα, αφού με την πρώτη καθορίζεται ρητώς ως έσχατο όριο εφαρμογής της επιεικέστερης ρύθμισης το αμετάκλητο της καταδικαστικής δικαστικής απόφασης, που επιβάλλει ποινή, ενώ με τη δεύτερη εισάγεται απλώς, ως μοναδική συγκεκριμένη εξαίρεση από τον κανόνα της πρώτης παραγράφου, η κατάργηση, με μεταγενέστερο της επέλευσης του αμετακλήτου νόμο, του αξιοποίνου της πράξης μέχρι την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε εφαρμογή των επιεικέστερων διατάξεων μέχρι του πέρατος έκτισης της ποινής θα αρκούσε να απαλείψει από την πρώτη παράγραφο την πρόβλεψη "ως την αμετάκλητη εκδίκασή της", οπότε και η δεύτερη παράγραφος θα παρίστατο πλεοναστική. Ο νεότερος νομοθέτης, ο οποίος προέβη κατά την εισαγωγή του νέου Ποινικού Κώδικα σε επιεικέστερες σε αρκετές περιπτώσεις ρυθμίσεις, έχοντας υπόψη του και τον προαναφερόμενο παλαιότερο προβληματισμό και τα Διεθνή Σύμφωνα που δεσμεύουν τη χώρα μας (βλ. αναφορά στην αιτιολ. έκθεση του νέου ΠΚ ως προς το προϊσχύσαν άρθρο 3, ότι αυτό καταργείται επειδή έρχεται σε αντίθεση με τους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες του άρθρου 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ και 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.), ουδόλως απέστη από την προγενέστερη πρόβλεψη ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα, δεχόμενος προδήλως, ότι αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις των Συμφώνων αυτών και επιλέγοντας το σεβασμό του δεδικασμένου. Στην αιτιολογική δε έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα, υπό τον τίτλο "Γ. ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ, Ι. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ", αναφέρεται, υπ' αριθμόν 2, ως ουσιώδης η τροποποίηση του άρθρου 2 ΠΚ ως προς την εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης και όχι του νόμου ως ενιαίου "όλου", ενώ και η αναλυτικότερη αιτιολόγηση των νέων διατάξεων του άρθρου 2 ΠΚ, που ακολουθεί (Αιτιολ. Έκθ. Πρώτο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους, Ι. Βασικές αρχές), επικεντρώνεται στην ίδια τροποποίηση, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στο τιθέμενο στην παράγραφο 1 όριο του αμετακλήτου, που εξακολουθεί να ισχύει. Ως προς την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση τα εξής: " (γ) Τέλος στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη, παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας. Η προσθήκη στη διάταξη αυτή και των μέτρων ασφαλείας, εκτός από τις παρεπόμενες ποινές, στηρίχθηκε στη σκέψη ότι και τα μέτρα ασφαλείας δεν παύουν να είναι μέτρα του ποινικού δικαίου. Όταν επομένως η πράξη χαρακτηρίζεται πλέον ως ανέγκλητη και επομένως κανένα ποινικής φύσης μέτρο δεν μπορεί να επιβληθεί γι' αυτήν, δεν θα πρέπει επίσης να εκτελούνται και τα μέτρα ασφαλείας." Στην ως άνω αιτιολογική έκθεση δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε για αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 και για εκ νέου προσδιορισμό της ποινής στην περίπτωση ισχύος, μεταγενέστερου του αμετακλήτου, επιεικέστερου νόμου, παρότι ήταν γνωστό πως σ' αυτήν την κατηγορία θα ενέπιπταν πολλές περιπτώσεις αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, ενώ ουδέν σχετικό προβλέπεται και σε οποιαδήποτε διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα ή του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή στις μεταβατικές διατάξεις τους (βλ. και ΟλΑΠ 643/1985), όπως ασφαλώς θα συνέβαινε, εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε διαφορετική από την προγενέστερη αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, "Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση". Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη για τους κατηγορούμενους σε σχέση με την αντίστοιχη του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, εφόσον με αυτή: α) καταργήθηκε το ελάχιστο όριο επαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή, β) το ανώτατο όριο της επαύξησης μειώθηκε από τα τρία τέταρτα στο ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής και γ) μειώθηκαν τα ανώτατα όρια της συνολικής ποινής από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι (έτη) επί καθείρξεως και από τα δέκα έτη σε οκτώ (έτη) επί φυλακίσεως. Σύμφωνα όμως με την ως άνω σαφή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής και αυτών των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων καθορισμού της συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων είναι εκείνο της αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης. Εάν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, η αναπροσαρμογή της ποινής θα ήταν, κατά λογική ακολουθία, επιβεβλημένη όχι μόνον ως προς το ανώτατο όριο της καθορισθείσας με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση συνολικής εκτιτέας ποινής, αλλά και για όλες τις ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως χωρίς να υπερβαίνουν αυτό το όριο, συγχωνεύτηκαν όμως με βάση τις παλαιότερες αυστηρότερες σχετικές ρυθμίσεις. Θα ήταν επίσης επιβεβλημένη και σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιβλήθηκε ποινή έστω και για μία αξιόποινη πράξη, η οποία όμως τιμωρείται ηπιότερα βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα, και μάλιστα ακόμη κι αν αναγνωρίσθηκε ελαφρυντικό, για το οποίο προβλέπεται στις νεότερες διατάξεις ευνοϊκότερη μείωση της ποινής (όπως πχ. συμβαίνει με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, η μείωση της οποίας επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού θα έπρεπε κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 83 ΠΚ να είναι κατώτερη μεν από το τότε προβλεπόμενο ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης των είκοσι ετών και θα μπορούσε να μειωθεί μόνον μέχρι τα δέκα έτη κάθειρξης, ενώ, σύμφωνα με την αντίστοιχη νεότερη διάταξη η ποινή μπορεί, επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού, να κυμανθεί από πέντε έως δεκαπέντε έτη), ακόμη δε περισσότερο, αν αναγνωρίσθηκαν περισσότερα του ενός ελαφρυντικά στον καταδικασθέντα ή άλλοι λόγοι μείωσης της ποινής του, διότι οι παλαιότερες διατάξεις του άρθρου 85 ΠΚ προέβλεπαν μία μόνο μείωση της επιβαλλόμενης ποινής, συνεκτιμωμένων όλων των λόγων μειώσεώς της, ενώ οι νεότερες διατάξεις του ίδιου άρθρου προβλέπουν περαιτέρω μείωση σ' αυτές τις περιπτώσεις, καθορίζοντας γι' αυτές νέα κατώτατα όρια (άρθρ. 85 νέου ΠΚ). Και αυτό, διότι, εάν γινόταν δεκτό ότι θα ήταν επιτρεπτό τα δικαστήρια να επανακαθορίσουν τις αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές, λόγω μεταγενέστερης ηπιότερης αντιμετώπισης των αδικημάτων, οποιοσδήποτε απλουστευμένος περιορισμός στον επανακαθορισμό τους, όπως π.χ. ότι αυτός πρέπει να εφαρμοσθεί μόνον επί συνολικής εκτιτέας ποινής (μικρότερης και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο από την αρχικώς επιμετρούμενη) ή δια της έκτισης του maximum της νεότερης ηπιότερης στερητικής της ελευθερίας ποινής (βλ. σχετική πρόταση Εισαγγελέως ΑΠ Φαφούτη στην ΟλΑΠ 643/1985), ακόμη κι όταν κατά την επιβολή της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής θα είχαν συνεκτιμηθεί ενδεχομένως και ελαφρυντικές περιστάσεις, με συνέπεια την επιβολή ποινής χαμηλότερης από το νεότερο ανώτατο όριο για τη συγκεκριμένη πράξη, θα παρίστατο αυθαίρετος και θα αντέβαινε στην καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, επιφυλάσσοντας ευμενέστερη μεταχείριση μόνον σε όσους καταδικασμένους έχουν επιβληθεί οι βαρύτερες ποινές. Αυτό αποτελεί ένα επιπλέον λόγο, για τον οποίο ο νεότερος νομοθέτης, πέραν του ότι μια διαφορετική αντιμετώπιση του κρινόμενου ζητήματος θα ανέτρεπε κάθε έννοια δεδικασμένου των αμετάκλητων αποφάσεων, έχοντας υπόψη του και ότι οι διαφοροποιήσεις ως προς τις επιβλητέες ποινές μεταξύ των παλαιότερων διατάξεων και των ηπιότερων νεότερων διατάξεων δεν είναι τέτοιες, ώστε να μπορούν οι ήδη επιβληθείσες αμετακλήτως υπό το αμέσως προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς ποινές να θεωρηθούν υπέρμετρες, συνειδητώς επέλεξε να διατηρήσει αναλλοίωτη τη σχετική σαφή διατύπωση του άρθρου 2 ΠΚ, ενώ και η διαπνέουσα το ποινικό δίκαιο αρχή της επιεικείας δεν μπορεί να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια αυθαιρέτως χωρίς νομικό έρεισμα (ΟλΑΠ 643/1985), αλλά εντός των πλαισίων που ορίζουν οι νόμοι. Σημειωτέον, ότι η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης διαμορφώνεται σε τρία διακριτά πεδία, που αντιπροσωπεύουν αλληλοδιαδοχικά διακριτά στάδια: α) το γενικό και αφηρημένο πεδίο, που πραγματώνεται με τη θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία των κυρωτικών ποινικών νόμων, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν ήδη κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης (άρθρα 7 του Συντάγματος, 1 ΠΚ). β) το ειδικό και συγκεκριμένο εξατομικευμένο πλέον πεδίο, που πραγματώνεται δια της εκδίκασης της υπόθεσης και έκδοσης απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια μέχρι να καταστεί αυτή αμετάκλητη, κατά τη διάρκεια του οποίου δημιουργείται και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής διαγνωστικής κύριας δίκης, γ)το πεδίο της εκτέλεσης της απόφασης (ποινικού σωφρονισμού), η οποία υλοποιείται από το κράτος (άρθρ. 552 ΚΠοινΔ) και εποπτεύεται απλώς από τους Εισαγγελείς (άρθρ. 567 ΚΠοινΔ). Κατά το δεύτερο στάδιο τα δικαστήρια εφαρμόζουν, κρίνοντας τη συγκεκριμένη εξατομικευμένη περίπτωση, τους νόμους, που ψηφίζονται από τη νομοθετική εξουσία (Βουλή των Ελλήνων), εντός των ορίων που προβλέπονται επίσης από το νόμο, ενώ κατά το τρίτο στάδιο η κρατική (εκτελεστική) εξουσία είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Καταφανής στη διαδρομή αυτού του φαινομένου είναι η θεμελιώδης για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικώς δια του άρθρου 26 του Συντάγματος της χώρας μας (ΟλΑΠ 3/2016) και χαρακτηρίζει τη λειτουργία κάθε κράτους δικαίου (ΔΕΕ 2-3/2021, C-824/2018 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, ΔΕΕ 19-11/2019, C-585,624,625/2018 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τμήματος εργατικών διαφορών, της Πολωνίας, ΔΕΕ 10-11/2016, …, C-452/2016). Σύμφωνα με αυτά, η έννομη σχέση μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης, στην οποία εμπλέκονται και οι τρεις πολιτειακές εξουσίες σε διαφορετικά στάδια και με διαφορετικές αρμοδιότητες, είναι ευρύτερη από την έννομη σχέση της διαγνωστικής κύριας ποινικής δίκης. Η τελευταία αποτελεί μόνον ένα διακριτό περιορισμένο μέρος της έννομης σχέσης μεταξύ πολιτείας και δράστη, το οποίο αρχίζει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και τελειώνει με το αμετάκλητο της αθωωτικής ή, της ενδιαφέρουσας στην κρινόμενη περίπτωση, καταδικαστικής απόφασης, που παράγει δεδικασμένο κατά τα ισχύοντα στο ποινικό και ποινικό δικονομικό δίκαιο. Η καταδικαστική δε απόφαση καθίσταται, σε κάθε περίπτωση, εκτελεστή μόλις γίνει αμετάκλητη (άρθρ. 545 νέου ΚΠοινΔ), δηλαδή αν κατ' αυτής δεν επιτρέπεται (τακτικό) ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε (άρθρ. 546 νέου ΚΠοινΔ), οπότε και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής δίκης, κατά τη διάρκεια της οποίας λογίζεται, όπως γίνεται δεκτό από το ποινικό δικονομικό δίκαιο, ότι υφίσταται εκκρεμοδικία ως προς την κατηγορία (έστω και αν δεν βρίσκεται σε εξέλιξη δίκη ενώπιον δικαστηρίου, αλλά υφίσταται ακόμη προθεσμία για άσκηση ένδικου μέσου). Η νομοθετική εξουσία διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιεί τους ποινικούς νόμους, καθιστώντας τους είτε αυστηρότερους είτε ευνοϊκότερους ως προς την ποινική μεταχείριση του δράστη αξιόποινης πράξης. Στην τελευταία περίπτωση τα δικαστήρια υποχρεούνται να εφαρμόσουν τον επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο νόμο, ήδη δε κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα τις επιεικέστερες γι' αυτόν διατάξεις νόμου, οι οποίες ίσχυσαν από την τέλεση της αξιόποινης πράξης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφασή τους, όπως αντιστοίχως η πολιτεία υποχρεούται να διασφαλίζει την εκτέλεση των αμετάκλητων ποινικών δικαστικών αποφάσεων (πρβλ και ΕΔΔΑ 26-3/2020, αναφερόμενη στην υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας προς εφαρμογή των αμετάκλητων και δεσμευτικών δικαστικών αποφάσεων επί πολιτικής δίκης). Η άποψη όμως ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να επανεξετάζουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης τις αμετακλήτως επιβληθείσες από αυτά ποινές, επαναπροσδιορίζοντάς τες, επειδή μετά το αμετάκλητο της απόφασής τους θεσπίσθηκαν από τη νομοθετική εξουσία ηπιότερες ποινές για το αδίκημα που δικάσθηκε, πέραν του ότι αντιβαίνει στο νόμο κατά τα προεκτιθέμενα, θα οδηγούσε ουσιαστικά και σε ανεπίτρεπτη, βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, επέμβαση στο αποτέλεσμα της αμετακλήτως περατωθείσας δικαστικής διαδρομής. Σε αυτή την περίπτωση υφίσταται η δυνατότητα εφαρμογής του προβλεπόμενου από το άρθρο 564 περ. β' και του νέου ΚΠοινΔ θεσμού της χάρης, προκειμένου να μετριασθεί στο πλαίσιο του νεότερου νόμου η εκτελούμενη ποινή. Στο νομοθετικό δε σώμα εναπομένουν και άλλες λύσεις, μη παραβιάζουσες την ανωτέρω αρχή, εάν υπάρχει βούληση ευνοϊκότερης μεταχείρισης των καταδικασμένων σ' αυτές τις περιπτώσεις, όπως π.χ. η εισαγωγή με το νεότερο νομοθέτημα μεταβατικών διατάξεων, που προβλέπουν μείωση και των ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν αμετακλήτως βάσει του προϊσχύσαντος νόμου, ή η πρόβλεψη δυνατότητας ασκήσεως του έκτακτου ένδικου μέσου της επανάληψης διαδικασίας και στις ανωτέρω περιπτώσεις ή η θέσπιση διατάξεων, που καθιστούν υπό ελαστικότερες προϋποθέσεις δυνατή την υπό όρους απόλυση όλων όσων εκτίουν στερητικές της ελευθερίας ποινές για αδικήματα, που, μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, τιμωρούνται πλέον με μικρότερα όρια στερητικών της ελευθερίας ποινών. Μόνον δε όταν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη, επεμβαίνουν τα δικαστήρια στο προαναφερόμενο τρίτο στάδιο της έκτισης των ποινών, μεταβάλλοντας διατάξεις (ενδεχομένως και) αμετάκλητης απόφασης, όπως π.χ. συμβαίνει επί παραδοχής του έκτακτου ένδικου μέσου επανάληψης της διαδικασίας (άρθρ. 525 επ. ΚΠοινΔ), επί άρσης ή ανάκλησης της αναστολής (άρθρ. 101, 102 ΠΚ), όταν τίθεται εκ νέου προς δικαστική κρίση το ζήτημα της συγχώνευσης των ποινών, επειδή συναντώνται περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις στο στάδιο της εκτέλεσης, οπότε δημιουργείται νέα ενώπιον των δικαστηρίων περιορισμένου αντικειμένου δίκη επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κατά την οποία εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 551 ΚΠοινΔ. Αλλά και αντιστρόφως, εφόσον από το νομοθέτη δεν παρέχεται με σχετική ρύθμιση οποιαδήποτε εξουσία στα δικαστήρια προς μεταβολή της καταδικαστικής απόφασης λόγω της θέσπισης ηπιότερης ποινής μετά το αμετάκλητο και δη κατά το στάδιο έκτισης της ποινής, η τυχόν επέμβαση των δικαστηρίων με μεταβολή των διατάξεων της απόφασης αυτής, κατά το στάδιο αυτό, θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη προσβολή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας. Εξάλλου, κατ' άρθρο 369 ΚΠοινΔ, οι καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων περιλαμβάνουν απαραιτήτως διάταξη περί της ενοχής του κατηγορουμένου και διάταξη, με την οποία καθορίζεται η επιβλητέα στην κρινόμενη περίπτωση ποινή, αποτελούν δε ως προς αυτά τα στοιχεία τους ένα ενιαίο "όλον" (βλ. και ΟλΑΠ 5/2000, σύμφωνα με την οποία καταδικαστική είναι η απόφαση, με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σε αυτόν ποινή, η δε διάταξή της, με την οποία επιβάλλεται η ποινή ολοκληρώνει την καταδίκη), που δεν είναι επιτρεπτό να μεταβληθεί, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο, όταν αυτές καταστούν αμετάκλητες υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, οπότε παράγουν δεδικασμένο (άρθ. 57 ΚΠοινΔ), με συνέπεια να αποκλείεται νέα εξέτασή τους ως προς τη νομιμότητά τους, την επιβολή της ποινής ή και ως προς τυχόν πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν κατά την έκδοσή τους. Η έκτιση της ποινής, που υλοποιείται από την εκτελεστική εξουσία (σωφρονιστική υλοποίηση), η οποία οφείλει να τηρεί τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση των ποινών (νέος ΚΠοινΔ 552 παρ. 1), εποπτεύεται, κατά τα προεκτιθέμενα, απλώς από τους εισαγγελείς (νέος ΚΠοινΔ 567), ενώ κατ' αυτό το στάδιο επεμβαίνουν τα δικαστήρια μόνον στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει. Ειδικότερα δε κατά το εν λόγω στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 562 του νέου ΚΠοινΔ, κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ' άρθρο 549 του ίδιου κώδικα εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του (άρθρ. 562 εδ. α' ΚΠοινΔ), ενώ στα δικαστήρια και συγκεκριμένα στο δικαστήριο των Πλημμελειοδικών του τόπου, όπου εκτίεται η ποινή, απονέμεται μόνον η αρμοδιότητα να επιληφθεί του ανωτέρω θέματος σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος κατά της διάταξης του εισαγγελέα (άρθρ. 562 εδ. β' ΚΠοινΔ). Το Πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασμένου ή αμφιβολιών του Εισαγγελέα, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προέκυψαν μετά το αμετάκλητο αυτής κατά την εκτέλεσή της, ενδεικτικώς δε τέτοιες είναι οι αμφιβολίες ή αντιρρήσεις αναφορικά με: α) την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) τη διάρκεια της ποινής, εάν ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της (άρθρο 554 νέου ΚΠΔ), δ) την ύπαρξη λόγων που συνεπάγονται παύση της έκτισης ή εξάλειψη της ποινής, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β' ΚΠοινΔ) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α' νέου ΚΠΔ), αντιστοίχως, ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ. Για να είναι δε παραδεκτές οι αντιρρήσεις του καταδικασθέντος, που απευθύνονται αρχικώς στον Εισαγγελέα και μπορούν να εισαχθούν ακολούθως προς κρίση στο Πλημμελειοδικείο ως αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, πρέπει να μην προσκρούουν στο αμετάκλητο της εκτελούμενης καταδικαστικής απόφασης και να υποβληθούν ενόσω διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, να μην έχει δηλαδή καθ' ολοκληρία αποτιθεί η ποινή, που επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση, διότι μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης. Σύμφωνα με αυτά, δεν παρέχεται, βάσει των ως άνω διατάξεων του άρθρου 562 του νέου ΚΠοινΔ, δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής, που απαγγέλθηκε αμετακλήτως από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δικαστήριο μετά από έρευνα της κατηγορίας, ή δυνατότητα επανακαθορισμού της ποινής αυτής λόγω τυχόν ηπιότερης αντιμετώπισης του αξιοποίνου της πράξης, για την οποία επιβλήθηκε, καθόσον αυτό θα προσέκρουε στο άρθρο 2 ΠΚ και στο αμετάκλητο και θα οδηγούσε σε κατάλυση του δεδικασμένου. Ακριβώς δε επειδή οι αντιρρήσεις ή αμφιβολίες αφορούν αποκλειστικώς τυπικά ζητήματα σε σχέση με την έκτιση της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής, τα οποία πρέπει να επιλύονται ταχέως, προβλέφθηκε με το νέο άρθρο 562 ΚΠΔ κατ' αρχήν εξουσία του οριζόμενου στο άρθρο 549 του νέου ΚΠοινΔ Εισαγγελέα να αποφανθεί επ' αυτών (μη προβλεπόμενη από το προϊσχύσαν αντίστοιχο άρθρο 565 του παλαιού ΚΠοινΔ, κατά το οποίο απαιτείτο απευθείας προσφυγή στο Πλημμελειοδικείο) και δυνατότητα προσφυγής στο Πλημμελειοδικείο του τόπου της εκτέλεσης στη συνέχεια, εάν εκείνος διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα, που προκύπτει, ή, αν υφίστανται αντιρρήσεις του καταδικασμένου ως προς τη διάταξη του Εισαγγελέα, που κατ' αρχήν το επιλύει. Θα ήταν δε και δικονομικώς άτοπο να υποτεθεί ότι ανατέθηκε (μόνο) στον Εισαγγελέα και στη συνέχεια στο Πλημμελειοδικείο, το οποίο ενδεχομένως θα είναι κατώτερο δικαστήριο από αυτό που επέβαλε αμετακλήτως την ποινή, τυχόν επανακαθορισμός αυτής, ο οποίος θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υπέρβαση εξουσίας του Πλημμελειοδικείου σε περίπτωση παραδοχής τέτοιας φύσεως αντιρρήσεων. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη της 16ης-12-1966, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το νόμο 2462/1997, "1. Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν." Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αποσκοπούν, όπως καθίσταται σαφές από το περιεχόμενό τους, κατ' αρχήν στην εφαρμογή από τα συμβαλλόμενα κράτη της αρχής του "nullum crimen nulla poena sine lege" και δη τη μη ύπαρξη εγκλήματος και συνακόλουθα ποινής άνευ νόμου, που προβλέπει το αξιόποινο αδικήματος κατά το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό διαπράττεται (εδ.α'). Στο δεύτερο εδάφιο, που αποτελεί ουσιαστικά επεξηγηματική συμπλήρωση του πρώτου, προβλέπεται η μη αναδρομική εφαρμογή νόμων που προβλέπουν ποινές αυστηρότερες από τις ισχύουσες κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος (διότι σ' αυτή την περίπτωση η τυχόν αργότερα θεσπισθείσα βαρύτερη ποινή θα επιβαλλόταν ουσιαστικά "sine lege" υφισταμένου κατά το χρόνο διάπραξής του), ενώ με το τρίτο εδάφιο προβλέπεται η εφαρμογή του μεταγενέστερου της διάπραξης του εγκλήματος νόμου, ο οποίος προβλέπει επιβολή ηπιότερης ποινής. Στο τελευταίο εδάφιο δεν διαλαμβάνεται μεν ρητώς η προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης για την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, πλην όμως αυτό σαφώς αναφέρεται σε στάδιο, κατά το οποίο επιβάλλεται η ποινή και, επομένως, σε στάδιο της δικαστικής διαδρομής της κύριας δίκης επί της κατηγορίας, η οποία στη χώρα μας ολοκληρώνεται με το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης. Η διάταξη του τρίτου εδαφίου του ανωτέρω άρθρου του ΔΣΑΠΔ δεν αναφέρεται στο στάδιο έκτισης ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής της. Βάσει αυτής ουδόλως επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα κράτη αναπροσδιορισμός της ποινής, εάν ο νόμος καταστεί ηπιότερος μετά το πέρας της παραπάνω κύριας δικαστικής διαδρομής, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η επιβολή της ποινής από τα δικαστήρια, καθόσον αυτό θα προσέκρουε, κατά τα προεκτιθέμενα, και στη θεμελιώδη για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Παρόμοιο δε περιεχόμενο με το ως άνω άρθρο έχουν και το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας μας, σύμφωνα με το οποίο "έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης", καθώς και το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο "ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ' ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος". Κατά την ερμηνεία των Διεθνών Συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύεται και η χώρα μας, γίνεται μεν δεκτό ότι η καταδικαστική ποινική απόφαση εκτείνεται και στο στάδιο έκτισης της ποινής, αυτό όμως έχει την έννοια της εφαρμογής σε αυτό το στάδιο των όρων έκτισης της απαγγελθείσας από τα δικαστήρια ποινής, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επανεξέταση της απόφασης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε (βλ. σχετ. ΔΕΕ 21-9/2017, C-171/2016). Περαιτέρω και η θέση, ότι ο όρος "ελαφρύτερη ποινή" στο άρθρο 15 παρ. 1 εδ. γ' του ανωτέρω ΔΣΑΠΔ δεν καταλαμβάνει μόνον το πλαίσιο της ποινής αλλά πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να εμπίπτει σ' αυτό και ο τρόπος έκτισής της, αναφέρεται καταφανώς σε ευμενέστερες μεταβολές των εθνικών δικαίων ως προς τον τρόπο έκτισης συγκεκριμένων ποινών, που επιβλήθηκαν, και όχι σε μεταβολές της αμετακλήτως καθορισθείσας ποινής, ο τρόπος έκτισης της οποίας μπορεί να παρουσιάζει κατά τα εθνικά δίκαια ελαστικότητα και να υπόκειται σε μεταβολές σύμφωνα με σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας (με τις προβλέψεις της απόλυσης υπό τον όρο της ανάκλησης, κατ' άρθρ. 105Β ΠΚ, οπότε εκτίεται μέρος μόνο της ποινής και, εφόσον δεν χωρήσει ανάκληση ή άρση της απόλυσης, θεωρείται πως έχει εκτιθεί και το υπόλοιπό της, παρότι ο καταδικασμένος δεν κρατείται πλέον, ή της απόλυσης υπό τον όρο της κατ' οίκον έκτισης με ηλεκτρονική επιτήρηση, κατ' άρθρ. 110Α ΠΚ, ή του ευεργετικού υπολογισμού των ημερών εργασίας κλπ), οι δε καταδικασμένοι ασφαλώς επωφελούνται από τυχόν ευμενέστερες σχετικές διατάξεις, ακόμη και όταν αυτές θεσπίζονται μετά το αμετάκλητο. Αυτονόητο είναι επίσης, ότι ο τρόπος έκτισης ποινής επιβάλλεται να διαφοροποιείται κατά τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις των συμβαλλόμενων κρατών, ειδικώς στην περίπτωση παντελούς κατάργησης του γένους της ποινής, που είχε απαγγελθεί σύμφωνα με προϊσχύσασες διατάξεις (λ.χ. επί κατάργησης της θανατικής ποινής). Συνεπώς, η (αντίθετη προς την ανωτέρω) άποψη περί εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης στην περίπτωση, κατά την οποία μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αρχίζει να ισχύει νέος νόμος που δεν καταργεί το αξιόποινο, αλλά καθιστά αυτό ηπιότερο (απλώς επιεικέστερος νόμος), δεν είναι δυνατό να θεμελιωθεί στην ως άνω διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. γ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου και, έτσι, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο …., ήδη κρατούμενος στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Τύπου …., καταδικάσθηκε με τη 2464/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι εννέα (29) ετών, με καθορισθείσα εκτιτέα ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε (25) ετών, για τις αξιόποινες πράξεις της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και της εκβίασης κατά συναυτουργία κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή (6 πράξεις εκβίασης) κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η απόφαση αυτή είχε καταστεί αμετάκλητη πριν από την 30η-6-2019, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με μεταβατική διάταξη του άρθρου 460 αυτού, από 1-7-2019. Με την από 7-10-
2019 αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ο ανωτέρω καταδικασμένος, ενόσω διαρκεί η έκτιση της ποινής του, προέβαλε, κατ' άρθρο 562 εδ. α' ΚΠΔ, αντιρρήσεις ως προς το ύψος της συνολικής εκτιτέας ποινής κάθειρξης, που του επιβλήθηκε, αιτούμενος τον επανακαθορισμό της συνολικής εκτιτέας ποινής του σε είκοσι έτη κάθειρξης, κατ' εφαρμογή της νεότερης επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. γ' του νέου ΠΚ, η οποία άρχισε να ισχύει μετά το αμετάκλητο της εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης και η οποία καθορίζει επί συρροής εγκλημάτων ως ανώτατο εκτιτέο όριο της ποινής κάθειρξης τα είκοσι έτη. Επί αυτής της αιτήσεώς του εκδόθηκε η 17599/24-10-2019 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που απέρριψε τις αντιρρήσεις του. Κατά της διάταξης αυτής άσκησε ο κρατούμενος τις από 4-12-2019, κατ' άρθρ. 562 εδ. β' ΚΠΔ, αντιρρήσεις (με την με αριθμό …./09- 12-2019 αίτησή του), ζητώντας να επιληφθεί του αιτήματός του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, ως Δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής. Το Δικαστήριο αυτό, με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθ. 218/2020, απόφασή του, απέρριψε τις από 4-
12-2019 αντιρρήσεις του καταδικασθέντος, δεχόμενο, μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, τα ακόλουθα: "... Από την αποδεικτική διαδικασία και δη από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο αιτών-καταδικασθείς στο ακροατήριο, προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο αιτών κρατείται στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Τύπου …, δυνάμει της υπ' αριθμ. 2464/2019 (ενν. ../2017) απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι εννέα (29) ετών με εκτιτέα τα είκοσι πέντε (25) έτη για τις πράξεις της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, εκβίασης κατά συναυτουργία, κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η ως άνω εκτιόμενη ποινή των είκοσι πέντε (25) ετών έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη πριν από τις 30.6.2019. Κατόπιν τούτων, δεδομένου του ότι απώτερο χρονικό σημείο της εφαρμογής της ευμενέστερης διάταξης νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νέου Ποινικού Κώδικα, είναι η αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, πρέπει οι αντιρρήσεις του καταδικασθέντος να απορριφθούν". Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Κέρκυρας με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη 218/2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας "... κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 και 94 ΠΚ, δέχθηκε ότι δεν είναι νόμιμος ο επανακαθορισμός της συνολικής εκτιτέας ποινής της υπ' αριθ. 2464/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών στα είκοσι (20) έτη, αντί των είκοσι πέντε (25) ετών, επειδή - σύμφωνα με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης - τούτο προσκρούει στο αμετάκλητο της εν λόγω απόφασης, παραδοχή όμως εσφαλμένη καθόσον σύμφωνα με το περιεχόμενο της υπ' αριθ. 8/2019 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στην προκειμένη περίπτωση ο καταδικασθείς (παρά το αμετάκλητο της απόφασης) ωφελείται σύμφωνα με την υπερνομοθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 παρ.1 Συντ., διάταξη του άρθ. 15 παρ. 1 εδ. γ' του ν. 2462/1997 (Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα) κατά την οποία "...δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή διάπραξης του αδικήματος. Εάν μετά την διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται απ' αυτήν", η οποία δεν θέτει ως προϋπόθεση το μη αμετάκλητο της καταδίκης (σχετ. Διάταξη ΕισΕφΔωδεκανήσου 129/2019 και Διάταξη ΕισΕφΘράκης 84/2019)... ". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 2 και 94 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, η ευμενέστερη, για τον αιτούντα-αντιλέγοντα, διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ισχύοντος από την 1η-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα, με την οποία μειώθηκαν τα ανώτατα όρια της εκτιτέας συνολικής ποινής από είκοσι πέντε (25) σε είκοσι (20) έτη στην περίπτωση της (πρόσκαιρης) κάθειρξης, δεν εφαρμόζεται, διότι η διάταξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά την αμετάκλητη εκδίκαση των πράξεών του, οπότε δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2 παρ.1 του ισχύοντος Π.Κ., ενώ δεν μπορεί να χωρήσει εν προκειμένω αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν υφίσταται οποιαδήποτε ασάφεια ούτε νομοθετικό κενό σχετικά με το κρινόμενο ζήτημα. Κατά συνέπεια, ο ως άνω μοναδικός λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κέρκυρας είναι αβάσιμος. Ενόψει δε του ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης στο Δικαστήριο της ουσίας, κατ'άρθρο 519 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα στις 10-3-2020 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κέρκυρας για αναίρεση της 218/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ασκηθείσα στις 10-3-2020 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κέρκυρας για αναίρεση της 218/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας.
Ετικέτες

Προς τον Κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών΄......

Δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής  για υποστήριξη της κατηγορίας

ΤΟΥ: .....

ΚΑΤΑ

......

Καρδίτσα  ....

Την ... και ώρα ....πρωινή, ο εγκαλούμενος με αφορμή την παρατήρηση μου να μετακινήσει το φορτηγό του που είχε σταθμευμένο επι αγροτικού δρόμου σε αγροτική περιοχή στην ...., διότι ήταν αδύνατη η διέλευσή μου με το αγροτικό μου μηχάνημα (καρούλι) προκειμένου να εκτελέσω αγροτικές εργασίες στα παρακείμενα κτήματά μου, με δόλο και με προφανή σκοπό να με θανατώσει, μου επιτέθηκε αιφνίδια και με σφοδρότητα και συγκεκριμένα με μία ξύλινη μήκους 1,5 μέτρων περίπου χοντρή ράβδο (μαγκούρα) την οποία έφερε μαζί του, μου κατάφερε σφοδρότατα επανειλημμένα χτυπήματα στην περιοχή του κεφαλιού αλλά και του σώματος και δη αρχικά επιδιώκοντας να με θανατώσει με σφοδρό και ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι στο οποίο στόχευε, μου κατάφερε τελικά σφοδρότατο χτύπημα στην αριστερή πλάγια τραχηλική χώρα, καθόσον κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή έστριψα όσο μπορούσα τον κορμό και το κεφάλι μου για να αποφύγω το άμεσο θανατηφόρο χτύπημα, με αποτέλεσμα την σφοδρότατη τρώση στο ανωτέρω σημείο. Αμέσως δε μετά και ενόσω ήμουν ζαλισμένος εκ του χτυπήματος και χωρίς περιθώριο αντίδρασης μου κατάφερε με το ίδιο αμβλύ όργανο και άλλα τρία σφοδρότατα χτυπήματα δηλ. ένα στην πλάτη στο ύψος της 7ης αριστερής πλευράς (παρασπονδυλικά οπισθίως) και ένα ακόμη άνωθεν της αριστερής λαγονίας ακρολοφίας (πλάγια αριστερά πάνω από την μέση) και ένα ακόμη στην δεξιά ωμοπλάτη (βλ. κατωτέρω φωτογραφίες) και έτσι μου προκάλεσε σοβαρότατους τραυματισμούς στα πληγέντα μέρη δηλ. αιματώματα, οιδήματα και εκχυμώσεις εκ των οποίων δοκίμασα αφόρητο πόνο και για τα οποία μετέβην στο Νοσοκομείο ....όπου και διαπιστώθηκαν αυτά και μου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες.

Καθ` όλη την διάρκεια δε που επιχειρούσε τα ανωτέρω θανατηφόρα πλήγματά του, φώναζε προς εμένα και την σύζυγο μου .... που ήταν παρούσα στο συμβάν καθόσον πηγαίναμε μαζί για τις αγροτικές μας εργασίες, «θα σας κάψω ζωντανούς, θα σας κάψω το καρούλι, θα πεθάνετε, δεν βγαίνεις ζωντανός από εδώ» με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθώ για την ζωή μου και για την ζωή της συζύγου μου, αφού ήταν ήδη φανερό ότι αντικειμενικά ήταν σε θέση και είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τις απειλές του καθόσον άλλωστε ήδη δεχόμουν σφοδρότατα και επανειλημμένα χτυπήματα με επικίνδυνο όργανο σε ευαίσθητα σημεία του σώματος του που μπορούσαν να προκαλέσουν θάνατο.

 Το συμβάν της ανωτέρω επίθεσής του έληξε διότι προσέτρεξε στο σημείο ο ....., ο οποίος τυχαία έρχονταν προς το σημείο και εμπόδισε αυτόν να συνεχίσει τα σφοδρά χτυπήματά του.

Σημειώνεται ότι και στο παρελθόν είχα παρατηρήσει αυτόν για τον ίδιο λόγο, δηλ. διότι εσκεμμένα στάθμευε το φορτηγό όχημά του στην ανωτέρω αγροτική οδό κατά τρόπο ώστε να είναι αδύνατη η διέλευσή μου με τα αγροτικά μηχανήματά μου, πάρα το ότι είχε την δυνατότητα να το σταθμεύει σε παρακείμενη αποθήκη του και πάντοτε αρνούνταν.

 Για όλες τις ανωτέρω εγκληματικές του πράξεις και εγκλήματα υπέβαλα άμεσα έγκληση εναντίον του στο ΑΤ....., ο εγκαλούμενος συνελήφθη με την αυτόφωρη διαδικασία, αφέθηκε ελεύθερος μετά από προφορική εντολή του κ. Εισαγγελέα και σχηματίστηκε εναντίον του η με ΑΒΜ ..... ποινική δικογραφία 

Επειδή συνεπώς ο εγκαλούμενος τέλεσε εναντίον μου το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας (299 ΠΚ) καθόσον, επιφέροντας με τα ανωτέρω μέσα και τρόπο τα ως άνω καίρια και σφοδρά χτυπήματα εναντίον μου, είχε δόλο και θέληση να μου αφαιρέσει την ζωή, οι δε ενέργειές του οπωσδήποτε συνιστούν αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος (42ΠΚ), δεν επιτεύχθηκε όμως ο σκοπός τους χάριν της γερής σωματικής μου κράσης και μόνο (ΑΠ 626/86 ΠΧ ΛΣΤ 706).

Ειδικότερα, ενυπάρχει και διαγιγνώσκεται ο ανθρωποκτόνος   δόλος του (αντικειμενικοποιείται) στις ανωτέρω πράξεις του από τον τρόπο που ενήργησε, από τα μέσα που χρησιμοποίησε, τα μέρη του σώματος μου που κατηύθυνε τα ισχυρότατα χτυπήματά του, την ένταση των χτυπημάτων και ειδικότερα από τα εξής αντικειμενικά στοιχεία:

        Προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών …………

                ( Δια του κ. Εισαγγελέως Πλημ/κών ……….)

ΑΙΤΗΣΗ για απόδοση κατασχεθέντος οχήματος-ΠΡΟΣΦΥΓΗ

………… του ………….  και της ……………, ………. υπήκοος γεννηθείς την ……….. στη ……….. κάτοικος ……… στη διεύθυνση ………….., με αρ. διαβατηρίου  ……….

         Καρδίτσα 14-7-2021

         Με την παρούσα ζητώ να μου αποδοθεί το παρακάτω όχημά μου ΙΧΕ που κατασχέθηκε αδικαιολόγητα και μη νόμιμα  και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να βρίσκονται στα χέρια των διωκτικών αρχών,  γιατί ήδη έχει κριθεί από το κατωτέρω δικαιοδοτικό όργανο της Ιταλίας ότι μου ανήκει, ότι είμαι ο αληθής μόνος και πραγματικός ιδιοκτήτης του, διατάχθηκε η ανάκληση της κατάσχεσής του και η επιστροφή του σε εμένα τον ιδιοκτήτη και η διαγραφή του από τον κατάλογο αναζήτησης Σέγκεν και επιπλέον διατάχθηκε η εκτέλεση αυτής της απόφασης η οποία παράγει Ευρωπαϊκό δεδικασμένο και εκτελεστότητα και δεσμεύει και την Ελλάδα και τις διωκτικές Αρχές της ως μέλος της ΕΕ, οι οποίες συνεπώς οφείλουν την απόδοσή του. Σε κάθε δε περίπτωση ζητώ να αρθεί η επιβληθείσα κατάσχεση (Νέος ΚΠΔ 269.3) γιατί συντρέχουν όλες οι δικονομικές, νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις προς τούτο (68,76ΚΠΔ) αλλά και γιατί απαραδέκτως ασκήθηκε η ποινική δίωξη εναντίον μου αφού δεν υπάρχει καμία έγκληση για το αδίκημα που κατηγορούμαι και συνεπώς είναι άκυρη και η πράξη της κατάσχεσης και η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον μου, άλλως να οριστώ μεσεγγυούχος σ` αυτό. Ειδικότερα:

         Είμαι …………. υπήκοος, πλην όμως Έλληνας ομογενής διαθέτων το με αρ. ……… Ειδικό δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς του ΤΑ ……….  Κατοικώ με την οικογένειά μου (σύζυγος και δύο τέκνα) στην άνω δ/νση της …………., πλήν όμως εργάζομαι και δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά στην Ελλάδα άνω της 20ετίας. Συγκεκριμένα ασχολούμαι με εμπόριο υποδημάτων και ενδυμάτων, υποβάλλω για την δραστηριότητά μου αυτή φορολογική δήλωση στην Ελλάδα, έχω λάβει Ελληνικό ΑΦΜ (………/Δ.Ο.Υ ………) και ΑΜΚΑ (………..) και διαμένω στην Ελλάδα επι της οδού ……….. στην ………….

         Με την από ……………… έκθεση κατάσχεσης των οργάνων του τελωνίου ………., …………., τελωνειακού ΤΕ/Α και ………. τελωνειακού ΤΕ/Β υπαλλήλων, κατασχέθηκε το όχημά μου ιδιοκτησίας μου ΙΧΕ με αρ. κυκλ. ……………. αλβανικών αρχών πινακίδων κυκλοφορίας, με αρ. αδείας κυκλοφορίας ………. αρχών  …………, μάρκας ………….., με αριθμό πλαισίου επί του οχήματος ……………, χρώματος μαύρου το οποίο σύμφωνα με αυτή ευρίσκεται ακινητοποιημένο μέχρι και σήμερα στο χώρο του τελωνείου ………. και με την αιτιολογία ότι αυτό καταζητείται στο σύστημα SCHENGEN με αριθμό ταυτότητας ……….. ενώ η αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος τιμωρείται κατά το Ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 394ΠΚ.

         Συγκεκριμένα την ανωτέρω ημερομηνία και ώρα 10.15 ελέγχθηκα εισερχόμενος στην Ελλάδα με το άνω όχημά μου και παρά το ότι κατέχω άπαντα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την νομιμότητα της αγοράς, ιδιοκτησίας και κατοχής μου, όπως κατωτέρω αυτά παρουσιάζονται και προσκομίζω και με την παρούσα, αυτό κατασχέθηκε, αφαιρέθηκε και παραμένει στον ανωτέρω χώρο μέχρι και σήμερα αφού δεν εκποιήθηκε ακόμη, ενώ εγώ συνελήφθην και αφέθηκα ελεύθερος.

         Σχηματίστηκε η με ΑΒΜ ………. ποινική δικογραφία εις βάρος μου από τον κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών ………. Κατά πληροφορίες μου (με δικηγόρο που διόρισα για τον σχετικό έλεγχο), κατηγορούμαι για το αδίκημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (ΠΚ 394.1α) εις βάρος της ιδιοκτήτριας τάχα του οχήματος Ιταλικής εταιρείας «………» και έχει οριστεί δικάσιμος για την εκδίκασή της στο ΜΠλμ……… την ……….

         Ωστόσο κανένα κλητήριο θέσπισμα δεν μου έχει επιδοθεί μέχρι σήμερα. Δηλ. η ποινική μου ανωτέρω υπόθεση ευρίσκεται στο στάδιο πριν την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος.

         Το αυτοκίνητο αυτό το αγόρασα από τον ………  με το από ……… συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβ/φου ………. και σ` αυτό ο πωλητής εγγυήθηκε την ανυπαρξία νομικών ελαττωμάτων, ενώ την ……. εκδόθηκε και η νόμιμη άδεια κυκλοφορίας των ……. αρχών στο όνομά μου με τα πλήρη στοιχεία του οχήματος.

         Η συναλλαγή έγινε αφού πρώτα εκδόθηκε η σχετική με αρ. πρωτ. ……….. βεβαίωση του Υπουργείου Μεταφορών και υποδομών της …….. ότι ο πωλητής μου δεν είχε υποχρεώσεις σχετικά με το όχημα (πρόστιμα κλπ) και δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση από τα αρμόδια όργανα του Κράτους ή το νόμο και επετράπη έτσι η συνέχιση των διαδικασιών πώλησης σε μένα.

         Ο πωλητής μου ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης του οχήματος γιατί στο όνομά του είχε εκδοθεί από τις ίδιες ανωτέρω αρχές το «Πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του οδικού οχήματος» αλλά και η άδεια κυκλοφορίας αυτού με ημερομηνία έκδοσης της 2-9-2016 (καρτέλα με αρ. ……….) καθόσον για την απόκτησή του εκδόθηκε το με αρ. ………..φορολογικό τιμολόγιο στο όνομά του όπως προκύπτει από την σχετική βεβαίωση της Γενικής Δ/νσης Υπηρεσιών Οδικών Μεταφορών ………..  Σημειώνεται ότι αντίστοιχο φορολογικό τιμολόγιο με αρ. ………, εκδόθηκε και για την μεταβίβαση σε εμένα όπως προκύπτει από την αντίστοιχη βεβαίωση της ίδιας Υπηρεσίας, ενώ πληρώθηκαν και για τα δύο οι νόμιμες επιβαρύνσεις ΦΠΑ.

         Για την μεταβίβαση του οχήματος και στις δύο περιπτώσεις, δηλ. τόσο στον δικαιοπάροχό μου, όσο και σε εμένα, έγινε και φυσικός έλεγχος του οχήματος από την Γενική Δ/νση Υπηρεσιών Οδικών Μεταφορών της ………. και προς τούτο εκδόθηκαν αντίστοιχα τα με αρ. ……… και ……….  Πιστοποιητικά Φυσικού Ελέγχου.

         Το ανωτέρω όχημα εισήγε ο δικαιοπάροχός μου από την Ιταλία από την νόμιμη ιδιοκτήτρια, όπως προκύπτει από τον φάκελο του οχήματος στην ανωτέρω Γενική Δ/νση. Συγκεκριμένα από την με αρ…….. άδεια κυκλοφορίας αυτού της Ιταλικής Δημοκρατίας, προκύπτει ότι η ιδιοκτήτρια του οχήματος ήταν η εταιρεία  ……… με δ/νση ……… (πόλη ………). Την άδεια αυτή συνοδεύει η από …….. βεβαίωση της Γενικής Δ/νσης Εγκληματικής Αστυνομίας του Υπουργείου Εσωτερικών, εκδοθείσα για το σύστημα πληροφορικής Interforze ότι ελεγχόμενο το όχημα με τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου από ……… έως ……….., δηλ. λίγο πριν την απόκτηση από τον δικαιοπάροχο μου «δεν εμφανίζεται στο αρχείο κλεμμένων οχημάτων. Αναζήτηση υπ` αριθμό ………»

         Επίσης από το με συνοδεύον αυτήν με αρ. ………. πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του Δημοσίου μητρώου αυτοκινήτων του Επαρχιακού Γραφείου της ……….,  προκύπτει ότι από ……… το όχημα ανήκε πράγματι στην ανωτέρω εταιρεία η οποία μάλιστα με σχετική επισυναπτόμενη επιστολή της προς τον δικαιοπάροχό μου τον ενημερώνει για τα στοιχεία το οχήματος και την αξία του.

         Επίσης  από το φάκελο του οχήματος (τον οποίο ζήτησα με αίτησή μου), προκύπτει ότι το όχημα εισήχθη νόμιμα την ………. στην ………. ως μεταχειρισμένο όχημα με τα ίδια ακριβώς στοιχεία και χαρακτηριστικά με αποστολέα την ανωτέρω ιδιοκτήτρια εταιρεία και παραλήπτη τον δικαιοπάροχο πωλητή μου ……... Ο εκτελωνισμός του έγινε την …….. με αρ. Τελωνειακής αναφοράς …….. επίσης στο όνομα του ανωτέρω δικαιοπαρόχου μου, οπότε και από το σχετικό τελωνειακό γραφείο του ………. εξεδόθη η σχετική «Διαταγή απελευθέρωσης» αυτού με παραλαβόντα επίσης τον ανωτέρω δικαιοπάροχό μου.

         Άπαντα τα ανωτέρω έγγραφα στοιχεία ζήτησα και έλαβα επίσημα μετά από σχετική μου αίτηση προς την ανωτέρω Γενική Δ/νση Υπηρεσιών Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Υποδομών Και Ενέργειας της  ……… όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. ………. έγγραφό του και προσκομίζω επισήμως μεταφρασμένα από το πρωτότυπο τους το οποίο επισυνάπτεται.

         Προκύπτει δηλ. ότι το όχημα αυτό ποτέ δεν ήταν κλεμμένο, ή σχετιζόμενο με κάποιο αδίκημα, αλλά νόμιμα εισαχθέν και εν συνεχεία πωληθέν κλπ.

           Με τα ανωτέρω στοιχεία στα χέρια μου, απευθύνθηκα με δικηγόρο στην Εισαγγελία του Δικαστηρίου του ΚΟΜΟ (COMO) Ιταλίας όπου και είχε ήδη σχηματιστεί ποινική δικογραφία «σχετικά με μία σειρά από οχήματα αντικείμενο απόσπασης εις βάρος του διαχειριστή πτώχευσης της  «Formula 1Gomme   ε.π.ε» και ήδη είχε ασκηθεί δίωξη εναντίον διαφόρων προσώπων «για το έγκλημα της χρεοκοπίας σε σχέση με την αποτυχία» της ανωτέρω ε.π.ε

         Σε σχέση λοιπόν με αυτό το αδίκημα και στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας-προκαταρκτικές έρευνες με βάση διάταγμα από …….. του κ. Δικαστή του Δικαστηρίου του Κόμο, είχε κατασχεθεί και το ανωτέρω όχημά μου, του οποίου ζήτησα την επιστροφή σε εμένα ως νόμιμος ιδιοκτήτης του ο οποίος φυσικά δεν τέλεσα και δεν μετείχα σε κανένα έγκλημα χρεοκοπίας της άνω εταιρείας.

         Με την με αρ. Γενικού Μητρώου ……. απόφαση της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του Κόμο (Εισαγγελέας …….) Διατάχθηκε « η ανάκληση της κατάσχεσης του οχήματος ……… με σασί ……… και ιταλική πινακίδα ……… και την επιστροφή του στον τρέχοντα ιδιοκτήτη …….. μετά την ακύρωση της συμπερίληψής του στο σύστημα Σέγκεν»  καθόσον έγινε δεκτό «ότι ο διαχειριστής θύματος πτώχευσης ανακοίνωσε ότι θεωρεί την επιστροφή του οχήματος μη οικονομική και ότι, ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρεται, ότι σε κάθε περίπτωση με βάση τα αποκτηθέντα έγγραφα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο τρέχων ιδιοκτήτης του οχήματος το αγόρασε καλόπιστα, ότι οι προϋποθέσεις  που οδήγησαν στην θέσπιση του πραγματικού προληπτικού μέτρου δεν εμφανίζονται πλέον». Μετά δε ταύτα παραγγέλθηκε η εκτέλεση αυτής καθόσον παρα πόδα αυτής ορίστηκε ότι « Πληρεξούσιος για την εκτέλεση, οι αξιβματικοί της Δικαστικής Αστυνομίας της Οικονομικής ή Δημοσιονομικής Αστυνομικής Μονάδας της Οικονομικής Αστυνομίας (Guardia di Finanza) του Κόμο (Como). Αποστέλλεται στην Γραμματεία για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων. Κόμο ….. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ. Υπογραφή

         Την απόφαση αυτή με την οποία ανακλήθηκε η προληπτική κατάσχεση του οχήματός μου, επέδωσε στον δικηγόρο μου το αρμόδιο όργανο της Οικονομικής Αστυνομίας του Κόμο την 22-4-2021

         Παράλληλα με τις ανωτέρω διαδικασίες στην Ιταλία, αιτήθηκα δια του κ. Εισαγγελέως …….. από το Συμβούλιο Πλημ/κών …….. την άρση της επιβληθείσης κατάσχεσης και την απόδοση αυτού σε μένα, άλλως και επικουρικά την αλλαγή μεσεγγυούχου και τον ορισμό μου ως τέτοιου.

         Με το με αρ. …… Βούλευμα, απερρίφθη η αίτησή μου γιατί έγινε δεκτό ότι τάχα ιδιοκτήτρια του οχήματος ήταν η ….. και κατά το επικουρικό σκέλος ότι δεν συντρέχει κίνδυνος φθοράς του.

         Ωστόσο όπως είναι φανερό ότι για την ανωτέρω εξενεχθείσα κρίση δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν μπορούσαν φυσικά να ληφθούν υπόψη τα ανωτέρω καταλυτικά που συνέβησαν-αποκαλύφθηκαν αργότερα ήτοι ότι ήδη με απόφαση του ανωτέρω δικαιοδοτικού οργάνου του Κόμο, κρίθηκε ότι είμαι ο τρέχων καλόπιστος ιδιοκτήτης του οχήματος και ότι ως εκ τούτου διατάχθηκε η απόδοσή του σε εμένα , ότι καμία αξίωση δεν προβάλλει η άνω εταιρεία σχετικά με την κυριότητα του οχήματος και ότι ακυρώθηκε η συμπερίληψή του στο σύστημα Σέγκεν και δεν αναζητείται πλέον ως σχετιζόμενο με οποιοδήποτε αδίκημα και επιπλέον διατάχθηκε η εκτέλεση της άνω απόφασης από την Αστυνομία της Ιταλίας, Χώρας του Σέγκεν

         Αν όλα αυτά τα γνώριζε το Συμβούλιο, είναι φανερό ότι η κρίση του θα ήταν ακριβώς η αντίθετη δηλ. θα ήρε την κατάσχεση και θα απέδιδε το όχημα σε μένα.

         Στην προκείμενη περίπτωση είναι απολύτως βέβαιο ότι καμία δυσχέρεια στην εξακρίβωση της αλήθειας δεν θα προκληθεί από την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση σε μένα, αφού....

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013