Χ, χ

- χαίρω. Γερμ. gern(e) (ευχαρίστως)
- χαρακτήρας < χαράσσω. Λατ. character. Γερμ. Charakter
- χάρτης → Λατ. charta. Ιταλ. carta. Γερμ. Karte. Αγγ. card
- ghen/ghei/gheu (κενός, χάσκω) → χάσκω, χάσμα, αχανής, χάος, χάνω. Λατ. chaos. Γερμ. Chaos
- gheim (χειμώνας, παγετός, χιόνι) → χειμερινός, χειμώνας, χιόνι, χειμάζω, χίμαιρα. Λατ. hiems, hibernus (χειμερινός). Γαλλ. hiver. Ιταλ. inverno. Τοπων. Ιμαλάια (himalayah)
- ghew (ραντίζω, χύνω) → χέω (χύνω), χους, χοάνη, χωνί, χυτός, χύνω, χυμός, χυδαίος, χώμα. Λατ. fundere. Γαλλ. fondre (λειώνω, χύνω). Γερμ. Gießen (χύνω). Γερμ. Gott (Θεός) < αρχ. Γερμ. Gudam < ghu-tom (χυ-τον) < χυτή γαία : τύμβος αφιερωμένος στο Θεό
- χημεία → Λατ. chimia, chymia. Γαλλ. chimie. Γερμ. Chemie
- ghan-s (χήνα, κύκνος) → Λατ. (h) anser. Ισπ. ansar. Γερμ. Gans. Αγγ. goose
- (dh) ghom (γή, έδαφος, χώμα) → χθών, χαμηλός, χάμω, χθόνιος, αυτόχθων, χθαμαλός. Λατ. homo-inis (άνθρωπος). Γαλλ. homme. Ιταλ. uomo. Λατ. humus (χώμα) → humilis (χαμηλός). Γαλλ. humble. Ιταλ. umile
- ghel (πράσινος, κίτρινος, λαμπρός) → χολή, χλόη, χλωρός. Γερμ. Gelo. Αγγ. yellow. Γερμ. Gold. Αγγ. gold (χρυσός)
- χορδή. Γερμ. Garn (κλωστή). Αγγ. yarn
- χόρτος (αρχ. περιφραγμένος χώρος για βοσκή) → χόρτο, χορτάρι. Λατ. hortus (κήπος). Ιταλ. orto. Γερμ. Garten. Γαλλ. jardin. Ιταλ. giardino

Ρ, ρ

- srew (ρέω, κυλώ) → ρέω, ροή, ρευστός, ρεύμα, ρύσις, ρυάκι, ρυθμός, Στρυμόνας. Γερμ. Strom (ρεύμα ποταμού). Αγγ. stream. Λατ. rhythmus (ρυθμός)
- wera (λέγω, μιλώ) → ρήμα, ρητός, ρήσις, ρήτωρ, ρήτρα. Λατ. verbum (λόγος, ρήμα). Γαλλ. verbe. Γερμ.Wort. Αγγ. word (λόγος-λέξη)
- ρίγος → Λατ. frigus (ρίγος, ψύχος). Ισπ. frio. Ιταλ. freddo
- ρίζα → Λατ. radix-icis. Γερμ. Wurz. Ισπ. raiz
- Λατ. rota (τροχός, ρόδα) → Γαλλ. rouler. Ιταλ. rollare (ρολάρω) → ρολό, ρόλος, ροτόντα, ρότορας, ροταριανός, ρόδα, ρουλεμάν, ρουλέτα
- Λατ. rubeus (κόκκινος) → Γαλλ. rouge. Ιταλ. rubini (ρουμπίνι)
- Αρχ. ρόδον → Λατ. rosa, russ(e)us (κοκκινωπός, ξανθός)
- Λατ. rumpo (διασπώ, διανάγω) → Γαλλ. route (οδός). Ιταλ. rotta (πορεία πλοίου), ρουτίνα

Π, π

- pag/pak (στερεώνω, δένω, σταθεροποιώ) → πάγος, πήζω, παγωτό, παγίδα, πάγιος, πάχνη, άπαξ, πάσσαλος, πηγή, πακτώνω. Λατ. pango (στερεώνω) → pactum (συνθήκη-σταθερή συμφωνία) → com-pactus (συμπαγής) → Γαλλ. paix. Ιταλ. pace. Αγγ. peace. Λατ. pagina (σταθερή κληματαριά) → Αγγ. page
- πάσχω < πάθος → passion
- pau (μικρός, λίγος) → παιδί → παίζω → παίγνιο, πώλος (πουλάρι). Λατ. pullus (μικρό ζώο) → πουλί. Γερμ. Fohlen. Αγγ. foal
- pela (ευρύς, πλατύς – επίπεδος) → παλάμη, πλάκα, πέλαγος. Λατ. palma (παλάμη). Γαλλ. paume. Ισπ. palma. Αγγ. palm
- πανικός, πανίδα < θεωνύμιο Πάν-νός (αρκαδικός ποιμενικός θεός) → Αγγ. panic. Γερμ. Panik
- παραβολή → Λατ. parabolaro → Ιταλ. parlare (παρλάρω, ομιλώ)
- Λατ. passus (βήμα) → Ιταλ. passare (περνώ) → πάσο. Γαλλ. passé, Αγγ. pass. Επίσης πασαρέλα
- Λατ. panis (ψωμί) → υποκ. pastillus (μικρό στρογγυλό ψωμάκι) → Ελλ. παστέλι. Γαλλ. pastille, Ιταλ. pastiglia
- Αρχ. παστός – πάστα. Ιταλ. pasta. Γαλλ. paté
- pater (πατέρας) → πατέρας, πατρίδα, πάτριος. Λατ. pater. Γερμ. Vater
- ped (πόδι) → πέδη, πεδίο, πεδιάδα, πεζός, πηδάλιο, πηδώ, πόδι. Λατ. pes-dis. Γαλλ. pied. Ιταλ. piede, Γερμ. Fuß, Αγγ. foot
- bhendh (δένω, συνδέω) → πεθερός. Γερμ. Binden (δένω). Αγγ. bind
- bheidh (πείθω, εμπιστεύομαι) → πείθω, πείσμα, πίστη. Λατ. fido (πείθω, εμπιστέυομαι). Γαλλ. fier. Ιταλ. fidare. Αγγ. faith
- per (ρίζα δηλωτική κατεύθυνσης σε πολλές Ι.Ε γλώσσες) → πέρα, περνώ, περί, προ, πριν, προς, πέρας, πόρος, πρίσμα, πείρα, περαιώνω, πόρνη, πορθμός, πειρατής, περόνη, πράττω, πρέπει, πριόνι, πειρώμαι (αποπειρώμαι), πορεία, πορεύομαι. Λατ. per. Γερμ. Ver. Αγγ. for
- pela¹ (πλατύς, επίπεδος) → πέλαγος, παλάμη, πλατύς, πλάτη, πλάκα, πλάγιος, πλάσσω, πλήττω, πλευρό, πλάσμα, πλήκτρο, πληγή, πλανήτης, πλαταμών (πλατύς βράχος), Πλάτων, πλαταιές. Λατ. palma (παλάμη). Γαλλ. paume. Αγγ. palm. Λατ. planus (επίπεδος, ομαλός). Γαλλ. plain. Λατ. plattus (πλατύς) → πιάτο. Ιταλ. piatto. πλατεία → Λατ. platea → Ιτ. piazza. Γερμ. Flach. Αγγ. flat
- pela² (ωθώ, προσκρούω) → πελάζω (πλησιάζω), πλησίον, πελάτης, έπιπλο, πάλλω, παλμός, πόλεμος. Λατ. pello (ωθώ, κινώ) Γαλλ. apeller. Λατ. pulso, μτχ. pulsus (χτυπώ, κρούω). Γαλλ. pousser. Αγγ. push, pulse. Ιταλ. polso
- pela³ (γεμίζω, πληρώ) → πλέον, ιπιό, πολύς, πλήθος, πλήρης, πλημμύρα, πλείστος, πλέον, πλειάδες (αστερισμός). Λατ. plenus (γεμάτος). Γαλλ. plein. Ιταλ. pieno. Γερμ. Voll, Αγγ. full
- pel (τυλίγω, καλύπτω) → πέλμα. Λατ. pellis (δέμα). Γαλλ. peau. Ιταλ. pelle. Γερμ. Fell
- πέος → Λατ. penis (πέος, ουρά), peniculus (ουρίτσα) → Αγγ. pencil (μολύβι), penicillin (πενικιλίνη)
- perd (πέρδομαι) → πέρδομαι, πορδή, πέρδικα. Γερμ. Farzen. Αγγ. fart
- Λατ. cadere (πίπτω, πέφτω) → casus (περίπτωση). Ιταλ. caso. Αγγ. case. Ελλ. περί-πτωση (περι+πίπτω), περι-πέτεια (περί+πίπτω)
- peta (ανοίγω, εκτείνω) → πετάννυμι (απλώνω, εκτείνω), πτηνό, πτώση, πίπτω, πετώ, πετεινός, πτήση, ποταμός, πέφτω, φτερό, πέταλο. Λατ. pateo (απλώνω), spatium (διάστημα, χώρος). Γαλλ. espace. Αγγ. space. Λατ. penna (φτερό). Γερμ. Feder (φτερό). Αγγ. feather
- πεύκο → Γερμ. Fichte
- po(i) (πίνω) → πίνω, πόση, ποτό, πότης, ποτήρι, άμπωτη. Λατ. bibo (πίνω). Γαλλ. boire. Λατ. potio (ποτό) → Γαλλ. poison
- piq (πίσσα) → πίσσα & πίττα. Λατ. pix-cis. Γαλλ. poix. Ιταλ. pece. Γερμ. Pech. Αγγ. pitch πίτσα < αρχ. πίττα
- pel (διπλώνω, πτυχώνω) → πλέκω, πλοκή, πλέξη, πλέγμα, πλοκάμι, πέλος, πλεκτάνη. Λατ. ex-plico (ξεμπλέκω), im-plico (εμπλέκω). Γαλλ. expliquer. Γερμ. Flechten (διπλώνω). Αγγ. fold
- pleu (πλέω, ρέω – κολυμπώ) → πλέω, πλένω, πλοίο, πλούτος, πνεύμονας, πλωτός. Λατ. pluere (βρέχω). Γαλλ. pleuvoir. Ιταλ. piovere. Γερμ. Fließen. Αγγ. fleet. Επίσης με την έννοια «ρέω-πετώ» → Γερμ. Fliegen. Αγγ. fly. Επίσης Γερμ. Flut (πλημύρα). Αγγ. flood. (Η πλημύρα στα Ελληνικά < πίμπλημι < pela³ (γεμίζω, πληρώ)
- pneu (ανασαίνω, ξεφυσώ) → πνέω, πνεύμα, πνοή. Γερμ. Niesen. Αγγ. sneeze (φταρνίζομαι)
- παύω → παύσις< Λατ. pausa
- peik (χαράσσω, τέμνω, κόβω) → πικρός (αρχ.σημ. αιχμηρός, διαπεραστικός). Λατ. pingo (ζωγραφίζω). Γαλλ. peindre. Αγγ. paint. Ιταλ. pingere. Λατ. μτχ. pictus → picture (εικόνα, ζωγραφιά) → Αγγ. picture
- poi (προστατεύω, φυλάσσω) → ποιμήν, ποιμένας, πώμα. Λατ. pasco (βόσκω). Γαλλ. paitre. Ιταλ. pascere. Γερμ. Futter (φόδρα-θήκη)
- ποινή → Λατ. poena. Γαλλ. peine (πόνος, μόχθος) → Αγγ. pain. Γερμ. Pein. Ιταλ. pena
- πολιτεία. Λατ. politia → Γαλλ. police. Γερμ. Polizei. Ιταλ. polizia
- πόντος (θάλασσα) → ποντίζω, υπερπόντιος. Λατ. pons-ntis (γέφυρα). Γαλλ. pont. Ιταλ. ponte. Γερμ. Pfad. Αγγ. path (μονοπάτι, πέρασμα)
- πρόβλημα < προ + βάλλω < problem
- πρόθεση <προ + τίθημι → Λατ. praepositio. Γερμ. Präposition. Ιταλ. preposizione
- προϊόν <προ + είμι = έρχομαι, θα πάω. Γαλλ. produit, progressif. (προοδευτικά)
- Αρχ. πίαρ (ζωϊκό λίπος) → πίων-ονος (λιπαρός) → Γαλλ. propionique (προπανικο) (pro (προ) + pion) → propane (προπάνιο)
- προσκυνώ (προς + κυνώ (φιλώ) → Γερμ. Küssen. Αγγ. kiss
- πρώην <πρό (< Ι.Ε. per ρίζα δηλωτική κατεύθυνσης) → πρωί, πρώιμος, πρώτος. Γερμ. Früh (νωρίς)
- πρώτος → Αγγ. proton → πρωτόνιο
- πρωτότυπος → Γερμ. Prototyp
- pu (σαπίζω, βρομώ) <επιφώνημα αηδίας. πούφ. → πύον. Λατ. pus-ris. Γαλλ. pus. Γερμ. Faul (σάπιος). Αγγ. foul
- pe(a)-wr (πύρ, φωτιά) → πύρ, πυρετός, πυρσός. Γερμ. Feuer. Αγγ. fire
- bhergh (ύψος, ύψωμα) → πύργος. Λατ. burgus. Γερμ. Berg (βουνό, όρος). Γερμ. Burg (πύργος). (τοπωνύμια: frei-burg κλπ)

Ο, ο

- οίνος. Λατ. vinum. Γαλλ. vin. Γερμ. Wein. Ιταλ. vino
- οκτώ → Γερμ. Acht
- ομφαλός → Λατ. umbilus. Γαλλ. nombril. Ιταλ. οmbelico. Γερμ. Nabel. Αγγ. navel
- nomn (όνομα) → όνομα. Λατ. nomen. Γαλλ. nom. Ιταλ. nome. Γερμ. Name
- οξιά. Γερμ. Esche. Αγγ. ash
- okw (βλέπω-μάτι) → όμμα, οπή, όψη, οφθαλμός. Λατ. oculus. Ιταλ. occhio. Γερμ. Auge
-óργανον (από το έργο) → Γερμ. Organ
- reg (οδηγώ σε ευθεία γραμμή, διευθύνω, κατευθύνω) → ορέγομαι (κατευθύνω τη διάθεσή μου σ` αυτό που θέλω), (επιθυμώ), όρεξη, οργιά. Λατ. rego (κατευθύνω). Γαλλ. regir. Ιταλ. reggere. Λατ. rex (βασιλιάς). Γαλλ. roi. Ιταλ. re. Γερμ. Recht. (ευθύς, δίκαιος, σωστός). Αγγ. right
- ορίζοντας (ορίζων κύκλος. Αριστοτέλης) <ρ. ορίζω <όρος(ο). Λατ. horizon. Γερμ. Horizont
- όρκος. Γερμ. Schwören. Αγγ. swear
- ορμώ, ορμή< αρχ. όρνυμι (εγείρω, ξεσηκώνω, ορμώ) → hormone (ορμόνη)
- οροφή. Γερμ. Rippe. Αγγ. rib (πλευρό)
-ορύσσω> όρυγμα, ορυκτό. Ιταλ. roncare< Λατ. runco (σκαλίζω, ξεριζώνω)
- orbho (ορφανός) → ορφανός. Λατ. orbus. Ιταλ. orbo. Γερμ. Erbe (κληρονομία)
- ορχήστρα → Λατ. orchestra (αρχ.ρ. ορχούμαι: χορεύω)
- od (μυρίζω, αναδίδω οσμή) → αρχ. όζω (μυρίζω) → οσμή, οσφραίνομαι. Λατ. odor. Γαλλ. odeur. Ιταλ. odore
- os-th (οστό) → οστό, όστρακο, αστράγαλος, αστακός. Λατ. os-ssis. Γαλλ. os. Ιταλ. osso
- (s)wel (αρπάζω δια της βίας) → ουλή, είλωτας, άλωση. Λατ. vulnus (τραύμα). Γερμ. Wal-statt (πεδίο μάχης)
- ers (ουρά-οπίσθια) → ουρά. Γερμ. Arsch (oπίσθια). Αγγ. arse
- ausos (αυτί) → ούς (αυτί) –ωτός. Λατ. auris. Γαλλ. Oreille. Ιταλ. orechia. Γερμ. ohr. Αγγ. ear
- wegh (μεταφέρω σε όχημα) → όχημα, οχώ (μεταφέρω), εποχούμαι, οχετός. Λατ. veho (μεταφέρω σε όχημα), vehiculum (όχημα). Γαλλ. vehicule. Αγγ. vehicle. Γερμ. Weg (οδός μεταφοράς). Αγγ. way. Γερμ. Wagen (όχημα)

Ξ, ξ

- ksulo (ξύλο) → ξύλο. Γερμ. Säule (στύλος, κολόνα)

Ν, ν

- naus (πλοίο) → ναύς, ναύτης, ναύλος, ναυαγός. Λατ. navis. Ισπ. nave. Γαλλ. navive
- nem (μοιράδω, διαμένω) → νέμω, νομή, νόμος, νέμση, νομίζω, νομός. Γερμ. Nehmen (παίρνω)
- new (νέος) → νέος, νεοσσός. Λατ. novus. Γαλλ. nouveau. Γερμ. Neu
- (s) ne (γνέθω, κλώθω) → αρχ. νέω → νήμα, νεύρο (ίνα, χορδή). Γερμ. Nadel (βελόνα). Αγγ. needle. Λατ. nervus (νεύρο). Γαλλ. nerf. Ιταλ. nervo
-Νεφέλη, νέφος → λατ. nebula (ομίχλη). Γερμ. Nebel
- νεφρό → Γερμ. Niere
- Αρχ. νέω και νήχω (κολυμπώ). Λατ. no/nato (κολυμπώ) → Ισπ. nadar. Ιταλ. nature
- Αρχ. νήσσα (πάπια). Λατ. anaw-tis. Ιταλ. anatra. Γερμ. Ente
- sneigwh (χιόνι) → νείφει (χιονίζει), νιφάδα. Λατ. nix, nivis. Γαλλ. neige. Ιταλ. neve. Γερμ. Schnee
- Λατ. nux-cis (καρύδι) → nucleus (πυρήνας) → νουκλεϊκός. Αγγ. nucleic. Επίσης νουγκατίνα, nut (καρύδι) → ντόνατ
- nu (τώρα) → νυν, (ίσως & νέος). Λατ. nunc. Γερμ. Nun. Αγγ. now
- n(o)gwh (νύχι) → νύχι, όνυχας. Λατ. unguis. Γαλλ. ongle. Ιταλ. unghia. Γερμ. Nagel. Αγγ. nail
- nekwt (νύχτα) → νύχτα. Λατ. nox-ctis. Γαλλ. nuit. Ιταλ. notte. Γερμ. Nacht

Μ, μ

- mag (φτειάχνω, πλάθω) → μαλάσσω, μάκτρο, μάγμα, μάζα. Λατ. massa. Γερμ. Machen, Masse. Αγγ. make
- men-dh (ρίζα ευρείας διάδοσης που συνδέεται με τη σκέψη και πνευματικές δραστηριότητες) → μανθάνω, μήμη, μνημείο, Μούσα, αυτόματος, μένος, μανία, μάντης. Λατ. mens-ntis (νους, σκέψη, μυαλό). Ισπ. mente
- Μάϊος < Λατ. Maius. Θηλ. Maia < Maiesta μητέρα του Ερμή = μέγιστη < μέγας
- mak (μακρός-λεπτός) → μακρός, μήκος. Λατ. macer (ισχνός, λεπτός). Γαλλ. maigre. Γερμ. mager
- ml-ak (μαλακός) → μαλακός, μαλθακός, αμβλός, βλάξ. Λατ. mollis (μαλακός). Ιταλ. molle. Ισπ. muelle
- mel (πολύς, μεγάλος) → μάλλον, μάλιστα, μάλα. Λατ. multus (πολύς, άφθονος), melior (καλύτερος). Γαλλ. meilleur. Ιταλ. migliore, molto
- Λατ. manus (χέρι) → μανάρι, μανίκι, μάνατζερ, μανιβέλα, μανουάλι, μανούβρα, μαντήλι, μανσέτα
- Αρχ. μάργαρον → μαργαριτάρι → Μαργαρίτα. Λατ. margarita. Σκανδ. ov. Greta
- Μάρτιος < Λατ. Mars-tis (Άρης Θεός)
- meg-a (μεγάλος, ογκώδης) → μέγας, μείζων, μέγιστος, μέγεθος, μέγαιρα. Λατ. magnus-major (συγκρ)-maximus (υπερθ), magister-stri (διοικητής) → μάγιστρος, μάστορας, μαέστρος. Αγγ. master
- med (μετρώ, υπολογίζω) → μέδιμνος (αρχαίο μέτρο χωρητικότητας) Μήδεια, Διομήδης. Λατ. modius, modus (τρόπος, μέτρο). Γαλλ. mode. Γερμ. Messen (μετρώ). Ιταλ. modello. Γαλλ. modele
- meik (αναμειγνύω) → μείγμα, μικτός, μιγάς, μίξη. Λατ. mixtus (ανακατεμένος). Γαλλ. mixte. Γερμ. mischen
- mei (μειώνω,ελαττώνω) → μειώνω, μείων, μείον. Λατ. minor. Γαλλ. mineur
- meli-t (μέλι) → μέλι, μειλίχιος, μελιχρός. Λατ. mel-llis. Γαλλ. Ισπ. miel
- μενού < Γαλλ. menu < Λατ. minutus (μικρός)
- μέντιουμ < Ιταλ. medium (μέσος) < Λατ. medius (μέσος, μισός)
- men (μένω, παραμένω) → μένω, μόνος, μονή, μενετός. Λατ. maneo (μένω). Γαλλ. maison. Ιταλ. magione
- smer (θυμούμαι, σκέπτομαι, συμμετέχω) → μείρομαι (μοιράζω) → μάρτυρας, μέριμνα, μέρος ,μοίρα, μερίδα, μόριο, αμαρτάνω, ειμαρμένη. Λατ. memoria (μνήμη), mereo (λαμβάνω μερίδιο), meritum (μισθός). Γαλλ. merite (μισθός, αμοιβή), merci < Λατ. merces-edis (μισθός-αμοιβή)
- medh-yo (μεσαίος, μέσος) → μέσος, μεσαίος. Λατ. medius. Γαλλ. milieu. Γερμ. Mittel. Αγγ. middle
- Αρχ. μετά. Γερμ. mit
- Αρχ. μέταλλον. Λατ. metullum. Γερμ. Metall
- Αρχ. μέτρον. Λατ. metior (μετρώ), metrum. Γερμ. Meter
- Αρχ. μήκων (παπαρούνα). Γερμ. Mohn
- men-s (σελήνη-μήνας) → μήνα, μήνη (σελήνη.αρχ.). Λατ. mensis. Γαλλ. mois. Ιταλ. mese. Γερμ. Monat
- ma-ter → μητέρα. Γερμ. Mutter. Αγγ. mother. Ισπ. madre
- Αρχ. μηχανή. Λατ. machina. Γερμ. Macht (ισχύς, δύναμη), mogen (μπορώ). Αγγ. might, may
- smeik (μικρός, ψίχουλο) → μικρός (όχι από το ¨μείων¨). Λατ. mica (ψίχουλο). Ιταλ. mica. Γερμ. Schmach (μικρότητα, αίσχος)
- Αρχ. μισθός. Γερμ. Miete (ενοίκιο)
- Αρχ. μύρτον → μυρσίνη → λατ. myrtatum (αλλαντικό με μυρσίνη) → Ιταλ. mortadella
- Αρχ. μορφή → μορφώνω → Λατ. forma
- μούστος < Λατ. mustum (vinum), νέος οίνος < mustus (νέος) → Ιταλ. mostarda
- Αρμ. Βαλλίζω → μπάλλος (Ιταλ. ballo) «χορός», μπαλλάντα, μπαλλαντέζα, μπαλλέτο, μπαλλαντέρ, μπαλλαρίνα
- μπάνιο < Ιταλ. bagno < Αρχ. βαλανείον (ζεστό μπάνιο)
- μπάρμπας, μπαρμπούνι, βαρβάτος, μπαρμπέρης < Λατ. barba (γενειάδα, πηγούνι)
- μπάστα, μπαστούνι, βατονέτα < Λατ. bastare <Αρχ. βαστάζω
- μπέικον < Αγγ. bacon < Αγγ. back (πλάτη)
- μπόρα < Λατ. borea < Αρχ. βορέας/βορράς
- μπράτσο, μπρασελέ <βραχίων
- μπριγιάν, μπριλάντι < Ιταλ. brillare (λάμπω, γυαλίζω) < Λατ. beryllus < Αρχ. Βήρυλλος
- mus (ποντικός) → μυς. Λατ. mus. Γαλλ. muscle. Γερμ. Maus

Λ, λ

- λαζάνια < Ιταλ. lasagna <Λατ. lasanum < Αρχ. λάσανον. Πήλινο δοχείο όπου κατασκευάζονται ζυμαρικά
- λακέρδα (είδος ψαριού-σαύρα) → Λατ. lacerta. Ιταλ. lacerto. Γαλλ. lezard. Ισπ. El-lagarto (deindias) → alligator → αλιγάτορας
- laku (λάκκος, λίμνη) → λάκκος. Λατ. lacus. Γαλλ. lac. Αγγ. lake. Ιταλ. laco
- λαλώ → Λατ. lallo (νανουρίζω). Γερμ (ein) lulleu. Αγγ. lull
- λάμπω → λαμπάς-άδος- Λατ. lampas- adis. Γαλλ. lampe. Γερμ. Lampe (λάμπα). Ιταλ. lampada (φως)
- λανθάνω → λήθη, αληθής. Λατ. lateo. Γαλλ. (etat) latent (λανθάνουσα κατάσταση)
- leg (συλλέγω, συνάγω, διαβάζω) → λέγω, λέξη, λόγος. Λατ. lego. Γαλλ. lire. Ιταλ. leggere (Λεγεώνα < e. lego συλλέγω)
- Αρχ. λέκιθος (κρόκος αυγού) → Γαλλ. lecithine
- legh (κείμαι, ξαπλώνω)→λέχομαι (κοιμάμαι, ξαπλώνω) → λέσχη, λεχώνα, λόχος, λόχμη, ελλοχεύω. Λατ. lectus → Ιταλ. letto (κρεβάτι).Γαλλ. lit. Γερμ. Liegen. Αγγλ. law (νόμος, αυτός που κείται)
- leuk (φωτεινός, λαμπρός) → λευκός, λυκόφως, λύχνος, λύγκας. Λατ. lux- cis.Ιταλ. luce (φως). Γερμ. Licht (Luchs=λύγκας). Επίσης Λατ. luna → Ιταλ. luna, Γαλλ. lune (φεγγάρι)
- λίνεος → λινός → Λατ. linum. Γαλλ. lin. Ιταλ. lino (λινάρι)
- lei-bh (κολλώ) → λίπος, αλείφω. Λατ. lippus. Γερμ. Leben. Αγγ. live (μένω προσκολλημένος = ζω)
- λόγχη → Λατ. longus (μακρύς). Αγγ. long
- lewo (πλένω, λούζω) → λούζω, λουτρό. Λατ. lavo. Γαλλ. laver. Γερμ. Lauge
- lukwo → λύκος, λύσσα. Λατ. lupus. Γαλλ. loup. Γερμ. Wolf
- leu (κόβω, λύνω) → λύνω, λύση, λύτρο. Λατ. solvo. Γερμ. Los (λειψός, σφαλερός). Αγγ. επίθημα-less

Κ, κ

- κάβα< cava (Λατ.) κοιλότητα
- κάλαμος (καλάμι) → Λατ. culmus. Γαλλ. chaume. Γερμ. Halm. Αγγ. halm
- kel (καλύπτω, κρύβω) → καλύπτω, κέλυφος. Λατ. cello. Γαλλ. celer. Γερμ. Hehlen
- kela (καλώ, φωνάζω) → καλώ, κλήση, κλητήρας, εκκλησία, έγκλημα. Λατ. calo, clamo (φωνάζω). Γαλλ. clamer. Αγγλ. call
- κάνναβις (καμβάς) → cannabis (Λατ.). Γαλλ. canevas.
- καμινέτο< Λατ. caminus< αρχ. κάμινος.
- kam-p (κυρτώνω, λυγίζω), καμπή (λύγισμα, στροφή, άρθρωση), κάμπτω, καμπύλη→ Ιταλ. gamba (γάμπα-κνήμη). Γαλλ. jambon, jante (ζάντα)
- κύων (σκύλος). Λατ. Ιταλ. cane → κανίς (ράτσα σκύλου)
- κανάλιον → Λατ. canalis Αγγ. channel
- κώνωψ (κουνούπι) → Λατ. conopeum (κουνουπιέρα). Γαλλ. canape. (ανάκλιντρο με κουνουπιέρα) → καναπές
- Λατ. caput- itis (κεφάλι) → κάβος (ακρωτήρι), κάπα (επανωφόρι), καπάρο (εγγύηση), καπετάνιος, καπό (σκέπαστρο μηχανής), καπουτσίνος (μοναχός που φοράει στο κεφάλι κουκούλα), καπέλο. Αλλ. chapter
- kwep (βγάζω καπνό, αχνίζω) → καπνός. Λατ. vapor-ris (ατμός). Γαλλ. vapeur
- ker-a (κεφάλι) → κάρα, κράνος, κρανίο, κέρας, κριός, κορυφή, κράσπεδο, κεραία. Λατ.cere-b-rum (μυαλό, εγκέφαλος). Γαλλ. cerveau (βλ. Ελλ. Τσεβέλο), Γαλλ. corne (κέρατο). Γερμ. Αγγ. Horn. Γερμ. Hirn (μυαλό, εγκέφαλος)
- καραντίνα< quarantena (Ιταλ.)< quaranta (σαράντα) (απομόνωση 40 ημερών που επέβαλλαν στα πλοία για ασθένειες)
- καραόκε< Ιαπων. Karaoke (kara «άδειος» + oke «ορχήστρα»)< okesutora< orchestra< οχρήστρα
- κέρας → κεράτιον (υποκοριστικό) → Ιταλ. carati→ καράτι (μονάδα βάρους)
- κάρβουνο → Λατ. carbo-onis
- kerd (καρδιά) → καρδιά. Λατ. cor, cordis. Γαλλ. coeur. Ιταλ. cuore. Γερμ. Herz. Αγγ. heart
- Ελλ. κάρρον → Λατ. carrus (κάρο) → carricum (φορτίο άμαξας) → κάργα (γεμάτο), καριέρα. Αγγ. cargo (φορτίο), car (αυτοκίνητο)
- (s) ker-p (κόβω, δρέπω) → καρπός, κέρμα, κορμός, κουρά (κούρεμα), κείρω (κόβω), εγκάρσιος, κρίμα, κριτής → Λατ. carpo. Γερμ. Herbst (φθινόπωρο. Αρχ. σημ. «θερισμός»). Αγγ. harvest (θερισμός). Γερμ. Scheren (κόβω, κουρεύω). Αγγ. shear → short, shirt (πουκάμισο), skirt (φούστα), sharp (κοφτερός)
- χάρτης → Λατ. charta.Ιταλ. carta. Αγγ. cartoon. Γαλλ. carton (σχέδιο σε χαρτόνι). Ιταλ. cartone (χαρτόνι)
- κβάζαρ< quas(i) (stell)ar (radio source)= ημιαστρική ραδιοπηγή
- κβάντο< Λατ. quantum (ποσότητα)< quantus (πόσος)
- κέδρος → Λατ. cedrus. Γαλλ. cedre. Γερμ. Zeder. Αγγ. cedar
- kei (βρίσκομαι, κείμαι) → κείμαι, κείμενο, κοίτη, κοιτώνας, κειμήλιο, κώμα, κοιμάμαι. Λατ. civis (πολίτης). Αγγ. city, civil. Γερμ. Heim (σπιτικό, κατοικία, κοιτώνας). Αγγ. home
- κελλί< Λατ. cella (θάλαμος, αποθήκη)
- κέντρον → Γερμ. Zentrum
- κέρασος (κεράσι, τοπονύμιο: κερασούντα). Γαλλ. cerise. Γερμ. Kirsche. Αγγ. cherry
- κήπος (αρχ) → Γερμ. Hufe (αγροτεμάχιο)
- κίνηση → cinema
- kel-a (σπάζω, χτυπώ) → κλάδος, κλάσμα, κλάση- (σπάσιμο), κλώνος, κλήμα, κολάζω (αρχ. σημ. κλαδεύω→ κόλαση), κολοβός, σκαλίζω, σκαληνό. Λατ. clades (καταστροφή, όλεθρος). Γερμ. Holz (ξύλο)
- κλάξον< κλάζω (κραυγάζω), κλαγγή
- kleu/klau (αγκιστρώνω, εμποδίζω, σταματώ) → κλειδί, κλείνω, κλειστός, κλείστρο. Λατ. clavis (κλειδί). Γαλ. clef. Ιταλ. chiave. Γερμ. Schließen, Αγγ. close
- κλήρος → κληρικός. Λατ. clerus, clericus → Γαλλ. clerc
- klei (γέρνω) →, κλίμα (αρχικά: επικλινής γη, κατωφέρεια), κλίση, κλίνη (κρεβάτι),κλιτύς (πλαγιά). Λατ. clino (λόφος). Ιταλ. clivo. Γερμ. Lehnen (στηρίζω, ακουμπώ). Λατ. clima. Γαλλ. climat. Γερμ. klima
- kew (βαθούλωμα) → κοίλος, κοιλιά. Λατ. cavus (κοίλος). Γαλλ. cave. Ιταλ. cavo.Συνδέονται όλα με το Ι.Ε: keu (φουσκώνω, πρήζομαι) → κύηση, κύμα, κύρος, κύριος, έγκυος
- κοινός (αρχ), κοινότητα, κοινωνία → Λατ. πρόθεση cum (μαζί, με) → Ιταλ. can (μαζί, με) → Αγγ. common, Γαλλ. communisme
- κολεξιόν < Γαλλ. collection < Λατ. collection <συλλέγω
- κολλέγιο < Γαλλ. college. Λατ. collegium < σύλλογος
- κολόνια < eau de cologne (κολωνία) Γερμ. Köln
- κόμη (μαλλιά) → κομήτης. Γερμ. Komet
- κόμικς < Λατ. comicus < κωμικός
- κονβόι < Αγγ. convoy (συνοδεία) < Λατ. cum «μαζί, με» + via «οδός»
- konid (ψείρα) → κόνιδα (ψείρα). Γερμ. Niß. Αγγ. nit
- κομπιούτερ < Αγγ. computer < Λατ. computo (σκέφτομαι) < cum (μαζί) + puto (σκέφτομαι)
- κοστίζω < Λατ. cum (μαζί, με) + sto (ίσταμαι)
- κοχλίας (σαλιγκάρι) → κοχλιάριο (κωτάλι), κοχύλι → Γαλλ. cuiller (κουτάλι)
- ker / kor (κρώζω) → κράζω, κραυγή, κόρακας. Λατ. crocio (κρώζω), corvus (κοράκι). Γερμ. Rabe. Αγγ. raven, scream
- ker-t (ισχύς, δύναμη) → κράτος, κραταιός. Γερμ. Hart (σκληρός). Αγγ. hard
- qrew-a (ωμό κρέας) → κρέας. Λατ. crudus (αιματηρός, βίαιος). Γαλλ. cru (ωμός). Ιταλ, Ισπ. crudo. Γερμ. Roh
- χρίσμα (επάλειψη, άλειμμα) → chrisma → κελτ. karma (καϊμάκι, ανθόγαλα) → Γαλλ. creme . κρέμα
- κρεμμύδι → Γερμ. Rams . Αγγ. ramson
- χριστιανός → Γαλλ. chretien → κρετίνος (ανόητος, ηλίθιος)
- κριθή → κριθάρι. Λατ. hordeum. Γαλλ. orge. Ιταλ. orzo. Γερμ. Gerste
- (s) ker (κυρτός, καμπύλος) → κρίκος(όχι κύκλος), κυρτός < αρχ. κιρκώ (δένω με κρίκο). Λατ. curvus. Γαλλ. curbe. Λατ. circus (κύκλος) → Γαλλ. cercle
- kreus (πάγος-κρούστα) → κρύος, κρύσταλος. Λατ. crusta. Γαλλ. croute. Ιταλ. crosta. Αγγ. crust. Γερμ. Kruste. Επίσης Λατ. crystallus → Γερμ. Kristall. Γαλλ. cristal
- Κυριακή → ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο → κυριακόν (οίκος του Κυρίου) → Αγγ. church (εκκλησία) < παλ. Αγγ. cirice (ναός) → Γερμ. Kirche
- κυβερνώ → Λατ. guberno → Γαλλ. gouverner. Αγγ. govern
-kwel → kwekwlo (αναδιπλ.)(στρέφομαι, γυρίζω, περιστρέφομαι) → κύκλος, κύλινδρος, κυλώ, πέλομαι (κινούμαι), πόλος (ο άξονας περιστροφής της γης που στρέφεται, γυρίζει) επιπόλαιος. Λατ. colo (καλλιεργώ, γυρίζω τα χώματα ξανά και ξανά) → cultura (καλλιέργεια της γης). Αγγ. wheel (τροχός). κυκλώνας (cyclone). Θύελλα στην οποία ο άνεμος ακολουθεί κυκλική τροχιά
- κυπαρίσσι → Γαλ. cypress. Γερμ. Zypresse. Ιταλ. cipressa
- Κύπρος (γνωστή στην αρχαιότητα για τα ορυχεία χαλκού) Λατ. (aes)cyprium = Κυπριακό μέταλλο = χαλκός. Γαλλ. cuivre (χαλκός). Αγγ. copper. Γερμ. Kopfer (χαλκός) δηλ. ανάγονται στο τοπωνύμιο Κύπρος
- Κυριακή. Λατ. dies dominica (ημέρα του Κυρίου). Γαλλ. dimanche. Ιταλ. domenica. Λατ. dies solis (ημέρα ηλίου) → Γερμ. Sonntag. Αγγ. Sunday
- (s)keut (καλύπτω, περικλείω) → κύτος (κοίλο αγγείο), κουτί. Λατ. cutis (δέρμα, επειδή καλύπτει). Γερμ. Haut. Αγγ. hide. Επίσης από το κύτος → κύτταρος (κελί κυψέλης που περικλείει, σκεπάζει) → Γαλλ. cellule → cytoplasme κλπ.
- Κώμη (κωμόπολη) < κείμαι → Γερμ. Heim. Αγγ. home (κατοικία)

Ι. ι

- ιδέα< είδος (Ι.Ε weid: video, είδωλο, είδηση, wissen κλπ)
- ιδιώτης→ idiot
- sweid (ιδρώνω) → ιδρώτας. Λατ. sudor. Γαλλ. sueur. Ιταλ. sudore. Γερμ. Schweiß
- wes (ντύνω) → εσθήτα (ρούχο), έννυμι (ντύνω)< Fέσ-νυ-μι→ αμφίεση, βεστιάριο. Λατ. vestis (ένδυμα), vestio (ντύνω) → Γαλλ. vetir. Αγγ. wear
- sta (στήνω, στέκω) → ίσταμαι, καθεστώς, σταθμός, στάση, στύλος, στήλη, ιστός, στύση, στοά, σταθερός. Λατ. status, sto. Ιταλ. stare. Γερμ. Stehen, Αγγ. stay, stand
- Ιταλία< vitalia< vitulus (μοσχάρι)

Θ, θ

- θάλασσα. Μόνο στα Ελληνικά< δαλάγχα. Ι.Ε. mer→ Λατ. mare. Γαλλ. mer. Γερμ. Meer< αρχ. μαρμαίρω= λάμπω, ακτινοβολώ
- Θεός< τίθημι (όχι από dues), θεσπέσιος
- θερμός→ θέρμη,θέρος. Ιταλ. terme. (θερμές πηγές). Λατ. formus→ furnus. Γαλλ. four. Ιταλ. forno
- dhe/dho θέτω, τοποθετώ) → τίθημι, θήκη, θέμα, θεσμός, θέση, θεμέλιο, θέμιδα, αθώος. Γερμ. Tun. Αγγ. do
- θησαυρός→ Λατ. thesaurus. Γαλλ. trésor. Ιταλ. tesoro
- θολός→ Γερμ. Toll (τρελλός)
- θρίαμβος→ Λατ. triumphus
- dhugha-ter (κόρη) → θυγατέρα. Γερμ. Tochter. Αγγ. daughter
- dhwer→ θύρα. Γερμ. Tür. Αγγ. Door

Η, η

- swad (γλυκός, ευχάριστος) → ηδονή, ηδύς (γλυκός), αηδία. Λατ. suavis (γλυκός). Ιταλ. soave. Γερμ. Süß. Αγγ. sweet
- sawel (ήλιος) → ήλιος. Λατ. sol. Γαλλ. soleil. Γερμ. Sonne
- semi→ ημι-(ημι-μαθής κλπ.) Λατ. semi (semi-deus= ημίθεος)
- apero (όχθη) → ήπειρος. Γερμ. Ufer
- Ήρα< Ι.Ε. yer/yor (ώρα). θεότητα του έτους
- Η (το γράμμα ήτα). Δηλώνει ένα φθόγγο σαν άχνα στη γραφή. Βλ. ξένες γλώσσες: HELIOS, HEROES, HELLAS

Ζ, ζ

- ζαμπόν< Γαλλ. jambon (κνήμη)< αρχ. καμπή (άρθρωση, κνήμη χοίρου)
- ζάντα< Γαλλ. jante< αρχ. καμπή
- ζάχαρη< σάκχαρο → sugar κλπ.
- ζελατίνη< Γαλλ. gelatine< Λατ. gelo (παγώνω) βλ. και ζελέ
- ζενίθ< Γαλλ. zenith< αζιμούθιο
- ζετέ (άρση βαρών)< Λατ. jacto (ρίχνω)< ίημι (ρίχνω) βλ. injection
- dj-eu (θεότητα του ουρανού) → Ζεύς (Δεύς-Διός). Λατ. juppiter. Επίσης από την ίδια Ι.Ε ρίζα →dei (λάμπω) → ευδία (φωτεινή μέρα). Λατ. dies (ημέρα). Ιταλ. di. Επίσης Λατ. dues (Θεός) → Γαλλ. dieu. Ιταλ. dio
- yeu-g (συνδέω, ζεύω) → ζεύω, ζυγός, ζεύξη. Λατ. jungo (ζεύω). Γαλ. joug (ζυγός). Ιταλ. giogo (βλ. και γιόγκα= ζεύξη, ένωση)
- ζύθος. Άλλη ονομασία: βρύτος → Γερμ. Brauen (ζυθοποιώ) Γαλλ. biere. Ιταλ. birra. Επίσης: κόρμα (ζύθος των κελτών) → κερβησία → Ισπ. cerveza (θερβέθα= μπύρα)
- ζώνη< ζωννυμι. Γερμ. Zone

Ε, ε

- egho → εγώ. Λατ. ego. Γερμ. Ich (<αρχ. Γερμ. ek-an)
- sed (τοποθετώ, καθίζω) → έδρα, εδώλιον, εδραιώνω, πολύεδρο. Λατ. sedeo. Ιταλ. sedere. Γαλλ. asseoir. Γερμ. Sitzen. Αγγ. sit.
- swedh (έθιμο, συνήθεια) → έθος (συνήθεια), έθ-νος, ήθος, εθίζω. Γερμ. sitte
- weid (βλέπω, γνωρίζω) → ειδέναι (απρμφ του οίδα «γνωρίζω») → είδος, ειδήμων, ιδέα, είδηση, είδωλο, ιδανικός, ιστορία (ίστωρ «γνώστης»). Λατ. video. Γαλλ. voir. Ιταλ. videre. Γερμ. Wissen
- esmi → ειμί, είμαι. Λατ. est. Γαλλ. est. Γερμ. Ist
- Αρχ. είμι (έρχομαι-πηγαίνω) → ιόν, ανιόν, προϊόν . Αγγ. anion, Γαλ. produit
- εκκαλώ → εκκλησία. Γαλλ. eglise. Κυριακός οίκος ή Κυριακόν δώμα (οίκος του Κυρίου) → Γερμ. Kirche. Αγγ. church
- έκλειψη (εκλείπω) → Αγγ. eclipsis. Γαλλ. Eclipse
- le(n)ghw (ελαφρός) → ελάσσων, ελαφρός, ελαττώνω. Λατ. levis. Γαλλ. leger. Ιταλ. lieve. Γερμ. Leicht (ελαφρύς). Αγγ. light
- έλατο. Γερμ. Linde (φιλύρα). η περιώνυμη οδός του Βερολίνου
- el (κινώ) → ήλθον, ελαύνω, έλασμα, ελαστικό. Γαλλ. aller (πηγαίνω). Λατ. elasticus. Ιταλ. elastico
- wel (θέλω) → ελπίδα, απελπίζω. Λατ. velle. Γαλλ. vouloir. Ιταλ. volere. Γερμ. Wollen (θέλω), wille (θέληση). Αγγ. will, well
- me → εμέ, εμένα, μου. Λατ. Γαλλ. Ιταλ. Ισπ. me. Γερμ. Mich
- wem → εμετός, εμών. Λατ. vomo. Γαλλ. vomir. Ιταλ. vomitare
- en (πρόθεση που δηλώνει στάση, τόπο) → εν. Λατ. Γαλλ. en. Γερμ. Αγγ. in
- ένεση (εν+ίημι «ρίχνω, εγχέω») → Λατ. ingectio. Γερμ. Injektion
- εννέα. Λατ. novem. Γαλλ. neuf. Ιταλ. nove. Γερμ. Neun. Αγγ. nine
- εντελβάις (φυτό των Αλπεων) = edel (ευγενής, πολύτιμος) + weiß (λευκός)
- έξι → Λατ. sex. Ιταλ. sei. Γερμ. Sechs
- επιβιώνω (επι+βιώ «βίος»). Λατ. super (επι) + vivere (βιώνω). Γαλλ. survivre. Γερμ. uber+leben. Ιταλ. sopratvvivere
- sekw (ακολουθώ) → επόμενος, οπαδός. Λατ. sequor, secundus, socius, societas. Γαλλ. suivr, second. Ιταλ. secondo → societe, societa, society
- werg-on → έργο, εργαλείο, όργανο, ρέκτης (δραστήριος). Γερμ. Werk. Σουηδ. verk
- reip (γκρεμίζω, ερειπώνω) → ερείπιο. Λατ. repa. Γαλλ. rive. Ιταλ. riva. Γερμ. Reif
- έρμα (πρόσθετο βάρος). Γερμ. Schwer (βαρύς, δύσκολος). Λατ. serius (σπουδαίος)
- serp (έρπω) → ερπετό, έρπω. Λατ. serpo. Γαλλ. serpent. Ιταλ. serpente
- reudh (κόκκινος) – ερυθρός. Λατ. rubber. Γαλλ. rouge. Γερμ. Rot
- twe (τσε) → εσένα. Λατ. Γαλλ. te. Γερμ. Dich
- vesper (βράδυ) → έσπερος. Εσπερία (η Ιταλία & η Ισπανία). Λατ. vesper. Γαλλ. vepres. Ιταλ. vespro (βράδυ)
- εσπρέσο< Λατ. ρ. exprimo (πιέζω, εξαναγκάζω, εκφράζω)
- tu → εσύ. Λατ. Γαλλ. tu. Γερμ. Du
- wet (έτος) →έτος, βετεράνος, πέρυσι, επέτειος. Λατ. vetus (παλαιός). Γαλλ. vieux. Ιταλ. vecchio
- yor-a (έτος, εποχή) → ώρα, ώριμος, ωραίος, αγώρι (όχι αγόρι). Γερμ. Jahr. Αγγ. year
- Γερμ. Denken (σκέπτομαι) → Danke (ευχαριστώ =ευγνώμων σκέψη). Αγγ. think-thanks
- segh (έχω, κρατώ, κατέχω) → έχω, έξις, σχήμα, σχεδόν, άσχετος, εξής. Γερμ. Sieg (νίκη). Ιταλ. sigura
- ausos (αυγή) → έωλος, εωσφόρος, ηώς (αυγή), αύριο. Λατ. aurora. Γαλλ. aurore. Γερμ. Osten. Αγγ. east. Επίσης Λατ. auris (χρυσός) + Γαλλ. or (μέταλλο κοκκινωπού χρώματος, όπως η αυγή)

Δ, δ

- denk (δαγκώνω) → δαγκώνω, δήγμα. Γερ. Zange. Αγγ. togs
- dakru (δάκρυ) → δάκρυ. Λατ. lacruma. Γαλλ. larme. Ιταλ. lacrima. Γερμ. Zahre
- dem-a → δαμάζω. Λατ. domo. Γαλλ. Domter. Ιταλ. domare. Γερμ. Zahmen
- δασύς (πυκνός) → δάσος. Λατ. densus. Γαλλ. dense
- deik (δείχνω) → δεικνύω, δείγμα, δείκτης, απόδειξη. Λατ. dico (λέγω). Γαλλ. dire. Γερμ. Zeigen (δείχνω), Zeihen (κατηγορώ)
- dekm → δέκα. Λατ. decem (Δεκέμβριος). Γαλλ. dix. Ιταλ. dieci. Γερμ. Zehn
- dr-ew (ξύλο) → δένδρο, δόρυ, δρύς, δρυμός, δούρειος (ξύλινος) ίππος, δρυ-ίδης. Αγγ. tree → true + Γερμ. Treu (αληθινός)
- der (γδέρνω-σχίζω) → δέρας, δέρμα, δορά, δρέπω, δέρνω. Γερμ. Zerren
- Δευτέρα (η δεύτερη μέρα μετά το Σάββατο κατά το ιουδαϊκό σύστημα). Στο πλανητικό ρωμαϊκό σύστημα ονομ. dies Lunae (ημέρα Σελήνης) → Γαλλ. lundi. Ιταλ. lunedi. Γερμ. Mon-tag. Αγγ. mon-day
- Διαβάλλω → Διάβολος → Λατ. diabolus → Γερμ. Teufel
- tere (σχίζω, διατρυπώ) → τρυπώ, διάτρητος, τερηδόνα, τρωτός, τόρνος. Λατ. tero. Γερμ. Drehen. Ιταλ. tritare (κόβω, τεμαχίζω)
- Δια-φέρω → η μαθ. Σημ. → Γαλλ. di-fferencier (διαφορίζω)
- do (δίνω) → δίδωμι, δότης, δώρο, δίδω, δάνειο. Λατ. dare. Ιταλ. dare
- Γερμ. Doktor< Λατ. doctor< ρ. doceo< διδάσκω
- dollar (δολάριο)< Γερμ. Thaler (αργυρό νόμισμα της Βοημίας) → τάλιρο
- dema (χτίζω, οικοδομώ) → δομή, δάπεδο, δωμάτιο. Λατ. domus (οίκος). Αρχ. Γερμ. Tem-ra (ξυλεία για οικοδομή) → Zimmer (δωμάτιο)
- dent (δόντι) → έδω(τρώγω), έδεσμα, δόντι. Λατ. dens. Γαλλ. dent. Ιταλ. dente. Γερμ. Zahn. Αγγ. tooth. Γερμ. Essen. Αγγ. eat
- duwo (δύο) → δύο, δις, δισ-. Λατ. duo. Γερμ. Swei

Γ, γ

- Γαλαξίας : από το χυμένο γάλα της Ήρας όταν θήλαζε τον Ηρακλή → Γερμ. Galaxis/xie
- γάτα → Λατ. gatta. Γαλλ. chat. Γερμ. Katze. Αγγ. cat
- γενική (πτώση). Λατ. genitivus. Γερμ. Genitiv<γένος, γόνος, γονεύς, γίγνομαι, γενεά, γνήσιος
- Γερμανία.< Λατ. Germania. Λέξη κελτική που σημαίνει «γειτονικός λαός». Deutsch< Τεύτονες> Ιταλ. tedesco. Γαλλ. allemagne (από το γερμανικό φύλο των Αλεμαννών).
- glei (κολλώ) → γλίνα, γλοιώδης, γλίτσα, γλιστρώ. Λατ. glus. Γαλλ. glu. Γερμ. Kleben
- Λατ. globus (σφαίρα). Ιταλ. globo → global (Αγγ. Γαλλ.)
- gleubh (λαξεύω, γλύφω) → γλύφω, γλυπτός. Λατ. glubo. Γαλλ. glume. Γερμ. Klieben
- gen- a (γνωρίζω, ξέρω) → γιγνώσκω, γνώμη, γνώση, γνωρίζω, γνωστός, γνώμονας. Λατ. cognosco. Γαλλ. connaitre. Ιταλ. conoscere. Γερμ. Können (μπορώ), Kennen (γνωρίζω). Αγγ. can (μπορώ), know (γνωρίζω)
- gen-u (γόνατο) → γόνατο, γωνία. Λατ. genu. Γαλλ. genou. Γερμ. Knie. Αγγ. knee
- gerbh (χαράσσω, σκαλίζω) → γράφω, γράμμα, γραφείο, γραμμή, γραπτός. Λατ. gramma. Γερμ. Kerben. Αγγ. carve. Γαλλ. gratter (ξύνω, γρατζουνώ)

Β, β

- Ιταλ. vagone → Γερμ. Wagen (όχημα)
- gwem (βημ)(πηγαίνω, προχωρώ) → βαίνω, βάση, βαθμός, βαδίζω, βήμα, βέβαιος. Λατ. venire. Γαλλ. venir. Γερμ. kommen<kwem-a (αρχ.Γερμ.)
- Γερμ. Wandal. Ονομ. Γερμανικού Φύλου → Βάνδαλος
- gwer-u (βαρύς) → βαρύς, βάρος. Λατ. gravis, brutus. Γαλλ. grave, brut. Γερμ. Schwer (βαρύς, δύσκολος)
- gwel (βελ)(ρίχνω, πετάω) → βέλος, βάλλω, βολή, βλήμα, βουλή, βούλομαι. Γερμ. Quelle (πηγή)
- βούτυρο (βούς+τυρί) → Γερμ. Butter
- βροντή → Γερμ. Brummen (βουίζω, μουρμουρίζω)
- βρύο (φυτό πόα) → Γερμ. Kraut (λάχανο, χόρτο)

Α, α

- ghadh → αγαθός. Γερμ. Gut. Αγγλ. good
- ank (κάμπτω) → αγκ-ύλος, αγκ-ών, αγκ-άλη, άγκ-υρα → Γερμ. Angel, Αγγλ. angle (γωνία), England (Αγγλία)
- agro → αγρός → Γερμ. Acker, Αγγλ. acre
- angh (πνίγω, σφίγγω) → άγχος. Γερμ. Angst
- ag (οδηγώ) → άγω, αγωγός, αγώνας. Γαλλ. και Αγγλ. action Γερμ. Erziehung (αγωγή)
- awi (πτηνό) → αετός. Λατιν. avis. Γαλλ. οiseau
- afήr (αέρας) → αήρ, αίρω (υψώνω). Γαλλ. air. Γερμ. Luft (αέρας)
- aidh (καίω) → αιθήρ. Γαλλ. ete΄. Γερμ. Ather
- αίνος (εγκωμιαστικός λόγος). Γερμ. Eid (όρκος)
- awis-dh (ακούω, αντιλαμβάνομαι) → αισθάνομαι. Λατ. audio, Γαλλ. ouir. Ιταλ. udire
- aiw (διάρκεια, ζωτική δύναμη) → αεί, αιών, Λατ. aevum. Γαλλ. age. Ιταλ. etá. Γερμ. Ewig
- ak. (οξύς, αιχμηρός) → ακίδα, ακμή, άκρη, ακόνη, άκμων, ακτή, οξύς. Λατ. acies. Γαλλ. aigu. Γερμ. Ecke. Aγγ. edge
- kew (προσέχω, ακούω) → ακούω. Λατ. cautio (προσοχή). Ιταλ. cauzione. Γερμ. Horen. Αγγλ. hear
- sal (αλάτι) → άλας. αλμυρός, αλιεύς, Λατ. sal. Γαλλ. sel. Γερμ. Salz, Αγγ. salt
- lei-bh → αλείφω (κολλώ). Γερμ. Leben, Bleiben (μένω, διαμένω). Αγγ. live, leave
- leit (αμαρτάνω) → αλιτήριος (κακός). Γερμ. Leid (θλίψη). Αγγλ.loath (μισώ). Γαλλ. laid (άσχημος)
- al → άλλο, αλλάζω. Λατ. alius-aliud, alter (έτερος). Γαλλ. autre. Ιταλ. altro. Γερμ. Αnder. Αγγλ. other
- sel (πηδώ) → άλμα. Λατ. salio, altus. Γαλλ. sailir. Ιταλ. saltare, alto (ψηλό)
- Λατ. album, albus (λευκός) → Γερμ. Album (λεύκωμα, λευκός πίνακας)
- wel-w (κυλώ. περιστρέφω) → αλυσίδα, έλικας, Αίολος. Λατ. volvo (κυλώ). Γερμ. Welle (κύμα-κύλινδρος), ρήμα Walzen (στροβιλίζομαι) → Waltzer (ο χορός βάλς). Γαλλ. valse. Ιταλ. volgere
- al-bh → αλφός, λευκός. Λατ. albus (λευκός). Γαλλ. aube (αυγή). Γερμ. Elbe (ο ποταμός Ελβας)
- sem (ένας, ενιαίος) → ένας, απλός (sem-pl-os). Λατ. simplus. Γαλλ. simple. Γερμ. Sammeln (συγκεντρώνω), Αγγλ. same, some (όλες οι σημασίες έχουν ως βάση τη μονάδα)
- mer (πεθαίνω) → άβροτος (αθάνατος). Λατ. mors-tis (θάνατος). Γαλλ. mort. Γερμ. Mord. Αγγλ. murder
-αμφορέας → Λατ. amphora → ampulla→ Γαλλ. ampoule
- αμύγδαλο → Λατ. amygdala → Γαλλ. amande, Γερμ. Mandel
- αμφί (και από τις δύο πλευρές) → Γερμ. Um (τριγύρω)
- an → ανά (επάνω, επί) → Γερμ. an (πάνω σε , επί). Αγγλ. on
- αναβλύζω → Γερμ. Quelle (πηγή)
- αναλύω → Γερμ. Analysis
- άνευ (χωρίς) → Γερμ. Ohne (χωρίς)
- nept → ανεψιός. Γαλλ. neveu. Αγγλ. nephew. Γερμ. Neffe
- αξίνη → αξίνα. Λατ. ascia. Γερμ. Axt. Αγγλ. axe
- ak-s → άγω (οδηγώ) → άξων. Γαλλ. axe. Γερμ. Achse (άξονας)
- (s)pel (μιλώ έντονα) → απειλώ. Γαλλ. appeler. Γερμ. Bei-Spiel (παράδειγμα)
- από → Λατ. ab. Γερμ. Ab. Αγγλ. of, off
- τίθημι → αποτίθημι (αποθέτω)-αποθήκη → Γερμ. Apotheke
- απολαύω (απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι). Γερμ. Lοhn (αποδοχές, μισθός)
- απολογούμαι → Γερμ. Apologie
- απόλυτος (από+λύω) → Λατ. absolve (ab+solvo «λύω») → absolutus (απόλυτος)
- Ιταλ. a Dio (στον Θεό.) → addio → αντίο → Γαλλ. adieu. Γερμ. Tschüs<tjus<adjuus
- Αραβικό: sifr (κενό, μηδέν). O fibonacci → zephirum → zero (μηδέν) → Γερμ. Ziffer (αριθμός). Η Ελλ. Λέξη αριθμός<αραρίσκω (τακτοποιώ) βλ. άρμα, άρτος, αρμός, αρέσκω, αρμονία
- άρκτος (αρκούδα) → Λατ. ursus. Γαλλ. ours. Ιταλ. orso
- melg → Αλμέγω (αρμέγω). Λατ. mulgeo. Γαλλ. emulsion (γαλάκτωμα). Γερμ. Milch. Αγγλ. milk
- άρπα → Γερμ. Harfe
- ασβόλη (καπνιά, στάχτη) → Γερμ. Asche. Αγγλ. ash(es)
- ster (διασκορπισμένος, απλωμένος) → Αστέρας. Λατ. stella.Γαλλ. etoile. Γερμ. Stern. Ιταλ. stella
- άσυλο → Γερμ. Asyl
- teng (υγραίνω, βρέχω) → άτεγκος (α+τέγγω «υγραίνω») : αυτός που δεν μαλακώνει, ο άκαμπτος. Γερμ. Tunken (βουτώ, βυθίζω)
- aw-eg (αυξάνω) → αυξάνω. Γαλλ. augmpnter. Γερμ. Wachsen
- men (συνδέεται με τη σκέψη & πνευματικές λειτουργίες) → μανθάνω, μνήμη, αυτόματος. Γερμ. Automatisch

Φ, φ

- bhel (φουσκώνω, διογκώνω) → φαλλός, φάλλαινα, φλέβα, φύλλο, φλοίσβος, φλύαρος. Λατ. follies (ασκί, φούσκα). Γαλλ. fou/fol (ανόητος). Ιταλ. folle. Λατ. fluo (ρέω). Γαλλ. fluide (ρευστός). Λατ. folium (φύλλο). Ιταλ. foglio. Γερμ. Blatt
- (φατρία, αδελφότητα) → φατρία (αρχ. φράτηρ : αδελφός). Λατ. frater-tris. Γερμ. Bruder. Αγγ. brother
- bher (φέρνω) → φέρω, φορά, φόρος, φορώ, φορέας, φέρετρο, φοράδα, αυτόφωρος, φαρέτρα, φορτίο. Λατ. fero, fortuna
- φευ (αλίμονο). Γερμ. Pfui. Γαλλ. fi
- φεύγω. Λατ. fugere. Γαλλ. fuir. Ιταλ. fuggire
- bha (λέγω, ηξηγώ, φωτίζω, λάμπω) → φημί (λέγω), φήμη, φα΄ση, φάσμα, φανός, φωτεινός, φωνή, φαίνομαι, φως, αφασία, προφήτης. Λατ. fama (φήμη). Γαλλ. fame. Ιταλ. fato (πεπρωμένο)
- bhel (λευκός, λαμπρός) → φλέγω, φλόγα, εύφλεκτος, φλέγμα.Λατ. fulgeo (λάμπω), flamma (φλόγα). Γαλλ. flamme, blanc (λαμπρός). Ιτ. bianco
- φράση < φρήν (αρχ.) νούς, μυαλό. Γαλλ. phrase
- φρέαρ (πηγάδι). Γερμ. Brunnen
- bher (ψήνω) → φρύγω (ξεροψήνω), φρύγανο. Λατ. frigo (τηγανίζω, φρυγανίζω). Γαλλ. frive
- bhru-w (φρύδι) → φρύδι (όφρυς). Γερμ. Braue. Αγγ. brow
- φτύνω < πτύω/έπτυσα → Λατ. spuo. Ιταλ. sputare. Γερμ. Speien. Αγγ. spew
- bhu-a (φυτρώνω, αυξάνω) → φύομαι/φύω, φύση, φύλο, φυτό. Λατ. fuit (ήταν). Αγγ. be, been (γίνομαι)

Τ, τ

- tela (ζυγίζω, σηκώνω βάρος) → τέλος (τέλη κυκλοφορίας) → τελετή, τελικός, τέλειος, ταλανίζω, ταλαίπωρος, τόλμη. Λατ. tollere (σηκώνω). Γαλλ. tolérer (αντέχω). Γερμ. dulden
- τάξις (<τάσσω = τίθημι). Λατ. taxare (φορολογώ). Γαλλ. taxi + metre (τάξις + μέτρο) → ΤΑΧΙ. Αγγ. tax (φόρος)
- ten (εκτείνω, τεντώνω, τανύω) → τείνω, τένοντας, τόνος → τονώνω, ταινία, τανύω, τάση. Λατ. tendere (τεντώνω). Γαλλ. tender. Γερμ. Dehnen. Λατ. tennis (λεπτός). Γαλλ. tenn. Γερμ. Dünm. Αγγ. thin. Λατ. tonus → Γαλλ. ton (έκταση φωνής) < τόνος
- dheigh (χτίζω, πλάθω) → τείχος, τοίχος, θίγω, αθίγγανος. Λατ. fingere (κατασκευάζω, φτειάχνω) . Ιταλ. figura (μορφή)
- tema (κόβω, τέμνω) → τέμνω, τεμάχιο, τέμενος, ταμίας, τομή, τόμος, τμήμα, τομέας. Λατ. templum (ξεχωριστός, χώρος) → Αγγ. temple (ναός)
- tere (σχίζω, διατροπώ) → τερηδόνα, τέρμα, τρίβω, τρυπώ, τόρνος, τιτρώσκω, τρωτός, τραύμα, τρώγω, διάτρητος. Γερμ. Drehen (στρίβω, γυρίζω). Αγγ. throw (ρίχνω, πετώ), drill (τρυπώ). Λατ. tornare (γυρίζω τον τροχό) → tour (Γαλλ.), tourisme, τουρνουά, τουρνέ. Αγγ. turn (στρίβω) < Λατ. tornus < τόρνος
- dhegwh (καίω) → τέφρα. Γερμ. Tag (ημέρα : ζεσταίνει ο ήλιος). Αγγ. day
- tek(s) (πελεκώ το ξύλο) → τέκτων (ξυλουργός), τέχνη, τεχνολογία. Γερμ. Dechsel (αξίνα, πέλεκος). Γαλλ. technologie
- Αγγ. jean (είδος υφάσματος) < από την Γένουα (Γένοβα : Gene)
- τηλε - (πρόθεμα) μακριά → tele-vision κλπ.
- τόξο → τοξικός (από το δηλητήριο στα βέλη < τοξικόν βέλος) → toxic κλπ.
- τούρμπο/turbo < Λατ. turbo - inis (δίνη-στρόβιλος) < αρχ. τύρβη (αναστάτωση, ταραχή)
- τραγικός. Λατ. ttragicus. Γερμ. Tragisch
- ter (τρέμω) → τρέμω, τρόμος, τρομερός, τρομάζω, τρελλός. Λατ. tremo (τρέμω, πάλλω), terror (τρόμος). Γαλλ. terreur
- τσάρτερ (πτήση) < Αγγ. charter < αρχ. χάρτης

Ω, ω

- ωκεανός → Λατ. oceanus
- wes-no (αγοράζω) → ωνούμαι (αγοράζω), ώνια (ψώνια). Λατ. venum (αγορά), vendo (πουλώ). Γαλλ. vendre
- ωόν (αβγό) → Λατ. ovum. Γαλλ. oeuf. Ισπ. huevo. Γερμ.Ei
- yora (έτος, εποχή) → ώρα, ωραίος, ώριμος. Λατ. hornus (φετινός). Γερμ. jahr. Αγγ. year. Λατ. hora (ώρα). Γαλλ. heure. Ισπ. hora

Σ, σ

Σ
- Αρχ. σάκ(κ)ος → σακάκι, σακί, σακούλα. Λατ. saccus. Γαλλ. sac. Γερμ./Αγγ. Sack. Ισπ. saco
- Αρχ. σάκχαρον. Ιταλ. zucchero. Γερμ. Zucker
- σαλάμι <Ιταλ. salami < Λατ. salsus (αλατισμένος) <sal-lis (αλάτι) <αρχ. άλας, άλς. Επίσης :σαλάτα salare, σάλτσα → Γαλλ. sauce
- Ιτ. salto (σάλτο) < Λατ. saltus (πήδημα) < αρχ. άλμα
- Αρχ. σανδάλιον → Λατ. sandalium. Γαλλ. sandale
- αρχ. σάπων (σαπούνι). Λατ. sapo-onis. Γαλλ. savon. Ιτ. sapone. Γερμ. Seife.
- Αρχ. σειρά → Αγγ. serial. Γαλλ. serie
- Αρχ. σέλας → σελήνη. Λατ. luna <luy-cis (φως)
- σενάριο <Λατ. sc(a)ena < αρχ. σκηνή
- σέρι. Αγγ. sherry (λικέρ κρασιού) <αρχ. κέρασος
- σήμα → σημείο, σημαία, άσημος, επίσημος, σημαίνω. Λατ. signum (σήμα, σημείο). Γαλλ. dessin (σχέδιο, σχήμα). Από σημαντικός <Γαλλ. semantique. Επίσης Λατ. signare (σημειώνω, υπογράφω). Αγγ. signature (υπογραφή), σινιέ, σινιάλο
- σιγή. Γερμ. Schweigen (σωπαίνω)
- σίφων-ωνος (σωλήνας). Γαλλ. siphon (<Λατ. siphon-onis), σιφώνι, σίφουνας
- (s)kep (κόβω, σπάζω) → σκάπτω. Γερμ. Schaben (ξύνω, ξυρίζω). Αγγ. shave
- (s)kel-a (σπάζω, χτυπώ) → κλάσμα, κλάδος, κλάση, κλώνος, κλήρος, σκαλίζω, σκαληνός. Λατ. scalpo (σκαλίζω). Αγγ. skill (ικανίτητα του νου να ξεχωρίζει)
- spek/skep (παρατηρώ προσεκτικά) → σκοπός, σκοπώ, σκοπεύω, σκέπτομαι, σκέψη. Λατ. specio (παρατηρώ, βλέπω). Γαλλ. espéce. Ιταλ. spezie. Γερμ. Spähen (κατασκοπεύω). Αγγ. spy. Ιταλ. spione
- αρχ. σκηνή. Λατ. scaena. Γαλλ. scene. Αγγ. scene
- αρχ. σχέδιο. Λατ. schedium. Ιταλ. schizzo → σκίτσο
- σκλάβος <Σκλαβηνοί= Σλάβοι < Slovene (Σλάβοι). Λατ. sclavus. Γαλλ. esclave. Ιταλ. schiavo. Αγγ. slave
- skot (σκιά-σκοτάδι) → σκότος, σκοτεινός, σκοτώ (σκοτώνω). Γερμ. Scatten. Αγγ. shadow
- αρχ. σμάραγδος → σμαράγδι. Λατ. smaragdus. Αγγ. emerald. Ισπ. esmeralda
- αρχ. σμίλη. Γερμ. Schmied. Αγγ. smith
- Ιτ. spaghetti (μακαρόνια) < spago (κορδόνι, σπάγκος) < σφάκος (λειχήνα που φύεται σε δρύες)
- spa-dh (μακρύ και πλατύ αντικείμενο) → σπάθη, σπαθί. Γερμ. Spaten. Αγγ. spade. Ιταλ. spalla (ωμοπλάτη) < Λατ. spatha <σπάθη
- σπανάκι. Λατ. spinachium. Γαλλ. epinard. Ιταλ. spinacio
- (s)per (διασκορπίζω, χύνω) → σπείρω, σπαρτός, σπορά, σπέρμα. Γερμ. Spreiten (διασκορπίζω). Αγγ. spread, spray → Γερμ. Sprühen
- sping (σπίνος) → σπίνος. Γερμ. Fink. Αγγ. finch
- Λατ. hospes (ξένος, φιλοξενούμενος) → hospitium (φιλοξενία) → οσπίτιον (σπίτι) → hotel, hospital
- λατ. status (κατάσταση, κράτος) → state κλπ <αρχ. ίσταμαι
- (s)teg (στεγάζω, καλύπτω) → στέγη, στεγανός, στεγνός. Λατ. tego, tegula (κεραμίδι). Γαλλ. tuile. Ιταλ. tegola. Γερμ. Dach (στέγη)
- stel (τοποθετώ, στήνω) → στήλη, στέλεχος, στόλος, στολή, στειλειάριον, στολίζω, (στήμονας, στήνω, στύλος- στύση <ίσταμαι). Αγγ. still (ακίνητος). Γερμ. Stellen (τοποθετώ, στήνω). Install (εγκαθιστώ, τοποθετώ)
- (s)ten (βογγώ, αναστενάζω) → στενάζω, στεντόρειος. Γερμ. Stöhnen (αναστενάζω)
- ster (σταθερός, συμπαγής) → στερεός, στερέωμα, στεριά, στηρίζω. Γερμ. Starren (παγώνω)
- steigh (βαδίζω, προχωρώ) → στοίχος (σειρά, γραμμή), στίχος (σειρά), στοιχείο, στοιχίζω. Γερμ. Steigen
- αρχ. στυππίον → (στουπί) < Λατ. stuppare (βουλώνω με στουπί) < Αγγ. stop. Γερμ. Stopfen (παραγεμίζω)
- streng (σφίγγω, πιέζω με δύναμη) → στραγγίζω, στρογγυλός → στρόγγυλος. Λατ. stringo (σφίγγω, συμπιέζω). Ιταλ. stringere. Γερμ. Streng (αυστηρός). Αγγ. strong (δυνατός)
- stera (απλώνω, σκορπίζω) → στέρνο, αστήρ, στρώνω, στρώμα, στρατός. Λατ. sterno (στρώνω), structura (κατασκευή, δομή). Γερμ. Streuen (σκορπίζω). Αγγ. strew
- αρχ. σύκον. Λατ. ficus. Γαλλ. figue. Γερμ. Feige. συκώτι → Λατ. ficatum. Γαλλ. foie. Ιταλ. fegato
- σύμβολο. Λατ. symbolus. Γερμ. symbol
- σύστημα < (συν+ίστημι). Λατ. systema. Γερμ. System
- σφαίρα. Λατ. sphaera. Γερμ. Sphäre
- σχήμα (<έχω). Λατ. schema. Γερμ. schema
- skei (κόβω, διανοίγω) → σχίζω, σχίζα, ισχισμή. Λατ. scindo. Γερμ. Scheiden
- σχολή (<έχω). Λατ. schola. Γαλλ. ecole. Γερμ. Schule. Ιτ. scuola

Ψ, ψ

- psul (ψύλλος) → ψύλλος. Λατ. pulex. Γαλλ. puse. Ιταλ. pulce. Γερμ. Floh
- Αγγ. psychedelic < psyche (ψυχή) + del (δηλώνω)

Υ, υ

- ud-r (νερό) → ύδωρ. Γερμ. wasser. Αγγ. water
- up-er (υπεράνω, προς τα πάνω) → υπέρ, υπό, ύπτιος, υψηλός, ύψος. Λατ. super. Γερμ. Über. Αγγ. over. Γερμ. Auf (πάνω). Αγγ. up
- webh (υφαίνω) → υφαίνω, υφή, ύφος. Γερμ. Weben. Αγγ. weave

Σ, σ

Σ
- Αρχ. σάκ(κ)ος → σακάκι, σακί, σακούλα. Λατ. saccus. Γαλλ. sac. Γερμ./Αγγ. Sack. Ισπ. saco
- Αρχ. σάκχαρον. Ιταλ. zucchero. Γερμ. Zucker
- σαλάμι <Ιταλ. salami < Λατ. salsus (αλατισμένος) <sal-lis (αλάτι) <αρχ. άλας, άλς. Επίσης :σαλάτα salare, σάλτσα → Γαλλ. sauce
- Ιτ. salto (σάλτο) < Λατ. saltus (πήδημα) < αρχ. άλμα
- Αρχ. σανδάλιον → Λατ. sandalium. Γαλλ. sandale
- αρχ. σάπων (σαπούνι). Λατ. sapo-onis. Γαλλ. savon. Ιτ. sapone. Γερμ. Seife.
- Αρχ. σειρά → Αγγ. serial. Γαλλ. serie
- Αρχ. σέλας → σελήνη. Λατ. luna <luy-cis (φως)
- σενάριο <Λατ. sc(a)ena < αρχ. σκηνή
- σέρι. Αγγ. sherry (λικέρ κρασιού) <αρχ. κέρασος
- σήμα → σημείο, σημαία, άσημος, επίσημος, σημαίνω. Λατ. signum (σήμα, σημείο). Γαλλ. dessin (σχέδιο, σχήμα). Από σημαντικός <Γαλλ. semantique. Επίσης Λατ. signare (σημειώνω, υπογράφω). Αγγ. signature (υπογραφή), σινιέ, σινιάλο
- σιγή. Γερμ. Schweigen (σωπαίνω)
- σίφων-ωνος (σωλήνας). Γαλλ. siphon (<Λατ. siphon-onis), σιφώνι, σίφουνας
- (s)kep (κόβω, σπάζω) → σκάπτω. Γερμ. Schaben (ξύνω, ξυρίζω). Αγγ. shave
- (s)kel-a (σπάζω, χτυπώ) → κλάσμα, κλάδος, κλάση, κλώνος, κλήρος, σκαλίζω, σκαληνός. Λατ. scalpo (σκαλίζω). Αγγ. skill (ικανίτητα του νου να ξεχωρίζει)
- spek/skep (παρατηρώ προσεκτικά) → σκοπός, σκοπώ, σκοπεύω, σκέπτομαι, σκέψη. Λατ. specio (παρατηρώ, βλέπω). Γαλλ. espéce. Ιταλ. spezie. Γερμ. Spähen (κατασκοπεύω). Αγγ. spy. Ιταλ. spione
- αρχ. σκηνή. Λατ. scaena. Γαλλ. scene. Αγγ. scene
- αρχ. σχέδιο. Λατ. schedium. Ιταλ. schizzo → σκίτσο
- σκλάβος <Σκλαβηνοί= Σλάβοι < Slovene (Σλάβοι). Λατ. sclavus. Γαλλ. esclave. Ιταλ. schiavo. Αγγ. slave
- skot (σκιά-σκοτάδι) → σκότος, σκοτεινός, σκοτώ (σκοτώνω). Γερμ. Scatten. Αγγ. shadow
- αρχ. σμάραγδος → σμαράγδι. Λατ. smaragdus. Αγγ. emerald. Ισπ. esmeralda
- αρχ. σμίλη. Γερμ. Schmied. Αγγ. smith
- Ιτ. spaghetti (μακαρόνια) < spago (κορδόνι, σπάγκος) < σφάκος (λειχήνα που φύεται σε δρύες)
- spa-dh (μακρύ και πλατύ αντικείμενο) → σπάθη, σπαθί. Γερμ. Spaten. Αγγ. spade. Ιταλ. spalla (ωμοπλάτη) < Λατ. spatha <σπάθη
- σπανάκι. Λατ. spinachium. Γαλλ. epinard. Ιταλ. spinacio
- (s)per (διασκορπίζω, χύνω) → σπείρω, σπαρτός, σπορά, σπέρμα. Γερμ. Spreiten (διασκορπίζω). Αγγ. spread, spray → Γερμ. Sprühen
- sping (σπίνος) → σπίνος. Γερμ. Fink. Αγγ. finch
- Λατ. hospes (ξένος, φιλοξενούμενος) → hospitium (φιλοξενία) → οσπίτιον (σπίτι) → hotel, hospital
- λατ. status (κατάσταση, κράτος) → state κλπ <αρχ. ίσταμαι
- (s)teg (στεγάζω, καλύπτω) → στέγη, στεγανός, στεγνός. Λατ. tego, tegula (κεραμίδι). Γαλλ. tuile. Ιταλ. tegola. Γερμ. Dach (στέγη)
- stel (τοποθετώ, στήνω) → στήλη, στέλεχος, στόλος, στολή, στειλειάριον, στολίζω, (στήμονας, στήνω, στύλος- στύση <ίσταμαι). Αγγ. still (ακίνητος). Γερμ. Stellen (τοποθετώ, στήνω). Install (εγκαθιστώ, τοποθετώ)
- (s)ten (βογγώ, αναστενάζω) → στενάζω, στεντόρειος. Γερμ. Stöhnen (αναστενάζω)
- ster (σταθερός, συμπαγής) → στερεός, στερέωμα, στεριά, στηρίζω. Γερμ. Starren (παγώνω)
- steigh (βαδίζω, προχωρώ) → στοίχος (σειρά, γραμμή), στίχος (σειρά), στοιχείο, στοιχίζω. Γερμ. Steigen
- αρχ. στυππίον → (στουπί) < Λατ. stuppare (βουλώνω με στουπί) < Αγγ. stop. Γερμ. Stopfen (παραγεμίζω)
- streng (σφίγγω, πιέζω με δύναμη) → στραγγίζω, στρογγυλός → στρόγγυλος. Λατ. stringo (σφίγγω, συμπιέζω). Ιταλ. stringere. Γερμ. Streng (αυστηρός). Αγγ. strong (δυνατός)
- stera (απλώνω, σκορπίζω) → στέρνο, αστήρ, στρώνω, στρώμα, στρατός. Λατ. sterno (στρώνω), structura (κατασκευή, δομή). Γερμ. Streuen (σκορπίζω). Αγγ. strew
- αρχ. σύκον. Λατ. ficus. Γαλλ. figue. Γερμ. Feige. συκώτι → Λατ. ficatum. Γαλλ. foie. Ιταλ. fegato
- σύμβολο. Λατ. symbolus. Γερμ. symbol
- σύστημα < (συν+ίστημι). Λατ. systema. Γερμ. System
- σφαίρα. Λατ. sphaera. Γερμ. Sphäre
- σχήμα (<έχω). Λατ. schema. Γερμ. schema
- skei (κόβω, διανοίγω) → σχίζω, σχίζα, ισχισμή. Λατ. scindo. Γερμ. Scheiden
- σχολή (<έχω). Λατ. schola. Γαλλ. ecole. Γερμ. Schule. Ιτ. scuola

Μ, μ

- mag (φτειάχνω, πλάθω) → μαλάσσω, μάκτρο, μάγμα, μάζα. Λατ. massa. Γερμ. Machen, Masse. Αγγ. make
- men-dh (ρίζα ευρείας διάδοσης που συνδέεται με τη σκέψη και πνευματικές δραστηριότητες) → μανθάνω, μήμη, μνημείο, Μούσα, αυτόματος, μένος, μανία, μάντης. Λατ. mens-ntis (νους, σκέψη, μυαλό). Ισπ. mente
- Μάϊος < Λατ. Maius. Θηλ. Maia < Maiesta μητέρα του Ερμή = μέγιστη < μέγας
- mak (μακρός-λεπτός) → μακρός, μήκος. Λατ. macer (ισχνός, λεπτός). Γαλλ. maigre. Γερμ. mager
- ml-ak (μαλακός) → μαλακός, μαλθακός, αμβλός, βλάξ. Λατ. mollis (μαλακός). Ιταλ. molle. Ισπ. muelle
- mel (πολύς, μεγάλος) → μάλλον, μάλιστα, μάλα. Λατ. multus (πολύς, άφθονος), melior (καλύτερος). Γαλλ. meilleur. Ιταλ. migliore, molto
- Λατ. manus (χέρι) → μανάρι, μανίκι, μάνατζερ, μανιβέλα, μανουάλι, μανούβρα, μαντήλι, μανσέτα
- Αρχ. μάργαρον → μαργαριτάρι → Μαργαρίτα. Λατ. margarita. Σκανδ. ov. Greta
- Μάρτιος < Λατ. Mars-tis (Άρης Θεός)
- meg-a (μεγάλος, ογκώδης) → μέγας, μείζων, μέγιστος, μέγεθος, μέγαιρα. Λατ. magnus-major (συγκρ)-maximus (υπερθ), magister-stri (διοικητής) → μάγιστρος, μάστορας, μαέστρος. Αγγ. master
- med (μετρώ, υπολογίζω) → μέδιμνος (αρχαίο μέτρο χωρητικότητας) Μήδεια, Διομήδης. Λατ. modius, modus (τρόπος, μέτρο). Γαλλ. mode. Γερμ. Messen (μετρώ). Ιταλ. modello. Γαλλ. modele
- meik (αναμειγνύω) → μείγμα, μικτός, μιγάς, μίξη. Λατ. mixtus (ανακατεμένος). Γαλλ. mixte. Γερμ. mischen
- mei (μειώνω,ελαττώνω) → μειώνω, μείων, μείον. Λατ. minor. Γαλλ. mineur
- meli-t (μέλι) → μέλι, μειλίχιος, μελιχρός. Λατ. mel-llis. Γαλλ. Ισπ. miel
- μενού < Γαλλ. menu < Λατ. minutus (μικρός)
- μέντιουμ < Ιταλ. medium (μέσος) < Λατ. medius (μέσος, μισός)
- men (μένω, παραμένω) → μένω, μόνος, μονή, μενετός. Λατ. maneo (μένω). Γαλλ. maison. Ιταλ. magione
- smer (θυμούμαι, σκέπτομαι, συμμετέχω) → μείρομαι (μοιράζω) → μάρτυρας, μέριμνα, μέρος ,μοίρα, μερίδα, μόριο, αμαρτάνω, ειμαρμένη. Λατ. memoria (μνήμη), mereo (λαμβάνω μερίδιο), meritum (μισθός). Γαλλ. merite (μισθός, αμοιβή), merci < Λατ. merces-edis (μισθός-αμοιβή)
- medh-yo (μεσαίος, μέσος) → μέσος, μεσαίος. Λατ. medius. Γαλλ. milieu. Γερμ. Mittel. Αγγ. middle
- Αρχ. μετά. Γερμ. mit
- Αρχ. μέταλλον. Λατ. metullum. Γερμ. Metall
- Αρχ. μέτρον. Λατ. metior (μετρώ), metrum. Γερμ. Meter
- Αρχ. μήκων (παπαρούνα). Γερμ. Mohn
- men-s (σελήνη-μήνας) → μήνα, μήνη (σελήνη.αρχ.). Λατ. mensis. Γαλλ. mois. Ιταλ. mese. Γερμ. Monat
- ma-ter → μητέρα. Γερμ. Mutter. Αγγ. mother. Ισπ. madre
- Αρχ. μηχανή. Λατ. machina. Γερμ. Macht (ισχύς, δύναμη), mogen (μπορώ). Αγγ. might, may
- smeik (μικρός, ψίχουλο) → μικρός (όχι από το ¨μείων¨). Λατ. mica (ψίχουλο). Ιταλ. mica. Γερμ. Schmach (μικρότητα, αίσχος)
- Αρχ. μισθός. Γερμ. Miete (ενοίκιο)
- Αρχ. μύρτον → μυρσίνη → λατ. myrtatum (αλλαντικό με μυρσίνη) → Ιταλ. mortadella
- Αρχ. μορφή → μορφώνω → Λατ. forma
- μούστος < Λατ. mustum (vinum), νέος οίνος < mustus (νέος) → Ιταλ. mostarda
- Αρμ. Βαλλίζω → μπάλλος (Ιταλ. ballo) «χορός», μπαλλάντα, μπαλλαντέζα, μπαλλέτο, μπαλλαντέρ, μπαλλαρίνα
- μπάνιο < Ιταλ. bagno < Αρχ. βαλανείον (ζεστό μπάνιο)
- μπάρμπας, μπαρμπούνι, βαρβάτος, μπαρμπέρης < Λατ. barba (γενειάδα, πηγούνι)
- μπάστα, μπαστούνι, βατονέτα < Λατ. bastare <Αρχ. βαστάζω
- μπέικον < Αγγ. bacon < Αγγ. back (πλάτη)
- μπόρα < Λατ. borea < Αρχ. βορέας/βορράς
- μπράτσο, μπρασελέ <βραχίων
- μπριγιάν, μπριλάντι < Ιταλ. brillare (λάμπω, γυαλίζω) < Λατ. beryllus < Αρχ. Βήρυλλος
- mus (ποντικός) → μυς. Λατ. mus. Γαλλ. muscle. Γερμ. Maus

Α, α

- ghadh → αγαθός. Γερμ. Gut. Αγγλ. good
- ank (κάμπτω) → αγκ-ύλος, αγκ-ών, αγκ-άλη, άγκ-υρα → Γερμ. Angel, Αγγλ. angle (γωνία), England (Αγγλία)
- agro → αγρός → Γερμ. Acker, Αγγλ. acre
- angh (πνίγω, σφίγγω) → άγχος. Γερμ. Angst
- ag (οδηγώ) → άγω, αγωγός, αγώνας. Γαλλ. και Αγγλ. action Γερμ. Erziehung (αγωγή)
- awi (πτηνό) → αετός. Λατιν. avis. Γαλλ. οiseau
- afήr (αέρας) → αήρ, αίρω (υψώνω). Γαλλ. air. Γερμ. Luft (αέρας)
- aidh (καίω) → αιθήρ. Γαλλ. ete΄. Γερμ. Ather
- αίνος (εγκωμιαστικός λόγος). Γερμ. Eid (όρκος)
- awis-dh (ακούω, αντιλαμβάνομαι) → αισθάνομαι. Λατ. audio, Γαλλ. ouir. Ιταλ. udire
- aiw (διάρκεια, ζωτική δύναμη) → αεί, αιών, Λατ. aevum. Γαλλ. age. Ιταλ. etá. Γερμ. Ewig
- ak. (οξύς, αιχμηρός) → ακίδα, ακμή, άκρη, ακόνη, άκμων, ακτή, οξύς. Λατ. acies. Γαλλ. aigu. Γερμ. Ecke. Aγγ. edge
- kew (προσέχω, ακούω) → ακούω. Λατ. cautio (προσοχή). Ιταλ. cauzione. Γερμ. Horen. Αγγλ. hear
- sal (αλάτι) → άλας. αλμυρός, αλιεύς, Λατ. sal. Γαλλ. sel. Γερμ. Salz, Αγγ. salt
- lei-bh → αλείφω (κολλώ). Γερμ. Leben, Bleiben (μένω, διαμένω). Αγγ. live, leave
- leit (αμαρτάνω) → αλιτήριος (κακός). Γερμ. Leid (θλίψη). Αγγλ.loath (μισώ). Γαλλ. laid (άσχημος)
- al → άλλο, αλλάζω. Λατ. alius-aliud, alter (έτερος). Γαλλ. autre. Ιταλ. altro. Γερμ. Αnder. Αγγλ. other
- sel (πηδώ) → άλμα. Λατ. salio, altus. Γαλλ. sailir. Ιταλ. saltare, alto (ψηλό)
- Λατ. album, albus (λευκός) → Γερμ. Album (λεύκωμα, λευκός πίνακας)
- wel-w (κυλώ. περιστρέφω) → αλυσίδα, έλικας, Αίολος. Λατ. volvo (κυλώ). Γερμ. Welle (κύμα-κύλινδρος), ρήμα Walzen (στροβιλίζομαι) → Waltzer (ο χορός βάλς). Γαλλ. valse. Ιταλ. volgere
- al-bh → αλφός, λευκός. Λατ. albus (λευκός). Γαλλ. aube (αυγή). Γερμ. Elbe (ο ποταμός Ελβας)
- sem (ένας, ενιαίος) → ένας, απλός (sem-pl-os). Λατ. simplus. Γαλλ. simple. Γερμ. Sammeln (συγκεντρώνω), Αγγλ. same, some (όλες οι σημασίες έχουν ως βάση τη μονάδα)
- mer (πεθαίνω) → άβροτος (αθάνατος). Λατ. mors-tis (θάνατος). Γαλλ. mort. Γερμ. Mord. Αγγλ. murder
-αμφορέας → Λατ. amphora → ampulla→ Γαλλ. ampoule
- αμύγδαλο → Λατ. amygdala → Γαλλ. amande, Γερμ. Mandel
- αμφί (και από τις δύο πλευρές) → Γερμ. Um (τριγύρω)
- an → ανά (επάνω, επί) → Γερμ. an (πάνω σε , επί). Αγγλ. on
- αναβλύζω → Γερμ. Quelle (πηγή)
- αναλύω → Γερμ. Analysis
- άνευ (χωρίς) → Γερμ. Ohne (χωρίς)
- nept → ανεψιός. Γαλλ. neveu. Αγγλ. nephew. Γερμ. Neffe
- αξίνη → αξίνα. Λατ. ascia. Γερμ. Axt. Αγγλ. axe
- ak-s → άγω (οδηγώ) → άξων. Γαλλ. axe. Γερμ. Achse (άξονας)
- (s)pel (μιλώ έντονα) → απειλώ. Γαλλ. appeler. Γερμ. Bei-Spiel (παράδειγμα)
- από → Λατ. ab. Γερμ. Ab. Αγγλ. of, off
- τίθημι → αποτίθημι (αποθέτω)-αποθήκη → Γερμ. Apotheke
- απολαύω (απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι). Γερμ. Lοhn (αποδοχές, μισθός)
- απολογούμαι → Γερμ. Apologie
- απόλυτος (από+λύω) → Λατ. absolve (ab+solvo «λύω») → absolutus (απόλυτος)
- Ιταλ. a Dio (στον Θεό.) → addio → αντίο → Γαλλ. adieu. Γερμ. Tschüs<tjus<adjuus
- Αραβικό: sifr (κενό, μηδέν). O fibonacci → zephirum → zero (μηδέν) → Γερμ. Ziffer (αριθμός). Η Ελλ. Λέξη αριθμός<αραρίσκω (τακτοποιώ) βλ. άρμα, άρτος, αρμός, αρέσκω, αρμονία
- άρκτος (αρκούδα) → Λατ. ursus. Γαλλ. ours. Ιταλ. orso
- melg → Αλμέγω (αρμέγω). Λατ. mulgeo. Γαλλ. emulsion (γαλάκτωμα). Γερμ. Milch. Αγγλ. milk
- άρπα → Γερμ. Harfe
- ασβόλη (καπνιά, στάχτη) → Γερμ. Asche. Αγγλ. ash(es)
- ster (διασκορπισμένος, απλωμένος) → Αστέρας. Λατ. stella.Γαλλ. etoile. Γερμ. Stern. Ιταλ. stella
- άσυλο → Γερμ. Asyl
- teng (υγραίνω, βρέχω) → άτεγκος (α+τέγγω «υγραίνω») : αυτός που δεν μαλακώνει, ο άκαμπτος. Γερμ. Tunken (βουτώ, βυθίζω)
- aw-eg (αυξάνω) → αυξάνω. Γαλλ. augmpnter. Γερμ. Wachsen
- men (συνδέεται με τη σκέψη & πνευματικές λειτουργίες) → μανθάνω, μνήμη, αυτόματος. Γερμ. Automatisch

Β, β

- Ιταλ. vagone → Γερμ. Wagen (όχημα)
- gwem (βημ)(πηγαίνω, προχωρώ) → βαίνω, βάση, βαθμός, βαδίζω, βήμα, βέβαιος. Λατ. venire. Γαλλ. venir. Γερμ. kommen<kwem-a (αρχ.Γερμ.)
- Γερμ. Wandal. Ονομ. Γερμανικού Φύλου → Βάνδαλος
- gwer-u (βαρύς) → βαρύς, βάρος. Λατ. gravis, brutus. Γαλλ. grave, brut. Γερμ. Schwer (βαρύς, δύσκολος)
- gwel (βελ)(ρίχνω, πετάω) → βέλος, βάλλω, βολή, βλήμα, βουλή, βούλομαι. Γερμ. Quelle (πηγή)
- βούτυρο (βούς+τυρί) → Γερμ. Butter
- βροντή → Γερμ. Brummen (βουίζω, μουρμουρίζω)
- βρύο (φυτό πόα) → Γερμ. Kraut (λάχανο, χόρτο)

Ε, ε

- egho → εγώ. Λατ. ego. Γερμ. Ich (<αρχ. Γερμ. ek-an)
- sed (τοποθετώ, καθίζω) → έδρα, εδώλιον, εδραιώνω, πολύεδρο. Λατ. sedeo. Ιταλ. sedere. Γαλλ. asseoir. Γερμ. Sitzen. Αγγ. sit.
- swedh (έθιμο, συνήθεια) → έθος (συνήθεια), έθ-νος, ήθος, εθίζω. Γερμ. sitte
- weid (βλέπω, γνωρίζω) → ειδέναι (απρμφ του οίδα «γνωρίζω») → είδος, ειδήμων, ιδέα, είδηση, είδωλο, ιδανικός, ιστορία (ίστωρ «γνώστης»). Λατ. video. Γαλλ. voir. Ιταλ. videre. Γερμ. Wissen
- esmi → ειμί, είμαι. Λατ. est. Γαλλ. est. Γερμ. Ist
- Αρχ. είμι (έρχομαι-πηγαίνω) → ιόν, ανιόν, προϊόν . Αγγ. anion, Γαλ. produit
- εκκαλώ → εκκλησία. Γαλλ. eglise. Κυριακός οίκος ή Κυριακόν δώμα (οίκος του Κυρίου) → Γερμ. Kirche. Αγγ. church
- έκλειψη (εκλείπω) → Αγγ. eclipsis. Γαλλ. Eclipse
- le(n)ghw (ελαφρός) → ελάσσων, ελαφρός, ελαττώνω. Λατ. levis. Γαλλ. leger. Ιταλ. lieve. Γερμ. Leicht (ελαφρύς). Αγγ. light
- έλατο. Γερμ. Linde (φιλύρα). η περιώνυμη οδός του Βερολίνου
- el (κινώ) → ήλθον, ελαύνω, έλασμα, ελαστικό. Γαλλ. aller (πηγαίνω). Λατ. elasticus. Ιταλ. elastico
- wel (θέλω) → ελπίδα, απελπίζω. Λατ. velle. Γαλλ. vouloir. Ιταλ. volere. Γερμ. Wollen (θέλω), wille (θέληση). Αγγ. will, well
- me → εμέ, εμένα, μου. Λατ. Γαλλ. Ιταλ. Ισπ. me. Γερμ. Mich
- wem → εμετός, εμών. Λατ. vomo. Γαλλ. vomir. Ιταλ. vomitare
- en (πρόθεση που δηλώνει στάση, τόπο) → εν. Λατ. Γαλλ. en. Γερμ. Αγγ. in
- ένεση (εν+ίημι «ρίχνω, εγχέω») → Λατ. ingectio. Γερμ. Injektion
- εννέα. Λατ. novem. Γαλλ. neuf. Ιταλ. nove. Γερμ. Neun. Αγγ. nine
- εντελβάις (φυτό των Αλπεων) = edel (ευγενής, πολύτιμος) + weiß (λευκός)
- έξι → Λατ. sex. Ιταλ. sei. Γερμ. Sechs
- επιβιώνω (επι+βιώ «βίος»). Λατ. super (επι) + vivere (βιώνω). Γαλλ. survivre. Γερμ. uber+leben. Ιταλ. sopratvvivere
- sekw (ακολουθώ) → επόμενος, οπαδός. Λατ. sequor, secundus, socius, societas. Γαλλ. suivr, second. Ιταλ. secondo → societe, societa, society
- werg-on → έργο, εργαλείο, όργανο, ρέκτης (δραστήριος). Γερμ. Werk. Σουηδ. verk
- reip (γκρεμίζω, ερειπώνω) → ερείπιο. Λατ. repa. Γαλλ. rive. Ιταλ. riva. Γερμ. Reif
- έρμα (πρόσθετο βάρος). Γερμ. Schwer (βαρύς, δύσκολος). Λατ. serius (σπουδαίος)
- serp (έρπω) → ερπετό, έρπω. Λατ. serpo. Γαλλ. serpent. Ιταλ. serpente
- reudh (κόκκινος) – ερυθρός. Λατ. rubber. Γαλλ. rouge. Γερμ. Rot
- twe (τσε) → εσένα. Λατ. Γαλλ. te. Γερμ. Dich
- vesper (βράδυ) → έσπερος. Εσπερία (η Ιταλία & η Ισπανία). Λατ. vesper. Γαλλ. vepres. Ιταλ. vespro (βράδυ)
- εσπρέσο< Λατ. ρ. exprimo (πιέζω, εξαναγκάζω, εκφράζω)
- tu → εσύ. Λατ. Γαλλ. tu. Γερμ. Du
- wet (έτος) →έτος, βετεράνος, πέρυσι, επέτειος. Λατ. vetus (παλαιός). Γαλλ. vieux. Ιταλ. vecchio
- yor-a (έτος, εποχή) → ώρα, ώριμος, ωραίος, αγώρι (όχι αγόρι). Γερμ. Jahr. Αγγ. year
- Γερμ. Denken (σκέπτομαι) → Danke (ευχαριστώ =ευγνώμων σκέψη). Αγγ. think-thanks
- segh (έχω, κρατώ, κατέχω) → έχω, έξις, σχήμα, σχεδόν, άσχετος, εξής. Γερμ. Sieg (νίκη). Ιταλ. sigura
- ausos (αυγή) → έωλος, εωσφόρος, ηώς (αυγή), αύριο. Λατ. aurora. Γαλλ. aurore. Γερμ. Osten. Αγγ. east. Επίσης Λατ. auris (χρυσός) + Γαλλ. or (μέταλλο κοκκινωπού χρώματος, όπως η αυγή)

Ν, ν

- naus (πλοίο) → ναύς, ναύτης, ναύλος, ναυαγός. Λατ. navis. Ισπ. nave. Γαλλ. navive
- nem (μοιράδω, διαμένω) → νέμω, νομή, νόμος, νέμση, νομίζω, νομός. Γερμ. Nehmen (παίρνω)
- new (νέος) → νέος, νεοσσός. Λατ. novus. Γαλλ. nouveau. Γερμ. Neu
- (s) ne (γνέθω, κλώθω) → αρχ. νέω → νήμα, νεύρο (ίνα, χορδή). Γερμ. Nadel (βελόνα). Αγγ. needle. Λατ. nervus (νεύρο). Γαλλ. nerf. Ιταλ. nervo
-Νεφέλη, νέφος → λατ. nebula (ομίχλη). Γερμ. Nebel
- νεφρό → Γερμ. Niere
- Αρχ. νέω και νήχω (κολυμπώ). Λατ. no/nato (κολυμπώ) → Ισπ. nadar. Ιταλ. nature
- Αρχ. νήσσα (πάπια). Λατ. anaw-tis. Ιταλ. anatra. Γερμ. Ente
- sneigwh (χιόνι) → νείφει (χιονίζει), νιφάδα. Λατ. nix, nivis. Γαλλ. neige. Ιταλ. neve. Γερμ. Schnee
- Λατ. nux-cis (καρύδι) → nucleus (πυρήνας) → νουκλεϊκός. Αγγ. nucleic. Επίσης νουγκατίνα, nut (καρύδι) → ντόνατ
- nu (τώρα) → νυν, (ίσως & νέος). Λατ. nunc. Γερμ. Nun. Αγγ. now
- n(o)gwh (νύχι) → νύχι, όνυχας. Λατ. unguis. Γαλλ. ongle. Ιταλ. unghia. Γερμ. Nagel. Αγγ. nail
- nekwt (νύχτα) → νύχτα. Λατ. nox-ctis. Γαλλ. nuit. Ιταλ. notte. Γερμ. Nacht

Π, π

- pag/pak (στερεώνω, δένω, σταθεροποιώ) → πάγος, πήζω, παγωτό, παγίδα, πάγιος, πάχνη, άπαξ, πάσσαλος, πηγή, πακτώνω. Λατ. pango (στερεώνω) → pactum (συνθήκη-σταθερή συμφωνία) → com-pactus (συμπαγής) → Γαλλ. paix. Ιταλ. pace. Αγγ. peace. Λατ. pagina (σταθερή κληματαριά) → Αγγ. page
- πάσχω < πάθος → passion
- pau (μικρός, λίγος) → παιδί → παίζω → παίγνιο, πώλος (πουλάρι). Λατ. pullus (μικρό ζώο) → πουλί. Γερμ. Fohlen. Αγγ. foal
- pela (ευρύς, πλατύς – επίπεδος) → παλάμη, πλάκα, πέλαγος. Λατ. palma (παλάμη). Γαλλ. paume. Ισπ. palma. Αγγ. palm
- πανικός, πανίδα < θεωνύμιο Πάν-νός (αρκαδικός ποιμενικός θεός) → Αγγ. panic. Γερμ. Panik
- παραβολή → Λατ. parabolaro → Ιταλ. parlare (παρλάρω, ομιλώ)
- Λατ. passus (βήμα) → Ιταλ. passare (περνώ) → πάσο. Γαλλ. passé, Αγγ. pass. Επίσης πασαρέλα
- Λατ. panis (ψωμί) → υποκ. pastillus (μικρό στρογγυλό ψωμάκι) → Ελλ. παστέλι. Γαλλ. pastille, Ιταλ. pastiglia
- Αρχ. παστός – πάστα. Ιταλ. pasta. Γαλλ. paté
- pater (πατέρας) → πατέρας, πατρίδα, πάτριος. Λατ. pater. Γερμ. Vater
- ped (πόδι) → πέδη, πεδίο, πεδιάδα, πεζός, πηδάλιο, πηδώ, πόδι. Λατ. pes-dis. Γαλλ. pied. Ιταλ. piede, Γερμ. Fuß, Αγγ. foot
- bhendh (δένω, συνδέω) → πεθερός. Γερμ. Binden (δένω). Αγγ. bind
- bheidh (πείθω, εμπιστεύομαι) → πείθω, πείσμα, πίστη. Λατ. fido (πείθω, εμπιστέυομαι). Γαλλ. fier. Ιταλ. fidare. Αγγ. faith
- per (ρίζα δηλωτική κατεύθυνσης σε πολλές Ι.Ε γλώσσες) → πέρα, περνώ, περί, προ, πριν, προς, πέρας, πόρος, πρίσμα, πείρα, περαιώνω, πόρνη, πορθμός, πειρατής, περόνη, πράττω, πρέπει, πριόνι, πειρώμαι (αποπειρώμαι), πορεία, πορεύομαι. Λατ. per. Γερμ. Ver. Αγγ. for
- pela¹ (πλατύς, επίπεδος) → πέλαγος, παλάμη, πλατύς, πλάτη, πλάκα, πλάγιος, πλάσσω, πλήττω, πλευρό, πλάσμα, πλήκτρο, πληγή, πλανήτης, πλαταμών (πλατύς βράχος), Πλάτων, πλαταιές. Λατ. palma (παλάμη). Γαλλ. paume. Αγγ. palm. Λατ. planus (επίπεδος, ομαλός). Γαλλ. plain. Λατ. plattus (πλατύς) → πιάτο. Ιταλ. piatto. πλατεία → Λατ. platea → Ιτ. piazza. Γερμ. Flach. Αγγ. flat
- pela² (ωθώ, προσκρούω) → πελάζω (πλησιάζω), πλησίον, πελάτης, έπιπλο, πάλλω, παλμός, πόλεμος. Λατ. pello (ωθώ, κινώ) Γαλλ. apeller. Λατ. pulso, μτχ. pulsus (χτυπώ, κρούω). Γαλλ. pousser. Αγγ. push, pulse. Ιταλ. polso
- pela³ (γεμίζω, πληρώ) → πλέον, ιπιό, πολύς, πλήθος, πλήρης, πλημμύρα, πλείστος, πλέον, πλειάδες (αστερισμός). Λατ. plenus (γεμάτος). Γαλλ. plein. Ιταλ. pieno. Γερμ. Voll, Αγγ. full
- pel (τυλίγω, καλύπτω) → πέλμα. Λατ. pellis (δέμα). Γαλλ. peau. Ιταλ. pelle. Γερμ. Fell
- πέος → Λατ. penis (πέος, ουρά), peniculus (ουρίτσα) → Αγγ. pencil (μολύβι), penicillin (πενικιλίνη)
- perd (πέρδομαι) → πέρδομαι, πορδή, πέρδικα. Γερμ. Farzen. Αγγ. fart
- Λατ. cadere (πίπτω, πέφτω) → casus (περίπτωση). Ιταλ. caso. Αγγ. case. Ελλ. περί-πτωση (περι+πίπτω), περι-πέτεια (περί+πίπτω)
- peta (ανοίγω, εκτείνω) → πετάννυμι (απλώνω, εκτείνω), πτηνό, πτώση, πίπτω, πετώ, πετεινός, πτήση, ποταμός, πέφτω, φτερό, πέταλο. Λατ. pateo (απλώνω), spatium (διάστημα, χώρος). Γαλλ. espace. Αγγ. space. Λατ. penna (φτερό). Γερμ. Feder (φτερό). Αγγ. feather
- πεύκο → Γερμ. Fichte
- po(i) (πίνω) → πίνω, πόση, ποτό, πότης, ποτήρι, άμπωτη. Λατ. bibo (πίνω). Γαλλ. boire. Λατ. potio (ποτό) → Γαλλ. poison
- piq (πίσσα) → πίσσα & πίττα. Λατ. pix-cis. Γαλλ. poix. Ιταλ. pece. Γερμ. Pech. Αγγ. pitch πίτσα < αρχ. πίττα
- pel (διπλώνω, πτυχώνω) → πλέκω, πλοκή, πλέξη, πλέγμα, πλοκάμι, πέλος, πλεκτάνη. Λατ. ex-plico (ξεμπλέκω), im-plico (εμπλέκω). Γαλλ. expliquer. Γερμ. Flechten (διπλώνω). Αγγ. fold
- pleu (πλέω, ρέω – κολυμπώ) → πλέω, πλένω, πλοίο, πλούτος, πνεύμονας, πλωτός. Λατ. pluere (βρέχω). Γαλλ. pleuvoir. Ιταλ. piovere. Γερμ. Fließen. Αγγ. fleet. Επίσης με την έννοια «ρέω-πετώ» → Γερμ. Fliegen. Αγγ. fly. Επίσης Γερμ. Flut (πλημύρα). Αγγ. flood. (Η πλημύρα στα Ελληνικά < πίμπλημι < pela³ (γεμίζω, πληρώ)
- pneu (ανασαίνω, ξεφυσώ) → πνέω, πνεύμα, πνοή. Γερμ. Niesen. Αγγ. sneeze (φταρνίζομαι)
- παύω → παύσις< Λατ. pausa
- peik (χαράσσω, τέμνω, κόβω) → πικρός (αρχ.σημ. αιχμηρός, διαπεραστικός). Λατ. pingo (ζωγραφίζω). Γαλλ. peindre. Αγγ. paint. Ιταλ. pingere. Λατ. μτχ. pictus → picture (εικόνα, ζωγραφιά) → Αγγ. picture
- poi (προστατεύω, φυλάσσω) → ποιμήν, ποιμένας, πώμα. Λατ. pasco (βόσκω). Γαλλ. paitre. Ιταλ. pascere. Γερμ. Futter (φόδρα-θήκη)
- ποινή → Λατ. poena. Γαλλ. peine (πόνος, μόχθος) → Αγγ. pain. Γερμ. Pein. Ιταλ. pena
- πολιτεία. Λατ. politia → Γαλλ. police. Γερμ. Polizei. Ιταλ. polizia
- πόντος (θάλασσα) → ποντίζω, υπερπόντιος. Λατ. pons-ntis (γέφυρα). Γαλλ. pont. Ιταλ. ponte. Γερμ. Pfad. Αγγ. path (μονοπάτι, πέρασμα)
- πρόβλημα < προ + βάλλω < problem
- πρόθεση <προ + τίθημι → Λατ. praepositio. Γερμ. Präposition. Ιταλ. preposizione
- προϊόν <προ + είμι = έρχομαι, θα πάω. Γαλλ. produit, progressif. (προοδευτικά)
- Αρχ. πίαρ (ζωϊκό λίπος) → πίων-ονος (λιπαρός) → Γαλλ. propionique (προπανικο) (pro (προ) + pion) → propane (προπάνιο)
- προσκυνώ (προς + κυνώ (φιλώ) → Γερμ. Küssen. Αγγ. kiss
- πρώην <πρό (< Ι.Ε. per ρίζα δηλωτική κατεύθυνσης) → πρωί, πρώιμος, πρώτος. Γερμ. Früh (νωρίς)
- πρώτος → Αγγ. proton → πρωτόνιο
- πρωτότυπος → Γερμ. Prototyp
- pu (σαπίζω, βρομώ) <επιφώνημα αηδίας. πούφ. → πύον. Λατ. pus-ris. Γαλλ. pus. Γερμ. Faul (σάπιος). Αγγ. foul
- pe(a)-wr (πύρ, φωτιά) → πύρ, πυρετός, πυρσός. Γερμ. Feuer. Αγγ. fire
- bhergh (ύψος, ύψωμα) → πύργος. Λατ. burgus. Γερμ. Berg (βουνό, όρος). Γερμ. Burg (πύργος). (τοπωνύμια: frei-burg κλπ)

Ψ, ψ

- psul (ψύλλος) → ψύλλος. Λατ. pulex. Γαλλ. puse. Ιταλ. pulce. Γερμ. Floh
- Αγγ. psychedelic < psyche (ψυχή) + del (δηλώνω)

Ω, ω

- ωκεανός → Λατ. oceanus
- wes-no (αγοράζω) → ωνούμαι (αγοράζω), ώνια (ψώνια). Λατ. venum (αγορά), vendo (πουλώ). Γαλλ. vendre
- ωόν (αβγό) → Λατ. ovum. Γαλλ. oeuf. Ισπ. huevo. Γερμ.Ei
- yora (έτος, εποχή) → ώρα, ωραίος, ώριμος. Λατ. hornus (φετινός). Γερμ. jahr. Αγγ. year. Λατ. hora (ώρα). Γαλλ. heure. Ισπ. hora

Γ, γ

- Γαλαξίας : από το χυμένο γάλα της Ήρας όταν θήλαζε τον Ηρακλή → Γερμ. Galaxis/xie
- γάτα → Λατ. gatta. Γαλλ. chat. Γερμ. Katze. Αγγ. cat
- γενική (πτώση). Λατ. genitivus. Γερμ. Genitiv<γένος, γόνος, γονεύς, γίγνομαι, γενεά, γνήσιος
- Γερμανία.< Λατ. Germania. Λέξη κελτική που σημαίνει «γειτονικός λαός». Deutsch< Τεύτονες> Ιταλ. tedesco. Γαλλ. allemagne (από το γερμανικό φύλο των Αλεμαννών).
- glei (κολλώ) → γλίνα, γλοιώδης, γλίτσα, γλιστρώ. Λατ. glus. Γαλλ. glu. Γερμ. Kleben
- Λατ. globus (σφαίρα). Ιταλ. globo → global (Αγγ. Γαλλ.)
- gleubh (λαξεύω, γλύφω) → γλύφω, γλυπτός. Λατ. glubo. Γαλλ. glume. Γερμ. Klieben
- gen- a (γνωρίζω, ξέρω) → γιγνώσκω, γνώμη, γνώση, γνωρίζω, γνωστός, γνώμονας. Λατ. cognosco. Γαλλ. connaitre. Ιταλ. conoscere. Γερμ. Können (μπορώ), Kennen (γνωρίζω). Αγγ. can (μπορώ), know (γνωρίζω)
- gen-u (γόνατο) → γόνατο, γωνία. Λατ. genu. Γαλλ. genou. Γερμ. Knie. Αγγ. knee
- gerbh (χαράσσω, σκαλίζω) → γράφω, γράμμα, γραφείο, γραμμή, γραπτός. Λατ. gramma. Γερμ. Kerben. Αγγ. carve. Γαλλ. gratter (ξύνω, γρατζουνώ)

Ζ, ζ

- ζαμπόν< Γαλλ. jambon (κνήμη)< αρχ. καμπή (άρθρωση, κνήμη χοίρου)
- ζάντα< Γαλλ. jante< αρχ. καμπή
- ζάχαρη< σάκχαρο → sugar κλπ.
- ζελατίνη< Γαλλ. gelatine< Λατ. gelo (παγώνω) βλ. και ζελέ
- ζενίθ< Γαλλ. zenith< αζιμούθιο
- ζετέ (άρση βαρών)< Λατ. jacto (ρίχνω)< ίημι (ρίχνω) βλ. injection
- dj-eu (θεότητα του ουρανού) → Ζεύς (Δεύς-Διός). Λατ. juppiter. Επίσης από την ίδια Ι.Ε ρίζα →dei (λάμπω) → ευδία (φωτεινή μέρα). Λατ. dies (ημέρα). Ιταλ. di. Επίσης Λατ. dues (Θεός) → Γαλλ. dieu. Ιταλ. dio
- yeu-g (συνδέω, ζεύω) → ζεύω, ζυγός, ζεύξη. Λατ. jungo (ζεύω). Γαλ. joug (ζυγός). Ιταλ. giogo (βλ. και γιόγκα= ζεύξη, ένωση)
- ζύθος. Άλλη ονομασία: βρύτος → Γερμ. Brauen (ζυθοποιώ) Γαλλ. biere. Ιταλ. birra. Επίσης: κόρμα (ζύθος των κελτών) → κερβησία → Ισπ. cerveza (θερβέθα= μπύρα)
- ζώνη< ζωννυμι. Γερμ. Zone

Θ, θ

- θάλασσα. Μόνο στα Ελληνικά< δαλάγχα. Ι.Ε. mer→ Λατ. mare. Γαλλ. mer. Γερμ. Meer< αρχ. μαρμαίρω= λάμπω, ακτινοβολώ
- Θεός< τίθημι (όχι από dues), θεσπέσιος
- θερμός→ θέρμη,θέρος. Ιταλ. terme. (θερμές πηγές). Λατ. formus→ furnus. Γαλλ. four. Ιταλ. forno
- dhe/dho θέτω, τοποθετώ) → τίθημι, θήκη, θέμα, θεσμός, θέση, θεμέλιο, θέμιδα, αθώος. Γερμ. Tun. Αγγ. do
- θησαυρός→ Λατ. thesaurus. Γαλλ. trésor. Ιταλ. tesoro
- θολός→ Γερμ. Toll (τρελλός)
- θρίαμβος→ Λατ. triumphus
- dhugha-ter (κόρη) → θυγατέρα. Γερμ. Tochter. Αγγ. daughter
- dhwer→ θύρα. Γερμ. Tür. Αγγ. Door

Κ, κ

- κάβα< cava (Λατ.) κοιλότητα
- κάλαμος (καλάμι) → Λατ. culmus. Γαλλ. chaume. Γερμ. Halm. Αγγ. halm
- kel (καλύπτω, κρύβω) → καλύπτω, κέλυφος. Λατ. cello. Γαλλ. celer. Γερμ. Hehlen
- kela (καλώ, φωνάζω) → καλώ, κλήση, κλητήρας, εκκλησία, έγκλημα. Λατ. calo, clamo (φωνάζω). Γαλλ. clamer. Αγγλ. call
- κάνναβις (καμβάς) → cannabis (Λατ.). Γαλλ. canevas.
- καμινέτο< Λατ. caminus< αρχ. κάμινος.
- kam-p (κυρτώνω, λυγίζω), καμπή (λύγισμα, στροφή, άρθρωση), κάμπτω, καμπύλη→ Ιταλ. gamba (γάμπα-κνήμη). Γαλλ. jambon, jante (ζάντα)
- κύων (σκύλος). Λατ. Ιταλ. cane → κανίς (ράτσα σκύλου)
- κανάλιον → Λατ. canalis Αγγ. channel
- κώνωψ (κουνούπι) → Λατ. conopeum (κουνουπιέρα). Γαλλ. canape. (ανάκλιντρο με κουνουπιέρα) → καναπές
- Λατ. caput- itis (κεφάλι) → κάβος (ακρωτήρι), κάπα (επανωφόρι), καπάρο (εγγύηση), καπετάνιος, καπό (σκέπαστρο μηχανής), καπουτσίνος (μοναχός που φοράει στο κεφάλι κουκούλα), καπέλο. Αλλ. chapter
- kwep (βγάζω καπνό, αχνίζω) → καπνός. Λατ. vapor-ris (ατμός). Γαλλ. vapeur
- ker-a (κεφάλι) → κάρα, κράνος, κρανίο, κέρας, κριός, κορυφή, κράσπεδο, κεραία. Λατ.cere-b-rum (μυαλό, εγκέφαλος). Γαλλ. cerveau (βλ. Ελλ. Τσεβέλο), Γαλλ. corne (κέρατο). Γερμ. Αγγ. Horn. Γερμ. Hirn (μυαλό, εγκέφαλος)
- καραντίνα< quarantena (Ιταλ.)< quaranta (σαράντα) (απομόνωση 40 ημερών που επέβαλλαν στα πλοία για ασθένειες)
- καραόκε< Ιαπων. Karaoke (kara «άδειος» + oke «ορχήστρα»)< okesutora< orchestra< οχρήστρα
- κέρας → κεράτιον (υποκοριστικό) → Ιταλ. carati→ καράτι (μονάδα βάρους)
- κάρβουνο → Λατ. carbo-onis
- kerd (καρδιά) → καρδιά. Λατ. cor, cordis. Γαλλ. coeur. Ιταλ. cuore. Γερμ. Herz. Αγγ. heart
- Ελλ. κάρρον → Λατ. carrus (κάρο) → carricum (φορτίο άμαξας) → κάργα (γεμάτο), καριέρα. Αγγ. cargo (φορτίο), car (αυτοκίνητο)
- (s) ker-p (κόβω, δρέπω) → καρπός, κέρμα, κορμός, κουρά (κούρεμα), κείρω (κόβω), εγκάρσιος, κρίμα, κριτής → Λατ. carpo. Γερμ. Herbst (φθινόπωρο. Αρχ. σημ. «θερισμός»). Αγγ. harvest (θερισμός). Γερμ. Scheren (κόβω, κουρεύω). Αγγ. shear → short, shirt (πουκάμισο), skirt (φούστα), sharp (κοφτερός)
- χάρτης → Λατ. charta.Ιταλ. carta. Αγγ. cartoon. Γαλλ. carton (σχέδιο σε χαρτόνι). Ιταλ. cartone (χαρτόνι)
- κβάζαρ< quas(i) (stell)ar (radio source)= ημιαστρική ραδιοπηγή
- κβάντο< Λατ. quantum (ποσότητα)< quantus (πόσος)
- κέδρος → Λατ. cedrus. Γαλλ. cedre. Γερμ. Zeder. Αγγ. cedar
- kei (βρίσκομαι, κείμαι) → κείμαι, κείμενο, κοίτη, κοιτώνας, κειμήλιο, κώμα, κοιμάμαι. Λατ. civis (πολίτης). Αγγ. city, civil. Γερμ. Heim (σπιτικό, κατοικία, κοιτώνας). Αγγ. home
- κελλί< Λατ. cella (θάλαμος, αποθήκη)
- κέντρον → Γερμ. Zentrum
- κέρασος (κεράσι, τοπονύμιο: κερασούντα). Γαλλ. cerise. Γερμ. Kirsche. Αγγ. cherry
- κήπος (αρχ) → Γερμ. Hufe (αγροτεμάχιο)
- κίνηση → cinema
- kel-a (σπάζω, χτυπώ) → κλάδος, κλάσμα, κλάση- (σπάσιμο), κλώνος, κλήμα, κολάζω (αρχ. σημ. κλαδεύω→ κόλαση), κολοβός, σκαλίζω, σκαληνό. Λατ. clades (καταστροφή, όλεθρος). Γερμ. Holz (ξύλο)
- κλάξον< κλάζω (κραυγάζω), κλαγγή
- kleu/klau (αγκιστρώνω, εμποδίζω, σταματώ) → κλειδί, κλείνω, κλειστός, κλείστρο. Λατ. clavis (κλειδί). Γαλ. clef. Ιταλ. chiave. Γερμ. Schließen, Αγγ. close
- κλήρος → κληρικός. Λατ. clerus, clericus → Γαλλ. clerc
- klei (γέρνω) →, κλίμα (αρχικά: επικλινής γη, κατωφέρεια), κλίση, κλίνη (κρεβάτι),κλιτύς (πλαγιά). Λατ. clino (λόφος). Ιταλ. clivo. Γερμ. Lehnen (στηρίζω, ακουμπώ). Λατ. clima. Γαλλ. climat. Γερμ. klima
- kew (βαθούλωμα) → κοίλος, κοιλιά. Λατ. cavus (κοίλος). Γαλλ. cave. Ιταλ. cavo.Συνδέονται όλα με το Ι.Ε: keu (φουσκώνω, πρήζομαι) → κύηση, κύμα, κύρος, κύριος, έγκυος
- κοινός (αρχ), κοινότητα, κοινωνία → Λατ. πρόθεση cum (μαζί, με) → Ιταλ. can (μαζί, με) → Αγγ. common, Γαλλ. communisme
- κολεξιόν < Γαλλ. collection < Λατ. collection <συλλέγω
- κολλέγιο < Γαλλ. college. Λατ. collegium < σύλλογος
- κολόνια < eau de cologne (κολωνία) Γερμ. Köln
- κόμη (μαλλιά) → κομήτης. Γερμ. Komet
- κόμικς < Λατ. comicus < κωμικός
- κονβόι < Αγγ. convoy (συνοδεία) < Λατ. cum «μαζί, με» + via «οδός»
- konid (ψείρα) → κόνιδα (ψείρα). Γερμ. Niß. Αγγ. nit
- κομπιούτερ < Αγγ. computer < Λατ. computo (σκέφτομαι) < cum (μαζί) + puto (σκέφτομαι)
- κοστίζω < Λατ. cum (μαζί, με) + sto (ίσταμαι)
- κοχλίας (σαλιγκάρι) → κοχλιάριο (κωτάλι), κοχύλι → Γαλλ. cuiller (κουτάλι)
- ker / kor (κρώζω) → κράζω, κραυγή, κόρακας. Λατ. crocio (κρώζω), corvus (κοράκι). Γερμ. Rabe. Αγγ. raven, scream
- ker-t (ισχύς, δύναμη) → κράτος, κραταιός. Γερμ. Hart (σκληρός). Αγγ. hard
- qrew-a (ωμό κρέας) → κρέας. Λατ. crudus (αιματηρός, βίαιος). Γαλλ. cru (ωμός). Ιταλ, Ισπ. crudo. Γερμ. Roh
- χρίσμα (επάλειψη, άλειμμα) → chrisma → κελτ. karma (καϊμάκι, ανθόγαλα) → Γαλλ. creme . κρέμα
- κρεμμύδι → Γερμ. Rams . Αγγ. ramson
- χριστιανός → Γαλλ. chretien → κρετίνος (ανόητος, ηλίθιος)
- κριθή → κριθάρι. Λατ. hordeum. Γαλλ. orge. Ιταλ. orzo. Γερμ. Gerste
- (s) ker (κυρτός, καμπύλος) → κρίκος(όχι κύκλος), κυρτός < αρχ. κιρκώ (δένω με κρίκο). Λατ. curvus. Γαλλ. curbe. Λατ. circus (κύκλος) → Γαλλ. cercle
- kreus (πάγος-κρούστα) → κρύος, κρύσταλος. Λατ. crusta. Γαλλ. croute. Ιταλ. crosta. Αγγ. crust. Γερμ. Kruste. Επίσης Λατ. crystallus → Γερμ. Kristall. Γαλλ. cristal
- Κυριακή → ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο → κυριακόν (οίκος του Κυρίου) → Αγγ. church (εκκλησία) < παλ. Αγγ. cirice (ναός) → Γερμ. Kirche
- κυβερνώ → Λατ. guberno → Γαλλ. gouverner. Αγγ. govern
-kwel → kwekwlo (αναδιπλ.)(στρέφομαι, γυρίζω, περιστρέφομαι) → κύκλος, κύλινδρος, κυλώ, πέλομαι (κινούμαι), πόλος (ο άξονας περιστροφής της γης που στρέφεται, γυρίζει) επιπόλαιος. Λατ. colo (καλλιεργώ, γυρίζω τα χώματα ξανά και ξανά) → cultura (καλλιέργεια της γης). Αγγ. wheel (τροχός). κυκλώνας (cyclone). Θύελλα στην οποία ο άνεμος ακολουθεί κυκλική τροχιά
- κυπαρίσσι → Γαλ. cypress. Γερμ. Zypresse. Ιταλ. cipressa
- Κύπρος (γνωστή στην αρχαιότητα για τα ορυχεία χαλκού) Λατ. (aes)cyprium = Κυπριακό μέταλλο = χαλκός. Γαλλ. cuivre (χαλκός). Αγγ. copper. Γερμ. Kopfer (χαλκός) δηλ. ανάγονται στο τοπωνύμιο Κύπρος
- Κυριακή. Λατ. dies dominica (ημέρα του Κυρίου). Γαλλ. dimanche. Ιταλ. domenica. Λατ. dies solis (ημέρα ηλίου) → Γερμ. Sonntag. Αγγ. Sunday
- (s)keut (καλύπτω, περικλείω) → κύτος (κοίλο αγγείο), κουτί. Λατ. cutis (δέρμα, επειδή καλύπτει). Γερμ. Haut. Αγγ. hide. Επίσης από το κύτος → κύτταρος (κελί κυψέλης που περικλείει, σκεπάζει) → Γαλλ. cellule → cytoplasme κλπ.
- Κώμη (κωμόπολη) < κείμαι → Γερμ. Heim. Αγγ. home (κατοικία)

Υ, υ

- ud-r (νερό) → ύδωρ. Γερμ. wasser. Αγγ. water
- up-er (υπεράνω, προς τα πάνω) → υπέρ, υπό, ύπτιος, υψηλός, ύψος. Λατ. super. Γερμ. Über. Αγγ. over. Γερμ. Auf (πάνω). Αγγ. up
- webh (υφαίνω) → υφαίνω, υφή, ύφος. Γερμ. Weben. Αγγ. weave

Φ, φ

- bhel (φουσκώνω, διογκώνω) → φαλλός, φάλλαινα, φλέβα, φύλλο, φλοίσβος, φλύαρος. Λατ. follies (ασκί, φούσκα). Γαλλ. fou/fol (ανόητος). Ιταλ. folle. Λατ. fluo (ρέω). Γαλλ. fluide (ρευστός). Λατ. folium (φύλλο). Ιταλ. foglio. Γερμ. Blatt
- (φατρία, αδελφότητα) → φατρία (αρχ. φράτηρ : αδελφός). Λατ. frater-tris. Γερμ. Bruder. Αγγ. brother
- bher (φέρνω) → φέρω, φορά, φόρος, φορώ, φορέας, φέρετρο, φοράδα, αυτόφωρος, φαρέτρα, φορτίο. Λατ. fero, fortuna
- φευ (αλίμονο). Γερμ. Pfui. Γαλλ. fi
- φεύγω. Λατ. fugere. Γαλλ. fuir. Ιταλ. fuggire
- bha (λέγω, ηξηγώ, φωτίζω, λάμπω) → φημί (λέγω), φήμη, φα΄ση, φάσμα, φανός, φωτεινός, φωνή, φαίνομαι, φως, αφασία, προφήτης. Λατ. fama (φήμη). Γαλλ. fame. Ιταλ. fato (πεπρωμένο)
- bhel (λευκός, λαμπρός) → φλέγω, φλόγα, εύφλεκτος, φλέγμα.Λατ. fulgeo (λάμπω), flamma (φλόγα). Γαλλ. flamme, blanc (λαμπρός). Ιτ. bianco
- φράση < φρήν (αρχ.) νούς, μυαλό. Γαλλ. phrase
- φρέαρ (πηγάδι). Γερμ. Brunnen
- bher (ψήνω) → φρύγω (ξεροψήνω), φρύγανο. Λατ. frigo (τηγανίζω, φρυγανίζω). Γαλλ. frive
- bhru-w (φρύδι) → φρύδι (όφρυς). Γερμ. Braue. Αγγ. brow
- φτύνω < πτύω/έπτυσα → Λατ. spuo. Ιταλ. sputare. Γερμ. Speien. Αγγ. spew
- bhu-a (φυτρώνω, αυξάνω) → φύομαι/φύω, φύση, φύλο, φυτό. Λατ. fuit (ήταν). Αγγ. be, been (γίνομαι)

Δ, δ

- denk (δαγκώνω) → δαγκώνω, δήγμα. Γερ. Zange. Αγγ. togs
- dakru (δάκρυ) → δάκρυ. Λατ. lacruma. Γαλλ. larme. Ιταλ. lacrima. Γερμ. Zahre
- dem-a → δαμάζω. Λατ. domo. Γαλλ. Domter. Ιταλ. domare. Γερμ. Zahmen
- δασύς (πυκνός) → δάσος. Λατ. densus. Γαλλ. dense
- deik (δείχνω) → δεικνύω, δείγμα, δείκτης, απόδειξη. Λατ. dico (λέγω). Γαλλ. dire. Γερμ. Zeigen (δείχνω), Zeihen (κατηγορώ)
- dekm → δέκα. Λατ. decem (Δεκέμβριος). Γαλλ. dix. Ιταλ. dieci. Γερμ. Zehn
- dr-ew (ξύλο) → δένδρο, δόρυ, δρύς, δρυμός, δούρειος (ξύλινος) ίππος, δρυ-ίδης. Αγγ. tree → true + Γερμ. Treu (αληθινός)
- der (γδέρνω-σχίζω) → δέρας, δέρμα, δορά, δρέπω, δέρνω. Γερμ. Zerren
- Δευτέρα (η δεύτερη μέρα μετά το Σάββατο κατά το ιουδαϊκό σύστημα). Στο πλανητικό ρωμαϊκό σύστημα ονομ. dies Lunae (ημέρα Σελήνης) → Γαλλ. lundi. Ιταλ. lunedi. Γερμ. Mon-tag. Αγγ. mon-day
- Διαβάλλω → Διάβολος → Λατ. diabolus → Γερμ. Teufel
- tere (σχίζω, διατρυπώ) → τρυπώ, διάτρητος, τερηδόνα, τρωτός, τόρνος. Λατ. tero. Γερμ. Drehen. Ιταλ. tritare (κόβω, τεμαχίζω)
- Δια-φέρω → η μαθ. Σημ. → Γαλλ. di-fferencier (διαφορίζω)
- do (δίνω) → δίδωμι, δότης, δώρο, δίδω, δάνειο. Λατ. dare. Ιταλ. dare
- Γερμ. Doktor< Λατ. doctor< ρ. doceo< διδάσκω
- dollar (δολάριο)< Γερμ. Thaler (αργυρό νόμισμα της Βοημίας) → τάλιρο
- dema (χτίζω, οικοδομώ) → δομή, δάπεδο, δωμάτιο. Λατ. domus (οίκος). Αρχ. Γερμ. Tem-ra (ξυλεία για οικοδομή) → Zimmer (δωμάτιο)
- dent (δόντι) → έδω(τρώγω), έδεσμα, δόντι. Λατ. dens. Γαλλ. dent. Ιταλ. dente. Γερμ. Zahn. Αγγ. tooth. Γερμ. Essen. Αγγ. eat
- duwo (δύο) → δύο, δις, δισ-. Λατ. duo. Γερμ. Swei

Η, η

- swad (γλυκός, ευχάριστος) → ηδονή, ηδύς (γλυκός), αηδία. Λατ. suavis (γλυκός). Ιταλ. soave. Γερμ. Süß. Αγγ. sweet
- sawel (ήλιος) → ήλιος. Λατ. sol. Γαλλ. soleil. Γερμ. Sonne
- semi→ ημι-(ημι-μαθής κλπ.) Λατ. semi (semi-deus= ημίθεος)
- apero (όχθη) → ήπειρος. Γερμ. Ufer
- Ήρα< Ι.Ε. yer/yor (ώρα). θεότητα του έτους
- Η (το γράμμα ήτα). Δηλώνει ένα φθόγγο σαν άχνα στη γραφή. Βλ. ξένες γλώσσες: HELIOS, HEROES, HELLAS

Ι. ι

- ιδέα< είδος (Ι.Ε weid: video, είδωλο, είδηση, wissen κλπ)
- ιδιώτης→ idiot
- sweid (ιδρώνω) → ιδρώτας. Λατ. sudor. Γαλλ. sueur. Ιταλ. sudore. Γερμ. Schweiß
- wes (ντύνω) → εσθήτα (ρούχο), έννυμι (ντύνω)< Fέσ-νυ-μι→ αμφίεση, βεστιάριο. Λατ. vestis (ένδυμα), vestio (ντύνω) → Γαλλ. vetir. Αγγ. wear
- sta (στήνω, στέκω) → ίσταμαι, καθεστώς, σταθμός, στάση, στύλος, στήλη, ιστός, στύση, στοά, σταθερός. Λατ. status, sto. Ιταλ. stare. Γερμ. Stehen, Αγγ. stay, stand
- Ιταλία< vitalia< vitulus (μοσχάρι)

Λ, λ

- λαζάνια < Ιταλ. lasagna <Λατ. lasanum < Αρχ. λάσανον. Πήλινο δοχείο όπου κατασκευάζονται ζυμαρικά
- λακέρδα (είδος ψαριού-σαύρα) → Λατ. lacerta. Ιταλ. lacerto. Γαλλ. lezard. Ισπ. El-lagarto (deindias) → alligator → αλιγάτορας
- laku (λάκκος, λίμνη) → λάκκος. Λατ. lacus. Γαλλ. lac. Αγγ. lake. Ιταλ. laco
- λαλώ → Λατ. lallo (νανουρίζω). Γερμ (ein) lulleu. Αγγ. lull
- λάμπω → λαμπάς-άδος- Λατ. lampas- adis. Γαλλ. lampe. Γερμ. Lampe (λάμπα). Ιταλ. lampada (φως)
- λανθάνω → λήθη, αληθής. Λατ. lateo. Γαλλ. (etat) latent (λανθάνουσα κατάσταση)
- leg (συλλέγω, συνάγω, διαβάζω) → λέγω, λέξη, λόγος. Λατ. lego. Γαλλ. lire. Ιταλ. leggere (Λεγεώνα < e. lego συλλέγω)
- Αρχ. λέκιθος (κρόκος αυγού) → Γαλλ. lecithine
- legh (κείμαι, ξαπλώνω)→λέχομαι (κοιμάμαι, ξαπλώνω) → λέσχη, λεχώνα, λόχος, λόχμη, ελλοχεύω. Λατ. lectus → Ιταλ. letto (κρεβάτι).Γαλλ. lit. Γερμ. Liegen. Αγγλ. law (νόμος, αυτός που κείται)
- leuk (φωτεινός, λαμπρός) → λευκός, λυκόφως, λύχνος, λύγκας. Λατ. lux- cis.Ιταλ. luce (φως). Γερμ. Licht (Luchs=λύγκας). Επίσης Λατ. luna → Ιταλ. luna, Γαλλ. lune (φεγγάρι)
- λίνεος → λινός → Λατ. linum. Γαλλ. lin. Ιταλ. lino (λινάρι)
- lei-bh (κολλώ) → λίπος, αλείφω. Λατ. lippus. Γερμ. Leben. Αγγ. live (μένω προσκολλημένος = ζω)
- λόγχη → Λατ. longus (μακρύς). Αγγ. long
- lewo (πλένω, λούζω) → λούζω, λουτρό. Λατ. lavo. Γαλλ. laver. Γερμ. Lauge
- lukwo → λύκος, λύσσα. Λατ. lupus. Γαλλ. loup. Γερμ. Wolf
- leu (κόβω, λύνω) → λύνω, λύση, λύτρο. Λατ. solvo. Γερμ. Los (λειψός, σφαλερός). Αγγ. επίθημα-less

Ξ, ξ

- ksulo (ξύλο) → ξύλο. Γερμ. Säule (στύλος, κολόνα)

Ο, ο

- οίνος. Λατ. vinum. Γαλλ. vin. Γερμ. Wein. Ιταλ. vino
- οκτώ → Γερμ. Acht
- ομφαλός → Λατ. umbilus. Γαλλ. nombril. Ιταλ. οmbelico. Γερμ. Nabel. Αγγ. navel
- nomn (όνομα) → όνομα. Λατ. nomen. Γαλλ. nom. Ιταλ. nome. Γερμ. Name
- οξιά. Γερμ. Esche. Αγγ. ash
- okw (βλέπω-μάτι) → όμμα, οπή, όψη, οφθαλμός. Λατ. oculus. Ιταλ. occhio. Γερμ. Auge
-óργανον (από το έργο) → Γερμ. Organ
- reg (οδηγώ σε ευθεία γραμμή, διευθύνω, κατευθύνω) → ορέγομαι (κατευθύνω τη διάθεσή μου σ` αυτό που θέλω), (επιθυμώ), όρεξη, οργιά. Λατ. rego (κατευθύνω). Γαλλ. regir. Ιταλ. reggere. Λατ. rex (βασιλιάς). Γαλλ. roi. Ιταλ. re. Γερμ. Recht. (ευθύς, δίκαιος, σωστός). Αγγ. right
- ορίζοντας (ορίζων κύκλος. Αριστοτέλης) <ρ. ορίζω <όρος(ο). Λατ. horizon. Γερμ. Horizont
- όρκος. Γερμ. Schwören. Αγγ. swear
- ορμώ, ορμή< αρχ. όρνυμι (εγείρω, ξεσηκώνω, ορμώ) → hormone (ορμόνη)
- οροφή. Γερμ. Rippe. Αγγ. rib (πλευρό)
-ορύσσω> όρυγμα, ορυκτό. Ιταλ. roncare< Λατ. runco (σκαλίζω, ξεριζώνω)
- orbho (ορφανός) → ορφανός. Λατ. orbus. Ιταλ. orbo. Γερμ. Erbe (κληρονομία)
- ορχήστρα → Λατ. orchestra (αρχ.ρ. ορχούμαι: χορεύω)
- od (μυρίζω, αναδίδω οσμή) → αρχ. όζω (μυρίζω) → οσμή, οσφραίνομαι. Λατ. odor. Γαλλ. odeur. Ιταλ. odore
- os-th (οστό) → οστό, όστρακο, αστράγαλος, αστακός. Λατ. os-ssis. Γαλλ. os. Ιταλ. osso
- (s)wel (αρπάζω δια της βίας) → ουλή, είλωτας, άλωση. Λατ. vulnus (τραύμα). Γερμ. Wal-statt (πεδίο μάχης)
- ers (ουρά-οπίσθια) → ουρά. Γερμ. Arsch (oπίσθια). Αγγ. arse
- ausos (αυτί) → ούς (αυτί) –ωτός. Λατ. auris. Γαλλ. Oreille. Ιταλ. orechia. Γερμ. ohr. Αγγ. ear
- wegh (μεταφέρω σε όχημα) → όχημα, οχώ (μεταφέρω), εποχούμαι, οχετός. Λατ. veho (μεταφέρω σε όχημα), vehiculum (όχημα). Γαλλ. vehicule. Αγγ. vehicle. Γερμ. Weg (οδός μεταφοράς). Αγγ. way. Γερμ. Wagen (όχημα)

Ρ, ρ

- srew (ρέω, κυλώ) → ρέω, ροή, ρευστός, ρεύμα, ρύσις, ρυάκι, ρυθμός, Στρυμόνας. Γερμ. Strom (ρεύμα ποταμού). Αγγ. stream. Λατ. rhythmus (ρυθμός)
- wera (λέγω, μιλώ) → ρήμα, ρητός, ρήσις, ρήτωρ, ρήτρα. Λατ. verbum (λόγος, ρήμα). Γαλλ. verbe. Γερμ.Wort. Αγγ. word (λόγος-λέξη)
- ρίγος → Λατ. frigus (ρίγος, ψύχος). Ισπ. frio. Ιταλ. freddo
- ρίζα → Λατ. radix-icis. Γερμ. Wurz. Ισπ. raiz
- Λατ. rota (τροχός, ρόδα) → Γαλλ. rouler. Ιταλ. rollare (ρολάρω) → ρολό, ρόλος, ροτόντα, ρότορας, ροταριανός, ρόδα, ρουλεμάν, ρουλέτα
- Λατ. rubeus (κόκκινος) → Γαλλ. rouge. Ιταλ. rubini (ρουμπίνι)
- Αρχ. ρόδον → Λατ. rosa, russ(e)us (κοκκινωπός, ξανθός)
- Λατ. rumpo (διασπώ, διανάγω) → Γαλλ. route (οδός). Ιταλ. rotta (πορεία πλοίου), ρουτίνα

Τ, τ

- tela (ζυγίζω, σηκώνω βάρος) → τέλος (τέλη κυκλοφορίας) → τελετή, τελικός, τέλειος, ταλανίζω, ταλαίπωρος, τόλμη. Λατ. tollere (σηκώνω). Γαλλ. tolérer (αντέχω). Γερμ. dulden
- τάξις (<τάσσω = τίθημι). Λατ. taxare (φορολογώ). Γαλλ. taxi + metre (τάξις + μέτρο) → ΤΑΧΙ. Αγγ. tax (φόρος)
- ten (εκτείνω, τεντώνω, τανύω) → τείνω, τένοντας, τόνος → τονώνω, ταινία, τανύω, τάση. Λατ. tendere (τεντώνω). Γαλλ. tender. Γερμ. Dehnen. Λατ. tennis (λεπτός). Γαλλ. tenn. Γερμ. Dünm. Αγγ. thin. Λατ. tonus → Γαλλ. ton (έκταση φωνής) < τόνος
- dheigh (χτίζω, πλάθω) → τείχος, τοίχος, θίγω, αθίγγανος. Λατ. fingere (κατασκευάζω, φτειάχνω) . Ιταλ. figura (μορφή)
- tema (κόβω, τέμνω) → τέμνω, τεμάχιο, τέμενος, ταμίας, τομή, τόμος, τμήμα, τομέας. Λατ. templum (ξεχωριστός, χώρος) → Αγγ. temple (ναός)
- tere (σχίζω, διατροπώ) → τερηδόνα, τέρμα, τρίβω, τρυπώ, τόρνος, τιτρώσκω, τρωτός, τραύμα, τρώγω, διάτρητος. Γερμ. Drehen (στρίβω, γυρίζω). Αγγ. throw (ρίχνω, πετώ), drill (τρυπώ). Λατ. tornare (γυρίζω τον τροχό) → tour (Γαλλ.), tourisme, τουρνουά, τουρνέ. Αγγ. turn (στρίβω) < Λατ. tornus < τόρνος
- dhegwh (καίω) → τέφρα. Γερμ. Tag (ημέρα : ζεσταίνει ο ήλιος). Αγγ. day
- tek(s) (πελεκώ το ξύλο) → τέκτων (ξυλουργός), τέχνη, τεχνολογία. Γερμ. Dechsel (αξίνα, πέλεκος). Γαλλ. technologie
- Αγγ. jean (είδος υφάσματος) < από την Γένουα (Γένοβα : Gene)
- τηλε - (πρόθεμα) μακριά → tele-vision κλπ.
- τόξο → τοξικός (από το δηλητήριο στα βέλη < τοξικόν βέλος) → toxic κλπ.
- τούρμπο/turbo < Λατ. turbo - inis (δίνη-στρόβιλος) < αρχ. τύρβη (αναστάτωση, ταραχή)
- τραγικός. Λατ. ttragicus. Γερμ. Tragisch
- ter (τρέμω) → τρέμω, τρόμος, τρομερός, τρομάζω, τρελλός. Λατ. tremo (τρέμω, πάλλω), terror (τρόμος). Γαλλ. terreur
- τσάρτερ (πτήση) < Αγγ. charter < αρχ. χάρτης

Χ, χ

- χαίρω. Γερμ. gern(e) (ευχαρίστως)
- χαρακτήρας < χαράσσω. Λατ. character. Γερμ. Charakter
- χάρτης → Λατ. charta. Ιταλ. carta. Γερμ. Karte. Αγγ. card
- ghen/ghei/gheu (κενός, χάσκω) → χάσκω, χάσμα, αχανής, χάος, χάνω. Λατ. chaos. Γερμ. Chaos
- gheim (χειμώνας, παγετός, χιόνι) → χειμερινός, χειμώνας, χιόνι, χειμάζω, χίμαιρα. Λατ. hiems, hibernus (χειμερινός). Γαλλ. hiver. Ιταλ. inverno. Τοπων. Ιμαλάια (himalayah)
- ghew (ραντίζω, χύνω) → χέω (χύνω), χους, χοάνη, χωνί, χυτός, χύνω, χυμός, χυδαίος, χώμα. Λατ. fundere. Γαλλ. fondre (λειώνω, χύνω). Γερμ. Gießen (χύνω). Γερμ. Gott (Θεός) < αρχ. Γερμ. Gudam < ghu-tom (χυ-τον) < χυτή γαία : τύμβος αφιερωμένος στο Θεό
- χημεία → Λατ. chimia, chymia. Γαλλ. chimie. Γερμ. Chemie
- ghan-s (χήνα, κύκνος) → Λατ. (h) anser. Ισπ. ansar. Γερμ. Gans. Αγγ. goose
- (dh) ghom (γή, έδαφος, χώμα) → χθών, χαμηλός, χάμω, χθόνιος, αυτόχθων, χθαμαλός. Λατ. homo-inis (άνθρωπος). Γαλλ. homme. Ιταλ. uomo. Λατ. humus (χώμα) → humilis (χαμηλός). Γαλλ. humble. Ιταλ. umile
- ghel (πράσινος, κίτρινος, λαμπρός) → χολή, χλόη, χλωρός. Γερμ. Gelo. Αγγ. yellow. Γερμ. Gold. Αγγ. gold (χρυσός)
- χορδή. Γερμ. Garn (κλωστή). Αγγ. yarn
- χόρτος (αρχ. περιφραγμένος χώρος για βοσκή) → χόρτο, χορτάρι. Λατ. hortus (κήπος). Ιταλ. orto. Γερμ. Garten. Γαλλ. jardin. Ιταλ. giardino

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013