Αιτηση ακύρωσης και αναστολής,Διοικητικό Πρωτοδικείο κατα απόφασης επιστροφής με κράτηση και εγγραφής ΕΚΑΝΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ++

ΑΙΤΗΣΗ
Του ++ Αλβανικής υπηκοότητας, κατοίκου +++ και ήδη κρατούμενου στο Α.Τ. +++
ΚΑΤΑ
1) Του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++
2) Του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ
1) Της υπ’ αριθμ. ++ απορριπτικής απόφασης του αναπλ. Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++
2) Της με αριθμ. πρωτ. +++ απόφασης επιστροφής με κράτηση και εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και SIS του Αστυνομικού Διευθυντή +++, δυνάμει της οποίας αποφασίσθηκε η επιστροφή μου στη χώρα από την οποία προήλθα.
3) Κάθε άλλης πράξης ή παράλειψης συναφούς προς τις προαναφερόμενες πράξεις.
++++
Κατά της παραπάνω εκτελεστής διοικητικής πράξης, άσκησα νομότυπα, εμπρόθεσμα, αρμόδια και παραδεκτά στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο 666 αίτηση ακύρωσης, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής:

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ 66
ΑΙΤΗΣΗ
Του ++, Αλβανικής υπηκοότητας, κατοίκου ++ και ήδη κρατούμενου στο Α.Τ. Καρδίτσας.
ΚΑΤΑ
3) Του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++
4) Του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
1) Της υπ’ αριθμ. ++ απορριπτικής απόφασης του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++
2) Της με αριθμ. πρωτ. ++ απόφασης επιστροφής με κράτηση και εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και SIS του Αστυνομικού Διευθυντή ++, δυνάμει της οποίας αποφασίσθηκε η επιστροφή μου στη χώρα από την οποία προήλθα.
3) Κάθε άλλης πράξης ή παράλειψης συναφούς προς τις προαναφερόμενες πράξεις.
+++
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Την +++ συνελήφθην από τα αρμόδια όργανα της Αστυνομικής Διεύθυνσης ++ με την αιτιολογία ότι παρέμεινα παράνομα στην Ελλάδα, μετά τη λήξη της άδειας διαμονής μου. Ακολούθως, ο Αστυνομικός Διευθυντής +++, με την υπ’ αριθμ. ++ απόφασή του, διέταξε την προσωρινή μου κράτηση μέχρι την έκδοση, εντός τριών ημερών, απόφασης περί απέλασής μου από τη χώρα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η κράτησή μου στο Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης +++. Επίσης, εξεδόθη από το Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης +++, η υπ’ αριθμ. +++ απόφαση επιστροφής με κράτηση και εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. Κατά των ως άνω αποφάσεων, άσκησα νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντιρρήσεις ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου +++, οι οποίες έγιναν δεκτές, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ++ αποφάσεως της Πρωτοδίκου Δ.Δ. του Δικαστηρίου και αφέθηκα ελεύθερος. Επίσης, κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησα την από +++ νομότυπη και εμπρόθεσμη προσφυγή μου ενώπιον του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++ (δια μέσω της Α.Τ. Καρδίτσας), η οποία και απερρίφθη δυνάμει της υπ’ αριθμ. υπ’ αριθμ. ++απορριπτικής απόφασης του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++


Δια του παρόντος προσφεύγω κατά της ως άνω αναφερομένης πράξεως του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++ και αιτούμαι την ακύρωσή της για τους ακόλουθους ορθούς, βάσιμους και αληθείς λόγους και για όσους άλλους επιφυλάσσομαι να προσθέσω νόμιμα και έγκαιρα.
ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ήλθα στην Ελλάδα το έτος ++ μαζί με την οικογένειά μου σε ηλικία δέκα τριών (13) ετών, οπότε και μου χορηγήθηκε η υπ’ αριθμ. +++θεώρηση εισόδου για λόγους οικογενειακής συνένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 28 του νόμου 2910/01. Αμέσως μετά την είσοδό μου στη χώρα, κατέθεσα τα εκ του νόμου προβλεπόμενα δικαιολογητικά προκειμένου να μου χορηγηθεί άδεια διαμονής για οικογενειακή συνένωση, διάρκειας ενός έτους. Εν συνεχεία, ανανέωσα την παραπάνω άδεια παραμονής και μου χορηγήθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. +++ απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας ++ η υπ’ αριθμ. +++ άδεια διαμονής, ως μέλος οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 57 του νόμου 3386/2005, ισχύος από ++ έως +++. Ακολούθως, ανανέωσα την πιο πάνω άδεια διαμονής και μου χορηγήθηκε, με την υπ’ αριθμ. +++ απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας +++, η υπ’ αριθμ. +++ άδεια διαμονής, για χρονικό διάστημα από +++ έως +++.
Μετά την ενηλικίωσή μου, κατέθεσα τα εκ του νόμου προβλεπόμενα δικαιολογητικά και μου χορηγήθηκε η υπ’ αριθμ. +++ αυτοτελής άδεια διαμονής για παροχή εξαρτημένης εργασίας, δυνάμει της υπ’ αριθμ. +++ απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας +++ για χρονικό διάστημα από +++ έως +++. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. +++ απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ++, μου χορηγήθηκε η υπ’ αριθμ. +++ άδεια διαμονής για παροχή εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 – 4, για χρονικό διάστημα από +++ έως +++. Πρέπει να σημειώσω ότι την +++ κατέθεσα στην Περιφέρεια +++ς, την υπ’ αριθμ. +++ αίτηση, προκειμένου να μου χορηγηθεί αυτοτελής άδεια διαμονής μέχρι τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας μου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 6 του π.δ. 131/06.
Εν συνεχεία, εμπροθέσμως και νομοτύπως μετέβην στην Περιφέρεια ++, όπως εκ του νόμου προβλέπεται, προκειμένου να προβώ εκ νέου στην ανανέωση της άδειας διαμονής μου. Ωστόσο, η διοίκηση δεν αποδέχθηκε το αίτημά μου, καθώς δεν είχα συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων. Πρέπει να σημειώσω ότι από την πρώτη ημέρα που ήλθα στην Ελλάδα, εργάζομαι ως οικοδόμος, συνεργάζομαι με διάφορους εργολάβους της ευρύτερης περιοχής του Νομού +++ και είμαι ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., όπως τούτο προκύπτει από τον προσκομιζόμενο λογαριασμό ασφαλισμένου Ι.Κ.Α.. Είναι, ωστόσο, ευρέως γνωστό, ότι εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα και της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε, η οικοδομική δραστηριότητα έχει παύσει. Η ανέγερση κτιρίων έχει ελαττωθεί με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη έως αδύνατη η συμπλήρωση των εκ του νόμου αιτούμενων ημερών ασφάλισης. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την προσθήκη δεύτερου και τρίτου εδαφίου στο άρθρο 15 παρ.1 περ. γ΄ του Νόμου 3386/2005 (με την παρ. 2 του άρθρου 6 του νόμου 3536/2007), προβλέπεται η εξαγορά αριθμού ημερών ασφάλισης μέχρι ποσοστού 20% του απαιτούμενου ποσοστού. Ωστόσο, δεν προβλέπεται η εξαγορά αριθμού ενσήμων για υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να εργασθούν καθόλου ή εργάσθηκαν ελάχιστα. Εργάζομαι, όπως ανωτέρω ανέφερα, ως οικοδόμος από το έτος +++ Ουδέποτε αντιμετώπισα πρόβλημα ανεύρεσης εργασίας, καθώς είμαι γνώστης του αντικειμένου της εργασίας μου, με αποτέλεσμα οι εκάστοτε εργοδότες - εργολάβοι με τους οποίους συνεργάζομαι να είναι πλήρως ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα της εργασίας μου αλλά και με την εργατικότητά μου. Ωστόσο, το έτος +++στην ευρύτερη περιοχή του νομού +++, η οικοδομική δραστηριότητα σταμάτησε εντελώς, με αποτέλεσμα να αναγκασθούμε όλοι οι οικοδόμοι, αφενός να διαβιώνουμε με τις οικονομίες που είχαμε αποθηκεύσει στην τράπεζα, αφετέρου να αναγκαζόμαστε να αναζητούμε λύσεις, προκειμένου να βρούμε και να εξαγοράσουμε ένσημα του ΙΚΑ. Πράγματι, κι εγώ απευθύνθηκα σε πολλούς μηχανικούς και εργολάβους της Καρδίτσας προς ανεύρεση και εξαγορά ενσήμων, ωστόσο τούτο δεν κατέστη δυνατό. Πολλάκις απευθύνθηκα και στο ΙΚΑ (υποκατάστημα ++++), όπου και γνωστοποίησα το πρόβλημά μου στους αρμόδιους υπαλλήλους, ωστόσο, οι ίδιοι μου εξήγησαν ότι δεν υπάρχει η εκ του νόμου δυνατότητα εξαγοράς ενσήμων. Στα ανωτέρω, πρέπει να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι από τις αρχές του έτους +++ αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα υγείας με τη μέση μου. Ο θεράπων ιατρός μου συνέστησε ακινησία και αποχή από βαριά χειρονακτική εργασία. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στη μικρή κοινωνία της +++, με αποτέλεσμα οι εργολάβοι, ακόμα και στις λιγοστές δουλειές που γίνονταν, να μην επιλέγουν εμένα. Άλλωστε, υπήρχε και υπάρχει, όπως ανωτέρω λεπτομερώς εκτέθηκε, υπερπροσφορά εργατικών χεριών. Τούτος δε, νομολογιακά, θεωρείται και λόγος δικαιολογημένης αποχής από την εργασία (Πουλαράκης Ευστάθιος – Ψωμιάδη Ελισσάβετ, Δίκαιο Αλλοδαπών, 2010, σελ. 190 – 191).
Πάρα ταύτα η διοίκηση, μου γνωστοποίησε ότι εφόσον συμπληρώσω για το έτος 2012 τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων έχω τη δυνατότητα να καταθέσω τα εκ του νόμου προβλεπόμενα δικαιολογητικά και να μου χορηγηθεί η άδεια διαμονής μου. Σε κάθε δε περίπτωση, η Διοίκηση μου διαβίβασε ότι εάν δεν μπορέσω να εξασφαλίσω τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων, έχω τη δυνατότητα να διακόψω την ασφάλειά μου με το Ι.Κ.Α και να ασφαλιστώ στον Ο.Γ.Α , ως αγρεργάτης. Πράγματι, αναζήτησα και βρήκα εργοδότη, τον κ. ++, ο οποίος κατέβαλε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας το απαιτούμενο εκ του νόμου εργόσημο, όπως τούτο προκύπτει από το υπ’ αριθμ. +++ παραστατικό της ως άνω τράπεζας και περιμένω να μου χορηγηθεί από τον ανταποκριτή του ΟΓΑ η βεβαίωση ασφάλισής μου, ώστε εν συνεχεία να καταθέσω τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στην Περιφέρεια +++ για να μου χορηγηθεί η άδεια διαμονής.
Από την πρώτη ημέρα που ήλθα στην Ελλάδα, διαμένω μαζί με την οικογένειά μου, ήτοι τους γονείς και τον αδελφό μου, στη ++++, σε μισθωμένη οικία 120τ.μ, όπως τούτο προκύπτει από το προσαγόμενο από +++ ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης που έχει κατατεθεί στη Δ.Ο.Υ ++ (τόπος κατοικίας του εκμισθωτή), σε συνδυασμό με την από +++ υπεύθυνη δήλωση του πατρός μου, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου έχει θεωρηθεί από τα ΚΕΠ του Δήμου +++ Ο τόπος της μόνιμης διαμονής μου προκύπτει και από όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα (άδειες διαμονής, εκκαθαριστικό σημείωμα, ΑΜΚΑ, βεβαίωση απόδοσης ΑΦΜ κτλ).
Μέχρι σήμερα έχω δημιουργήσει στην Ελλάδα σταθερό κύκλο βιοτικών και επαγγελματικών σχέσεων και έχω συμμορφωθεί πλήρως με τις υποχρεώσεις που τάσσει ο νόμος. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, από την πρώτη ημέρα που ήλθα στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκα μαζί με την οικογένειά μου, στη +++, όπου κατοικώ με τους γονείς μου, ήτοι τον πατέρα μου, +++, τη μητέρα μου, +++ και τον αδελφό μου, ++++. Η παραπάνω αναφερόμενη οικογένειά μου, κατοικεί νομίμως και προσηκόντως στην Ελλάδα, όπως τούτο προκύπτει από τις προσκομιζόμενες άδειες παραμονής τους και όλα τα νομιμοποιητικά τους έγγραφα (εκκαθαριστικά σημειώματα της εφορίας, άδειες διαμονής, ΑΜΚΑ κ.α.). Ο πατέρας μου δε, εργάζεται ως αγρεργάτης και πιο συγκεκριμένα ως εργάτης στην καλλιέργεια καπνού και συνεργάζεται με τον γαιοκτήμονα +++, όπως τούτο προκύπτει από σχετική υπεύθυνη δήλωση του εργοδότη του. Πρέπει δε να τονισθεί ότι από την πρώτη ημέρα που ήλθαμε στην Ελλάδα έως και σήμερα, τόσο εγώ όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου, δεν έχουμε δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, αντιθέτως είμαστε ιδιαιτέρως αγαπητοί στους συμπολίτες μας και έχουμε δημιουργήσει τον κοινωνικό μας κύκλο.
Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται, ότι έχω μόνιμη κατοικία στην παραπάνω αναφερόμενη κατοικία που βρίσκεται στη ++++, και εν ουδεμία περίπτωση θα έπρεπε να θεωρούμαι ύποπτος φυγής, δεδομένου ότι βάσει των προαναφερόμενων και των προσκομιζόμενων εγγράφων, αποδεικνύεται πλήρως ότι έχω μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα και ότι έχω διασφαλίσει τα έξοδα συντήρησής μου κατά τη διάρκεια της εδώ διαμονής μου. Ενδεχόμενη επιστροφή μου στην Αλβανία θα αποβεί καταστροφική για εμένα, καθώς πλέον δεν υφίσταται κανένας οικογενειακός ή οικονομικός δεσμός με τη γενέτειρά μου. Όλη η οικογένειά μου βρίσκεται στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στη +++++.
ΙΙΙ. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι). Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες, λόγω παράβασης της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα:
Στο άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας,»
Με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 25 § 1δ΄ του Συντάγματος αναγνωρίστηκε ρητά η αρχή της αναλογικότητας. Κατά την αρχή αυτή η κρατική επέμβαση δικαιολογείται να περιορίσει τα συνταγματικά δικαιώματα και γενικά την ελευθερία του ατόμου μόνο σε όση έκταση συντρέχει ανάγκη θεραπείας του δημόσιου συμφέροντος (βλ. ενδεικτικά, ΣτΒ 3742/1577, 3521-2/1992, 2829/1993, 1917/1998). Κατά την αρχή της αναλογικότητας, το είδος και η έκταση της κρατικής επέμβασης δικαιολογείται, ως μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλ, της προστασίας του γενικού συμφέροντος, μόνο εφόσον τελεί σε σχέση αναλογίας προς τούτο (ΣτΒ 2.132/1963, 58, 1303 και 3704/1977, 1340/1982, 2445/1992, 1917. 4175/1998, 2245/1999, 2522/2000, 867/2002, ΑΠ 17/2001, ΕΔΚΑ, 2001. σ. 917, ΑΠ 899/2002, ΕλΔνη, 2002, σ. 711), Κατ' άλλη διατύπωση: ο περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος πρέπει να είναι μόνο ο αναγκαίος και να συνάπτεται προς τον σκοπό που επιδιώκει ο νόμος (ΣτΕ 2112/1984, 1416/4989, 4051/1990). Διότι, όταν ένα μέτρο δεν είναι αναγκαίο, τότε καθίσταται δυσανάλογο με τον περιορισμό που επιβάλλει ο νόμος. Ειδικότερα, η αρχή αυτή συνιστά σύνθεση των αρχών της ισότητας (ενώπιον του νόμου αλλά και του ίδιου του νόμου) και της επιείκειας, Έτσι, επαληθεύεται ότι δεν ισχύει ανεξέλεγκτη η αρχή της σκοπιμότητας. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί μια από τις πληρέστερες εκφράσεις της αρχής της νομιμότητας και είναι συνταγματικού επιπέδου.
Η γενική αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται κατά την επιβολή
δυσμενών διοικητικών, μέτρων ή ποινών (όπως στην επίδικη περίπτωση), δηλαδή πρέπει η Διοίκηση να προβαίνει σε συνεκτίμηση της βαρύτητας της παράβασης και της επιβαλλόμενης κύρωσης (ΣτΕ 257. 1829/1987, 4024/1990). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος μου διοικητική απέλαση που συνιστά στέρηση των συνταγματικών μου δικαιωμάτων χωρίς να γίνει συνεκτίμηση της βαρύτητας της αποδιδόμενης παράβασης και της επιβαλλόμενης κύρωσης κατά παράβαση της αρχής της
αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, η επιβολή ενός επαχθούς διοικητικού μέτρου υπερακοντίζει το σκοπό επιβολής του και συνιστά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 76 του νόμου 3386/2005 είναι ανεπιεικής και η ερμηνευτική εκδοχή αυτών δογματική, δεδομένων των κοινωνικών συνθηκών και απαιτήσεων (έλλειψη γνώσεως των κανόνων δικαίου, αδυναμία κατανόησης των εγγράφων και ουσιαστικής άσκησης δικονομικών δικαιωμάτων και δυνατοτήτων) συνιστά παραβίαση του περί δικαίου αισθήματος.
Ενόψει των προαναφερομένων καθίσταται σαφές ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες ως παραβιάζουσες τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.
ΙΙ). Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες, διότι εκδόθηκαν κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και ειδικότερα διότι εκδόθηκαν χωρίς να μου παρασχεθεί το δικαίωμα της προηγούμενες ακρόασης πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Ειδικότερα:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 § 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690//999 - ΚΔΔ), θεμελιώνεται δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου, σε κάθε περίπτωση διοικητικής ενέργειας ή διοικητικού μέτρου που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του. Ειδικότερα, το άρθρο 20 § 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», ενώ το άρθρο 6 του ΚΔΔ ορίζει ότι: «1. Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα, 2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο τον μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων τον ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από την αιτιολογία της διοικητικής πράξης. Το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ακρόαση τον ενδιαφερομένου, 3. Αν η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, είναι, κατ' εξαίρεση, δυνατή η, χωρίς προηγούμενη κλήση τον ενδιαφερομένου, ρύθμιση. Αν η κατάσταση που ρυθμίστηκε είναι δυνατόν να μεταβληθεί, η διοικητική αρχή, μέσα σε χρονικό διάστημα, δεκαπέντε (15) ημερών, καλεί τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, οπότε και προβαίνει σε τυχόν νέα ρύθμιση. Αν η πιο πάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το μέτρο παύει αυτοδικαίως, και χωρίς άλλη ενέργεια, να ισχύει. 4, Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής».
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η διοικητική αρχή, πριν από την επιβολή, κατά τα ανωτέρω, οποιουδήποτε διοικητικού μέτρου, όπως είναι και η επιβολή σε βάρος μου απέλασης, έχει δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 20 § 2 του Συντάγματος την υποχρέωση να διασφαλίζει στο φερόμενο «ως παραβάτη» την ευχέρεια να της εκθέτει σχετικά τις απόψεις του. Η συμμόρφωση της διοικητικής αρχής προς την υποχρέωσή της αυτή αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητας της σχετικής διαδικασίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που έχει ο διοικούμενος, μετά την έκδοση εις βάρος της δυσμενούς διοικητικής πράξεως, να επιδιώξει την εξαφάνιση ή την τροποποίηση της, μέσω της δικαστικής δυνατότητας που του παρέχεται, διότι, κατά το γράμμα και το σκοπό της πιο πάνω συνταγματικής διατάξεως, το θεσπιζόμενο με αυτήν δικαίωμα του διοικούμενου συνίσταται ακριβώς στην «προηγούμενη», δηλαδή πριν την έκδοση της εις βάρος του εκτελεστής πράξεως, ακρόαση του από την αρμόδια αρχή.
Πλην όμως, στην υπό κρίση περίπτωση ουδέποτε κλήθηκα πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων να εκθέσω τις απόψεις μου. Συνεπώς, παράνομα στερήθηκα του συνταγματικού δικαιώματος μου να εκθέσω τις απόψεις μου.
ΙΙΙ). Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες και ακυρωτέες, ως αντικείμενες ευθέως στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, οι οποίες απορρέουν από τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου (ΣτΕ (Πρ.) 703/1990, ΤοΣ 1990, σελ. 645-647, ΔΕφΑΘ 811/1999, ΝοΒ 2000, σελ. 732, ΔΕφΕθ 362/2000, Αρμ, 2000. σελ 3151). Ειδικότερα:
Η γενική αρχή της εμπιστοσύνης στηρίζεται στην αρχή του Κράτους Δικαίου ή αλλιώς στην αρχή της νομιμότητας, ως θεμελιώδους βάσης του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, όπως προκύπτει ιδίως από τα άρθρα 1§ 1, 4 §1, 20 §1, 4-25, 26. 87, 93. 94, 95 του Συντάγματος. Η εν λόγω θεμελιώδης αρχή συμπληρώνεται από την παράγωγη αρχή της ασφάλειας δικαίου στις έννομες σχέσεις μεταξύ Διοίκησης και ιδιωτών, ώστε να δημιουργούνται σταθερές διοικητικές καταστάσεις (ΣτΕ 2674/1990, Π 57/1991, 1216/1992, 903/1999 κ.ά.). Οι ανωτέρω δύο αρχές είναι συνταγματικές αλλά και υπερνομοθετικές, υπό την έννοια των Διεθνών Συμβάσεων κατά το άρθρο 28, παρ. Ι του Συντάγματος.
Η αρχή της εμπιστοσύνης ή καλής πίστης και συνακόλουθα της χρηστής διοίκησης, έχει υιοθετηθεί, και νομοθετικά (λ.χ. άρθρο 38, Ν. 1473/1984, άρθρο 1, παρ, 8, Ν. 2523/1997, άρθρο 42, παρ. 1 Ν. 2717/1999). Έτσι, τα διοικητικά όργανα οφείλουν γενικά να ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, οφείλουν με άλλα λόγια να ασκούν χρηστή διοίκηση, Ο κανόνας της εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης αποτελεί συνεπώς επιτακτικό κανόνα δικαίου του οποίου η παράβαση συνεπάγεται παρανομία της Διοίκησης. Η αρχή της εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης πραγματώνει την «ανεμπόδιστη» άσκηση - απόλαυση των δικαιωμάτων των ιδιωτών από «όλα τα κρατικά όργανα» (άρθρο 25 §1, Συντ.), δηλαδή και την Διοίκηση, Έτσι, η «ανεμπόδιστη» απόλαυση αφορά τόσο τις ατομικές όσο και τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις.
Η παράβαση της αρχής της εμπιστοσύνης οδηγεί, άμεσα ή έμμεσα από το αποτέλεσμα, στην παρεμπόδιση της απόλαυσης, λειτουργικά, των δικαιωμάτων των ιδιωτών. Η εν λόγω παρεμπόδιση, αντίκειται στο Σύνταγμα και στους υπερνομοθετικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες και ακυρωτέες, ως αντικείμενες στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η Διοίκηση προέβη στην επιβολή εις βάρος μου ενός επαχθούς μέτρου, της απέλασης, κατά παράβαση του πνεύματος επιείκειας που πρέπει να διαπνέει την έννομη τάξη, μην λαμβάνοντας υπόψη τους ανθρωπιστικούς λόγους, οι οποίοι με ανάγκασαν να εγκαταλείψω την πατρίδα μου και να έλθω στην Ελλάδα, προς ανεύρεση οικίας και εργασίας.
ΙV). Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες, λόγω παράβασης νόμου, ως εντελώς αναιτιολόγητες.
Η έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης «στηρίζεται» προφανώς στην παρ. 4 του άρθρου 391 του ΠΔ της 14.7/27.07.1999, που κωδικοποίησε τις διατάξεις του ΠΔ 55/12.07.1983 και 13/28.01.1996. Η εν λόγω, όμως, ρύθμιση αντίκειται, πλέον, σαφώς στις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του μεταγενέστερου νόμου 2690/1999 (ΚΔΔ) στις οποίες ορίζεται ότι «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής ………...». Η υποχρέωση, άλλωστε αιτιολόγησης οποιασδήποτε δυσμενούς διοικητικής πράξης συνδέεται άμεσα και με το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, καθώς ως δυσμενής ατομική διοικητική πράξη στερείται πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι περιέχει πλημμελή νομική βάση, καθώς επικαλείται διατάξεις νομοθετικών κανόνων, χωρίς να αναγράφει το περιεχόμενο των κρίσιμων για την έκδοσή της διατάξεων, αλλά ούτε και το λόγο επίκλησης ή εφαρμογής τους για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
V). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζεται ότι όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, μεταξύ αυτών και οι αλλοδαποί, απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους. Για τον συνταγματικό νομοθέτη είναι αδιάφορο εάν οι αλλοδαποί βρίσκονται στη χώρα νόμιμα ή παράνομα, μόνιμα ή προσωρινά (Α. Μάνεσης, Ατομικές ελευθερίες α΄ 3η έκδοση. 1981. 122, Π. Παραράς Σύνταγμα 1975 – Corpus Ι. 1982. Κ. Χρυσόγονος. 2002. 211. , ΣΕ 665/1990).
Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει κατάφορη παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 2 του Σ., καθώς η διοίκηση δεν επέδειξε τον απαιτούμενο σεβασμό για την προστασία της ελευθερίας μου και προχώρησε στην έκδοση διοικητικής απέλασης σε βάρος μου.
VI). Παραβίαση των εγγυήσεων για την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των άρθρων 21 παρ. 1 Συντάγματος και 7 ΤΗΣ ΕΣΔΑ και της αρχής της αναλογικότητας
Σύμφωνα με τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 2 ΕΣΔΑ που συνάδουν και με την συνταγματική επιταγή του άρθρου 21 παρ. 1 «παν πρόσωπο δικαιούται εις το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβαση αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο εις μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, την οικονομική ευμάρεια της χώρας, την προάσπιση της τάξεως, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων ή των ελευθεριών των άλλων»
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, άτομα τα οποία έχουν οικονομική και κοινωνική βάση σε έναν τόπο δεν πρέπει να αποκόπτονται από αυτή παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με αυστηρή τήρηση των αρχών της αναλογικότητας. Η ιδιαίτερη προστασία που επιδεικνύεται από το Διεθνές Δικαστήριο σε σχέση με την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και στο επίπεδο προστασίας των αλλοδαπών έχει υιοθετηθεί από τις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά σύμφωνα με την παγία νομολογία του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας, δεν είναι δυνατή η απέλαση αλλοδαπού όταν αυτός έχει αποκτήσει ρίζες στην επικράτεια και τα αποτελέσματα από την τυχόν απέλαση θα οδηγήσουν στην διάλυση της οικογένειας και της ιδιωτικής του ζωής. Αντίστοιχη ευαισθησία έχει επιδειχθεί και από τα ελληνικά δικαστήρια σε ότι αφορά την πιστή τήρηση των προϋποθέσεων για την απέλαση αλλοδαπών νομίμως διαμενόντων στην χώρα (ΣτΕ 5208/1995, 1379/1995) .
Στην προκειμένη περίπτωση, ενδεχόμενη απέλαση και απομάκρυνσή μου από τη χώρα, διαλύει όλη την εδώ οικογενειακή, κοινωνική και οικονομική ζωή μου με δεδομένο ότι ζω στην Ελλάδα, εργάζομαι και στηρίζω την οικογένειά μου. Επιπλέον κατά την διάρκεια της παραμονής μας στην Ελλάδα δημιούργησα φιλικούς δεσμούς με αποτέλεσμα να έχω δημιουργήσει ισχυρότατους κοινωνικούς δεσμούς στην χώρα. Κατά την αρχή της αναγκαίας αναλογίας, το λαμβανόμενο σε βάρος μου μέτρο, πρέπει να τελεί σε ευθέως ανάλογη σχέση με την βαρύτητα του φερομένου ότι τέλεσα αδικήματος.
Συμπερασματικά και με βάση τα ανωτέρω υφίσταται σαφής παραβίαση των κανόνων της ΕΣΔΑ, του άρθρου 21 παρ 1 του Συντάγματος αλλά και της αρχής την αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ 1 του Συντάγματος) .
Επειδή δεν συντρέχουν στο πρόσωπό μου λόγοι δημοσίου συμφέροντος ούτε έχει κριθεί επικίνδυνη η παρουσία μου για την Δημόσια Τάξη, αφού από την κράτησή μου και από έρευνα της Αστυνομικής Διεύθυνσης +++ς προέκυψε ότι δεν έχω καταδικαστεί ποτέ, δεν διώκομαι για κάποια αξιόποινη πράξη και δεν είμαι καταχωρημένος στο SIS. Επιπρόσθετα, ουδέποτε έχω απασχολήσει τις Ελληνικές ή Αλβανικές διωκτικές αρχές και δεν έχω υποπέσει σ’ οποιοδήποτε αδίκημα πλην της παρανόμου παραμονής μου στην χώρα.
Επειδή ουδέποτε μέχρι σήμερα έχω απασχολήσει τις ελληνικές διωκτικές Αρχές ούτε έχω υποπέσει σε κάποιο ποινικό αδίκημα ή σε οποιαδήποτε άλλη διοικητική παράβαση, πολύ δε περισσότερο δεν έχει υπάρξει προηγούμενη απόφαση για προσωρινή κράτηση ή απέλαση εις βάρος μου.
Επειδή η μέχρι σήμερα παραμονή μου στην Ελλάδα υπήρξε, όπως και ολόκληρη άλλωστε η προηγούμενη ζωή μου, έντιμη και υποδειγματική.
Επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει της οποίας κρίθηκα ύποπτος φυγής, είναι αόριστη και στερείται νόμιμης αιτιολογίας, καθώς και μόνιμη κατοικία διαθέτω και τα βασικά για τη συντήρηση μου οικονομικά μέσα.
Επειδή η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προξενήσει σε εμένα βλάβη ανεπανόρθωτη, διότι θα ανατρέψει τις βιοτικές μου σχέσεις, που έχω δημιουργήσει στην Ελλάδα (βλ. ΣτΕ (Επιτροπή Αναστολών) 458/2002, τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Επειδή για λόγους ανθρωπιστικούς, που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες (βλ. σχετικά στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Επειδή οι λόγοι δημοσίας τάξης και ασφάλειας πρέπει να σταθμίζονται βάσει και των αρχών συνταγματικού και μη επιπέδου που εφαρμόζονται και υπέρ του αλλοδαπού, μεταξύ αυτών η βασική αρχή της αναλογικότητας, με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται σε αυτόν, είτε από το εθνικό είτε από το διεθνές δίκαιο.
Επειδή προσάγω και επικαλούμαι όλα τα αναφερόμενα στην προσφυγή μου έγγραφα, έχω δε πρόδηλο έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Ειδικότερα :
1) Την υπ’ αριθμ. +++ απορριπτική απόφαση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++
2) Την υπ’ αριθμ. +++ απόφαση κράτηση του Αστυνομικού Διευθυντή ++
3) Την με αριθμ. πρωτ. ++ απόφαση επιστροφής με κράτηση και εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και SIS του Αστυνομικού Διευθυντή +++δυνάμει της οποίας αποφασίσθηκε η επιστροφή μου στη χώρα από την οποία προήλθα.
4) Την υπ’ αριθμ. ++ βεβαίωση της αστυνομικής διεύθυνσης ++, από την οποία προκύπτει ότι δεν έχω καταδικαστεί ποτέ και δεν διώκομαι για κάποια αξιόποινη πράξη.
5) Αντίγραφο των: α) υπ’ αριθμ. +++ θεώρησης εισόδου για λόγους οικογενειακής συνένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 28 του νόμου 2910/01, β) ++ γ) ++++, δ) ++ ε) ++σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 – 4, για χρονικό διάστημα από +
6) Αντίγραφα των: α) + β) + γ) + δ) +
7) Την υπ’ αριθμ. + απόδειξη παραλαβής αιτήματος της Περιφέρειας + από την οποία προκύπτει ότι κατέθεσα αίτηση, προκειμένου να μου χορηγηθεί αυτοτελής άδεια διαμονής μέχρι τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας μου, +
8) Το υπ’ αριθμ. + παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, από το οποίο προκύπτει ότι ο εργοδότης μου, +, κατέβαλε το απαιτούμενο εργόσημο, προκειμένου να υπαχθώ στην ασφαλιστική κάλυψη του ΟΓΑ.
9) Αντίγραφο του εκκαθαριστικού σημειώματος της εφορίας του οικονομικού έτους +++
10) Αντίγραφο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους ++
11) Την βεβαίωση απόδοσης Α.Φ.Μ της Δ.Ο.Υ. ++, από την οποία προκύπτει, πέραν των προσωπικών μου στοιχείων και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας μου.
12) Τη βεβαίωση ΑΜΚΑ, από την οποία προκύπτει, πέραν των προσωπικών μου στοιχείων και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας μου.
13) Αντίγραφο της άδειας κυκλοφορίας της δίκυκλης μοτοσυκλέτας μου, μάρκας +++
14) Το από +++ ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που έχει κατατεθεί στη Δ.Ο.Υ. ++, από το οποίο προκύπτει ότι ο πατέρας μου μισθώνει οικία 120τ.μ. που βρίσκεται στη ++, για να διαμένει με την οικογένειά του.
15) Την από +++ υπεύθυνη δήλωση του πατέρα μου, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου έχει θεωρηθεί από τα ΚΕΠ του Δήμου ++, από την οποία προκύπτει ότι διαμένουμε μαζί στην οικία ++.
16) Αντίγραφο του διαβατηρίου και των αδειών διαμονής του πατρός μου, +
17) Αντίγραφο του διαβατηρίου και των αδειών διαμονής της μητέρας μου, +
18) Αντίγραφο του διαβατηρίου και των αδειών διαμονής του αδελφού μου, +
19) To υπ’ αριθμ. ++ πιστοποιητικό γέννησής μου, στο οποίο εγγράφονται τα πλήρη και ακριβή στοιχεία μου.
20) Υπεύθυνες δηλώσεις του εργοδότη του πατρός μου, +, από τις οποίες προκύπτει ότι τον απασχολεί σε γεωργικές εργασίες.
21) Την υπ’ αριθμ. ++ βεβαίωση για την απασχόληση αυτοτελώς απασχολούμενου εργάτη γης του ανταποκριτή ΟΓΑ ++, από την οποία προκύπτει ότι ο πατέρας μου εργάζεται στην καλλιέργεια των καπνών.
22) Τη βεβαίωση απόδοσης ΑΦΜ της ΔΟ.Υ. ++ του πατρός μου.
23) Τα εκκαθαριστικά σημειώματα εφορίας των οικονομικών ετών ++ του πατρός μου.
24) Ένσημα του ΙΚΑ +
25) Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. ++ απόφασης – πρακτικού της Πρωτοδίκου του Διοικητικού Πρωτοδικείου + ++, δυνάμει της οποίας έγιναν δεκτές οι κατατεθειμένες αντιρρήσεις μου και αφέθηκα ελεύθερος.
Επειδή έχω πρόδηλο έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρούσας αίτησής μου.
Επειδή επισυνάπτω τα υπ’ αριθμ. ………………………… ΣΕΙΡΑΣ Α΄ παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 150€, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η παρούσα. Να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. ++απορριπτική απόφασης του αναπλ. Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας Θεσσαλίας. και 2) η υπ’ αριθμ. πρωτ. ++ απόφαση επιστροφής με κράτηση και εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και SIS του Αστυνομικού Διευθυντή Καρδίτσας, δυνάμει της οποίας αποφασίσθηκε η επιστροφή μου στη χώρα από την οποία προήλθα καθώς και κάθε άλλη πράξη ή παράλειψη συναφής προς την προαναφερόμενη πράξη. Και – Να καταδικασθεί το αντίδικο στη δικαστική μου δαπάνη.
O Πληρεξούσιoς Δικηγόρος

Η προσβαλλομένη απόφαση είναι προδήλως παράνομη επειδή στερείται παντελώς οποιασδήποτε αιτιολογίας και συνακόλουθα είναι βέβαιη η οριστική ακύρωσή της.
Στην παρούσα αίτηση αναστολής αναφέρομαι επιγραμματικά στο νόμω βάσιμο του υποβαλλόμενου αιτήματος αναστολής της προσβαλλομένης απόφασης και αναπτύσσω τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
ΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ
Η χορήγηση της αναστολής από το Δικαστήριό Σας προϋποθέτει, όπως ορίζει σχετικά το άρθρο 52ΠΔ 18/89, μία εκτίμηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων, αφενός του αιτούντος, αφετέρου του δημοσίου. Για τον αιτών λαμβάνονται υπόψη τα έννομα αγαθά του, τα οποία τίθενται υπό διακύβευση λόγω της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Η σύγκριση γίνεται με την περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη δεν εκτελούνταν. Επιπροσθέτως, λαμβάνεται υπόψη ποια θα ήταν η πραγματική κατάσταση του αιτούντος σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η αίτηση ακύρωσης και ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Δηλαδή, εάν είναι δυνατόν να επανέλθουν τα πράγματα στην προγενέστερη της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξεως κατάστασης, καθώς και εάν τα έννομα αγαθά του αιτούντος, τα οποία έχουν προσβληθεί με την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι δυνατόν να αντικατασταθούν στην πρότερη της εκτέλεσης κατάσταση.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής συντρέχουν για τους ακόλουθους νόμιμους και βάσιμους λόγους:
Τα έννομα αγαθά μου, τα οποία διακυβεύονται είναι ιδιαιτέρως σημαντικά, καθώς αφορούν τόσο την προστασία της οικογενειακής μου ζωής, όσο και την προστασία του έννομου βίου μου. Στην Ελλάδα ήλθα, μαζί με την οικογένειά μου, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης και ευμενέστερων συνθηκών διαβίωσης. Ενδεχόμενη επιστροφή μου στη γενέτειρά μου θα αποβεί καταστροφική για εμένα, καθώς εκεί δεν υφίσταται πλέον κανένας οικονομικός ή οικογενειακός δεσμός. Στην Αλβανία δεν υπάρχει ούτε κατοικία, ούτε και δυνατότητα ανεύρεσης εργασίας ή ανάπτυξης μίας υγιούς επαγγελματικής δραστηριότητας.
Είναι φανερό, με βάση τα προαναφερθέντα ότι σε περίπτωση που εκτελεσθεί η προσβαλλομένη, καταλύονται πλήρως τα έννομα αγαθά του και είναι αδύνατη η επαναφορά τους στην πρότερή τους κατάσταση.
Επειδή συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλομένης πράξεως καθώς και εκδόσεως προσωρινής διαταγής, όπως εξάλλου έχει κρίνει η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας.
Επειδή προσάγω και επικαλούμαι όλα τα αναφερόμενα στην αίτησή μου έγγραφα, έχω δε πρόδηλο συμφέρον για την άσκηση αυτής.
Επειδή επισυνάπτω το υπ’ αριθμ. ……………………ΣΕΙΡΑΣ Α΄ παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 100€, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μου. Να ανασταλεί με απόφασή Σας, η εκτέλεση των: 1) υπ’ αριθμ. +++ απορριπτική απόφαση του αναπλ. Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Περιφέρειας ++ς. και 2) υπ’ αριθμ. πρωτ. +++απόφασης επιστροφής με κράτηση και εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και SIS του Αστυνομικού Διευθυντή +++, δυνάμει της οποίας αποφασίσθηκε η επιστροφή μου στη χώρα από την οποία προήλθα καθώς και κάθε άλλης πράξης ή παράλειψης συναφούς προς τις προαναφερόμενες πράξεις, μέχρι την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρικάλων στην αίτηση ακύρωσής μου. Και - Να καταδικασθεί το αντίδικο στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.
Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013