σύμβαση μίσθωσης κινητών με ΟΤΑ.τόπος εκπλήρωσης.αρμοδιότητα τοπική.ακυρότητα σύμβασης και αδικαιολόγητος πλουτισμός.ορισμένο αγωγής.προσωρινή εκτελεστότητα κατα ΟΤΑ.αντισυνταγματικότητα.παραγραφή και αντένσταση διακοπής

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ-ΑΜΥΝΑ ΣΕ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

...................

Εν συνεχεία των ανωτέρω προτάσεών μου, αρνούμενος και αποκρούων κάθε ενάντιο ισχυρισμό, πρόταση και ένσταση των αντιδίκων, των οποίων την απόρριψη αιτούμαι, επάγομαι και τα εξής:

          Στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όπως η προκείμενη, κρίσιμος για την δωσιδικία της δικαιοπραξίας, δεν είναι ο τόπος εκπλήρωσης της σύμβασης εν γένει, αλλά ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής του εκάστοτε υποχρέου. Αυτός καθορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, δηλ. κατά κανόνα από την βούληση των δικαιοπρακτούντων, επικουρικά από τις περιστάσεις και τέλος από το νόμο (ΑΚ 320-322). Αν η παροχή είναι χρηματική καταβάλλεται στην κατοικία του δανειστή κατά το χρόνο καταβολής (ΑΚ 321). (για όλα τα ανωτέρω βλ. σε Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, τ. Ι, υπο 33.5, Γεωργ-Σταθ. 320-322.19, ΕφΛαρ 287/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 754/1991 ΝΟΜΟΣ)

Αποδείχθηκε ότι αποδέχθηκα στο +++ όπου και διατηρώ την κατοικία μου αστική και επαγγελματική, την πρόταση των αντιδίκων για σύναψη την επίδικης σύμβασης και συμφώνησα με αυτά να μου καταβάλλουν τα συμφωνημένα μισθώματα σε τραπεζικό μου λογαριασμό στην ΑΤΕ +++. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από το γεγονός αν επί τηλεφωνικής συμβάσεως τόπος κατάρτισής της θεωρείται ο τόπος στον οποίο εκδηλώθηκε η δήλωση για την αποδοχή εκείνου που έλαβε την πρόταση (Έτσι Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ άρθρ. 33 αριθ. 32) ή ο τόπος, όπου περιήλθε στον προτείνοντα η αποδοχή της πρότασης, κατ` άρθρο 192 ΑΚ (Έτσι, ΕφΑθ 2222/1994 ΕλλΔνη 36. 1590, Νίκας, σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρ. 33 αριθ. 4), στην προκείμενη υπόθεση καθιδρύεται η τοπική αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, λόγω του ότι ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής ήταν ο ++++, αφού ρητά κατέθεσε η μάρτυράς μου, χωρίς άλλη ανταπόδειξη, ότι τα χρήματα θα κατέβαλλαν τα εναγόμενα σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό μου στην ΑΤΕ ++(βλ. ανωτέρω νομολογία, αλλά και ΕφΘεσ 2727/1999 Αρμ ΝΓ 1744, ΕφΘεσ 2253/ 1994 Αρμ ΜΗ 204, ΕφΘεσ 754/1991 Αρμ ΜΣΤ 367, Κρουσταλάκης, σε ΕλλΔνη 34. 469 επ.). Συνεπώς η ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 41 του Ν.Δ. 496/1974 «Λογιστικό των ΝΠΔΔ - Συμβάσεις - Παραγραφές κλπ.» και 3 του ΝΔ 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων» προκύπτει ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών, όπως το ποσό αυτό αυξήθηκε αρχικά στο ποσό των 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ με. την υπ' αριθ. 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και από 8-8-2002 στο ποσό των 2.500 ευρώ με την υπ' αριθ. 2/42053/0094 (ΦΕΚ 1033/7-8-2002) απόφαση του ιδίου Υπουργού, ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου σύμφωνα με τα άρθρα 158 και 159 ΑΚ επιφέρει την απόλυτη ακυρότητα της, εν λόγω σύμβασης (ΑΠ 322/2010 ΤρΝομΠληρ - ΝΟΜΟΣ). Με τις ίδιες δε ως άνω διατάξεις ορίζεται ότι η πρόταση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν με χωριστά έγγραφα, αλλά η ακυρότητα από τη μη έγγραφη αποδοχή αυτής αίρεται σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, όμως η θεραπεία της ακυρότητας εφαρμόζεται μόνον αν πρόκειται για εκπλήρωση σύμβασης, για τη σύσταση της οποίας υπήρχε χωριστή έγγραφη πρόταση, για την οποία δεν επακολούθησε έγγραφη αποδοχή, με αποτέλεσμα η διάταξη του άρθρου 41 του ΝΔ 496/1974 να μην τυγχάνει εφαρμογής όταν ο έγγραφος τύπος δεν τηρήθηκε για την πρόταση κατάρτισης της σύμβασης (ΟλΑΠ 862/1084 ΕΕΔ 43, σελ. 627, ΕφΠατρ 846/2007 ΑΧΑNOΜ 2008, σελ. 694). Η ακυρότητα της σύμβασης είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

Στην περίπτωση, δε, άκυρης σύμβασης λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ' άρθρο 904 ΑΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (AΠ 1378/2011 ο.π., AΠ 1490/2008, ΑΠ 1225/2008 ΤρΝομΠληρ - ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης και εκείνης του άρθρου 908 εδ. α ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος του παρέχοντος που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ενέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1225/2008 ο.π.). Περαιτέρω, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 219 Κ.ΙΙολ.Δ., δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της εν λόγω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή γενική επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται ειδικότερα και οι λόγοι αυτής. Με τον τρόπο αυτό πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ., η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον ενάγοντα του λόγου ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσης (ΟλΑΠ 22 και 23/2003). Έτσι, σε περίπτωση που σε σύμβαση με το Νομικό Πρόσωπο Δήμου δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 41 του ΝΔ 496/1976 «περί λογιστικού ΝΠΔΔ» έγγραφος τύπος ή τηρήθηκε μεν ο έγγραφος τύπος, χωρίς όμως να τηρηθούν οι από το νόμο προβλεπόμενες διατυπώσεις της προηγούμενης λήψης της απόφασης από το Δημοτικό Συμβούλιο, η σύμβαση είναι άκυρη και το Νομικό Πρόσωπο του Δήμου υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση και συνίσταται, στη χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών που δέχθηκε και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση (ΕφAθ 2491/2008 ΕλλΔνη  2008, σελ. 1106).

Εν` όψει των ανωτέρω η αγωγή μου είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη και ως προς την βάση από διοίκηση αλλοτρίων (βλ. ΜονΠρωτ.Καρδίτσας 96/2013 προσαγόμενη, δικαστής κ. Μ.Κυριέρη) και δέον και αιτούμαι να απορριφθεί η σχετική ένσταση.

Ο Δήμος +++ προέβαλλε την ένσταση έλλειψης παθητικής του νομιμοποίησης, διότι, σύμφωνα με τις προτάσεις που προκατέθσε, «…η συμφωνία της μίσθωσης…έγινε μεταξύ του αντιδίκου και της κοινωφελούς επιχείρησης «++»…συνεπώς έναντι του αντιδίκου και για την πληρωμή του ενδίκου μισθώματος ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο η ως άνω  κοινωφελής επιχείρηση…». Ο ισχυρισμός αυτός, αποτελεί άρνηση της αγωγής (ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27,1427, ΕφΑθ 5685/99 Ελλδνη 41,526), διότι για την παθητική νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης χωρίς να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι και αναληθής. Αν αποδειχθεί από την διαδικασία ως τέτοιος, η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη κατ` ουσία(Βαθρακοκοίλης υπο 68, 394, κλπ).

Εν προκειμένω από την κατάθεση της μάρτυρός μου, που δεν αντικρούστηκε από άλλο αντίθετο αποδεικτικό μέσο, αφού τα εναγόμενα δεν εξέτασαν μάρτυρα, αποδείχθηκε ότι με τα εναγόμενα συμφωνήσαμε να μου καταβάλλουν τα επίδικα μισθώματα εις ολόκληρον όπως ισχυρίζομαι στην αγωγή μου, δηλ. ή το ένα ή το άλλο (βλ. ρητή κατάθεση μάρτυρός μου), καθόσον τούτο ρητά υποσχέθηκαν και ο πρόεδρος της κοινωφελούς επιχείρησης και ο αρμόδιος αντιδήμαρχος πολιτιστικών του Δήμου +++στον οποίο και απευθύνθηκα αμέσως με την πρόταση της επιχείρησης για σύναψη σύμβαση ο οποίος μάλιστα μου δήλωσε ότι έχουν «κοινό ταμείο». Επιπλέον αποδείχθηκε από την κατάθεση της μάρτυρός μου ότι αμέσως μετά την εκτέλεση της παροχής μου, το +++ τιμολόγιο που κατέθεσα στην ταμειακή υπηρεσία του Δήμου +++ για να πληρωθώ, όχι μόνο το παρέλαβε η υπηρεσία του Δήμου αδιαμαρτύρητα προκειμένου να προωθήσει την πληρωμή του με ένταλμα κλπ, αλλά ότι επιπλέον, ο ίδιος ο υπάλληλος του Δήμου το συμπλήρωσε με τα χέρια του (για να μην υπάρχει προφανώς τυπική ακυρότητα).   Συνεπώς είτε διότι υπήρξε σύμβαση μεταξύ των συνοφειλετών και του δανειστή(ΑΚ 481), είτε διότι συνήφθη σωρευτική αναδοχή χρέους(ΑΚ 481,477) με την προσθήκη και του Δήμου Αγιάς ως οφειλέτη, τα εναγόμενα ευθύνονται εις ολόκληρον εναντί μου για την καταβολή των αιτούμενων μισθωμάτων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909 αρ. 1 ΚΠολΔ, προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί κατά του δημοσίου, των δήμων και των κοινοτήτων. Με αυτή τη ρύθμιση περιορίζεται το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα του κάθε πολίτη να απολαμβάνει δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 § 1 Σ), η οποία περιλαμβάνει και την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που του επιδικάζουν κάποια παροχή έναντι των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (βλ. παρακάτω). Έτσι, σύμφωνα με την παλαιόθεν νομολογούμενη και ήδη ρητά προβλεπόμενη στο Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας (βλ. άρθρο 25 § 1 εδ. δ` αυτού, όπως είχε αντικατασταθεί με το από 06-04- 2001 ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής βουλής των Ελλήνων [ΦΕΚ Α784/17-0`-2001] και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως [ΦΕΚ Α`/85/18-04-2001]), η οποία απορρέει από την έννοια του «κράτους δικαίου» (ΑΠ 271/2011 ΔιΜΕΕ 2011.365, ΑΠ 751/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και αποτελεί μία από τις πληρέστερες εκφράσεις της αρχής της νομιμότητας (Αν. Τάχου «Ελληνικό διοικητικό δίκαιο» [2003] § 33 αρ. 3 στοιχ. ε` σελ. 193), για να είναι συμβατή προς το Σύνταγμα η παραπάνω διάταξη του ΚΠολΔ, πρέπει να σέβεται αυτή την αρχή. Δηλαδή πρέπει ο παραπάνω περιορισμός α) να θεμελιώνεται σε λόγους δημοσίου συμφέροντος και να επιδιώκει την επίτευξη σκοπού που συνάδει με το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων και των νόμων και αρχών που είναι σύμφωνες με αυτό (βλ. άρθρο 25 § 1 εδ. δ` Σ), β) να είναι πρόσφορος να επιτύχει το σκοπό αυτό, δηλαδή λυσιτελώς να επιχειρείται δι` αυτού η επίτευξή του, γ) να είναι ο λιγότερο επαχθής για τους διοικούμενους που θίγει, δηλαδή να μη μπορεί να επιτευχθεί ο παραπάνω σκοπός με ηπιότερο για τα θιγόμενα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντά τους τρόπο και με την έννοια αυτή να είναι απολύτως αναγκαία η επιβολή του και δ) να είναι εν στενή έννοια αναλογικός, να τελεί δηλαδή σε εύλογη σχέση και εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται ποιοτικά και ποσοτικά της βλάβης που προκαλεί (ΟλΑΠ 6/2011 ΕλλΔ/νη 2011.695 = ΝοΒ 2011.1819 = ΔιΜΕΕ 2011.353, ΟλΑΠ 6/2009 ΑρχΝ 2009.420 = ΝοΒ 2009.568 = Αρμ 2009.1162, ΟλΑΠ 43/2005 ΕλλΔ/νη 2005.1649 = ΛΕΕ 2006.681 = ΔΦορΝ 2006.1331, ΑΠ 14/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.432, ΑΠ 71/2011 «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 81/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 373/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 123/2010 ΧρΙΔ 2010.26, ΑΠ 517/2010 «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 904/2010 ΝοΒ 2011.305 - ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2011.12, ΑΠ 1025/2010 ΓΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010 253, ΑΠ 1040/2009 ΕΔΠ 2009.644 = ΧρΙΔ 2010.275, ΑΠ 1116/2009 ΧρΙΔ 2010.443, ΑΠ 1178/2009 Δ 2009.811 = ΧρΙΔ 2010.199, ΑΠ 1276/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1609/2009 ΔιΜΕΕ 2010.51, ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2207/2009 ΝοΒ 2010.1690 = ΕΔΠ 2010.818 = ΕφΑΔ 2010.997) ή κατ` άλλη θεώρηση της τελευταίας (υπό «δ`») προϋπόθεσης (ο εν λόγω περιορισμός) να μη θίγει τον πυρήνα των περιοριζόμενων δικαιωμάτων καταργώντας τα κατ` ουσίαν (βλ. Κ. Χρυσόγονου «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» [2002] § 8 στοιχ. «Ε`» σελ. 92-95, όπου και αντιπαραβολή των σχετικών θέσεων της ελληνικής νομολογίας με την αντίστοιχη γερμανική, που ακολουθεί παραλλάσσουσα διαβάθμιση των σταδίων ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων).

Έτσι, ο εκ της ΚΠολΔ 909 αρ. 1 περιορισμός του δικαιώματος κάθε πολίτη να απολαμβάνει δικαστικής προστασίας και ειδικότερα δυνατότητας να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση προσωρινά εκτελεστής δικαστικής απόφασης που του επιδικάζει παροχή έναντι του δημοσίου, δήμου ή κοινότητας θεμελιώνεται στην επιτακτική ανάγκη ικανοποίησης του ιδιαιτέρως σοβαρού δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος της ύπαρξης ρευστότητας στα κρατικά ταμεία, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, την ικανοποίηση των αναγκών του κράτους και της κοινωνίας. Χωρίς την ύπαρξη ρευστότητας στα κρατικά ταμεία, το κράτος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο σύγχρονο κοινωνικό του ρόλο με την πραγματοποίηση των αναγκαίων παροχών σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η απασχόληση, αλλά ούτε και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς άλλα κράτη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρβλ. ΑΕΔ 1/2010 ΔΔίκη 2010.196 - σκεπτικό μειοψηφίας), οι δε προσωρινά εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις ενέχουν την πιθανότητα ανθρωπίνου λάθους σε ποσοστό στατιστικά μεγαλύτερο από υποθέσεις που έχουν διέλθει και το δεύτερο βαθμό. Έτσι, η εκτέλεση οριστικών απλώς και όχι τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων που καταδικάζουν το Δημόσιο, δήμο ή κοινότητα σε παροχή έναντι του εκάστοτε νικήσαντος αντιδίκου του, εμφανίζεται να ενέχει σχετικά μεγαλύτερο κίνδυνο απομείωσης των αποθεματικών των δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών αντίστοιχα ταμείων σε συμμόρφωση με εσφαλμένη δικαιοδοτική κρίση, η δε αποσόβηση του κινδύνου αυτού, εμφανίζεται καταρχήν να συνάδει με το ισχύον Σύνταγμα της χώρας και τη σύμφωνη με αυτό νομοθεσία, αφού κρίνεται επωφελής, αν όχι σκόπιμη, για την ίδια την υπόσταση αυτής διότι το μεν έτσι παρατείνεται ο χρόνος εξόφλησης των οφειλών του Δημοσίου κ.λπ. προς τρίτους, παραμένοντας τα σχετικά κονδύλια για περισσότερο καιρό στα ταμεία τους, το δε μειώνονται οι πιθανότητες καταβολής από αυτό παροχών για ανύπαρκτες οφειλές εξαιτίας ανθρωπίνου λάθους, γεγονός που πιθανόν θα διαγνωστεί το πρώτον στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και με τον τρόπο αυτόν αποσοβείται ο κίνδυνος περαιτέρω μείωσης του ενεργητικού του.

  Η κατ` αυτό τον τρόπο όμως επιδίωξη επίτευξης του παραπάνω σκοπού δεν κρίνεται απολύτως αναγκαία με την προρρηθείσα έννοια της αναλογικότητας. Διότι η εξοικονόμηση χρημάτων από το Δημόσιο κ.λπ. Ο.Τ.Α., τα οποία, αναντίρρητα τα έχουν απόλυτη ανάγκη για τους παραπάνω λόγους, μπορεί να γίνει με περιορισμό δαπανών τους στο βαθμό που δεν είναι απολύτως αναγκαίες, με συνετότερη διαχείριση των εσόδων τους, με αποδοτικότερη αξιοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων ή με δραστικό περιορισμό της (εισ)φοροδιαφυγής με όποια μορφή αυτή εμφανίζεται. Πάντως, η εξοικονόμηση ρευστού μέσω της μη καταβολής ληξιπρόθεσμοι και πρωτοδίκως επιδικασθεισών οφειλών του Δημοσίου κ.λπ. προς τρίτους, ιδίοις όταν πρόκειται για διαφορές ιδιωτικού δικαίου, καθώς σε κάποιες δημοσίου δικαίου διαφορές ίσως αρμόζει διαφορετική θέση, ενέχει το συστηματικό σφάλμα της εξασφάλισης πόρων από την τελευταία κατά σειρά προτεραιότητας διαθέσιμη πηγή, ενώ υπάρχουν πριν από αυτήν και άλλες διαθέσιμες (όπως οι ανωτέρω), η εκμετάλλευση των οποίων δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται τον περιορισμό του παραπάνω συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος κάθε πολίτη να απολαμβάνει δικαστικής προστασίας και ειδικότερα δυνατότητας να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση προσωρινά εκτελεστής δικαστικής απόφασης που του επιδικάζει παροχή έναντι του Δημοσίου, δήμου ή κοινότητας.

Επιπλέον, η επιλογή της άρνησης ικανοποίησης δανειστών των παραπάνω ΝΠΔΔ προκειμένου αυτά να εξασφαλίσουν τα μέσα για την πραγματοποίηση κοινωνικών παροχών, ουσιαστικά μετακυλίει αυθαίρετα και κατά παράβαση κάθε έννοιας νομιμότητας το βάρος των τελευταίων στους «ώμους» των εν λόγω δανειστών τους. Άλλωστε, η μη καταβολή τέτοιων οφειλών του Δημοσίου κ.λπ. κατ` επίκληση της διάταξης του άρθρου 909 ΚΠολΔ που το ίδιο το κράτος έχει θεσπίσει δια των νομίμως συντεταγμένων οργάνων του, τιτρώσκει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία, τη συνέπεια και εν τέλει τη σοβαρότητά του, ενώ τέλος ενέχει επιλεκτική και αδικαιολόγητη έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους του στην κρίση των νομίμως διορισμένων οργάνων της ιδίας αυτού δικαστικής λειτουργίας, που υπηρετούν στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.

 Για τους λόγους αυτούς η διάταξη του άρθρου 909 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί κατά του Δημοσίου, των δήμων και των κοινοτήτων, προκειμένου για ιδιωτικού δικαίου διαφορές τους με τρίτα πρόσωπα, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματική (άρθρο 25 § 1 εδ. δ` Σ, όπως ισχύει). Συνεπώς, το δικαστήριο τούτο υποχρεούται να μη την εφαρμόσει (άρθρα 87 § 2 και 93 § 4 Σ).

Ανεξάρτητα όμως από το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της διάταξης του άρθρου 909 αρ. 1 ΚΠολΔ, οι αρχές του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της νομιμότητας, όπως και η συνταγματική επιταγή για δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 26 § 3, 94 § 4 και 95 § 5 του Συντάγματος, 6 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου αυτής, 2 § 3 και 14 § 1 του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, επιβάλλουν το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου κ.λπ. αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου του αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Επομένως, υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης ακόμη και προς τις οριστικές (καταψηφιστικές) δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες, παρά τη διάταξη του άρθρου 909 αρ. 1 ΚΠολΔ, έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές κατ` αυτών, εφόσον βέβαια δεν έχουν τροποποιηθεί με άσκηση ένδικων μέσων και δεν έχει διαταχθεί η αναστολή της εκτελεστότητάς τους, δοθέντος ότι και αυτές αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 § 2 στοιχ. α` ΚΠολΔ. Το συμπέρασμα αυτό επιρρωνύεται και από την παγιωμένη και απολύτως κρατούσα στην επιστήμη άποψη ότι η έννοια της δικαστικής προστασίας στις ρυθμίσεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α. αναφέρεται και στην αναγκαστική εκτέλεση και μάλιστα σε όλη τη χρονική διάρκεια της (Γ. Μητσόπουλου «Πολιτική δικονομία» τευχ. Α` [1972] § 6 σελ. 37 επ. και § 13 σελ. 78 - 79, Γ. Ράμμου «Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου» τομ. 3ος [1982] § 329 II και III σελ. 1297, Κ Μπέη «Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη» [1981] § 2, 1.6 σελ. 46 επ., Κ. Κεραμέα «Αστικό δικονομικό δίκαιο» [1983] αρ. 5 σελ. 20, Ν. Κλαμαρή «Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας» [1989] § 4.2.4 σελ. 167 επ., Χ, Απαλαγάκη «Κώδικας πολιτικής δικονομίας» [2010] υπό το άρθρο 909 § 2 σελ. 1753/ 1754, όπου πλήρης και κατατοπιστική παρουσίαση και διαφορετικών απόψεων στη νομολογία και την επιστήμη, Β. Βαθρακοκοίλη «Κώδικας πολιτικής δικονομίας» τόμος Η` συμπληρωματικός [2006] υπό το άρθρο 909 αρ. 3 σελ. 942).

Άλλωστε, «εν πάση ενοχή η υποχρέωσις του οφειλέτου μη εκπληρούντος την παροχήν δεν εξαντλείται βεβαίως εις την δικαστικήν καταδίκην, αλλ` εξελίσσεται περαιτέρω εις την υποχρέωσιν αυτού να υποστή αναγκαστικήν εκτέλεσιν προς ικανοποίησιν του δανειστού. Και αντιστρόφως: Διά πάντα δανειστήν το περιεχόμενον της ενοχής δεν εξαντλείται εις την επιδίκασιν της οφειλομένης παροχής, αλλ` εκτείνεται περαιτέρω και εις το δικαίωμα προς αναγκαστικήν εκτέλεσιν επί πάσης περιουσίας του οφειλέτου» (Γ. Μπαλή «Εμπράγματον δίκαιον» [1955] § 266 σελ. 560). Επιπλέον, θα ήταν έξω από κάθε λογική, αλλά και νομικά εσφαλμένη (βλ. άρθρο 4 §§ 1 και 2 Σ), η διαφορετική μεταχείριση των υποχρεώσεων του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α. ως οφειλετών, στο βαθμό που ενσωματώνονται σε προσωρινά εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις, συγκριτικά με τους λοιπούς οφειλέτες που βρίσκονται στην ίδια θέση.

Κατ` ακολουθίαν των προεκτεθέντων και δοθέντος ότι ο νομοθέτης καταρχήν δεν επιτρέπει την αυτοδικία (άρθρα 282, 283 ΑΚ και 331 ΠΚ), συμπεραίνεται ότι τη θέση της απαγορευμένης αυτοδικίας καταλαμβάνει η υποχρέωση της διοίκησης, με όποια μορφή μπορεί αυτή να εμφανίζεται κάθε φορά, για συμμόρφωση της σε όλους ανεξαιρέτως τους εκτελεστούς τίτλους που απαριθμεί περιοριστικά η ΚΠολΔ 904 (ΑΠ 2347/2009 ΕΔΠ 20]072, ΜονΠρΑθ 2913/2005 Αρμ 2006.441) και η παροχή της δυνατότητας υλοποίησης των επιταγών τους με την αναγκαστική εκτέλεσή τους, για να καταστεί εφικτή η εγγυημένη από τα άρθρα 20 § 1 του Σ και 6 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α. πραγμάτωση των προβλεπόμενων από την έννομη τάξη δικαιωμάτων (πρακτικό της 7ης γενικής, συνεδρίασης Ολ.Ελ.Συν. [Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου] της 19-03-2003 ΕΔΚΑ 2003.606, πρακτικό της 6ης γενικής συνεδρίασης Ολ.ΕλΣυν. της 12-03-2003 ΕΔΚΑ 2003.674, ΠολΠρΑθ 2447/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΠολΠρΘεσ 10823/2010 Αρμ 2011.595.. πρβλ. ΜονΠρΑθ 7373/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜονΠρΣάμου 26/2009 ΑρχΝ 2010.188, πρβλ. ΜονΠρΑΘ 3364/2007 ΝοΒ 2007.1839, ΜσνΠρΛαρ 186/2006 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜονΠρΗρακλ 3878/2005 Αρμ 2006.443/ βλ. ΜονΠρΚοζ 823/2005 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜονΠρΚαλαμάτας 12/2001 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΔΕφΛαρ 65/2001 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2001.381, όπου γίνεται λόγος για ουσιαστική κατάργηση της ΚΠολΔ 909 από τα άρθρα 80 § 3 και 199 ΚΔΔ, τα οποία πάντως προβλέπουν την κήρυξη καταψηφιστικών αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων ως προσωρινά εκτελεστών χωρίς διάκριση ανάλογα με την ταυτότητα του προσώπου του οφειλέτη, Χ. Απαλαγάκη «Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του ελληνικού Δημοσίου» Δ 2004.773, Κ. Χρυσόγονου «Η Αναγκαστική Εκτέλεση κατά του Δημοσίου...» ΝοΒ 2003.12 επ., Κ. Σταμάτη «Αναγκαστική Εκτέλεση Αποφάσεως κατά Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ.» ΝοΒ 2003.2 επ., Κ. Μπέη «Η σύγχρονη προβληματική της προσωρινής εκτελεστότητας κατά του Ελληνικού Δημοσίου» Δ 2003.1144 επ.). Αλλωστε, προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η προγενέστερη ΟλΑΠ 21/2001 ΕλλΔ/νη 2002.83, με την οποία είχε κριθεί με παρόμοιο σκεπτικό και επιχειρηματολογία ότι δεν είναι ανεπίτρεπτη η αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου ούτε η επίδοση επιταγής προς πληρωμή τέτοιων απαιτήσεων, όπως γινόταν παγίως δεκτό μέχρι τότε, κατ` εφαρμογή του κριθέντος ως καταργηθέντος άρθρου 8 του ν. 20971952.

Με τα δεδομένα αυτά το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί ως προσωρινά εκτελεστής νόμιμο παρίσταται (ΜΠρΘεσπρ 40/12, ΜπρΧαν 123/2012 , ΜονΠρωτΚεφαλλ. 4/2013, ΝΟΜΟΣ) και ο σχετικός ισχυρισμός των αντιδίκων, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί.  

 

Από τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ προκύπτει ότι, για την επιφέρουσα διακοπή της παραγραφής αναγνώριση της αξίωσης εκ μέρους του υπόχρεου, δεν απαιτείται μεν δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως του οφειλέτη γενομένη με σκοπό δέσμευσης και την παραγωγή υποχρεώσεως, δηλαδή, αναγνώριση κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ, αλλ` αρκεί οιαδήποτε πραγματική ενέργεια και συμπεριφορά αυτού έναντι του δανειστή μη υποκείμενη σε τύπο, έστω και αν γίνεται με σκοπό αναλήψεως υποχρεώσεως, από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξιώσεως του δευτέρου, θεωρεί αυτήν υφιστάμενη (ΑΠ 1693/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η ενέργεια όμως αυτή του οφειλέτη πρέπει να απευθύνεται όχι σε τούτο αλλά προς το δανειστή και να περιέρχεται σ` αυτόν (ΑΠ 1231/06). Προκειμένου δε περί νομικού προσώπου η, με την ανωτέρω έννοια, πραγματική ενέργεια ή συμπεριφορά μπορεί να προέρχεται από το όργανο διοίκησης ενεργούντος εντός των ορίων της εξουσίας του ή τους καθοιονδήποτε τρόπο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, ενεργήσαντες ως αντιπρόσωποι αυτού. (ΑΠ 1043/2010, AΠ 722/2004), είτε από άλλο φυσικό πρόσωπο, που ενέργησε κατ` εντολή του οργάνου διοίκησης ή χωρίς τέτοια εντολή εφόσον όμως επακολούθησε έγκριση της σχετικής ενέργειας (ΑΠ 880/11, ΑΠ 390/11).

          Εν προκειμένω αποδείχθηκε από την κατάθεση της μάρτυρός μου ότι το εναγόμενο αναγνώριζε την οφειλή του προς εμένα και σύστοιχα την αξίωσή μου από την επίδικη σύμβαση  καθόσον αποδείχθηκε ότι αν και οχλήθηκε πολλές φορές για την καταβολή του ποσού καθ` όλο το διάστημα των ετών από 2007 έως και 2013, με τηλεφωνικές αλλά και δια ζώσης οχλήσεις μου στους υπαλλήλους της ταμειακής του υπηρεσίας, εν τούτοις, τα αρμόδια και εντεταλμένα προς πληρωμή απ` αυτόν όργανα και συγκεκριμένα οι ανωτέρω υπάλληλοι της ταμειακής του υπηρεσίας, όχι μόνο δεν αρνήθηκαν την πληρωμή του ποσού, όχι μόνο δεν μου επέστρεψαν ως ψευδές και αναληθές το κατατεθέν τιμολόγιο, αλλά αντίθετα υπόσχονταν συνεχώς την πληρωμή του και συγκεκριμένα την έκδοση εντάλματος πληρωμής με βάση το τιμολόγιο και εν συνεχεία την κατάθεση του ποσού στο λογαριασμό μου. Άλλωστε αποδείχθηκε ότι και την προτεραία της δικασίμου, εδέχθην τηλεφωνική πρόταση για καταβολή ποσού και εξόφληση στο μέλλον, που ανεξάρτητα από την αοριστία της σχετικά με τα ποσά και το χρόνο, προϋποθέτει την αναγνώριση της οφειλής μου.

          Συνεπώς μετά την προβληθείσα ένσταση παραγραφής του αντιδίκου στο ακροατήριο, νομίμως προβάλλω με την παρούσα προς αντίκρουση και απόρριψη αυτής, την αντένσταση διακοπής σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο και ζητώ να γίνει αυτή δεκτή, απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως, καθόσον με βάση τα ανωτέρω περιστατικά και πραγματική συμπεριφορά του αντιδίκου προς εμένα, προκύπτει σαφώς ότι το εναγόμενο καθ` όλο το διάστημα από την εκτέλεση του έργου μέχρι και την άσκηση της αγωγής είχε πλήρη επίγνωση της αξιώσεώς μου και την θεωρούσε υφιστάμενη, υποσχόμενο την πληρωμής της.

          Άλλως και επικουρικά προβάλλω την αντένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (281ΑΚ) της αντιδίκου για προβολή της ένστασης παραγραφής, διότι με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλούμαι και στα οποία παραπέμπω, καθιστούν προφανώς μη ανεκτή σήμερα κατ` 281 ΑΚ την προβολή της ανωτέρω ενστάσεως και συγκεκριμένα:

          Γίνεται δεκτό ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, όχι μόνο δε δικαιολογούν την άσκησή του, αλλά αυτή γίνεται με φανερή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την  καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του  δικαιώματος (ΑΠ 47/89 364/89 590/89 212/89 Νομ Μπέη 1990 σελ 215 ΑΠ 838/88, 990/88 1147/88 1159/88 1576/88 1964/88 Νομ Μπέη 1989 σελ 122,ΑΠ 775/87, 1070/87, 1074/87 1081/87, 1321/87 Νομ Μπέη 1988 σελ. 151).

Περαιτέρω γίνεται δεκτό ότι η ένσταση  παραγραφής αντικρούεται με την αντένσταση περί καταχρήσεως δικαιώματος, η δυνατότητα δε αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί από το  χαρακτήρα της παραγραφής ως θεσμού δημοσίας τάξεως. Τούτο δε γιατί οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη να διαμορφώσει την παραγραφή ως θεσμό δημοσίας τάξεως δεν είναι δυνατόν να θεωρήσουν υπέρτεροι του αιτήματος    της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών (βλ. Ολ. ΑΠ 1753/84, ΑΠ 1730/83,    1731/83 Νομ. Μπέη 1985 άρθρ. 281, Εφ Αθ 7312/84 ΝοΒ 32.1563, ΑΠ 125/87    ΑΠ 547/87 Νομ Μπέη 1987, άρθρ. 281). Ειδικότερα η ένσταση της παραγραφής παραλύει με την αντένσταση περί καταχρήσεως δικαιώματος, όταν ο οφειλέτης απέτρεψε το δανειστή, από την άσκηση της αξιώσεως του, είτε με την πρόθεση να συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής δηλ. δολίως, είτε χωρίς τέτοια πρόθεση, όταν με την συμπεριφορά του, οποτεδήποτε και αν εκδηλώθηκε, έστω και αν δεν ενέχει το στοιχείο του δόλου, παρεμπόδισε τον δικαιούχο να διακόψει την παραγραφή με την πρόκληση σ` αυτόν της πεποίθησης ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα (Βαθρακοκοίλης, 2001, υπο 255. αρ.8, ΜονΠρωτ.Καρδίτσας 67/2014). Εάν τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορούν να υπαχθούν τόσο στον κανόνα της διατάξεως του άρθρου 255 εδ 2 ΑΚ όσο και στον κανόνα του άρθρου 281, πρόκειται περί διαζευκτικής συρροής νόμων και άρα είναι δυνατό να εφαρμοσθεί είτε "μία είτε η άλλη διάταξη" (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ Εισαγωγ. Παρατ. εις άρθρ. 247-280 αρ 12.16).

Εν προκειμένω είναι ολοφάνερο ότι η μη έγκαιρη άσκηση της αξιώσεώς μου με την ένδικη αγωγή, οφείλεται αποκλειστικά στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις του αντιδίκου και των οργάνων της ταμειακής του υπηρεσίας, που μου υπόσχονταν σε όλο το χρονικό διάστημα από την εκτέλεση του έργου μέχρι και την άσκηση της αγωγής, την πληρωμή της οφειλής, αφού άλλωστε αποδείχθηκε ότι και την προτεραία της δικασίμου, έπραξαν το ίδιο. Σ` αυτές τις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις, έδωσα σπουδαία σημασία, όπως θα έκανε και κάθε λογικός συναλλασσόμενος την περίπτωση αυτή, διότι πρόκειται για φερέγγυο εξ` ορισμού πρόσωπο (ΟΤΑ) με ταμειακή δυνατότητα για εξόφληση μηδαμινού ποσού σε σχέση με τα έσοδά του και την οικονομική του δύναμη και συνεπώς κατόπιν αυτών, θεωρούσα βέβαιη την πληρωμή. Άλλωστε όπως ειπώθηκε, αποδείχθηκε ότι ποτέ δεν μου επέστρεψαν το τιμολόγιο πίσω ως άκυρο ή ψευδές για κάποιο λόγο, αλλά ούτε και διαμαρτυρήθηκαν για μη, άλλως πλημμελή εκτέλεση του έργου όλο αυτό το διάστημα, είτε προφορικά, είτε με εξώδικο. Επιπλέον αποδείχθηκε από την μάρτυρά μου ότι και μετά το 2007, συνήψαμε και άλλες συμφωνίες μίσθωσης πανομοιότυπα όπως και η επίδικη για άλλες δραστηριότητες για τις οποίες όμως με εξόφλησαν με κατάθεση του ποσού στον λογαριασμό μου στην ΑΤΕ +++, όπως ακριβώς υποσχέθηκαν και στην παρούσα περίπτωση. Συνεπεία των ανωτέρω ήτοι των συνεχών υποσχέσεών τους, της έλλειψης κάθε διαμαρτυρίας και της πληρωμής σε αντίστοιχες περιπτώσεις των οφειλομένων στο λογαριασμό μου, μου δημιούργησε κατά την κοινή πείρα και λογική, αλλά και αντιλήψεις ζωής στον οικείο τομέα συναλλαγών με βάση τις οποίες είναι γνωστό σε όλους ότι το Κράτος εν γένει αλλά και οι Δήμοι ως τμήμα του, αργούν να πληρώσουν(ΚπολΔ 335,339), την βέβαιη πεποίθηση ότι και τα ένδικα μισθώματα θα πληρωθούν, έστω και καθυστερημένα και ότι σύστοιχα, δεν θα προβάλλει καμία ένσταση παραγραφής της αξιώσεώς μου, έτσι ώστε να μεριμνήσω για την διακοπή της. Από την άλλη δεν τίθεται ζήτημα παράλειψης άσκησης της αξίωσής μου σε εύλογο χρόνο από την άρση δήθεν των περιστατικών που με απέτρεπαν στην έγκαιρη άσκησή της, αφού η αγωγή μου ασκήθηκε καθ` όν χρόνο εξακολουθούσε το αντίδικο να μου υπόσχεται την πληρωμή (άλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι αρνήθηκε σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο την ευθύνη του με αποστολή εξωδίκου ή προφορική έστω διαμαρτυρία είτε για το ποσό, είτε για την καλή εκτέλεση κλπ), γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και εκ του ότι όπως αποδείχθηκε, ακόμα και πριν την δικάσιμο, υπόσχονταν την καταβολή τους.

          Συνεπώς σε κάθε περίπτωση η προβληθείσα ένσταση παραγραφής δέον και αιτούμαι να απορριφθεί για τους ανωτέρω λόγους ως καταχρηστική.

          Επειδή συνεπώς η αγωγή μου δέον και αιτούμαι να γίνει δεκτή, οι δε προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί των αντιδίκων να απορριφθούν ως μη νόμιμες και αβάσιμες

Δια Ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Όσα και ανωτέρω και να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις, ενστάσεις, αντενστάσεις και ισχυρισμοί μου, να απορριφθούν οι προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί των αντιδίκων και να καταδικαστεί στη δικαστική μου δαπάνη.

.........................

Βρόντος Ανδρέας, δικηγόρος Καρδίτσα

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013