αναιρεση προσθετοι λογοι αρνητική υπέρβαση εξουσίας Εφετείου.λόγοι έφεσης.απόλυτη ακυρότητα ακροατήριο.λήψη υπόψη κατάθεσης του κατηγορουμένου στην προδικασία και καταθέσων μαρτύρων και ευρημάτων ερευνών χωρίς έκθεση.31.2,105,241,148επ,177ΚΠΔ,9Σ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

(Δια του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου)

 

ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

 

Του ++, που γεννήθηκε στη ++, κάτοικου ++, κατόχου του με αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ++ και με ΑΦΜ ++

      

                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό ++ καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ++, δικάσιμου ++, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο με αύξοντα αριθμό ++ την ++

 

                                            ---------------

 

Με την από ++ δήλωσή μου, που επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ++, με την με αρ. ++ έκθεση επίδοσης της δικ.επιμ. ++, άσκησα νομίμως και εμπροθέσμως, αναίρεση κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου που συζητείται στο Δικαστήριό σας την ++.

           

                                ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

          Με το από ++ κλητήριο θέσπισμα του κ. εισαγγελέως Πλημ/κών ++ (ΑΒΜ ++) κλήθηκα να δικαστώ στο Τριμελές Πλημ/κείο ++ ως κατηγορούμενος-υπαίτιος του ότι «στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους ++ έως τον Φεβρουάριο του έτους ++, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ++ και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον ++ ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ++ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι ασφαλισμένοι 1) ++2) ++, 3) ++, 4++, 5) ++, 6) ++, 7) ++, 8) ++, 9) ++, 10++, κατά το χρονικό διάστημα» που αναφέρεται για τον καθένα ξεχωριστά στο κατηγορητήριο και σε συγκεκριμένες για τον καθένα αναφερόμενες ημερομηνίες «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε sτον ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω ++ κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνάς τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ++ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου» και αναφέρει εν συνεχεία για κάθε ένα από τους ανωτέρω ασφαλισμένους το ύψος της αξία αυτών των συνταγών σε πίνακα, «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημιά του ++», ήτοι για παράβαση, καθόσον με αφορά των  άρθρων «386 παρ.1β,α του ΠΚ σε συνδ με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1,98ΠΚ»

          Παρόντος εμού εξεδόθη η πρωτόδικη με αρ. ++ απόφαση του ανωτέρω Τριμελούς Πλημ/κείου που με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων, δηλ. της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ` εξακολούθηση και μου επέβαλλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

          Άσκησα νόμιμα και εμπρόθεσμα την από ++ με αρ. έκθεσης ++ έφεσή μου κατά της ανωτέρω απόφασης απευθυνόμενη προς το Εφετείο ++. Επί της εφέσεώς μου αυτής, εκδόθηκε  παρόντος εμού η με αρ. ++  προσβαλλομένη απόφαση του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ++ που κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο του ότι«στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις +++++++++», και ότι «η αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύχθηκα ένοχος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των  άρθρων 386 παρ.1β,α του ΠΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων  …98ΠΚ». Μου επέβαλλε δε μετά ταύτα ποινή φυλάκισης δυό (2) ετών που ανέστειλε επι τριετία και με καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ

Κατά το αιτιολογικό της-σκεπτικό, η προσβαλλομένη απόφαση οδηγήθηκε στην ανωτέρω καταδικαστική κρίση της, δεχόμενη ότι «από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο οι οποίες περιλαμβάνονται στα ανωτέρω πρακτικά, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλουμένης υπ` αριθμ` ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου ++, από την ανάγνωση όλως ανεξαιρέτως των εγγράφων και γνωμοδοτήσεων που αναφέρονται στα πρακτικά του της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου και τα οποία βρίσκονται στην δικογραφία, από την απολογία των κατηγορουμένων στο ακροατήριο καθώς και από όλη εν γένει την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο τέταρτος κατηγορούμενος ++ στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους ++ έως τον Φεβρουάριο του έτους ++, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο.Γ.Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι ασφαλισμένοι και αναφέρει τα ονόματά τους, ήτοι « 1) ++2) +++++, κατά το χρονικό διάστημα» που αναφέρει για τον καθένα ξεχωριστά και σε συγκεκριμένες για τον καθένα αναφερόμενες ημερομηνίες «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε sτον ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών(για λογαριασμό αμφοτέρων). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος (για κάθε ασφαλισμένο από τους ανωτέρω) είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω ++ κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνάς τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου» και αναφέρει εν συνεχεία για κάθε ένα από τους ανωτέρω ασφαλισμένους το ύψος της αξίας αυτών σε ευρώ, «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημιά του ΟΓΑ» και επιπλέον συνεχίζει στην αιτιολογία της παραδεχόμενη και ότι «Ο τέταρτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με όσα είχαν πει ορισμένοι ασθενείς του ή οι συγγενείς τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, τους έδινε ο ίδιος τα φάρμακα που είχαν ανάγκη, ενώ εκείνος συμπλήρωνε και τις συνταγές στα βιβλιάρια τους, γράφοντας όμως σ' αυτά τις ως άνω υπερβολικές ποσότητες, για τις οποίες εισέπραττε ο προαναφερόμενος φαρμακοποιός, προς παράνομο όφελος αμφοτέρων τους, το αντίτιμο, ενώ στην περίπτωση του ++ ο τέταρτος κατηγορούμενος τον επισκεπτόταν εκτός ωραρίου και υπηρεσίας στο σπίτι του, φέρνοντας ο ίδιος φάρμακα, συνταγογραφώντας όμως στο βιβλιάριό του τις ποσότητες που ήθελε σα να τελούσε σε υπηρεσία στο νοσοκομείο. Όλες οι παραπάνω συνταγές, τα φάρμακα των οποίων, με τη συχνότητα που συνταγογραφούνταν, αποτελούσαν υπερδοσολογία (διπλή ή και τριπλή δοσολογία από αυτήν του εθνικού συνταγολογίου και την ενδεικνυόμενη), φέρονταν ότι εκτελέσθηκαν από το ίδιο φαρμακείο (αυτό του συνεργού του ++), ενώ αφορούσαν φάρμακα με μηδενική συμμετοχή του ασφαλισμένου, ώστε να μην τίθεται ζήτημα πληρωμής εκ μέρους του έστω και ενός μικρού ποσού. Σημειώνεται δε ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων ήταν υπερβολικές και ξεπερνούσαν ακόμη και την υπερδοσολογία που συνιστούσε με τις συνταγές του ο ίδιος ο τέταρτος κατηγορούμενος (τις δόσεις που ο ίδιος όριζε για καθημερινή κατανάλωση για ορισμένο χρονικό διάστημα). Αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτό το φαινόμενο επικαλούμενος στην απολογία του πως δεν γνώριζε πόσα χάπια περιείχε κάθε κουτί. Ο σχετικός ισχυρισμός του ελέγχεται αβάσιμος ενόψει της ιδιότητάς του ως ++. Ο παραπάνω κατηγορούμενος μάλιστα δεν επικαλέσθηκε εξ υπαρχής, κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ’ εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων, όπως ανεπιτυχώς αποπειράθηκε να κάνει με την απολογία του. Αρκετοί δε από τα πρόσωπα, στα οποία συνταγογραφούσε, ήταν συγγενείς του (μητέρα του, θεία του, θείος του και η σύζυγος αυτού- θεία του κλπ). Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του (ή φερόμενων ως ασθενών του: ++, η οποία δεν έπασχε από ψυχική ασθένεια και δεν έλαβε στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αγωγή) δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Μετά την απόδειξη της  ενοχής του, ο τέταρτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης.»

 Η παραπάνω απόφαση καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ανωτέρω Ποινικού Δικαστηρίου την ++ με αριθμό καταχωρήσεως ++.

          Με την ανωτέρω δήλωσή μου για αναίρεση, που συζητείται ενώπιον του Δικαστηρίου σας την ++, ζήτησα την αναίρεση της παραπάνω εφετειακής απόφασης για όλους τους λόγους που προβάλλω σ` αυτήν, οι οποίοι είναι ορισμένοι, νόμιμοι, παραδεκτοί και βάσιμοι και τους οποίους θα αναπτύξω περαιτέρω στο ακροατήριο του δικαστηρίου σας.

          Στους παραπάνω, με την δήλωση αναίρεσής μου, νόμιμους, παραδεκτούς και βάσιμους λόγους αναίρεσης, προσθέτω νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με το άρθρο 509.2ΚΠΔ και τους ακόλουθους νόμιμους, βάσιμους και παραδεκτούς λόγους αναίρεσης και ζητώ την αναίρεση της ανωτέρω αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και γι` αυτούς τους πρόσθετους λόγους και συγκεκριμένα:                                               

 

                                   ΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

                                                 Ι

 

Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα καθορίζεται από τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται οι λόγοι του ενδίκου μέσου και περιορίζεται μόνο στο μέρος κατά το οποίο προσβλήθηκε η απόφαση (ΑιτΕκθΣχΚΠοινΔ 1934, 147, Ζησιάδης ΠοινΔ Τ.Γ, 191). Ισχύει δηλ. η αρχή «τόσο μεταβιβάζεται, όσο προσβάλλεται» η οποία στην έφεση είναι γνωστή με την λατινική έκφαση «tantumdevolotumquantumappellatum» . Η αρχή αυτή βρίσκει το νομοθετικό της έρεισμα γενικά στο άρθρο 474.2 ΠΔ και ειδικά επι εφέσεως κατά αποφάσεως στο άρθρο 502.2 ΚΠΔ. (Μ. Μαργαρίτης: Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, θεωρία-νομολογία, εκδ. Π. Σάκκουλας 2008, υπό Γενική Εισαγωγή στα άρθρα 462-454, αρ. 7, σελ. 915, όπου και νομολογία, υπο 502, αρ. 10, σελ. 1035, υπο 510. αρ.83, σελ. 1079, Λ. Μαργαρίτης: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, τ.ΙΙ υπο 502 αρ. 8, σελ. 2886-2891).

Συνεπώς από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά την οποία «σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι» προκύπτει ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά απόφασης, προσδιορίζεται από την έκταση αυτής και από τους λόγους της, μπορεί δε να είναι είτε καθολικό, όταν προσβάλλεται το σύνολο της αποφάσεως, είτε μερικό, όταν πλήττονται ορισμένα κεφάλαιά της.(πάγια νομολογία, βλ. κατωτέρω. ενδ. ΑΠ 1673/2008 ΠΧρ ΝΘ/2009, 641). «Εντεύθεν καθίσταται αναντίρρητον, ότι ο παραπονούμενος κατά της αποφά­σεως ή του βουλεύματος δίδει εκείνος την έκτασιν του ελέγχου αυτών, υπό του ανωτέρω δικαστηρίου, διά των αιτιάσεων, τας οποίας αποδίδει εις ταύτην ή εις τούτο και καθ’ ό κεφάλαιον παραπονείται. Υπό τον περιορισμόν τούτον η υπόθεσις μετάγεται εις το δευτεροβάθμιον δικαστήριον ή συμβούλιον. Το εφετείον εξετάζει και αποφασίζει επ’ εκείνων μόνον των μερών της εκκληθείσης αποφάσεως ή βουλεύματος καθ’ ών στρέφονται οι προβληθέντες υπό του εκκαλούντος λόγοι εφέσεως…».(Α. Ζύγουρας: Το μεταβιβαστικόν αποτέλεσμα της Εφέσεως, Αρμενόπουλος 1992, σελ. 293).

Σχετικά δε με την παραβίαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά την ειδικότερη όψη του «πόσο» μεταβιβάζεται, γίνεται παγίως δεκτό ότι όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία δεν μεταβιβάστηκαν με την ασκηθείσα έφεση, τότε η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα για θετική υπέρβαση εξουσίας [Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510 σελ. 3265, ΑΠ 406/1952 ΠοινΧρ 1952, 510, ΑΠ 1112/1975 ΠοινΧρ 1976, 408, ΑΠ 212/1976 ΠοινΧρ 1976,645, ΑΠ 349/1985 ΠοινΧρ 1985,716, ΑΠ 1845/1988 ΠοινΧρ 1989,621, ΑΠ 781/2000 ΠοινΔικ 2000,948]. Αν αντίστροφα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για τα μέρη εκείνα που μεταβιβάστηκαν με την ασκηθείσα έφεση, δηλ. επι των εκκληθέντων μερών της πρωτόδικης απόφασης, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας [Λ. Μαργαρίτης, ό.α., υπο 510, σελ. 3265, επίσης υπο 502, σελ. 2889, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510. αρ. 83, 87, σελ.1079,1080, ΑΠ 388/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1825/1988 ΠοινΧρ 1989, 611, ΑΠ 1097/1992 ΠοινΧρ 1992,815, ΑΠ 761/2000 Υπερ 2000,1013 (με παρατ. Ζαχαριάδη), ΑΠ 1511/2005 ΠΛογ 2005,1340, ΑΠ 1673/2008 ΠοινΧρ 2009,641].

Ειδικότερα γίνεται δεκτό ότι όταν με την ασκηθείσα έφεση διατυπώνεται κάποιος ειδικός λόγος εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφανθεί επί του ειδικού αυτού λόγου, διαφορετικά η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας. Ιδίως δε με την απορριφθείσα πρωτοδίκως ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος γίνεται δεκτό ότι όταν διατυπώνεται ως ειδικός λόγος εφέσεως η παραδεκτώς προβληθείσα κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσειεπί του ειδικώς μεταβιβασθέντος αυτού σκέλους, δηλ. έχει υποχρέωση να αποφανθεί επι της απορριφθείσας πρωτοδίκως ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, εφόσον διατυπώθηκε ειδικός κατά τρόπο παραδεκτό (ορισμένο) ειδικός προς τούτο λόγος στην έκθεση έφεσης, άλλως υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας ιδρυομένου του αναιρετικού λόγου του άρθρου 510.1 στοιχ.Η Κ.Π.Δ. (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 502, σελ. 2878, ΑΠ 388/2010, ΑΠ 1220/2010, ΑΠ 609/2010, ΑΠ 1957/2010, ΑΠ 260/2009, ΑΠ 1511/2005, ΑΠ 761/2000 ΝΟΜΟΣ,

Πάντως για να ιδρυθεί ο αναιρετικός λόγος της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, προϋποτίθεται ότι ο ισχυρισμός που συνιστά λόγο έφεσης, προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτόδικο δικαστήριο, διότι σε αντίθετη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στον σχετικό λόγο της έφεσης, εφόσον αυτό αποτελεί επανάληψη απαράδεκτου αυτοτελούς ισχυρισμού (Λ. Μαργαρίτης ό. α υπο 502, σελ. 2889, ΑΠ 735/2010, ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό που προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά δεν υποβλήθηκε εκ νέου στο Εφετείο με λόγο έφεσης (Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 502, σελ. 2888, ΑΠ 1492/2008, ΝΟΜΟΣ).

                                        ΙΙ

Περαιτέρω ορίζεται από το άρθρο 170 ΚΠΔ (σχετικές ακυρότητες) ότι «1. Η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της  ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο. 2.Η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή  ο  εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο  τους  το  αρνήθηκε  ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση.», από το άρθρο 171ΚΠΔ (απόλυτες ακυρότητες) ορίζεται ότι «Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον `Αρειο Πάγο ακόμη προκαλείται: Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν:…δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα..2. Αν  ο  πολιτικώς  ενάγων  παρέστη  παράνομα  στη διαδικασία του ακροατηρίου.» και από το άρθρο 174ΚΠΔ ορίζεται ότι «1. Ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται. 2. Η ακυρότητα της κλήσης στο  ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος του κατηγορουμένου… καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε  στη  δίκη  εμφανιστεί  και  δεν  προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της.», ενώ από το άρθρο 321ΚΠΔ ορίζεται ότι «1.Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει:…δ) τον ακριβή καθορισμό  της  πράξης  για  την οποία κατηγορείται…4. Η  τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος και της κλήσης.». Περαιτέρω από το άρθρο 34ΚΠΔ ορίζεται ότι «Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους…», από το άρθρο 105ΚΠΔ, ορίζεται ότι «Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31» και απο το άρθρο 31.2 ΚΠΔ, ορίζεται ότι «Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας.», ενώ από το άρθρο 211ΚΠΔ ορίζεται ότι «Με ποινή ακυρότητας της  διαδικασίας  δεν  εξετάζονται  ως  μάρτυρες  στο  ακροατήριο:  α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα  ή  έργα  γραμματέα  της  ανάκρισης  στην  ίδια υπόθεση…».   Επίσης από το άρθρο 210ΚΠΔ ορίζεται ότι «Όποιος διενεργεί ανάκριση ή  και  το  δικαστήριο  μπορεί  να μην εξετάσει κάποιο μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή  βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να  μην  είναι  σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί.» και από το άρθρο 255ΚΠΔ ότι «1. Όποιος στις περιπτώσεις των άρθρων 253 και 254 ενεργεί την έρευνα σε κατοικία προσλαμβάνει και άλλον ανακριτικό  υπάλληλο, με τον οποίο συμπράττει,  εκτός αν αυτός έχει προσληφθεί  σύμφωνα με το άρθρο 150. Αν βρει την  πόρτα κλειστή και ο ένοικος  αρνείται να την ανοίξει, μπορεί να την παραβιάσει παρουσία ενός  ανακριτικού υπαλλήλου με τον οποίο συμπράττει. 2. Αν την έρευνα την ενεργούν αξιωματικός ή υπαξιωματικός της χωροφυλακής ή   αξιωματικός της αστυνομίας πόλεων ως δεύτερος ανακριτικός υπάλληλος προσλαμβάνεται δικαστικός λειτουργός, αν υπάρχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η έρευνα διαφορετικά, προσλαμβάνεται ο πρόεδρος της κοινότητας. 3. Αντίγραφο της έκθεσης για την έρευνα δίνεται ατελώς στον ένοικο της κατοικίας όπου έγινε αυτή, με προφορική αίτησή του.», ενώ από το άρθρο 177.2ΚΠΔ ορίζεται ότι «αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής…». Εν τέλει από το άρθρο 510.1ΚΠΔ ορίζεται ότι «Ως λόγοι για να αναιρεθεί η απόφαση μπορούν να προταθούν μόνο Α) η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο. Β) η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170. παρ.1) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174, καθώς και η έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170.παρ.2…»

Με βάση τους ανωτέρω ορισμούς γίνονται δεκτά τα εξής, ήτοι: Ότι σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατ` 321.4ΚΠΔ, προκαλείται σε περίπτωση που δεν περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 321.1ΚΠΔ.(πάγια νομολογία. Ενδ. ΑΠ 1911/2010, 1829/2010, ΝΟΜΟΣ) και ότι η ακυρότητα που παράγεται από την έλλειψη των στοιχείων του άρθρου 321.1,2ΚΠΔ, καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στην δίκη και δεν προβάλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα.(πάγια νομολογία. ενδ. ΑΠ 1827/2003 Πχρ ΝΔ,716). Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εντεύθεν αντίρρηση της προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ` αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την προβληθείσα αντίρρηση, διαλαμβάνοντας στην έφεσή του ειδικό παράπονο-λόγο έφεσης περί τούτου. (Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 321.22, σελ. 648, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 321, σελ. 1409-1410,1411, Σεβαστίδης, ό.α υπο 174, σελ.2217-2218, ΑΠ 1621/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1829/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1265/2006, 1666/2006 ΠοινΔικ 2007.119,384) και αν το Εφετείο δεν απαντήσει σ` αυτόν, ανακύπτει η ανωτέρω, στην αρχή της παρούσης, αναιρετική πλημμέλεια, δηλ. υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του.(βλ. ανωτέρω νομολογία, αλλά και Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 321.26)Ότι προκαλείται σχετική ακυρότητα της διαδικασίας από την εξέταση στο ακροατήριο μαρτύρων μη εξεταζόμενων κατά την διάταξη του άρθρου 211 περ. α ΚΠΔ (ΑΠ 1199/2012 ΠοινΧρ 2013, 589, 304/2012 ΠοινΧρ 2012, 737, 1833/2011 ΠοινΔικ 2012, 854), όπως και από την ανάγνωση, κατ` άρθρο 365ΚΠΔ, της ληφθείσας ένορκης κατάθεσης που έδωσαν στην προδικασία (ΑΠ 861/2012, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1064/2008 ΠοινΧρ 2009, 349, Χ. Σεβαστίδης Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ.ΙΙΙ, υπό 211, αρ. 4, όπου και πλήθος νομολογίας και 55, τ.ΙΙ υπο 170. 24) ή της κατάθεσής τους που περιέχεται στα πρακτικά άλλης δίκης, όπως λ.χ της πρωτόδικης. (Σεβαστίδης ό.α υπό 211.4, ΑΠ 315/2001, ΠοινΧρ 2001, 1074). Η απαγόρευση περιλαμβάνει όχι μόνο τους γενικούς αλλά και τους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους ανεξάρτητα αν ενήργησαν μετά από παραγγελία του εισαγγελέα, ή αυτεπάγγελτα στα πλαίσια αστυνομικής προανάκρισης (ΑΠ 304/2012 ό.α, ΑΠ 1833/2011 ΠοινΔικ 2012,854, Σεβαστίδης ό.α υπό 211. αρ. 12), όπως επίσης και τα πρόσωπα που ενεργούν κατά την προκαταρκτική εξέταση (ΑΠ 1199/2012 ό.α, Σεβαστίδη ό.α υπό 211.20). Ως ανακριτικά καθήκοντα νοούνται η εξέταση μάρτυρα, η λήψη απολογίας, η αυτοψία, η έρευνα, η κατάσχεση. (Σεβαστίδης ό.α υπο 211.13, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπό 211.5). Έτσι γίνεται δεκτό ότι εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 211.περ.α`ΚΠΔ οι ανακριτικοί υπάλληλοι που συνέταξαν έκθεση αυτοψίας (ΑΠ 311/2013 ΝΟΜΟΣ, 1833/2011ό.α) ή που διενήργησαν κατ` οίκον έρευνα (Σεβαστίδης ο.α υπο 211.25).  Η ακυρότητα είναι σχετική και αν δεν προταθεί έγκαιρα, καλύπτεται κατά τα άρθρα 173.1 και 174.1ΚΠΔ. (Σεβαστίδης ό.α υπο 211.55, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 211.9, ΑΠ 1524/2006 ΠοινΧρ ΝΖ 134). Η απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για μη εξέταση μάρτυρα επειδή συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος εξαίρεσης του άρθρου 211ΚΠΔ, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ αν το αίτημα δεν απαντηθεί καθόλου, υπάρχει σχετική ακυρότητα λόγω έλλειψης ακρόασης. (Σεβαστίδης ό.α υπο 211. 60, ΑΠ 1265/2009 ΠοινΧρ 2010,325, ΑΠ 1697/2008 ΠοινΧρ 2009, 649).Ότι κατά το άρθρο 170.2ΚΠΔ, επέρχεται σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί σε σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, όπως όταν το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε αίτημα του κατηγορουμένου για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 1010/2007 ΠοινΛογ 2007,693, 2036/2005 ΠοινΔικ 2006,534, Σεβαστίδης ό.α υπο 170.55 όπου και πλήθος νομολογίας, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510, σελ. 3083 και παραπομπή σε ΑΠ 703/2000 ΠοινΧρ ΝΑ -2001,53).Ότι κατά το άρθρο 171.2ΚΠΔ, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ελέγχεται όχι μόνο μετά από αντιρρήσεις του κατηγορουμένου, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ενώπιον ακόμη του ΑΠ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα σ` αυτή (έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης ή παραβίαση των διατάξεων σχετικά με τον τρόπο και χρόνο άσκησης της), ιδρυομένου του αναιρετικού λόγου του άρθρου 510 παρ.1 Α Κ.Π.Δ (Λ. Μαργαρίτης ό.α τ.Ι, υπο 171. 22, ΟλΑΠ 1282/1992 ΠοινΧρ ΜΒ 921).Ότι η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας της εξέτασης (ανεξάρτητα αν γίνεται ενόρκως ή ανωμοτί) του μετέπειτα κατηγορουμένου, ληφθείσας στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της αστυνομικής προανάκρισης κατά παράβαση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δΚΠΔ που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δημιουργεί σύστοιχα, λόγο αναίρεσης της απόφασης κατ` άρθρο 510.1ΑΚΠΔ, ενώ μετά την έκδοση της ολΑΠ 1/2004, γίνεται δεκτό ότι η ίδια αποδεικτική απαγόρευση ισχύει και για την, κατά τη διάρκεια της (εξομοιούμενης πλέον μετά τους ν.3160/03 και 3346/05 με προκαταρκτική) συναφούς ένορκης διοικητικής εξέτασης, κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου που έτσι δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί αποδεικτικά στην ποινική δίκη. (Σεβαστίδης ό.α υπό 171 αρ. 37, υπό 31 αρ. 35, υπό 105. αρ.22 επ, όπου και πλήθος νομολογίας. Ενδ. ολΑΠ 1/2004, ολΑΠ 2/1999, ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 105, σελ.439-441 και υπο 72, σελ. 370 επ.). Επίσης γίνεται δεκτό ότι προκαλεί απόλυτη ακυρότητα και η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της πορισματικής αναφοράς που συντάχθηκε στα πλαίσια ΕΔΕ αν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά και η περιεχόμενη σ` αυτή μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου (ΣυμβΑΠ 1712/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 607/2010 ΝΟΜΟΣ) αλλά και σε άλλες διοικητικές διαδικασίες όπως στην περίπτωση λήψης υπόψη της πορισματικής αναφοράς των οργάνων του ΣΔΟΕ κατά την λειτουργία τους ως προανακριτικών υπαλλήλων, στην οποία περιλαμβάνεται η ανωτέρω εξέταση του μετέπειτα κατηγορουμένου[(Λ. Μαργαρίτης υπο 72, σελ. 374, όπου και νομολογία, υπο 105, σελ. 440, ΣυμβΑΠ 133/2009, 403/2008, ΑΠ 2521/2008, ΝΟΜΟΣ). Διατυπώνεται επίσης και η άποψη ότι όχι μόνο η ανάγνωση και η αξιολόγηση, αλλά και η απλή παραμονή στη δικογραφία αυτής της εξέτασης του υπόπτου και όχι στο αρχείο της εισαγγελίας, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (Λ.Μαργαρίτης ό.α υπο 72, σελ. 370, 372, υπο 105 σελ. 441, ΑΠ 40/2001 ΠΛογ 2001,73, ΑΠ 1991/2002 ΠΛογ 2002, 2103)Ότι εν τέλει, η κατά παράβαση των άρθρων 253επΚΠΔ διενέργεια έρευνας στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης προκαλεί απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 1328/2003, ΠοινΔικ 2003, 780), ενώ τα αποδεικτικά μέσα και ευρήματα που προέρχονται από παράνομη έρευνα για την οποία δεν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 253επΚΠΔ, δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθούν αποδεικτικά στην ποινική δίκη, διαφορετικά προκαλείται απόλυτη ακυρότητα (Χ. Σεβαστίδης ό.α υπο 252, 15 όπου και νομολογία). Περαιτέρω, παγίως γίνεται δεκτό ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 του Συντάγματος, η κατ` οίκον έρευνα πρέπει να διενεργείται με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της έρευνας και εξ` αιτίας αυτής της ακυρότητας, δεν επιτρέπεται και η αποδεικτική αξιοποίηση των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν (Σεβαστίδης ό.α υπο 255. 27 όπου και νομολογία. ΣυμβΑΠ 1894/2010 ΠοινΧρ 2011,729), ενώ ως ανακριτικός υπάλληλος που μπορεί να ενεργήσει έρευνα σε κατοικία την ημέρα νοείται κάθε γενικός ή ειδικός ανακριτικός υπάλληλος εφόσον όμως πρόκειται για έγκλημα της αρμοδιότητάς του. (Σεβαστίδης ό. α υπο 255, αρ. 16, 18). Λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι, όπως και για κάθε ανακριτική πράξη, έτσι και για την έρευνα απαιτείται η σύνταξη έκθεσης σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους (258,241,148επΚΠΔ), διότι διαφορετικά πρόκειται για ανυπόστατη-ανύπαρκτη δικονομικά ανακριτική πράξη που αυτοδικαίως δεν επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Μάλιστα για την έρευνα σε κατοικία απαιτείται και η σύμπραξη δικαστικού γραμματέα διότι πρόκειται για ανακριτική πράξη και έτσι η σύνταξη της έκθεσης μόνο από τον ανακριτικό υπάλληλο κατά τους ορισμούς των άρθρων 241 και 150ΚΠΔ, δεν είναι επιτρεπτή κατ` 255ΚΠΔ (Σεβαστίδης ό.α αρ. 25). Άλλωστε κατά το άρθρο 19.3 Σ ρητά απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση όσων έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου 9Σ, ήτοι μέσω παραβίασης του ασύλου της κατοικίας και των νομίμων προϋποθέσεων έρευνας σ` αυτή(Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 177, σελ. 364, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 177, αρ. 5, σελ. 712 και αρ. 10 σελ. 713) και έτσι η παράβαση του κανόνα του άρθρου 177.2ΚΠΔ εις βάρος του κατηγορουμένου προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, διότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο εκ του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ.(Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 177, σελ. 366, Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ. 3055, όπου και πλήθος νομολογίας. ενδ. ΑΠ 711/2011 ΠοινΔικ 2011,1255 κλπ)                            1ος Λόγος αναίρεσηςΑρνητική υπέρβαση εξουσίας (510 παρ.1 περ. Η ΚΠΔ ), άλλως έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510 παρ.1 περ.Δ ΚΠΔ)                          

          Εν προκειμένω, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Τριμελούς Πλημ/κείου ++, που με την με αρ. ++ απόφαση του με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων, δηλ. της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ` εξακολούθηση και μου επέβαλλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα, προς υπεράσπισή μου και μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου μου, προέβαλα τις παρακάτω ενστάσεις και ισχυρισμούς και υπέβαλα τα κάτωθι αιτήματα, ζητώντας να γίνουν δεκτά αυτά, τα οποία και καταχωρήθηκαν, μετά από προφορική ανάπτυξη στα πρακτικά του δικάσαντος δικαστηρίου, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, αφού είναι αναγκαίο για την εξέταση των παρόντων προσθέτων λόγων αναίρεσης (ΑΠ 1511/2005 ό.α), έχουν δε επι λέξει ως εξής, ήτοι:

«Κατόπιν η Πρόεδρος διέταξε να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία.

Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης του 10ου κατηγορούμενου, αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο, πρόβαλε την ένσταση 1) κατά του κλητηρίου θεσπίσματος , ισχυριζόμενος ότι:

 I. Κατά το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, με ποινή ακυρότητας, να περιέχει, μεταξύ άλλων, για να μπορεί ο κατηγορούμενος να γνωρίζει το περιεχόμενο της κατηγορίας που του αποδίδεται και να μπορεί να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπιση του... δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Πρόκειται για το πιο σημαντικό από τα περιλαμβανόμενα στο κλητήριο θέσπισμα στοιχεία, αφού με την απαίτηση του νόμου για ακριβή καθορισμό στο κλητήριο θέσπισμα της αξιόποινης πράξεως και μνεία της προβλέπουσας αυτήν ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αφενός μεν καθιερώνεται και σε νομοθετικό επίπεδο το δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορείται «λεπτομερειακά» την κατηγορία που του αποδίδεται («δικαίωμα πληροφορήσεως»), όπως απαιτούν οι αυξημένης τυπικής ισχύος συναφείς διατάξεις του Συντάγματος (: 20 Συντ.) και της Συμβάσεως της Ρώμης (: 6 παρ. 3 περ. α' Ε.Σ.Δ.Α.), αφετέρου δε επιτυγχάνεται ο θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης (βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. β' 1994, σελ. 336 επ., Δασκαλόπουλου, Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, 1991, σελ. 80, Ζησιάδου, Ποινική Δικονομία, τ. Β', 1977, σελ. 414, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ. β' 1998, σελ. 557 επ., παρ. 608 επ.).

ΙΙ. Ακριβής είναι ο καθορισμός της πράξης όταν στο κλητήριο θέσπισμα εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα και περιγράφονται εξαντλητικά όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, όπου αυτός απαιτείται. Πρέπει, με άλλα λόγια, να περιγράφεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, το υποκείμενο, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, οι περιστάσεις της αξιόποινης συμπεριφοράς και η υπαιτιότητα (βλ. Καρρά, ό.π., σελ. 558, παρ. 608)

ΙΙΙ.Περαιτέρω, προκειμένου για έγκλημα που φέρεται, ότι τελέσθηκε κατά συναυτουργία πρέπει, για να θεωρείται ακριβής η περιγραφή της πράξης, πέραν των άλλων στοιχείων, να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα εξής δύο επιπρόσθετα στοιχεία (βλ. αναλυτικά Μανωλεδάκη-Μαργαρίτη, δικονομικά ζητήματα του Ν. Α. 802/1971, σε Μαργαρίτη, Μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία, τεύχ. Β', σελ. 59 επ., ιδίως 82 επ., Μαργαρίτη, σε Μαργαρίτη- Ζαχαριάδη, Το κλητήριο θέσπισμα, 1996, σελ. 135 επ., ιδίως 139 επ.):

Πρώτον, ότι υπάρχει συναυτουργικός και όχι απλός δόλος, ότι δηλαδή ο κάθε συναυτουργός γνωρίζει και θέλει ή αποδέχεται τη σύμπραξη, έχει δηλαδή τον ίδιο με τους άλλους δόλο σχετικά με την από κοινού ολοκλήρωση του εγκλήματος. Τούτο ενόψει της διαφοράς απλού δόλου, «μονοαυτουργίας» και κοινού δόλου συναυτουργίας, αφού στη συναυτουργία δεν αρκεί ο απλός δόλος, δηλαδή η γνώση και θέληση ή αποδοχή τελέσεως πράξεως της αντικειμενικής υποστάσεως από τον ίδιο τον δράστη (: πρόθεση), αλλά απαιτείται εταπρόσθετα και η γνώση και θέληση ή αποδοχή συμπράξεως στην ολοκλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος με τους άλλους συναντουργούς.

Επομένως, είναι αναγκαία η μνεία στο κλητήριο θέσπισμα ότι ο κάθε συναυτουργός γνωρίζει και θέλει ή αποδέχεται τη σύμπραξη, δηλαδή έχει τον ίδιο με τους άλλους δόλο σχετικά με την από κοινού ολοκλήρωση του εγκλήματος αν το τελευταίο στοιχείο λείπει, ακριβής περιγραφή της πράξεως κατ' άρθρο 321 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ δεν υπάρχει και το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο (βλ. ΑΠ 1318/1988, ΠοινΧρον 1989.307, ΑΠ 1846/1982, ΠοινΧρον 1983. 636, βλ. επίσης, Μαργαρίτη, Κλητήριο θέσπισμα και συμμετοχή, Υπέρ. 1997.149 επ., ιδίως 154).

Δεύτερον, πρέπει να εξειδικεύεται - να περιγράφεται ακριβώς - η συγκεκριμένη δράση του κάθε συναυτουργού και τούτο διότι η συναυτουργία καταφάσκεται αντικειμενικά τόσο στις περιπτώσεις παράλληλης ή διαδοχικής πραγματώσεως όλων των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος από καθένα δράστη χωριστά, όσο και στις περιπτώσεις παράλληλης ή διαδοχικής πραγματώσεως ενός τμήματος της αντικειμενικής υποστάσεως από τον έναν και του υπολοίπου τμήματος από τον άλλο δράστη.

Τι από τα δύο αυτά έχει συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να μνημονεύεται στο κλητήριο θέσπισμα διαφορετικά τούτο είναι άκυρο, αφού δεν περιγράφει την πράξη (βλ. ολ.ΑΠ 50/1990 ΠοινΧρον 1990.949, τη θέση ότι πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός).

 

          IV. Ακολούθως, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης απαιτείται μεταξύ άλλων η ρητή παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και η πρόκληση πλάνης στον πλανώμενο. Ειδικότερα, όσον αφορά την πλάνη, αυτή πρόκειται για διεργασία που εκδηλώνεται στο εξωτερικό κόσμο με την αντίδραση του πλανώμενου. Χωρίς τέτοια εξωτερίκευση, χωρίς να υπάρχει κάποια ελάχιστη νοητική επικοινωνία μεταξύ δράστη και διαθέτοντος με την οποία προκαλείται στη συνέχεια αιτιωδώς η πλανημένη εντύπωση στο πρόσωπο του τελευταίου, δεν υπάρχει πλάνη (βλ. Α.Π.462/1997, Ποιν,Χρον 1998,63, Πλημμ.Χιου 12/2006, Ποιν.Δνη 2006,1253, ΑΣΤΡ. Θεσσ 262/2001, Ποιν.Ανη 2001/609, Μυλωνόπουλος Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, 2001, σελ. 457 επ.).

Ως χρόνος τέλεσης της απάτης είναι ο χρόνος της παραστάσεως των ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης όφειλε να ανακοινώσει τα αληθινά γεγονότα αλλά αθέμιτα απέκρυψε αυτά δηλ, ο χρόνος ολοκλήρωσης της απατηλής συμπεριφοράς (Α.Π. 806/1994 Ποιν,Χρον. ΜΑ 783), ενώ τόπος τέλεσης είναι αυτός στον οποίο έλαβε χώρα η ψευδής παράσταση γεγονότων όσο και αυτός στον οποίο επήλθε η παραπλάνηση ή η περιουσιακή διάθεση ή η ζημιά του παθόντος (Α.Π 1080/1995 Ποιν.Χρον. ΜΣΓ, 203). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 της Υ.Α 400/326/1983, όπως αυτή ισχύει, "οι συμβεβλημένοι φαρμακοποιοί υποβάλλουν είτε απευθείας, είτε μέσω των φαρμακευτικών συλλόγων στις κατά τόπο αρμόδιες Υπηρεσίες Υγιεινής, το πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα τις συνταγές, τις οποίες έχουν εκτελέσει τον αμέσως προηγούμενο μήνα μαζί με συγκεντρωτική κατάσταση του λογαριασμού σε δυο (2) αντίγραφα, για την εκκαθάριση και απόδοση της δαπάνης των φαρμάκων. Ο τύπος της καταστάσεως αυτής ορίζεται με αποφάσεις του Διοικητού του Ο.Γ.Α. Οι λογαριασμοί των φαρμακείων δεν δύνανται να αφορούν μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα του ενός μηνός. Το ένα αντίγραφο από τα δύο της συγκεντρωτικής καταστάσεως του λογαριασμού του μηνός επιστρέφεται από την Υπηρεσία Υγιεινής στον φαρμακοποιό, αφού βεβαιωθεί σ' αυτήν, μετά από πρόχειρο λογιστικό έλεγχο, ότι πράγματι το φαρμακείο κατέθεσε για εκκαθάριση κ.λ.π. τις συνταγές που γράφονται στη κατάσταση αυτή. Η επιστροφή της καταστάσεως στον φαρμακοποιό γίνεται την ημέρα της καταθέσεως του λογαριασμού του μηνός στην Υπηρεσία Υγιεινής. Το αντίγραφο της καταστάσεως που επιστρέφεται στο φαρμακοποιό αποστέλλεται από τον ίδιο στη Διοίκηση του Ο.Γ.Α. Με βάση την κατάσταση αυτή καταβάλλεται στο φαρμακείο προκαταβολή με πράξη του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Φαρμακευτικής περιθάλψεως της Διοικήσεως του Ο.Γ.Α. Η προκαταβολή ορίζεται στο 95% του ποσού που οφείλεται στον φαρμακοποιό με βάση τα στοιχεία που υπέβαλε αυτός και μετά από τον πρόχειρο λογιστικό έλεγχο που γίνεται στις Υπηρεσίες Υγιεινής. Η προκαταβολή καταβάλλεται μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία που το αντίγραφο του λογαριασμού φαρμάκων θα περιέλθει στη Διοίκηση του ΟΓΑ....".

 

Υ)Στην υπό κρίση υπόθεση, στο κλητήριο θέσπισμα που κοινοποιήθηκε σε μένα, αναγράφεται επί λέξει: Κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι δήθεν, στους αναφερόμενους στο κατηγορητήριο τόπους και χρόνους, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.

Ειδικότερα, ότι δήθεν στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους ++ έως τον Φεβρουάριο του έτους ++, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του ΟΓΑ και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο. Γ. Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει τον ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι αναφερόμενοι στο κατηγορητήριο 11 ασφαλισμένοι του ΟΓΑ κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα για καθέναν από αυτούς χρονικά διαστήματα είχαν ανάγκη των αναφερόμενων ειδικότερα για καθέναν από αυτούς ποσοτήτων φαρμάκων συνταγογραφώντας τις αναφερόμενες σε αυτό συνταγές για τον καθέναν τους τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον παραπάνω φαρμακοποιό ο οποίος εισέπραττε την αξία τους.

Τα ανωτέρω όμως ήταν, ψευδή καθόσον οι αναφερόμενοι στο κατηγορητήριο 11 ασφαλισμένοι του ΟΓΑ, είχαν ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο παρών κατηγορούμενος και στην συνέχεια ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία των 11 ασφαλισμένων αυτών, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 61.714,67 Ευρώ συνολικά ποσό που είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με. αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ.

VI) ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ

Έτσι όμως, το συγκεκριμένο κατηγορητήριο δεν περιέχει πλήρη περιγραφή της πράξης που μου αποδίδεται και τα απαιτούμενα για την θεμελίωση της κατά τα ως άνω στοιχεία, επειδή δεν αναφέρονται σε αυτό:

ι) δεν αναφέρεται, ότι υπήρχε συναυτουργικός δόλος και όχι απλός, ότι δηλαδή ο κάθε συναυτουργός γνώριζε και ήθελε η αποδέχθηκε την σύμπραξη, είχα δηλαδή τον ίδιο με τον φαρμακοποιό δόλο σχετικά με την από κοινού ολοκλήρωση του εγκλήματος.

ιι)δεν εξειδικεύονταν η δράση καθενός μας ως συναυτουργών.

 

ιιι)δεν καταδεικνύεται, ποια ήταν η ελάχιστη νοητική επικοινωνία μεταξύ μου και του παθόντος ΟΓΑ με την οποία του προκάλεσα στην συνέχεια αιτιωδώς την πλανημένη εντύπωση, δεν υπάρχει πλάνη.

 

ιν) Με ποιόν τρόπο έπεισα εγώ τον παραπάνω οργανισμό να καταβάλλει τα ποσά που κατέβαλλε, δεν προκύπτει δηλαδή, σε τι συνίσταται η «παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών» και ειδικότερα ποια είναι τα ψευδή γεγονότα για κάθε μία ειδικότερη πράξη. (Άραγε σε ποιες συνταγές αναφέρεται η αποδιδόμενη κατηγορία;).

ν) ότι ο παραπάνω συγκατηγορούμενός μου φαρμακοποιός περιελάμβανε τις συνταγές μου αυτές στους μηνιαίους λογαριασμούς του φαρμακείου του, παριστάνοντας κάθε φορά ψευδώς στον ΟΓΑ, ότι οι επιπλέον αυτές συνταγές αυτές είχαν εκδοθεί νόμιμα για τους αναγραφόμενους σε αυτές δικαιούχους, για τις αιτίες που αυτές ανέγραφαν, ότι παραδόθηκαν τα φάρμακα που σ' αυτές αναγράφονταν, έπρεπε δε να καταβληθούν εκ μέρος του οργανισμού τα αναλογούντα ποσά που περιγράφονται στον τελευταίο υπό στοιχείο A' πίνακα.

νι) Ποια συγκεκριμένα φάρμακα παραδόθηκαν στους ασφαλισμένους; Ποια η αξία κάθε φαρμάκου.

νιι) Περαιτέρω, δεν υφίσταται στο κλητήριο θέσπισμα ο ακριβής χρονικός και τοπικός καθορισμός της πράξης της απάτης αφού σε κανένα σημείο του δεν αναφέρεται ούτε εμμέσως ο χρόνος και ο τόπος που έλαβαν χώρα οι περιγραφόμενες πράξεις, αλλά μόνο ο τρόπος.

Συγκεκριμένα, δεν προσδιορίζεται πότε εξωτερικεύτηκε χρονικά η πράξη της παραπλάνησης. Έτσι, εάν ήθελε υποτεθεί (πράγμα που κατηγορηματικά αρνούμαι), ότι εγώ πράγματι είχα δόλο να παραπλανήσω τον Ο.Γ.Α. και να αποκομίσω παράνομο περιουσιακό όφελος, τότε η πράξη εξαπάτησης θα συνέπιπτε χρονικά με την αποστολή κάθε φορά των συνταγών και της συγκεντρωτικής κατάστασης στις κατά τόπον αρμόδιες Υπηρεσίες Υγιεινής (διεύθυνση Υγιεινής της ++) ή έστω κατά τον χρόνο επιστροφής του αντιγράφου της άνω κατάστασης στον φαρμακοποιό. Πλην όμως, το κρινόμενο κλητήριο θέσπισμα δεν αναφέρει α) τον χρόνο κατά τον οποίο απέστειλε αυτός τις συνταγές και τις συγκεντρωτικές καταστάσεις ή τουλάχιστον λάμβανε, κατά τα ανωτέρω, το αντίγραφο των καταστάσεων, προκείμενου να υπάρχει η δυνατότητα χρονικού υπολογισμού για την έναρξη της παραγραφής της πράξης.

νιιι)Τέλος, το κλητήριο θέσπισμα πάσχει ακυρότητας καθόσον δεν αναφέρει τον τόπο τέλεσης της πράξης, η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, έλαβε χώρα, έστω και υπό τη μορφή της απόπειρας, ενώπιον της κατά τόπον αρμόδιας Υπηρεσίας Υγιεινής, δηλαδή στην ++ στην οποία απεστάλησαν οι συνταγές και οι συγκεντρωτικές καταστάσεις.

Εν όψει λοιπόν όλων των ανωτέρω, αναμφίβολα δεν πληρούται η προϋπόθεση της περ. δ του άρθρου 321 του Κ.Π.Δ. και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο Σας θα πρέπει και ζητώ, να κηρύξει την ακυρότητα του κλητηρίου Θεσπίσματος (αρ.321 παρ.4 του Κ.Π.Δ.).

2) την ένσταση εξαίρεσης μαρτύρων, για την εξαίρεση των ελεγκτών του ΟΓΑ: α) ++ και β++, και μη ανάγνωσης εγγράφων και 3) αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που αναπτύχθηκε στο ακροατήριο και ζητείται να καταχωρηθεί στα πρακτικά σύμφωνα με το άρθρο 141 ΚΠΔ: Η εξέταση των μαρτύρων, υπαλλήλων του ΟΓΑ κ. ++ και κ++ ως μαρτύρων κατηγορίας μου, δεν θα πρέπει να επιτραπεί, για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους λόγους. Διαφορετικά, η εξέτασή τους θα προκαλέσει σχετική ακυρότητα που θα επέλθει κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1 του ίδιου Κώδικα) η οποία αποτελεί παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ.

Ειδικότερα, στο άρθρο 211 περ. α ΚΠΔ ορίζεται, ότι «με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση».

Με την διάταξη αυτή εισάγεται εξαίρεση στη χρήση αποδεικτικού μέσου, κατά συγκερασμό, αφ’ ενός μεν του συμφέροντος του κατηγορουμένου, να μην έχει αντιμέτωπο του ως μάρτυρα κατηγορίας κάποιο πρόσωπο που ενδέχεται να έχει αποκτήσει προκατάληψη εναντίον του, ως εκ της άσκησης των ως άνω καθηκόντων του, αφετέρου δε του σκοπού της ποινικής δίκης που είναι η ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας (ΚΠΔ 177 παρ.1 και 179 εδ. α').

Ως γνωστόν, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΚΠΔ με τίτλο ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι «Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών».

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 του ΚΠΔ, «Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου «η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις».

Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι με βάση την διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του Ν. 2676/1999, οι υπάλληλοι της ΥΠ. Ε. Δ. Υ. Φ. Κ. Α. , αλλά και των υπόλοιπων φορέων Κοινωνικής ασφάλισης, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ενεργούν ως προανακριτικοί υπάλληλοι (οράτε υπ’ αρ. 310/2010 ΓΝΜΔ ΝΣΚ με Α δημοσίευση σε Νόμο για την αρμοδιότητα και τα όρια ελέγχου των ελεγκτικών οργάνων και υπηρεσιών της ΥΠΕΔΥΦΚΑ υπό την ισχύ του Ν. 3846/2010 ο οποίος τροποποίησε και συμπλήρωσε το Ν. 2676/1999 και το ΠΔ 121/2008 με βάση την οποία κάθε ελεγκτής των μικτών συνεργείων ελέγχου της ΥΠΕΔΥΦΚΑ και των ΦΚΑ, αλλά και κάθε υπάλληλος ο οποίος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διαπιστώνει αξιόποινη πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη, έχουν την υποχρέωση αναφοράς στην Εισαγγελική Αρχή, η οποία μπορεί να γίνει και υπό μορφή προτάσεως στο συντασσόμενο πόρισμα ασκώντας προανακριτικά καθήκοντα.

Σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 1 του ΚΠΔ «Σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό, ενώ σύμφωνα με το εδ. α της παρ. 2 του άρθρου 239 ΚΠΔ «Κατά την ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως, όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής».

Ως άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται η διενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξης από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή από γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια κύριας ανάκρισης ή προανάκρισης (βλ. Ολ. ΑΠ 4/2008) που είναι τυπικές διαδικασίες (ΚΠΔ 241 εδ. α', 243 και 246 παρ.1).

Οι παραπάνω επιθεωρητές του ΟΓΑ άσκησαν, τόσο με βάση την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του Ν. 2676/1999, όσο και με βάση τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ΚΠΔ, αλλά και κατά την έννοια του άρθρου 239 του ΚΠΔ προανακριτικά καθήκοντα, καθόσον, κατά την άσκηση των ειδικών - ελεγκτικών καθηκόντων που τους ανατέθηκαν από τον ΟΓΑ για την διαπίστωση αξιόποινων παραβάσεων της ασφαλιστικής Νομοθεσίας (κανονισμού ασφάλισης του ΟΓΑ κλπ. συναφούς νομοθεσίας), έλαβαν την +++ μαρτυρικές καταθέσεις από τους ασθενείς μου ++ κλπ., αλλά και από μένα και τον εμπλεκόμενο ++, χωρίς να τηρηθούν οι όροι που προβλέπονται στην διάταξη του άρθρου 210 ΚΠΔ το οποίο ορίζει, ότι «όποιος διενεργεί ανάκριση ή το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιον μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί», έκαναν έρευνες στις οικίες τους και στο ++ και σε άλλους χώρους και συνέλεξαν αποδεικτικό υλικό, μάλιστα και στην περίπτωση αυτή χωρίς την τήρηση των όρων του άρθρου 255 του ΚΠΔ, ακολούθως δε, συνέταξαν την από ++ υπηρεσιακή αναφορά η οποία υπογράφεται, από τους κκ ++), ακολούθως δε την υπέβαλλαν με βάση το άρθρο 37 του ΚΠΔ στην Εισαγγελία Πρωτ/κών ++ και με βάση αυτήν, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ασκήθηκε σε βάρος μου ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 386 παρ.1α του Π. Κ. , κατηγορία η οποία εκδικάζεται στο Δικαστήριό Σας, με βασικούς και μοναδικούς μάρτυρες κατηγορίας τους παραπάνω επιθεωρητές του ΟΓΑ οι οποίοι μάλιστα, έχουν καταθέσει και στο στάδιο της προδικασίας, τόσο στην κ. Πταισματοδίκη ++, όσο και την κ. ανακρίτρια του Πρωτ/κείου ++.

Επειδή οι παραπάνω ενέργειες τους που έγιναν στα πλαίσια της συλλογής των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, της απάτης κλπ. για τις οποίες ήδη κατηγορούμαστε (όλοι οι έχοντες την ιατρική ιδιότητα) και να αποφασιστεί, αν πρέπει να εισαχθούμε σε δίκη γι’ αυτές, είναι τυπικές προανακριτικές πράξεις που εντάσσονται στο άρθρο 239 του ΚΠΔ και αποτελούν εκ του Νόμου προανακριτικές πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν κατά την άσκηση εκ μέρους τους προανακριτικών καθηκόντων που τους ανατέθηκαν από την υπηρεσία τους με βάση τον Νόμο και συνδέονται άμεσα με την διαπίστωση της αποδιδόμενης σε μένα και στους συγκατηγορουμένους μου αξιόποινη συμπεριφορά.

Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της απόφασης αποτελεί και η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1 του ίδιου Κώδικα) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ως άνω Κώδικα, σχετική ακυρότητα, δημιουργείται κατά το άρθρο 211 του ΚΠΔ και στην περίπτωση που στη διαδικασία στο ακροατήριο εξετάσθηκε μάρτυρας, ο οποίος είχε ασκήσει ανακριτικά (στα οποία περιλαμβάνονται και τα προανακριτικά) καθήκοντα, ο δε λόγος εξαιρέσεως των προσώπων αυτών στηρίζεται στην προκατάληψη, την οποία ο νομοθέτης θεωρεί ότι είναι δυνατόν να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τούτων και έτσι σκοπείται η εξασφάλιση της αξιοπιστίας και κατ' επέκταση, αμεροληψίας αυτών.

Επειδή για τους αναφερόμενους στο ενυπάρχον στην παρούσα δικογραφία υπόμνημά μου παροχής εξηγήσεων στο οποίο αναφέρομαι και τους οποίους δεν επαναλαμβάνω, προς αποφυγή άσκοπων και κουραστικών επαναλήψεων, οι παραπάνω μάρτυρες ενήργησαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, στο πλαίσιο της παρούσας ποινικής διαδικασίας, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα με προκατάληψη και μεροληψία.

Ως εκ τούτου, θεωρούνται ανεπιτήδειοι να εξετασθούν ως μάρτυρες ενώπιον του παρόντος ποινικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους ως άνω λόγους θα πρέπει και ζητώ, να μην επιτραπεί η ανάγνωση στο ακροατήριο των καταθέσεών τους στην προδικασία.

Γι αυτό θα πρέπει και ζητώ, να μη εξετασθούν οι παραπάνω ως μάρτυρες στο ακροατήριο και να μην αναγνωσθούν οι καταθέσεις τους στην προδικασία.

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ:

Κατά το άρθρο 105 Κ.Π.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ., η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το 2° εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ., που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3160/2003) ορίζεται, ότι «αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας.

Σημειωτέον, ότι με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου  105 Κ.Π.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως «μάρτυρα», γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων.

Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικός εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό, τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της «μαρτυροποίησης» και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ.

Επειδή, ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξης.

Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν, πριν αποκτήσω την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση (adhoc 2324/2009 Α. Π. σε τράπεζα νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ), είτε πριν την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, πριν αποκτήσω την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 481 παρ. 1 περ. β' Κ.Π.Δ., γιατί αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για «δίκαιη δίκη» που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ., να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκόψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη.

Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 2681/08, ΑΠ 1188/2009, Α. Π. 104/2010 adhoc σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΔΣΑ, 389 και 1018/2011 ΑΠ σε Νόμο). Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του.

Σημειωτέον, ότι το αυτό αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (ΟΛ Α.Π. 1/2004, Π.Χρ. ΝΕ. 113).

Όπως προλέχθηκε, βασικά στοιχεία της υπό κρίση δικογραφίας, αποτελούν:

α) η προλεχθείσα από ++ Υπηρεσιακή Αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ (που υπογράφεται από τους κκ ++) στην οποία διαλαμβάνονται και από ++ ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των ασφαλισμένων του ΟΓΑ (ενδεικτικά αναφέρω τους ++ -κλπ.), αλλά και εμού του ιδίου και του συγκακτηγορουμένου μου ++ που δόθηκαν στους υπαλλήλους του ++, εκ των οποίων ο ελεγκτής ++ είναι και βασικός μάρτυρας κατηγορίας σε βάρος μου στην παρούσα δίκη, έχοντας ήδη καταθέσει στο στάδιο της προδικασίας.

β) το υπ’ αρ. πρωτ. ++ έγγραφο του ΟΓΑ.

γ) η υπ’ αρ. ++ απόφαση του κ. Υπ/τη του ΟΓΑ τα οποία στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην από ++ υπηρεσιακή αναφορά των παραπάνω ελεγκτών του ΟΓΑ η οποία συντάχθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 210 και 255 και επ. του ΚΠΔ.

Μετά ταύτα, θα πρέπει και ζητώ να αποσυρθούν από την υπό κρίση ποινική δικογραφία τα παραπάνω έγγραφα τα οποία ερείδονται σε μαρτυρικές καταθέσεις εμού του ιδίου, του συγκατηγορουμένου μου ++ και των ως άνω ασθενών μου που λήφθησαν από τους ++ και σε αποδείξεις που συλλέχθηκαν μετά από έρευνες σε οικίες ασθενών για τις οποίες δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 255 του ΚΠΔ, δεδομένου ότι παραβιάσθηκαν οι προδιαληφθείσες διατάξεις του ΚΠΔ κατά την κτήση των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, ενώ επίσης, αν και εφόσον κριθεί, ότι αυτοί δεν άσκησαν κατά την λήψη τους καθήκοντα ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, δεν υφίστατο νόμιμη αιτία για την λήψη των καταθέσεων αυτών και των κατ’ οίκον ερευνών από υπαλλήλους του ΟΓΑ, στο μέτρο που δεν ήταν προανακριτικοί υπάλληλοι, αλλά και δεν είχε διαταχθεί (κατά τον χρόνο της λήψης τους) Προκαταρκτική Εξέταση ούτε Ένορκη Διοικητική Εξέταση.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι παραπάνω «καταθέσεις» λήφθησαν από τους ελεγκτές του ΟΓΑ χωρίς να τηρηθούν οι όροι που προβλέπονται στην διάταξη του άρθρου 210 ΚΠΔ το οποίο ορίζει, ότι «όποιος διενεργεί ανάκριση ή το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιον μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί».

Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προκειμένου να αποδειχθεί εάν συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο εμφανίζει σημεία κάποιας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, είναι ή όχι επιτήδειο στο να εξετασθεί ως μάρτυρας, κρίσιμο είναι το εάν το πρόσωπο αυτό έχει ή δεν έχει τη δυνατότητα να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων θα ερωτηθεί, με τρόπο που αυτά ανταποκρίνονται στην υποκειμενική αλήθεια, στην αντίληψη, δηλαδή, την οποία μπορεί να έχει για την πραγματικότητα ο μέσος άνθρωπος, ο οποίος διαθέτει τη φυσική ικανότητα να παρατηρεί τα γεγονότα του έξω κόσμου, να αντιλαμβάνεται τη σημασία τους και να τα διηγείται έτσι ακριβώς, όπως τα έχει αντιληφθεί.

Επειδή κατά τα παραπάνω η συνεκτίμηση των ανωτέρω εγγράφων που έχουν συνταχθεί κατά παράβαση του νόμου θεμελιώνουν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (ΑΠ adhoc 113/2009 και 117/2010 σε Νόμο).

Γι αυτό θα πρέπει και ζητώ, να αποσυρθούν από την υπό κρίση ποινική δικογραφία τα παραπάνω έγγραφα που διαλαμβάνουν και ερείδονται σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα.

Η παρούσα είναι νόμιμη και βάσιμη.

Γι αυτό θα πρέπει να γίνει δεκτή. Κατ’ ακολουθία, θα πρέπει να θεωρηθούν ανεπιτήδειοι ως μάρτυρες οι ιστορούμενοι ελεγκτές του ΟΓΑ και να μην επιτραπεί για το λόγο αυτό η εξέτασή τους ως μαρτύρων στο ακροατήριο και η ανάγνωση των καταθέσεών τους στην προδικασία. Επικουρικά, σε περίπτωση που απορριφθεί η ένστασή μου αυτή, θα πρέπει και ζητώ, να αποσυρθούν από την υπό κρίση ποινική δικογραφία τα ιστορούμενα έγγραφα που διαλαμβάνουν και ερείδονται σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και δη:

α) η προλεχθείσα από ++ Υπηρεσιακή Αναφορά των ελεγκτών του. β) το υπ’ αρ. πρωτ. ++ έγγραφο του ΟΓΑ.

γ) η υπ’ αρ. ++ απόφαση του κ. Υπ/τη του ΟΓΑ που στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην από ++ υπηρεσιακή αναφορά των παραπάνω ελεγκτών του ΟΓΑ η οποία συντάχθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 210 και 255 και επ. του ΚΠΔ..

Στη συνέχεια υπέβαλε το αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και είπε: Με την παρούσα μου ζητώ, σύμφωνα με το άρθρο 183 του ΚΠΔ, να διαταχθεί η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης σε όλους τους ασθενείς για τους οποίους φέρομαι ότι κατά το κατηγορητήριο χορήγησα (σε υπερδοσολογία) ψυχιατρικά φάρμακα. Να διορισθούν ειδικοί πραγματογνώμονες και δη, ένας ψυχίατρος και ένας γραφολόγος εκ των αναφερομένων στον ειδικά τηρούμενο κατάλογο πραγματογνωμόνων του άρθρου 185 του ΚΠΔ οι οποίοι, αφού δώσουν τον όρκο του άρθρου 194 του ΚΠΔ να γνωμοδοτήσουν εντός των νομίμων προθεσμιών γραπτά για τα εξής θέματα: α) εκτιμώντας τον δείκτη νοημοσύνης του ασθενή κ. ++, να αποφανθεί, αν μπορεί να μιλήσει ή όχι. β) αν η ασθενής κ. ++ ήταν σε θέση να αναγνώσει και να βεβαιώσει το περιεχόμενο της κατάθεσής της στους ελεγκτές του ΟΓΑ, ενόσω ήταν αγράμματη και δεν είχε υπογράψει ποτέ (οράτε αντίγραφο της ταυτότητας της κ. ++). γ) ο γραφολόγος, αν η υπάρχουσα στην κατάθεσή της υπογραφή της, είναι γνήσια ή  πλαστή.

Περαιτέρω οι πραγματογνώμονες θα πρέπει να αποφανθούν και να απαντήσουν επί των παρακάτω ερωτημάτων:

1) Πρόκειται για αληθινούς ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές ή όχι; 2)Από τι πάσχουν; Να γίνει αναφορά στην πάθηση και να γίνει περιγραφή της νόσου σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αναθεωρήσεις των ταξινομικών συστημάτων που χρησιμοποιεί η ψυχιατρική, τόσο το πολυαξονικό της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-IV), όσο και με το ταξινομικό σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ICD-10). 3) Πότε χρονολογείται η έναρξη της νόσου; 4) Ποια η βαρύτητα της νόσου; 5) Ποια φαρμακευτική αγωγή ακολουθούν; 6) Ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή στην παρούσα χρονική περίοδο; 7) Ποια θα έπρεπε να ήταν η φαρμακευτική αγωγή κατά τη χρονική περίοδο που αναφέρεται η υπόθεση; 8) Αν κατά την χρονική περίοδο που αναφέρεται η υπόθεση οι ασθενείς αυτοί ήταν σε έξαρση ή ύφεση της νόσου, σε διέγερση ή καταστολή, αν έπρεπε να λάβουν υψηλές ή χαμηλές δοσολογίες; 9) Να τεθεί αναδρομική διάγνωση με βάση τα ευρήματα το ιστορικό των ασθενών και πάλι χρησιμοποιώντας τα ταξινομικά συστήματα DSM-IV και ICD-10. 10) Να καταθέσει γραπτώς τα πορίσματά του και να θέσει τις διαγνώσεις τόσο περιφραστικά όσο και με τους κωδικούς που χρησιμοποιούνται διεθνώς με βάση το ICD-10 και το DSM-IV (υπάρχει το ενδεχόμενο προσφυγής μου και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια). 11) Να αιτιολογήσει σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά την τοποθέτησή του ο πραγματογνώμονας ψυχίατρος και να ανακοινώσει τα συμπεράσματά του με βάση τους κανόνες και της αρχές της ψυχιατρικής επιστήμης και χρησιμοποιώντας επιστημονικές αποδείξεις.

Επειδή η αποδοχή των οποίων είναι σίγουρο ότι θα διευκόλυνε το έργο της αποδεικτικής διαδικασίας.

Επειδή έχω έννομο συμφέρον στην άσκηση της παρούσας, καθώς η διενέργεια τους θα αποδείξει περίτρανα την μη συμμετοχή μου στο κατηγορητήριο.

Για τους λόγους αυτούς ΖΗΤΩ: Την παραδοχή των αιτημάτων και την διενέργεια ψυχιατρικής και γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης»

 

          Το πρωτοβάθμιο ανωτέρω δικαστήριο σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ενστάσεις και αιτιάσεις μου δέχθηκε ότι «Το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο περιέχει όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 321 ΚΠΔ και επομένως η ένσταση του ανω κατηγορουμένου ++ περί ακυρότητας αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Περαιτέρω, ο μάρτυρας κατηγορίας ++ δεν ενήργησε ως προανακριτικός υπάλληλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του κατά την έννοια του άρθρου 211 ΚΠΔ ή με βάση άλλη ειδικότερη νομική διάταξη και συνεπώς η ένσταση εξαιρέσεώς του ομοίως είναι απορρριπτέα ως αβάσιμη. Επιπλέον, το δικαίωμα άσκησης της πολιτικής αγωγής έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή όσον αφορά το έτος++ και επομένως πρέπει η πολιτική αγωγή να αποβληθεί για το χρονικό αυτό διάστημα, ενώ δεν υφίσταται λόγος αποβολής της για το έτος ++ που αφορά τον 10° κατηγορούμενο.» και εν συνεχεία με την σχετική παρεμπίπτουσα ταυτάριθμη απόφασή του κατά το διατακτικό της  «ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους κατηγορούμενους ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής για το έτος ++. ΔΕΧΕΤΑΙ την πολιτική αγωγή για το έτος ++ που αφορά τον 10° κατηγορούμενο. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένσταση εξαίρεσης των δύο πρώτων μαρτύρων.»  

Εν συνεχεία προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης κατ` ουσίας, με έκρινε ένοχο κατά τα ανωτέρω και με καταδίκασε στην ανωτέρω ποινή. 

Δηλ. σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς μου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερεύνησε και εξέτασε την ένστασή μου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (321ΚΠΔ), αποβολής της πολιτικής αγωγής και περί μη εξέτασης-εξαίρεσης ανεπιτήδειων μαρτύρων (211ΚΠΔ) και τις απέρριψε, αλλά δεν διέλαβε καμία παραδοχή, δεν ερεύνησε και δεν απάντησε με σχετική απόφαση του στον ισχυρισμό μου και στο αίτημά μου:

α)να αποσυρθούν από την δικογραφία και να μην αναγνωστούν, ως ερειδόμενα σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά και διότι περιέχουν την μαρτυρική κατάθεσή μου, αν και γινόταν έλεγχος και αποδιδόταν η πράξη σε μένα, η από ++ υπηρεσιακή αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ, το υπ` αριθμ` ++ έγγραφο του ΟΓΑ και η υπ` αριθμ` ++ απόφαση του υποδιοικητή ΟΓΑ, τα οποία έγγραφα, όπως προκύπτει από το οικείο μέρος των πρακτικών αυτής (σελ. 34), ανεγνώσθησαν και λήφθηκαν υπ` όψιν ως «έγγραφα του κατηγορητηρίου» από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και

β) στο αίτημά μου να διαταχθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη των ανωτέρω προσώπων.

Συνεπώς για τα αιτήματα αυτά επήλθε σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω έλλειψης ακρόασης (170.2 ΚΠΔ).

          Κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης όπως ειπώθηκε, άσκησα την από ++ με αρ. έκθεσης ++ έφεσή μου απευθυνόμενη προς το Εφετείο ++. Στην παραπάνω έκθεση που επιτρεπτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 761/2000 ό.α), περιλαμβάνονται ως ειδικοί λόγοι έφεσης, εκτός των άλλων (δηλ. «επειδή το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης») και τα παρακάτω παράπονα, αιτιάσεις και αντικείμενα δίκης και συγκεκριμένα:

«1)ΔΙΟΤΙ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ Η ΝΟΜΙΜΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ

2) ΓΙΑΤΙ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ Η ΝΟΜΙΜΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ Η ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ Η ΥΠ` ΑΡ ++ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Κ. ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗ ΟΓΑ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 210 ΚΑΙ 255 ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΠΔ.

ΕΠΙΣΗΣ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΘΟΥΝ ΤΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ++ ΑΙΤΗΣΗ ΜΟΥ ΕΓΓΡΑΦΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟ ++ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ++.

ΤΕΛΟΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ»

Δηλ. προέβαλα και επανέφερα προς εξέταση στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης :

-την απορριφθείσα ένστασή μου-ισχυρισμό περί ακυρότητας του κατηγορητηρίου, που είχα αναπτύξει και είχε καταχωρηθεί στα πρωτοβάθμια πρακτικά, η οποία έτσι δεν καλύφθηκε και συνιστά κατά τα άρθρα 170,321.1 και 4ΚΠΔ, σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος,

-την απορριφθείσα ένστασή μου-ισχυρισμό περί μη εξέτασης (εξαίρεσης) των ανεπιτήδειων μαρτύρων ελεγκτών του ΟΓΑ, διότι «έλαβαν την ++ μαρτυρικές καταθέσεις από τους ασθενείς…αλλά και από μένα…έκαναν έρευνες στις οικίες τους και στο φαρμακείο του ++ και σε άλλους χώρους και συνέλεξαν αποδεικτικό υλικό μάλιστα και στην περίπτωση αυτή χωρίς την τήρηση των όρων του άρθρου 255 του ΚΠΔ», αφορώσα  συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως σχετική ακυρότητα της διαδικασίας από την εξέταση μη επιτρεπόμενων μαρτύρων κατ` 211.α ΚΠΔ, δηλ. των διενεργησάντων ανακριτικά καθήκοντα,

-την απορριφθείσα ένστασή μου-ισχυρισμό περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, αφορώσα συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από την παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατ` άρθρο 171.2ΚΠΔ

-την μη απαντηθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ένστασή μου-ισχυρισμό περί απόσυρσης από την δικογραφία και μη ανάγνωσης των από ++ υπηρεσιακής αναφοράς των ελεγκτών του ΟΓΑ, του υπ` αριθμ` ++ έγγραφου του ΟΓΑ και της υπ` αριθμ` ++ απόφασης του υποδιοικητή ΟΓΑ, «ως ερειδόμενα σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα» και «κατά παράβαση των διατάξεων 210 και 255επΚΠΔ», αλλά και διότι σ` αυτά «διαλαμβάνονται και οι από 22/11/2007 μαρτυρικές καταθέσεις των ασφαλισμένων του ΟΓΑ…αλλά και εμού του ιδίου και του συγκατηγορουμένου μου», αφορώσα συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ λόγω προσβολής των υπερασπιστικών μου δικαιωμάτων συνεπεία της απαγορευμένης ανάγνωσης και αποδεικτικής αξιοποίησης των μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου που περιέχονται και συμπεριλαμβάνονται σ` αυτά τα έγγραφα κατά παράβαση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ αλλά και λόγω ανεπίτρεπτης ανάγνωσης και αποδεικτικής αξιοποίησης αυτών σχετικά με ευρήματα από παράνομη έρευνα χωρίς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων διενέργειάς της «κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων …255 και επόμενα του ΚΠΔ.», 

          -το μη απαντηθέν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αίτημά μου για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης των ανωτέρω προσώπων, για να ελεγχθεί αν πρόκειται «για ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές ή όχι…από τι πάσχουν…τη βαρύτητα νόσου…ποιά φαρμακευτική αγωγή ακολουθούν…ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη…αν ήταν σε έξαρση ή ύφεση της νόσου, σε διέγερση ή καταστολή αν έπρεπε να λάβουν υψηλές ή χαμηλές δσολογίες» κλπ, αφορών συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως απόλυτη ακυρότητα λόγω προσβολής των υπερασπιστικών μου δικαιωμάτων κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, καθόσον τα πορίσματα αυτής (πραγμ/νης) σχετίζονται άμεσα με την ουσία της κατηγορίας περί υπερσυνταγογράφησης δήθεν των φαρμάκων σε σχέση με αυτά που έδει να λάβουν καθόσον φυσικά το ποια ποσότητα έδει να λάβουν καθορίζεται απ` όλα τα ανωτέρω στοιχεία, συνθήκες και περιστάσεις του κάθε ασθενούς (μορφή της νόσου, βαρύτητα, χρονική περίοδο κλπ. βλ. παρακαλώ αναλυτικά το δικόγραφο της αναίρεσής μου).

          Συνεπώς τα ανωτέρω συγκεκριμένα σκέλη και αντικείμενα δίκης της πρωτόδικης ανωτέρω απόφασης, μεταβιβάστηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τους ανωτέρω ειδικούς, ορισμένους νόμιμους και εμπρόθεσμους λόγους έφεσης και συνεπώς, ανεξάρτητα από το εάν έκανε αυτούς δεκτούς ως βάσιμους ή όχι και ακύρωνε ή όχι την διαδικασία και πρωτοβάθμια απόφαση συνεπεία των ανωτέρω ακυροτήτων, πάντως,  όφειλε να τους ερευνήσει και αποφανθεί σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, διότι διαφορετικά υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας.

Όμως το Εφετείο, που δίκασε την υπόθεση και με την προσβαλλομένη απόφασή του (++) με κήρυξε ένοχο και με καταδίκασε κατά τα ανωτέρω, αν και έκρινε τυπικά δεκτή την έφεσή μου, ωστόσο, παρέλειψε να ερευνήσει και αποφανθεί επι των ανωτέρω ειδικώς εκκληθέντων κεφαλαίων και αντιστοίχων ειδικών λόγων έφεσης, καθόσον καμία παραδοχή περιστατικών και συναφή κρίση δεν διαλαμβάνει είτε στο αιτιολογικό της σε οποιοδήποτε σημείο, είτε στο διατακτικό της, είτε με άλλη παρεμπίπτουσα απόφαση στα ταυτάριθμα πρακτικά σχετικά με αυτούς τους λόγους και τα καταχθέντα σ` αυτό ανωτέρω ειδικά κεφάλαια και αντικείμενα δίκης της πρωτοβάθμιας απόφασης.

Συνεπώς το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας κατά το άρθρο 510.παρ.1 περ. Η` ΚΠΔ  διότι για τους ανωτέρω ειδικούς λόγους έφεσής μου με τους οποίους μεταβιβάστηκαν σ` αυτό οι ανωτέρω αιτιάσεις και αντικείμενα δίκης, ουδέν διέλαβε και καμία δικαιοδοσία του δεν άσκησε. Άλλως, αν ήθελε θεωρηθεί ότι άσκησε τέτοια δικαιοδοσία δηλ. ότι επιλήφθηκε των ανωτέρω λόγων μου και εν συνεχεία τους απέρριψε σιωπηρά, πάντως τους απέρριψε χωρίς να διαλάβει καμία αιτιολογία περί της τοιαύτης απόρριψης και συνεπώς υπέπεσε σε κάθε περίπτωση στην αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του άρθρου 510.παρ.1 περ. Δ` του ΚΠΔ. Συγκεκριμένα:

Απουσιάζει κάθε παραδοχή πραγματικών περιστατικών στις αιτιολογίες της προσβαλλομένης (εκ των οποίων όμως αναγκαίως θα προέκυπτε ότι ερεύνησε αυτούς ή ότι σε κάθε περίπτωση αιτιολόγησε την σιωπηρή απόρριψή τους) και συνακόλουθα κάθε απόφανση-κρίση του:

 

α) σχετικά με τα στοιχεία που εν προκειμένω το ανωτέρω συγκεκριμένο κατηγορητήριο όφειλε «για τον ακριβή καθορισμό της πράξης» να έχει κατ` 321 παρ. 1δ και 4 ΚΠΔ σε σχέση με την αποδιδόμενη κατηγορία, δηλ. τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της πράξης της απάτης κατ` άρθρο 386ΠΚ, αλλά και κάθε παραδοχή περιστατικών περί του ότι πράγματι το ανωτέρω συγκεκριμένο κλητήριο θέσπισμα τα είχε ή όχι σύμφωνα με τις ανωτέρω εκτενείς αιτιάσεις μου περί ακυρότητάς του. Αδιάφορο το αποτέλεσμα της εξέτασης και συναφούς κρίσης, αρκεί η αναιρεσιβαλλομένη να μην παρέλειπε να αποφασίσει για ζήτημα για το οποίο είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας της συνεπεία του ειδικού λόγου έφεσής μου, διότι αν κακώς και μη ορθώς κατά νόμω απέρριπτε την μη καλυφθείσα, συνεπεία του ανωτέρω ειδικού λόγου έφεσή μου, ένστασή μου σχετικής ακυρότητάς του, πάντως η κρίση της θα μπορούσε να ελεγχθεί ενώπιον του ΑΠ με λόγο αναίρεσης, είτε εκ του άρθρου 510.1Β`ΚΠΔ, δηλ. λόγω εμφιλοχωρήσασας και μη καλυφθείσας σχετικής ακυρότητας (βλ. ενδ. ΑΠ 1678/2008, ΝΟΜΟΣ, Σεβαστίδης ό.α υπο 173.7 σελ. 2210 όπου και πάγια νομολογία, Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510. σελ. 3076 επ, Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 321. αρ. 25, σελ. 648), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική, είτε εκ του άρθρου 510.1Ε`ΚΠΔ, ήτοι για εσφαλμένη ερμηνεία της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αν για την απόρριψή του είχε αποδώσει διαφορετική έννοια στο νόμο (ΠΚ 386).

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του.

 

 β) σχετικά με την ιδιότητα ή όχι των ελεγκτών του ΟΓΑ ως προανακριτικών οργάνων και της δικαιοδοσίας τους ή όχι να ενεργούν στην προκείμενη υπόθεση και για το αδίκημα της απάτης, προανακρικτικές πράξεις και ποιες, αλλά και ποιες στην προκείμενη περίπτωση ενήργησαν σύμφωνα με τον προβληθέντα ισχυρισμό μου («έλαβαν την ++ καταθέσεις από τους ασθενείς…και από μένα…έκαναν έρευνες στις οικίες τους…») ή όχι και ότι τούτες συνιστούν κατά νόμω ή όχι προανακριτικές πράξεις και ότι επιπλέον διενεργήθηκαν αυτές κατά τους νόμιμους τύπους και διαδικασία, έτσι ώστε να είναι αποδεικτικά αξιοποιήσιμα τα ευρήματά τους και ότι συνεπώς είναι ή όχι ανεπιτήδειοι μάρτυρες κατά την διάταξη του άρθρου 211ΚΠΔ. Και εδώ αδιάφορο το αποτέλεσμα της κρίσης, διότι αν κακώς απέρριπτε την μη καλυφθείσα, συνεπεία του ανωτέρω ειδικού λόγου μου, ένστασή μου περί μη εξετάσεώς τους διότι έκρινε ότι εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 211.α`ΚΠΔ, πάντως η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης θα μπορούσε να ελεγχθεί ενώπιον του ΑΠ με λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 510.1Β`ΚΠΔ, ήτοι για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε. (Βλ. Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510, σελ. 3070 όπου και πλήθος νομολογίας), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του.

 

γ)σχετικά με τα περιστατικά ενεργητικής ή/και παθητικής νομιμοποίησης που συντρέχουν ή όχι στην προκείμενη περίπτωση με βάση τα περιστατικά της αποδιδόμενης σε μένα με το ανωτέρω κατηγορητήριο, κατηγορίας, στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος (63,64ΚΠΔ) αλλά και σχετικά με τον τρόπο και χρόνο ασκήσεώς της κατά παράβαση ή όχι των άρθρων 68,83 και 84 ΚΠΔ, σύμφωνα με τις αιτιάσεις μου περί αποβολής της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Και εδώ θα ήταν αδιάφορο το αποτέλεσμα της εξέτασης και συναφούς κρίσης διότι αν κακώς απέρριπτε την ένστασή μου, ακριβώς διότι η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171.2ΚΠΔ, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση θα ήταν ελεγκτέα είτε με βάση τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510.1Α`ΚΠΔ  (Λ.Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ. 3055 επ. όπου και πλήθος νομολογίας, Σεβαστίδης ό.α υπο 170. αρ. 66-68), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του.

 

 δ) σχετικά με το ότι τα παραπάνω έγγραφα που ανέγνωσε και αξιοποίησε αποδεικτικά, δηλ. οι από ++ υπηρεσιακή αναφορά ελεγκτών ΟΓΑ και με αρ. ++ απόφαση υποδιοικητή ΟΓΑ, συντάχθηκαν στα πλαίσια διοικητικής έρευνας ή όχι, ότι περιλαμβάνεται ή όχι σ` αυτά, σύμφωνα με τις ανωτέρω εκτενείς αιτιάσεις μου, η ανωμοτί μαρτυρική κατάθεσή μου («διαλαμβάνονται και οι από ++ ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις…και εμού του ιδίου»), ότι αυτή λήφθηκε «πρίν αποκτήσω την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72ΚΠΔ» ή όχι, ότι δηλ. ελήφθησαν ή όχι σύμφωνα με όσα ορίζονται για την εξέταση του κάθε κατηγορουμένου και υπόπτου κατά τα άρθρα 31.2 και 105ΚΠΔ και ότι συνεπώς  «η συνεκτίμηση των ανωτέρω εγγράφων που έχουν συνταχθεί κατά παράβαση του νόμου θεμελιώνουν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. (ΑΠ adhoc113/2009 και 117/2010 σε Νόμο.» ή όχι. Και αν μεν κακώς απέρριπτε αυτή, πάντως η κρίση της θα μπορούσε να ελεγχθεί με λόγο αναίρεσης είτε εκ του άρθρου 510.1,Α`ΚΠΔ ήτοι λόγω της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ.3041επ και σελ. 3055), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του. (adhoc Συμβ ΑΠ 113/2009, ΝΟΜΟΣ)

 

ε) σχετικά με το ότι σ` αυτές τις ίδιες υπηρεσιακές αναφορές, περιλαμβάνονται ή όχι αποδεικτικά ευρήματα και μέσα από την παραδεχόμενη ή μη έρευνα των ελεγκτών του ΟΓΑ «σε οικίες ασθενών», ότι αυτές διενεργήθηκαν κατά παράβαση ή όχι των άρθρων 255επΚΠΔ σύμφωνα με τις αιτιάσεις του ισχυρισμού μου και λόγου έφεσης, ήτοι παραδοχές περί διενέργειας ή μη έρευνας στην προκείμενη περίπτωση με παρουσία δικαστικού λειτουργού ή δεύτερου δικαστικού γραμματέα και με την σύνταξη της σχετικής έκθεσης έρευνας ή όχι έτσι ώστε να μπορούν κατά νόμω και επιτρεπτώς να αναγνωστούν «τα ιστορούμενα έγγραφα που διαλαμβάνουν και ερείδονται σε παρανόμως κτηθέντα μέσα».  Και αν μεν κακώς απέρριπτε αυτή, πάντως η κρίση της θα μπορούσε να ελεγχθεί με λόγο αναίρεσης είτε εκ του άρθρου 510.1Α`ΚΠΔ ήτοι λόγω της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ.3041επ και σελ. 3055), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του. 

 

στ) σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά καταρχήν της ανάγκης διενέργειας πραγματογνωμοσύνης (183ΚΠΔ), ήτοι διότι αφορά ή όχι ζητήματα άμεσα σχετιζόμενα με την υπεράσπισή μου κατά της κατηγορίας για τα οποία απαιτούνται ή όχι ειδικές γνώσεις (Σεβαστίδης, ό.α υπο 183.σελ. 2335) και εν συνεχεία σχετικά με την ύπαρξη ή όχι ικανών αποδεικτικών μέσων και ποιών συγκεκριμένα εκ των οποίων το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει ή όχι πλήρη δικανική πεποίθηση για τα αιτούμενα να εξεταστούν με την πραγμ/νη, ανωτέρω ζητήματα υγείας των ασθενών, που καθιστούν περιττή ή όχι την διενέργεια της αιτηθείσης πραγμ/νης. Και αν μεν απέρριπτε κακώς αυτό το αίτημα, πάντως θα μπορούσε να ελεγχθεί, είτε με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ, ήτοι λόγω απόλυτης ακυρότητας  καθόσον η μη διενέργειά της προσβάλλει το υπερασπιστικό μου δικαίωμα κατ` 171.1δ`ΚΠΔ να αμυνθώ κατά της κατηγορίας διότι πυρήνας της είναι η υπερδοσολογία φαρμάκων σε ασθενείς με ειδικά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και περιστάσεις ασθένειας και συνεπώς τα τελευταία και άρα και η διενέργειά της πραγμ/νης γι` αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς σχετίζονται άμεσα με την υπεράσπισή μου (Σεβαστίδης, ό.α υπο 183, σελ. 2336, όπου και παραπομπή σε Ν. Ανδρουλάκη, παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 576/1971, ΠοινΧρ 1972,149), είτε με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510.1Δ`ΠΔ, ήτοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Σεβαστίδης, ό.α υπο 183. αρ. 16, υπο 139.αρ.39, όπου και πλήθος νομολογίας. Ενδ. ΑΠ 1584/2001,ΠοινΛογ 2001, 2274: επαρκής η αιτιολογία ότι το δικαστήριο είναι σε θέση να σχηματίσει δικανική πεποίθηση εκ των υφισταμένων αποδεικτικών μέσων).

Συνεπώς και ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του. 

 

          Συνεπώς η προσβαλλομένη που παρέλειψε να αποφασίσει επι των λόγων εφέσεώς μου, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.παρ.1, περ.Η του Κ.Π.Δ., άλλως στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. περ. Δ του ιδίου Κώδικα δηλ. της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι εξέτασε αλλά σιωπηρά απέρριψε αυτούς και δέον και αιτούμαι την αναίρεσή της.

          Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης (σελ.2), κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο Εφετείο «ο Εισαγγελέας αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε με συνοπτική ακρίβεια τις κρινόμενες εφέσεις…η Πρόεδρος ζήτησε από τους κατηγορουμένους πληροφορίες για την πράξη…ενώ οι κατηγορούμενοι απάντησαν ότι επιφυλάσσονται να εκθέσουν τις απόψεις τους στην απολογία τους.». Δηλ. προκύπτει ότι όλους τους ανωτέρω λόγους έφεσής μου, δεν ανέπτυξα προφορικά στο ακροατήριο, με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά, είτε πρίν είτε μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Κάτι τέτοιο όμως, δηλ. υποχρέωση για τον εκκαλούντα κατηγορούμενο ανάπτυξης προφορικά στο Εφετείο και καταχώρησης στα πρακτικά των λόγων έφεσης κατά την έναρξη της συζήτησης στο Εφετείο, ως όρος του παραδεκτού της άσκησης ή της συζήτησης της έφεσης, δεν προβλέπεται ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 501 και 502ΚΠΔ που ρυθμίζουν τα ζητήματα συζήτησης της έφεσης ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 474 και 498ΚΠΔ που καθορίζουν τις διατυπώσεις που πρέπει να τηρηθούν για την παραδεκτή άσκηση έφεσης.(Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 498.αρ.2, σελ. 2823). Άλλωστε, όπως ειπώθηκε, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, δηλ. η εξουσία του Εφετείου να κρίνει επί των εκκληθέντων μερών, προσδιορίζεται ακριβώς από την έκταση της έφεσης (που έχει ασκηθεί παραδεκτά) και τους λόγους που προέβαλε με αυτή ο εκκαλών και όχι από την προφορική ανάπτυξη και καταχώρηση στο ακροατήριο των λόγων έφεσης από τον κατηγορούμενο. Συνεπώς εφόσον υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης που ασκήθηκε παραδεκτά και με τις διατυπώσεις των ανωτέρω άρθρων περί άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά απόφασης, οφείλει το Εφετείο να τον ελέγξει χωρίς να απαιτείται ως όρος ή «διατύπωση» για να το πράξει και η προφορική τους ανάπτυξη στο ακροατήριο του Εφετείου. Σε κάθε όμως περίπτωση, όπως ανωτέρω προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης «ο Εισαγγελέας αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε με συνοπτική ακρίβεια τις κρινόμενες εφέσεις» (502.1ΚΠΔ) και συνεπώς και τους ανωτέρω λόγους έφεσής μου και συνεπώς αναπτύχθηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου και οι σχετικές αιτιάσεις μου για τις ακυρότητες που εμφιλοχώρησαν στο πρωτόδικο δικαστήριο που καθόρισαν έτσι και τα αντικείμενα της δίκης που επακολούθησε και για τα οποία το Εφετείο όφειλε να ασκήσει την δικαιοδοσία του και να αποφανθεί, αλλά δεν έπραξε. Το ζήτημα βέβαια δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με την ρύθμιση του άρθρου 502.παρ.4ΚΠΔ. Γίνεται δεκτό κατά το άρθρο 502.4ΚΠΔ, ότι εφόσον η έφεση γίνει τυπικά δεκτή, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης απόφασης καλύπτεται με την έκδοση της επι της ουσίας απόφασης του Εφετείου και έτσι το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας που εμφιλοχώρησε κατά την διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης μη υποπίπτοντας σχετικώς σε έλλειψη ακρόασης. (Λ. Μαργαρίτης ό,.α υπο 502. σελ. 2878) και τούτο διότι μετά τη τυπική παραδοχή της έφεσης η υπόθεση επανέρχεται στη στάση πρίν από την έκδοση της απόφασης. Τούτα αληθώς ισχύουν με την έννοια όμως ότι το Εφετείο, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο, δεσμευόμενο (μόνο) από τους λόγους έφεσης και συνεπώς επανεξετάζει την υπόθεση καθ`ό μέρος προσβλήθηκε με τους λόγους έφεσης. (Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 502, σελ.2877-2878). Δηλ. αν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανέκυψαν ακυρότητες (βλ. περιπτώσεις σε Μ. Μαργαριτης, ό.α σελ.1036), ερευνώνται από το εφετείο αν μεταβιβάστηκαν σ` αυτό με ειδικό λόγο έφεσης.(Μ. Μαργαρίτης ό.μέσως ανωτέρω όπου και παραπομπή σε ΑΠ 219,221/2002, ΠΧ ΝΒ 904,906). Άλλωστε σε διαφορετική περίπτωση, δηλ. στην περίπτωση που οι λόγοι έφεσης αφορούσαν σε ακυρότητες της πρωτοβαθμίου δίκης, ποτέ δεν θα μπορούσε, συνεπεία της εφαρμογής του 502.4ΚΠΔ να συντρέχει ο λόγος αναίρεσης της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. 

          Συνεπώς το Εφετείο όφειλε σε κάθε περίπτωση να εξετάσει τους ανωτέρω λόγους μου και να αποφανθεί γι` αυτούς. Το ζήτημα οπωσδήποτε θα ήταν σημαντικό για την όλη πορεία της δίκης αφού αν οι λόγοι έφεσής μου γινόταν δεκτοί ως βάσιμοι και το Εφετείο ακύρωνε την πρωτοβάθμια απόφαση διότι λ.χ έκρινε άκυρο το κατηγορητήριο, ή διότι παραδεχόταν ότι δεν έπρεπε να εξεταστούν οι ανωτέρω ελεγκτές ως ανεπιτήδειοι μάρτυρες ή να αναγνωστούν τα ανωτέρω έγγραφα διότι περιέχουν καταθέσεις μου ως μάρτυρα και ευρήματα από παράνομες έρευνες ή διότι έκρινε ότι έπρεπε να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη ως προς την ιατρική ανάγκη του κάθε ασθενούς για την τάδε ή δείνα ποσότητα φαρμάκων ή διότι κακώς παρέστη ο πολιτικώς ενάγων, είναι φανερό ότι θα ήταν εντελώς διαφορετική η εξέλιξη της δίκης και μάλιστα σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις προς όφελός μου και τούτο διότι αυτονόητα λόγω ακριβώς της ακύρωσης της πρωτοβαθμίου απόφασης συνεπεία των ανωτέρω λόγων έφεσης, αν μη τι άλλο, δεν θα μπορούσαν ποτέ μετά να εξεταστούν ως μάρτυρες πρόσωπα που άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα ή ενήργησαν διοικητική εξέταση (ΑΠ 1524/2006 ΠΧ ΝΖ 134) των οποίων όμως είναι δεδομένη η προκατάληψη εις βάρος μου αφού ο νόμος (211ΚΠΔ) επέλεξε να μην εξετάζονται ακριβώς διότι θέλει δίκαιη δίκη (εκτός εισαγωγικών η λέξη) (Σεβαστίδης ό.α υπο 211. αρ.1) και επιπλέον, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναγνωστούν στο ακροατήριο έγγραφα-υπηρεσιακές αναφορές που περιέχουν μαρτυρική μου κατάθεση ληφθείσα όμως χωρίς όμως την τήρηση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ αλλά και μαρτυρικές καταθέσεις τρίτων καθώς και ευρήματα από παράνομες έρευνες για τα οποία όμως καμία έκθεση εξέτασης ή έρευνας κατά τον ΚΠΔ δεν υπάρχει και η μόνη «βεβαίωση» ότι έγιναν τέτοιες ανακριτικές πράξεις είναι αυτές τούτες οι υπηρεσιακές αναφορές που δεν θα αναγιγνώσκονταν πλέον και δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν εις βάρος μου τα «ευρήματά» τους.

                                     

                                    2ος Λόγος Αναίρεσης 

Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

     

Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης στο Εφετείο (2014), το περιεχόμενο των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ, ήταν αυτό που ανωτέρω αναφέρεται και εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Όπως όμως ήδη ειπώθηκε η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας της εξέτασης-κατάθεσης (ανεξάρτητα αν γίνεται ενόρκως ή ανωμοτί) του (μετέπειτα) κατηγορουμένου, ληφθείσας στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης ή της εξομοιούμενης πλέον με προκαταρκτική, ΕΔΕ (ολΑΠ 1/2004), κατά παράβαση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ, πολλώ δε μάλλον αν ο «μάρτυρας» που εξετάστηκε ήταν ύποπτος, δηλ. υπήρχαν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη οπότε και έχει μετά το ν.3346/05 τα πλήρη δικαιώματα του κατηγορουμένου, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δηλ. χωρίς προβολή σχετικού ισχυρισμού (Σεβαστίδης, ό.α υπο 170,σελ. 2072) και δημιουργεί σύστοιχα, λόγο αναίρεσης της απόφασης κατ` άρθρο 510.1ΑΚΠΔ (Σεβαστίδης ό.α υπό 171 αρ. 37, υπό 31 αρ. 35, υπό 105. αρ.22 επ, όπου και πλήθος νομολογίας. Ενδ. ολΑΠ 1/2004, ολΑΠ 2/1999, ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 105, σελ.439-441 και υπο 72, σελ. 370 επ.,374 όπου και νομολογία). [Για το ότι μετά το ν. 3160/2003, δυνάμει του άρθρου 43ΚΠΔ, η ΕΔΕ, η αστυνομική προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση, αντιμετωπίζονται ως ισότιμες ενέργειες, βλ. ολΑΠ 1/2004, Σεβαστίδης ό.α υπο 43. σελ. 422, Λ. Μαργαρίτης υπο 31,σελ. 118, υπο 72, σελ.374)].

Δηλ. επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του μετέπειτα κατηγορουμένου όχι μόνο των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων του ιδίου που έχουν ληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ίδιας ποινικής διαδικασίας (προκαταρκτική, προανάκριση) όταν ακόμα αυτός είχε την ιδιότητα του μάρτυρα, δηλ. μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη πράξη και πρίν αποδοθεί σ` αυτόν ποινική κατηγορία,  αλλά (μετά την ολΑΠ 1/2004) και αυτών που «λήφθηκαν και δόθηκαν κατά την διάρκειααρμοδίως διαταχθείσας διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του Ν. 3160/03 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση». (ρητή διατύπωση ενδ. σε ΑΠ 1712/2011, ΝΟΜΟΣ, αλλά και ΣυμβΑΠ 133/2009 ΠοινΧρ 2009,410, ΑΠ 2521/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2007 ΠοινΧρ 2008,32, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 31, σελ. 118-119, υπο 510, σελ. 3043). Την ανωτέρω θέση της Ολομελείας του 2004 ακολούθησαν έκτοτε αρκετές μεταγενέστερες αποφάσεις (βλ. νομολογία σε Λ. Μαργαρίτη ό.α υπο 72 σελ. 374) και επιπλέον, όπως ανωτέρω εκτίθεται, έγινε δεκτή η ανωτέρω απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης της κατάθεσης του μετέπειτα καταστάντος κατηγορουμένου και στις περιπτώσεις καταθέσεων των κατηγορουμένων που δόθηκαν ενώπιον των υπαλλήλων ΣΔΟΕ (Λ. Μαργαρίτης υπο 72,σελ. 374, όπου και νομολογία). Έτσι η ΣυμβΑΠ 133/2009 (ό.α) και ΑΠ 2521/2008 (ό.α) δέχονται ότι η λήψη υπόψη και αποδεικτική αξιοποίηση των μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία ελέγχου στους υπαλλήλους ΣΔΟΕ, πρίν οι εξετασθέντες αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου κατά τους τρόπους που αναφέρει το 72ΚΠΔ, δημιουργεί την ως άνω ακυρότητα και ανήρεσαν η πρώτη για έλλειψη αιτιολογίας διότι το ΣυμβΕφ δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του ισχυρισμού περί απόλυτης ακυρότητας που είχε καταχθή ενώπιόν του με ειδικό λόγο έφεσης (βλ. αμέσως ανωτέρω λόγο αναίρεσης) και η δεύτερη για απόλυτη ακυρότητα.(παρών λόγος). Και μάλιστα γίνεται δεκτό ότι προκαλείται αυτή η ακυρότητα, όχι μόνο όταν οι ως άνω μαρτυρικές εξετάσεις του μετέπειτα κατηγορουμένου λαμβάνονται υπόψη πρωτογενώς στην αποδεικτική διαδικασία, αλλά και όταν τούτο γίνεται με έμμεσο τρόπο, δηλ. όταν αναγιγνώσκεται και αξιολογείται αποδεικτικά η πορισματική αναφορά (είτε της ΕΔΕ, είτε άλλης εν γένει διοικητικής εξέτασης όπως λ.χ του ΣΔΟΕ) η οποία όμως ενσωματώνει και περιλαμβάνει τις ανωτέρω εξετάσεις του μετέπειτα κατηγορουμένου διότι η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας δημιουργείται όχι μόνο με την ευθεία χρήση του παράνομου αποδεικτικού μέσου, αλλά και με συνεκτίμηση άλλου αποδεικτικού μέσου (π.χ της πορισματικής αναφοράς) που αναφέρεται στο παράνομο αποδεικτικό μέσο. (ΑΠ 1713/2006, ΝΟΜΟΣ). Έτσι από τμήμα της νομολογίας του ΑΠ γίνεται δεκτό ότι προκαλείται η ανωτέρω ακυρότητα από την ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της πορισματικής αναφοράς στα πλαίσια ΕΔΕ, μόνο αν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά και η περιεχόμενη σ` αυτή μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου (ΣυμβΑΠ 1712/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 607/2010 ΝΟΜΟΣ, Σεβαστίδης ό.α υπο 105, σελ. 1285), ενώ κατ` άλλη μερίδα της νομολογίας και όταν αναγιγνώσκεται και αξιοποιείται αποδεικτικά αυτή καθ` αυτή η πορισματική αναφορά οργάνων του ΣΔΟΕ που ενήργησαν ως προανακριτικοί υπάλληλοι εφόσον «για την συγκρότηση αυτής χρησιμοποιήθηκαν και οι ένορκες αυτές εξετάσεις του κατηγορουμένου πρίν αποδοθεί σε βάρος του ποινική κατηγορία»  (ΣυμβΑΠ 133/2009 ΝΟΜΟΣ) ή «με τη λήψη υπόψη της πορισματικής αναφοράς και δι` αυτής της μνημονευόμενης σ` αυτή κατάθεσης της αναιρεσείουσας που ελήφθη με την ιδιότητα της μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε το ΣΔΟΕ…πρίν αποδοθεί σ` αυτή η ιδιότητα της κατηγορουμένης…» (ΣυμβΑΠ 403/2008 ΝΟΜΟΣ. βλ. επίσης Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 72, σελ. 374).

Επίσης μη αξιοποιήσιμη αποδεικτικά από το δικαστήριο είναι και η κατά παράβαση των ανωτέρω, ληφθείσα κατάθεση προσώπου που κατά το χρόνο εξέτασής του δεν είχε την ιδιότητα του υπόπτου, διότι μέχρι τότε δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την απόδοση σ` αυτόν της διωκόμενης πράξης και ούτε κατονομάζονταν στην έγκληση, αλλά απέκτησε αυτή στη συνέχεια (ΑΠ 1188/2009, ΠοινΧρ 2010,319, Σεβαστίδης, ό.α υπο 31. σελ. 272, υπο 105, σελ. 1287 όπου και εκτενής νομολογία)

Στις παραπάνω λοιπόν περιπτώσεις επέρχεται η ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα διότι με τον τρόπο αυτό παραβιάζονται δύο θεμελιακά δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δηλ. αυτό της σιωπής και αυτό της μη αυτοενοχοποίησης, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για «δίκαιη δίκη» που εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθώς και στο δικαίωμα από το άρθρο 223.4ΚΠΔ να αρνηθούν την κατάθεση περιστατικών από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη και συνεπώς τέτοιες εξετάσεις και μαρτυρικές καταθέσεις, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές διότι η «μαρτυροποίηση» του κατηγορουμένου είναι αδιανόητη και συνεπώς αν καταστρατηγούνται με τον τρόπο αυτό τα δικαιώματά του, παράγεται απόλυτη ακυρότητα.(ολΑΠ 2/99,Λ. Μαργαρίτης υπο 31,σελ. 118 και 120 όπου και πλήθος νομολογίας ΕΔΔΑ). 

Στην προκείμενη λοιπόν περίπτωση, όπως προκύπτει από το σχετικό μέρος των ταυτάριθμων με την προσβαλλομένη πρακτικών της, στο οποίο αναφέρονται τα έγγραφα που ανέγνωσε και έλαβε υπόψη, η αναιρεσιβαλλομένη(σελ.10), ανέγνωσε και έλαβε υπόψη δηλ. αξιοποίησε αποδεικτικά για την περί ενοχής κρίση της και τα κάτωθι έγγραφα, ήτοι «… 2.Η από ++ υπηρεσιακή αναφορά του ΟΓΑ», αφού άλλωστε και στην αρχή του σκεπτικού της (σελ.16) όπου και αναφέρει κατ` είδος τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη για τη εξενεχθείσα κρίση της, ρητά παραδέχεται ότι έλαβε υπόψη και όσα προέκυψαν και «…από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων…που αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου» και συνεπώς και από την ανωτέρω από ++ υπηρεσιακή αναφορά.

          Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής της αναφοράς από τον Άρειο Πάγο, που είναι αναγκαία για την εξέταση της βασιμότητας του παρόντος λόγου αναίρεσης, περιλαμβάνονται σ` αυτή α)η από ++ μαρτυρική κατάθεσή μου ληφθείσα μετά από εξέτασή μου από τους ανωτέρω διοικητικούς υπαλλήλους και ελεγκτές του ΟΓΑ, σε χρόνο προ κάθε άσκησης ποινικής δίωξης είτε εναντίον μου είτε κατά κάποιας συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, δηλ. εξέτασή μου κατά την διάρκεια του (προηγηθέντος) διοικητικού ελέγχου και έρευνας των υπαλλήλων ελεγκτών του ΟΓΑ, καθώς και β)τα ευρήματα των ερευνών που αυτοί διενήργησαν σε οικίες και άλλους χώρους ήτοι τις συνταγές και σκευάσματα που ανακάλυψαν στις οικίες των ασφαλισμένων και συγκεκριμένα:  

          Στην από ++ υπηρεσιακή αναφορά που υπογράφεται από τους «διενεργήσαντες τον έλεγχο» ++ και απευθύνεται «προς τον ΟΓΑ Κλάδος Ε` Επιθεώρησης», διαλαμβάνεται επι λέξει στη σελ. 1 αυτού ότι « ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Σε εκτέλεση σχετικών αποφάσεων της Διοίκησης του ΟΓΑ συνεχίσαμε τον έλεγχο που έγινε στο φαρμακείο του κ. ++, διενεργώντας κατ' οίκον έρευνες με συνταγές που εκτελέστηκαν στο φαρμακείο του. Έρευνα των συνταγών που εξέδωσε ο κ. ++ και καταλογισμός της υπερσυνταγογράφησης του. Συντάξαμε πίνακες με συνταγές ασφαλισμένων μας; που εκδόθηκαν από τον κ. ++.και εκτελέστηκαν στο φαρμακείο του κ. ++, στους οποίους καταχωρήσαμε τους - αριθμούς συνταγολογίων, ημερομηνία έκδοσης, φαρμακευτικά σκευάσματα, ποσότητες, δοσολογία ιατρού και εθνικού συνταγολογίου, λαμβάνοντας υπόψη τις . ανώτατες δοσολογίες του εθνικού συνταγολογίου και κάναμε καταλογισμό ανά ασφαλισμένο μας σε βάρος του.»  και στην σελ. 3 αυτού ότι « Στις ++ συναντήσαμε τον κ. ++ στο σπίτι της κας ++, η οποία είναι θεία του και του είπαμε ότι είχαμε επισκεφθεί την κ. ++ (το γνώριζε ήδη) η οποία όπως μας είπε είναι επίσης θεία του (αδελφή του πατέρα του). Μας κατέθεσε ότι η κα ++ τον έχει εξουσιοδοτήσει να τις προμηθεύει τα φάρμακα. Κατέθεσε επίσης εγγράφως την αγωγή που ακολουθεί το τελευταίο διάστημα η κα ++ a) ++ 5mg 1 x 2, β) ++ 50mg 1 κάθε 15 ημέρες και ++ 4mg 3x3. Οι δοσολογίες των δύο πρώτων σκευασμάτων συμφωνούν με τις ανώτατες τιμές του εθν. Συνταγολογίου, αυτό δεν ισχύει όμως και για το ++ 4mgtabl (Η ανώτατη δοσολογία για τη ρισπεριδόνη (++) είναι 10mg την ημέρα ενώ του γιατρού είναι 36mg, συν το σκεύασμα ++ 50mg που περιέχει επίσης ρισπεριδόνη. Το ερώτημά μας είναι, η υπερβολική δοσολογία δεν προκαλεί στην κα ++ εξωπυραμιδικές αντιδράσεις οι οποίες είναι δοσοεξαρτώμενες ώστε να πάρει κάποιο σκεύασμα για να αντιμετωπίσει αυτής της παρενέργειας;)» (η τονισμένη γραμματοσειρά όπως και στην υπηρεσιακή αναφορά). Σε όλο δε το υπόλοιπο κείμενο της αναφοράς περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των ασφαλισμένων ληφθείσες από τα ίδια ελεγκτικά όργανα και παρατίθενται σε πίνακες οι συνταγές και τα σκευάσματα που ανευρέθησαν μετά από έρευνες σε οικίες, για κάθε ασφαλισμένο, αλλά και αναλυτικά για τον καθέναν τους, η αξία-ποσά των σκευασμάτων που «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση», ενώ κάτωθι αυτών αναφέρονται ως «διαπιστώσεις» ή «συμπεράσματα» ότι «διαπιστώνουμε ότι οι ποσότητες των σκευασμάτων αλλά και οι δοσολογίες που αναγράφει ο γιατρός είναι υπερβολικά μεγάλες» (περίπτωση ++, «βλέπουμε μεγάλες αποκλίσεις…σε γενικές γραμμές είναι διπλάσιες…διαπιστώνουμε ότι ξεπερνούν κατά πολύ την θεραπεία μηνός…την συνταγή…++ καταλογίζουμε εξ`ολοκλήρου στον κ. ++» (περίπτωση ++), «διαπιστώνουμε εκτος από την υπερσυνταγογράφηση…δεν έχει κάποια επιστημονική εξήγηση» (περίπτωση ++), «θα αρκούσαν 3 συσκευασίες το μήνα…η δοσολογία του γιατρού είναι σχεδόν τριπλάσια αυτής του εθν.συνταγολογίου…» (περίπτωση ++), «Συνεπώς έχουμε υπερσυνταγογράφηση…η δοσολογία του γιατρού…είναι τριπλάσια…είναι υπερβολική» (περίπτωση ++), «διαπιστώνουμε ότι η δοσολογία του γιατρού…είναι πολύ μεγαλύτερη» (περίπτωση ++), «η υπερσυνταγογράφηση …είναι 28 συσκευασίες…τα υπόλοιπα χρεώνονται εξολοκλήρου στο γιατρό» (περίπτωση ++), «γίνεται κατανοητό ότι συνταγογραφούνται μεγαλύτερες ποσότητες απ` αυτές που χρειάζεται η ασφαλισμένη» (περίπτωση ++), «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση από τον κ. ++» (τελευτ.σελ. αναφοράς)

Δηλ. προκύπτει ότι σε χρόνο (++) πρίν μου αποδοθεί οποιαδήποτε ποινική κατηγορία και κατά τον οποίο διενεργούνταν χωρίς εισαγγελική παραγγελία διοικητική έρευνα από τα ανωτέρω ελεγκτικά όργανα του ΟΓΑ, αν και οι υποψίες για τέλεση αξιόποινης πράξης, όχι απλά στρέφονταν εναντίον μου, αλλά ευθέως γινόταν από τα ελεγκτικά όργανα με την ίδια αυτή υπηρεσιακή αναφορά και «καταλογισμός ανα ασφαλισμένο σε βάρος» μου ποσών για «συνταγές που εκδόθηκαν» από μένα και «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση (και)…είναι υπερβολικές» (τελευταία σελ.) και «χρεώνονται» σε μένα για όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ασφαλισμένων, δηλ. σε χρόνο που έφερα την ιδιότητα οπωσδήποτε του υπόπτου και συνεπώς (μετά το ν. 3160/03 και ιδίως 3346/05), αναγνωρίζονταν πλέον στο πρόσωπό μου πλήρως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά τα ανωτέρω (βλ. Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 31,σελ.112, υπο 72, σελ. 372), εν τούτοις, δεν εξετάστηκα σύμφωνα με ό,τι ισχύει για κάθε έναν ύποπτο κατά του οποίου ευθέως στρέφεται ο έλεγχος και επιπλέον του αποδίδεται και η τέλεση συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεωνυπεσυνταγογράφηση εκ της οποίας υπέστη το Ταμείο μας ζημία». σελ.2), αλλά αντίθετα ελήφθη η ανωτέρω κατάθεσή μου μετά από εξέτασή μου ως μάρτυρα από τα ανωτέρω όργανα χωρίς να διασφαλιστεί κανένα υπερασπιστικό μου δικαίωμα κατά τα άρθρα 31 και 105ΚΠΔ, καθότι η εξέτασή μου έγινε κατά παράβαση των άρθρων 273 και 274 ΚΠΔ και χωρίς την αναγνώριση και εφαρμογή των εκ των άρθρων 103 και 104ΚΠΔ βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων μου (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 105. σελ. 440), δηλ. των δικαιωμάτων μου άρνησης εξέτασης, του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, του δικαιώματος παράστασης και επικοινωνίας με συνήγορο, του δικαιώματος να λαμβάνω αντίγραφα της δικογραφίας, του δικαιώματος να προτείνω και προσάγω αποδεικτικά μέσα αλλά και του δικαιώματος να ενημερωθώ για τα δικαιώματά μου (για όλα τα ανωτέρω δικαιώματα στο στάδιο αυτό, βλ. αντί άλλων Σεβαστίδης, ό.α υπο 31, αρ.21-31) καθόσον άλλωστε δεν προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ανωτέρω αναφοράς ότι μου γνωστοποιήθηκαν ή ότι μου αναγνωρίστηκαν καθ` οιονδήποτε τρόπο και πολύ περισσότερο ότι άσκησα κάποιο από τα ανωτέρω δικαιώματά μου, όπως άλλωστε τέτοιες παραδοχές δεν διαλαμβάνει ούτε και η προσβαλλομένη. Είναι δε χαρακτηριστικό όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναφοράς αυτής ότι, εξετάστηκα ως μάρτυρας, όπως ακριβώς και οι ασφαλισμένοι στους οποίους τα ελεγκτικά όργανα διενεργούσαν έρευνες στα σπίτια τους για ανεύρεση συνταγών μου και φαρμάκων, αν και ευθέως μου καταλογιζόταν απ` αυτά υπερδοσολογία στην συνταγογράφηση και το ποσό ζημίας του ΟΓΑ σε κάθε περίπτωση ασφαλισμένου. Δηλ. επήλθε απαράδεκτη «μαρτυροποίηση» μου (ολΑΠ 2/99, ολΑΠ 1/2004) καθόσον αργότερα (ήδη 2011) κατέστην κατηγορούμενος και μου αποδόθηκε πλέον ως ποινική κατηγορία η τέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης και η παραπάνω υπηρεσιακή αναφορά που συγκροτείται και περιλαμβάνει την ανωτέρω εξέτασή μου καθώς και τις ανωτέρω «διαπιστώσεις και συμπεράσματα» και «καταλογισμό» συνταγών και ποσών εις βάρος μου, αξιοποιήθηκε αποδεικτικά πλήρως και ευθέως από την προσβαλλομένη για την περί ενοχής κρίση της και συγκεκριμένα: 

Η προσβαλλομένη, όπως προκύπτει ευθέως από την επισκόπησή της, έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά την ανωτέρω ανεπίτρεπτη εξέτασή μου, όχι μόνο διότι ανέγνωσε και συναφώς αξιολόγησε την υπηρεσιακή αναφορά, η οποία όμως, όπως ειπώθηκε συγκροτείται (ΑΠ 133/2009 ό.α) και από την ανωτέρω ανεπίτρεπτη εξέτασή μου και συνεπώς δι` αυτής (της ανάγνωσης και αξιολόγησης της αναφοράς), αξιολόγησε και την «μνημονευόμενη σ` αυτή κατάθεση …που ελήφθη με την ιδιότητα της μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε το ΣΔΟΕ…πρίν αποδοθεί σ` αυτή η ιδιότητα της κατηγορουμένης» (ΑΠ 403/2008 ό.α), αλλά και διότι ευθέως και πρωτογενώς έλαβε υπόψη της αυτή, δοθείσας ενώπιον των ανωτέρω οργάνων στα πλαίσια της διοικητικής εξέτασης της υπόθεσης, καθόσον ευθέως στην αιτιολογία της-σκεπτικό διαλαμβάνει τις εξής παραδοχές (σελ. 29), ήτοι ότι: «Σημειώνεται δε ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων ήταν υπερβολικές και ξεπερνούσαν ακόμη και την υπερδοσολογία που συνιοτούσε με τις συνταγές του ο ίδιος ο τέταρτος κατηγορούμενος (τις δόσεις που ο ίδιος όριζε για καθημερινή κατανάλωση για ορισμένο χρονικό διάστημα). Αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτό το φαινόμενο επικαλούμενος στην απολογία του πως δεν γνώριζε πόσα χάπια περιείχε κάθε κουτί. Ο σχετικός ισχυρισμός του ελέγχεται αβάσιμος ενόψει της ιδιότητάς του ως ιατρού και δη ψυχιάτρου. Ο παραπάνω κατηγορούμενος μάλιστα δεν επικαλέσθηκε εξ υπαρχής, κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ’εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων, όπως ανεπιτυχώς αποπειράθηκε να κάνει με την απολογία του. Αρκετοί δε από τα πρόσωπα, στα οποία συνταγογραφούσε, ήταν συγγενείς του (μητέρα του, θεία του, θείος του και η σύζυγος αυτού- θεία του κλπ). Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του (ή φερόμενων ως ασθενών του: ++, η οποία δεν έπασχε από ψυχική ασθένεια και δεν έλαβε στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αγωγή) δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Μετά την απόδειξη της ενοχής του, ο τέταρτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης

Δηλ. και κατά το τμήμα εκείνο της νομολογίας που δέχεται ότι δεν παραβιάζεται η ανωτέρω αποδεικτική απαγόρευση που απορρέει από την αρχή της μη αυτοενοχοποίησης με μόνη την ανάγνωση και λήψη της πορισματικής αναφοράς, αν δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει αξιολογήσει αποδεικτικά αυτή την ίδια την κατάθεση (ΣυβΑΠ 1712/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2068/2008 ΠοινΧρ 2008,407, βλ. Σεβαστίδης ό.α υπο 105, σελ. 1285, Λ. Μαργραρίτης ό.α υπο 31, σελ. 121-122) και πάλι εν προκειμένω, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού η προσβαλλομένη ρητά διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών περί υπερασπιστικών μου ισχυρισμών που, σε αντίθεση με την ενώπιόν της απολογία μου, δεν επικαλέστηκα εξ` υπαρχής κατά την διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας ήτοι για την μη επίκληση υπ` εμού τότε συγκεκριμένων λόγων που θα δικαιολογούσαν την ανάγκη αυξημένης λήψης φαρμάκων, που φυσικά σημαίνει ότι για την κρίση της περί ενοχής, εξήτασε και αξιολόγησε ευθέως την ανωτέρω εξέτασή μου «κατά την διάρκεια της έρευνας» για να εξεύρει τέτοιους υπερασπιστικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς μου, αφού κατά την διάρκεια της έρευνας μόνο μέσω της εξέτασής μου μπορούσα να ισχυριστώ και επικαλεστώ ή όχι τέτοιους ισχυρισμούς (που η προσβαλλομένη όμως δεν ανακάλυψε) αφού άλλος τρόπος δεν υπάρχει μέσω του οποίου μπορούσε να γίνει αυτό. Και επειδή μάλιστα στο στάδιο αυτό της έρευνας των οργάνων του ΟΓΑ εξεταζόμενος δεν ισχυρίστηκα, όπως παραδέχεται, λόγους που θα δικαιολογούσαν την ανάγκη για επιπλέον συνταγογράφηση, δηλ. λόγους που αναφέρονται στην υπεράσπιση μου, ακριβώς τούτο σημαίνει ότι και η ίδια παραδέχεται πώς στο χρονικό σημείο εκείνο βρισκόμουν σε τέτοια θέση που έπρεπε να δικαιολογήσω και υπερασπιστώ τον εαυτό μου στα αποδιδόμενα εις βάρος μου από την έρευνα. Δηλ. ότι είχα την ιδιότητα αν όχι του κατηγορουμένου, οπωσδήποτε του υπόπτου. Άλλωστε η ίδια αξιολογεί αποδεικτικά την έλλειψη ισχυρισμών μου προς υπεράσπιση μου σ` εκείνο το στάδιο της έρευνας, σε αντιπαράθεση με την ενώπιον της απολογία μου και υπερασπιστικούς μου ισχυρισμούς έτσι ώστε, αντιμαχόμενη την απολογία μου, να παραδεχθεί ότι ο ενώπιόν της υπερασπιστικός μου ισχυρισμός ως κατηγορουμένου «ελέγχεται ως αβάσιμος» πλέον διότι «μάλιστα δεν επικαλέστηκε εξ` υπαρχής κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ’εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων…», επίκληση όμως που μπορούσε να γίνει σ` εκείνο το στάδιο όπως ειπώθηκε, μόνο μέσω της εξέτασής μου από τα όργανα του ΟΓΑ.

Συνεπώς προκύπτει ότι η προσβαλλομένη υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.1Α`ΚΠΔ δηλ. της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δέον και αιτούμαι την αναίρεσή της και για το λόγο αυτό, διότι έλαβε υπ` όψη και αξιολόγησε αποδεικτικά τόσο μέσω της από ++ υπηρεσιακής αναφοράς, όσο και ευθέως και πρωτογενώς, την από ++ ανωμοτί εξέτασή μου στο στάδιο της έρευνας των οργάνων του ΟΓΑ που συμπεριλαμβάνεται αυτοτελώς και αυτούσια στην ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά και μάλιστα καθ`ον χρόνο έφερα την ιδιότητα οπωσδήποτε του υπόπτου, χωρίς όμως για την εξέτασή μου να τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 31 και 105ΚΠΔ και συνακόλουθα επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ λόγω προσβολής των ανωτέρω υπερασπιστικών μου δικαιωμάτων.

 

 

                      3ος Λόγος Αναίρεσης

 Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

 

Σε κάθε περίπτωση η αναιρεσιβαλλομένη υπέπεσε στον αναιρετικό λόγο της απόλυτης ακυρότητας σχετικά με την αποδεικτική αξιοποίηση της από ++ ανωτέρω εξέτασής μου, διότι έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά στο ακροατήριο εις βάρος μου ανύπαρκτη δικονομικά ανακριτική πράξη και κατάθεσή μου και συγκεκριμένα:

Γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 241ΚΠΔ, εφαρμόζεται σε ολόκληρη την ποινική προδικασία και συνεπώς και στην προκαταρκτική εξέταση (Σεβαστίδης, ό.α υπο 241 σελ. 2809, επίσης ΑΠ 1328/2003 ΠοινΧρ 2004,341 που δέχεται ότι υπό το σημερινό καθεστώς και η προκαταρκτική εντάσσεται στην προδικασία) και άρα και στην εξομοιούμενη πλέον με αυτή, διοικητική εξέταση (για την εξομοίωση της προκαταρκτικής με την διοικητική εξέταση βλ. ολΑΠ 1/2004, Σεβαστίδης ό.α υπο 105 αρ. 24, σελ. 1284). Συνεπώς για κάθε ανακριτική πράξη κατά την διάρκεια της προδικασίας (προκαταρκτική, προανάκριση, διοικητική εξέταση) συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τα άρθρα 148-153 ΚΠΔ (βλ. και 243.2 ΚΠΔ:…«ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν …τις εκθέσεις που συντάχθηκαν»). Τέτοια έκθεση είναι λ.χ η έκθεση εξέτασης μάρτυρα (226ΚΠΔ) ή κατηγορουμένου (273ΚΠΔ).(Μ.Μαργαρίτης, ό.α υπο 148.αρ.2). Και ναι μεν αν παραβιασθούν τα άρθρα αυτά, διότι π.χ η έκθεση είναι «ατελής», η ακυρότητα είναι σχετική κατά το άρθρο 153ΚΠΔ και εφόσον έλαβε χώρα κατά την προδικασία μπορεί να προσβληθεί μόνο μέχρι το πέρας της προδικασίας, οπότε και η κηρυχθείσα άκυρη έκθεση δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο (Σεβαστίδης, ό.α υπο 153. αρ.3 και 4 σελ. 1936, όπου και νομολογία, Μ. Μαργαρίτης, υπο 241.αρ.6 σελ. 465), πλήν όμως αν για την ανακριτική πράξη που διενεργήθηκε (εν προκειμένω εξέταση του μετέπειτα κατηγορουμένου) δεν υφίσταται καν έκθεση, δηλ. έγγραφο-πράξη που να συγκεντρώνει καταρχήν αυτά τούτα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της έκθεσης κατά τα άρθρα 148-153ΚΠΔ, τότε πρόκειται για ανύπαρκτη-ανυπόστατη δικονομικά ανακριτική πράξη και το περιεχόμενό της δεν μπορεί να αποδειχθεί με κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. (Σεβαστίδης, ό.α υπο 241. αρ.2 σελ. 2810. ο ίδιος υπό 170.αρ.3 για την διάκριση της ανύπαρκτης-ανυπόστατης από την άκυρη και την απαράδεκτη πράξη. Μ. Μαργαρίτης, ό,α υπο 241. αρ. 6 που κάνει λόγο για ανυπόστατη ανακριτική πράξη.). Όμως η ανύπαρκτη-ανυπόστατη διαδικαστική πράξη διαφέρει από την άκυρη διαδικαστική πράξη κατά το ότι η πρώτη στερείται αυτοδικαίως εννόμου αποτελέσματος και δεν είναι ανάγκη να κηρυχθεί ως τέτοια από το δικαστήριο, προτείνεται δε σε κάθε στάδιο της δίκης και δεν καλύπτεται σε αντίθεση με την άκυρη διαδικαστική πράξη που πρέπει να κηρυχθεί από το δικαστήριο (Σεβαστίδης ό.α υπο 170.αρ.3 σελ.2073 όπου και παραπομπές).

Εν προκειμένω η προσβαλλομένη ως εξετέθη, έλαβε υπόψη και αξιολόγησε αποδεικτικά εις βάρος μου στο ακροατήριο όχι μόνο εμμέσως, αλλά ευθέως και πρωτογενώς την από ++ εξέτασή μου από τους ελεγκτές του ΟΓΑ κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας που διενεργούσαν που περιλαμβάνεται αυτούσια ως «κατάθεση» μου στην από ++ ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά.

 Όμως για την ανακριτική ανωτέρω πράξη της από ++ εξέτασης μου ως μάρτυρα στα πλαίσια της έρευνας που διενεργούσαν, δεν συνετάχθη καμία έκθεση εξέτασης (273ΚΠΔ) κατά τα άρθρα 241 και 148-153ΚΠΔ καθόσον ούτε και η προσβαλλομένη οπουδήποτε στις αιτιολογίες της παραδέχεται ή αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα σε κάποιο έγγραφο «από ++ έκθεσης εξέτασης μάρτυρα» και επιπλέον από την επισκόπησή της προκύπτει ότι κανένα τέτοιο έγγραφο της από ++ «έκθεσης εξέτασης» μου (είτε ως μάρτυρα ή κατηγορουμένου, ενόρκως ή ανωμοτί), δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο (άλλο απ` αυτό της από ++ αναφοράς που την περιλαμβάνει), αλλά ούτε και προκύπτει ότι ήταν αναγνωστέο κάποιο τέτοιο. Δηλ. δεν υπάρχει και δεν παραδέχεται ούτε και η προσβαλλομένη, καμία έκθεση με τα εξωτερικά γνωρίσματα των άρθρων 148-153ΚΠΔ, δηλ. την από ++ «έκθεση εξέτασης» μου, για την βεβαίωση της διενεργηθείσας ανακριτικής πράξη της εξέτασης κατηγορουμένου, υπόπτου ή μάρτυρα, που να έχει δηλ. τον εξωτερικό τύπο και το περιεχόμενο που καθορίζουν για κάθε μία τέτοια έκθεση τα άρθρα αυτά (Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 242.αρ.6). Αντιθέτως η ανακριτική πράξη της από 23-11-2007 εξέτασής μου, «βεβαιώνεται» μόνο από την αναγνωσθείσα και παραδεχόμενη από την προσβαλλομένη από ++ ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά (που όπως ειπώθηκε την περιλαμβάνει αυτούσια στο σώμα της και με τονισμένη μάλιστα γραμματοσειρά), δηλ. με έγγραφο που δεν έχει καμία σχέση με την έκθεση που απαιτούν τα άρθρα 241 και 148-153 να υπάρχει αναγκαίως για την βεβαίωση των ανακριτικών πράξεων, διότι διαφορετικά αυτές είναι ανύπαρκτες. Και ούτε φυσικά μπορεί να γίνει δεκτό ότι τέτοια «έκθεση» κατά τον ΚΠΔ συνταγείσα για την ανακριτική πράξη της εξέτασής μου, αποτελεί δήθεν αυτή η ίδια η από ++ υπηρεσιακή αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ, αφού όχι μόνο δεν συγκεντρώνει για την συγκρότησή της τον εξωτερικό τύπο και το περιεχόμενο των άρθρων 148επ , αλλά και διότι γίνεται δεκτό ότι «δεν αποτελεί έκθεση(κατά το άρθρο 148ΚΠΔ) η απλή καταχώρηση στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων (ΑΠ 438/95 ΠΧρ ΜΕ,758) ή οι «εκθέσεις» των άρθρων 37-39 οι οποίες είναι απλές αναφορές.» (Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 148.2). Πράγματι γίνεται δεκτό ότι «ανακοίνωση» -αναφορά κατά το άρθρο 37ΚΠΔ, νοείται η πράξη εκείνη των σ` αυτό μνημονευόμενων προσώπων (ανακριτικών υπαλλήλων και δημοσίων υπαλλήλων) με την οποία γνωστοποιείται στον κ. εισαγγελέα η τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκομένων πράξεων με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ η ίδια υποχρέωση προκύπτει κατά το άρθρο 39ΚΠΔ και για τα πρόσωπα που ασκούν διοικητική δικαιοδοσία και είναι έτσι υποχρεωμένα για σύνταξη και διαβίβαση αναφοράς στον εισαγγελέα για τα αδικήματα που ανέκυψαν κατά την διοικητική έρευνα. (Σεβαστίδης, ό.α υπο 37 αρ.1 και υπο 39, αρ.3) και συνεπώς δεν πρόκειται για «έκθεση» σύμφωνα με τα άρθρα 241 και 148επΚΠΔ. Άλλωστε, οι ανακριτικοί υπάλληλοι εκτός από την ανακοίνωση της πράξης στον εισαγγελέα, οφείλουν να ενεργήσουν προανακριτικές πράξεις κατά το άρθρο 243.2ΚΠΔ και στην τελευταία περίπτωση η «ανακοίνωση» υποβάλλεται μαζί με την δικογραφία που θα σχηματιστεί γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις, δηλ. τις εκθέσεις εξέτασης μαρτύρων, κατηγορουμένων κλπ (Σεβαστίδης, ό.α υπο 37. αρ.4 σελ. 341. ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Γ.Πεπόνη) 5913/2001, ΠοινΔικ 2001,1147), οπότε και καθίσταται φανερό ότι η αναφορά δεν συνιστά «έκθεση» για την βεβαίωση διενέργειας ανακριτικής πράξης.

Συνεπώς για την ανακριτική πράξη της από 23-11-2007 εξέτασής μου από τους ελεγκτές του ΟΓΑ, δεν υπάρχει καν έκθεση, δηλ. δεν βεβαιώνεται αυτή η εξέταση με «έκθεση» (241ΚΠΔ)  και με τον νόμιμο εξωτερικό τύπο, μορφή και περιεχόμενο εκ των άρθρων 148επΚΠΔ, παρά μόνο η προσβαλλομένη παραδέχεται και αναγιγνώσκει μόνο την ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά στην οποία ενσωματώνεται η από ++ εξέτασή μου «κατά την διάρκεια της έρευνας» και συνεπώς δεν υφίσταται δικονομικά υπαρκτή και υποστατή ανακριτική πράξη εξέτασής μου. Συνεπώς η ανωτέρω ανακριτική πράξη της εξέτασής μου και άρα η «κατάθεσή μου», στερείται αυτοδικαίως κάθε εννόμου αποτελέσματος δηλ. και αποδεικτικού και συνεπώς είναι ανεπίτρεπτο να αξιοποιηθεί και μάλιστα εις βάρος μου στην δίκη και σε κανένα στάδιό της, η από ++ «κατάθεσή» μου. Δηλ. παρουσιάζεται το φαινόμενο μέσω υπηρεσιακών αναφορών να εισφέρονται στη δίκη και επιπλέον να αξιολογούνται δυστυχώς από το δικαστήριο και μάλιστα εις βάρος του κατηγορουμένου, εξετάσεις του και μαρτυρικές καταθέσεις προσώπων, χωρίς να συνταχθεί γι` αυτές καμία έκθεση του ΚΠΔ ωσάν να μην υπάρχει αυτό το νομοθέτημα η τήρηση όμως των διατάξεων του οποίου (και όχι κάποιων άλλων περί υπηρεσιακών αναφορών) διασφαλίζει και ότι διενεργήθηκαν καταρχήν τέτοιες πράξεις και ότι διενεργήθηκαν νόμιμα και ότι συνεπώς έχουν αυτό και όχι άλλο περιεχόμενο οι καταθέσεις που παραδέχεται η προσβαλλομένη έτσι ώστε επιτρεπτά (177ΚΠΔ) να αξιοποιηθούν και ο κατηγορούμενος να ασκήσει τα δικαιώματά του υπεράσπισης.

Συνεπώς η προσβαλλομένη που έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά αυτές τις ανύπαρκτες-ανυπόστατες ανακριτικές πράξεις της εξέτασής μου εις βάρος μου κατά τα ανωτέρω, στα οποία και παραπέμπω προς αποφυγή κουραστικής επανάληψης, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ, ήτοι της απόλυτης ακυρότητας τη διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι με τον τρόπο αυτό, αυτονόητα, προσεβλήθησαν κατάφωρα και πλήρως τα υπερασπιστικά μου δικαιώματα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, διότι καταφανώς η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 241 και 148επΚΠΔ για την συγκρότηση υποστατών και δικονομικά υπαρκτών και όχι ανυπόστατων και ανύπαρκτων τέτοιων όπως οι ανωτέρω και ιδίως της ανακριτικής πράξης της εξέτασης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, έχει ταχθεί υπέρ του κατηγορουμένου αφού σκοπός τους είναι η ασφαλής συγκέντρωση και διατήρηση των αποδείξεων προκειμένου να μην αξιολογείται εις βάρος του αποδεικτικό υλικό από ανακριτική πράξη απέναντι στην οποία δεν θα είχε ποτέ δυνατότητα άμυνας και αντίκρουσης αφού ποτέ δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί τόσο η νόμιμη διενέργειά της όσο και το περιεχόμενό της και συνεπώς όλα όσα θα εφέρετο ότι μέσω αυτής κατέθεσε, ομολόγησε ή παρέλειψε να επικαλεστεί για την υπεράσπισή του, όπως δυστυχώς αξιολόγησε η προσβαλλομένη εν προκειμένω.  

 

                      4ος Λόγος Αναίρεσης

 Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

 

Ο ίδιος λόγος αναίρεσης με την ανωτέρω ίδια αιτιολογία, υφίσταται και για τις καταθέσεις των μαρτύρων που η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη, αφού και για αυτές τις ανακριτικές πράξεις της εξέτασης μαρτύρων (226ΚΠΔ) σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, απαιτείται (241ΚΠΔ) να συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τα άρθρα 148-153 ΚΠΔ που εν προκειμένω επίσης είναι ανύπαρκτες δικονομικά και ειδικότερα:

Η αναιρεσιβαλλομένη πανομοιότυπα όπως έπραξε με την από ++ εξέτασή μου, έλαβε υπόψη και αξιολόγησε αποδεικτικά επίσης εις βάρος μου και τις καταθέσεις των μαρτύρων (226ΚΠΔ) που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω από ++ υπηρεσιακή αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ ,σύμφωνα με την οποία εξετάστηκαν, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, οι εξής μάρτυρες, ήτοι: την ++ ο ++, πατέρας του ασφαλισμένου ++, «ο οποίος κατέθεσε ότι ο κ. ++ πηγαίνει στο χωριό και εξετάζει τον γιό του, μάλιστα τα φάρμακα του Νοεμβρίου ++ τα έφερε στο σπίτι ο ίδιος ο γιατρός.», την ++ η ++ που «μας δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα ή προβλήματα μνήμης», σε άγνωστο χρόνο, η ++ που «μας κατέθεσε εγγράφως ότι παίρνει» τα εκεί αναφερόμενα φάρμακα και «παίρνει επίσης φάρμακα για την οστεοπώροση…εάν δεχθούμε τις δοσολογίες που ανέφερε η κα ++…», επίσης άνευ ημερομηνίας η ++ που «κατέθεσε εγγράφως ότι η ίδια παίρνει…» τα εκεί αναφερόμενα σκευάσματα και «ο αδελφός της παίρνει…» τα αναφερόμενα εκεί επίσης και «σε ερώτησή μας…απήντησε», επίσης άνευ ημερομηνίας, η ++ «μας κατέθεσε ότι ο γιός της παίρνει όλα τα φάρμακα που αναφέρονται στις συνταγές.» και επιπλέον (τελευτ.σελ.), επίσης χωρίς ημερομηνία ότι «Μετά τις κατ` οίκον έρευνες και τον έλεγχο των συνταγών που καταγράψαμε…επισκεφθήκαμε ένα ψυχίατρο ο οποίος εργάζεται σε Δημόσιο Νοσοκομείο. Του δείξαμε δειγματοληπτικά συνταγές ασφαλισμένων…του ζητήσαμε να μας πεί την επιστημονική άποψη…Μας απήντησε ότι οι δοσολογίες είναι υπερβολικές και μερικά θεραπευτικά σχήματα δεν ενδείκνυνται»(η έμφαση στην υπηρεσιακή αναφορά!!) 

Και προκύπτει ότι έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά τις ανωμοτί καταθέσεις αυτών, όχι μόνο διότι προκύπτει ότι ανέγνωσε στο οικείο μέρος των πρακτικών της την ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά που περιλαμβάνει αυτές αυτούσιες ως κείμενο «κατάθεσης» στο περιεχόμενο τηςμας κατέθεσε ότι…, μας δήλωσε ότι…») και συνεπώς δι` αυτής της ανάγνωσης και αξιολόγησης, αξιολόγησε και τις μνημονευόμενες σ` αυτές μαρτυρικές καταθέσεις αλλά και διότι ευθέως και πρωτογενώς παραδέχεται αυτές στην αιτιολογία της και τις αξιολογεί εις βάρος μου, καθόσον παραδέχεται (σελ. 28) ότι « ο τέταρτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με όσα είχαν πεί ορισμένοι ασθενείς του ή συγγενείς τους κατά την διάρκεια της έρευνας, τους έδινε ο ίδιος τα φάρμακα που είχαν ανάγκη ενώ εκείνος συμπλήρωνε και τις συνταγές στα βιβλιάρια τους…,ενώ στην περίπτωση ++ ο τέταρτος κατηγορούμενος τον επισκέπτονταν εκτός ωραρίου και υπηρεσίας στον σπίτι του, φέρνοντας ο ίδιος φάρμακα»

 Όμως και για τις ανακριτικές αυτές πράξεις της εξέτασης και μάλιστα χωρίς όρκο των ανωτέρω, ακόμα και αγνώστων μαρτύρων στα πλαίσια της ίδιας έρευνας, δεν συνετάχθη καμία έκθεση εξέτασης τους (226 ΚΠΔ) κατά τα άρθρα 241 και 148-153ΚΠΔ, με τις ανωτέρω ημερομηνίες της εξέτασής τους, έτσι ώστε να βεβαιώνεται κατά νόμω η ανακριτική πράξη της εξέτασης αυτών των μαρτύρων. Και ούτε και η προσβαλλομένη παραδέχεται με οποιαδήποτε αναφορά στην αιτιολογία της κάποια από ++ (ή με άλλη ημερομηνία) έκθεση εξέτασης του ++ κλπ. καθόσον άλλωστε κανένα τέτοιο από ++ έγγραφο έκθεσης εξέτασης των ανωτέρω ονομαστικά αναφερόμενων μαρτύρων, δεν επισκοπείται ότι ανέγνωσε ως έγγραφο στο ακροατήριο (άλλο από αυτό της από ++ αναφοράς που τις περιλαμβάνει), αλλά ούτε και ότι ήταν αναγνωστέες κάποιες τέτοιες. Και εδώ, οι ανακριτικές πράξεις και οι από ++ καταθέσεις των ανωτέρω αλλά ακόμα και αγνώστων μαρτύρων και σε άγνωστο χρόνο («ένας ψυχίατρος που εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο μας είπε ότι οι δοσολογίες είναι υπερβολικές»), «βεβαιώνονται» μόνο με την αναγνωσθείσα και παραδεχθείσα από την προσβαλλόμενη ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά, που όπως ειπώθηκε, δεν συνιστά «έκθεση εξέτασης μάρτυρα» κατά τον ΚΠΔ

Συνεπώς και για τις ανακριτικές πράξεις της εξέτασης και κατάθεσης και των ανωτέρω μαρτύρων από τους ελεγκτές του ΟΓΑ  δεν υφίσταται δικονομικά υπαρκτή και υποστατή ανακριτική πράξη (πολλώ δε μάλλον που δεν νοείται κατά τον ΚΠΔ εξέταση μάρτυρα χωρίς όρκο) και συνεπώς οι ανωτέρω από 22-11-2007 «καταθέσεις μαρτύρων» στερούνται αυτοδικαίως κάθε εννόμου αποτελέσματος δηλ. και αποδεικτικού και συνεπώς ήταν ανεπίτρεπτο να αξιοποιηθούν και μάλιστα εις βάρος μου στην δίκη και σε κανένα στάδιό της. Και εδώ παρουσιάζεται το φαινόμενο μέσω υπηρεσιακών αναφορών να εισφέρονται στη δίκη και επιπλέον να αξιολογούνται δυστυχώς από το δικαστήριο και μάλιστα εις βάρος του κατηγορουμένου, μαρτυρικές καταθέσεις χωρίς όρκο ακόμα και άγνωστων προσώπων, χωρίς όμως να έχει συνταχθεί γι` αυτές καμία έκθεση του ΚΠΔ που να βεβαιώνει κατά νόμω την ανακριτική πράξη, δηλ. τόσο την διενέργειά της όσο και το περιεχόμενο αυτών που κατατέθηκαν με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό, να προσβάλλονται κατάφωρα και πλήρως τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, διότι ποτέ δεν θα μπορεί να ελεγχθεί ούτε ότι διενεργήθηκαν τέτοιες εξετάσεις, αλλά ούτε και ποιο το περιεχόμενο και οι συνθήκες λήψης αυτών των καταθέσεων που παραδέχεται η προσβαλλομένη και συνεπώς όλα όσα θα εφέρετο ότι μέσω αυτών «κατέθεσαν» και «δήλωσαν» εις βάρος του τρίτοι «μάρτυρες», όπως δυστυχώς αξιολόγησε η προσβαλλομένη εν προκειμένω.  

Συνεπώς η προσβαλλομένη που έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά αυτές τις ανύπαρκτες-ανυπόστατες ανακριτικές πράξεις της εξέτασης των ανωτέρω μαρτύρων εις βάρος μου κατά τα ανωτέρω, στα οποία και παραπέμπω προς αποφυγή κουραστικής επανάληψης, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ, ήτοι της απόλυτης ακυρότητας τη διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι με τον τρόπο αυτό, αυτονόητα, προσεβλήθησαν κατάφωρα και πλήρως τα υπερασπιστικά μου δικαιώματα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ

  Τονίζεται και πάλι ότι δεν πρόκειται για ακυρότητα της προδικασίας κατ` άρθρο 153ΚΠΔ διότι δήθεν για τις καταθέσεις εμού και των μαρτύρων δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις σύνταξης της έκθεσης που εξ` άλλου πρέπει να προκύπτουν μόνο από την ίδια την έκθεση (Σεβαστίδης, ό.α υπο 153 αρ.2), δηλ. διότι λ.χ ελλείπει η χρονολογία ή η υπογραφή ή ότι είναι ατελής για κάποιο λόγο και άρα η έκθεση είναι άκυρη, αλλά διότι δεν υφίσταται καν έκθεση και συνεπώς δεν υπάρχει δικονομικά η ανακριτική πράξη της εξέτασης του μάρτυρα (που αφορά και την δική μου εξέταση αφού ως τέτοιος εξετάστηκα) και συνεπώς ούτε και η κατάθεση έτσι ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά.

 

                           5ος Λόγος Αναίρεσης

Απόλυτη ακυρότητα  της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

 

Όλα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν για την ανύπαρκτη-ανυπόστατη δικονομικά ανακριτική πράξη των εξετάσεων μάρτυρα που δεν βεβαιώνεται με έκθεση κατά τον ΚΠΔ, φυσικά ισχύουν και για την ανακριτική πράξη της έρευνας (Μ. Μαργαρίτης ό.α υπό 148.αρ 2, υπο Εισαγ. σημείωμα στα άρθρα 251-304, σελ. 485, υπο εισαγ. σημείωμα στα άρθρα 253-259, σελ 488-489). Δηλ. τέτοια ανακριτική πράξη που δεν βεβαιώνεται με έκθεση δεν είναι δικονομικά υπαρκτή και το περιεχόμενο της δεν μπορεί να αποδειχθεί με κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς στερείται αυτοδικαίως κάθε εννόμου αποτελέσματος και δη και αποδεικτικού. Περαιτέρω, γίνεται ορθά δεκτό ότι κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν επιτρέπεται η διενέργεια διερευνητικών ανακριτικών πράξεων, διότι η προκαταρκτική εξέταση δεν εντάσσεται στις κατά το άρθρο 251ΚΠΔ επιτρεπτές περιπτώσεις έρευνας ούτε, άλλωστε, υπάρχει διάταξη από την οποία να συνάγεται κάτι τέτοιο (Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 72, σελ. 372).Κατ` άρθρο 253ΚΠΔ, η έρευνα είτε σωματική, είτε σε κατοικία ως ανακριτική πράξη μπορεί να γίνει μόνο αν άρχισε ανάκριση ή προανάκριση (ΑΠ 1328/2003, ΠοινΧρ 2004,341, Σεβαστίδης ό.α υπο 31. αρ. 49 όπου και περαιτέρω παραπομπές.). Έτσι αν γίνει έρευνα στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, αυτή είναι παράνομη και δικονομικά άκυρη με περαιτέρω αποτέλεσμα τα ευρεθέντα και κατασχεθέντα να μην μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά ούτε να θεωρηθούν «τυχαία ευρήματα». (Σεβαστίδης ό. αμέσως ανωτέρω. Αντιθ. ΕγκΕισΑΠ Γ. Σανιδά 1/2009, ΠοινΔικ 2010, 438). Κατά τον Λ. Μαργαρίτη (ό.α υπο 31.αρ. 4 σελ. 109 και υπο 253.αρ.3 σελ. 933), « απολύτως άκυρη ς περιπτώσεις που κατ` άρθρο 251 είναι επιτρεπτή η διενέργεια έρευνας, ούτε υπάρχει διάταξη από την οποία να συνάγεται ότι επιτρέπεται κατά τη διάρκειά της έρευνα και ότι αντίθετη εκδοχή, ενόψει του ότι η έρευνα προσβάλλει ατομικά δικαιώματα, προσκρούει στην αρχή της ειδικότητας  η οποία επιβάλλει την ρητή και ειδική πρόβλεψη των δικονομικών προσβολών των ατομικών δικαιωμάτων, τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και ο τρόπος άσκησής τους που προβλέπονται από τα άρθρα 9.1 και 2 Σ, 6.1 και 2, 8 παρ.1 ΕΣΔΑ και 171.1δ`ΚΠΔ για την δικονομική προσβολή των οποίων απαιτείται ειδική πρόβλεψη.», ενώ η ίδια αιτιολογία χρησιμοποιείται και από την ανωτέρω ΑΠ 1328/2003. Επίσης όπως ανωτέρω εκτενώς αναλύεται, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο για την περί ενοχής κρίση του, ευρημάτων και αποδεικτικών μέσων κτηθέντων από παράνομη έρευνα, ιδίως σε οικία κατά παράβαση και των διατάξεων του Συντάγματος (9Σ), είναι παντελώς ανεπίτρεπτη (19.3Σ) και προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ και συνεπώς ιδρύει το λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 510.1 Α`ΚΠΔ, διότι η απαγόρευση του άρθρου 177.2ΚΠΔ, δηλ. της λήψης υπόψη παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων ισχύει όχι μόνο όταν τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν με αξιόποινες πράξεις, αλλά και με πράξεις που παραβιάζουν συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα. (Λ. Μαργαρίτης ό,α υπο 177.αρ 4 και 5, αλλά και Μ. Μαργαρίτη ό.α.) 

Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης και στο οικείο μέρος της όπου αναφέρονται τα έγγραφα που ανέγνωσε, αυτή, προκειμένου να αχθεί στην περί ενοχής μου κρίση, αλλά και στην αρχή του σκεπτικού της για τα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε, ανέγνωσε και έλαβε υπόψη αποδεικτικά την «από ++ υπηρεσιακή αναφορά του ΟΓΑ», «υπ` αριθμ` πρωτ. ++ απόφαση του Υποδιοικητή του ΟΓΑ» και «(134) συνταγές». Σύμφωνα λοιπόν με την πρώτη υπηρεσιακή αυτή αναφορά, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, οι ελεγκτές του ΟΓΑ για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου που κατά την διάρκεια της διοικητικής έρευνας ήλεγξαν και αναφέρεται σ` αυτή (πλήν εμού φυσικά), συνέταξαν και ένα πίνακα στον οποίο καταχωρούν τόσο τις συνταγές φαρμάκων που βρήκαν καταγεγραμμένες στα «βιβλιάρια» των ασφαλισμένων μέσα στα σπίτια τους, όσο και το είδος και την ποσότητα των σκευασμάτων που βρήκαν στο σπίτι του κάθε ασφαλισμένου, έτσι ώστε να προβούν κάθε φορά στην σύγκριση της ποσότητας αυτών των σκευασμάτων που συνταγογραφήθηκαν στα βιβλιάριά τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και αυτών που ευρέθησαν σε κάθε σπίτι ασφαλισμένου. Συγκεκριμένα, αναφέρουν στην ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά τα ελεγκτικά όργανα ότι «διενεργώντας κατ` οίκον έρευνες με συνταγές που εκτελέσθηκαν», «επισκεφθήκαμε» 1)++ στις ++ και συνέταξαν «πίνακα με τις συνταγές του ασφαλισμένου που εκδόθηκαν» για το διάστημα που αναφέρουν, αλλά και την ποσότητα φαρμάκων που βρέθηκε στην οικία του, αναγράφοντας τα συγκεκριμένα σκευάσματα, 2)την ++ στις ++ και «της ζητήσαμε να φέρει όλα τα φάρμακα που έχει στο σπίτι της. Μας έφερε…Κάποιο φάρμακο για ψύχωση ή για την άνοια δεν βρέθηκε στο σπίτι της…στο σπίτι της δεν βρέθηκαν τα σκευάσματα του ανωτέρω πίνακα.» και επιπλέον αναφέρουν συγκεκριμένα και κατέγραψαν στον πίνακα τις συνταγές του βιβλιαρίου της για συγκεκριμένα διαστήματα , 3) την ++ (χωρίς ημερομηνία) και «της ζητήσαμε να φέρει όλα τα φάρμακα της αγωγής της. Μας έφερε…Το σκεύασμα ++…δεν βρέθηκε» και επιπλέον καταγράφουν και εδώ στον πίνακα «τα σκευάσματα που αναφέρονται στις συνταγές» μου, 4)την ++ και τον ++ (επίσης χωρίς ημερομηνία) και «Στο σπίτι μένουν τρία αδέλφια με την μητέρα τους και δεν έχουν την δυνατότητα να πηγαίνουν στο ++…Ελέγχοντας τις συνταγές της κας ++ διαπιστώνουμε εκτός από την υπερσυνταγογράφηση των σκευασμάτων και αναγραφή στην ίδια συνταγή σκευασμάτων με την ίδια δραστική ουσία», «ελέγχοντας τις συνταγές που εκδόθηκαν στο όνομά του…», 5) τον ++ και στον πίνακα «καταγράψαμε τις συνταγές που εκδόθηκαν» για το διάστημα που αναφέρουν , 6) τον ++ και «ελέγχοντας όμως τις συνταγές του ασθενούς» και συντάσσουν και εδώ τον σχετικό πίνακα, 7) την ++ και σε πίνακα επίσης « καταγράψαμε τις συνταγές…το ερώτημά μας είναι…γιατί συνταγογραφείται η δεύτερη συνταγή…γιατί συνταγογραφούνται δύο σκευάσματα…(κατά την άποψή μας είναι αδόκιμο)». (sic), 8) την ++ και ++ και «από τον ανωτέρω τρόπο συνταγογράφησης γίνεται κατανοητό ότι συνταγογραφούνται μεγαλύτερες ποσότητες» και συντάσσουν και για τους δύο πίνακες των συνταγών και ποσοτήτων φαρμάκων και εν τέλει στην τελευταία σελ. αυτής ότι «Μετά τις κατ` οίκον έρευνες και τον έλεγχο των συνταγών που καταγράψαμε στους ανωτέρω πίνακες…». Στην δε ανωτέρω από ++ απόφαση ρητά αναγράφει ο Υποδιοικητής ΟΓΑ (σελ.7 στοιχείο ζ) ότι « Από τις κατ` οίκον έρευνες και από τις καταθέσεις των ασφαλισμένων διαπιστώθηκε συνταγογράφηση μεγάλων ποσοτήτων φαρμακευτικών σκευασμάτων…» και (σελ. 8) ότι «Επιπροσθέτως παρατηρήθηκε από έλεγχο των συνταγών και την κατ` οίκον έρευνα, να έχουν συνταγογραφηθεί υπερβολικές ποσότητες φαρμάκων…»

Δηλ. ομολογουμένως και εγγράφως προκύπτει ότι οι ανωτέρω ελεγκτές μέσω των διενεργηθεισών ανακριτικών πράξεων των κατ` οίκον ερευνών των ασφαλισμένων, ανακάλυψαν, διαπίστωσαν, ήλεγξαν και κατέγραψαν σε πίνακα τις συνταγές του κάθε ασφαλισμένου που εκτελέστηκαν, αυτών δηλ. που είχαν ήδη γραφεί από μένα στο βιβλιάριό τους και επι τη βάση αυτών χορηγήθηκαν σ` αυτούς και τα σκευάσματα και που κατά την ανωτέρω «άποψή» τους και τις «διαπιστώσεις» τους, αποδεικνύουν ότι «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση» υπ` εμού για το χρονικό διάστημα που ελέγχθηκαν οι συνταγές.

Οπωσδήποτε δε τα ευρήματα αυτά των ερευνών λήφθηκαν υπόψη από την προσβαλλομένη, όχι βέβαια ευκαιριακά και παρεμπιπτόντως, αλλά ευθέως και με ιδιαίτερη ενασχόληση καθόσον όχι μόνο αναγνώστηκαν τα ανωτέρω έγγραφα των υπηρεσιακών αναφορών που αφορούν κατά τα ανωτέρω τα ευρήματα των συνταγών και σκευασμάτων μετά από έρευνες κατ` οίκον, οπότε και αναγνώστηκαν και οι συνταγές και το περιεχόμενό τους και ο αριθμός των σκευασμάτων που ανευρέθησαν, αφού όλα τα στοιχεία αυτά καταχωρούνται σε πίνακες που περιλαμβάνονται στην αναφορά αυτή, αλλά διότι οπωσδήποτε αναγνώστηκαν άμεσα και αυτές τούτες οι «134 συνταγές» των ασφαλισμένων που ανευρέθηκαν με τις ανωτέρω έρευνες στις οικίες τους και οι οποίες ελέγχθηκαν και καταχωρήθηκαν από τα ελεγκτικά όργανα σε πίνακες, αφού εκτός από την ευθεία αναγραφή τους ως αναγνωσθέντα έγγραφα (άλλο από αυτό της από ++ υπηρεσιακής αναφοράς) στο σχετικό μέρος των πρακτικών, ρητά η προσβαλλομένη στην αιτιολογία της παραδέχεται (σελ. 28) ότι «Όλες οι παραπάνω συνταγές τα φάρμακα των οποίων αποτελούσαν υπερδοσολογία…αφορούσαν φάρμακα με μηδενική συμμετοχή…οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων…», που καθιστά σαφές ότι τις αξιοποίησε αποδεικτικά αφού αξιολογεί ενδελεχώς το περιεχόμενό τους. Επιπλέον η προσβαλλομένη αιτιολογώντας στο σκεπτικό της, πανομοιότυπα για κάθε ασφαλισμένο, προκειμένου να αχθεί στην κρίση της περί ενοχής μου, ότι «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές…», παραπέμπει ρητά στους πίνακες των συνταγών στους οποίους καταχωρούνται αναλυτικά αυτές που προέκυψαν μέσω των ανωτέρω ερευνών, τους οποίους και  ενσωματώνει αυτούσιους από την από ++ υπηρεσιακή αναφορά, στο διατακτικό της.!!. Επιπλέον, στα πλαίσια της ίδιας αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που εξήτασε και αξιολόγησε για την κρίση της, ρητά παραδέχεται και αξιολογεί εις βάρος μου (σελ. 29) και ότι «Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του…δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων.», δηλ. τα ευρήματα της έρευνας σε σπίτια των ασθενών.

Δηλ. προκύπτει ότι η προσβαλλομένη, για να οδηγηθεί στην ενοχή μου, αξιοποίησε ευθέως και πρωτογενώς εις βάρος μου, τα ευρήματα και τα αποδεικτικά μέσα από τις έρευνες των ελεγκτών του ΟΓΑ στις οικίες των ασφαλισμένων, δηλ. αφενός μεν όλες τις συνταγές που ανευρέθηκαν στα βιβλιάριά τους ως εκτελεσθείσες στις οικίες τους και γραφείσες από μένα (κατά τις παραδοχές της: «εκείνος συμπλήρωνε τις συνταγές στα βιβλιάριά τους»), δηλ. αυτό τούτο το σώμα τους ως εύρημα της έρευνας (134 συνταγές) και οι οποίες επιπλέον καταχωρήθηκαν σε πίνακες (αδιάφορη η μορφή καταχώρησης) που επίσης αναγνώστηκαν με την ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά, αφετέρου το γεγονός ότι από την έρευνα σε όλες τις οικίες, δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Και αξιολόγησε αναγκαίως, με βάση την αποδιδόμενη σε μένα κατηγορία της απάτης, αυτά τα αποδεικτικά ευρήματα από την έρευνα, διότι αν η ποσότητα φαρμάκων που αναγράφονταν στην συνταγή του ασφαλισμένου, η ίδια ανακαλύπτονταν και στο σπίτι του, πάντως απάτη δεν μπορούσε να υπάρχει. (βλ. λόγο αναίρεσής μου για το περιουσιακό όφελος)

Όμως είναι προφανέστατο ότι πρόκειται για παντελώς παράνομες και ανυπόστατες έρευνες σε οικίες (όχι απλά άκυρες), των οποίων έτσι τα ευρήματα και αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, να μην μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά στο δικαστήριο και μάλιστα εις βάρος του κατηγορουμένου, διότι έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων 9 και 19.3 του Συντάγματος και  253επΚΠΔ, δηλ. σε στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο δεν επιτρέπονταν αυτές οι ανακριτικές πράξεις της έρευνας διότι δεν είχε αρχίσει ανάκριση ή προανάκριση με εισαγγελική παραγγελία και επιπλέον διενεργήθηκαν σε οικίες χωρίς παρουσία δικαστικού λειτουργού και τη σύμπραξη δικαστικού γραμματέα, ενώ και γι` αυτές τις «έρευνες» δεν συνετάχθη καμία έκθεση με τον εξωτερικό τύπο, μορφή και περιεχόμενο των άρθρων 148επΚΠΔ και 241, 255 και 258ΚΠΔ που να βεβαιώνει τέτοιες ανακριτικές πράξεις έρευνας σε οικίες των ανωτέρω ασφαλισμένων, που αντίθετα «βεβαιώνονται» και εδώ μόνο με τα υπηρεσιακά ανωτέρω έγγραφα που έλαβε υπόψη και ανέγνωσε η προσβαλλομένη αφού στις αιτιολογίες της δεν παραδέχεται ούτε αναφέρεται σε κάποιο, με συγκεκριμένη ημερομηνία και για συγκεκριμένη οικία, συνταχθέν και αναγνωσθέν στο ακροατήριο, έγγραφο έκθεσης έρευνας (άλλο από την ανωτέρω αναφορά και απόφαση) έτσι ώστε να προκύψει αποδεικτικά, δηλ. να βεβαιωθεί κατά τα άρθρα 241 και 148-153ΚΠΔ (είναι ο μόνος τρόπος κατά τον ΚΠΔ, όπως ανωτέρω στη νομική σκέψη εκτίθεται) και ο αριθμός και το περιεχόμενο των συνταγών και σκευασμάτων που τελικά παραδέχεται ότι ανευρέθησαν με τις διενεργηθείσες έρευνες. Δηλ. παρουσιάζεται το φαινόμενο η προσβαλλομένη να αξιολογεί αποδεικτικά 134 συνταγές ασφαλισμένων που βρέθηκαν από έρευνες των ελεγκτών του ΟΓΑ στα σπίτια των ασφαλισμένων και μάλιστα να τις αξιολογεί έχοντας τες σε αυτούσια μορφή στο ακροατήριο, αφού τις ανέγνωσε, που σημαίνει ότι αυτές από τα σπίτια των ασφαλισμένων όπου και ανευρέθησαν, «κατέληξαν» στο ακροατήριο και ανεγνώσθησαν αλλά και το γεγονός ότι στα σπίτια τους δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων, χωρίς όμως να παραδέχεται ούτε τις προϋποθέσεις διενέργειας, ούτε τους όρους νομιμότητας αυτών των ερευνών, αλλά ούτε και ότι βεβαιώνονται τέτοιες ανακριτικές πράξεις έρευνας και συναφώς και τα ανωτέρω αποδεικτικά τους ευρήματα από οποιαδήποτε έγγραφο σχετικής έκθεσης, που άλλωστε, όπως ειπώθηκε, δεν ανεγνώσθη και δεν παραδέχεται πουθενά στις αιτιολογίες της, από το οποίο και μόνο θα μπορούσε να αποδειχθεί το περιεχόμενο της σχετικής ανακριτικής πράξης και τα ευρήματά της, αφού χωρίς αυτό το έγγραφο-έκθεση το περιεχόμενο της ανακριτικής πράξης δεν μπορεί να αποδειχθεί με κανένα άλλο μέσο (Σεβαστίδης, ό.α υπο 241.αρ.2, σελ.2810). Επιπλέον δεν παραδέχεται και δεν ανέγνωσε και καμία έκθεση κατάσχεσης αυτών των 134 συνταγών που ανευρέθησαν στις οικίες των ασφαλισμένων, αν και κατά το άρθρο 258ΚΠΔ,τα πράγματα που βρέθηκαν, κατάσχονται και υποβάλλονται σε μεσεγγύηση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί με κανένα τρόπο ότι αυτές οι συνταγές που ανεγνώσθησαν αυτούσιες στο ακροατήριο ως αποδεικτικό στοιχείο, είναι πράγματι αυτές που ανευρέθησαν στις κατ` οίκον έρευνες και όχι άλλες.

Συνεπώς προκύπτει ότι η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά εις βάρος μου ευρήματα και αποδεικτικά μέσα από πλήρως παράνομη και ανύπαρκτη δικονομικά έρευνα και κατ` αυτό τον τρόπο προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο αφού προσέβαλλε πλήρως και καταφανώς κάθε υπερασπιστικό μου δικαίωμα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ αφού κατά τον τρόπο αυτό αυτονόητα δεν μπορώ να αντικρούσω τα «ανακαλυφθέντα» και «διαπιστωθέντα» ως δήθεν πειστήρια του εγκλήματος που μου αποδίδεται, τα οποία όμως αξιολογούνται εις βάρος μου και για την ενοχή μου και έτσι υπέπεσε στον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1. περ.Α` του ΚΠΔ και δέον και αιτούμαι να αναιρεθεί. (Και εδώ  δεν πρόκειται για ακυρότητα της προδικασίας. βλ. παρακαλώ αμέσως ανωτέρω 4ο αναιρετικό λόγο)

Σημειώνεται εν τέλει σχετικά με τους λόγους αναίρεσής μου που ανωτέρω αφορούν απόλυτες ακυρότητες κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, ότι δεν συναίνεσα ποτέ στη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της από ++ κατάθεσής μου, των από ++ (ή με άλλη ημερομηνία) καταθέσεων των ανωτέρω (και αγνώστων) μαρτύρων, αλλά ούτε και των «ερευνών» που διενεργήθηκαν στα σπίτια τους και ούτε φυσικά μπορούσε να γίνει αυτό καθόσον κανένα τέτοιο έγγραφο δεν ήταν ποτέ αναγνωστέο, αλλά ούτε και ανεγνώσθη στο Εφετείο αφού από τα πρακτικά της αλλά και από όλη την αιτιολογία της, όπως ανωτέρω αναπτύχθηκε, δεν προκύπτει ότι ανεγνώσθη κάποια από ++ κατάθεσή μου ή κάποιες από ++ καταθέσεις των τάδε μαρτύρων ή οι από τάδε ή δείνα ημερομηνία «εκθέσεις έρευνας», έτσι ώστε να εκφέρω τις αντιρρήσεις μου για να μη ληφθούν υπόψη. Αλλά ούτε και συναίνεσα στη λήψη υπόψη της από ++ υπηρεσιακής αναφοράς και ανωτέρω ++ απόφασης, διότι υπήρχε ειδικός λόγος έφεσής μου περί μη ανάγνωσής τους που μάλιστα ανέπτυξε ο κ. Εισαγγελέας στο ακροατήριο του Εφετείου. Άλλωστε πρόκειται για απόλυτες ακυρότητες κατ` άρθρο 171.1.δΚΠΔ που λαμβάνονται υπ`όψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή καθόσον σε όλες αυτές τις περιπτώσεις (31.2,105,177, 241, 148-153ΚΠΔ,9Σ,19.3Σ) προφανώς υπάρχει από το νόμο υποχρέωση του δικαστή «να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων αυτεπαγγέλτως χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αίτηση του κατηγορουμένου» (ΑΠ 957/2006, ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης υπο 171,αρ.39επ, Σεβαστίδης υπο 170, σελ. 2086). Και τούτο διότι αν αντίθετα δεχτούμε ότι από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προκύπτει υποχρέωση του δικαστή να απέχει από την αξιοποίηση απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων προερχόμενα από πλήρως απαγορευμένες πρακτικές κατά την διαδικασία της έρευνας (31.2,105ΚΠΔ-μαρτυροποίηση), ή από ανυπόστατες δικονομικές πράξεις (241,148-153ΚΠΔ) ή από παράνομες έρευνες σε οικίες (9,19.3Σ και 241,148-153ΚΠΔ), θα ήταν σαν να γινόταν δεκτό ότι ο δικαστής δεν έχει υποχρέωση από το νόμο να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις για μία δίκαιη δίκη, καθόσον όλες οι ανωτέρω διατάξεις σ` αυτό ακριβώς στοχεύουν, αλλά αντίθετα απαιτείται αίτηση του κατηγορουμένου δια δίκαιη δίκη (που πολλές φορές μπορεί να μην έχει καν υπερασπιστή ή αποτελεσματικό υπερασπιστή), πράγμα άτοπο αφού η δίκαιη δίκη δεν αποτέλεσμα αιτήσεων που υποχρεούται να υποβάλει ο κατηγορούμενος (τότε η ποιότητα μίας δίκαιης δίκης θα ήταν σύστοιχη του περιεχομένου των αιτήσεων του κατηγορουμένου), αλλά υποχρέωση (και όχι ευχέρεια) του δικαστή να την παράσχει διότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Άλλωστε εκτός αυτής, δεν νοείται άσκηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

 

Επειδή συνεπώς οι παρόντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι εμπρόθεσμοι ορισμένοι, παραδεκτοί, νόμιμοι και βάσιμοι και αποτελούν ένα ενιαίο, αδιαίρετο και αδιάσπαστο σύνολο με την ανωτέρω δήλωσή μου για αναίρεση της προσβαλλομένης στους οποίους και πάλι αναφέρομαι

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ και για όσα θα προσθέσω εμπρόθεσμα και κατά τη συζήτηση της αναίρεσής μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ: να γίνει δεκτή η από ++ δήλωσή μου για αναίρεση της με αρ. ++ καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ++, που επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ++, με την με αρ. ++ έκθεση επίδοσης της δικ.επιμ. ++ και να γίνουν δεκτοί όλοι οι λόγοι της και να αναιρεθεί η ανωτέρω απόφαση.

Να γίνουν δεκτοί οι παρόντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης κατά της ίδιας ως άνω καταδικαστικής απόφασης και να αναιρεθεί αυτή για όλους τους λόγους αναίρεσης, αρχικούς και πρόσθετους.

 

Ειδικό πληρεξούσιο ,συνήγορο και αντίκλητο μου διορίζω τον Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω Βρόντο Ανδρέα του Αποστόλου ,κάτοικο Καρδίτσας, Πλαστήρα 12 (2441041255)  

 

Καρδίτσα ++

                                                                 

                  Ο Αναιρεσείων και προσθέτων

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό 1697/2014 καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου  

Καρδίτσα 4/11/2015

          Επί της από ++ Δήλωσης Αναίρεσής μου για την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης, που επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον κ. Εισαγγελέα του ΑΠ με την προσκομιζόμενη μετ` επικλήσεως με αρ. ++ έκθεση επίδοσης της δικ. Επιμ. Αθηνών ++, καθώς και επι των από 25/8/15 και από 15/9/2015 προσθέτων λόγων αναίρεσής μου, στα οποία πλήρως αναφέρομαι ως νόμιμα, βάσιμα και αληθή και ζητώ να γίνουν δεκτά , επάγομαι και ατα εξής ήτοι:

Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, συνταγογραφούσα επιπλέον ποσότητες φαρμάκων από αυτές που «είχαν ανάγκη με βάση το Εθνικό Συνταγολόγιο» (ΕΣ), δηλ. ποσότητες που οι ασφαλισμένοι, κατά τις παραδοχές της, δεν «είχαν ανάγκη»

                         Έλλειψη αιτιολογίας, άλλως έλλειψη νόμιμης βάσης

- Δεν παραδέχεται όμως πραγματικά περιστατικά που να αιτιολογούν το γιατί η ανάγκη του κάθε ασθενούς σε φάρμακα καθορίζεται με βάση τις παραδεχόμενες ποσότητες-δοσολογία που προβλέπει το ΕΣ και όχι από την ιατρική επιστήμη με βάση τα χαρακτηριστικά της ασθένειας του καθενός, τη στιγμή μάλιστα που με βάση τον πρόλογο του ΕΣ που ανέγνωσε, αυτό αποτελεί οδηγία μόνο για τον γιατρό, ενώ ταυτόχρονα, δεν παραδέχεται ότι το ΕΣ είναι υποχρεωτικό για τον ιατρό με βάση το νόμο ή ότι αποτελεί την legesartis δοσολογία με βάση την ιατρική επιστήμη και έτσι δεν αιτιολογεί, πώς, μετά ταύτα υποχρεούται ο ιατρός να ακολουθεί δεσμευτικά την δοσολογία του ΕΣ και να αντικαθιστά με αυτό την ιατρική εκτίμηση inconcretoγια χορήγηση φαρμάκων. Ακόμα και το όργανο του ΟΓΑ (βλ. κατάθεση Αλμπανάκη σελ. 5 της προσβαλλομένης), κατέθεσε ότι «Δεν ξέρω ποιες είναι οι σωστές δοσολογίες, ξέρω απλώς τις ποσότητες που προβλέπει το Εθνικό Συνταγολόγιο. Δεν είμαι γιατρός.».

- Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν παραδέχεται την ασθένεια του καθενός ασφαλισμένου έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί είτε κατά το ΕΣ, είτε κατά την ιατρική επιστήμη η ανάγκη σε δοσολογία που το ΕΣ προβλέπει για την inconcreto ασθένεια. Χωρίς παραδοχή της ασθένειας, η παραδοχή της δοσολογίας που είχαν ανάγκη για την ασθένεια, είναι αναιτιολόγητη.

- Ταυτόχρονα δεν παραδέχεται ούτε και σε ποιες ασθένειες αφορούν οι παραδεχόμενες μικρότερες δοσολογίες του ΕΣ. Δηλ. δεν παραδέχεται ούτε από ποιες ασθένειες πάσχουν οι ασφαλισμένοι, αλλά ούτε και ότι για την ασθένεια του καθενός ασφαλισμένου, το ΕΣ προβλέπει την δοσολογία που παραδέχεται για τον καθένα τους. 

- Δεν παραδέχεται το χρόνο στον οποίο αφορά η δοσολογία τόσο του ΕΣ, όσο και αυτή που συνταγογραφούσα εγώ, έτσι ώστε να ελεγχθεί ότι στην ίδια μονάδα χρόνου συνταγογραφούσα επιπλέον ποσότητες ή τις ίδιες ποσότητες σε υποπολλαπλάσια μονάδα χρόνου, καθόσον μόνο τότε υπάρχει υπερσυνταγογράφηση.

Συνεπώς πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ ΚΠΔ), άλλως ελλείψει των ανωτέρω ανεπαρκών, ελλιπών και ατελών παραδοχών, εμφιλοχώρησαν λογικά κενά και οπωσδήποτε ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες και ελλείψεις και έτσι είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των άρθρων 386.1ΠΚ και 98ΠΚ που εφήρμοσε και άρα στερείται νόμιμης βάσης (εκ πλαγίου παράβαση των άνω διατάξεων).  (510 παρ. 1 Ε ΠΔ).

             Ακυρότητα από τη μη ανάγνωση ληφθέντος υπόψη εγγράφου

- Ενώ παραδέχεται (πίνακες) τις ποσότητες φαρμάκων που προβλέπει το ΕΣ για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου (χωρίς παραδοχή της ασθένειας), εν τούτης δεν ανέγνωσε το ΕΣ, ούτε στα πρακτικά, αλλά ούτε και στο αιτιολογικό της παραδέχεται ότι το περιεχόμενό του και άρα οι δοσολογίες, προέκυψαν από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του Κ.Π.Δ

Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία, άλλως έλλειψη αιτιολογίας, άλλως έλλειψη νόμιμης βάσης (εκ πλαγίου παράβαση)

- Είναι προφανές ότι η ανάγκη του ασθενούς για τάδε ή δείνα ποσότητα φαρμάκων καθορίζεται από τον ιατρό με βάση την ιατρική επιστήμη επί τη βάση της ασθενείας του και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε περίπτωσης. Συνεπώς η συνταγογράφηση του ιατρού ότι ο ασθενής έχει ανάγκη της ποσότητας φαρμάκων που αναγράφει στην συνταγή, συνιστά αξιολογική κρίση-αποτίμηση για την θεραπεία του και όχι παράσταση ψευδούς γεγονότος. Τέτοια θα αποτελούσε μόνο όταν τα πραγματικά περιστατικά της ασθένειας σε κάθε μία περίπτωση που παραδέχεται, δεν θα δικαιολογούσαν με βάση την ιατρική επιστήμη ήτοι legesartis, την συγκεκριμένη δοσολογία inconcreto. Όμως η προσβαλλομένη δεν παραδέχεται για κανέναν ασφαλισμένο ποια είναι η ασθένεια, ποια τα χαρακτηριστικά της αλλά ούτε και ότι με βάση (μηδέποτε παραδεχόμενους) ιατρικά εφαρμοστέους και αναγνωρισμένους κανόνες στην κάθε περίπτωση, επιβάλλονταν άλλη-μειωμένη δοσολογία. Αυτό άλλωστε θα προϋπέθετε την παραδοχή ότι η ανάγκη για την συγκεκριμένη δοσολογία, κανονίζεται από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και όχι από το ΕΣ. Συνεπώς όσον αφορά την παράσταση ψευδούς γεγονότος παραβίασε ευθέως το νόμο αφού η αξιολογική αποτίμηση της ασθένειας δεν συνιστά παράσταση ψευδούς γεγονότος που θεμελιώνει απάτη, άλλως είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν παραδέχεται ούτε την ασθένεια, ούτε τα χαρακτηριστικά της, ούτε τους κοινά αναγνωρισμένους κανόνες ιατρικής έτσι ώστε εφόσον είναι ψευδή να υπάρχει παράσταση γεγονότος, άλλως, ακριβώς επειδή απουσιάζουν οι άνω παραδοχές, είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί ορθής εφαρμογής της ΠΚ386.

Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της 386ΠΚ, άλλως έλλειψη αιτιολογίας

- Η παραδεχόμενη πράξη εξαπάτησης συνίσταται στο ότι με την αναγραφή μόνο στην συνταγή επιπλέον ποσοτήτων φαρμάκων, εξαπατούνταν τα όργανα του ΟΓΑ. Δεν παραδέχεται πράξη εξαπάτησης ούτε με ευθεία παράσταση γεγονότος (π.χ προσωπική επικοινωνία ή  αναγραφή επί της συνταγής των ειδικών λόγων της αυξημένης δοσολογίας κλπ), ούτε  με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση (π.χ. ότι με ρώτησε αν αυτή είναι η δοσολογία και εγώ δεν απάντησα), αλλά ούτε και με παρασιώπηση, εφόσον φυσικά δεχόταν στην τελευταία περίπτωση, ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης. Συνεπώς δεν πρόκειται για πράξη εξαπάτησης εκ της οποίας αιτιακά προκαλείται πλάνη (για το επιπλέον) αλλά για απλή άγνοια περιστατικών που δεν συνιστά νομικά σημαντική πλάνη για την θεμελίωση της απάτης. Συνεπώς εσφαλμένα ερμήνευσε και κατ` επέκταση εφήρμοσε το νόμο(510.1.Ε), άλλως ελλείπουν από την αιτιολογία της παραδοχές περιστατικών που συνιστούν κατά νόμω, πράξη παραπλάνησης είτε με ευθεία ή συμπερασματικά συναγόμενη παράσταση, είτε με παρασιώπηση ανακοίνωσης παρά την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης(510.1Δ), άλλως εκ πλαγίου παραβίασε την ΠΚ 386 που εφήρμοσε.

               Έλλειψη αιτιολογίας, άλλως εκ πλαγίου παράβαση

- Δεν παραδέχεται ότι τα φάρμακα χορηγήθηκαν στους ασφαλισμένους ή όχι. Παραδέχεται με ενδοιαστική αιτιολογία ότι «φέρεται» ότι εκτελέσθηκαν οι συνταγές. Όμως αν εκτελέστηκαν δηλαδή χορηγήθηκαν, τότε δεν υπάρχει παράνομο περιουσιακό όφελος και συνεπώς σκοπός που κατατείνει σε τέτοιο, αφού τότε ο ΟΓΑ πλήρωσε για φάρμακα που χορηγήθηκαν, δηλαδή στην θέση του φαρμάκου που εξήλθε της περιουσίας του φαρμακοποιού, εισήλθαν τα  χρήματα του ΟΓΑ. Μόνο αν διελάμβανε παραδοχές περιστατικών περί του ότι οι συνταγές εκτελούνταν εικονικά, δηλαδή χωρίς να χορηγηθούν τα φάρμακα (ΑΠ 172/02) θα επρόκειτο για παράνομο όφελος. Συνεπώς ελλείψει παραδοχών ότι οι συνταγές εκτελέστηκαν και τα φάρμακα χορηγήθηκαν ή όχι, αλλά και με την ανωτέρω ενδοιαστική αιτιολογία, πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως, συνεπεία τούτων, έχουν οπωσδήποτε εμφιλοχωρήσει στο πόρισμά της ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες, ενδοιαστικές παραδοχές και γι` αυτό λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης της ΠΚ 386.1β και 98ΠΚ 

                    Αρνητική υπέρβαση εξουσίας (510.1Η ΚΠδ), άλλως έλλειψη αιτιολογίας

- Προέβαλα πρωτόδικα και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά τις εξής ενστάσεις-ισχυρισμούς : ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος, αποβολής πολιτικής αγωγής, μη εξέτασης ανεπιτήδειων μαρτύρων (211ΚΠΔ), τις οποίες εξέτασε και απέρριψε, αλλά και μη ανάγνωσης της 9/6/08 υπηρεσιακής αναφοράς ΟΓΑ, 1430/09 απόφασης και 1530/09 εγγράφου ΟΓΑ που συντάχθηκαν κατά παράβαση των 255 επ ΚΠΔ ήτοι ως ερειδόμενα επι παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, αλλά και διότι περιέχουν ανωμοτί εξέτασή μου ως μάρτυρα κατά τον διοικητικό έλεγχο που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί κατ` 105ΚΠΔ, καθώς και διενέργειας ψυχιατρικής πραγμ/νης των ασφαλισμένων. Στα τελευταία δεν απήντησε το δικαστήριο. Επανέφερα στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης τις απορριφθείσες ενστάσεις ακυρότητας κλητηρίου, μη εξέτασης ανεπιτήδειων μαρτύρων και αποβολής της πολιτικής αγωγής. Επίσης την μη απαντηθείσα περί μη ανάγνωσης των ανωτέρω εγγράφων καθώς και της διενέργειας πραγμ/νης. Συνεπώς όφειλε να απαντήσει επί των ειδικών αυτών λόγων έφεσης, καθόσον τα αντικείμενα αυτά της δίκης, μεταβιβάστηκαν ενώπιον του. Όμως η προσβαλλομένη δεν απάντησε, δεν διέλαβε καμία παραδοχή και συνεπώς αρνητικά υπερέβη την εξουσία της, άλλως, χωρίς αιτιολογία απέρριψε τους ειδικούς αυτούς λόγους έφεσης.

    

                        Απόλυτη ακυρότητα (171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

- Η προσβαλλομένη αξιοποίησε αποδεικτικά την μαρτυρική μου χωρίς όρκο κατάθεση, δοθείσα στα πλαίσια του διοικητικού ελέγχου των οργάνων του ΟΓΑ, σε χρόνο που δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά ήδη καταγγελλόμουν για υπερσυνταγογράφηση και μου καταλόγιζαν τα ποσά, άρα ήμουν τουλάχιστον ύποπτος, χωρίς όμως να τηρηθούν οι διατάξεις των 31 και 105 ΚΠΔ, δηλαδή δεν εξετάστηκα σύμφωνα με όσα ορίζονται για την εξέταση και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η αξιοποίηση έγινε τόσο μέσω της ανάγνωσης και λήψης υπ` όψιν των πορισματικών αναφορών και ελεγκτών του ΟΓΑ, όσο και ευθέως, αφού στην αιτιολογία της ρητά αναφέρεται σε όσα κατέθεσα τότε εξεταζόμενος στον διοικητικό έλεγχο. Συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότητα για τον λόγο αυτό.

-Σε κάθε περίπτωση για την ανωτέρω εξέτασή μου, δεν συντάχθηκε καμία έκθεση σύμφωνα με τον ΚΠΔ, αν και σύμφωνα με το 241ΚΠΔ που εφαρμόζεται σε όλη την ποινική προδικασία και συνεπώς και στην προκαταρκτική και άρα στην εξομοιούμενη με αυτή διοικητική εξέταση, έπρεπε να συνταχθεί έκθεση σύμφωνα με τα 148-153 ΚΠΔ. Η ανακριτική αυτή πράξη της εξέτασής μου «βεβαιώνεται» μόνο από την υπηρεσιακή αναφορά ΟΓΑ, δηλαδή με έγγραφο που δεν έχει καμία σχέση με την έκθεση του ΚΠΔ για την διενέργεια ανακριτικής πράξης. Συνεπώς πρόκειται για ανυπόστατη κι ανύπαρκτη δικονομικά πράξη και στερείται αυτοδικαίως εννόμου αποτελέσματος και συνεπώς δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί εις βάρος μου. Αντιθέτως η αξιοποίησή του προσβάλει κάθε υπερασπιστικό δικαίωμά μου αφού χωρίς την σύνταξη έκθεσης όπως ο ΚΠΔ ορίζει για την διενεργηθείσα ανακριτική πράξη, δεν μπορεί να ελεγχθεί ότι διενεργήθηκαν και μάλιστα νόμιμα και έχει αυτό και όχι άλλο περιεχόμενο.

                        Απόλυτη κυριότητα(171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

- Το ίδιο συμβαίνει και με τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά τον διοικητικό έλεγχο των οργάνων ΟΓΑ και μάλιστα χωρίς όρκο. Και εδώ αυτές ελήφθησαν υπ` όψιν και αξιολογήθηκαν τόσο μέσω των υπηρεσιακών αναφορών αφού αυτές αναγνώσθηκαν, όσο και ευθέως, αφού από την αιτιολογία της προκύπτει ότι αναφέρεται σ` αυτές και τις αξιολογεί για την περί ενοχής κρίση μου. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία έκθεση κατά τον ΚΠΔ ούτε γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις της εξέτασης μαρτύρων και συνεπώς δεν υφίστανται δικονομικά οι πράξεις αυτές (άλλωστε δεν νοείται δικονομικά ως υποστατή πράξη η χωρίς όρκο εξέταση μάρτυρα κατά τον ΚΠΔ), έτσι ώστε να ληφθούν υπ` όψιν, αφού και εδώ δεν μπορεί να ελεγχθεί ποιες οι συνθήκες λήψης των καταθέσεων και μάλιστα χωρίς όρκο, αλλά ούτε και το περιεχόμενό τους, με αποτέλεσμα την πλήρη προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων μου.

                 Απόλυτη κυριότητα(171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

-Τα ίδια ισχύουν και για τις ανακριτικές πράξεις της έρευνας που διενήργησαν τα όργανα του ΟΓΑ κατά τον διοικητικό έλεγχο και πριν από την άσκηση κάθε ποινικής δίωξης. Όπως ειπώθηκε, η προσβαλλομένη ανέγνωσε τις υπηρεσιακές αναφορές των οργάνων αυτών, στις οποίες όμως περιλαμβάνονται όλα τα ευρήματα από τις έρευνες που αυτή διενήργησαν, δηλαδή οι συνταγές που αυτά βρήκαν στα βιβλιάρια των ασφαλισμένων στα σπίτια τους, αλλά και τα σκευάσματα φαρμάκων τα οποία και παραθέτουν σε πίνακες για κάθε ασφαλισμένο, με την ρητή μνεία ότι προέκυψαν μετά από κατ` οίκον έρευνες στις οικίες των ασφαλισμένων. Έτσι η προσβαλλομένη αναγιγνώσκοντας την υπηρεσιακή αναφορά (9-6-08) και απόφαση Υποδ/ντη ΟΓΑ (1430/09), ανέγνωσε και έλαβε υπ` όψιν και τα ευρήματα των ερευνών δηλαδή τις συνταγές και τα σκευάσματα φαρμάκων που ανευρέθησαν, αλλά και ευθέως ανέγνωσε και έλαβε υπ` όψιν και «134 συνταγές» που ανευρέθησαν στις οικίες τους μετά από αυτή την έρευνα και μάλιστα ευθέως και ρητά στην αιτιολογία της αναφέρεται στα ευρήματα αυτά, δηλαδή τις συνταγές και τα σκευάσματα που προέκυψαν από τις έρευνες για την εξενεχθείσα κρίση της περί ενοχής. Δηλαδή αξιοποίησε ευθέως τα ευρήματα των παράνομων αυτών ερευνών αποδεικτικά εις βάρος μου. Όμως πρόκειται για απολύτως παράνομες και ανυπόστατες δικονομικά ανακριτικές ενέργειες-έρευνες σε οικίες, των οποίων τα ευρήματα δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν εις βάρος του κατηγορουμένου αφενός μεν διότι σ` εκείνο το στάδιο του διοικητικού ελέγχου δεν επιτρέπονταν αυτές διότι δεν είχε αρχίσει ανάκριση και προανάκριση με εισαγγελική παραγγελία, αφετέρου διότι καμία έκθεση κατά τον ΚΠΔ δεν συνετάχθη ούτε και γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις, έτσι ώστε να ελεγχθεί και κατά το Σύνταγμα, η παρουσία δικαστικού λειτουργού και δικαστικού γραμματέα. Και εδώ οι ανακριτικές πράξεις «βεβαιώνονται» μόνο από τα ανωτέρω υπηρεσιακά έγγραφα που ανέγνωσε η προσβαλλομένη. Πρόκειται συνεπώς για αξιοποίηση απολύτως απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων από την οποία έπρεπε να απόσχει ο δικαστής, αφού προσβάλλονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, τις προϋποθέσεις άσκησης των οποίων, έπρεπε οίκοθεν να δημιουργήσει το δικαστήριο.   

          Επειδή προσάγω και επικαλούμαι: +++ και τις κάτωθι αποφάσεις ΑΠ δημοσιευμένες στην τρ.νομ.πληρ. ΝΟΜΟΣ, ήτοι: 200/2000, 40/2000, 1172/2010, 1943/2006, 1057/2000, 1464/1994, 1749/2009, 1987/2001, 172/2002, 760/2005, 761/2000, 388/2010, 609/2010, 1511/2005, 1479/2009, 1328/2003, 2521/2008, 403/2008, 133/2009,1713/2006 καθώς και Κ. Παπαθανασίου ΠΧρ Νθ/2009, 12 επ, ιδίως 15, Χαραλαμπάκης ΠΚ 2011, υπο 386 σελ. 2020, Μαργαρίτης Μ.ΠΚ υπο 386,1155.

          Για τους ανωτέρω λόγους και αναφερόμενος πλήρως στην αναίρεση μου και στους πρόσθετους λόγους, ΑΙΤΟΥΜΑΙ όσα και ανωτέρω, να γίνει δεκτή η αναίρεσή μου και οι πρόσθετοι λόγοι καθώς και το παρόν υπόμνημά μου ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΑΙΡΕΘΕΙ η προσβαλλομένη ανωτέρω απόφαση.

                             Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                                       Βρόντος Ανδρέας

                                 Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

                                   Πλαστήρα 12 Καρδίτσα

                                         24410-41255

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013