Αναίρεση και λόγοι. απόλυτη ακυρότητα. Λήψη υπόψη μη αναγνωσθέντος εγγράφου. 510.παρ1.περ.Α ΚΠΔ

 Απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο. Λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε.(άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του Κ.Π.Δ)

 

Γίνεται δεκτό παγίως ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329,331 παρ. 2, 333,364 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η μη ανάγνωση εγγράφου στο ακροατήριο, δημιουργεί τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α΄και Γ΄ του αυτού Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν το έγγραφο  λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, γιατί έτσι, αφ’ ενός δεν δίνεται σ’ αυτόν η δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα (πάγια νομολογία, ενδ. ΑΠ 1353/2010, ΝΟΜΟΣ αλλά και πλήθος παλαιότερης και νέας νομολογίας σε Λ. Μαργαρίτη ό.α υπο 510. παρ. 23 σελ. 3030-3031), και αφ’ ετέρου παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και της δημοσιότητας της δίκης και ειδικότερα της προφορικότητας του άρθρου 331 ΚΠΔ (ΑΠ 1143/1998 ΠΧ ΜΘ 661, 287/97 ΠΧ ΜΗ 46, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 364. 27, σελ. 761-762). Για το ότι η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ΑΠ βλ. ΑΠ 302/2001 ΝΟΜΟΣ).

Εξαίρεση από τον ανωτέρω κανόνα περί δημιουργίας απόλυτης ακυρότητας, υφίσταται κατά τη νομολογία του Ακυρωτικού μας δικαστηρίου όταν πρόκειται για έγγραφα που αναφέρονται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης χωρίς να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη αμέσως από το δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, αλλά και όταν «το περιεχόμενό τους προέκυψε από άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως βεβαιώνεται στην απόφαση» .(ΑΠ 1943/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1464/1994 ΠοινΧρ ΜΔ, 1240, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 364 αρ. 34, σελ. 764. βλ. επίσης αμέσως κατωτέρω αναφερόμενη νομολογία). [αν και ορθά όμως παρατηρείται  για την ανωτέρω θέση της νομολογίας στην τελευταία περίπτωση (βλ. Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ. 3033 όπου και παραπομπές) ότι η αναφορά του εγγράφου σε άλλο αποδεικτικό μέσο δεν δικαιολογεί την παράλειψη ανάγνωσης αυτού στο ακροατήριο, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος αγνοεί ότι το δικαστήριο πρόκειται να στηρίξει την καταδικαστική κρίση του στο συγκεκριμένο έγγραφο, παραπλανάται και στερείται ουσιαστικά του δικαιώματος υποβολής παρατηρήσεως σχετικά με αυτό (άρθρο 358 ΚΠΔ)].  

Είναι προφανές εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλομένης σε συνδυασμό με το παραπάνω διατακτικό της, στο οποίο παραπέμπει για την πληρότητά της, ότι για να αχθεί στην κρίση της περί ενοχής μου για το έγκλημα της απάτης, παραδέχεται για κάθε ασφαλισμένο ξεχωριστά τόσο τις ποσότητες σκευασμάτων «που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα» του διατακτικού της, όσο και περαιτέρω, τις  «επιπλέον ποσότητες σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος... ». Προβαίνει δηλ. σε μία αναπόφευκτη σύγκριση των ποσοτήτων που παραδέχεται ότι προβλέπονται για κάθε ασφαλισμένο με βάση το Εθνικό συνταγολόγιο (αν και όπως ειπώθηκε ουδόλως παραδέχεται την ασθένεια του καθενός και τα χαρακτηριστικά της) και των ποσοτήτων που παραδέχεται ότι συνταγογραφούσα εγώ για τον καθένα τους και έτσι εκφέρει την κρίση για «επιπλέον» ποσότητες που συνταγογραφούσα εγώ σε σχέση με το ΕΣ. Αυτές δε οι παραδοχές των μεν (του ΕΣ) και των δε (των συνταγών μου) ποσοτήτων, αποτελούν τον πυρήνα της αιτιολογίας της σχετικά με την τέλεση υπ` εμού της αποδιδόμενης πράξης για την οποία εν τέλει με καταδίκασε, αφού ευθέως παραδέχεται ότι «Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος... ».

          Δηλ. για να καταλήξει στην κρίση της περί ενοχής μου, έλαβε υπόψη και αξιολόγησε ευθέως και άμεσα (και όχι ιστορικά) το Εθνικό Συνταγολόγιο και συγκεκριμένα τις ποσότητες που παραδέχεται ότι προβλέπονται με βάση αυτό για κάθε περίπτωση (ασθένειας) ασφαλισμένου. (αν και όπως ειπώθηκε ουδόλως παραδέχεται την ασθένεια του καθενός απ` αυτούς αλλά ούτε ότι οι παραδεχόμενες ποσότητες του ΕΣ αφορούν και προβλέπονται για συγκεκριμένες ασθένειες και ποιες είναι αυτές, που είχαν ή δεν είχαν οι ασθενείς και συνεπώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί πώς μετά ταύτα οδηγείται στο αποδεικτικό πόρισμα για «επιπλέον» ποσότητες, για τα οποία βλ. παρακαλώ την δήλωση αναίρεσής μου.)

          Τόσο όμως στην οικεία θέση των πρακτικών όπου μνημονεύονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα της προσβαλλομένης (σελ. 10επ), όσο και μεταξύ όλων των υπόλοιπων αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται κατ` είδος στην αρχή της αιτιολογίας της (σελ.16) ήτοι « ένορκες καταθέσεις μαρτύρων…ανάγνωση πρακτικών της εκκαλουμένης υπ` αριθμ. ++14-2-2013 αποφάσεως…την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων και γνωμοδοτήσεων που αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποία βρίσκονται στη δικογραφία, από την απολογία των κατηγορουμένων…», αλλά και σε όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο αυτής, δεν καταχωρείται ως αναγνωσθέν και επιπλέον δεν διαβεβαιώνεται με οποιονδήποτε τρόπο ότι αναγνώστηκε κάποιο έγγραφο Εθνικού Συνταγολογίου με οποιαδήποτε μορφή και περιεχόμενο. Αλλά ούτε και γίνεται δεκτό από την προσβαλλομένη (όπως εξ` άλλου ήταν αναμενόμενο), με οποιαδήποτε παραδοχή της ότι το Εθνικό Συνταγολόγιο συνίσταται δήθεν σε σύνολο άγραφων κανόνων δοσολογίας φαρμάκων για κάθε ασθένεια, έτσι ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα ανάγνωσής του.  Επιπλέον, δεν προκύπτει από οποιαδήποτε παραδοχή της ότι προσκομίστηκε καν κάποιο τέτοιο έγγραφο Εθνικού Συνταγολογίου ή απόσπασμα αυτού ή ότι ζητήθηκε η ανάγνωσή του από κάποιον διάδικο ή τον κ. Εισαγγελέα, ενώ όπως προκύπτει και από τα πρακτικά της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας απόφασης που παραδέχεται ότι ανέγνωσε, ούτε και εκεί διαβεβαιώνεται άμεσα ή έμμεσα ότι αναγνώστηκε τέτοιο έγγραφο ή απόσπασμά του. Άλλωστε από την επισκόπηση της δικογραφίας (ήδη από το κλητήριο θέσπισμα), προκύπτει ότι κανένα έγγραφο-έντυπο ΕΣ δεν ήταν ποτέ αναγνωστέο στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων αλλά και ότι από κανέναν ποτέ δεν ζητήθηκε στο ακροατήριο η ανάγνωσή του.

Αλλά ούτε και βεβαιώνεται με οποιαδήποτε παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης στο αιτιολογικό της ότι το περιεχόμενο του ΕΣ και δη οι συγκεκριμένες ποσότητες φαρμάκων ή σκευασμάτων που αυτό προβλέπει για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου και παραδέχεται η προσβαλλομένη στους παρατιθέμενους σ` αυτή πίνακες και στην στήλη υπό την ένδειξη «Δοσ(ολογία). Εθν.(ικού) Συντ.(αγολογίου)», προκύπτουν από άλλο αποδεικτικό μέσο που αυτή έλαβε υπόψη καθόσον απουσιάζει κάθε παραδοχή και διαβεβαίωση στο αιτιολογικό της και σε οποιοδήποτε σημείο αυτού, ότι οι συγκεκριμένες ποσότητες σκευασμάτων που παραδέχεται για κάθε ασφαλισμένο, προέκυψαν από τα τάδε ή δείνα έγγραφα ή γνωμοδότηση ή κατάθεση μάρτυρα ή τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ή την απολογία των κατηγορουμένων. Υπενθυμίζεται ότι παγίως (βλ. ό.α Μ. Μαργαρίτης υπο 364.αρ.34) γίνεται δεκτό ότι υφίσταται η ανωτέρω ακυρότητα όταν «… από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και από το αιτιολογικό (σκεπτικό) της ίδιας απόφασης δεν προκύπτει ότι τα ως άνω έγγραφα προέκυψαν από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, ώστε να θεωρηθεί ότι απλώς διαλαμβάνονται ιστορικά. Έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως…»(βλ.ΑΠ 1172/2010, ΝΟΜΟΣ που απέρριψε αίτηση αναίρεσης δεχόμενη ότι «η άνω βεβαίωση δεν ανεγνώσθη μεν στο ακροατήριο, όπως διαπιστώνεται όμως από το αιτιολογικό της αυτής αποφάσεως το περιεχόμενό της προέκυψε από έτερο αποδεικτικό μέσο, το οποίον έλαβεν υπ`όψη του το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, …, εφ` όσον επί λέξει αναφέρεται στο σκεπτικό….: "Ειδικότερα το περιεχόμενο της υπ`αριθμ…. βεβαίωσης που εξέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ είναι ψευδές, καθ`όσον ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε εργαστεί στο Δήμο ... ως οδηγός-χειριστής φορτωτή εκσκαφέα από το έτος 1999 μέχρι το έτος 2002, όπως προκύπτει από την κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του πρώτου μάρτυρα Ξ και την υπ`αριθμ.πρωτ.7439/9-8-2005 βεβαίωση του δημάρχου ...". Εντεύθεν και δεν επήλθε απόλυτος ακυρότης της διαδικασίας εκ του άνω λόγου», ΑΠ 1943/2006, ΝΟΜΟΣ που ανήρεσε δεχόμενη «Όμως από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και από το αιτιολογικό της ίδιας απόφασης δεν προκύπτει ότι τα ως άνω έγγραφα προέκυψαν από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, ώστε να θεωρηθεί ότι απλώς διαλαμβάνονται ιστορικά. Έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως», ΑΠ 1057/2000, ΝΟΜΟΣ που απέρριψε αίτηση αναίρεσης δεχόμενη ότι «Από τα πρακτικά δεν βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν τα άνω έγγραφα. Πλην όμως το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών προκύπτει κατά τρόπο σαφή από άλλα αποδεικτικά μέσα όπως αναφέρεται και στο αναφερθέν αιτιολογικό και συγκεκριμένα α) από το γεγονός  ότι ο ήδη κατηγορούμενος μετά την κοινοποίησή του σ`  αυτόν πράγμα που δεν αμφισβητεί δεν άσκησε έφεση ή  αναίρεση στις νόμιμες προθεσμίες και β)από τη ρητή  ομολογία του περί του αμετακλήτου που περιέχεται στους ισχυρισμούς που εγγράφως κατέθεσε ο συνήγορός του. Από  τα εκτεθέντα  συνάγεται ότι το περιεχόμενο των μη αναγνωσθέντων άνω εγγράφων προκύπτει από τα πιο πάνω  αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το  δικαστήριο»,ΑΠ 40/2000, ΝΟΜΟΣ που ανήρεσε δεχόμενη ότι «Από τα πρακτικά όμως της συνεδρίασης του δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι τέτοια    έγγραφα δεν αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και από το αιτιολογικό της    ίδιας απόφασης δεν προκύπτει ότι το περιεχόμενό τους προέκυψε από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη και εκτίμησε το δικαστήριο, ώστε να θεωρηθεί ότι τα έγγραφα αυτά απλώς αναφέρονται ιστορικά. Έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και  θεμελιώνεται ο από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. α` ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, που προτείνεται από τον αναιρεσείοντα αλλά εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως.», ΑΠ 200/2000, ΝΟΜΟΣ που ανήρεσε δεχόμενη ότι «Από τα πρακτικά όμως συνεδρίασης του δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά δεν αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και από το αιτιολογικό της ίδιας απόφασης δεν προκύπτει ότι όλα αυτά τα έγγραφα προέκυψαν από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη και εκτίμησε το δικαστήριο, ώστε να θεωρηθεί ότι απλώς αναφέρονται ιστορικά. Έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο  και θεμελιώνεται ο από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. α` ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον Αρειο Πάγο», ΑΠ 1464/1994, ΝΟΜΟΣ που ανήρεσε δεχόμενη ότι «Από τα πρακτικά όμως συνεδριάσεως του δικαστηρίου αυτού, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτη ότι το έγγραφο αυτό δεν αναγνώστηκε στο   ακροατήριο και από το αιτιολογικό της ίδιας απόφασης δεν προκύπτει ότι τούτο (έγγραφο) προέκυψε από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη και εκτίμησε το δικαστήριο, ώστε να θεωρηθεί ότι απλώς αναφέρεται ιστορικά. Έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο».

Πέραν όμως του ότι δεν διαπιστώνεται από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παρατίθεται αυτούσιο ανωτέρω, ότι το περιεχόμενό του ΕΣ και συγκεκριμένα οι ποσότητες σκευασμάτων που αυτό προβλέπει για κάθε συγκεκριμένη παραδεχόμενη περίπτωση προέκυψε από έτερο αποδεικτικό μέσο, το οποίον έλαβεν υπ`όψη του το Τριμελές Εφετείο, ούτε και από αυτή την επισκόπηση των εγγράφων που δέχεται ότι ανέγνωσε στα πρακτικά της αλλά ούτε και από τις μαρτυρικές καταθέσεις που καταχωρούνται στα ίδια πρακτικά (τα αναγνωσθέντα έγγραφα και οι καταθέσεις δεν αποτελούν βέβαια αιτιολογία) προκύπτει το περιεχόμενο του (μηδέποτε αναγνωσθέντος) ΕΣ, δηλ. τόσο οι ποσότητες σκευασμάτων ή φαρμάκων που παραδέχεται η προσβαλλομένη ως προβλεπόμενες από το ΕΣ για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου, όσο και το είδος της ασθένειας στην οποία αφορούν οι συγκεκριμένες «προβλεπόμενες» δοσολογίες-ποσότητες φαρμάκων. Η μόνη αναφορά που επισκοπείται για την ποσότητα των φαρμάκων με βάση το ΕΣ, αλλά χωρίς καμία αναφορά στην ασθένεια του ασφαλισμένου, είναι στην κατάθεση του μάρτυρα Η. +++ και μόνο για τον ασφαλισμένο κ. ++ με βάση την οποία (σελ.4) «Συνταγογραφήθηκαν συνολικά 23 συσκευασίες TOPAMAC των 200 mg για 3 μήνες. Κάθε συσκευασία περιείχε 60 δισκία. Ενώ σύμφωνα με το Εθνικό Συνταγολόγιο, η δοσολογία είναι 4 δισκία την ημέρα δηλαδή 800 mg και θα αρκούσαν 2 συσκευασίες τον μήνα. Άρα, έξι συσκευασίες ήταν αρκετές για 3 μήνες και συνεπώς, συνταγογραφήθηκαν 17 συσκευασίες περισσότερες από το ανώτατο όριο. Επομένως, αυτές οι 17 συσκευασίες συνιστούν υπερδοσολογία για τους 3 μήνες…» και σελ. 5 « Δεν ξέρω ποιες είναι οι σωστές δοσολογίες, ξέρω απλώς τις ποσότητες που προβλέπει το Εθνικό συνταγολόγιο. Δεν είμαι γιατρός.…Δεν ξέρουμε αν πήραν τα φάρμακα οι ίδιοι οι άνθρωποι…Από 22-6-2007 έως 27-11-2007 εκδόθηκαν 6 συνταγές που περιείχαν 32 συσκευασίες TOPAMAC, οι οποίες αντιστοιχούσαν στα 6 δισκία την ημέρα σύμφωνα με τη δοσολογία του γιατρού, ενώ κατά το Εθνικό Συνταγολόγιο προβλέπεται το όριο των τεσσάρων δισκίων την ημέρα….», χωρίς όμως καμία αναφορά ούτε και στο όνομα του ασθενούς. Συνεπώς ούτε και από την κατάθεση αυτή προκύπτει το περιεχόμενο του ΕΣ αναφορικά με την «προβλεπόμενη δοσολογία» για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου που παραδέχεται η προσβαλλομένη όχι μόνο διότι δεν προκύπτει απ` αυτή την κατάθεση η δοσολογία που αυτό προβλέπει αλλά και διότι ουδόλως προκύπτει από την κατάθεση αυτή η ασθένεια του κάθε ασφαλισμένου για την οποία όμως προορίζεται η δοσολογία που αυτό προβλέπει, αν και, όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν και ληφθέν υπόψη από την προσβαλλομένη με αρ. 29 έγγραφο «πρόλογος της επιτροπής που συνέταξε το Εθνικό Συνταγολόγιο του κ. Καθηγητού Αριστομένη Φερτάκη», με το ΕΣ, του οποίου «η συγγραφή και έκδοση…στη Χώρα μας έχει θεσμοθετηθεί από το 1983 και ήδη έχουν κυκλοφορήσει οι εκδόσεις του 1987,1996 και το 1997 Συμπλήρωμα...», «η ταξινόμηση των φαρμάκων…γίνεται με βάση είτε την ασθένεια για την οποία προορίζονται είτε την φαρμακολογική τους δράση και την χημική τους δομή. Η κατάταξη αυτή διευκολύνει το συνταγογράφο στις επιλογές του για τη φαρμακευτική αντιμετώπιση των ασθενών του.». Δηλ. προκύπτει ότι περιεχόμενο του έγγραφου και με πολλαπλές εκδόσεις ΕΣ είναι και το φάρμακο και η δραστική ουσία και φυσικά και η ασθένεια για την οποία προορίζεται το φάρμακο, αφού διαφορετικά δεν θα είχε κανένα νόημα η δοσολογία από μόνη της, στοιχεία που οπωσδήποτε κατά ανωτέρω δεν προκύπτουν από καμία κατάθεση μάρτυρα ή την ανάγνωση οποιουδήποτε εγγράφου έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο του ΕΣ προέκυψε από αυτά τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.

Το περιεχόμενο λοιπόν του ΕΣ δεν διαβεβαιώνει η προσβαλλομένη πουθενά στην αιτιολογία της ότι προέκυψε από κάποιο άλλο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο που έλαβε υπόψη της, αλλά ούτε και προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων που αναγνώστηκαν ή από τις καταθέσεις των μαρτύρων κάποιο τέτοιο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Βέβαια στην δεύτερη αυτή περίπτωση επιχειρώντας κανείς να διαπιστώσει αν από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή από τα έγγραφα προκύπτει το περιεχόμενο του ΕΣ, είναι φανερό ότι προβαίνει σε αξιολογική κρίση περί τα πράγματα, ενώ αυτή ήταν έργο του δικαστηρίου που με την δικαιοδοτική κρίση του έπρεπε να διαβεβαιώσει σχετικά και κανείς άλλος σήμερα δεν μπορεί να την υποκαταστήσει αξιολογώντας ότι από τις καταθέσεις ή από τα έγγραφα προκύπτει ή όχι το περιεχόμενο ενός μη αναγνωσθέντος εγγράφου. Γι` αυτό και παγίως η νομολογία κατά τα ανωτέρω δέχεται ότι το εάν το περιεχόμενο ενός μη αναγνωσθέντος εγγράφου προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, τούτο πρέπει να το διαπιστώνει η προσβαλλομένη στο αιτιολογικό της.

Συνεπώς κατά τα ανωτέρω η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε και το περιεχόμενό του δεν βεβαιώνεται ότι προέκυψε από άλλα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της και συνεπώς αποστερήθηκα του υπερασπιστικού δικαιώματός μου κατά το άρθρο 358ΚΠΔ, εκθέσω τις απόψεις μου, να προβώ σε δηλώσεις και εξηγήσεις και να υποβάλλω τις παρατηρήσεις μου που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, δηλ. το Εθνικό Συνταγολόγιο πάνω όμως στο περιεχόμενο του οποίου όπως ειπώθηκε, οικοδομείται απολύτως από την προσβαλλομένη η περί ενοχής κρίση της και συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, που ιδρύει τον παρόντα λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του Κ.Π.Δ.

Επειδή συνεπώς οι παρόντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι εμπρόθεσμοι ορισμένοι, παραδεκτοί, νόμιμοι και βάσιμοι και αποτελούν ένα ενιαίο, αδιαίρετο και αδιάσπαστο σύνολο με την ανωτέρω δήλωσή μου για αναίρεση της προσβαλλομένης και τους από 25/8/15 πρόσθετους λόγους μου στους οποίους και πάλι αναφέρομαι

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ και για όσα θα προσθέσω εμπρόθεσμα και κατά τη συζήτηση της αναίρεσής μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ: να γίνει δεκτή η από 25/3/2015 δήλωσή μου για αναίρεση της με αρ. ++/2014 καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 27/3/2015, με την με αρ. 1452β/27-3-15 έκθεση επίδοσης της δικ.επιμ. Αθηνών, ++ και να γίνουν δεκτοί όλοι οι λόγοι της και να αναιρεθεί η ανωτέρω απόφαση. Να γίνουν δεκτοί οι από 25/8/15 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης.

Να γίνουν δεκτοί οι παρόντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης κατά της ίδιας ως άνω καταδικαστικής απόφασης και να αναιρεθεί αυτή για όλους τους λόγους αναίρεσης, αρχικούς και πρόσθετους.

 

Ειδικό πληρεξούσιο ,συνήγορο και αντίκλητο μου διορίζω τον Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω Βρόντο Ανδρέα του Αποστόλου.... 

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013