ΕιρΚαρδ. 298/2013. αγωγή αυτ/κή. προτεραιότητα οχημάτων σε κόμβο σχήματος "Τ". μέθη οδηγού.

Αριθμ 298/2013

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Χρυσούλα Δάντζερα, που όρισε με πράξη της η Πρόεδρος Πρωτοδικών Καρδίτσας και τη Γραμματέα Χρυσούλα Φλώρου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουάριου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος - ενάγοντος: ++ του ++, κατοίκου ++, ο οποίος παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο.

Των καθ’ ων υ κληση - εναγόμενων: 1) ++ του ++, 2) ++ του ++, κατοίκων ++ και 3) ++, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ++.

Ο καλών - ενάγων με την από ++ κλήση του που απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθμ. καταθ. ++/++) ζητεί να γίνει αυτή δεκτή καθώς και η από ++ και με αριθμ. καταθ. ++ αγωγή του.

Της κλήσης αυτής ορίστηκε δικάσιμος η ++ και μετά από αναβολή η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη συνεδρίαση, κατά τη συζήτηση της οποίας οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, τις οποίες ανέπτυξαν και προφορικά.

Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο

Με την κρινόμενη κλήση, ο καλών νομίμως φέρει προς συζήτηση την από ++ και με αριθμό κατάθεσης ++ αγωγή του, της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η ++ και μετά από αναβολές η ++ συνεδρίαση, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της διενέργειας των εθνικών βουλευτικών εκλογών της 6ης Μαΐου 2012.

Από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 4 και 5 του Ν. 2696/1999, περί του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, (ΚΟΚ), προκύπτει, ότι στους κόμβους, που, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αποτελούν: οι ισόπεδες συμβολές, διακλαδώσεις ή διασταυρώσεις οδών, περιλαμβανομένων και των ελεύθερων χώρων, που σχηματίζονται από αυτές, όταν δεν υπάρχει σήμανση, η προτεραιότητα ανήκει σε εκείνον, που έρχεται από δεξιά. Εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα αναγνωρίζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις: α) εκείνων, που κινούνται σε αυτοκινητόδρομους, εθνικές οδούς ή οδούς ταχείας κυκλοφορίας, β) των σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών οχημάτων, τα οποία έχουν, σε κάθε περίπτωση, προτεραιότητα, γ) αυτών, που εισέρχονται σε οδό από χωματόδρομο, μονοπάτια, παρόδια ιδιοκτησία, χώρους σταθμεύσεως και σταθμούς ανεφοδιασμού και δ) εκείνων, που εκκινούν ή κινούνται προς τα πίσω, όπου αυτό επιτρέπεται, οι οποίοι οφείλουν, σε κάθε περίπτωση, να παραχωρούν προτεραιότητα στους εξ αριστερών τους κινούμενους οδηγούς. Στην πιο πάνω εξαίρεση δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση, κατά την οποία σε ισόπεδο κόμβο μια οδός τέμνει καθέτως άλλη σε σχήμα "Τ", ήτοι καταλήγει σ’ αυτήν χωρίς να συνεχίζεται, διότι ούτε ρητώς στο νόμο αναφέρεται αυτή η περίπτωση, ούτε και κατ’ αναλογία μπορεί να ενταχθεί στην εξαίρεση, είναι δε διαφορετικό το γεγονός, ότι ο κινούμενος στην τέμνουσα οδό οδηγός είναι υποχρεωμένος στα πλαίσια των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 2, 19 παρ. 1, 2 και 3 και 21 παρ. 1

του ΚΟΚ, να οδηγεί με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, ώστε να έχει τον έλεγχο του οχήματος του, να ρυθμίζει την ταχύτητά του αναλόγως με τις κρατούσες συνθήκες, να την μειώνει πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων, να βεβαιώνεται, αν πρόκειται να εισέλθει αριστερά ή δεξιά σε άλλη οδό, ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού και να χρησιμοποιήσει τους δείκτες κατευθύνσεως, για να καταστήσει εγκαίρως γνωστή την πρόθεσή του να αλλάξει διεύθυνση προς τα αριστερά ή δεξιά κατά περίπτωση. Επομένως, επί ισόπεδου κόμβου σε σχήμα "Τ", όπου δεν υπάρχει σχετική σήμανση, η προτεραιότητα ανήκει στον κινούμενο επί της τεμνούσης οδού, έναντι των εξ αριστερών υπόχρεων (ΑΠ 744/2010 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΓΠΔΙΚΙΑ 2010/393, ΑΠ 184/2009, ΑΠ 635/2007, ΑΠ 2039/2006, ΑΠ 1044/2005 Δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 525/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009/679, ΠΠρΑΘ 3116/2010 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρ Κεφαλλ 189/2007 ΕΓΠΔΙΚΙΑ 2007/29).

Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ισχυρίζεται ότι στις ++ ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ++ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δευτέρου εναγομένου, που ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους προκαλούμενες κατά την κυκλοφορία του ζημιές στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από υπαιτιότητά του φθορές και βλάβες στη με αριθμό κυκλοφορίας ++ δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του, οδηγούμενη από τον ίδιο, καθώς και τον τραυματισμό του, κατά τη σύγκρουση των οχημάτων αυτών, που έγινε κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή. Ζητεί, δε, γι’ αυτό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ο καθένας, να του καταβάλουν το ποσό των 11.937 € προς αποζημίωσή του και για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του πρώτου εναγόμενου προσωπική κράτηση 6 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 1α, 35 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο ή από σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 681 Α', 666, 667 και 670 έως 676 του ίδιου κώδικα). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2, 4, 5, 9, 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 914, 926, 297, 298, 299, 330 εδ. β', 932, 346, 481 επ. ΑΚ, 6 και 10 του Ν. 489/1976, 74, 907, 908 παρ. 1δ και 176 ΚΠολΔ. Το αίτημα όμως περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως κατά του πρώτου εναγομένου είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι ο ενάγων κατέβαλε για το αντικείμενό της το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ++ διπλότυπο είσπραξης τύπου Α' Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας και ++ αντίγραφο γραμματίου είσπραξης ΕΤΕ).

Από τη χωρίς όρκο εξέταση του ενάγοντος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά, τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη είτε σαν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για συναγωγή τεκμηρίων, τις φωτογραφίες που προσκομίζει ο ενάγων των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ 2 και 457 παρ 4 του ΚΠολΔ) και τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρο 261 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις ++ και ώρα ++ ο ενάγων, οδηγούσε τη με αριθμό κυκλοφορίας ++ δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που ανήκε στην ιδιοκτησία του, στερούμενος της κατά νόμο απαιτούμενης άδειας ικανότητας οδηγού (καθώς η με αριθμό ++ άδεια οδηγήσεως αυτού είχε λήξει από ++) και ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος [μετά από έλεγχο Alcotestμε την ηλεκτρονική συσκευή Alcometerανευρέθη στον οργανισμό του ποσότητα οινοπνεύματος 0,82%ο mg/lit(α' μέτρηση) και 0,73%ο mg/lit(β' μέτρηση)] και κινούνταν επί της οδού ++, κοντά στη διαχωριστική γραμμή του ρεύματος πορείας του, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, πλησίαζε δε στην οδό ++, η οποία τέμνει καθέτως την οδό ++ σε σχήμα "Τ", ήτοι καταλήγει σ’ αυτήν χωρίς να συνεχίζεται. Και οι δύο ανωτέρω οδοί είναι διπλής κατευθύνσεως, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και έχουν το ίδιο πλάτος οδοστρώματος, που είναι 6,20 μ., ενώ επί της οδού ++ υπάρχει πεζοδρόμιο, πλάτους 2,20 μ. Το οδόστρωμα και στις δύο οδούς είναι άσφαλτος και στη διασταύρωση των οδών αυτών δεν υπάρχει κάθετη ή οριζόντια σήμανση που να προσδιορίζει την προτεραιότητα των οχημάτων, ενώ το ανώτατο όριο ταχύτητας είναι 40 χιλ/τρα την ώρα (κατοικημένη περιοχή) (βλ. την από ++ έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το σχετικό σχεδιάγραμμα). Κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ++ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δευτέρου εναγομένου, που τον προέστησε στην οδήγηση, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους προκαλούμενες κατά την κυκλοφορία του ζημιές στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, κινούνταν στην οδό ++ με κατεύθυνση από δύση προς ανατολή, επιχείρησε να εισέλθει επιτρεπτά με αριστερή στροφή στην οδό ++ και να κινηθεί επ’ αυτής με κατεύθυνση προς βορρά, χωρίς να έχει αυξημένη ταχύτητα και ελέγχοντας την εξ αριστερών του κίνηση οχημάτων στην οδό ++. Κατά τη στιγμή που ο τελευταίος με το αυτοκίνητό του διέσχιζε την εν λόγω διασταύρωση προκειμένου να εισέλθει στο ρεύμα πορείας του επί της οδού ++, ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας που κινούνταν επί της τελευταίας αυτής οδού, καθώς προσέγγιζε τη διασταύρωση των πιο πάνω οδών δεν μείωσε ως όφειλε την ταχύτητα του οχήματος του προκειμένου να παραχωρήσει προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνταν επί της οδού ++, αλλά συνέχισε την πορεία του με την ταχύτητα που ήδη είχε αναπτύξει και από ανεπιτηδειότητα στην οδήγηση προσέκρουσε με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα της μοτοσυκλέτας του στο οπίσθιο αριστερό τμήμα του αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου. Στη συνέχεια η δίκυκλη μοτοσυκλέτα εξετράπη δεξιά σε σχέση με την πορεία της, προσέκρουσε σε ρείθρο πεζοδρομίου και δύο δενδρύλλια και ακινητοποιήθηκε πάνω στο πεζοδρόμιο. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο τραυματισμός του ενάγοντος και οι υλικές ζημιές των δύο οχημάτων. Σημειωτέον δε ότι το σημείο σύγκρουσης εντοπίζεται στο κέντρο του οδοστρώματος της οδού ++και ολίγα μέτρα προ της διασταυρώσεως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η μοτοσυκλέτα, είχε αναπτύξει ταχύτητα που υπερέβαινε κατά πολύ το ανώτερο για την περιοχή όριο των 40 χιλιομέτρων την ώρα. Αυτό συνάγεται από όσα καταθέτει προανακριτικώς ο πρώτος εναγόμενος ο οποίος συγκεκριμένα κατέθεσε ότι πλησιάζοντας στη διασταύρωση διέκοψε την πορεία του οχήματος του, ότι είδε τη μοτοσικλέτα να κινείται επί της οδού ++ σε μακρινή απόσταση και γι’ αυτό το λόγο εισήλθε στην οδό ++, η μοτοσικλέτα όμως είχε μεγάλη ταχύτητα για τις συνθήκες της πόλεως και της κατοικημένης περιοχής και πριν προλάβει νε εισέλθει ολοκληρωτικά στην οδό ++ η μοτοσυκλέτα επέπεσε στο όχημά του. Η μεγάλη ταχύτητα της μοτοσυκλέτας επίσης προκύπτει και από τις χαραγές που βρέθηκαν επί του οδοστρώματος και είχαν μήκος 13,5 μ. Εξάλλου, εάν η μοτοσικλέτα κινούταν με 40 χιλιόμετρα ανά ώρα, θα μπορούσε ο οδηγός αυτής, τροχοπεδώντας το όχημά του να ανακόψει εγκαίρως την πορεία του. Αντιθέτως όμως, ο ενάγων, οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, δεν μείωσε την ταχύτητα του οχήματος του και δεν παραχώρησε προτεραιότητα στο εκ δεξιών αυτού κινούμενο αυτοκίνητο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι επί της διασταυρώσεως των ανωτέρω οδών, είχε προτεραιότητα η δίκυκλη μοτοσυκλέτα εφ’ όσον αυτή κινούταν επί της οδού ++ που είναι κύρια οδός σε σχέση με την οδό ++, καθόσον διαθέτει πεζοδρόμιο και διότι το αυτοκίνητο που κινείται επί της τέμνουσας που στην προκειμένη περίπτωση είναι η οδός ++ δεν έχει προτεραιότητα εν σχέσει με το αυτοκίνητο που κινείται επί της άλλης οδού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επί ισόπεδου οδικού κόμβου (συμβολή, διακλάδωση ή διασταύρωση οδών), όπου η κυκλοφορία δεν ρυθμίζεται με κατάλληλη σήμανση, η προτεραιότητα ανήκει σ’ αυτόν που έρχεται από δεξιά. Εκείνος, επομένως, που έρχεται από αριστερά, οφείλει να διακόψει την ταχύτητα του οχήματος του, ώστε να διέλθει ο άλλος. Για την προτεραιότητα δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι μία από τις οδούς είναι περισσότερο κεντρική, εφ’ όσον αυτή δεν προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας, ότι έχει χαρακτηρισθεί ως οδός προτεραιότητας, κατά τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 52 του Ν. 2696/1999. Στην παρούσα περίπτωση, δεν υφίστατο σήμανση επί της διασταύρωσης των ως άνω οδών που να καθορίζει προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνταν στην οδό ++, ούτε υπάγεται η οδός αυτή σε μία από τις εξαιρέσεις της § 5 του άρθρ. 26 του ανωτέρω Ν. 2696/1999. Υπό τα παραπάνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά η σύγκρουση οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος και δη σε αμέλεια αυτού.

Η αμέλεια του τελευταίου συνίσταται στο ότι οδηγώντας το όχημά του δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, όπως θα έπραττε οποιοσδήποτε μετρίως συνετός οδηγός κάτω από παρόμοιες συνθήκες και περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και λογική, την οποία επιμέλεια και προσοχή, αν επιδείκνυε, θα μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει την προαναφερόμενη σύγκρουση και το επελθόν από αυτήν ζημιογόνο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, ο προαναφερόμενος οδηγός, ο οποίος στερείτο της σχετικής άδειας ικανότητας οδηγού και τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν έγινε το ατύχημα, δεν οδηγούσε με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του το όχημά του, αλλά κινούσε τούτο με υπερβολική για τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ταχύτητα, όταν προσέγγισε την άνω διασταύρωση, την οποία έπρεπε να μειώσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ 1 και 3, δεδομένου του ότι πλησίαζε σε διασταύρωση, στην οποία έπρεπε να σταματήσει προκειμένου να ελέγξει την κίνηση προς τα δεξιά του, ώστε να παραχωρήσει στον πρώτο εναγόμενο που κινούνταν από την κατεύθυνση αυτή την οφειλομένη προτεραιότητα (αρθρ. 26 παρ. 5 ΚΟΚ), αφού η οδός στην οποία εκινείτο δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις της εκ δεξιών προτεραιότητας του αρθρ. 25 παρ. 5 ΚΟΚ. Αποτέλεσμα αυτής της αμελούς συμπεριφοράς του ήταν να διακόψει την πορεία του αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου, το οποίο είχε ήδη εισέλθει στην ανωτέρω διασταύρωση και είχε διανύσει μεγάλο μέρος αυτής. Στοιχεία που να θεμελιώνουν υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου δεν αποδείχτηκαν, αφού, αυτός ήλεγξε την κίνηση των οχημάτων επί της οδού ++ προ της εισόδου του στη διασταύρωση και η ταχύτητα του οχήματος του ήταν εντός των νομίμων πλαισίων για τις κατοικημένες περιοχές και όχι υπερβολική. Έτσι αντιλήφθηκε τις συνθήκες του ατυχήματος και η αρμόδια Εισαγγελέας Πρωτοδικών, η οποία δεν άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του πρώτου εναγομένου για τις σωματικές βλάβες που υπέστη ο ενάγων συνέπεια του ατυχήματος. Κατόπιν αυτών ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι αποκλειστικά υπαίτιος της συγκρούσεως, του τραυματισμού του ενάγοντος και των ζημιών που προκλήθηκαν από τη σύγκρουση είναι ο ενάγων, κρίνεται ως ουσιαστικά βάσιμος. Συνακόλουθα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος που χάνει τη δίκη (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την κρινόμενη αγωγή.

Καταδικάζει τον ενάγοντα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, την οποία ορίζει σε εκατόν δέκα (110) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στην Καρδίτσα στις ++.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013