ΜΠρΚαρδ 108/2015.συμβάσεις μίσθωσης με ΟΤΑ.νομοθετικό καθεστώς και δημόσιο λογιστικό.ακυρότητα της σύμβασης και βάσεις αγωγής.αρμοδιότητα

Αριθμός 108/2015

(Γεν.Ειδ. ++ )

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Βασδέκη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη γραμματέα, Θεοδώρα Τεταγιώτη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 1-10-2014, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

Του ενάγοντος: ++ του ++, κατοίκου ++, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου.

Των εναγόμενων: 1) Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου ++, με την επωνυμία «++», που εδρεύει στον Δήμο ++, νομίμως εκπροσωπούμενης, και 2) Δήμου ++, που εδρεύει ++, νομίμως εκπροσωπούμενου, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου ++

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από ++ αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμ. εκθ.καταθ. ++ και προσδιορίστηκε δικάσιμος η ++, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 25 παρ. 2 ΚττολΔ τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου έχουν την έδρα τους. Εξάλλου, κατά το άρθρο 33 του ίδιου Κώδικα, διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Και τέλος, κατά το άρθρο 41 του αυτού Κώδικα παρέχεται στον ενάγοντα το δικαίωμα της επιλογής μεταξύ περισσότερων αρμοδίων δικαστηρίων. Τόπος κατάρτισης της σύμβασης είναι ο τόπος που επέρχεται η συμφωνία των συμβαλλομένων για το αντικείμενο αυτής, ενώ ως τόπος εκπλήρωσης της παροχής νοείται ο τόπος που αποτελεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο τον προσήκοντα για την από μέρους του οφειλέτη επιχείρηση των πράξεων εκείνων που τείνουν στην εκπλήρωσή της παροχής, ήτοι, κατά σειρά, αυτός που προκύπτει από τη σύμβαση ρητά ή σιωπηρά, ή με άλλη συμφωνία έστω και άτυπη, αλλιώς αυτός που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης και, τέλος, αυτός που καθορίζεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 320-322 ΑΚ. Ετσι, προκειμένου περί χρηματικής παροχής που οφείλεται από σύμβαση, αν δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την ερμηνεία της σύμβασης ή από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, τόπος εκπλήρωσης είναι ο τόπος όπου ο δανειστής έχει την κατοικία του, ή αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του, ο τόπος της επαγγελματικής του εγκατάστασης κατά το χρόνο της καταβολής (ΑΠ 194/1985 ΕλλΔνη 1985-1473,Εφ.Λαρ. 126/2005 ΕφΠειρ. 725/1996 ΕλλΔνη 39-144, ΕφΑΘ. 6953/1995 ΝοΒ 1996-651, ΕφΑΘ. 9078/1995 ΕλλΔνη 37-1386). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 "περί Κωδικός Λογιστικού των ΝΠΔΔ", ορίζεται ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό του ΝΠΔΔ που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και μεταγενέστερα κατά την υπ αριθ. 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 447/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την υπ’ αριθ. 2/59649/0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β" 1427/2001) 2.500,00 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διάρκειας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με τις διατάξεις του αρθρ. 84 του Ν.Δ. 321/1969 "περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού" και ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 80 του νέου Ν. 2362/ 1995 "περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού" (ως αυτός ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον ν. 4270/2014), συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό ΝΠΔΔ ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψη του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ άκυρη τη σύμβαση και συνεπώς θεωρούμενη κατά το άρθρο 180 ΑΚ ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνο όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΑΠ 1057/2011 ΝοΒ 60.339 και ΤρΝομΠληρΔΣΑ, με παραπομπή τις ΟλΑΠ 862/1984, ΑΠ 1626/1995, ΑΠ 181/2004, ΑΠ 1161/2009, ΑΠ 1135/2010). Κατά το άρθρο 85 του ίδιου ως άνω νόμου « Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του παρόντος νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως. Από την ακυρότητα αυτής και τη σχετική παρανομία των οργάνων του Δημοσίου δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση του αντισυμβαλλομένου, στην περίπτωση που τα αρμόδια όργανα εκ προθέσεως παραβίασαν τις σχετικές διατάξεις και αυτός γνώρισε την παρανομία ή συνετέλεσε στην παραβίαση των διατάξεων. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τροποποίηση αυτής, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά ( Εφ. Πατρ. 1405/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1549/1995, ΝοΒ 44.1008, ΕφΑΘ 1840/1992, ΝοΒ 41.510, ΕφΑΘ 8341/1991, ΕλλΔνη 33.875, ΕφΑΘ 3410/1991, ΕλλΔνη 33.875). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης η παροχή που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης και παρά την ακυρότητα της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΑΠ 541/1978, ΑΠ 1646/1995, ΑΠ 250/2006). Ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Πλουτισμό συνιστά κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του λήπτη που μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αύξηση του ενεργητικού ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του είτε αντιστρόφως ως αποφυγή αύξησης του παθητικού της ή μείωσης του ενεργητικού της (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στην ΟλΑΠ6/1994), η οποία διαφορετικά θα συνέβαινε και τέτοια είναι προπάντων η περίπτωση αποφυγής απανών, στις οποίες ο υπόχρεος ήταν για πραγματικούς λόγους αναγκασμένος να προβεί ή όφειλε από το νόμο ή τη σύμβαση να έχει προβεί. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι δικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ' εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ' αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στην ΑΠ 1627/2010). Στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι γενικώς η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στις ΑΠ 273/1993, ΑΠ 673/1999). Έτσι αν η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αφορά σε αναζήτηση ωφέλειας που προήλθε από την εκτέλεση άκυρης σύμβασης, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να προσδιορίζονται τα στοιχεία της σύμβασης και ο λόγος της ακυρότητας της, εξαιτίας της οποίας ο αντίστοιχος πλουτισμός είναι νομικά αδικαιολόγητος (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στην ΟλΑΠ 22/2003). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 "περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.", που ορίζει ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως και άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346 ΑΚ και 221 παρ. 1 γ ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την έναρξη της υποχρεώσεως των Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλουν τόκους επί των οφειλών τους, δεν αρκεί εξώδικη όχληση του δανειστή αλλ' απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής αγωγής, η οποία και μόνο ως διαδικαστική πράξη συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους. Η αγωγή αυτή πρέπει να είναι καταψηφιστική και δεν αρκεί η απλώς αναγνωριστική, αφού η τελευταία δεν ενέχει όχληση προς εκπλήρωση της παροχής. (Ολ ΑΠ 7/2000, πρβλ. και ΟλΑΠ 10/2008 για το Δημόσιο). Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 28 παρ. 1α του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4-3-1950, διότι η θεσπισθείσα από αυτήν κατά παρέκκλιση των άρθρων 221 παρ.1 γ' ΚΠολΔ και 345, 346 ΑΚ υποχρέωση καταβολής τόκων από τα Ν.Π.Δ.Δ. μόνον από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ώστε οι εκπρόσωποι και τα λοιπά αρμόδια όργανα αυτών να αντιλαμβάνονται αμέσως την έκταση των εναντίον τους απαιτήσεων και να ενεργούν ταχέως για την αντιμετώπιση τους, περαιτέρω δε με την παρέκκλιση αυτή δεν παραβλάπτεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που εξασφαλίζει το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. σε κάθε πρόσωπο. (Α.Π 953/2010, 955/2010, 1307/2010). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 8 ν. 2097/1952 που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η ισχύς της οποίας (διάταξης) είχε επεκταθεί και στους Ο.Τ.Α. με το άρθρο 3 ν.δ. 31/1968, καθώς και η διάταξη του άρθρου 909 παρ. 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των Ο.Τ.Α., κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρούνται καταργημένες, ως ευρισκόμενες σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 Συντ., 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (βλ. ΟλΑΠ 17/2002 ΕλλΔνη 2002.1009, 21/2001 ΕλλΔνη 2002.83, Εφ.ΑΘ.6457/2011,Νόμος, Πρακτικά 7ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 19-3-2003 ΕΔΚΑ 2003.606, Πρακτικά της 6ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 12-3-2003, ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλαγάκη X., Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ., Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου ν.π.δ.δ. υπό την ισχύ του άρθρου 94 παρ. 4 Συντ., ΝοΒ 2003.15-16, Σταμάτης Κ., Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και ν.π.δ.δ., ΝοΒ 2003.3).

Με την υπό κρίση αγωγή και κατ'εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης μίσθωσης, που καταρτίστηκε περί τα μέσα Οκτωβρίου 2011, στην έδρα του δεύτερου των εναγομένων, μεταξύ του ίδιου και των νομίμων εκπροσώπων των εναγομένων, εκμίσθωσε στους τελευταίους τα ειδικότερα αναγραφόμενα στην υπό κρίση αγωγή κινητά πράγματα, προκειμένου οι εναγόμενοι να τα χρησιμοποιήσουν στα πλαίσια διοργάνωσης εορταστικής εκδήλωσης. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης των κινητών πραγμάτων ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 22-10-2011 έως και 24-10- 2011, ενώ το μίσθωμα ορίστηκε συνολικά στο ποσό των 1.300 ευρώ πλέον ΦΠΑ, καταβλητέο κατά τη λήξη της μίσθωσης σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος στην ++. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης μίσθωσης ο ίδιος μετέφερε και εγκατέστησε, κατά τα συμφωνηθέντα, τον κινητό εξοπλισμό κατά τις υποδείξεις των εκπροσώπων των εναγομένων. Ότι κατά την λήξη της σύμβασης μίσθωσης, οπότε και το μίσθωμα κατέστη απαιτητό, ο ενάγων εξέδωσε το υπ'αριθμ. ++ τιμολόγιο συνολικού ποσού 1.599 ευρώ, αιτούμενος την καταβολή του και δη εις ολόκληρον από καθένα των εναγομένων ως είχε επίσης συμφωνηθεί - κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή - χωρίς όμως οι εναγόμενοι να του καταβάλουν μέχρι και σήμερα παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος, το συμφωνηθέν μίσθωμα. Ζητεί λοιπόν ο ενάγων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, το συμφωνημένο μίσθωμα, νομιμοτόκως από τότε που αυτό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επικουρικώς, και για την περίπτωση που η σύμβαση μίσθωσης ήθελε κριθεί άκυρη, ο ενάγων αιτείται την καταβολή του μισθώματος με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων επικαλούμενος διεξαγωγή ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και την πραγματική βούληση των κυρίων της υπόθεσης -εναγομένων. Όλως επικουρικώς και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί άκυρη η σύμβαση μίσθωσης, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου εκ του νόμου τύπου, ζητεί ο ενάγων να του καταβληθεί το ως άνω ποσό, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού οι εναγόμενοι εξοικονομώντας το ποσό που θα κατέβαλαν σε οποιονδήποτε τρίτο, έχουν καταστεί πλουσιότεροι κατά το ως άνω ποσό του μισθώματος εις βάρος της περιουσίας του ιδίου (ενάγοντος). Ζητεί επίσης ο ενάγων την καταβολή του ως άνω μισθώματος εις ολόκληρον από καθένα των εναγομένων, επειδή κάτι τέτοιο συμφωνήθηκε ρητά - ως εκθέτει στην αγωγή του- κατά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης. Επικουρικώς, δε αιτείται την εις ολόκληρον καταβολή του μισθώματος, με βάση τις διατάξεις περί σωρευτικής αναδοχής χρέους, εκθέτοντας ότι μετά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης ο δεύτερος των εναγομένων υποσχέθηκε στον ενάγοντα την καταβολή του μισθώματος από την ταμειακή υπηρεσία του Δήμου. Όλως επικουρικώς, ο ενάγων αιτείται την εις ολόκληρον καταβολή του μισθώματος, με βάση τις διατάξεις περί γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου επειδή - ως εκθέτει στην αγωγή του- ο δεύτερος εναγόμενος υποσχέθηκε, ενεργώντας υπέρ της πρώτης των εναγομένων, να καταβάλει αυτός στον ενάγοντα το μίσθωμα. Ζητεί τέλος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική του δαπάνη.

Με το ως άνω περιεχόμενο, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 16 αριθμ.1 και 33 του Κ.Πολ.Δ., δοθέντος ότι τα χρηματικά χρέη, όπως είναι και το μίσθωμα τυγχάνουν εν αμφιβολία - ως εν προκειμένω, όπου δεν προκύπτει από την επισκόπηση των προσκομισθέντων εγγράφων αντίθετη συμφωνία- κομίσιμα και ως εκ τούτου καταβλητέα στον τόπο της κατοικίας του δανειστή ή, όταν προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματος του, της επαγγελματικής του εγκαταστάσεως, άρα εν προκειμένω αρμοδίως κατά τόπον εισάγεται η υπόθεση στο Δικαστήριο του τόπου κατοικίας του ενάγοντα, που αποτελεί και τον τόπο άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας, απορριπτομένου συνεπώς του ισχυρισμού των εναγομένων περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου) προκειμένου να εκδικαστεί με την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 647 επ. του Κ.Πολ.Δ (ενώ σημειωτέον, ότι υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ενόψει του ότι δεν πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, 2 περ. ι του ν. 1406/1983, αλλά περί διαφοράς του ιδιωτικού δικαίου, αφού ναι μεν η ανωτέρω σύμβαση συνήφθη με Ν.Π.Δ.Δ, όμως δεν διέπονται από κανόνες διοικητικού δικαίου ούτε περιέχουν νομίμως όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Ν.Π.Δ.Δ. δυνατότητες μονομερούς επέμβασης ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς, αλλά υπάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο, βλ. και ΟλΑΠ 7/2001 Δνη 42. 381). Είναι επιπλέον ορισμένη και νόμιμη πλην της επικουρικώς σωρευόμενης βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και τούτο επειδή αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η κυρίως σωρευόμενη βάση από την σύμβαση μίσθωσης (σημειωτέον ότι με την υπό κρίση αγωγή γίνεται λόγος για συνολικό μίσθωμα ποσού 1.599 ευρώ και συνεπώς έγκυρης προφορικής σύμβασης - όσον αφορά το δεύτερο των εναγομένων Ν. Π.Δ.Δ. - αφού το αντικείμενο αυτής δεν ξεπερνά το όριο των 2.500 ευρώ, χωρίς να αναγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο άλλη αιτία από την οποία και επήλθε ακυρότητα της σύμβασης μίσθωσης και β) του παρεπόμενου αιτήματος - και δη κατά το μέρος που αναφέρεται στον δεύτερο των εναγομένων που αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. - περί καταβολής τόκων από τότε που το μίσθωμα κατέστη απαιτητό καθόσον, για την έναρξη της υποχρεώσεως των Ν.Π.Δ.Δ., να καταβάλουν τόκους επί των οφειλών τους, απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής -καταψηφιστικής - αγωγής, η οποία και μόνο ως διαδικαστική πράξη συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους, κατά τα αναγραφόμενα στη μείζονα σκέψη. Στηρίζεται δε στις διατάξεις των άρθρων 61, 361, 574, 575 , 595, 341, 345, 346 Α.Κ, 176, 907, 908 του ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ Τ.Ν και ΤΑΧΔΙΚ προσαυξήσεις

(βλ. το με αύξοντα αριθμό ++ διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Καρδίτσας).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων της διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες πρέπει να υπάρχουν για να είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας, είναι και η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης. Για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, έστω και αν ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης. Η από μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα για τη θεμελίωση της νομιμοποίησής του πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης αλλά άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, αναφορικά με αυτό το στοιχείο της, ο οποίος (ενάγων) φέρει και το βάρος αποδείξεως της. ( Εφ. Αθ. 1854/2009, Εφ. Θεσ. 2208/2000).

Τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους αρνούνται την υπό κρίση αγωγή και ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι μοναδική μισθώτρια των αναγραφόμενων στην υπό κρίση αγωγή κινητών πραγμάτων είναι η πρώτη των εναγομένων Κοινωφελής Επιχείρηση, η οποία και ήταν η διοργανώτρια της σχετικής εκδήλωσης, ενώ ο δεύτερος των εναγομένων « ++», ουδέποτε υπήρξε αντισυμβαλόμενος στη σύμβαση της μίσθωσης. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση (παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου των εναγομένων), ως τιτλοφορείται από τους εναγόμενους, και τούτο διότι ο ενάγων στην υπό κρίση αγωγή του, αναγράφει ότι και ο δεύτερος των εναγομένων ήταν κατά τη συμφωνία αντισυμβαλλόμενος και ως εκ τούτου για την νομιμοποίηση (παθητική), αρκεί αυτός ο ισχυρισμός, είναι δε έτερο το ζήτημα του εάν αποδειχθεί αναληθής, οπότε η αγωγή θα είναι απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμη ως προς τον δεύτερο των εναγόμενων και όχι για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης.

Σύμφωνα με το άρθρο 254 του ν. 3463/2006 « 1. Δήμος ή Κοινότητα μπορεί να συστήσει δημοτική ή κοινοτική κοινωφελή επιχείρηση με σκοπό την οργάνωση λειτουργιών ή δραστηριοτήτων και την παροχή υπηρεσιών συναφών ή συνδεόμενων με τις αρμοδιότητές τους, που αναφέρονται στους τομείς της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, της παιδείας, του πολιτισμού, του αθλητισμού και του περιβάλλοντος, με εξαίρεση την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων και την αποκομιδή των απορριμμάτων, τη δημιουργία και συντήρηση πρασίνου και τη λειτουργία κοιμητηρίων και κέντρων αποτέφρωσης νεκρών. "Σκοπός των ανωτέρω επιχειρήσεων μπορεί να είναι επίσης η οργάνωση δημοτικής συγκοινωνίας, η εκπόνηση και εφαρμογή προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογίας, καθώς και η εκπόνηση και εφαρμογή προγραμμάτων και πολιτικών προώθησης της απασχόλησης για την ανάπτυξη της περιοχής τους." 2. Είναι δυνατή από την κοινωφελή επιχείρηση η παράλληλη επιδίωξη περισσότερων σκοπών, κατά τα ανωτέρω, οι οποίοι είναι μεταξύ τους συναφείς και σε κάθε περίπτωση δεν έχουν εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα. "Δεν επιτρέπεται η συμμετοχή κοινωφελούς επιχείρησης σε άλλες επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής." Σύμφωνα με το άρθρο 260 του ν. 3463/2006, «1. Η Διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική Διαχείριση. 2. Το οικονομικό έτος της Διαχείρισης των επιχειρήσεων συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος. 3. Η έγκριση του προϋπολογισμού της επιχειρήσεως από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός μηνός από την ψήφιση του προϋπολογισμού του οικείου Ο.Τ.Α.. 4. Εως το τέλος Απριλίου του επόμενου της διαχειριστικής περιόδου έτους το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης υποβάλλει στο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο τον ισολογισμό και τα αποτελέσματα χρήσεως μαζί με σχετική έκθεση των ελεγκτών του άρθρου 261, καθώς και έκθεση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης, ότι τηρήθηκαν οι σχετικές προβλέψεις της νομοθεσίας και των κανονισμών της επιχείρησης. Στις ως άνω εκθέσεις περιλαμβάνεται ειδική αναφορά σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος δράσης του άρθρου 259 του παρόντος. Το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή, αποφασίζει με πράξη του για την έγκριση ή μη του ισολογισμού, διατυπώνοντας σχετικά και τις παρατηρήσεις του επ' αυτού. 5. Ο Δήμος ή η Κοινότητα δεν ευθύνεται για οφειλές ή οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει αναλάβει η επιχείρηση έναντι τρίτων».

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος και από τα έγγραφα που προσκόμισε νομίμως μετ'επικλήσεως ο τελευταίος ( οι εναγόμενοι κατέθεσαν μόνο προτάσεις και δεν εξέτασαν επιμελεία τους μάρτυρα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί επιχείρηση ενοικίασης τραπεζοκαθισμάτων, μεταλλικών κατασκευών και συναφών ειδών για την διοργάνωση διαφόρων πολυπληθών εκδηλώσεων. Στα πλαίσια της εμπορικής του αυτής δραστηριότητας, συμφώνησε προφορικώς, περί τα μέσα Οκτωβρίου του 2011, και δη στην ++, να εκμισθώσει στην πρώτη των εναγομένων ένα μεταλλικό στέγαστρο με μουσαμά και δύο μεγάλα αερόθερμα εξωτερικού χώρου, προκειμένου η πρώτη των εναγομένων να χρησιμοποιήσει αυτά για τις ανάγκες υπαίθριας εκδήλωσης που διοργανώνονταν στο Δήμο ++ με την επιπρόσθετη συμφωνία (παρεπόμενη υποχρέωση σε αυτή της κύριας σύμβασης μίσθωσης) να μεταφέρει ο ενάγων και να εγκαταστήσει τα κινητά αυτά πράγματα στον χώρο της εκδήλωσης. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε από τις 22-10-2011 μέχρι και τις 24-10-2011, ενώ το μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ συνολικά για το στέγαστρο με τον μουσαμά και στο ποσό των 100 ευρώ για τα δύο αερόθερμα εξωτερικού χώρου, ήτοι στο συνολικό ποσό των 1.300 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ποσού 299 ευρώ καταβλητέο, κατά την λήξη της σύμβαση μίσθωσης, ήτοι στις 24-10-2011. Ο ενάγων σε εκτέλεση της σύμβασης μίσθωσε αλλά και μετέφερε τα κινητά πράγματα στον τόπο όπου θα λάμβανε χώρα η εορταστική εκδήλωση και τοποθέτησε αυτά σύμφωνα με τις υποδείξεις των αρμόδιων υπαλλήλων της πρώτης των εναγομένων, η οποία αντίστοιχα παρέλαβε αυτά χωρίς να εκφράσει κάποια επιφύλαξη βρίσκοντας αυτά απολύτως κατάλληλα για τη συμφωνηθείσα χρήση. Κατά την λήξη της σύμβασης μίσθωσης ο ενάγων εξέδωσε, κατά τα συμφωνηθέντα, το υπ'αριθμ. ++ τιμολόγιο συνολικής αξίας 1.599 ευρώ, αιτούμενος την καταβολή του μισθώματος σε εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων. Στο σημείο αυτό λεκτέα και τα ακόλουθα: Η ένδικη σύμβαση μίσθωσης, ως ήδη αναφέρθηκε, συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και των εκπροσώπων της πρώτης των εναγομένων, κοινωφελούς επιχείρησης, εντός των σκοπών της οποίας και είναι άλλωστε εκ του νόμου - άρθρο 254 ν. 3463/2006 - τέτοιου είδους δραστηριότητες (βλ. και τον προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα προϋπολογισμό της πρώτης των εναγομένων όπου αναγράφονται κατά τα έσοδα από πολιτιστικές εκδηλώσεις). Εξάλλου, τόσο το υπ'αριθμ. ++ τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, όσο και τα υπ'αριθμ. ++ και ++ δελτία αποστολής, που εξέδωσε ο ενάγων αναγράφουν την επωνυμία μόνο της πρώτης των εναγομένων, απορριπτομένων των ισχυρισμών του ενάγοντα, ότι η σύμβαση συνήφθη με τους εκπροσώπους και των δύο των εναγομένων και δη ότι ανέλαβαν την καταβολή του μισθώματος εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών. Μοναδική δηλαδή αντισυμβαλλόμενη του ενάγοντα ήταν η πρώτη των εναγομένων κοινωφελής επιχείρηση στα καθήκοντα άλλωστε της οποίας και αναθέτει ο Δήμος εκ της σύστασής της την οργάνωση των διαφόρων πολιτιστικών - εορταστικών εκδηλώσεων και χωρίς να ενδιαφέρει εν προκειμένω αν η πρώτη των εναγομένων χρηματοδοτείται ή όχι από τον οικείο Δήμο (εν προκειμένω από τον δεύτερο των εναγομένων) για τις δραστηριότητές της. Ουδόλως εξάλλου αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο ενάγων ενήργησε με την μίσθωση και την εγκατάσταση των κινητών πραγμάτων προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική θέληση του δεύτερου των εναγομένων. Ούτε εξάλλου αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ότι ο δεύτερος των εναγομένων μετά τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης με νεότερη προφορική συμφωνία υποσχέθηκε την εκπλήρωση του χρέους της πρώτης των εναγομένων, ή ότι υποσχέθηκε δια των εκπροσώπων του την καταβολή του μισθώματος στον ενάγοντα υπέρ της πρώτης των εναγομένων. Μόνα δε τα όσα σχετικά κατέθεσε η μάρτυρας του ενάγοντος, περί υπόσχεσης του Αντιδημάρχου να καταβληθεί το μίσθωμα είτε από την πρώτη των εναγομένων, είτε από τον δεύτερο εξ αυτών, δεν κρίνονται αρκετά αφ ης μάλιστα στιγμής δεν ενισχύονται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη - μισθώτρια, αν και της παραδόθηκαν τα κινητά πράγματα και χρησιμοποίησε αυτά ανενόχλητα καθ ολη τη διάρκεια της μίσθωσης, δεν φάνηκε συνεπής στις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση μίσθωσης και δη όσον αφορά την καταβολή του μισθώματος, καθόσον παρά το γεγονός ότι παρήλθε και η τελευταία ημέρα που είχε οριστεί ως το απώτατο χρονικό όριο για την καταβολή του μισθώματος ( ήτοι η 24-10- 2011), δεν το κατέβαλε στον ενάγοντα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου, σύμφωνα και με τα όσα ενόρκως κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου η μάρτυρας του ενάγοντος, εξακολουθεί δε μέχρι και σήμερα (ημέρα συζήτησης της αγωγής), να οφείλει στον ενάγοντα το μίσθωμα, συνολικού ποσού 1.599 ευρώ ( συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 23%). Πρέπει επομένως, κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα, η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου των εναγομένων ( δικαστικά έξοδα σε βάρος του ενάγοντος δεν θα επιβληθούν, δεδομένου ότι ο δεύτερος των εναγομένων δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα για την αγωγή έξοδα, ενόψει των κοινών - με την πρώτη των εναγομένων προτάσεων), κατ'αποδοχή του σχετικού αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού του. Να γίνει όμως δεκτή και από ουσιαστική άποψη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης των εναγομένων και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.599 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επομένη ημέρα που το μίσθωμα κατέστη απαιτητό ( καθόσον η πρώτη των εναγομένων δεν αποτελεί ΝΠΔΔ ώστε να υποχρεούται στην καταβολή τόκων μόνον από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, αλλά Ν.Π.Ι.Δ). Επιπλέον, πρέπει η απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, η καθυστέρηση της εκτέλεσης, είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, πρέπει η πρώτη των εναγομένων να καταδικασθεί λόγω της ήττας της στην δικαστική δαπάνη του ενάγοντος (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου των εναγομένων.

Δέχεται την αγωγή αναφορικά με την πρώτη των εναγομένων.

Υποχρεώνει την πρώτη των εναγομένων να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.599 ευρώ, νομιμοτόκως από 25-10-2011 μέχρις εξοφλήσεως.

Κηρύσσει την απόφαση, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξη, προσωρινά εκτελεστή.

Καταδικάζει την πρώτη των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις +++, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013