αναίρεση.υπόμνημα πολιτικής αγωγής.πλαστογραφία.έννοια της χρήσης του πλαστού.Μη υποβολή αιτήματος για ανάγνωση εγγράφου.αντίφαση σκεπτικού και διατακτικού και επίδραση στην επιμέτρηση της ποινής

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Του πολιτικώς ενάγοντος ++ του ++, κάτοικου ++, οδός ++, με αδτ ++ και ΑΦΜ ++ Δ.Ο.Υ ++

ΚΑΤΑ

Του αναιρεσείοντος ++ του ++ και της ++, κάτοικου ++.

Καρδίτσα ++

          Επί της συζητουμένης ενώπιόν σας την ++ από ++ αίτησης αναίρεσης (με αρ. κατ. ++ και αρ.πιν.++) του καταδικασθέντος ++ κατά της με αρ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θες/νίκης, ως Εφετείου, επάγομαι τα εξής:

                                                  I

          Ο κατηγορούμενος ενώπιον του Εφετείου, όπως επισκοπείται από την ανάγνωσή της αναιρεσιβαλλομένης, δεν υπέβαλε κανένα αίτημα για ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της με αρ. ++ ένορκης βεβαίωσης. Ειδικότερα δεν έπραξε τούτο ούτε όταν προέβαλε τον «αυτοτελή ισχυρισμό» του, καταχωρηθέντα στα πρακτικά, αφού σ` αυτόν δεν απαντάται κανένα τέτοιο αίτημα, παρά μόνο αξιολογείται επι της ουσίας η υπόθεση και προβάλλονται αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί, για τους οποίους ισχυρισμούς (και όχι αίτημα για ανάγνωση εγγράφου), όπως προκύπτει, και ο κ. Εισαγγελέας και το Δικαστήριο επιφυλάχθηκαν να απαντήσουν, ούτε όταν, μετά την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης, αναγνώστηκαν τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι. Μάλιστα ρητά επισκοπείται στα πρακτικά της προσβαλλομένης ότι στο στάδιο αυτό, «η πρόεδρος ρώτησε…και τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου αν έχουν και άλλα προς ανάγνωση έγγραφα…», τούτος δε ζήτησε να αναγνωστούν τα αναφερόμενα και καταγραφέντα στο σχετικό χωρίο, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνεται η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση. Συνεπώς δεν υπήρξε ποτέ αίτημα για ανάγνωση αυτού του εγγράφου.

Όμως γίνεται παγίως δεκτό (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 284/15, ΑΠ239/15, ΑΠ 93/2015 ΝΟΜΟΣ) ότι «Ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β` Κ.Ποιν.Δ., όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., αίτημα αναγνώσεως εγγράφου, που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Για να επέλθει, όμως, η, κατά το άρθρ. 170 παρ. 2 του άνω Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο (κατά το άρθρ. 335 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.) και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί.»

Συνεπώς ο σχετικός λόγος δέον και αιτούμαι να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού άλλωστε δεν διατείνεται με το λόγο αναίρεσης του, ούτε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης ότι προσέφυγε σχετικώς στο δικαστήριο μετά την απόρριψη δήθεν του αιτήματός του.

                                  II

Το Εφετείο παραδέχεται όσον αφορά το σκέλος της χρήσης των πλαστών από τον πλαστογράφο, ότι αυτός «έκανε χρήση» των πλαστογραφημένων εγγράφων» δηλ. «α) το με ημερομηνία 29-5-2008 έγγραφο- «Καταστατικό του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ++ «ΑΜ ΟΙΛ» (ΑΜ ΟΙΛ), (Συν. Π.Ε.) και  β) το με ημερομηνία 29-5-2008 έγγραφο- « Πρώτη γενική συνέλευση του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ++ «ΑΜ ΟΙΛ» (ΑΜ ΟΙΛ), (Συν. Π.Ε.)- Πρακτικό ίδρυσης του Συνεταιρισμού και Εκλογή Προσωρινής Διοίκησης» και «ειδικότερα προσκόμισε» αυτά «i) την 4 Ιουνίου 2008 στο ++….και ii) την 10 Ιουνίου 2008 στην ++ μαζί με σχετική αίτηση που υπέβαλε προς το Υπουργείο Ανάπτυξη για την δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη, με σκοπό να παραπλανήσει…και τους αρμοδίους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης ως προς την γνησιότητα της υπογραφής των προαναφερθέντων προσώπων που υπογράφουν τα δύο παραπάνω έγγραφα και κατ` επέκταση ως προς την εγκυρότητα και νομιμότητα ίδρυσης του επίμαχου συνεταιρισμού».

Δηλ. το Εφετείο παραδέχεται ότι ο αναιρεσείων προσκόμισε  την 10-6-08 στην ++ και στους υπαλλήλους του Υπουργείου τα παραδεχόμενα ανωτέρω πλαστογραφημένα έγγραφα με τον ανωτέρω παραδεχόμενο σκοπό και άρα εποιήσατο χρήση αυτών, ακριβώς δια της τοιαύτης προσκομιδής, αλλά και ότι ταυτόχρονα υπέβαλε, εκτός απ` αυτά και μαζί με αυτά και άλλο έγγραφο δηλ. αίτηση στους υπαλλήλους για να γίνει δημοσίευση της περίληψης αυτών των (πλαστογραφημένων) εγγράφων και η οποία αίτηση βέβαια, δεν (παραδέχεται ότι) περιέχει αυτή καθαυτή τις πλαστογραφημένες υπογραφές των προσώπων που υπογράφουν στα παραπάνω δύο πλαστογραφημένα έγγραφα. Συνεπώς παραδέχεται ότι η χρήση του πλαστού από τον πλαστογράφο (ως επιβαρυντική περίπτωση), δεν συνίσταται σ` αυτή ταύτη την υποβολή της αίτησης, αφού άλλα παραδέχεται ως τα πλαστά έγγραφα και όχι την αίτηση, αλλά στην προσκόμιση ούτως ή άλλως ενώπιον των υπαλλήλων των ανωτέρω άλλων, εντελώς διαφορετικών της αίτησης, εγγράφων, που παραδέχεται ως πλαστογραφηθέντα. Και τούτο, δηλ. η παραδεχόμενη χρήση δια της προσκομιδής των πλαστογραφημένων εγγράφων ενώπιον των υπαλλήλων του Υπουργείου, αρκεί φυσικά κατά νόμω για την θεμελίωση της επιβαρυντικής περίπτωσης της χρήσης αυτών από τον πλαστογράφο, αφού γι` αυτή απαιτείται η χρήση των πλαστογραφημένων εγγράφων και όχι άλλων (της αίτησης εν προκειμένω που, δια τούτο, είναι άνευ νομικής σημασίας διότι η χρήση αυτής, εφόσον δεν είναι αυτή κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης το πλαστό έγγραφο ΔΕΝ μπορεί και να «συνιστούσε (η αίτηση) την επιβαρυντική περίπτωση της πράξης της πλαστογραφίας και ειδικότερα τη μερικότερη πράξη της χρήσης της από 10 Ιουνίου 2008 αίτηση προς το Υπουργείο», όπως εσφαλμένα διατείνεται ο αναιρεσείων και συνεπώς κατά τούτο η αναφορά στην «σχετική αίτηση» της προσβαλλομένης είναι διηγηματική και ιστορική χωρίς καμμία επίδραση στο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. ΑΠ 267/2003, 149/2005, ΝΟΜΟΣ), η οποία στοιχειοθετείται όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το πλαστογραφημένο έγγραφο στον μέλλοντα να παραπλανηθή τρίτο από το περιεχόμενό του ούτως ώστε να δώση σ` αυτόν την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, ανεξάρτητα αν πράγματι έλαβε ή παραπλανήθηκε πράγματι (Πάγια νομολογία. ενδ : ΑΠ 395/1992 ΠΧ ΜΓ,186, 1516/2001 ΠοινΛογ 2001, 1939 κλπ). Αρκεί επομένως αυτό να περιέλθει στη σφαίρα εξουσίας του παθόντος ώστε να δύναται να καταστεί αντιληπτό με τις αισθήσεις χωρίς να απαιτείται και κάποια περαιτέρω πράξη του δράστη ή τρίτου (Μυλωνόπουλος Ποιν.Δικ. Ειδ. Μέρος, Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα, Σάκκουλας 2005, σελ.66 επ όπου και νομολογία).

Γι` αυτό και η χρήση «μπορεί να γίνει με τρόπο άμεσο ή και έμμεσο (ΑΠ 1306/98 ΠΧ ΜΘ 717) ή και διά τρίτου καλόπιστου που αγνοεί την πλαστότητα (σχετ. Μαγκάκης ΠΧ Ζ 346· ΑΠ 721/82 ΠΧ ΛΓ 147· βλ. και άρθρ. 46 αρ. 27 επ.), δηλ. από παρένθετο πρόσωπο (ΣυμβΕφΑθ 1/92 Υπερ 1992.1452) ή και δια μη εξουσιοδοτημένου προσώπου, όπως λ.χ. με την προσκόμιση του πλαστού από δικηγόρο χωρίς πληρεξουσιότητα (Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΕιδΜ άρθρ. 216-223 σ. 66). Η χρήση μπορεί να γίνει και με απλή επίδειξη στο δικαστήριο ή άλλη αρχή, λ.χ. εμφάνιση της πλαστής επιταγής διά τρίτου (ΑΠ 544/87 ΠΧ ΛΖ 525) ή απλή επίδειξη νοθευμένης απόδειξης αγοράς ενσήμων ΙΚΑ προς τους ελεγκτές (ΑΠ 1237/88 ΠΧ ΛΘ 215). Επίσης, με παράδοση πλαστής επιταγής σε τρίτο προς είσπραξη (ΑΠ 665/95 ΠΧ ΜΕ 1241· 613/78 ΠΧ ΚΗ 695) ή με την εμφάνισή της στην Τράπεζα (ΑΠ 773/89 ΠΧ Μ 159) ή με προσκόμιση πλαστού τίτλου στο συμβολαιογράφο προς σύνταξη συμβολαίου (ΑΠ 244/86 ΠΧ ΛΣΤ 571)». (Μ. Μαργαρίτης Ποιν.Κωδ. 2η εκδ. υπο 216.63 όπου και η ανωτέρω νομολογία).

Συνεπώς ο τρόπος με τον οποίο προσκομίστηκαν τα δύο πλαστογραφημένα έγγραφα στους υπαλλήλους, είναι αδιάφορος, αν δηλ. επικαλούνταν αυτά με «σχετική αίτηση» ή όχι. Διότι ακόμη και χωρίς αυτή, που κατά τις ανωτέρω παραδοχές κατέτεινε στην «δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη» και συνεπώς αφορά σε περαιτέρω ενέργεια του δράστη, η προσκομιδή τους ενώπιον των υπαλλήλων ως παραδεχόμενο γεγονός, παραμένει, όπως φυσικά θα παρέμενε αν η προσβαλλομένη παραδεχόταν ότι προσκομίστηκαν ή παραδόθηκαν ή κατατέθηκαν σ` αυτούς με επιστολή, ή με παρένθετο πρόσωπο ή ως επισυναπτόμενα σε άλλο έγγραφο κλπ. ή ακόμη και «δι` απλής επιδείξεως εις αίτησιν προς το δικαστήριον ή διοικητικήν αρχήν.» (ΑΠ 244/1986 ΠΧ ΛΣΤ, 571,572, ΑΠ 1237/1988 ΠΧ ΛΘ, 215).(γι` αυτό και όπως ειπώθηκε πρόκειται περί διηγηματικής ή ιστορικής αναφοράς αδιάφορης για την δικανική κρίση περί ενοχής, που δεν στοιχειοθετεί και το λόγο αναίρεσης που διατείνεται ο αντίδικος)

Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης ήτοι ότι η προσβαλλομένη για την επιβαρυντική περίπτωση της μερικότερης δεύτερης πράξης της χρήσης «έλαβε υπόψη στο διατακτικό και συνεκτίμησε…την από 10 Ιουνίου 2008 αίτηση του συνεταιρισμού προς το Υπουργείο Ανάπτυξης» η οποία δεν ανεγνώσθη, στηρίζεται επί αναληθούς προϋπόθεσης, καθόσον η προσβαλλομένη ως εκτέθηκε, παραδέχεται ευθέως την χρήση αυτών από τον δράστη επειδή τα προσκόμισε στην Αθήνα στους υπαλλήλους του Υπουργείου (μαζί ή όχι με σχετική αίτηση είναι αδιάφορο αφού δια της παραδεχόμενης προσκομιδής και μόνο, περιήλθαν στην σφαίρα εξουσίας του υπαλλήλου και κατέστησαν προσιτά στις αισθήσεις του μέλλοντα να παραπλανηθεί  τρίτου και συνεπώς κατά τούτο η αναφορά στην «σχετική αίτηση» είναι εντελώς διηγηματική και άνευ σημασίας .ΑΠ 149/2005).

Τόσο μάλλον εμφανώς στηρίζεται επι αναληθούς προϋπόθεσης, όσο εναργώς επισκοπείται ότι η προσβαλλομένη δεν παραδέχθηκε ποτέ κάποια από «10 Ιουνίου 2008» αίτηση, όπως εσφαλμένα αιτιάται ο αναιρεσείων, αλλά «σχετική αίτηση» «μαζί» με τα πλαστογραφημένα έγγραφα που προσκόμισε στους υπαλλήλους του Υπουργείου, η οποία όμως, όπως ειπώθηκε, δεν συνιστά κατά τις παραδοχές της, το πλαστογραφημένο έγγραφο (και συνεπώς δια τούτο δεν μπορούμε να μιλάμε για χρήση αυτού του πλαστού εγγράφου, ήγουν της αίτησης ως επιβαρυντικής περίπτωσης όπως αιτιάται ο αναιρεσείων) και επιπλέον κατά τις παραδοχές της, αφορά σε περαιτέρω και ταυτόχρονη (ήτοι «μαζί» με την προσκομιδή των πλαστογραφημένων εγγράφων) ενέργεια του δράστη «για τη δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη» που φυσικά δεν αναιρεί, αλλά προϋποθέτει την προσκομιδή των πλαστογραφημένων εγγράφων και άρα την «χρήση» τους κατά νόμω από τον πλαστογράφο. Άλλως φυσικά θα είχε το πράγμα εάν αυτή τούτη η «σχετική αίτηση» συμπεριελάμβανε ως εν ενιαίο κείμενο και αυτά τούτα τα πλαστογραφηθέντα έγγραφα ούτως ώστε και με μόνη την υποβολή της και την προσκομιδή της, να καταστούν προσιτά και αυτά στις αισθήσεις του υπαλλήλου δια της ενσωματώσεώς τους στην μόνη προσκομισθείσα αίτηση (και όχι «μαζί» με αυτή). Όμως τέτοιες παραδοχές, όπως και αντίστοιχες αναιρετικές αιτιάσεις, δεν υπάρχουν, αλλά όπως ειπώθηκε, η προσβαλλομένη ευθέως παραδέχεται την χρήση των πλαστών διότι «ειδικότερα προσκόμισε» αυτά στους υπαλλήλους «μαζί με σχετική αίτηση για τη δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη».

Σ` αυτό δε το αποδεικτικό πόρισμα και σύστοιχη κατά το διατακτικό της κρίση, δηλ. της προσκόμισης των πλαστογραφημένων εγγράφων στους υπαλλήλους του Υπουργείου «με σκοπό την παραπλάνησή τους ως προς την εγκυρότητα και νομιμότητα ίδρυσης του συνεταιρισμού», οπωσδήποτε οδηγήθηκε η προσβαλλομένη «από την ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, απ` όλα τα έγγραφα, που ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου» καθόσον πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών αυτής, εισφέρθηκαν στην δίκη τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά, από τα εξής αποδεικτικά μέσα, ήτοι: από την κατάθεσή μου ως πολιτικώς ενάγοντος «όλα τα χαρτιά κατατέθηκαν…με αίτημα να καταχωριστεί το από 29/5/2008 καταστατικό στα βιβλία συνεταιρισμών καθώς και στο Υπουργείο Ανάπτυξης με υπογραφή της ++ ως γραμματέα του συνεταιρισμού…», από την κατάθεση του ++ «ο πατέρας μου έλαβε την σφραγίδα και την υπογραφή καθώς και φωτοτυπία της άδειας λειτουργίας από κάθε πρατηριούχο και στη συνέχεια τα κατέθεσε στο Υπουργείο Ανάπτυξης» ενώ από την παραδεχόμενη ανάγνωση των πρακτικών της υπ` αριθμ. ++ πρωτόδικης απόφασης και ο ίδιος ο αναιρεσείων καταθέτει απολογούμενος ότι «έτρεξα σε Υπουργεία, ρώτησα έκανα όλες τις ενέργειες. Ιδρύσαμε το συνεταιρισμό…». Συνεπώς ως προς την μερικότερη πράξη της χρήσης των πλαστογραφημένων δύο εγγράφων την 10 Ιουνίου 2008 στην Αθήνα, η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και σε καμμία δεν υπέπεσε πλημμέλεια. Άλλωστε με βάση τα ανωτέρω, ακόμα και αν ήθελε παραδόξως γίνει δεκτό ότι αυτό τούτο το έγγραφο της αίτησης «συνιστούσε την επιβαρυντική περίπτωση της πράξης της πλαστογραφίας και ειδικότερα τη μερικότερη πράξη της χρήσης της από 10Ιουνίου 2008 αίτηση προς το Υπουργείο» (και ας μην υπάρχει παραδοχή ότι αυτή ήταν το πλαστό έγγραφο έτσι ώστε να είναι νοητή και η χρήση της ως επιβαρυντικής περίπτωσης) και όχι τα παραδεχθέντα ανωτέρω πλαστογραφημένα που προσκομίστηκαν στους υπαλλήλους ,και πάλι είναι φανερό ότι η «χρήση» ως επιβαρυντική περίπτωση (με την κατάθεση δήθεν «σχετικής αίτησης» στο Υπουργείο), προκύπτει από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες και απολογία) και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται και για τον λόγο αυτό ο προταθείς λόγος αναίρεσης, αφού απόλυτη ακυρότητα από τη μη ανάγνωση ληφθέντος υπόψη εγγράφου, δεν επέρχεται αν το περιχεόμενο του προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν (πάγια νομολογία, ενδ. ΑΠ 267/2003 ΠΧ ΝΓ,991).

                                     ΙΙΙ

Σχετικά δε με τον πρώτο λόγο, είναι προφανές ότι η προσβαλλομένη από καθαρά παραδρομή και μόνο συμπεριέλαβε και το όνομα του ++ στο διατακτικό και είναι προφανές ότι τούτο έγινε κατά την διαδικασία της αντιγραφικής μεταφοράς από το σκεπτικό αυτουσίως του, πανομοιότυπης διατύπωσης και σύνταξης, σχετικού χωρίου «έθεσε ως ονόματα ιδρυτικών μελών –μεταξύ άλλων και- το όνομα του πολιτικώς ενάγοντος ++, καθώς και τα ονόματα των ++ και ++, και δίπλα από τα ονόματα αυτά, έθεσε σφραγίδα με τα στοιχεία της επιχείρησης υγρών καυσίμων που διατηρούσε έκαστος εξ αυτών» από το οποίο έτσι απουσιάζει το όνομα του ανωτέρω και όχι διότι δέχεται δήθεν κατά το αποδεικτικό της πόρισμα πράξη πλαστογραφίας και γι` αυτόν, αφού ακολουθεί ειδική αιτιολογία περί ύπαρξης αμφιβολιών για τον παραπάνω αποβιώσαντα. Συνακόλουθα και για την επιμέτρηση της ποινής του εξακολουθούντος εγκλήματος είναι φανερό ότι έλαβε υπόψη μόνο τις ανωτέρω παραδεχθείσες κατά το αποδεικτικό της πόρισμα τρείς πράξεις πλαστογραφίας (++, ++ και ++) όχι μόνο διότι ευθέως διατυπώνει αποδεικτικό πόρισμα στο σκεπτικό της μόνο γι` αυτές, αλλά και διότι όπως προκύπτει από την επισκόπησή της,  μετά την απόφαση της ενοχής και προ της απόφασης επιμέτρησης της ποινής, εδόθη και έλαβε το λόγο ο συνήγορος του κατηγορουμένου επι της ποινής και «ζήτησε το ελάχιστο όριο» χωρίς την όποια αιτίαση εκ μέρους του για την μη λήψη υπόψη δήθεν κατά την επιμέτρηση, της πράξης που αφορά τον ανωτέρω αποβιώσαντα, που σημαίνει αυτονόητα ότι αυτή δεν ελήφθη υπόψη κατά την επιμέτρηση, αφού διαφορετικά θα είχε εκδηλωθεί και η σχετική αντίρρηση εκ μέρους του.

Για τους ανωτέρω λόγους και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτό το παρόν υπόμνημά μου και να απορριφθεί η από ++ αίτηση αναίρεσης (με αρ. κατ. ++ και αρ.πιν.++) του καταδικασθέντος ++ κατά της με αρ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θες/νίκης, ως Εφετείου και να καταδικαστεί στη δικαστική μου δαπάνη.

                 Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                                         ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013