ΑΠ 1309/2015.απάτη ασφαλιστικού ταμείου.ιατροί.συνταγογράφηση.Εθνικό Συνταγολόγιο.ψευδές γεγονός-ιατρική κρίση.εφεση & υπέρβαση εξουσίας.προανακριτικές εξετάσεις και καταθέσεις.ακυρότητα.πορισματική αναφορά ελεγκτικών οργάνων.προανακριτικοί υπάλληλοι

Αριθμός 1309/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα), Αγγελική Αλειφεροπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Δημήτριο Τζιούβα και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις ++, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ++, κατοίκου ++, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο, για αναίρεση της υπ'αριθ++ αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον «ΕΘΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο. Π.Υ.Υ.), που εκπροσωπείται νόμιμα και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από την πληρεξούσια δικηγόρο του ++.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ++ αίτησή του αναιρέσεως και στους από ++ προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ++.

Αφού άκουσε

Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από ++ αίτηση (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις ++) και οι επ’ αυτής α) από ++ και β) από ++ πρόσθετοι λόγοι του ++, για αναίρεση της υπ' αριθ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 Π.Κ., "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, υπάρχει δε τέτοια βλάβη (ζημία) σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της αξίας της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της, ενώ εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με αυτόν που ζημιώθηκε. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άνω άρθρου, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά (ήτοι τα συμβεβηκότα του εξωτερικού κόσμου, που απεικονίζουν την πραγματικότητα), τα οποία ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν, όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων, κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπληρώσεώς τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση, τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. "Γεγονός", κατά την έννοια αυτή, αποτελεί και κάθε πράξη ή συγκεκριμένη κατάσταση ή σχέση ή συμπεριφορά, που υποπίπτει στις αισθήσεις, ενώ δεν υπάγονται στην έννοια του γεγονότος οι γενικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για οποιοδήποτε αντικείμενο, εκτός αν υποκρύπτουν βεβαίωση πραγματικού γεγονότος. Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής καταστάσεως οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος, ο δε αξιούμενος, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου, σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (έγκλημα με "υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση").Τέλος, η περιουσιακή βλάβη, που, όπως προεκτέθηκε, υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης, που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 Π.Κ., "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", με τον οποίο εκφράζεται η έννοια της συναυτουργίας, νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλοντας ή αποδεχόμενος να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (Ολ.Α.Π. 50/1990). Έτσι, απάτη μπορεί να τελεσθεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ίδιες ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά και χωριστά, κατόπιν όμως κοινής συναποφάσεως, δηλαδή με κοινό δόλο και με σκοπό την παραπλάνηση του θύματος και το παράνομο περιουσιακό όφελος όλων ή και ενός από αυτούς ή οιουδήποτε τρίτου, με αντίστοιχη βλάβη του απατηθέντος. Από τη διάταξη δε του άρθρου 98 Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ενότητα δόλου). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η ύπαρξη του δόλου (που απαιτείται, κατ’ άρθρ. 26 παρ.1 Π.Κ., για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρ. 27 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως) δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, ενώ, όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω "σκοπού" (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), τότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα στοιχεία αυτά, τα οποίο απαιτούνται και στο αδίκημα της απάτης. Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, κατά τα άνω, αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων .των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: «Ο τέταρτος κατηγορούμενος, ++, στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2007 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2008, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον ++, ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο.Γ.Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι: 1) ο ασφαλισμένος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 16/6 έως 20/11/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 16/6 , 5/7, 24/8, 15/9 και 20/1 1/2007 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 2.739,30 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ, 2) η ασφαλισμένη ++ κατά το χρονικό διάστημα από 29/6/2007 έως 5/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 29/6/2007, 21/8/2007, 15/9/2007, 31/10/2007,22/11/2007, 28/12/2007, 31/1/2008 και 5/2/2008 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναςοερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη δεν είχε ανάγκη των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα καθόσον αυτή δεν έπασχε από ψύχωση ή άνοια, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία της ασφαλισμένης ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 3.001,23 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 3) Η ασφαλισμένη ++ κατά το χρονικό διάστημα από 26/6/2007 έως 15/9/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 26/6, 30/7, 9/8 και 15/9/2007 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προ βλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο παραπάνω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία της ασφαλισμένης ++ η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 1.689,07 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 4)ο ασφαλισμένος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 26/6/2007 έως 15/9/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 26/6, 11/7, 22/8 και 15/9/2007 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο παραπάνω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 4.713,03 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 5) ο ασφαλισμένος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 30/7/2007 έως 8/10/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 30/7, 17/8, 11/9 και 8/10/2007 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο παραπάνω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 2.701,93 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 6) ο ασφαλισμένος ++, κάτοικος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 31/5/2007 έως 22/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 31/5/2007, 28/6/2007, 28/6/2007, 31/7/2007, 31/7/2007, 24/8/2007, 24/8/2007, 28/9/2007, 28/9/2007, 22/10/2007, 22/10/2007,15/11/2007, 28/12/2007, 31/1/2008, 31/1/2008, 22/2/2008 και 22/2/2008 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο έκαστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 10.492,43 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 7) η ασφαλισμένη ++, κάτοικος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 30/5/2007 έως 12/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 30/5/2007, 30/5/2007, 12/6/2007, 12/6/2007, 12/6/2007, 5/7/2007, 5/7/2007, 5/7/2007, 2/8/2007, 7/8/2007, 7/8/2007, 11/9/2007, 11/9/2007, 11/9/2007, 9/10/2007, 9/10/2007, 9/10/2007, 27/11/2007, 27/11/2007, 15/1/2008,15/1/2008, 15/1/2008, 12/2/2008, 12/2/2008 και 12/2/2008 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία της ασφαλισμένης Δημητριάδου Κυριακής, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 15.770,35 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 8) η ασφαλισμένη ++, κάτοικος Ν. Πέλλας κατά το χρονικό διάστημα από 16/5/2007 έως 12/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 16/5/2007, 6/6/2007, 28/6/2007, 10/7/2007, 10/7/2007, 23/8/2007, 28/9/2007, 29/10/2007, 27/11/2007, 27/12/2007, 18/1/2008 και 12/2/2008 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων & σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο όποιος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία της ασφαλισμένης ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 6.001,29 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 9) Ο ασφαλισμένος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 15/5/2007 έως 27/1 1/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 15/5/2007, 5/6/2007, 28/6/2007, 10/7/2007, 10/7/2007, 6/8/2007, 5/9/2007, 23/10/2007 και 27/11/2007 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 3.441,20 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 10) Η ασφαλισμένη ++ κατά το χρονικό διάστημα από 31/5/2007 έως 21/1/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 31/5/2007, 28/6/2007, 28/6/2007, 22/7/2007, 22/7/2007, 24/8/2007, 24/8/2007, 30/8/2007, 28/9/2007, 22/10/2007, 22/10/2007, 29/11/2007, 29/11/2007, 27/12/2007 και 21/1/2008 έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένης ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 10.879,04 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. Έτσι το σύνολο της αξίας των συνταγών που κατέβαλε ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) στον φαρμακοποιό, ++, μετά την αφαίρεση της ανώτατης δοσολογίας των ανωτέρω σκευασμάτων που προβλέπεται από το Εθνικό Συνταγολόγιο για κάθε ασθενή, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των εξήντα ενός χιλιάδων επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (61.714,67 ευρώ), με ζημία του ΟΓΑ και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του τέταρτου κατηγορούμενου και του ανωτέρω φαρμακοποιού, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης άξιας. Ο τέταρτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με όσα είχαν πει ορισμένοι ασθενείς του ή οι συγγενείς τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, τους έδινε ο ίδιος τα φάρμακα που είχαν ανάγκη, ενώ εκείνος συμπλήρωνε και τις συνταγές στα βιβλιάρια τους, γράφοντας όμως σ'αυτά τις ως άνω υπερβολικές ποσότητες, για τις οποίες εισέπραττε ο προαναφερόμενος φαρμακοποιός, προς παράνομο όφελος αμφοτέρων τους, το αντίτιμο, ενώ στην περίπτωση του ++ ο τέταρτος κατηγορούμενος τον επισκεπτόταν εκτός ωραρίου και υπηρεσίας στο σπίτι του, φέρνοντας ο ίδιος φάρμακα, συνταγογραφώντας όμως στο βιβλιάριό του τις ποσότητες που ήθελε σα να τελούσε σε υπηρεσία στο νοσοκομείο. Όλες -οι παραπάνω συνταγές, τα φάρμακα    των οποίων, με τη συχνότητα που συνταγογραφούνταν, αποτελούσαν υπερδοσολογία (διπλή ή και τριπλή δοσολογία από αυτήν του εθνικού συνταγολογίου και την ενδεικνυόμενη), φέρονταν ότι εκτελέσθηκαν από το ίδιο φαρμακείο (αυτό του σύνεργού του  ++), ενώ αφορούσαν φάρμακα με μηδενική συμμετοχή του ασφαλισμένου, ώστε να μην τίθεται ζήτημα πληρωμής εκ μέρους του έστω και ενός μικρού ποσού. Σημειώνεται δε ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων ήταν υπερβολικές και ξεπερνούσαν ακόμη και την υπερδοσολογία που συνιστούσε με τις συνταγές του ο ίδιος ο τέταρτος κατηγορούμενος (τις δόσεις που ο ίδιος όριζε για καθημερινή κατανάλωση για ορισμένο χρονικό διάστημα). Αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτό το φαινόμενο επικαλούμενος στην απολογία του πως δεν γνώριζε πόσα χάπια περιείχε κάθε κουτί. Ο σχετικός ισχυρισμός του ελέγχεται αβάσιμος ενόψει της ιδιότητας του ως ιατρού και δη ψυχιάτρου. Ο παραπάνω κατηγορούμενος μάλιστα δεν επικαλέσθηκε εξ υπαρχής, κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ'εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων, όπως ανεπιτυχώς αποπειράθηκε να κάνει με την απολογία του. Αρκετοί δε από τα πρόσωπα, στα οποία συνταγογραφούσε, ήταν συγγενείς του (μητέρα του, θεία του, θείος του και η σύζυγος αυτού- θεία του κλπ). Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του (ή φερόμενων ως ασθενών του: ++η οποία δεν έπασχε από ψυχική ασθένεια και δεν έλαβε στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αγωγή) δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Μετά την απόδειξη της ενοχής του, ο τέταρτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης», Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, εκτός άλλων διατάξεων, που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αναιρετικής δίκης, κήρυξε τον τέταρτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξεως της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ' εξακολούθηση, για την οποία, αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπό του του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: «ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον τέταρτο κατηγορούμενο, ++, κάτοικο++, ένοχο του ότι: στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2007 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2008, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον φαρμακοποιό, ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο.Γ.Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι : 1) ο ασφαλισμένος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 16/6 έως 20/1 1/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 16/6 , 5/7, 24/8, 15/9 και 20/11/2007 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών …………… Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 2.739,30 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ, 2) η ασφαλισμένη ++ κατά το χρονικό διάστημα από 29/6/2007 έως 5/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 29/6/2007, 21/8/2007, 15/9/2007,3  1/10/2007, 22/1 1/2007, 28/12/2007, 31/1/2008 και 5/2/2008 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών. …………Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη δεν είχε ανάγκη των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα καθόσον αυτή δεν έπασχε από ψύχωση ή άνοια, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία της ασφαλισμένης ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 3.001,23 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 3) η ασφαλισμένη ++ κατά το χρονικό διάστημα από 26/6/2007 έως 15/9/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 26/6, 30/7, 9/8 και 15/9/2007 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών………….τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προ βλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένης ++ η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 1.689,07 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 4) ο ασφαλισμένος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 26/6/2007 έως 15/9/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 26/6 ,11/7, 22/8 και 15/9/2007 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών:……………τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 4.713,03 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 5) ο ασφαλισμένος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 30/7/2007 έως 8/10/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 30/7, 17/8, 11/9 και 8/10/2007 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών:………Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 2.701,93 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 6) ο ασφαλισμένος ++, κάτοικος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 31/5/2007 έως 22/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 31/5/2007, 28/6/2007, 28/6/2007, 31/7/2007, 31/7/2007, 24/8/2007, 24/8/2007, 28/9/2007, 28/9/2007, 22/10/2007, 22/10/2007, 15/11/2007, 28/12/2007, 31/1/2008, 31/1/2008,22/2/2008 και 22/2/2008 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών:………………Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 10.492,43 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 7) η ασφαλισμένη ++, κάτοικος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 30/5/2007 έως 12/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 30/5/2007, 30/5/2007, 12/6/2007, 12/6/2007, 12/6/2007, 5/7/2007, 5/7/2007, 5/7/2007, 2/8/2007, 7/8/2007, 7/8/2007, 11/9/2007, 11/9/2007,11/9/2007, 9/10/2007, 9/10/2007, 9/10/2007, 27/11/2007, 27/11/2007, 15/1/2008, 15/1/2008, 15/1/2008, 12/2/2008, 12/2/2008 και 12/2/2008 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών:…………Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στο πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο έκαστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία της ασφαλισμένης ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 15.770,35 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 8) η ασφαλισμένη ++, κάτοικος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 16/5/2007 έως 12/2/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 16/5/2007, 6/6/2007, 28/6/2007, 10/7/2007, 10/7/2007, 23/8/2007, 28/9/2007, 29/10/2007, 27/11/2007, 27/12/2007, 18/1/2008 και 12/2/2008 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων & σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών.... Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία της ασφαλισμένης ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 6.001,29 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 9) Ο ασφαλισμένος ++, κάτοικος Ν. Πέλλας κατά το χρονικό διάστημα από 15/5/2007 έως 27/11/2007 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 15/5/2007, 5/6/2007, 28/6/2007, 10/7/2007, 10/7/2007, 6/8/2007, 5/9/2007, 23/10/2007 και 27/11/2007 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών………… Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 3.441,20 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. 10) Η ασφαλισμένη ++, κάτοικος ++ κατά το χρονικό διάστημα από 31/5/2007 έως 21/1/2008 και συγκεκριμένα ότι κατά τις ημερομηνίες 31/5/2007, 28/6/2007, 28/6/2007, 22/7/2007, 22/7/2007, 24/8/2007, 24/8/2007, 30/8/2007, 28/9/2007, 22/10/2007, 22/10/2007, 29/11/2007, 29/11/2007, 27/12/2007 και 21/1/2008 έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον φαρμακοποιό ++, οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών:……τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον η προαναφερόμενη ασφαλισμένη είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένης ++, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 10.879,04 ευρώ, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ. Έτσι το σύνολο της αξίας των συνταγών που κατέβαλε ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) στον φαρμακοποιό, ++, μετά την αφαίρεση της ανώτατης δοσολογίας των ανωτέρω σκευασμάτων που προβλέπεται από το Εθνικό Συνταγολόγιο για κάθε ασθενή, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των εξήντα ενός χιλιάδων επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (61.714,67 ευρώ), με ζημία του ΟΓΑ και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του δέκατου κατηγορούμενου και του ανωτέρω φαρμακοποιού, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας».

Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης    αποφάσεως, που   παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση   του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείου, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, τις οποίες προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας αξιολόγησε στο σύνολό τους χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 98 και 386 παρ.1 εδ. β'-α' Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται ο τρόπος τελέσεως της άνω πράξεως κατά χρόνους, τόπο και λοιπές περιστάσεις και δη, ότι ο ήδη αναιρεσείων- κατηγορούμενος, ως ++, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Ο.Γ.Α. και η σύνταξη και έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση ιατρικών σκευασμάτων στους έχοντες σχετική ανάγκη, από κοινού και κατόπιν συναποφάσεως ενεργώντας με τον κατονομαζόμενο φαρμακοποιό, παρέστησε, εξακολουθητικά, εν γνώσει του ψευδώς στους αρμόδιους για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων υπαλλήλους του πιο πάνω ασφαλιστικού οργανισμού, ότι οι αναφερόμενοι, δέκα τον αριθμό, ασφαλισμένοι είχαν δήθεν ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες παρέδιδε (δηλαδή ο ίδιος) στον άνω φαρμακοποιό, που τις κατέθετε κάθε μήνα, ως εκτελεσθείσες, στην αρμόδια υπηρεσία του Ο.Γ.Α., πείθοντας με την ανωτέρω παραπλανητική συμπεριφορά τους υπαλλήλους εκείνους να καταβάλουν την αξία τους, την οποία ο φαρμακοποιός εισέπραττε από τον εν λόγω ασφαλιστικό Οργανισμό για λογαριασμό αμφοτέρων των παραπάνω δραστών, ενώ οι ασφαλισμένοι είχαν ανάγκη μόνο των ποσοτήτων, που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου και όχι των επί πλέον τεμαχίων σκευασμάτων, που αυτός συνταγογράφησε για τους ίδιους χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεραπεία τους, προσπορίζοντας έτσι στον εαυτό του και στο συναυτουργό του φαρμακοποιό, από την επί πλέον των αναγκών των ασφαλισμένων συνταγογράφηση τεμαχίων σκευασμάτων, παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο και εσκόπευε, με αντίστοιχη ζημία του Ο.Γ.Α. συνολικού ύψους 61.714,67 ευρώ, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις απατηλές ενέργειες του ήδη αναιρεσείοντος ιατρού και είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι ανωτέρω ασφαλισμένοι στον Ο.Γ.Α. δεν είχαν ανάγκη για τη θεραπεία τους και των επί πλέον του Εθνικού Συνταγολογίου συνταγογραφηθέντων τεμαχίων σκευασμάτων, αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός, αφού, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως αυτής,  εκείνοι είχαν ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου, τα δε επί πλέον συνταγογραφηθέντα, ενόψει και της συχνότητας που συνταγογραφούνταν, αποτελούσαν υπερδοσολογία διπλή ή και τριπλή σε σχέση με την προβλεπόμενη και ενδεικνυόμενη ως άνω (προδήλως, δηλαδή, για κάθε ασφαλισμένο ασθενή) και, συνεπώς, η δια της συνταγογραφήσεως των-επί πλέον σκευασμάτων παράσταση, ότι οι εν λόγω ασφαλισμένοι τα είχαν ανάγκη αποτελεί ψευδές γεγονός, με την έννοια της ανακριβούς απεικονίσεως της πραγματικότητας σε σχέση με συγκεκριμένη κατάσταση, που υποπίπτει στις αισθήσεις και όχι απλώς αξιολογική ιατρική κρίση εκτιμήσεως του είδους, της διάρκειας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της νόσου εκάστου ασθενούς, της ηλικίας του, του φύλου του κλπ κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, αφού και η επικαλούμενη αυτή κρίση και εκτίμηση υποκρύπτει βεβαίωση πραγματικού "γεγονότος", ικανού να στοιχειοθετήσει το έγκλημα της απάτης, δοθέντος, μάλιστα, ότι το Εθνικό Συνταγολόγιο, που αποτελεί οδηγό για τους γιατρούς, σύμφωνα με την αναγνωσθείσα και αξιολογηθείσα από το Δικαστήριο της ουσίας υπ' αριθ. 1430/2009 απόφαση του Υποδιοικητή του Ο.Γ.Α., καθορίζει την ανώτατη επιτρεπτή δοσολογία εκάστου φαρμάκου για τη σωστή αντιμετώπιση κάθε νόσου χωρίς επιπλοκές ή παρενέργειες για την προστασία της δημόσιας υγείας και, επομένως, εφόσον με αυτό προσδιορίζεται, βάσει επιστημονικών δεδομένων, το ανώτατο όριο δοσολογίας των φαρμακευτικών σκευασμάτων, αποτελεί ασφαλές αντικειμενικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της κατ' ανώτατο όριο αναγκαίας για κάθε ασθενή δοσολογίας. Περαιτέρω, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το επιτευχθέν παρανόμως περιουσιακό όφελος των δραστών είναι αντίστοιχο της ζημίας που προκλήθηκε στον Ο.Γ.Α., σε συνδυασμό με την παραδοχή της ίδιας αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων ήταν εκείνος, που παρέδιδε τις συνταγές στον μνημονευόμενο φαρμακοποιό, ήτοι χωρίς τη μεσολάβηση των ασφαλισμένων, σαφώς υποδηλώνουν, ότι τα αντίστοιχα επί πλέον συνταγογραφηθέντα φάρμακα δεν παραλήφθηκαν από τους ασφαλισμένους και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα ελάσσονος περιουσιακού οφέλους των δραστών και ζημίας του Ο.Γ.Α., όπως αβασίμως αιτιάται ο αναιρεσείων. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές, οι περαιτέρω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν παρατίθενται τα απαιτούμενα προς θεμελίωση της ανωτέρω πράξεως στοιχεία, δεν αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις συμμετοχής, δεν αιτιολογείται ο σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους ούτε προσδιορίζεται το ύψος τούτου, ως και ότι ως προς το υποκειμενικό στοιχείο της πράξεως εσφαλμένα εφαρμόσθηκε το άρθρο 386 Π.Κ., είναι αβάσιμες. Μετά από αυτά, όλοι οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγοι του κύριου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και ελλείψεως νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιέχονται στο κυρίως δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, συνιστώσες αμφισβήτηση των εις βάρος αυτού (αναιρεσείοντος) ουσιαστικών παραδοχών  της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, είναι απαράδεκτες, αφού με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως εξουσίας σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320 και 321 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικαστεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου, που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ.4 του ίδιου Κώδικα. Η ακυρότητα όμως αυτή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.1, 173 παρ.1 και 174 Κ.Ποιν.Δ., είναι σχετική, ως αναγόμενη σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και, αν ο κατηγορούμενος δεν την προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης (πριν από την έναρξη της εκδικάσεως της υποθέσεως και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου) η ακυρότητα αυτή καλύπτεται. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η εν λόγω ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ’ αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διαλαμβάνοντας στην έφεσή του ειδικό λόγο περί τούτου. Επομένως, εφόσον προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ή άλλη ακυρότητα της προδικασίας μη καλυφθείσα και αυτή απορριφθεί από το άνω δικαστήριο, η ίδια ακυρότητα θα πρέπει να προταθεί με ειδικό λόγο εψέσεως, ώστε να κριθεί από το εφετείο στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 502 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., άλλως καλύπτεται και δεν μπορεί να επαναφερθεί στο ακροατήριο του εφετείου, αφού, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη (άρθρ. 502 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ.), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της εφέσεως, σε περίπτωση δε που δεν το πράξει και δεν αποφανθεί, όπως έχει υποχρέωση (ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως), επί εκκληθέντος κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Τούτο όμως προϋποθέτει, ότι τα εκκληθέντα κεφάλαια πλήττονται κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, καθόσον το εφετείο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αόριστο λόγο εφέσεως, αφού αυτός, ως εκ του περιεχομένου του, τυγχάνει απαράδεκτος, δοθέντος ότι από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 462 επόμ., 474 παρ.2, 476 παρ.1 και 502 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, όχι μόνον ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των προβαλλόμενων λόγων, στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προτεινόμενοι από τον εκκαλούντα λόγοι εφέσεως, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και ότι στην έκθεση εφέσεως, με την οποία διώκεται ο έλεγχος και η διόρθωση των σφαλμάτων της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει να διατυπώνονται οι λόγοι, για τους οποίους αυτή ασκείται και να προτείνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δεκτικοί δικαστικής εκτιμήσεως, διαφορετικά οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι εφέσεως απορρίπτονται, ως απαράδεκτοι, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα οποιοσδήποτε συμπληρώσεως ή πρόσθετων λόγων εφέσεως στο ακροατήριο του δικάζοντος την έφεση δικαστηρίου.- Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος παραπέμφθηκε με το από ++ κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ++ ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ++, για να δικαστεί ως υπαίτιος της προαναφερόμενης πράξεως. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στις ++ ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αυτός προέβαλε, δια του συνηγόρου του, ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, καταχωρισθείσα στα πρακτικά της δίκης εκείνης, για λόγους, οι οποίοι αναφέρονταν εκτενώς σε μη ακριβή περιγραφή της πράξεως, ως υπαίτιος της οποίας παραπέμφθηκε, για να δικαστεί. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ' αριθ. 166/2013 απόφασή του, απέρριψε την εν λόγω ένσταση, ως αβάσιμη και στη συνέχεια κήρυξε αυτόν ένοχο της ανωτέρω πράξεως. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την υπ’ αριθ. ++ έφεση, στην οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εκθέσεως αυτής, περιέλαβε, μεταξύ άλλων, ως σχετικό με την απόρριψη της πιο πάνω ενστάσεως λόγο εφέσεως, κατά λέξη, τα εξής: «1) ΔΙΟΤΙ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ Η ΝΟΜΙΜΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ» χωρίς, όμως, να επαναλάβει τους λόγους ακυρότητας, που αποτελούσαν περιεχόμενο της πιο πάνω ενστάσεώς του. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε και πάλι ένοχο τον κατηγορούμενο, χωρίς να εξετάσει τον ανωτέρω λόγο της εφέσεως, ο οποίος, όπως διατυπώθηκε ως άνω, δεν ήταν σαφής και ορισμένος. Σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ο παραπάνω λόγος εφέσεως του εκκαλούντος-κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος τύγχανε απαράδεκτος, ως αόριστος και ασαφής, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον αυτός δεν είχε προβληθεί στη σχετική έκθεση εφέσεως κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, δεν είχε υποχρέωση να τον εξετάσει, ενόψει του ότι προϋπόθεση της υποχρεώσεως του δικαστηρίου για έρευνα του λόγου εφέσεως αποτελεί να είναι παραδεκτός. Συνεπώς, μη ερευνώντας αυτόν, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, με το να μην ερευνήσει το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τους λοιπούς επί μέρους λόγους εφέσεως, που αφορούσαν άλλες προβληθείσες πρωτοδίκως ενστάσεις του εκκαλούντος - κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, οι οποίοι, κατά πιστή μεταφορά από την έκθεση εφέσεως, έχουν ως εξής: «2) ΓΙΑΤΙ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ Η ΝΟΜΙΜΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ Η ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ Η ΥΠ' ΑΡ. ++ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Κ. ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗ ΟΓΑ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 210 ΚΑΙ 255 ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΠΔ. ΕΠΙΣΗΣ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΘΟΥΝ ΤΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ++ ΑΙΤΗΣΗ ΜΟΥ ΕΓΓΡΑΦΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟ ++ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ++ ΚΑΙ ++. ΤΕΛΟΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ», δεν υπερέβη την εξουσία του, καθόσον και οι λόγοι αυτοί, με το προεκτεθέν επιγραμματικό περιεχόμενο, ήσαν απαράδεκτοι, αφού δεν διατυπώθηκαν ειδικώς και κατά, τρόπο ορισμένο, οπότε το Εφετείο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να τους ερευνήσει. Συνακολούθως δε, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι ανωτέρω ενστάσεις δεν προβλήθηκαν από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ούτε στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό γι' αυτόν συμπέρασμα, το εν λόγω Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε τέτοιες ενστάσεις ούτε να αιτιολογήσει την απορριπτική κρίση του. Κατά συνέπεια, ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος αναιρετικός λόγος του από ++ δικογράφου των προσθέτων είναι αβάσιμος, τόσο ως προς το κύριο σκέλος του, περί αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας (λόγω παραλείψεως του Εφετείου να αποφασίσει επί των ανωτέρω λόγων εφέσεως), από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η΄ Κ.Ποιν.Δ., όσο και ως προς το επικουρικό σκέλος του, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με τις παραπάνω ενστάσεις, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα. 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31 τταρ.2, 105 παρ.2 και 223 τταρ.4 Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της καταθέσεώς του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο καταθέσεώς, που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι Οποίες λήφθηκαν είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσας διοικητικής εξετάσεως, η οποία μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Ποιν.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρ. 171 παρ.1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, διακηρυσσόμενο ήδη στο άρθρο 14 παρ.3 εδ. ζ1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, κυρωθέντος με το Ν. 2462/1997, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974), καθώς και το δικαίωμά του, από το άρθρο 223 παρ.4 Κ.Ποιν.Δ., να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκόψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη (Ολ.Α.Π. 1/2004). Η ακυρότητα, όμως, αυτή δεν επέρχεται στην περίπτωση, που αξιολογείται - εκτιμάται αποδεικτικώς πόρισμα, το οποίο στηρίχθηκε και σε μαρτυρική κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, ανεξάρτητο από την εν λόγω κατάθεση και συγκεκριμένα για έγγραφο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ α' Κ.Ποιν.Δ., "Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση…" Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως ή προανακρίσεως και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξετάσεως (Ολ.Α.Π. 4/2008).- Εν προκειμένω, με τους δεύτερο, τρίτο τέταρτο και πέμπτο πρόσθετους λόγους αναιρέσεως του από ++ δικογράφου, προβάλλονται οι αιτιάσεις της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη, συναξιολόγησε και αξιοποίησε αποδεικτικά, προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, 1) την από ++ υπηρεσιακή αναφορά των διενεργησάντων σχετικό με την κρινόμενη υπόθεση έλεγχο επιθεωρητών του Ο.Γ.Α., στην οποία περιλαμβάνεται η από ++ κατάθεση-εξέταση του αναιρεσείοντος από τους άνω ελεγκτές, κατά τη διενεργηθείσα από εκείνους έρευνα πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ήτοι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, αφού έγινε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31 παρ.2 και 105 Κ.Ποιν.Δ., 2) την ανωτέρω (από ++) κατάθεση αυτού, για την οποία δεν συντάχθηκε σχετική έκθεση, κατά τα άρθρα 148 - 153, 241 και 273 Κ.Ποιν.Δ., και εκ τούτου είναι ανυπόστατη δικονομικά ανακριτική πράξη, 3) τις καταθέσεις μαρτύρων, που περιλαμβάνονται στην παραπάνω (από ++) υπηρεσιακή αναφορά των ελεγκτών του Ο.Γ.Α. χωρίς να συνταχθούν σχετικές εκθέσεις, κατά τα άρθρα 148 - 153, 241 και 226 Κ.Ποιν.Δ., οπότε είναι δικονομικά ανύπαρκτες και ανυπόστατες και 4) μέσω της αναγνωσθείσας ως άνω από ++ υπηρεσιακής αναφοράς των ελεγκτών του Ο.Γ.Α., ευρήματα από τις έρευνες εκείνων στις οικίες ασφαλισμένων, οι οποίες ήσαν παράνομες και ανυπόστατες, αφού δεν έγιναν με τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων ούτε συντάχθηκε γι' αυτές σχετική έκθεση, κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος και των άρθρων 253 επ. Κ.Ποιν.Δ., παραβιάζοντας με όλα τα ανωτέρω τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, τέλος δε, διάχυτη είναι η αιτίαση στο ως άνω από ++ δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και αξιοποίησε τις επ' ακροατηρίου καταθέσεις των αναφερόμενων ελεγκτών του Ο.Γ.Α., που εκτέλεσαν προανακριτικά καθήκοντα, παραβιάζοντας, ομοίως, έτσι τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Από την παραδεκτή, για την έρευνα της βασιμότητας των πιο πάνω αναιρετικών λόγων, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον ήδη αναιρεσείοντα κρίση του, έλαβε υπόψη του, εκτός των λοιπών αποδεικτικών μέσων, και όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το αριθμούμενο στα ανωτέρω πρακτικά με αριθμό 2 και περιγραφόμενο ως "η από ++ υπηρεσιακή αναφορά του Ο.Γ.Α.”, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ή του συνηγόρου του. Δεν προκύπτει, όμως, από το σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε την αναφερόμενη στην εν λόγω υπηρεσιακή αναφορά από ++ κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, που περιέχονται στην υπηρεσιακή αυτή αναφορά ούτε τα ευρήματα από τις έρευνες των ελεγκτών του Ο.Γ.Α. στις οικίες ασφαλισμένων κατά τη διερεύνηση της υποθέσεως προδικαστικώς, για να στηρίξει στα στοιχεία αυτά την καταδικαστική κρίση του. Η δε αξιολόγηση της αναγνωσθείσας πιο πάνω υπηρεσιακής αναφοράς του Ο.Γ.Α. δεν επέφερε ακυρότητα της διαδικασίας, αφού η αναφορά αυτή αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο (έγγραφο) ανεξάρτητο από τις περιλαμβανόμενες σ' αυτήν καταθέσεις και λοιπά ευρήματα και η συνεκτίμηση αυτής από το Δικαστήριο έχει την πρόδηλη έννοια, ότι αξιολογήθηκε αποδεικτικώς ως έγγραφο (πόρισμα) και όχι ότι λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία συγκέντρωσαν και αξιολόγησαν, προκειμένου να διατυπώσουν το πόρισμα της έρευνάς τους, οι συντάξαντες την αναφορά αυτή (μεταξύ των οποίων οι επισημαινόμενες από τον αναιρεσείοντα καταθέσεις του ιδίου και των λοιπών μαρτύρων, καθώς και τα ευρήματα των προδικαστικών ερευνών των ελεγκτών, που, κατά τους ισχυρισμούς του, συνιστούν παράνομα και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα). Άλλωστε, τα αναφερόμενα στην ως άνοο υπηρεσιακή αναφορά ευρήματα των ερευνών σε οικίες ασφαλισμένων (ήτοι συνταγές και φαρμακευτικά σκευάσματα), με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν άσκησαν επιρροή στην κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, αφού κρίσιμη παραδοχή γι’ αυτήν (ενοχή) είναι η εκ μέρους του αναιρεσείοντος συνταγογράφηση των επί πλέον της δοσολογίας του Εθνικού Συνταγολογίου προβλεπόμενων κατ’ ανώτατο όριο για κάθε ασθενή φαρμάκων και δεν συνδέεται με τις έρευνες των ελεγκτών του Ο.Γ.Α. και τα εξ αυτών ευρήματα στις οικίες μερικών ασφαλισμένων ούτε με τη νομότυπη ή μη διεξαγωγή των ερευνών αυτών. Τέλος, οι επ’ ακροατηρίου εξετασθέντες ως μάρτυρες ελεγκτές του Ο.Γ.Α. (++ και ++), που ορίσθηκαν υπηρεσιακώς από τη Διοίκηση του άνω Οργανισμού και ενήργησαν τον έλεγχο για την υπόθεση, δεν είναι ανακριτικοί ή ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 211 Κ.Ποιν.Δ. και, συνεπώς, η εξέτασή τους από το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν δημιουργεί, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ακυρότητα  της     διαδικασίας. Επομένως, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα, με τις προαναφερόμενες ειδικότερες αιτιάσεις, αναιρετικοί λόγοι του από ++ πρώτου δικογράφου των προσθέτων, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμοι.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 358, 364 παρ.1 και 369 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, ως αποδεικτικών στοιχείων, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, από την οποία ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, διότι έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να    εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα (άρθρ. 358 Κ.Ποιν.Δ.), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα Εν προκειμένω, με το μοναδικό αναιρετικό λόγο του από ++ δεύτερου δικογράφου των προσθέτων, προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθόσον, για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος για την προαναφερόμενη πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ' εξακολούθηση, λήφθηκε υπόψη και συναξιολογήθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας μη αναγνωσθέν έγγραφο και συγκεκριμένα το "ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΟΛΟΓΙΟ". Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των διαδικαστικών . εγγράφων, που περιέχονται στη δικογραφία, προκύπτει, ότι το άνω "ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΟΛΟΓΙΟ" δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων, πλην όμως τούτο αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου, γι' αυτό και δεν ήταν αναγκαία η ανάγνωση αυτού, αφού ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ως γνώστης του εναντίον του κατηγορητηρίου, γνώριζε το περιεχόμενό του και, ως εκ τούτου, μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις του, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σε σχέση με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο, οπότε δεν στερήθηκε του, απορρέοντος από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ., κατά τα άνω υπερασπιστικού του δικαιώματος. Συνεπώς, ο περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο ως άνω αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος.

Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η κρινόμενη αίτηση και οι επ' αυτής α) από ++ και β) από ++ πρόσθετοι λόγοι, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικαστεί ο ίδιος (αναιρεσείων) στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του πολιτικώς ενάγοντος (καθολικού διαδόχου του Ο.Γ.Α.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ++ αίτηση (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις ++) και τους επ’ αυτής α) από ++ και β) από ++ πρόσθετους λόγους του ++, κατοίκου ++, για αναίρεση της υπ' αριθ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου

2015.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2015.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013