άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη.κατ` επάγγελμα τέλεση (13στ`ΠΚ) και για τον συμμέτοχο.σκοπός πορισμού εισοδήματος.περιστάσεις που πρέπει να ισχύουν αυτοτελώς στον συμμέτοχο.όριο χρηματικού ποσού της παρ.3 α`,β` του 386ΠΚ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ Κ. ΑΝΑΚΡΙΤΡΙΑΣ ++++

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

+++++++++

Καρδίτσα 30/4/2016

Αρνούμαι μετ` αγανακτήσεως τις κατηγορίες. Είναι απολύτως βέβαιο, όπως προκύπτει από το σύνολο της δικογραφίας (εξηγήσεις και ανωμοτί εξετάσεις εμπλεκομένων, πορίσματα Επιθεωρητών, ένορκες βεβαιώσεις και εξετάσεις μαρτύρων, ασφαλισμένων κλπ) ότι, εγώ και η έτερη συγκατηγορούμενή μου, εργαζόμασταν ως υπάλληλοι και συγκεκριμένα ως γραμματείς στο ιατρείο του ++ ιατρού ακτινολόγου +++, με καθήκοντα γραμματειακής υποστήριξης και μόνο Είμαι απόφοιτος Γ` τάξεως Λυκείου χωρίς άλλη εκπαίδευση. Δεν είμαι ιατρός, ούτε και έχω σχέση, έστω και περιφερειακή, με   άλλα, συναφή του ακτινολόγου, παραϊατρικά επαγγέλματα και αμειβόμουν με μηνιαίο μισθό απ` αυτόν και όχι φυσικά με ποσοστό ή με άλλο τρόπο, εξαρτημένο δήθεν από τα έσοδα του ιατρού. Νέηλυς ούσα, λίγο καιρό μετά το Λύκειο, πρωτοεργάστηκα ως γραμματέας στο ακτινολογικό εργαστήριο του ανωτέρω ιατρού. Είναι λοιπόν απολύτως βέβαιο ότι, κατ` εντολή και με την υπόδειξη του εργοδότη μας στα πλαίσια των εργασιακών καθηκόντων μας, αναγράφαμε τα σχετικά έγγραφα επι των βιβλιαρίων των ασφαλισμένων (επισκέψεις και εντολές υγειονομικής περίθαλψης)  κάθε φορά που ενετειλάμεθα υπ` αυτού. Δεν αναγράφαμε αυτά ούτε αυτοβούλως, ούτε πολύ περισσότερο διότι διαπραγματευόμασταν ή συμφωνούσαμε αυτή την ενέργεια με τον εργοδότη μας. Δεν υφίσταται στην δικογραφία κατάθεση, απολογία, πόρισμα των Ελεγκτών ή άλλο έγγραφο, εκ του οποίου να προκύπτει, έστω και εν σπέρματι, τέτοια δράση μας, δηλ. ανάπτυξη δήθεν δική μας πρωτοβουλίας ή πολύ περισσότερο συνεννόηση ή συμφωνία με τον εργοδότη μας σχετικά με το εάν και με ποιο περιεχόμενο θα αναγραφούν τα σχετικά έγγραφα. Αυτό εξ` άλλου, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να υποστηριχθεί παραδεκτά, διότι αυτονόητα θα ήταν εκτός κάθε πραγματικότητας στην εργασιακή σχέση γραμματέως και ιατρού. Όμως ακριβώς τούτο, δηλ. η κατ` εντολή και καθ` υπόδειξη εκτέλεση της εργασίας για την οποία προσληφθήκαμε, αναιρεί κάθε δόλο μας. Άλλο η κατ` εντολή αναγραφή των εγγράφων επειδή επιβάλλεται στα πλαίσια της εργασιακής σχέσης από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και άλλο η αναγραφή αυτών με το συγκεκριμένο κάθε φορά περιεχόμενό τους, επειδή συνεννοηθήκαμε, συζητήσαμε ή πολύ περισσότερο, συμφωνήσαμε καθ` οιονδήποτε τρόπο σ` αυτό με τον εργοδότη μας. Μόνο το τελευταίο, ακριβώς επειδή θα συνιστούσε συμμετοχή μας σε δράσεις του ιατρού εργοδότη μας και όχι εκπλήρωση της παροχής μας εκ της εργασιακής σχέσης, θα προϋπέθετε και τη γνώση μας για αυτές και επιπλέον τη θέλησή μας να συμμετέχουμε, πράγμα φυσικά άτοπο και αδικαιολόγητο κατά την κοινή εμπειρία και γνώσεις ζωής για το ρόλο της γραμματέως υπαλλήλου, διότι δεν προσελήφθημεν για να συμμετέχουμε διαπραγματευόμενες στο διευθυντικό του δικαίωμα. Το πρώτο όμως, αυτονόητα την αναιρεί διότι αυτός ο εργαζόμενος που ενεργεί την αναγραφή των βιβλιαρίων των ασθενών επειδή αυτό εντέλλεται στα πλαίσια του διευθυντικού δικαίωματος του εργοδότη για το αντικείμενο της εργασίας του, γνωρίζει ακριβώς ότι εκπληρώνει την παροχή εκ της συμβάσεως εργασίας και αυτό θέλει να πράξει. Μπορεί λοιπόν να υποτεθεί βάσιμα π.χ ότι η γραμματεύς δικηγόρου που καθ` υπαγόρευσή του δακτυλογραφεί κείμενο αγωγής ή μηνύσεως ή ενεργεί κατ` εντολή του εργοδότη της την πράξη της κατάθεσης των προτάσεων στην γραμματεία του δικαστηρίου,  συμμετέχει ή συνεργεί δήθεν στην πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, ή ψευδούς καταμήνυσης όταν εκ των υστέρων τα δικογραφήματα αυτά ελέγχονται και ως προς τον συντάξαντα δικηγόρο και εργοδότη της, ως περιέχοντα συκοφαντικούς ή ψευδείς ισχυρισμούς; (τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί ίσως για τον συμπράξαντα στην αναγραφή, συνεργάτη δικηγόρο). Ή ότι η εξ` επαγγέλματος επιλαμβανόμενη της συντάξεως-αναγραφής του κατηγορητηρίου, γραμματεύς της εισαγγελίας ή της ανακρίσεως, συνήργησε εις την κατάχρηση εξουσίας, στην περίπτωση που ο κ. εισαγγελέας ή ανακριτής εν γνώσει των εξέθεσαν σε δίωξη (με το κατηγορητήριο) αθώο ή παρέλειψαν (με αυτό) να διώξουν υπαίτιο;

          Είναι λοιπόν προφανές, ότι στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν μπορούμε να μιλάμε για οποιαδήποτε συμμετοχή των εξ` επαγγέλματος επιλαμβανόμενων προσώπων, διότι ελλείπει ο δόλος συμμετοχής. Η άμεση συνέργεια, κατά πάγια διδασκαλία και νομολογιακή αντιμετώπιση, υπάρχει κατά νόμω (46ΠΚ), όταν η συνδρομή (που πρέπει να είναι και άμεση), δίνεται με δόλο: ο συνεργός πρέπει να γνωρίζει ότι ο αυτουργός τελεί έγκλημα και θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή του και επιπλέον να γνωρίζει ότι με την ενέργειά του συνδράμει άμεσα στην τέλεση του εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να δώσει αυτή την άμεση συνδρομή (Γ.Μαγκάκης: Ποινικό Δίκαιο, Γ` έκδοση, σελ. 420, Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία, υπο αρθρο 46, αρ. 36, ΑΠ 1533/199 ΠΧ Ν, 789 κλπ)

          Εν προκειμένω τα ανωτέρω στοιχεία που απαιτεί ο νόμος, δεν συνέτρεξαν ποτέ στο πρόσωπό μας, καθόσον καμία γνώση μας δεν υπήρξε ποτέ περί τέλεσης οποιουδήποτε αδικήματος από τον ακτινολόγο ιατρό εργοδότη μας. Και τούτη η έλλειψη γνώσης μας, όχι απλά δεν αμφισβητείται σήμερα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, αλλά και αρχήθεν, δηλ. ήδη από τα πρώτα στάδια ελέγχου των Επιθεωρητών ΣΕΥΥΠ, θεωρούνταν δεδομένη, ως εκ της υπαλληλικής θέσεως και ρόλου μας καθόσον, ενώ εξετάστηκαν και ελέγχθηκαν άπαντες οι εμπλεκόμενοι ως ύποπτοι (ιατροί, ασθενείς, συγγενείς ασθενών, φαρμακοποιοί κλπ), με εμάς δεν ασχολήθηκε κανείς και δεν ελεγχθήκαμε στα πλαίσια αυτού του ελέγχου ούτε ως ύποπτες.! (βλ. πόρισμα και με αρ. ++ έκθεση ελέγχου των ++ και +++)

          Οι γραμματείς υπάλληλοι γνωρίζαμε ότι οι εξετάσεις που, καθ` υπαγόρευση του εργοδότη μας, αναγράφαμε στα βιβλιάρια των ασθενών, αληθώς και πράγματι διενεργήθηκαν. Διότι οι ασθενείς, προσερχόμενοι  στο ιατρείο για τον σκοπό αυτό και προσκομίζοντες και τα βιβλιάρια ασθενείας των, μετέβαιναν, υπό τα όμματά μας, με τον ιατρό στον ιδιαίτερο κλειστό χώρο των ακτινολογικών και άλλων μηχανημάτων, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που συνοδεύαμε εμείς αυτούς στον ιδιαίτερο αυτό χώρο για την προετοιμασία τους, έτσι ώστε να ακολουθήσει η εξέταση από τον ιατρό, στην οποία φυσικά δεν παριστάμεθα ποτέ διότι αφενός δεν υπήρχε κανείς λόγος προς τούτο αφετέρου δεν μας επιτρεπόταν από τον ιατρό. Μετ` ολίγον δε, αντιλαμβανόμασταν εκ του χαρακτηριστικού βόμβου, τα μηχανήματα να λειτουργούν στον ιδιαίτερο κλειστό χώρο του ιατρείου, άλλον απ` αυτόν της γραμματείας και του προθαλάμου όπου εμείς ευρισκόμαστε, χωρίς φυσικά να μπορούμε να γνωρίζουμε με κανένα τρόπο αν και ποιες εξετάσεις διενεργούνταν εκεί, ούτε βέβαια και αν ήταν απαραίτητες για κάθε ασθενή. Μετά δε το πέρας της διαδικασίας αυτής και την έξοδο από το χώρο των μηχανημάτων, όταν ο ιατρός μας υπαγόρευε να αναγράψουμε στα βιβλιάρια των ασθενών τις εξετάσεις που αφορούσαν τον καθένα τους, ως εκ της ανωτέρω αμέσως προηγηθείσης γνώσης μας, πιστεύαμε απολύτως ότι υπαγόρευε και αναγράφαμε τις πράγματι και αληθώς, προ ολίγου, διενηργημένες υπ` αυτού εξετάσεις. Άλλωστε σε περιπτώσεις φόρτου εργασίας συνεχών και κατά σειράν εξετάσεων πολλών ασθενών, ο ιατρός όταν εκ των υστέρων μας υπαγόρευε την αναγραφή στα βιβλιάρια του καθενός, έκανε χρήση ιδιοχείρου σημειώματος προκειμένου να αποφευχθούν λάθη, γεγονός φυσικά που, από μόνο του, επερρώννυ την γνώση μας ότι αυτές διενεργήθηκαν αληθώς και όχι το αντίθετο. Αλλά ούτε και υπήρξε εξ` όσων γνωρίζω, περίπτωση ασθενούς που, παραλαβών το βιβλιάριο συμπληρωμένο, να διαμαρτυρήθηκε είτε σε εμάς, είτε στον ιατρό περί του ότι δήθεν καταχωρήθηκαν άλλες ή και άλλες εξετάσεις που δεν διενεργήθηκαν.(βλ. ενδ. προανακριτικές καταθέσεις  των ασθενών +++, που καταθέτουν άπαντες ότι όχι μόνο έκαναν τις εξετάσεις τους, αλλά και ότι «αν ο ακτινολόγος έγραφε εξετάσεις που δεν έκανα…θα το αντιλαμβανόμουν»). Και είχαν φυσικά άπαντες κάθε συμφέρον να εμφαίνονται για την πληρότητα του ιατρικού τους ιστορικού και εντεύθεν την αντιμετώπιση της κατάστασης υγείας τους στο μέλλον, οι πράγματι διενεργηθείσες εξετάσεις και όχι άλλες ή και άλλες που θα αλλοίωναν και μετέβαλλαν την εικόνα της κατάστασης υγείας τους.

          Η αναγραφή δε επι των βιβλιαρίων των ασθενών, ελάμβανε χώρα ως εξής: ο ασθενής εισερχόμενος προς εξέταση, παρέδιδε, με την υπόδειξη φυσικά του ιατρού, το βιβλιάριό του σε εμάς τις γραμματείς, γίνονταν κατά τον ανωτέρω τρόπο η εξέταση, μετά δε ταύτα, αποχωρών ο ασθενής, επέστρεφε αργότερα την ίδια ημέρα ή τις επόμενες ( καθ` υπόδειξη του ιατρού, ανάλογα με τον φόρτο εργασίας του ιατρείου, τον κόσμο που περίμενε, το ωράριο εργασίας κλπ), προκειμένου να το παραλάβει συμπληρωμένο. Εμείς δε οι γραμματείς εν τω μεταξύ, αναγράφαμε στο βιβλιάριο του ασθενούς και στο οικείο τμήμα των εντολών υγειονομικής περίθαλψης αυτού, τόσο τις εξετάσεις που μας υπαγόρευε ο ιατρός ότι διενήργησε, όσο και το σχετικό τμήμα αυτού που αφορούσε την επίσκεψη του στον παραπέμψαντα ιατρό (στέλεχος επίσκεψης), επίσης κατ` εντολή του εργοδότη μας, εις τρόπον ώστε να προκύπτει εξ` αυτών, ότι ο ασθενής επισκέφθηκε τον (παθολόγο) ιατρό Α++ο οποίος και ενετείλατο τις αναγραφείσες εν τέλει (στο στέλεχος εντολών υγειονομικής περίθαλψης), εξετάσεις. Εν συνεχεία, με σφραγίδα που μας χορηγούσε ο εργοδότης μας, την οποία φύλασσε στο γραφείο του και η οποία έφερε τα στοιχεία του ιατρού Α++, επίσης καθ` υπόδειξή του, σφραγίζαμε και τα δύο στελέχη (επίσκεψη και εντολή εξέτασης), αλλά και τα αποκόμματα αυτών. Εν συνεχεία όλο το βιβλιάριο θεωρούνταν από την Υπηρεσία. Φυσικά όλη αυτή η διαδικασία κατ` εντολή του Φ. +, ακολουθούνταν για τους ασθενείς που προσέρχονταν απ` ευθείας στον ιατρό χωρίς προηγουμένως να έχουν στο βιβλιάριο ασθενείας γραμμένη την επίσκεψη και την παραπεμπτική εντολή από τον Α++

       Όμως ενεργώντας έτσι κατ` εντολή του εργοδότη μου στην εργασιακή μου σχέση, ούτε για μία στιγμή δεν πίστεψα ότι διαπράττω κάτι απαγορευμένο, ανήθικο ή επίμεμπτο, πολλώ δε μάλλον άδικο και εγκληματικό και τούτο όχι μόνο διότι γνώριζα ότι οι εξετάσεις αληθώς διενεργούνται, αλλά και διότι ο ίδιος ο γιατρός μας έλεγε ότι είναι ασθενείς του αδελφού του, ότι έχει συνεννοηθεί με τον τελευταίο περί της ανάγκης εξετάσεώς τους επι συγκεκριμένης ασθένειας και ότι συνεπεία αυτού, του χορηγήθηκε και η σφραγίδα για να καταρτίζει τα σχετικά ανωτέρω έγγραφα στο ιατρείο του. Ότι επρόκειτο δηλ. ουσιαστικά περί διευκολύνσεως του ιδίου του ασθενούς ο οποίος, για τις εξετάσεις του, απέφευγε με αυτή την (εμφανιζόμενη σε μας) συνεννόηση των ιατρών, την ταλαιπωρία να μεταβαίνει στο ιατρείο του παθολόγου ιατρού του Α. ++, να αναμένει σε σειρά την εξέτασή του και μετά να προσέρχεται στο ακτινολογικό εργαστήριο του εργοδότη μας για τις συνήθεις, τακτικές και δια τούτο, γνωστές στον ιατρό του, εξετάσεις του. Ερχόταν απ` απευθείας στον ακτινολόγο εργοδότη μας, ο οποίος ακριβώς επειδή είχε συνεννοηθεί με τον αδελφό του, αντί να τους αναπέμψει, τους εξέταζε και μας έβαζε να γράφουμε και τις επισκέψεις και τις εντολές περίθαλψης που αφορούσαν τον αδελφό του, στο βιβλιάριο του ασθενούς και φυσικά να σφραγίζουμε με την χορηγηθείσα υπό του αδελφού του σφραγίδα. Αυτή ήταν η πραγματικότητα που γνωρίζαμε από τον εργοδότη μας. Και ούτε είχαμε φυσικά την οποιαδήποτε αντικειμενική αφορμή, προερχομένη είτε από το χώρο εργασίας μας, είτε από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, να αναρωτηθούμε και να υποθέσουμε κάποια άλλη διαφορετική πραγματικότητα. Διότι επρόκειτο περί δύο, όχι αγνώστων μεταξύ τους προσώπων, αλλά περί αναγνωρισμένων ιατρών στην κοινωνία της Καρδίτσας και μάλιστα αγαπημένων χωρίς έριδες και αντιπαλότητες τόσο στις οικογενειακές, όσο και επαγγελματικές τους σχέσεις. Συνεπώς και η υπόθεση καν, πολλώ δε μάλλον γνώση μας, ότι ο εργοδότης μας δεν είχε συνεννοηθεί δήθεν και εν αγνοία του αδελφού του χρησιμοποιούσε την σφραγίδα του στα βιβλιάρια των ασθενών, ευρίσκονταν εκτός κάθε συνειρμού ιδεών μας, διότι θα προϋπέθετε ότι είτε την κατασκεύασε μόνος του, είτε ότι την αφαίρεσε με κάποιο τρόπο από τον αδελφό του, που όμως αντίκειτο πλήρως στην αντικειμενική πραγματικότητα που εμείς κατά τα ανωτέρω, πληροφορούμασταν, αντιλαμβανόμασταν, βιώναμε και δια τούτο γνωρίζαμε ως αληθή. Και όχι μόνο ήταν εκτός κάθε γνωστικού μας πεδίου ακόμα και ως υπόθεση μία τέτοια διάφορη πραγματικότητα, αλλά επιπροσθέτως η αλήθεια των λεγομένων του εργοδότη μας και σύστοιχα η γνώση μας ότι πράγματι και αληθώς υπήρχε συνεννόηση μεταξύ των στα πλαίσια της οποίας ο Α. +, χορήγησε και την σφραγίδα για τα βιβλιάρια των ασθενών, επιβεβαιώνονταν καθημερινώς και από τα εξής αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα περιστατικά, συνθήκες και περιστάσεις, ήτοι: διαπιστώναμε οι ίδιες από τα βιβλιάρια των ανωτέρω ασφαλισμένων που προσέρχονταν απ` ευθείας, ότι αυτοί, σε προγενέστερο χρόνο και ενόσω εμείς ήμαστε γραμματείς του Φ. +, πράγματι είχαν εξεταστεί από τον Α. + και άρα ήταν αληθώς ασθενείς του, αφού υπήρχε η σχετική αναγραφή στα στελέχη των επισκέψεων και εντολών περίθαλψης. Εξ` ετέρου, οι εξετάσεις που πραγματοποιούσε ο ακτινολόγος εργοδότης μας σ` αυτούς και καθ` υπόδειξή του αναγράφαμε, δεν διέφεραν ουσιωδώς απ` αυτές που, σε προγενέστερο χρόνο ενετέλλετο και ο Α.+ και αναγράφονταν από τον ίδιο τότε στα βιβλιάριά τους (και μάλιστα επαναλαμβανόμενα), όπως π.χ++++. Επιπλέον και πρίν εμφανιστεί η ανωτέρω σφραγίδα του Α. + στο ιατρείο του εργοδότη μας με την οποία αρχίσαμε να σφραγίζουμε τα βιβλιάρια κατ` εντολή του, πολλοί εκ των ιδίων ασθενών και πάλι προσέρχονταν χωρίς να έχουν στο βιβλιάριο τους γραμμένη ούτε την επίσκεψη, ούτε την εντολή περίθαλψης. Και σ` αυτές τις περιπτώσεις ο εργοδότης μας, ενεργούσε τις εξετάσεις, μας έβαζε να γράψουμε πανομοιότυπα το στέλεχος της επίσκεψης και την εντολή περίθαλψης και μας έστελνε στο ιατρείο του αδελφού του για να σφραγιστούν και υπογραφούν αυτά, γεγονός που σήμαινε για εμάς ότι έχει συνεννοηθεί με αυτόν. Μάλιστα αυτό γινόταν όχι μόνο με τον Α. +, αλλά και με άλλους ιατρούς παθολόγους. Δηλ. ερχόταν ο ασθενής, εξεταζόταν, γράφονταν οι εξετάσεις και η επίσκεψη στο βιβλιάριό του και μετά ο εργοδότης μας, μας έστελνε στον ιατρό που υποδείκνυε ο ασθενής ως προσωπικό του ιατρό, ο οποίος και σφράγιζε και υπέγραφε αυτά που εμείς αναγράφαμε κατ` εντολή του εργοδότη μας.  Πώς λοιπόν μπορούσα εγώ να γνωρίζω μία άλλη πραγματικότητα απ` αυτή που μου παρουσίαζε κατά τα ανωτέρω ο εργοδότης μου όταν συνέτρεχαν οι ανωτέρω συνθήκες, περιστάσεις και γεγονότα που δεν την αμφισβητούσαν καν, αλλά αντίθετα την επιβεβαίωναν; Και εν τέλει, είναι απολύτως βέβαιο ότι ούτε γνώριζα και ούτε μπορούσα να γνωρίζω ότι όσα έλεγε ο εργοδότης μου δηλ. ότι συνεννοήθηκε και έχει την συναίνεση του αδελφού του και δια τούτο και την σφραγίδα του για όλα όσα εμείς οι υπάλληλοι γράφαμε και σφραγίζαμε, δεν ισχύουν και ότι δήθεν είναι άλλη η αλήθεια, διότι εμείς οι γραμματείς, μετά ταύτα πηγαίναμε τα, σφραγισμένα με την σφραγίδα του Α. +, αποκόμματα των επισκέψεων στις γραμματείς του ιατρείου του, χωρίς ποτέ αυτές να διαμαρτυρηθούν να τα παραλάβουν και χωρίς επιπλέον να υποπέσει στην αντίληψή μου οποιαδήποτε άλλη διαμαρτυρία του Α. + προς τον εργοδότη μου (βλ. από +προανακριτική παροχή εξηγήσεων +, γραμματέως Α. +). Όταν λοιπόν συνέβαινε αυτό και μάλιστα όχι κατ` εξαίρεση, πώς μπορούσα να υποθέσω καν (διότι για γνώση δεν μπορεί να γίνει λόγος) ότι οι ιατροί δεν συνεννοήθηκαν μεταξύ τους όπως μου παριστούσε ο εργοδότης μου;

          Συνεπώς εξ` όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι ο ρόλος μας και η γνώση μας εξαντλούνταν στο ασήμαντο νομικά γεγονός της καθ` υπαγόρευση αναγραφής των στελεχών και εντολών περίθαλψης των ασθενών. Και είναι παντελώς ασήμαντο διότι είναι πασιφανές ότι την αναγραφή αυτή θα μπορούσε να κάνει οποιοδήποτε άλλο άτομο ως γραμματεύς και υπάλληλος και φυσικά ακόμη και ο ίδιος ο ιατρός που φυσικά καταδεικνύει το απολύτως τυχαίο της ανάμιξής μας στην υπόθεση που δια τούτο, αναιρεί κάθε γνώση μας.

                                                      ΙΙ

Είναι γνωστό ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξης πρέπει να συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιπτώσεις αυτοτελώς για τον συμμέτοχο.(49.2ΠΚ, ΑΠ 54/2011, ΑΠ 845/2010, ΑΠ 1209/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 172/2002 ΠοινΔικ 2002, 844, ΑΠ 1475/2001 ΠοινΔικ. 2001, 111, παγ.νμλγ. Μ.Μαργαρίτης Ποινικός Κώδικας, 2η έκδ. υπο 386.114, υπο 49.7), ενώ επί εξακολουθούντος εγκλήματος η ευθύνη περιορίζεται μόνο σε εκείνες τις επιμέρους πράξεις που συμμετείχε ( ενδ. ΑΠ 1318/1980, ΠΧρ ΛΑ 320). Δηλ. εκ των διατάξεων των άρθρων 46 επ. Π.Κ. συνάγεται, ότι η ευθύνη του συμμετόχου είναι ανάλογος προς το ποσοστόν συμμετοχής του εις την τελεσθείσαν άδικον πράξιν (Α.Π. 1241/1998 ΝοΒ 47 σελ. 305 κ.ά., Χωραφά, Ποιν. Δικ. έκδ. 9η τόμ. α` σελ. 351 επ.). Συνεπώς επί (αμέσου) συνεργείας (και στα εγκλήματα των 216 και 386 ΠΚ) ο άμεσος συνεργός τυγχάνει τιμωρητέος αναλόγως της συμμετοχής του εις το έγκλημα τούτο (Ε. Ματσούκη, Το κατ` εξακολούθησιν έγκλημα μετά τον ν. 2721/1999, Ν. Λίβου, παρατηρήσεις υπό την Α.Π. 1518/1999 απόφ., Ποιν. Χρ. ΜΘ` σελ. 277 και 995 αντιστ., Ε. Συμεωνίδου - Καστανίδου, Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικος μετά τον ν. 2721/1999 Υπερ. 1999 σελ. 1507 επ. ιδία σελ. 1519, Λ. Μαργαρίτη, Το κατ` εξακολούθησιν έγκλημα, έκδ. 1997 σελ. 31). Εν όψει τούτων καθίσταται σαφές ότι, εάν η σύμπραξις του συμμετόχου στα ανωτέρω εγκλήματα περιωρίσθη εις μερικωτέραν πράξιν (ή μερικώτερες άλλες) εξ ής προεκλήθη ζημία ή όφελος έλασσον των ορίων του νόμου (30.000€ και κατ` επάγγελμα ή 120.000€), ούτος είναι τιμωρητέος εις βαθμόν πλημμελήματος έστω και αν έχει τελεστεί κατ` εξακολούθηση (ΑΠ 845/2010, ΑΠ 23/2005 ΝΟΜΟΣ, Συμβ ΕφΠειρ 376/2000, ΑρχΝ 2002,128, ΝΟΜΟΣ).

Επίσης η κατ` επάγγελμα τέλεση (13 στ` ΠΚ) έχει κριθεί ότι αποτελεί περίσταση που επιτείνει την ποινή κατά την έννοια της ΠΚ 49.2 (παγ.νμλγ. σε Μ.Μαργαρίτης Ποινικός Κώδικας, 2η έκδ. υπο 386.114 και υπο 49.7). Έτσι κρίνεται παγίως ότι «από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων ( 13 στ` και 49.2 ΠΚ) προκύπτει ότι αν οι ιδιαίτερες ιδιότητες, σχέσεις κλπ, οι οποίες δεν απαιτούνται κατά νόμο για το αξιόποινο της πράξης, υπάρχουν μόνο στον αυτουργό ένεκα δε αυτών επιτείνεται η ποινή και μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πράξης από πλημμέλημα σε κακούργημα, δεν υπάρχουν όμως στον συμμέτοχο, άμεσο ή απλό συνεργό δεν θα ληφθούν υπόψη ως προς αυτόν, αλλά θα κριθεί αυτός ως συμμέτοχος στο βασικό έγκλημα της απάτης της παρ. 1 του αρθρ. 386 ΠΚ έστω και αν αυτός γνώριζε ότι οι ιδιαίτερες σχέσεις ή ιδιότητες υπήρχαν στον αυτουργό (ΑΠ 857/00 Π. Χρ. ΝΑ - 149, ΑΠ 1475/01 Ποιν. Λογ. 2001-1934, ΑΠ 781/02 Ποιν. Λογ. 2002-959)». ( ΑΠ 845/2010, ΑΠ 1209/2010 ΝΟΜΟΣ). Ενώ για να θεμελιωθεί η κατ` επάγγελμα τέλεση απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση και αν δεν υπάρχει, αρκεί να διαπιστώνεται ότι τελείται βάσει διαμορφωμένου σχεδίου και όχι ευκαιριακά, δηλ. όταν από την υποδομή που είχε διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και υποκειμενικά σκοπός του δράστη να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος (αντί άλλων Α.Χαραλαμπάκη, Ποιν.Κώδ.Ερμηνεία, τ.Ι, υπο 13. 31 επ όπου και παγ. Νμλγ)

       Εν προκειμένω, με βάση όλα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, αποδεικνυόμενα αναντίρρητα απ` όλα τα αποδεικτικά μέσα της δικογραφίας, είναι απολύτως βέβαιο ότι, σε κάθε περίπτωση (ακόμη δηλ. και αν γίνει δεκτό ότι γνώριζα δήθεν και ήθελα να παράσχω συνδρομή στον αυτουργό κατά την τέλεση του εγκλήματος της απάτης, δια της καταρτίσεως των επίμαχων εγγράφων), δεν συντρέχουν στο πρόσωπό μου, ως συνεργού δήθεν, τα πραγματικά περιστατικά της επιβαρυντικής περίστασης της κατ` επάγγελμα τέλεσης κατ` 13.στ`ΠΚ. Συγκεκριμένα, ναι μεν υπάρχει (αντικειμενικά) επανειλημμένη αναγραφή επι των εγγράφων (τούτο αρκεί μόνο για το κατ` εξακολούθηση έγκλημα), πλην όμως με βάση τις ανωτέρω συνθήκες και περιστάσεις που αυτή γίνονταν, θα μπορούσε ποτέ να συναχθεί βάσιμα, παραδεκτά και κατ` αντικειμενική κρίση ο σκοπός πορισμού εισοδήματος μου δήθεν; Πολλού γε δεί. Διότι είναι γνωστό ότι όπου ο νόμος απαιτεί σκοπό (και για την επιβαρυντική περίσταση), δεν αρκεί η βουλητική στάση, αλλά πρέπει να αντικειμενικοποιείται αυτός, δηλ. «και η συμπεριφορά του δράστη όπως πρακτικά αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στη επίτευξή του» (Γ. Μαγκάκης Ποιικό Δίκαιο 1984, σελ.124). Και είναι απολύτως βέβαιο ότι δια της παροχής δήθεν της «συνδρομής μου», ήγουν της αναγραφής των στελεχών επισκέψεων και εντολών περίθαλψης όταν και όπως μου το ζητούσε ο εργοδότης μου στα πλαίσια της, μη αμφισβητούμενης σχέσης εξηρτημένης εργασίας που με συνέδεε μ` αυτόν, εσκόπευα αναντίρρητα στην προσήκουσα εκπλήρωση της εργασίας μου και μόνο και στην, δια τούτο, καταβολή του συμφωνημένου μηνιαίου μισθού μου, ο οποίος φυσικά δεν θα διέφερε κατά ποσό είτε «συνέδραμα» κατ` εντολή του εργοδότη μου σε μία αναγραφή, είτε σε πολλές. Διότι είναι απολύτως αποδεδειγμένο ότι αφού δεν θα μπορούσε ποτέ η καταβολή ή το ύψος του μισθού μου (ως γραμματέως) να εξαρτάται αναλόγως από τον αριθμό και το ποσό-κοστολόγιο των εξετάσεων του ιατρού, δεν μπορεί και να υπήρξε ποτέ και σκοπός πορισμού εισοδήματος από την παρεχομένη κάθε φορά «συνδρομή» μου, αφού κανένας τέτοιος δεν θα μπορούσε πρακτικά να επιτευχθεί για μένα επειδή απλά ανέγραφα τις επισκέψεις και τις εντολές στα βιβλιάρια ως υπάλληλος με αυτό το αντικείμενο εργασίας. Πώς λοιπόν αυτή η συνδρομή μου δήθεν «όπως πρακτικά αναπτύσσονταν, μπορούσε αντικειμενικά να οδηγήσει στον προσπορισμό εισοδήματος» για μένα; Τέτοιος σκοπός πορισμού εισοδήματος, δηλ. η επιβαρυντική περίπτωση της κατ` επάγγελμα τέλεσης της άμεσης συνέργειας σε απάτη, θα προέκυπτε αντικειμενικά για την όποια γραμματέα του ιατρού όταν π.χ θα ήταν αυτή που είχε συνεννοηθεί με τον παθολόγο αδελφό του εργοδότη της για να χρησιμοποιεί ο τελευταίος την σφραγίδα στα έγγραφα των επισκέψεων και εντολών εξετάσεων που δεν απαιτούνταν ή δεν διενεργούνταν αλλά η ίδια ανέγραφε και περαιτέρω προωθούσε ο ιατρός στα Ταμεία, ή ήταν αυτή που όριζε ή συγκαθόριζε το περιεχόμενο των αναγραφομένων εξετάσεων στα βιβλιάρια αναγράφοντας σ` αυτά είτε μη διενεργηθείσες, είτε άλλες υψηλότερα κοστολογούμενες εξετάσεις ή ήταν αυτή που θα ερχόταν σε επαφή με τους ασφαλισμένους ασθενείς για να τους πείσει για την αναγκαιότητα αναγραφής και άλλων ιατρικών εξετάσεων στα βιβλιάριά τους κλπ και επιπλέον εξαρτούσε από την, κατά τους ανωτέρω τρόπους, επανειλημμένη αναγραφή επισκέψεων και εξετάσεων στα βιβλιάριά τους, επι τη βάσει των οποίων ο ιατρός πληρώνονταν και το δικό της εισόδημα ή την αύξησή του, σύστοιχα με τα εισπραττόμενα κάθε φορά, διότι τότε αντικειμενικά η συνδρομή της, δηλ. η αναγραφή των στελεχών των επισκέψεων και των εντολών περίθαλψης ενέργειες, μπορούσε να αποφέρει εισόδημα γι` αυτήν και συνεπώς δια της συνδρομής-αναγραφής της, αντικειμενικά μπορούσε να επιτευχθεί αυτός (χωρίς να είναι αναγκαίο και να επιτεύχθηκε). Φυσικά τέτοιες συνθήκες, περιστάσεις και γεγονότα, δεν προκύπτουν από πουθενά για εμάς τις γραμματείς. Είναι καταφανώς εκτός κάθε πραγματιότητας.

          Συνεπώς ακόμα και αν θεωρηθεί ότι μετείχα στο βασικό έγκλημα, δεν συντρέχει στο πρόσωπό μου η επιβαρυντική περίπτωση της κατ` επάγγελμα τέλεσης. Η πράξη θα εξακολουθούσε να είναι πλημμέλημα, υποπέσαν σε 5ετή παραγραφή εν συνόλω, οπωσδήποτε μέχρι την 31-12-2011, ως εκ του αποδιδόμενου χρόνου τέλεσης (μέχρι 12ος/2006) καθόσον, χωρίς την ανωτέρω επιβαρυντική περίπτωση, για το χαρακτηρισμό της πράξης ως κακούργημα απαιτείται, σύμφωνα με την παρ. 3 περ.β του άρθρου 386ΠΚ (όπως ισχύει από την 2-4-2012 μετά την τροποποίησή του με το ν. 4055/2012 και η οποία είναι ευμενέστερη σε σχέση με την προηγούμενη που όριζε όπως είχε αντικατασταθεί με το ν.2721/1999 το ποσό στις 73.000€),το συνολικό σκοπούμενο περιουσιακό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 120.000€. Εν προκειμένω ανέρχεται σε 93.452,26€ και συνεπώς ούτε και η παρ.3 περ. β του άρθρου 386ΠΚ μπορεί να κληθεί σε εφαρμογή και δέον και αιτούμαι να ληφθεί η προτεινόμενη παραγραφή υπ` όψιν και να διαταχθούν περαιτέρω τα νόμιμα, εμού απαλλαχθησομένης των κατηγοριών.    

 Σε κάθε όμως περίπτωση ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό μου η ανωτέρω επιβαρυντική περίπτωση της κατ` επάγγελμα τέλεσης και πάλι, λόγω ποσού, που δεν ξεπερνά το όριο των 30.000€ του νόμου, η πράξη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κακούργημα.

Εν προκειμένω και καθ` όσον με αφορά, ενώ μου αποδίδεται με το κατηγορητήριο «από κοινού», συγκεκριμένος αριθμός «αποκομμάτων»-εντολών ποσού άνω των 30.000€ (386, παρ. 3 περ.α` ΠΚ) και σύστοιχαμε αυτά που περιέχονται στην έκθεση του επιθεωρητή +++ με θέμα « Έλεγχος λογ/σμων Ιατρών και Διαγνωστικών Κέντρων στην ΥΠΑΔ ++», εν τούτοις μόνο τα κάτωθι, συνολικά ποσού 15.148,95€ φέρουν την ιδιόχειρη γραφή μου επ` αυτών και συνεπώς μόνο επ` αυτών, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, δύναται να ερευνηθεί αναλόγως και η δήθεν συμμετοχή μου, ήτοι (ακολουθείται η ίδια αρίθμηση):++++++++++

 

          Προκύπτει δε το ιδιόχειρο της γραφής μου μόνο επι των ανωτέρω, εκ της συγκρίσεως με την τοιαύτη επί των κάτωθι προσαγομένων εγγράφων, ήτοι:++++  ΖΗΤΩ δε όπως κατά την απολογία μου ληφθεί και δείγμα γραφής μου προς αντιπαραβολή και σύγκριση. 

          Συνεπώς και λόγω ποσού, δεν συντρέχει αυτοτελώς για μένα η ανωτέρω επιβαρυντική περίπτωση της παρ.3 περ.α` του άρθρου 386ΠΚ (που σαφώς καλείται σε εφαρμογή διαχρονικά μετά την τροποποίησή της παρ.3 με το άρθρο 25. ν.4055/12, ως ευνοϊκότερη, καθόσον το χρηματικό ποσό αυτής όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 ν.2721/99, ανέρχονταν σε 15.000€. Ενδ. ΑΠ 23/2005 ανωτέρω). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση πρόκειται περί πλημμελήματος, υποκύψαν σε 5ετή παραγραφή εν συνόλω, οπωσδήποτε μέχρι την 31-12-2011, ως εκ του αποδιδόμενου χρόνου τέλεσης (μέχρι 12ος/2006), μη υφισταμένου λόγω τινος αναστολής αυτής και δέον και αιτούμαι να ληφθεί αυτή υπ` όψιν και να διαταχθούν περαιτέρω τα νόμιμα, εμού απαλλαχθησομένης των κατηγοριών.    

          Επειδή εν τέλει προσάγω και επικαλούμαι τα κάτωθι έγγραφα ήτοι+++

          Εξ` αυτών προκύπτει ότι κατοικώ και διαβιώ μόνιμα με την οικογένειά μου, αποτελούμενη από τον σύζυγό μου ++ και τα ανήλικα τέκνα μας+++ στο χωριό ++. Είμαι+++ετών και πάσχω από ++++. Δηλ. είμαι ++ και υποβάλλομαι τακτικότατα στις αναγκαίες θεραπείες. Λάμβάνω ως εκ της ασθενείας μου, αναπηρική σύνταξη ποσού++++, ενώ τα έσοδα του συζύγου μου προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματός του ιδιωτικού υπαλλήλου και ανέρχονται σε +++ετησίως.

Επειδή με βάση τα ανωτέρω στοιχεία έχω γνωστή διαμονή, δεν έχω κάνει καμία προπαρασκευαστική ενέργεια για να διευκολύνω την φυγή μου, δεν υπήρξα ποτέ κατά το παρελθόν φυγόποινος ή φυγόδικος, ούτε κρίθηκα ένοχος για απόδραση κρατουμένου, ενώ από κανένα πραγματικό περιστατικό δεν προκύπτει σκοπός φυγής μου αλλά ούτε και πιθανολογείται ότι θα διαπράξω οποιοδήποτε έγκλημα αν αφεθώ ελεύθερος αφού άλλωστε καμία καταδίκη μου και μάλιστα αμετάκλητη δεν υπάρχει για τέτοιες ή άλλες ομοειδείς αξιόποινες πράξεις,    

Επειδή εξ` όλων των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών  προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η αποδιδόμενη σε μένα κατηγορία είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη.

Για τον λόγο αυτό ΑΙΤΟΥΜΑΙ να προχωρήσει η διαδικασία για να εισαχθεί η υπόθεση στο κατά νόμο (αρθρ.308 παρ.1 ΚΠΔ) αρμόδιο Δικαστικό συμβούλιο και να εκδοθεί βούλευμα αποφαινόμενο να μην γίνει κατηγορία σε βάρος μου.

Τέλος δηλώνω ότι ζητώ να λάβω γνώση της εισαγγελικής προτάσεως που μετά την περάτωση της ανάκρισης θα καταρτισθεί και ότι διορίζω πληρεξούσιο Δικηγόρο και νόμιμο αντίκλητό μου τον Δικηγόρο του Πρωτοδικείου Καρδίτσας Ανδρέα Βρόντο, Πλαστήρα 12-Καρδίτσα,τηλ:41255.

Μάρτυρες για όλα τ` ανωτέρω ζητήματα ΑΙΤΟΥΜΑΙ (274 ΚΠΔ) να εξετασθούν οι:  

                      Ο ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013