υπάλληλος ΝΠΙΔ.οικονομικό-λογιστικό προσωπικό. καταγγελία σύμβασης. έγκυρη απόλυση.οικονομοτεχνικοί λόγοι και μείωση εσόδων.όχι καταχρηστικότητα της καταγγελίας. ΜΠρΚαρδίτσας 95/2016

Αριθμός 95/2016

(Γεν.Ειδ. 71/2014)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Βασδέκη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τον γραμματέα, Μενέλαο- Κωνσταντίνο Γοργύλη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 20-5-2015, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

Του ενάγοντος: ++ του ++, κατοίκου ++, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ++

Του εναγόμενου: ++ Σωματείου με την επωνυμία ++ που εδρεύει στην ++, που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου.

Ο ενάγων άσκησε την από ++ και με αύξοντα αριθμό ++ αγωγή του και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της αγωγής αυτής ορίστηκε δικάσιμος η ++, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την ++, και κατόπιν νέας αναβολής (λόγω της αποχής των δικηγόρων) για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ NΟΜΟ

Ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, και κατ'εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκθέτει ότι στις ++ προσλήφθηκε από το εναγόμενο σωματείο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί με την αναγραφόμενη, κατά τη σύναψη της σύμβασης, ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου - ειδικού γραμματέα. Ότι συμφωνήθηκε να εργάζεται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οκταώρου - διακεκομμένου - ημερησίως. Ότι κατά την πρόσληψή του, γνωστοποίησε στο εναγόμενο την οικογενειακή και προσωπική του κατάσταση. Ότι από την αρχή της πρόσληψής του και παρά το ότι κατά τη σύμβαση φερόταν να έχει προσληφθεί με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου - ειδικού γραμματέα, στην πραγματικότητα του είχε ανατεθεί και η λογιστική επιμέλεια των οικονομικών του εναγομένου, ως τα καθήκοντα αυτά αναγράφονται αναλυτικότερα στην υπό κρίση αγωγή. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα για πενθήμερη εργασία εβδομαδιαίως και για οκτάωρο ημερησίως, υποχρεώθηκε από το εναγόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του επί 13 ώρες ημερησίως, αλλά και κάποιες από τις ημέρες του Σαββάτου και δη επί δώρου. Ότι το εναγόμενο, παρά το ότι ο ενάγων προσέφερε και λογιστικές υπηρεσίες, του κατέβαλε τον μισθό που αντιστοιχούσε στο διοικητικό προσωπικό και όχι στους λογιστές-οικονομικό προσωπικό και ότι αντιστοίχως, με βάση τον μισθό του διοικητικού προσωπικού του κατέβαλε και τα δώρα εορτών και τα επιδόματα αδείας. Ότι, επίσης, το εναγόμενο δεν του κατέβαλε προσηκόντως τις αποδοχές αδείας, ως ειδικότερα παραθέτει στην υπό κρίση αγωγή του. Εκθέτει, περαιτέρω, ο ενάγων, ότι από την πρόσληψή του, ο ίδιος προσέφερε τις υπηρεσίες του προσηκόντως στο εναγόμενο, μέχρι και τις 22-11-13, οπότε και το τελευταίο κοινοποίησε στον ενάγοντα εγγράφως την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, επικαλούμενο μείωση των εσόδων του. Ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ήταν άκυρη λόγω κυρίως : α) της αντίθεσης της στο άρθρο 281 Α.Κ. , αφού δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και η καταγγελία της σύμβασης μπορούσε να αποτραπεί με ηπιότερα μέτρα και με προβάδισμα στα συμφέροντα του ενάγοντα, που ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί για την εξεύρεση της λύσης του ζητήματος, και β) της αντίθεσης της στο άρθρο 38 παρ. 8 του ν. 1892/1990, αφού η καταγγελία έγινε για το λόγο ότι ο ενάγων δεν δέχθηκε την πρόταση του εναγομένου σωματείου για μερική του απασχόληση. Επικουρικώς δε, και σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων εκθέτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν άκυρη, επειδή δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αλλά ποσό κατώτερο αυτής, ως ειδικότερα αναγράφει στην αγωγή του. Εκθέτει περαιτέρω ο ενάγων ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, το εναγόμενο εξακολουθεί μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, να μην καταβάλλει στον ενάγοντα τις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών του, ως ειδικότερα οι διαφορές αυτές παρατίθενται αναλυτικά στην υπό κρίση αγωγή. Ζητεί λοιπόν ο ενάγων: 1) να αναγνωριστεί η, για τους ανωτέρω λόγους, ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, με την απειλή χρηματικής ποινής, ποσού 300 ευρώ, για την κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής του με την απόφαση που θα εκδοθεί και 2) ως παραδεκτώς, με δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις, παραιτήθηκε εν μέρει από κάποια αγωγικά κονδύλια και περιόρισε κάποια άλλα από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα κατωτέρω α) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 18.575,24 ευρώ για τις διαφορές του μισθού του καθώς και για τις διαφορές των δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας από τον Ιανουάριο του 2009 έως και τις 22-11-2013 και β) να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο σωματείο υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα: ι) το ποσό των 4.092,83 ευρώ - ως παραδεκτώς μετέτρεψε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο από καταψηφιστικά, σε αναγνωριστικό - για την παροχή εργασίας του, κατά τις ημέρες του Σαββάτου και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι και 22-11-2013 ιι) το ποσό των 5.948,82 ευρώ -ως παραδεκτώς       μετέτρεψε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο από καταψηφιστικό, σε αναγνωριστικό - ως αποζημίωση για την μη χορήγηση όλως των ημερών αδείας του, των ετών 2009 - 2012, ιιι) το ποσό των 13.851,60 ευρώ - ως παραδεκτώς   μετέτρεψε   το σχετικό   αγωγικό      κονδύλιο     από καταψηφιστικό, σε αναγνωριστικό - για την αμοιβή του από την παροχή υπερεργασίας και υπερωριακής του εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι και 22-11-2013, ιν) ως παραδεκτώς περιόρισε το σχετικό αίτημα του, κατά το ποσό των 1.382,67 ευρώ και ως παραδεκτώς μετέτρεψε το λοιπό αιτούμενο σχετικό αγωγικό κονδύλιο (των μισθών υπερημερίας) από καταψηφιστικό, σε αναγνωριστικό, το ποσό των 23.269,42 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, κατά το χρονικό διάστημα από την απόλυσή του και μέχρι και την 31-12-2014 -λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ν) το ποσό των 5.000 ευρώ - ως παραδεκτώς μετέτρεψε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο από καταψηφιστικό, σε αναγνωριστικό - ως χρηματική του αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου και νι) επικουρικώς, και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, το ποσό των 3.775,66 ευρώ - ως παραδεκτώς μετέτρεψε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο από καταψηφιστικό, σε αναγνωριστικό - ως την διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας που του κατέβαλε το εναγόμενο από αυτή που έπρεπε να του καταβληθεί. Επικουρικά, ο ενάγων ζητεί το ίδιο ως άνω συνολικό ποσό με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, γιατί κατά το ποσό αυτό κατέστη πλουσιότερο το εναγόμενο σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος χωρίς νόμιμη αιτία, αφού τα ανωτέρω ποσά θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο απασχολούσε στη θέση του με τις ίδιες συνθήκες και όρους με αυτόν. Ζητεί, επίσης, τα ως άνω ποσά νομιμοτόκως από τότε που το κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Ζητεί τέλος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη.

Η υπό κρίση αγωγή - που σχετικά με το αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και τις σωρευόμενες με αυτό αξιώσεις, έχει ασκηθεί παραδεκτά, εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 και 2 του Ν 3198/1955 ( και συγκεκριμένα με χρόνο καταγγελίας την 22α-11-2013, η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 13-2- 2014, όπως προκύπτει από την με αριθμό ++ πράξη κατάθεσης δικογράφου και επιδόθηκε στο εναγόμενο, στις ++, όπως προκύπτει από την με αριθμό ++ έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ++) - αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 14 παρ. 2,16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 666 επ. του Κ.Πολ.Δ.) και είναι ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα, κατά νόμο αναγκαία, για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση στοιχεία, και νόμιμη, εκτός από το αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής κατά το μέρος που τα επιμέρους αιτήματα περιορίστηκαν σε αναγνωριστικά, καθόσον εκτελεστότητα προσδίδεται μόνο σε αιτήματα που περιέχουν καταδίκη, δηλαδή στα καταψηφιστικά και όχι σε αναγνωριστικά ή διαπλαστικά. Στηρίζεται δε, κατά την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 281,174, 180, 349, 351, 648, 653, 655, 656, 669 παρ. 2, και 932 Α.Κ. του α.ν. 1777/1951, 19040/81 κοινής Υ.Α των Υπ. Οικονομικών και Εργασίας, ν. 539/1945, άρθρο 4 του ν. 2874/2000, όπως αυτό ισχύει μετά το άρθρο 1 του νόμου 3385/2005, άρθρο 8 του ν. 3846/2010, άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και στη συνέχεια με το άρθρο 2 παρ. παρ. 8 του ν. 3846/2010, άρθρο 74 του ν. 3863/2010, σε συνδυασμό με τις οικείες Σ.Σ.Ε. για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού που απασχολείται στα πόσης φύσης ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και στα άρθρα 176, 907, 908 και 910 αρ. 4 ΚΠολΔ., ενώ όσον αφορά την επικουρική της βάση, τη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ., είναι νόμιμη μόνο για τις αξιώσεις και μάλιστα για μέρος αυτών, που θεμελιώνονται απευθείας στις διατάξεις των άρθρων 904 επ., όπως η απαίτηση για την εργασία του Σαββάτου και των υπερωριών -υπερεργασίας, όχι όμως και κατά το μέρος που οι αξιώσεις αυτές, όπως επίσης και οι διαφορές του μισθού, το επίδομα αδείας, τα δώρα εορτών, θεμελιώνονται απευθείας στο νόμο. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί η βασιμότητα της και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό των αιτημάτων - ως ανωτέρω- σε αναγνωριστικά, το συνολικό ποσό των αιτημάτων που παραμένουν καταψηφιστικά, δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο, επί εργατικών διαφορών, ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, οριζόμενο έως του ποσού της εκάστοτε καθ' ύλην αρμοδιότητος του Ειρηνοδικείου (αρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 2 Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 και 3 Ν. 3198/1955,74 του ν.3863/2010 και εκείνης του άρθρου 288 ΑΚ το οποίο ορίζει ότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη, προκύπτει ότι η ελλιπής από τον εργοδότη καταβολή της αποζημιώσεως που δικαιούται ο μισθωτός σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας, εάν είναι δικαιολογημένη κατά την καλή πίστη, όπως όταν οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη του εργοδότη ως προς την έκταση των τακτικών αποδοχών του μισθωτού, βάσει των οποίων καθορίζεται το ύψος της αποζημιώσεως. Ο περί συγγνωστής πλάνης ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου κατά της αγωγής, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, εξαιτίας ελλιπούς καταβολής της αποζημιώσεως (Α.Π. 1239/2014, Εφ.Δωδ. 15/2014, Εφ. Αθ. 3879/2012, Εφ.Θες. 715/2008,Νόμος).

Το εναγόμενο σωματείο με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του συνομολογεί την σύναψη της σύμβασης εργασίας με τον ενάγοντα και την καταγγελία αυτής - με την διαφοροποίηση ότι η καταγγελία έλαβε χώρα στις ++, ενώ στις ++ έγινε η κοινοποίηση της καταγγελίας στον ενάγοντα - αρνείται όμως, κατά τα λοιπά, την υπό κρίση αγωγή ισχυριζόμενο ότι ο ενάγων προσλήφθηκε και απασχολήθηκε στο ίδιο, ως διοικητικός υπάλληλος με αντικείμενο αυτό της γραμματειακής και διοικητικής υποστήριξης και όχι λογιστικής, αφού την οικονομική και λογιστική διαχείριση ασκούσε ο ταμίας του εναγομένου που ορίζονταν κάθε φορά με απόφαση της Πολιτείας και δη μεταξύ των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων - μελών του εναγομένου. Ότι αντιστοίχως το εναγόμενο κατέβαλε στον ενάγοντα τις νόμιμες αποδοχές του συμπεριλαμβανομένων των δώρων εορτών, των επιδομάτων και των αποδοχών αδείας, με βάση τα οριζόμενα στο νόμο και στις οικείες ++ και δη για την αμοιβή του διοικητικού υπαλλήλου. Ότι ο ενάγων απασχολήθηκε καθ ολο το χρονικό διάστημα που εργάστηκε στο εναγόμενο επί πενθημέρου εβδομαδιαίως και επί οκταώρου ημερησίως, χωρίς να χρειαστεί να προσφέρει εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και χωρίς ποτέ να προσφέρει υπερεργασία ή να εργαστεί υπερωριακά. Ότι μόνο κατ'εξαίρεση, τον Αύγουστο μήνα εκάστου έτους, οπότε και υπήρχαν αυξημένες αιτήσεις ανανέωσης και έκδοσης αδειών ++, ο ενάγων βρισκόταν στα γραφεία του εναγομένου κάποιες από τις ημέρες του Σαββάτου όχι όμως στα πλαίσια της εργασιακής του σχέσης αλλά προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες του και δη με την ιδιότητα του μέλους του σωματείου. Ισχυρίζεται περαιτέρω το εναγόμενο, ότι στις ++, προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, επειδή , κυρίως, το ίδιο από το έτος 2010 και εντεύθεν άρχισε να έχει σημαντική απώλεια εσόδων, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο ενάγων, κατά παράβαση και παραμέληση των καθηκόντων του, παρείχε κατά την διάρκεια της εργασίας του λογιστικές υπηρεσίες σε τρίτους, ενώ επιπροσθέτως, πωλούσε για λογαριασμό του αντί μειωμένου τιμήματος είδη ++ αλλά και συσκευασμένο ++, γεγονότα που προκάλεσαν την διαμαρτυρία των μελών του εναγομένου, αλλά και τρίτων προσώπων. Ότι σε κάθε περίπτωση το ίδιο, δια του προέδρου του και των υπολοίπων μελών του Δ.Σ., πριν προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ήρθε επανειλημμένως σε συνεννόηση με τον ενάγοντα υποβάλλοντας σε αυτόν προτάσεις με αντικείμενο την μείωση των αποδοχών του, ώστε να αντιμετωπιστεί και το οικονομικό πρόβλημα που το ίδιο αντιμετώπιζε, αλλά και να μην απολυθεί ο ενάγων, προτάσεις όμως τις οποίες απέρριψε ο ενάγων. Ισχυρίζεται δε επικουρικώς το εναγόμενο, και δη όσον αφορά τα αιτούμενα αγωγικά κονδύλια για την εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου, για υπερεργασία και υπερωρίες ότι, ενώ το τελευταίο εξάντλησε κάθε δυνατότητα προκειμένου να μην προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ο ενάγων εντελώς καταχρηστικά αιτείται χρήματα για απασχόληση που προσέφερε εθελοντικά στο εναγόμενο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός του εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι τα περιστατικά που επικαλείται και αληθή υποτιθέμενα δεν επαρκούν για να στηριχθεί η ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ, καθόσον δεν αναφέρεται η συνδρομή των ιδιαίτερων αυτών περιστάσεων, οι οποίες σε συνδυασμό και με την παρέλευση μακρού χρόνου, να καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Επιπροσθέτως, το εναγόμενο, επικουρικά και για την περίπτωση που η αξίωση του ενάγοντος για συμπλήρωση της αποζημίωσης απόλυσης ήθελε κριθεί και ουσιαστικά βάσιμη, ισχυρίζεται ότι η τυχόν ελλιπής καταβολή του ποσού της αποζημιώσεως που δικαιούταν ο ενάγων, οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη του εναγομένου, ως προς την έκταση των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, κατά το χρόνο πριν την απόλυσή του, για τις οποίες (αποδοχές), ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ο ενάγων. Ο εν λόγω ισχυρισμός, περί συγγνωστής πλάνης, θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου κατά της αγωγής, κατά το μέρος που με αυτήν διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, εξαιτίας ελλιπούς καταβολής της αποζημιώσεως η οποία ( ένσταση) στηρίζεται στις προπαρατιθέμενες στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν. Τέλος, το εναγόμενο προβάλει αίτημα διενέργειας τεχνικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να εξεταστεί από ειδικούς, ο προσκομιζόμενος από το εναγόμενο αποσπώμενος ψηψιακός δίσκος (USB), για να μελετηθούν τα αρχεία αυτού και να αποδειχθεί η ενασχόληση του ενάγοντος με ανεπίτρεπτη για την εκτέλεση των καθηκόντων του στο εναγόμενο, ενασχόληση.

Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας (άρθρο 669 παρ. 2 του ΑΚ) απαγορεύεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ αντικειμενικά όρια, σε αντίθετη δε περίπτωση η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα 174, 180 ΑΚ), με συνέπεια ο εργοδότης να υποχρεούται να δέχεται - όπως και πριν - τις υπηρεσίες του μισθωτού και, αν καταστεί υπερήμερος περί την αποδοχή τους, να έχει υποχρέωση να καταβάλει τους μισθούς του, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 του ΑΚ. Ειδικώς, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για οικονομικούς λόγους που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στην διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια από πλευράς σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας. Η καταγγελία, όμως, της εργασιακής συμβάσεως εργαζομένου στην επιχείρηση, που αποτελεί το έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της, ελέγχεται από τα δικαστήρια από την άποψη της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέσων, όπως απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση αυτού. Όπως επίσης ελέγχεται δικαστικώς και ο τρόπος επιλογής του συγκεκριμένου εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 του ΑΚ. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ.1, 653, 656, 349 έως 351, 361, 57, 200, 288 ΑΚ, 1,3, 7, 8 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι στην ελεύθερη εκτίμηση του εργοδότη, με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, ανήκει η επιλογή των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχειρήσεώς του και συνακόλουθα η εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην ορθολογικότερη οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του, για την επίτευξη του οικονομικού της σκοπού, στα οποία (θέματα) εμπίπτει και ο καθορισμός του τομέα απασχολήσεως του κάθε εργαζόμενου σ’ αυτήν και η κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του. Από τις ίδιες, όμως, πιο πάνω διατάξεις συνάγεται (και) ότι συντρέχει βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της συμβάσεως, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή έμμεσα ζημία στον εργαζόμενο, υλική ή ηθική. Ο εργοδότης, στα πλαίσια οικονομικής ή τεχνικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, μπορεί, στην περίπτωση που είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου με διαφορετικούς (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, που είναι, οπωσδήποτε, ηπιότερο από την απόλυση μέτρο, να προτείνει στον εργαζόμενο την τροποποίηση αυτή και μόνον όταν αυτός την απορρίψει, να προχωρήσει στην καταγγελία, η οποία τότε, αποτελούσα το έσχατο μέσο (ultimaratio), είναι έγκυρη. Διαφορετικά, η απευθείας προσφυγή στην καταγγελία, στο επαχθέστερο δηλαδή για τον εργαζόμενο μέτρο, παρά το γεγονός ότι είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεώς του με δυσμενέστερους όρους εργασίας, καθιστά την καταγγελία καταχρηστική (ΑΠ 595/2015, Α.Π. 1404/2014, Α.Π. 1199/2002, Εφ. Πατρ. 851/2007,Εφ.Θες.186/2003,Νόμος). Περαιτέρω, στο άρθρο 38 του ν.1892/1990, ως αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και στη συνέχεια από το άρθρο 2 του ν. 3846/2010 « 1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. 2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως: α) «εργαζόμενος μερικής απασχόλησης», κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση, β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση», κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας. 3)..4) ..5)..6).. 7) Αν η μερική απασχόληση έχει καθοριστεί με ημερήσιο ωράριο μικρότερης διάρκειας από το κανονικό, η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μία φορά την ημέρα. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στους οδηγούς αυτοκινήτων μεταφοράς μαθητών, νηπίων και βρεφών και στους συνοδούς αυτών που εργάζονται στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς και στα νηπιαγωγεία, καθώς και στους καθηγητές που εργάζονται στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και μέσης εκπαίδευσης. 8. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από τον μισθωτό εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη. ”9. ( ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ.1 Ν.3899/2010, ΦΕΚ A212/17.12.2010). Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης."  10. Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του α.ν.539/1945, όπως ισχύει.¨».       Από το προπαρατιθέμενο άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως αυτό είχε αρχικά αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και στη συνέχεια με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010, συνάγεται ότι η έννοια της διατάξεως κατά την ορθή ερμηνεία της είναι ότι διασφαλίζεται το δικαίωμα των εργαζομένων για διατήρηση των όρων εργασίας στη βάση ότι απαγορεύεται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας και ότι η απόλυση λόγω άρνησης του μισθωτού να δεχθεί τη μεταβολή είναι καταχρηστική (ΑΠ 1407/2009, ΕΕργΔ 2010,1461). Εξάλλου, από τα άρθρα 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαπωματικότητα της αιτίας, για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ. Περαιτέρω, ο εργοδότης, ασκώντας νόμιμα το διευθυντικό δικαίωμα του (Α.Κ.652) μπορεί, να αποδεσμευτεί από τους δυσμενείς πλέον γι’ αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, να συνδέσει την καταγγελία της με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού της πρότασής του για μεταβολή των όρων αυτής (τροποποιητική καταγγελία). Η καταγγελία όμως αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχτεί δικαιολογημένη μεταβολή, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι η αιτία της είναι η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή αλλά ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια, αν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της, αντίκειται στους όρους της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ. και ειδικότερα, αν η αξίωσή του για μεταβολή των όρων δικαιολογείται ή όχι από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης ή από λόγους που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού. Εξάλλου, μόνη η άκυρη καταγγελία είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω παράβασης του άρθρου 281 Α.Κ. δεν συνιστά καθεαυτή προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αν δεν επικαλείται, μεταξύ άλλων, τη μείωση της επαγγελματικής του υπόληψης και αξίας ( Α.Π. 362/2007, Εφ. Λαρ. 340/2015, Εφ. Πειρ. 2/2014, Νόμος, ΕφΠειρ. 678/2001 Δ.Ε.Ε. 2002, 1280). Από τα άρθρα 339, 393, επ., και 415 επ. ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο μάρτυρας είναι τρίτο πρόσωπο διάφορο από τους διαδίκους. Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορούν να εξετασθούν ως μάρτυρες: α) εκείνοι που μετέχουν στη δίκη ως δικαιούχοι ή υπόχρεοι και μάλιστα όχι μόνο όταν δικάζονται αυτοπροσώπως, αλλά και όταν δικάζονται με αντιπρόσωπο και β) διάφορα, εξομοιούμενα με το διάδικο, πρόσωπα, όπως είναι και ο νόμιμος αντιπρόσωπος του μετέχοντος στη δίκη νομικού προσώπου ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος φυσικού προσώπου, ανικάνου να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα (άρθ. 62, 63, 64 Κ.Πολ.Δ.), καθώς και ο εκούσιος αντιπρόσωπος αυτού που ενεργεί στη δίκη με την ιδιότητα αυτή. Όλοι αυτοί μπορούν να εξετασθούν από το δικαστήριο μόνο κατά τα άρθρα 415-420 ΚΠολΔ. και όχι σαν τρίτα πρόσωπα εκτός των διαδίκων, διαφορετικά η κατάθεση τους δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, γιατί αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο. Για τον, κατά τα άνω, αποκλεισμό των ανωτέρω προσώπων ως μαρτύρων απαιτείται να υπάρχει η ως άνω ιδιότητα τους κατά το χρόνο εξετάσεως τους, γιατί αν προϋπήρχε και εξέλιπε ή αν επήλθε μετά την κατάθεση τους, η τελευταία είναι έγκυρη και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 1361/2005, Νόμος). Τα ανωτέρω για την ταυτότητα του νομικού λόγου ισχύουν και επί ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες ο ενόρκως βεβαιών τρίτος καταθέτει ό,τι γνωρίζει περί των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών. Άρα, ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου ή μέλους της διοικήσεως του διαδίκου νομικού προσώπου ή του αντιπροσώπου ανικάνου φυσικού προσώπου, είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Και ναι μεν, κατά τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους ορισμούς του νόμου, πλην όμως η απόκλιση αυτή δεν εκτείνεται τόσο, ώστε να παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη, κατά την εν λόγω διαδικασία και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα ( Α.Π 882/2009, Α.Π 329/2008, ΑΠ 1401/2006, Εφ.ΑΘ. 1077/2007, ΕφΑΘ 46/2005, ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα, υπαριθμ. ++ ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον του Συμβολαιογράφου ++, που λήφθηκαν, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης - προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών - κλήτευσης του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθμ. ++ έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ++), από τις προσκομιζόμενες επίσης από τον ενάγοντα, υπ'αριθ. ++, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου ++ και την υπαριθμ. ++ ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καρδίτσας, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν δήλωσης της πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον συμβολαιογράφου, προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγόμενου, δήλωση που επέχει θέση κλήτευσης του παρισταμένου κατά τη συζήτηση εναγομένου, από την προσκομιζόμενη από το εναγόμενο, υπαριθμ. ++, ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου ++ - μόνο όμως για τις καταθέσεις των μαρτύρων ++ και ++, όχι όμως και για την κατάθεση του ++, ο οποίος τουλάχιστον κατά το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης ήταν πρόεδρος του εναγομένου και συνεπώς η ως άνω ένορκη βεβαίωση αποτελεί, ως προς τα όσα βεβαιώνει ο τελευταίος αυτός μάρτυρας ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθόσον αυτός που βεβαιώνει ενόρκως πρέπει να είναι τρίτο πρόσωπο διάφορο από τους διαδίκους, κατά τα αναγραφόμενα στη μείζονα σκέψη - που λήφθηκε, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών), κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. ++ και ώρα 8.20 π.μ., έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ++), απορριπτομένων, ως ουσία αβάσιμων, των αιτιάσεων του ενάγοντος, ότι δεν λήφθηκε κατά την ώρα που αναγράφεται από την Συμβολαιογράφο επί της ως άνω ένορκης βεβαίωσης, καθόσον μάλιστα κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε από τα όσα ενόρκως βεβαιώνει στην υπαριθμ. ++ ένορκη βεβαίωση η σύζυγος του ενάγοντος ++, αφού στις 8.50 της ++, όταν η τελευταία επισκέφτηκε το γραφείο της Συμβολαιογράφου, δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να έχει ετοιμαστεί η ένορκη βεβαίωση, η λήψη της οποίας και είχε οριστεί την αυτή ώρα (ήτοι στις 8.50 της ++), μη λαμβανομένης όμως υπόψη της υπαριθμ. ++ ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου ++ που προσκομίζεται από το εναγόμενο, αφού δεν προκύπτει γι' αυτήν το νομότυπο και εμπρόθεσμο (προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών), της κλήτευσης του ενάγοντος (σημειωτέον ότι, παρά την ταχθείσα - τηλεφωνικώς - προθεσμία από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ, προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εναγόμενου, δεν προσκομίστηκε σχετική έκθεση επίδοσης περί νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος), και η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, λήφθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη ( χωρίς να ενδιαφέρει το νομότυπο αυτής με βάση τις διατάξεις του Κ.Π.Δ. οι οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αναλογικά), καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται νομίμως μετ'επικλήσεως από τους διαδίκους, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το εναγόμενο σωματείο με την επωνυμία ++,  , προσέλαβε στις ++ και δη μέσω προγράμματος επιχορήγησης εργοδοτών του ΟΑΕΔ, τον ενάγοντα, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου . Κατά τη συμφωνία, ο ενάγων θα προσέφερε τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο επί πενθημέρου εβδομαδιαίους και επί οχταώρου - διακεκομμένου - ημερησίως, με την φερόμενη ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου - ειδικού γραμματέα, και με αντικείμενο - μεταξύ άλλων- την τήρηση των πρακτικών, την λήψη των αιτήσεων χορήγησης ή ανανέωσης άδειας ++, της προετοιμασίας του ελέγχου των αδειών, της τήρησης της αλληλογραφίας του εναγομένου………………..  

. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι από το έτος 2010 άρχισε να παρατηρείται μία πτώση στα έσοδα του εναγομένου σωματείου και τούτο λόγω της σταδιακής μείωσης των αιτήσεων για την έκδοση νέων αδειών ++, που αποτελούσαν και το κυριότερο έσοδο του εναγομένου σωματείου, όπως αποδεικνύεται από τον προσκομιζόμενο από το εναγόμενο συνοπτικό πίνακα αδειών ++ ετών 2009-2013, από τα αντίγραφα των φύλλων του βιβλίου ταμείου, περί των εσόδων και εξόδων ετών 2010-2014 και από τους προϋπολογισμούς των ετών 2009-2013. Συγκεκριμένα, τα έσοδα του εναγομένου από τις συνδρομές των μελών, την έκτακτη εισφορά και από τις συνδρομές των νέων μελών, ακολούθησαν φθίνουσα πορεία κατά τα έτη - που ενδιαφέρουν εν προκειμένω - 2009-2013 και δη: α) κατά το οικονομικό έτος 2009, στο ποσό των 40.325 ευρώ, 24.970 ευρώ και 172,50 ευρώ αντιστοίχως,β) κατά το οικονομικό έτος 2010, στο ποσό των 34.188,16 ευρώ, 22.910 ευρώ, 112,50 ευρώ, γ) κατά το οικονομικό έτος 2011, στο ποσό των 31.200,60 ευρώ, 20.940 ευρώ και 175 ευρώ, δ) κατά το οικονομικό έτος 2012, στο ποσό των 27.475,60 ευρώ, 27.640 ευρώ και 132 ευρώ, και ε) κατά το οικονομικό έτος 2013, στο ποσό των 26.447,50 ευρώ, 26.625 ευρώ και 93 ευρώ. Μάλιστα, ενόψει της μείωσης των εσόδων, αποφασίσθηκε από την Γενική Συνέλευση του εναγομένου η επιβολή έκτακτης εισφοράς αρχικά ποσού 10 ευρώ, η οποία συνεχίστηκε να επιβάλλεται και κατά τα έτη 2010-2013, έχοντας μάλιστα, το έτος 2012, αυξηθεί στο ποσό των 15 ευρώ (βλ. τις υπ'αριθμ. 164/21-6-2009, 170/11-7-2010,          174/3-7-2011 και 180/6-11-2012 πράξεις της ΓενικήςΣυνέλευσης, που προσκομίζονται από το εναγόμενο περί επιβολής έκτακτης εισφοράς). Με τα δεδομένα λοιπόν της μείωσης των εσόδων, και της εξ αιτίας αυτής προσπάθειας του Δ.Σ. του εναγομένου για περιορισμό των εξόδων, ώστε να μπορεί να προχωρήσει στην επίτευξη των σκοπών του, ως αυτοί ορίζονται από το καταστατικό του, στην συνέλευση του εναγομένου σωματείου, από τον Μάιο του 2012, τέθηκε ζήτημα περιορισμού και των αποδοχών του ενάγοντος ζήτημα που συζητήθηκε εκ νέου και στην συνεδρίαση της 27ης-6-2012 ( βλ. τις υπ'αριθμ. 20/22-5-2012 και 22/27-6-2012 πράξεις της γενικής συνέλευσης). Στα πλαίσια της έρευνας για τον τρόπο μείωσης των αποδοχών του ενάγοντος, κοινοποιήθηκε στον τελευταίο το με αριθμ.πρωτ. 51/12-7-2012 έγγραφο (που προσκομίζεται εκατέρωθεν), με το οποίο έγινε πρόταση στον ενάγοντα να δεχθεί μείωση των αποδοχών του, από 1-7-2012 κατά 22% επί των ακαθάριστων αποδοχών του, με περαιτέρω νέα διαπραγμάτευση από τον Οκτώβριο του 2012 και σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, ενώ τέθηκε στον ενάγοντα προθεσμία 3 ημερών να απαντήσει. Ο ενάγων, απάντησε στο υπ'αριθμ. πρωτ. 51/12-7-2012 έγγραφο του εναγομένου, με το με αριθμό κατάθεσης 97/7-8-2012 έγγραφο του, με το οποίο ζήτησε να του γνωστοποιήσουν τον λόγο της οικονομικής δυσχέρειας του εναγομένου και της εξ αυτής ανάγκης μείωσης των αποδοχών του και δη κατά 22%. Αντιπρότεινε δε, με το ίδιο ως άνω έγγραφο να μειωθεί ο μισθός του μόνο κατά 5% επί του βασικού του μισθού από το τέλος του Οκτωβρίου του έτους 2011 και πάντα υπό διαπραγμάτευση για την περαιτέρω πορεία. Ενόψει της άρνησης του ενάγοντα στην πρώτη ως άνω πρόταση του εναγομένου, κατά τη συνεδρίαση της ++, αποφασίσθηκε να προταθεί στον ενάγοντα η σύναψη νέας σύμβασης τετράωρης απασχόλησης του, λόγω της μείωσης των εσόδων, και τις ημέρες των αδειών να λειτουργεί το γραφείο του εναγομένου με πρόσθετο προσωπικό (βλ. την προσκομιζόμενη από το εναγόμενο υπ'αριθμ. ++ πράξη του Δ.Σ. του εναγομένου). Σε εκτέλεση της απόφασής του αυτής, το εναγόμενο, με το υπ'αριθμ. πρωτ. ++ έγγραφό του, πρότεινε στον ενάγοντα, επικαλούμενο για ακόμα μία φορά την μείωση των εσόδων του, την σύναψη νέας ατομικής σύμβασης εργασίας επί οκταώρου από 1 Αυγούστου μέχρι 31 Οκτωβρίου και επί τετραώρου για το διάστημα από τον Νοέμβριο μέχρι τον Ιούλιο καθώς επίσης και την χορήγηση - επιπρόσθετου - ειδικού μηνιαίου εισοδήματος για την λογιστική επιμέλεια των υποθέσεων, τάσσοντας στον ενάγοντα τριήμερη προθεσμία για να απαντήσει. Ο ενάγων με το από ++, έγγραφο του, απάντησε στο ως άνω (αριθμ. πρωτ. ++) έγγραφο του εναγομένου περί μερικής απασχόλησης, ζητώντας να του χορηγηθεί αντίγραφο της απόφασης που λήφθηκε για την μερική απασχόλησή του, καθώς και το έντυπο της σύμβασης εργασίας που επιθυμούσε το εναγόμενο να εφαρμοστεί με αναγραφή -επί του εντύπου- και των μηνιαίων απολαβών του. Το εναγόμενο κοινοποίησε στον ενάγοντα το έντυπο της νέας σύμβασης εργασίας, που όμως αφορούσε αυτή τη φορά πλήρη απασχόληση με συνολικές αποδοχές 920,51 ευρώ, ορίζοντας για ακόμη μία φορά στον ενάγοντα προθεσμία απάντησης (βλ. το υπ'αριθμ. πρωτ. ++ έγγραφο, που προσκομίζεται εκατέρωθεν). Ο ενάγων, με το από ++ έγγραφό του (με αριθμό πρωτ. κατάθεσης ++), επικαλούμενος την ανάγκη κάλυψης βιοποριστικών του αναγκών, αντιπρότεινε μείωση των αποδοχών του, στο ποσό των 1.150 ευρώ. Τελικά, το εναγόμενο και μετά από τις ως άνω διαπραγματεύσεις, μετά από λήψη σχετικής απόφασης, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, στις ++, καταγγελία που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα, στις 22-11-2013, ως προκύπτει από το σχετικό έντυπο της καταγγελίας που προσκομίζεται εκατέρωθεν με περαιτέρω ορισμό καταβολής αποζημίωσης σε έξι μηνιαίες δόσεις. Υπό τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά, ήτοι: α) της επιβεβλημένης, από την μείωση των εσόδων του εναγομένου, ανάγκης μείωσης και των εξόδων αυτού, μεταξύ αυτών και οι αποδοχές του ενάγοντα, και β) της προηγούμενης εξάντλησης από το εναγόμενο των διαθέσιμων και πρόσφορων ηπιότερων - της καταγγελία- λύσεων και μέσων και δη των προτάσεων (δύο) για μείωση των αποδοχών και για μερική απασχόληση, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση, ότι η καταγγελία ήταν επιβεβλημένη από τα πράγματα, προς προστασία των καλώς εννοουμένων συμφερόντων του εναγόμενου σωματείου και άρα δεν ήταν καταχρηστική, καθόσον, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ενήργησε δια του νομίμου εκπροσώπου του από εμπάθεια, εκδικητικότητα, ή και ταπεινά εργοδοτικά κίνητρα, ως εκθέτει ο ενάγων στην κρινόμενη αγωγή του. Ούτε επίσης αποδείχθηκε αντίθεση της καταγγελίας στην παρ.8 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990, δεδομένου ότι προηγήθηκαν της πρότασης για μερική απασχόληση του ενάγοντος δύο προτάσεις για την μείωση των αποδοχών του τελευταίου, χωρίς ωστόσο να γίνουν δεκτές από τον ενάγοντα. Εξάλλου, θα πρέπει να τονιστεί, ότι οι ως άνω διαπραγματεύσεις για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος έγιναν χρονικά σε εποχή, κατά την οποία, η χώρα είχε ήδη εισέλθει σε περίοδο οικονομικής κρίσης (γεγονός που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη ως πασίγνωστο, κατ άρθρο 336 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), με άμεσα επακόλουθα αυτά της μεγάλης μείωσης των αποδοχών των μισθωτών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και ήταν εύλογο να ερευνηθεί και από το εναγόμενο η μείωση των αποδοχών του ενάγοντος, λαμβανομένου υπόψη, ότι εν προκειμένω το εναγόμενο αποτελεί σωματείο που δεν επιδιώκει - και δεν μπορεί άλλωστε εκ του νόμου - κερδοσκοπικό σκοπό και όχι επιχείρηση που οι εταίροι αυτής αποκομίζουν οικονομικά οφέλη, ώστε μία τέτοια πρόταση για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος - εργαζομένου να ακούγεται παράλογη ή έστω κινούμενη από ταπεινά εργοδοτικά κίνητρα. Ο τελευταίος δε, έδειξε πρόθεση διαπραγμάτευσης μόνο κατά το χρόνο που το εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και δη την αυτή με την καταγγελία ημέρα - που είχε καταχωρηθεί ηλεκτρονικά στις ++, κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 22-11-2013- συντάσσοντας και κοινοποιώντας στο εναγόμενο το φέρον ημεροχρονολογία ++ έγγραφό του, το οποίο όμως κατατέθηκε στο εναγόμενο στις ++ (ως προκύπτει από την σφραγίδα, περί της παραλαβής του εγγράφου, που έχει τεθεί στο έγγραφο που προσκομίζεται από το εναγόμενο) με το οποίο και διευκρίνιζε ότι η μη αποδοχή των προτάσεων του εναγομένου αφορούσε μόνο την υπογραφή νέας σύμβασης εργασίας όχι και την εν γένει μείωση των αποδοχών του, χωρίς όμως, για ακόμη μία φορά, ο ενάγων να θέτει συγκεκριμένη αντιπρόταση. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι η πρόσληψη της νέας υπαλλήλου, ++, έγινε από το εναγόμενο στις ++ και όχι σε προγενέστερο της απόλυσης του ενάγοντος χρόνου, ως ισχυρίζεται ο τελευταίος, ενώ επίσης η ως άνω υπάλληλος απασχολείται στο εναγόμενο από την πρόσληψή της με καθεστώς μερικής απασχόλησης και με αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 500 ευρώ, ως τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το έντυπο (3) αναγγελίας πρόσληψης της ++, τα έντυπα των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας και τις μισθοδοτικές καταστάσεις, που προσκόμισε το εναγόμενο παραδεκτώς με την προσθήκη- αντίκρουση (σύμφωνα και με το σχετικό αίτημα που υπέβαλε ο ενάγων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δια της πληρεξούσιου δικηγόρου του). Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν έγκυρη και επομένως, τα αιτήματα της κρινόμενης αγωγής, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αποδοχής από το εναγόμενο των υπηρεσιών του ενάγοντος, καθώς και αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγομένου να καταβάλει μισθούς υπερημερίας στον ενάγοντα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα. Τα ανωτέρω, περί του εγκύρου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αποδείχθηκαν πλήρως από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, που είναι επαρκείς για να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε ασφαλή δικανική πεποίθηση, χωρίς να απαιτείται, όπως αβάσιμα αιτείται το εναγόμενο, η διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να εξεταστεί από ειδικούς, ο προσκομιζόμενος, από το εναγόμενο, αποσπώμενος ψηφιακός δίσκος (USB) απορριπτομένου ως εκ τούτου του σχετικού αιτήματος. Στο σημείο αυτό λεκτέα τα ακόλουθα: ως προαναφέρθηκε, το εναγόμενο καθ ολη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον ενάγοντα επικαλέστηκε και ανέγραψε αντιστοίχους στα έγγραφα που κοινοποίησε στον ενάγοντα, ως μοναδικό λόγο των προσπαθειών για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος, την μείωση των εσόδων του ίδιου (εναγομένου), λόγος, που κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα, υφίστατο και επέφερε εγκύρως την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Ουδέποτε έκανε - έγγραφη τουλάχιστον - αναφορά σε επιπρόσθετους λόγους παράβασης και παραμέλησης των καθηκόντων του ενάγοντος (επειδή παρείχε λογιστικές υπηρεσίες σε τρίτους, ή επειδή πωλούσε, αντί μειωμένου τιμήματος, είδη κυνηγιού αλλά και μέλι), ως πράττει με τις προτάσεις του, λόγοι που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω και παρέλκει η εξέτασή τους.  ……... Ως αναφέρθηκε ανωτέρω, το εναγόμενο προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας, στις 15-11-2013, το έγγραφο της οποίας όμως κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα, στις 22-11-2013, ως προκύπτει από το έντυπο της καταγγελίας που προσκομίζεται εκατέρωθεν. Κατά την απόλυση του ενάγοντος - η οποία και ήταν έγκυρη κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα - το εναγόμενο προέβη σε υπολογισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω απόλυσης, με βάση τις αποδοχές που κατέβαλε στον ενάγοντα κατά το χρόνο της καταγγελίας και οι οποίες, ως επίσης προαναφέρθηκε, ήταν κατώτερες από αυτές που αντιστοιχούσαν στην ειδικότητα του ως λογιστή. Υπολόγισε δηλαδή την αποζημίωση, στο συνολικό ποσό των 18.855,76 ευρώ, καταβάλλοντας στον ενάγοντα το ποσό των 3.150 ευρώ, με την υπογραφή της καταγγελίας της σύμβασης και το υπόλοιπο ποσό σε άλλες πέντε δόσεις, ως εξής: 1) ++++ Ωστόσο, ο ενάγων δικαιούταν ως αποζημίωση απόλυσης, ποσό που αντιστοιχούσε σε 12 μηνιαίους μισθούς, λόγω των 16 ετών υπηρεσίας στο εναγόμενο προσαυξημένου του ποσού αυτού κατά το 1/6, από την αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας, ήτοι το ποσό [(1.616,53 X 12) = 19.398,36 ευρώ + (19.398,36 X 1/6=) 3.233,06 ευρώ] των 22.631,42 ευρώ. Συνεπώς, οφείλεται στον ενάγοντα από την ως άνω αιτία - αποζημίωση απόλυσης - το ποσό των 3.775,66 ευρώ. Περαιτέρω όμως δεν αποδείχθηκε, ότι η καταβολή της ελλιπούς, κατά το ως άνω ποσό, αποζημιώσεως, οφείλεται σε κακοβουλία του νομίμου εκπροσώπου του εναγομένου, αλλά σε εύλογη αμφιβολία, ως προς το ποσό που έπρεπε να καταβληθεί, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ότι ο ενάγων, καθ ολη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, δεν διαμαρτυρήθηκε για το ύψος των αποδοχών του προσδιορίζοντας στο εναγόμενο το νόμιμο με βάση και την παροχή των λογιστικών του υπηρεσιών, δίνοντας ευλόγως στο εναγόμενο την εντύπωση ότι και η αποζημίωση απόλυσης πρέπει να υπολογιστεί με βάση τις καταβαλλόμενες από το εναγόμενο, κατά το χρόνο απόλυσης, αποδοχές. Συνεπώς, η καταβολή της ελλιπούς αποζημιώσεως απόλυσης, ήταν δικαιολογημένη και δεν επέφερε ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας, κατ αποδοχή της σχετικής ένστασης του εναγομένου. Εξάλλου - για την περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι το σχετικό αίτημα περί ηθικής βλάβης, δεν συνέχεται μόνο με τον ισχυρισμό του ενάγοντος περί ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά και με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτής καθ' εαυτής - δεν αποδείχθηκε, ότι από την απόλυσή του ενάγοντος επήλθε προσβολή της προσωπικότητάς του και ιδίως της επαγγελματικής του αξίας και υπόληψης, καθόσον από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως προέκυψε ότι αυτή ( η απόλυση) τελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής του ενάγοντος προερχόμενης από τις διαδόσεις των μελών του εναγομένου, ότι ο ενάγων δεν ασκούσε νόμιμα τα καθήκοντά του, καθόσον μάλιστα κάτι τέτοιο δεν κατέθεσε ούτε ο μάρτυρας του ενάγοντος (μέλος και αυτός του εναγομένου συλλόγου), τουναντίον μάλιστα, δήλωσε πως δεν είχε ακούσει κάτι για παραβατική συμπεριφορά του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Πρέπει, επομένως, το σχετικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.  

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο……..

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013