Λόγοι αναίρεσης.παραμόρφωση εγγράφου 559.20 ΚΠολΔ.έλλειψη νόμιμης βάσης.559.19 ΚΠολΔ.ορισμένο,βάσιμο και παραδεκτό των λόγων.άμυνα αναιρεσίβλητου.εργατική διαφορά.έγκυρη ή μη απόλυση εργαζόμενου.προυποθέσεις καταγγελίας.κατάχρηση δικαιώματος

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Του ++

ΚΑΤΑ

Του ++

Καρδίτσα +++/10/2017

Επί της συζητουμένης ενώπιόν σας την ++ από +++ αίτησης αναίρεσης του ανωτέρω εναντίον μου (Β2 Πολιτικό Τμήμα και αρ. πιν. 15), την οποία αρνούμαι και αποκρούω ως απαράδεκτη, αόριστη, νόμω και ουσία αβάσιμη, και ζητώ την απόρριψή της, επάγομαι και τα εξής, ήτοι:

Ως έγγραφα για τη θεμελίωση του με αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, νοούνται κατά τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου μόνο τα αποδεικτικά έγγραφα υπό την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δ. που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου. Με βάση την άνω αφετηρία δεν αποτελούν έγγραφα επιδεκτικά αναιρετικού ελέγχου κατά τον άνω λόγο αναιρέσεως οι καταθέσεις μαρτύρων (ΑΠ 391/1999), οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 119/2006), οι εκθέσεις αυτοψίας (ΑΠ 320/2001, ΑΠ 44/2003) και οι ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 391/2001).(ΑΠ 1623/2010, ΝΟΜΟΣ)

Ο δικαστής προκειμένου να αξιολογήσει για απόδειξη υποβαλλόμενα σε αυτόν έγγραφα, οφείλει να διαγνώσει κατά πρώτον το νοητικό περιεχόμενο των εγγράφων και να απεικονίσει αυτό (το περιεχόμενο) ως νοητικό πόρι­σμα στην απόφασή του. Μετά από αυτό προβαίνει σε εκτίμηση του περιεχο­μένου αυτού και καταστρώνει το αποδεικτικό του συμπέρασμα.

Η παραμόρφωση του εγγράφου ως λόγος αναιρέσεως εντοπίζεται στο πρώτο στάδιο, καθ’ όσον συνάπτεται με την ορθή ή όχι διάγνωση του περιεχομένου του εγγράφου. Συντρέχει δε κατά νόμον, όταν το δικαστήριο δέχεται ως (οντολογικό) περιεχόμενο του εγγράφου πόρισμα καταδήλως διάφορο από εκείνο, το οποίο προκύπτει από το περιεχόμενό του ως προςτην ύπαρξη ή ανυπαρξία ενός πραγματικού γεγονότος(Ολ. ΑΠ 1/99 Ελλ.Δικ. 40 σελ. 270 επ., ΑΠ 104/05 Δ 36 σελ. 1032). Έτσι παραμόρφωση υπάρχει, όταν ο δικαστής της ουσίας από αβλεψία ή άλλο λόγο καταχωρίζει στην απόφασή του το περιεχόμενο του εγγράφου εσφαλμένως, τροποποιη­μένο ή αλλοιωμένο (Ψωμά, Μελέτες αναιρετικής διαδικασίας σελ. 279/280) και γενικώτερα αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο εντελώς διάφορο από το υπάρχον σε αυτό, δεχόμενος άντικρυς το ενάντιο του σαφούς και ρητού γράμματος του εγγράφου (ΑΠ 869/76 ΝοΒ 25 σελ. 333 επ., 96/97 Ελλ.Δικ. 38 σελ. 1537). Επίσης όταν δέχεται, ότι υπάρχουν πραγματικά γεγονότα ανύ­παρκτα στο έγγραφο ή δεν δέχεται πραγματικά γεγονότα, ενώ αναφέρονται σε αυτό (Θεοδωρόπουλος, άρθρ. 559 αριθμ. 20, 1 σελ. 463) ή όταν το δικα­στήριο κατά την ανάγνωση του εγγράφου παρέλειψε κρίσιμη λέξη ή φράση του (ΑΠ 715/97 ΝοΒ 46 σελ. 211 επ.). Κατ’ αυτό τον τρόπο το δικαστήριο εξουδετερώνει την αποδεικτική δύναμη του σχετικού εγγράφου, το οποίο συμβαίνει, όταν η παραμόρφωση είναι κατάδηλη, δηλ. αναφέρεται σε κρίσι­μο σημείο του εγγράφου (Ψωμάς, ένθ. ανωτ. σελ. 280).

Συνεπώς η παραμόρφωση εντοπίζεται στην διαπίστωση του πραγματικού περιεχομένου του εγγράφου. Αφ` ης στιγμής η διαπίστωση-παραδοχή του πραγματικού περιεχομένου του είναι ορθή (δεν πάσχει), δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραμόρφωση. Αν, μετά ταύτα, η περαιτέρω συλλογιστική πορεία πάσχει για κάποιο λόγο, το σχετικό ελάττωμα μπορεί να δημιουργεί άλλο λόγο αναίρεσης, όχι όμως του αρ. 20.

Το ζήτημα λοιπόν είναι τα πραγματικά γεγονότα που περιέχονται στο έγγραφο και όχι η αξιολόγηση αυτών αποδεικτικά ή η νομική υπαγωγή τους. Δεν συντρέχει δηλ ο προκείμενος λόγος όταν το δικαστήριο π.χ παρέβη τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (559.1 ΚπολΔ) ή όταν προβαίνει σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Διότι, διαφορετική από την παραμόρφωση του εγγράφου είναι η από το δικαστήριο γενόμενη εκτίμησητου περιεχομέ­νου αυτού, δηλ. η αποδεικτικήαξιολόγηση του οντολογικού περιεχομένου του εγγράφου. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων γενικώς και ειδικώτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ.  

Η παραμόρφωση του περιε­χομένου εγγράφου και η εκτίμηση αυτού είναι δύο διαφορετικά πράγματα και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται. Ορθώς οριοθετεί αυτό ο ΑΠ, ο οποίος έχει νομολογήσει, ότι το άρθρ.   559 αριθμ. 20 Κώδ.Πολ.Δικ. ανάγει σε λόγο αναιρέσεως το διαγνωστικό λάθος, στο οποίο υποπίπτει ο δικαστής της ουσίας, όταν αποδίδει στο αποδεικτικό μέσο περιεχόμενο διαφορετικό από το πράγματι σε αυτό υπάρχον, όχι όμως και όταν από το ορθώς διαγνωσθέν γεγονός συνάγει συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο, το οποίο θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, διότι πρόκειται για κυριαρχική εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία διαφεύγει τον ακυρωτικό έλεγχο (ΑΠ 202/1973 ΝοΒ 21 σελ. 1057, 993/74 ΝοΒ 23 σελ. 600, 504/86 ΝοΒ 35 σελ. 178 επ.).

Συνεπώς ο ΑΠ δεν μπορεί να εξετάσει την από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γενόμενη αποδεικτική αξιολόγηση του νοητικού πορίσματος του εγγράφου και επομένως αν ορθώς ή όχι κατέληξε αυτή (η απόφαση) ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος, άποψη την οποία δέχεται παγίως και ο ΑΠ (ΑΠ 692/76 ΝοΒ 25 σελ. 5, 869/76 ΝοΒ 25 σελ. 333, 913/76 ΝοΒ 25 σελ. 347, 1005/76 ΝοΒ 25 σελ. 868, 586/77 Εργ.Δ 36 σελ. 786, 1275/83 Δ 15 σελ. 404 επ., 649/83 Δ 15 σελ. 410 ενημ. σημ. Σ. Σταματόπουλου, 546/85 ΝοΒ 34 σελ. 200 επ., 758/85 ΝοΒ 34 σελ. 664, 504/86 ΝοΒ 35 σελ. 178 επ. κ.λ.π.).

Είναι συνεπώς απαράδεκτος ο λόγος, αν υπο την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς του πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων απο το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 1/1995, ΕλλΔνη 1995,582), δηλ. στην περίπτωση που το δικαστήριο από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1124/2012, 185/1993, ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ).

Με την θέση του αυτή φαίνεται, ότι συμβιβάζεται και η, στερεοτύπως επαναλαμβανόμενη απο τις αποφάσεις, αντίληψη του ΑΠ κατά την οποία η αναίρεση κατ' άρθρ. 559 αριθμ. 20 Κώδ.Πολ.Δικ. είναι βάσιμη «όταν το δικαστήριον (της ουσίας) εμόρφωσε την κρίσιν του αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον ως εκ του αναφερομένου ως παραμορφωθέντος κατά το περιεχόμενον αυτού εγγράφου ουχί δε και όταν συνεξετίμησεν τούτο μετ’ άλλων αποδεικτικών μέσων χωρίς να εξαίρεται το έγγραφον αναφορικώς προς το περί υπάρξεως ή ανυπαρξίας του αποδεικτικού γεγονότος πόρισμα, καθ' όσον εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει δεν είναι εφικτή η εξακρίβωσις της ιδιαιτέρας αποδεικτικής σημασίας του εγγράφου, ειμή δια της εκτιμήσεως και των λοιπών μετ’ αυτού συνεκτιμηθέντων υπό του δικαστηρίου της ουσίας αποδεικτικών μέσων, ήτις όμως εκτίμησις δεν είναι επιτετραμμένη εις τον ΑΠ» (ΑΠ 203/1973 ΝοΒ 21 σελ. 1057, ΑΠ 1198/97 Ελλ.Δικ. 40 σελ. 77, 203/173 ΝοΒ 21 σελ. 1057, 335/73 ΝοΒ 21 σελ. 1168, 1254/77 Αρχ. Ν. ΚΘ σελ. 413, 1177/83 Δ 15 σελ. 624 ενημ. σημ. Στ. Σταματόπουλου, όπου και άλλη νομολογία, 119/92 ΝοΒ 41 σελ. 473, 124/92 ΝοΒ 41 σελ. 474, 35/92 ΝοΒ 41 σελ. 704). Στην θεωρία όμως υποστηρίζεται η αντίθετη άποψη (βλ. Στυμφαλιάδη, ΝοΒ 21 σελ. 1138, Ψωμά, Δ 2 σελ. 183, Ράμμου, Εγχειρίδιον Αστ. Δικον. Δικ. Β σελ. 1052).

Εξ` άλλου δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραμόρφωση, όταν το δικαστήριο αντιπαρέρχεται ένα έγγραφο σιωπηρώς. Τότε δυνατόν να συντρέχει ο εκ του αρ. 11 του 559ΚΠολΔ λόγος, όχι όμως ο προκείμενος εκ του αρ. 20. (Λ. Σινανιώτης: Η αναίρεση κατα τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Β` έκδοση, 2006, Σάκκουλας, σελ. 203-204 όπου και παραπομπές).

Τέλος, για να είναι ωρισμένος ο εκ του άρθρ. 559 αριθμ. 20 Κώδ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως πρέπει κατά την νομολογία του ΑΠ να διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο: α) το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο κατά τον αναιρεσείοντα παρεμορφώθη, β) το από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο περιεχόμενο αυτού, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση και γ) το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο σε σχέση με την συνδρομή ή όχι ωρισμένων κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (βλ. αντί πολλών ΑΠ 310/99 Ελλ.Δικ. 40 σελ. 1306/7, 883/96 Ελλ. Δικ. 37 σελ. 1547/8, 1254/96 Ελλ.Δικ. 38 σελ. 1050, 31/97 Δ 28 σελ. 470, 811/98 Ελλ.Δικ. 39 σελ. 1551, 128/99 Ελλ.Δικ. 40 σελ. 1037, 1151/76 ΝοΒ 25 σελ. 698, 213/82 ΝοΒ 20 σελ. 1266, 470/81 ΝοΒ 30 σελ. 43, 1494/79 ΕΕΝ 47/90 Δ 11 σελ. 464, 326/92 Δ 23 σελ. 805, βλ. και Κονδύλη Δ 26 σελ. 995).  

                                       Ι

Εν προκειμένω, ο προβαλλόμενος 1ος λόγος αναίρεσης του αρ. 20 του άρθρου 559 ΚπολΔ, είναι καταρχήν αόριστος. Διότι ναι μεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο κατα τον αναιρεσείοντα παρεμορφώθη, πλήν όμως δεν διαλαμβάνεται σ` αυτό, εκείνο που εξέλαβε ως περιεχόμενό του η προσβαλλομένη, ώστε από τη σύγκρισή τους να κριθεί αν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ανέγνωσε το έγγραφο αυτό και συνεπεία της εσφαλμένης αναγνώσεώς του δέχθηκε (οντολογικό) περιεχόμενο αυτού καταδήλως διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά έχει. Όπως ειπώθηκε, ο από το άρθρο 559 αρ. 20 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως της παραμορφώσεως εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα, όχι δε και όταν από την εκτίμηση του αληθούς περιεχομένου του εγγράφου καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων (ΑΠ 1596/2011, 185/1993 ΝΟΜΟΣ).  

Υπο την εκδοχή δε ότι η προσβαλλομένη δεν δέχεται (όλα τα) πραγματικά γεγονότα, ενώ αναφέρονται σε αυτό (που είναι διαφορετικό από το εάν τα αξιολόγησε αποδεικτικά και τα αντιπαρήλθε ενδεχομένως κατά την κατάστρωση του αποδεικτικού πορίσματος, αφού εδώ ενδιαφέρει να διαγνώσει η απόφαση το περιεχόμενο του εγγράφου και να το απεικονίσει στην απόφαση), οφείλουμε να ανατρέξουμε ακριβώς στο τι δέχεται/απεικόνισε η απόφαση σχετικά με τα γεγονότα που αναφέρονται στο περιεχόμενο του εγγράφου και το οποίο διαλαμβάνει στο αναιρετήριό του ο αντίδικος. Διότι εάν τα πραγματικά γεγονότα που διατείνεται ο αναιρεσείων ότι αποτελούν περιεχόμενο του με αρ. 11 πρακτικού της απο 4-11-2013 απόφαση του ΔΣ μου και αναφέρονται σ` αυτό, απεικονίστηκαν στην απόφαση (άρα δεν αγνοήθηκαν), τότε είναι φανερό ότι το δικαστήριο προέβη στην διάγνωση του αληθινού και όλου (όχι αποσπάσματος) περιεχομένου του εγγράφου και δεν διέπραξε κανένα διαγνωστικό λάθος ως προς το περιεχόμενό του. Και φυσικά θα κριθεί ότι απεικονίστηκαν στην απόφαση, με ένα τρόπο, ήτοι εάν διαλαμβάνει παραδοχές γι` αυτά τα ίδια γεγονότα που αποτελούν περιεχόμενο του εγγράφου, διότι τότε, αυτονόητα, εισφέρθηκαν στη δίκη πραγματικά περιστατικά που αποτελούν  περιεχόμενο του εγγράφου και άρα δεν διέγνωσε λάθος και δεν αγνόησε το περιεχόμενο αυτού, αλλά επιπλέον ασχολήθηκε-αξιολόγησε αυτά (αδιάφορο το αποτέλεσμα της αποδεικτικής επεξεργασίας για τον παρόντα λόγο). Εφόσον λοιπόν στις παραδοχές και αιτιολογίες της και εν γένει περιεχόμενό της απεικονίζονται τα ίδια πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν απο την σύγκριση με το περιεχόμενο του εγγράφου και επιπλέον απεικονίζονται όλα και όχι αποσπασματικά (οπότε θα προέκυπτε ότι αγνόησε κάποια προκύπτοντα απο το περιεχόμενο του εγγράφου), τότε δεν μπορεί να αποδοθεί στην απόφαση ο ψόγος και η πλημμέλεια του παρόντος λόγου με την ειδικότερη μορφή ότι δεν δέχεται πραγματικά γεγονότα, ενώ τάχα αναφέρονται σε αυτό, δηλ. όπως διαμαρτύρεται ο αναιρεσείων ότι δήθεν «παρέλειψε να λάβει υπόψη του όλα τα κρίσιμα γεγονότα που περιέχονται σ` αυτό και δεν δέχτηκε πως υπάρχει στην πραγματικότητα η κατάσταση που αποδείχθηκε με το ίδιο έγγραφο» (σελ. 23 της αναίρεσης) ή «χωρίς να λάβη υπόψη το σύνολο του περιεχομένου του αποδεικτικού εγγράφου» (σελ. 17)

Εν προκειμένω ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι περιεχόμενο του ανωτέρω αποδεικτικού εγγράφου (πρακτικό ++) ήταν και τα εξής γεγονότα, τα οποία δήθεν αγνόησε η προσβαλλόμενη μη λαμβάνοντας τα υπόψη, ήτοι ότι ««...ΘΕΜΑ 1°……ΘΕΜΑ 2° Ενημέρωση μελών για τρέχοντα θέματα - αποφάσεις για υπαλλήλους Συλλόγου - Διοικητική λειτουργία -συμβάσεις. Ο Γ++ ενημερώνει τα παρόντα μέλη για την τρέχουσα αλληλογραφία και τις ενέργειες του Προεδρείου στο προηγούμενο διάστημα. Αναφέρεται στην απαντητική επιστολή του Ειδ.Γραμματέα ++, με την οποία ουσιαστικά δεν αποδέχεται την προτεινόμενη μείωση αποδοχών και το ωράριο εργασίας και τους όρους που είχε θέσει το ΔΣ του Συλλόγου με προηγούμενα έγγραφα- επιστολές του. Στο σημείο αυτό ο ++, +, παίρνει τον λόγο και τονίζει ότι μετά από πρόχειρη εξέταση διαπίστωσε καθυστερήσεις σχετικά με πληρωμές παγίων εξόδων (ΦΜΥ + ΙΚΑ υπαλλήλων) και οικονομική επιβάρυνση του Συλλόγου. Το θέμα αυτό το παρακολουθεί με τον ταμία του Συλλόγου και καθώς ενημερώνονται από τον ++ με καθυστέρηση, τονίζει ότι πρέπει η κατάσταση αυτή να τερματιστεί και να μπει ένα τέλος στην δυσλειτουργία του Συλλόγου, καθώς ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ενημέρωση για τις λογιστικές υποχρεώσεις του Συλλόγου αδιαφορεί για την έγκαιρη τακτοποίησή τους. Ο Πρόεδρος εισηγείται στο Σώμα (στα παρόντα μέλη) ότι ο υπάλληλος του Συλλόγου, ε+++, είναι με τις πράξεις, την στάση και τις παραλείψεις του εκτεθειμένος απέναντι στο ΔΣ και με ενέργειές του στρέφει τους κυνηγούς απέναντι στην εκλεγμένη διοίκηση του Συλλόγου. Τονίζει ότι πέρα από όποιες οικονομικές διαφορές ή το ωράριο εργασίας, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του και η συνεργασία μαζί του είναι προβληματική στο βαθμό που η εύρυθμη λειτουργία του Συλλόγου διαταράσσεται. Από αναφορές που έχει ο ίδιος προσωπικά, ο υπάλληλος προβαίνει και σε άλλες δραστηριότητες, εντός του Συλλόγου και στο συγκεκριμένο ωράριο, πέραν των αρμοδιοτήτων του, με αποτέλεσμα να απομειώνεται το κύρος του Συλλόγου. Προτείνει και εισηγείται στο ΔΣ την άμεση καταγγελία της σύμβασης εργασίας του Υπαλλήλου. Το ΔΣ, μετά από διαλογική συζήτηση, ΟΜΟΦΩΝΑ, αποφασίζει την άμεση καταγγελία της σύμβασης εργασίας του υπαλλήλου, ++ με το αιτιολογικό της έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του και της ανεπάρκειας στην εκτέλεση των καθηκόντων του, λαμβάνοντας υπόψη καιόσα τα μέλη του ΔΣ έχουν αναφέρω στα προηγούμενα συμβούλια σχετικά με το θέμα αυτό. +. ....»   

Δηλ. επιγραμματικά ότι το γεγονός που δεν έλαβε υπόψη και αποτελούσε περιεχόμενο του εγγράφου που εν προκειμένω αγνοήθηκε, είναι ότι στην ανωτέρω συνεδρίαση του ΔΣ μου αποφασίστηκε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας με τον αναιρεσείοντα για λόγους που αφορούν την πλημμελή και ανεπαρκή εργασιακή συμπεριφορά του  (βλ. ρητά και σελ. 21 αρχή της αναίρεσης), αφού ως προκύπτει εκ του περιεχομένου του εγγράφου (βλ. στην αρχή του), περιεχόμενό του αποτελούν και πραγματικά περιστατικά αφορώντα την πορεία της προηγηθείσης διαπραγμάτευσης με τον αντίδικο στα πλαίσια της εύρεσης λύσης για την συνέχιση της απασχόλησής του.

Όμως από την επισκόπηση της προσβαλλομένης και μόνο, προκύπτει ότι όχι μόνο αγνόησε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αλλά ασχολήθηκε εκτενώς και με την αξιολόγησή τους αναφορικά με το ζήτημα της ακυρότητας ή όχι της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας είτε για οικονομοτεχνικούς λόγους, είτε για λόγους αναγόμενους στην πλημμελή και ανεπαρκή εργασιακή του συμπεριφορά, είτε και για τους δύο (όπως είχα προβάλλει με τις προτάσεις μου και τους σχετικούς ισχυρισμούς μου), καθόσον διαλαμβάνει τις κάτωθι παραδοχές για τα ίδια τούτα περιστατικά (πλημμελούς και ανεπαρκούς εργασιακής συμπεριφοράς) που ο αναιρεσείων διαμαρτύρεται ότι αγνοήθηκαν, αν και αποτελούσαν περιεχόμενου του ανωτέρω εγγράφου, ήτοι:

Στο 9ο φύλλο της, παραδέχεται τα εξής ήτοι «γ) από το ότι, κατά τη συνέλευση των μελών του Δ.Σ., στις ++, κατά την οποία και τέθηκε ως θέμα η συμπεριφορά του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και τα προβλήματα που φέρεται να έχει δημιουργήσει, συζητήθηκαν και καταχωρίσθηκαν αντιστοίχως στα πρακτικά που τηρήθηκαν τα ακόλουθα που παρατίθενται αμέσως κατωτέρω και δη αυτολεξεί: «πρέπει η κατάσταση αυτή να τερματιστεί και να μπει ένα τέλος στην δυσλειτουργία του Συλλόγου, καθώς ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ενημέρωση για τις λογιστικές υποχρεώσεις του Συλλόγου αδιαφορεί για την έγκαιρη τακτοποίησή τους»…    «Το Δ.Σ. μετά από συζήτηση αποφασίζει να εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρο και τον ταμία του Συλλόγου να αναζητήσουν λογιστή ή φοροτεχνικό για να διεκπεραιώσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες και διαδικασίες που απαιτούνται για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας». Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι ο ενάγων ήταν αυτός που στην πραγματικότητα διαχειριζόταν τις λογιστικές υποχρεώσεις του εναγομένου και όχι ο εκάστοτε ταμίας, ο οποίος μάλιστα «εξουσιοδοτείται» να αναζητήσει λογιστή ή φοροτεχνικό για την διεκπεραίωση των διαδικασιών καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, γεγονός που επίσης καταδεικνύει όχι μόνο την μη ενασχόληση του ταμία με τις λογιστικές - οικονομικές υποθέσεις του εναγομένου, αλλά και την έλλειψη γνώσεων προς τούτο (βλ. την προσκομιζόμενη, από το ίδιο το εναγόμενο, υπ` αριθμ. ++ πράξη της συνέλευσης).

Δηλ. ευθέως συνάγεται ότι η προσβαλλομένη διέγνωσε αληθώς το περιεχόμενο του εγγράφου και το απεικόνισε, αφού ρητά παραδέχεται ότι στην ανωτέρω συνεδρίαση της 4-11-2013 τέθηκε ως θέμα (και) η συμπεριφορά του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και τα προβλήματα από την εργασιακή του συμπεριφορά και έτσι αληθώς απεικόνισε και το συγκεκριμένο απόσπασμα του περιεχομένου του αποδεικτικού εγγράφου που αναφέρεται στα ίδια ακριβώς πραγματικά γεγονότα της πλημμελούς, προβληματικής και ανεπαρκούς εργασιακής του συμπεριφοράς και συνεπώς έλαβε υπόψη το σύνολο του περιεχόμενου του εγγράφου και όλα τα περιστατικά και γεγονότα που αυτό απο-δεικνύει και αποκαλύπτει ως αποδεικτικό μέσο και όχι μόνο το περιεχόμενό του κατα το σημείο που αναγράφει-αναφέρεται στους οικονομοτεχνικούς λόγους, στην μείωση των εσόδων και στην άκαρπη διαπραγμάτευση πρό του ύστατου μέσου της απόλυσης (βλ. αρχή του εγγράφου ανωτέρω που παρατίθεται αυτούσιο). Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η προσβαλλομένη μεταφέρει/απεικονίζει «αυτολεξεί» το περιεχόμενο αυτού και μάλιστα εντός εισαγωγικών, αντιγράφοντας έτσι το περιεχόμενό του, αυτό δηλ. που ο αναιρεσείων διαμαρτύρεται σήμερα ότι το αγνόησε και δεν το έλαβε υπόψη και αφορά την εργασιακή του συμπεριφορά.!

Γι` αυτό και με βάση το ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλομένης, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος  ότι τάχα οι αμέσως ανωτέρω αυτούσιες παραδοχές της προσβαλλομένης ελήφθησαν υπόψη μόνο για την απόδειξη του αγωγικού του ισχυρισμού «που αφορά στο είδος των εκτελούμενων καθηκόντων μου και δη της παροχής και λογιστικών υπηρεσιών μου» (σελ. 19 προς 20 αναίρεσης). Διότι εδώ αυτό που ενδιαφέρει είναι αν το δικαστήριο κατανόησε και απεικόνισε στην απόφαση και δεν αγνόησε τα πραγματικά γεγονότα της εργασιακής συμπεριφοράς που αποτελούν πράγματι και αληθώς μέρος του περιεχομένου του ανωτέρω εγγράφου και προκύπτει αληθώς απο την σύγκριση ότι δεν τα αγνόησε, αφού αναφέρεται ρητά και αυτολεξεί σ` αυτά, όσο και στην με αρ. 11/4-11-2013 πρακτικό της συνέλευσης που τα αναφέρει στο περιεχόμενό του.

Η, μετά την ορθή απεικόνιση όλου του περιεχομένου του εγγράφου στην απόφαση, περαιτέρω (έστω και λαθεμένη) εκτίμηση του περιεχομένου του για την κατάστρωση του αποδεικτικού συμπεράσματος δεν μπορεί να ελεγχθεί με τον παρόντα λόγο διότι θα αφορούσε κρίση περί τα πράγματα ή ενδεχομένως να αποτελούσε την βάση για άλλο λόγο αναίρεσης δηλ. του αρ.11 (που δεν ελέγχεται ούτε αυτεπαγγέλτως), αν και είναι και τούτο αμφίβολο αφού η προσβαλλομένη, όπως προκύπτει τόσο απο την ανωτέρω ειδική παραδοχή της όσο και απο το συνολικό περιεχόμενό της όπου και πλειστάκις και πολλαπλώς αναφέρεται στο με αρ. 11/13 ανωτέρω πρακτικό, είναι φανερό ότι έλαβε υπόψη της και εκτίμησε το ανωτέρω, φερόμενο ως μη εκτιμηθέν, έγγραφο.

Ο προβαλλόμενος όμως λόγος είναι αβάσιμος και διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προς συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του αναφορικά με τον λόγο (πραγματικά περιστατικά) της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και συναφώς την κήρυξη της ακυρότητας ή όχι αυτής, της υποχρέωσης να αποδέχομαι τις υπηρεσίες του, την καταβολή μισθών υπερημερίας κλπ,    που φυσικά αφορά ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη δίκη καθόσον έλκει σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες που αιτείται ο αντίδικος, συνεκτίμησε το ανωτέρω έγγραφο μαζί με τα υπόλοιπα προσκομισθέντα έγγραφα, αλλά και με τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων, τα οποία και ρητά αναφέρει στο περιεχόμενο και στις αιτιολογίες της και επιπλέον διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών, για τον ανωτέρω κρίσιμο ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, που εκπηγάζουν απ` αυτά δεχθείσα ότι «Αποδείχθηκε+++ (βλ. τις υπ' αριθμ. 164/21-6-2009, 170/11-7-2010, 174/3-7-2011 και 180/6-11-2012 πράξεις της Γενικής Συνέλευσης, που προσκομίζονται από το εναγόμενο περί επιβολής έκτακτης εισφοράς). +++ ( βλ. τις υπ' αριθμ. 20/22-5-2012 και 22/27-6-2012 πράξεις της γενικής συνέλευσης). ++ με το με αριθμό κατάθεσης 97/7-8-2012 έγγραφο του, +++ (βλ. την προσκομιζόμενη από το εναγόμενο υπ' αριθμ. 5/14-6-2013 πράξη του Δ.Σ. του εναγομένου). ++ το από 3-10-2013, έγγραφο του, ++»

  Προκύπτει δηλ. εναργώς ότι η προσβαλλομένη μόρφωσε την κρίση της για την εγκυρότητα της καταγγελίας όχι αποκλειστικά ή κυρίως απο το ανωτέρω αποδεικτικό έγγραφο-πρακτικό 11/2013, αλλά συνεκτιμώντας σωρεία και πλήθος άλλων αποδεικτικών εγγράφων, χωρίς να εξαίρεται αυτό το πρακτικό αναφορικά προς το περί υπάρξεως ή ανυπαρξίας του αποδεικτέου γεγονότος (πραγματικά περιστατικά-λόγος καταγγελίας της σύμβασης), πόρισμα της απόφασης (εγκυρότητα της καταγγελίας), που φυσικά σημαίνει ότι δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής του αξίας παρά μόνο δια της εκτίμησής του με τα λοιπά συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά μέσα, των οποίων όμως η εκτίμηση δεν επιτρέπεται στον ΑΠ.

Σε κάθε περίπτωση υπο το πρόσχημα του παρόντος αναιρετικού λόγου, επιχειρείται ο έλεγχος της εκτίμησης του περιεχομένου του εγγράφου και συναφώς του αποδεικτικού πορίσματος της απόφασης το οποίο ο αναιρεσείων δεν θεωρεί σωστό και κατά τούτο πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων απο το δικαστήριο της ουσίας. Τούτο διότι αληθώς ο αναιρεσείων αιτιάται με τον κρινόμενο λόγο ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν αξιολόγησε ορθώς τα προκύπτοντα απο το έγγραφο και απέδωσε στο εν λόγω έγγραφο αποδεικτικό νόημα/αξία διαφορετικό απ` αυτό που θεωρεί ορθό αυτός και όχι ότι δεν διέγνωσε το περιεχόμενό του και δεν το απεικόνισε ως νοητικό πόρισμα στην απόφασή του. Τούτο προκύπτει άλλωστε όχι μόνο εξ` όσων ανωτέρω αναπτύχθηκαν, καθόσον δεν προκύπτει καμία παραμόρφωση εγγράφου και οπωσδήποτε συνεκτιμήθηκε αυτό μαζί με τα λοιπά, αλλά και απο τον ίδιο τον προβαλλόμενο λόγο, αφού ο αναιρεσείων ακόμα και ρηματικά ψέγει την προσβαλλομένη για τη μη ορθή αποδεικτική αξιοποίηση του εγγράφου αναφέροντας συγκεκριμένα (σελ. 22 αναίρεσης) τα εξής, ήτοι: «απο το προαναφερόμενο αποδεικτικό έγγραφο καταδεικνύεται (σ.σ δηλ. αποδεικνύεται καταφανώς = αποδεικτική αξιολόγηση) ότι οι επικαλούμενοι οικονομοτεχνικοί λόγοι...υπήρξαν προσχηματικοί (σ.σ αποδεικτικό/αξιολογικό συμπέρασμα) ...Το δικαστήριο της ουσίας όμως... κατέληξε σε συμπέρασμα τελείως διαφορετικό απο αυτό που προκύπτει απο το αποδεικτικό αυτό έγγραφο ως προς την ύπαρξη ή μη οικονομοτεχνικών λόγων που επέβαλλαν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου...». Δηλ. ευθέως συγκρίνει αυτό που δέχεται η απόφαση ότι αποδείχθηκε (συνεκτιμώντας φυσικά όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο το έγγραφο), με αυτό που θεωρεί αυτός ότι αποδεικνύει αληθώς τάχα το έγγραφο.

Όσον αφορά το β` σκέλος του 1ου λόγου, λεκτέα τα εξής: ο λόγος καταρχήν είναι αόριστος. Διότι ενώ προσάπτει την πλημμέλεια στην προσβαλλομένη ότι κατα την εφαρμογή των κριτηρίων της ΑΚ 281 όφειλε να λάβει υπ΄ όψη της και να αξιολογήσει, «μαζί το συμφέρον του αναιρεσίβλητου ως σωματείου και τις ατομικές και οικογενειακές μου ανάγκες αλλά και την πολυετή προϋπηρεσία μου και την επι δεκαπέντε έτη αγαστή συνεργασία μας στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης που μας συνέδεε, την επαγγελματική μου υπόσταση και την συμμετοχή μου στην οικονομική ζωή», εν τούτοις, όχι μόνο δεν ισχυρίζεται συγκεκριμένα τα πραγματικά περιστατικά, συνθήκες και περιστάσεις που θεμελιώνουν τα ανωτέρω αντικειμενικά κριτήρια (ποιές δηλ. συγκεκριμένα κατα πραγματικά περιστατικά οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες, ποιά τα περιστατικά και συνθήκες αγαστής συνεργασίας, ποία τα περιστατικά και συνθήκες που διαμόρφωσαν την όποια επαγγελματική του υπόσταση κλπ), αλλά ούτε καν ισχυρίζεται ότι προεβλήθησαν αυτά με συγκεκριμένο ισχυρισμό στο δικαστήριο της ουσίας και με συγκεκριμένο αίτημα είτε αγωγικά, είτε κατ` ένσταση και ποίο ακριβώς είναι το περιεχόμενό τους (ισχυρισμού και πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν), το οποίο δεν παραθέτει στο αναιρετήριο. Διότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί σοβαρά ότι το δικαστήριο είχε την υποχρέωση να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τα αντικειμενικά κριτήρια της ΑΚ 281 αναφορικά με τα υποκειμενικά στοιχεία του αντιδίκου.

Σε κάθε περίπτωση ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι και εδώ αιτιάται την εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγμάτων (σχετικά με τα κριτήρια εφαρμογής της ΑΚ 281), κάτι που είναι εμφανέστατο ακόμα και από τη λεκτική διατύπωση του λόγου «η προσβαλλομένη όφειλε... να συνεκτιμήσει... όφειλε να αξιολογήσει...ουδόλως αξιολόγησε» κλπ  (σελ. 23-24 αναιρετηρίου)

 Συνεπώς συνολικά ο 1ος λόγος αναίρεσής του είναι απορριπτέος

                                    ΙΙ

 Γίνεται δεκτό παγίως ότι έλλειψη νόμιμη βάση (559ΚΠολΔ αρ. 19) με την μορφή της αντιφατικότητας των αιτιολογιών υφίσταται όταν εξ` αιτίας της, δεν προκύπτει ποιά πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να ελεγχθεί αν σωστά εφάρμοσε το νόμο (ενδ. ΑΠ 164/1994 ΝΟΜΟΣ). Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια που αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 1001/1998 αδημ.).

Ο λόγος είναι αόριστος αν δεν διαλαμβάνει, α) εκτός απο τις πραγματικές παραδοχές της απόφασης και β) τον ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωση του, ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η αντίφαση και τη σύνδεσή του με το διατακτικό, αν αυτή δεν είναι αυτονόητη (ΑΠ 139/2005 Δ 36,1032, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, τ.Ι, υπο 559.173 όπου και νομολογία) και επιπλέον γ) σε τί ακριβώς συνίσταται η αντίφαση και απο πού προκύπτει (ολΑΠ 32/1996, ΑΠ 358/2007 ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός: Η αναίρεση κατά τον ΚπολΔ, Ερμηνεία κατ` άρθρο, 2009, Σάκκουλας, σελ. 168-169 όπου και παραπομπές.)

Εν προκειμένω ο 2ο λόγος αναίρεσης εκ του αρ. 19, είναι πλήρως αόριστος και απαράδεκτος. Διότι ενώ παραθέτει αποσπάσματα παραδοχών της προσβαλλομένης και ρηματικά χαρακτηρίζει αυτά ως «αντιφατικές αιτιολογίες», εν τούτοις, δεν ισχυρίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η αντίφαση των παρατιθέμενων αιτιολογιών, δηλ. ποιά είναι ακριβώς τα αντιφατικά (αντίθετα μεταξύ τους) πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού της προσβαλλομένης που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη υπαγωγής της διάταξης που εφαρμόστηκε, διότι δήθεν το καθένα απ` αυτά (τα αντίθετα) στηρίζει-περιγράφει την ύπαρξη μίας ιστορικής πραγματικότητας η οποία και εμπίπτει και ταυτόχρονα τάχα αντιτίθεται (και με ποιό τρόπο προκύπτει) στο πραγματικό του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, ο οποίος όμως υποθετικά περιγράφει την μία εξ` αυτών (ως πραγματικό του) για να επέλθουν οι έννομες συνέπειες που επιφυλάσσει και έγιναν δεκτές.  

Πρωτίστως όμως, δεν ισχυρίζεται και δεν αναφέρει-παραθέτει τον ισχυρισμό που περιέλαβε στην αγωγή του (αγωγικό) ή την ένσταση που προέβαλα με τις προτάσεις μου προς αντίκρουση του όποιου αγωγικού του ισχυρισμού, αλλά ούτε και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωση του είτε στη μία (αγωγικός ισχυρισμός) είτε στην άλλη περίπτωση (ένσταση), ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η ισχυριζόμενη τάχα αντίφαση, αλλά ούτε και ισχυρίζεται τη σύνδεσή του με το διατακτικό. Επιπλέον δεν αναφέρει και δεν παραθέτει τι ακριβώς παραδέχεται η προσβαλλομένη σχετικά με την προβολή τέτοιου ισχυρισμού και για τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν κατα νόμω.   

 Όμως έτσι δεν μπορεί να κριθεί (λόγω αοριστίας) για την παρούσα αιτίαση του αρ. 19, αν η αντιφατικά τάχα περιγραφόμενη περίπτωση που ως ιστορική πραγματικότητα εισφέρθηκε στη δίκη με συγκεκριμένο ισχυρισμό πραγματικών περιστατικών, αποτελεί εμπειρικό περιεχόμενο του πραγματικού του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου (υπαγωγή 281ΑΚ) και ως εκ τούτου αν θεμελιώνεται συλλογιστικά το πόρισμα περί επέλευσης ή όχι της έννομης συνέπειας ως προς την διαγνωσθείσα περίπτωση.

 Πράγματι τόσο στο τμήμα που αναπτύσσεται ο ανωτέρω λόγος εκ του αρ.19 όσο και σε όλο το δικογράφημα της αναίρεσης, ο αναιρεσείων δεν διαλαμβάνει/παραθέτει αυτούσιο τον συγκεκριμένο ισχυρισμό που (επίσης πρέπει να αναφέρει ότι παραδέχεται η προσβαλλομένη ότι) προβλήθηκε εκ της ΑΚ 281 είτε αγωγικά είτε κατ` ένσταση με συγκεκριμένο αίτημα, αλλά ούτε και τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν  για την θεμελίωσή του (σύμφωνα με το πραγματικό της ΑΚ 281). Αλλ` ούτε και απο τις «ειδικότερες παραδοχές» της προσβαλλομένης που μεταφέρει αυτούσιες στο αναιρετήριο (σελ. 5-11 και 12-17)  προκύπτει ότι αυτή παραδέχεται την προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού θεμελιωμένου σε συγκεκριμένα περιστατικά και με συγκεκριμένο αίτημα. Διότι εξ` αυτών (των ειδικότερων παραδοχών της προσβαλλομένης που μεταφέρει αυτούσιες) προκύπτει η διατύπωση α) της μείζονος πρότασης της προσβαλλομένης αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ΑΚ 281 στην περίπτωση άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εξαρτημένης εργασίας όπως προκύπτει απο την ερμηνεία των άρθρων 174,180 και 281ΑΚ, στην περίπτωση της απόλυσης για οικονομοτεχνικούς λόγους (αντιμετώπιση των προβλημάτων με την απόλυση και τρόπος επιλογής του εργαζομένου), στην περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης ερμηνεύοντας τις διατάξεις του ν.2112/1920 και 3198/1955, στην περίπτωση της εκ περιτροπής εργασίας και της μερικής απασχόλησης, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του ν. 1892/1990 και εν τέλει στην περίπτωση της τροποποιητικής καταγγελίας, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των ΑΚ 669.2, ν. 2112/90 και ν. 3198/55, η διατύπωση β) της ελάσσονος πρότασης, ήτοι το τί αποδείχθηκε από τα μέσα που εξέτασε και γ) το αποδεικτικό της πόρισμα ήτοι ότι «υπο τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά...η καταγγελία...δεν ήταν καταχρηστική...Συνεπώς...τα αιτήματα της κρινομένης αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας...πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα...» και δεν προκύπτει τι διέλαβε περί των ισχυρισμών των διαδίκων εκ της ΑΚ 281 ούτε και τα πραγματικά περιστατικά που (δέχθηκε ότι) επικαλούνται για την θεμελίωσή του. 

Συνεπώς αφού δεν διαλαμβάνει στο συγκεκριμένο λόγο ούτε περί του συγκεκριμένου ισχυρισμού και των περιστατικών αυτού εκ της ΑΚ 281 και ούτε προκύπτει έστω και έμμεσα κάποιος τέτοιος παραδεχόμενος απο την προσβαλλομένης και από τις «ειδικότερες παραδοχές» που μεταφέρει αυτούσια, ο προκείμενος λόγος είναι αόριστος.

Σε κάθε περίπτωση είναι αβάσιμος και δεν υφίσταται καμία αντιφατικότητα των παραδοχών της, διότι απο το σύνολο των παραδοχών   που κατωτέρω παρατίθενται αυτούσιες (και όχι αποσπασματικά όπως τεχνηέντως παρουσιάζει ο αναιρεσείων), η προσβαλλομένη παραδέχεται όχι βέβαια ότι είχαν προηγηθεί της απόλυσης διαπραγματεύσεις και ότι ταυτόχρονα δεν έγιναν διαπραγματεύσεις παρα μόνο την 15-11-2013 ήτοι «κατα το χρόνο που το εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και δη την αυτή με την καταγγελία ημέρα» (αν φυσικά αυτό προβάλλει ο αντίδικος ως αντιφατικότητα των παραδοχών της για το οποίο μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε συνεπεία της ανωτέρω αοριστίας του λόγου, αφού δεν ισχυρίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η αντιφατικότητα των παρατιθέμενων υπ` αυτού παραδοχών), αλλά ότι ο ενάγων μέχρι την καταγγελία της σύμβασής του την 15-11-2013,στα πλαίσια της γενόμενης διαπραγμάτευσης, δεν αποδέχθηκε και αρνήθηκε κάθε πρότασή μου είτε για μείωση αποδοχών, είτε για μερική απασχόληση, είτε συνδυασμό αυτών, και μόνο όταν καταγγέλθηκε, δηλ. « μόνο κατά το χρόνο που το εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και δη την αυτή με την καταγγελία ημέρα», έσπευσε αμέσως (κατα τις παραδοχές της προσβαλλομένης) να διευκρινίσει ότι « η μη αποδοχή των προτάσεων του εναγομένου αφορούσε μόνο την υπογραφή νέας σύμβασης εργασίας όχι και την εν γένει μείωση των αποδοχών του, χωρίς όμως για ακόμη μία φορά, ο ενάγων να θέτει συγκεκριμένη αντιπρόταση». (12ο φύλλο της προσβαλλομένης)

Κατά τούτο λοιπόν η παραδεχόμενη πρόθεση διαπραγμάτευσης μόνο κατά το χρόνο της καταγγελίας, αφορά στην πρόθεση και μόνο αποδοχής κατά το χρόνο αυτό των προτάσεων για εξεύρεση λύσης που, κατά την επίσης παραδεχόμενη προηγηθείσα διαπραγμάτευση, δεν αποδεχόταν προηγουμένως και όχι την έλλειψη προηγηθείσης διαπραγμάτευσης, αφού για να αρνηθεί ή αποδεχθεί, έπρεπε να υπάρχει πρόταση και άρα αυτονόητα διαπραγμάτευση.

Και πράγματι η προσβαλλομένη χωρίς καμία αντίφαση, έλλειψη και ασάφεια δέχεται (10ο-12ο φύλλο) ότι: «++.»

Συνεπώς δεν υφίστανται αντιφατικές παραδοχές όπως διατείνεται ο αναιρεσείων. Βέβαια εδώ τίθεται και ζήτημα κατά πόσο επιδρούν στο διατακτικό οι φερόμενες ως αντιφατικές παραδοχές και άρα αν λυσιτελώς ή όχι προβάλλεται ο προκείμενος λόγος, διότι είναι αυτονόητο ότι μπορεί να γίνει λόγος για αντιφατικές παραδοχές στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο υπαγωγής, μόνο εφόσον έχουν έννομη συνέπεια, δηλ. εμπίπτουν στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου που προβλέπει τις έννομες συνέπειες που απαγγέλθηκαν. Και εν προκειμένω είναι αμφίβολο αν υφίσταται οποιαδήποτε έννομη συνέπεια εκ της παραδοχής ότι ο αναιρεσείων έδειξε πρόθεση διαπραγμάτευσης « μόνο κατά το χρόνο που το εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και δη την αυτή με την καταγγελία ημέρα» καθόσον, όπως δέχεται και η προσβαλλομένη στην μείζονα σκέψη της και παγίως γίνεται δεκτό σύμφωνα και με τις ανωτέρω αποφάσεις που παραθέτει (φύλλα 5-7), οι διαπραγματεύσεις και προτάσεις για την εξεύρεση της καλύτερης λύσης πρίν απο την απόλυση, είναι έν των κριτηρίων, με βάση τα οποία θα διαγνωστεί η αντίθεση ή μη εν τέλει της καταγγελίας στην ΑΚ 281. Όχι οι διαπραγματεύσεις και προτάσεις «μόνο κατά το χρόνο απόλυσης και δη την αυτή με την καταγγελία ημέρα» ή μετά απ` αυτόν, καθόσον τότε, η (παραδεχόμενη απο την απόφαση) πρόθεση διαπραγμάτευσης και η αποδοχή των προτάσεων, που όμως πρίν δεν γίνονταν δεκτές, αυτονόητα δεν μπορεί να έχει καμία έννομη συνέπεια (από πλευράς καταχρηστικότητας και άρα εγκυρότητας της καταγγελίας) στην ήδη καταγγελθείσα την ίδια ημέρα, σύμβαση εργασίας. Διότι για την διάγνωση της καταχρηστικότητας αναγκαία είναι η παραδοχή για διαπραγματεύσεις και αποδοχή ή όχι των προτάσεων πρίν την καταγγελία και όχι κατά το χρόνο της ήδη συντελεσθείσης καταγγελίας

Επειδή προσάγω και επικαλούμαι τα κάτωθι νομιμότυπα έγγραφα:

-το με αρ.++++συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβ/φου Καρδίτσας κ. ++, αντίγραφο του απο+++καταστατικού μου και την με αρ.+++απόφαση του ΔΣ μου, σύμφωνα με τα οποία, νομίμως ο πρόεδρος μου, διόρισε και πληρεξουσιοδότησε τον υπογράφοντα την παρούσα δικηγόρο παρ` Αρείω Πάγω του Πρωτοδικείου Καρδίτσας, κ. Ανδρέα Βρόντο, να παραστή κατά την συζήτηση της παρούσης και να με εκπροσωπήσει, όπως και να καταθέσει προτάσεις κλπ, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβ/κο έγγραφο πληρεξουσιότητας

-την προσβαλλομένη και τα ταυτάριθμα πρακτικά, καθώς και τις απο 20-5-2014(5) προτάσεις μου κατατεθείσες την 20-5-2015 και απο 24-5-2015 προσθήκη-αντίκρουσή μου στο δικαστήριο της ουσίας, στις οποίες πλήρως αναφέρομαι ως εν όλον μετά των παρουσών. Τις απο 20-5-2015 προτάσεις του αντιδίκου και την απο 25-5-2015 προσθήκη και αντίκρουση του, καθώς και την απο 12-2-2013 με αρ. κατ. 71/2014 αγωγή του. Την απο  24-10-2016 έφεσή μου με αρ. κατ. ++ και αρ. προσδ. 86/2017 στο Εφετείο ++ που ορίστηκε να συζητηθεί την ++ και αφορά τα κονδύλια και αντικείμενα δίκης που έγιναν εν μέρει δεκτά απο την προσβαλλομένη και δεν αναφέρονται στα παρόντα περί ακυρότητας της καταγγελίας κλπ που πλήττει ο αντίδικος. Την με αρ. 11/4-11-2013 Πράξη.  

Για τους λόγους αυτούς, αρνούμενος και αποκρούων τις προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου καθώς και την κρινομένη αίτηση αναίρεσής του 

ΑΙΤΟΥΜΑΙ: να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις και ισχυρισμοί μου. Ν` απορριφθούν οι προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί του αντιδίκου καθώς και η απο ++ με αρ. κατ. ++ αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος εναντίον μου και για την αναίρεση της με αρ. ++ απόφασης του ++ και να καταδικασθεί στη δικαστική μου δαπάνη 

               Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013