παραγραφή αξίωσης απο συναλλαγματική.αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού μόνο αν δεν υπάρχει αξίωση απο υποκείμενη σχέση. παραγραφή αξιώσεων δανείου.τυπικά έγκυρη συναλλαγματική. υπογραφή εκδότη

Αριθμός 194 / 2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Παρασκευή Βότσιου, η οποία ορίσθηκε με σχετική πράξη της Προϊσταμένης του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 237 παρ. 4 εδ. α' ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τη Γραμματέα ++.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 15η Φεβρουάριου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος ++, κατοίκου ++, με Α.Φ.Μ. ++ (Δ.Ο.Υ. ++), ο οποίος προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ++ του Δ.Σ. ++ [Α.Μ. ++, αριθ. γραμ. είσ. ++ Δ.Σ. ++, κατ’ άρθρο 61 Ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α' 208/27-9-2013) ως ισχύει], κατοίκου ++ (οδός ++), δυνάμει του από ++ ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου (κατ’ άρθρο 96 του ΚΠολΔ) και παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου του.

Των εναγόμενων: 1) ++ του ++, κατοίκου ++ (οδός ++), με Α.Φ.Μ. ++ (Δ.Ο.Υ. ++) και 2) ++, κατοίκου ++ (οδός ++), με Α.Φ.Μ. ++ (Δ.Ο.Υ. ++), οι οποίοι προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ανδρέα Βρόντου του Αποστόλου του Δ.Σ. Καρδίτσας [Α.Μ. 249, αριθ. γραμ. είσ. Α13945/2018 Δ.Σ. Καρδίτσας, κατ’ άρθρο 61 Ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α' 208/27-9-2013) ως ισχύει], κατοίκου Καρδίτσας (οδός Πλαστήρα αρ. 12), δυνάμει του από ++ ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου (κατ’ άρθρο 96 του ΚΠολΔ) και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από ++ αγωγή του τακτικής διαδικασίας, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ++ και προσδιορίστηκε, δυνάμει της με αριθμό ++ πράξης ορισμού δικασίμου συζήτησης, να συζητηθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό 12.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226 παρ. 1, 237, 260, 271 και 272 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την ++, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι αν όλοι οι διάδικοι καταθέσουν προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ και άπαντες ή κάποιος εξ αυτών δεν παραστεί κατά τη συζήτηση, τότε η συζήτηση της υποθέσεως, που ορίσθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ, γίνεται κανονικά και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και δεν επέρχονται, συνεπώς, οι συνέπειες της ματαιώσεως της συζητήσεως ή της ερημοδικίας αντίστοιχα. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν παραστάθηκαν οι εναγόμενοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι οι τελευταίοι έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα την 20-12-2017, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 12-09-2017 και ο ενάγων κατέθεσε προτάσεις την 21-12- 2017. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, οι εναγόμενοι θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας τους. Στη διάταξη του άρθρου 80 του Ν. 5325/1932 ορίζεται ότι σε περίπτωση εκπτώσεως του κομιστή ή του πληρώσαντος οπισθογράφου, είτε παραγραφής της αγωγής εκ συναλλαγματικής, δύναται να χωρήσει κατά του εκδότη ή του οπισθογράφου αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ίδια αγωγή, στην περίπτωση παραγραφής της εκ συναλλαγματικής αγωγής, χωρεί και κατά του αποδέκτη. Η αγωγή αυτή παραγράφεται μετά πενταετία από της χρονολογίας της λήξεως της συναλλαγματικής. Η αγωγή αυτή, για την έγερση της οποίας απαιτείται: α) η ύπαρξη τυπικά ισχυρής συναλλαγματικής, καθώς και ενοχής από συναλλαγματική επίσης ισχυρής, του εναγομένου εκδότη ή οπισθογράφου ή αποδέκτη, όχι δε και άλλων περαιτέρω υποχρέων, όπως είναι ο τριτεγγυητής, β) έκπτωση του κομιστή από το δικαίωμα της αξιώσεώς του εκ της συναλλαγματικής, είτε επειδή εξέπεσε από το δικαίωμά του λόγω μη εμπρόθεσμης εμφανίσεως της συναλλαγματικής προς πληρωμή ή μη σύνταξης διαμαρτυρικού (άρθρα 53 και 80 Ν. 5325/1932), είτε επειδή χώρισε παραγραφή (άρθρο 70 Ν. 5325/1932), γ) ζημία του ενάγοντος κομιστή της συναλλαγματικής όχι μόνον επειδή απώλεσε κάθε αξίωση που απορρέει από τη συναλλαγματική, αλλά και επειδή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά με αγωγή από τη βασική σχέση που συνδέει αυτόν με κάποιον υπόχρεο από τη συναλλαγματική και δ) πλουτισμός του εναγομένου, που μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι αυτός έλαβε αντάλλαγμα για την αποδοχή, την έκδοση ή την οπισθογράφηση της συναλλαγματικής, είτε στο ότι απηλλάγη υποχρεώσεως την οποία είχε (βλ. Κιάντου-Παμπούκη, Δίκαιο Αξιόγραφων, 5η έκδ., παρ. 73-74, Κ. Ρόκα, Δίκαιο των Αξιογράφων, έκδ. 1968, παρ. 32, Αναστασιάδη Πιστωτ. Τίτλοι, Τ. 1 έκδ. β΄, παρ. 195, ΕφΛαρ 391/2014 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016, 629).Η ύπαρξη τυπικά έγκυρης συναλλαγματικής αποτελεί προϋπόθεση της αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. Μάρκου, Δίκαιο Συναλλαγματικής, έκδ. 2002, σελ. 464), καθόσον η αγωγή αυτή προβλέπεται από το Ν. 5325/1932 περί συναλλαγματικής του οποίου οι ρυθμίσεις αναφέρονται σε τίτλους που είναι συναλλαγματικές κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού και συνεπώς αν η συναλλαγματική πάσχει από τυπικό ελάττωμα δε χωρεί η αγωγή του άρθρου 80 του Ν. 5325/1932 (βλ. Κιάντου-Παμπούκη, Δίκαιο Αξογράφων, 4η έκδ., σελ. 264). Περαιτέρω η προσφυγή του ενάγοντος στην αγωγή αυτή, με την οποία δεν μπορεί να ζητηθεί ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της συναλλαγματικής, αποτελεί την τελευταία προστασία και μπορεί να εγερθεί τότε μόνο, όταν ο κομιστής της συναλλαγματικής δεν βοηθείται κατ’ άλλον τρόπο και έτσι προξενείται σ’ αυτόν ανεπανόρθωτη ζημία. Έτσι δεν παρέχεται τέτοια αγωγή, όταν, παρά την απώλεια της αγωγής εκ συναλλαγματικής, ο κομιστής μπορεί να ικανοποιηθεί επί τη βάσει της υποκείμενης σχέσεως, η οποία τον συνδέει με κάποιον από τους εκ της συναλλαγματικής υπόχρεους (εκδότη, αποδέκτη, οπισθογράφο), τον οποίο οφείλει ο ζημιωθείς να ανεύρει, ερευνώντας ποιος απ’ αυτούς στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε λόγω της εκπτώσεως ή της παραγραφής αδικαιολογήτως πλουσιότερος. Το τελευταίο τούτο βεβαίως δεν προκύπτει ρητά από την ανωτέρω διάταξη, αλλά είναι συνέπεια του ότι δεν μπορεί να υπάρξει ζημία στην περιουσία εκείνου που απώλεσε την αγωγή από τη συναλλαγματική, όταν υπάρχει άλλης φύσεως αγωγή εναντίον κάποιου από τους εκ της συναλλαγματικής υπόχρεους, όπως, για παράδειγμα, αγωγή από την υποκείμενη σχέση, ούτε συνεπώς πλουτισμός του οφειλέτη, εφόσον αυτός απαλλάσσεται μεν από την εκ του τίτλου αγωγή, εξακολουθεί όμως να ενέχεται εκ της υποκείμενης σχέσεως (ΠΠρΑΘ 336/2011 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑΘ 6308/2005 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Συνεπώς, για την πληρότητα της ιστορικής βάσεως μιας τέτοιας αγωγής, απαιτείται να εκτίθεται όχι μόνο ότι η εκ συναλλαγματικής αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου εξέλειπε για κάποιον από τους λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά και ότι δεν μπορεί να εγερθεί η εκ της υποκείμενης σχέσεως αγωγή κατ’ αυτού ή κατά κάποιου άλλου εκ της συναλλαγματικής υποχρέου προσώπου και για ποιο λόγο είναι αδύνατη η άσκηση της εν λόγω αγωγής, διότι τότε μόνο περιέχονται πλήρη τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, ενώ αυτό δεν συμβαίνει εάν ο ενάγων έχει στην περιουσία του την εκ της υποκείμενης σχέσεως αγωγή (βλ. Μάρκου, ό.π., σελ. 465, ΕφΛαρ 391/2014 ό.π., ΕφΘεσ 820/2003 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2003, 526, ΕφΑΘ 5853/1999 ΕλλΔνη 2001, 822, ΕφΘεσ 2643/1998 ΔΕΕ 1999, 92, ΠΠρΑΘ 4125/2010 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΛευκ 15/2003 Αρμ 2004, 238).  Περαιτέρω από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 2 παρ. 1 του Ν. 5325/1932 "Περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν", προκύπτει ότι απόρροια της αρχής της αυστηρής τυπικότητας της συναλλαγματικής είναι η απόλυτη ακυρότητα της συναλλαγματικής, σε περίπτωση ελλείψεως των αναγραφομένων στο άρθρο 1 του νόμου τυπικών στοιχείων, πλην εκείνων που κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου μπορεί να αναπληρωθούν. Η ακυρότητα αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί από στοιχεία κείμενα εκτός του τίτλου, λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και μπορεί να προταθεί από οιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον (βλ. Δελούκα, Αξιόγραφα, έκδοση 2η, σελ. 111, Μάρκου, ό.π., σελ. 108-109). Μεταξύ των κατά το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου αναγκαίων τυπικών στοιχείων της συναλλαγματικής είναι η υπογραφή του εκδίδοντος τη συναλλαγματική (εκδότη), σύμφωνα με τον αριθμό 8 της πιο πάνω διατάξεως. Η κατά το άρθρο 1 αρ. 8 του Ν. 5325/1932 υπογραφή του εκδότη, ως αναγκαίο τυπικό στοιχείο για την εγκυρότητα της συναλλαγματικής, πρέπει να είναι ιδιόχειρη (άρθρο 160 παρ. 1 ΑΚ) και να τίθεται κάτω από το υπό στενή έννοια κείμενο του τίτλου, ούτως ώστε να καλύπτει ολόκληρο το περιεχόμενο της συναλλαγματικής. Και ναι μεν συνήθως η υπογραφή του εκδότη τίθεται στο εμπρόσθιο κάτω δεξιό μέρος της συναλλαγματικής, κάτω από την προεκτυπωμένη ένδειξη "ο εκδότης", πλην όμως δεν αποκλείεται η υπογραφή του εκδότη να τεθεί στη μέση ή στο αριστερό κάτω μέρος του τίτλου, αρκεί να καλύπτει το κείμενο αυτού και να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία ως προς την ιδιότητα του υπογραφέως, ως εκδότη της συναλλαγματικής, από αυτό τούτο το περιεχόμενο του τίτλου (ΕφΑΘ 1777/2016 ΔΕΕ 2016, 1085, ΕφΑΘ 3876/2007 ΕλλΔνη 2008, 298). Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια. Στη γενική αυτή εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από δάνειο (άρθρο 806 ΑΚ) (ΑΠ 637/1997 ΕλλΔνη 1999, 298, ΕφΛαρ 163/2011 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2011, 466, ΠΠρΑΘ 877/2014, ΕιρΑΘ 5460/2015 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 παρ. 15 και 253 ΑΚ ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Χρεώλυτρο είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλομένου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε κατόπιν αθροίσεως και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο. Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής συμβάσεως, να την καταγγείλει προώρως, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφλησή του δια καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεολύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Μόνον όμως όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή (ΑΠ 1455/2007 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/1997 ό.π, ΠΠρΑΘ 4349/2011 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαμ 96/2006 ΑρχΝ 2007, 344). Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι συνήψε με τους εναγόμενους, με τους οποίους διατηρούσε φιλική σχέση επί σειρά ετών, σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας τους δάνεισε το ποσό των 5.000,00 ευρώ. Ότι για την αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού οι εναγόμενοι του κατέβαλαν την 01-11-2010 το ποσό των 1.000,00 ευρώ και επιπρόσθετα αποδέχθηκε ο πρώτος των εναγομένων τέσσερις (4) συναλλαγματικές ποσού 1.000,00 ευρώ εκάστη, με τις αναφερόμενες ημερομηνίες λήξεως, οι οποίες όμως δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Ότι περί τις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2010 οι εναγόμενοι αντιμετώπισαν οικονομική δυσχέρεια και του ζήτησαν και πάλι οικονομική βοήθεια. Ότι οικονομική συνδρομή δέχθηκε να παράσχει στους εναγόμενους ο υιός του ++ ο οποίος δάνεισε στη δεύτερη των εναγομένων, δυνάμει τριών (3) συμβάσεων δανείου, το συνολικό ποσό των 30.000,00 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να αποδοθεί ατόκως σε δώδεκα (12) ισόποσες μηνιαίες δόσεις ποσού 2.500,00 ευρώ εκάστη, της πρώτης καταβαλλόμενης στο τέλος του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2010 και της τελευταίας στο τέλος του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2011. Ότι επειδή οι εναγόμενοι δεν αποπλήρωσαν την οφειλή τους ο υιός του +++ του εκχώρησε, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τους εναγόμενους, την απαίτησή του εναντίον τους. Ότι για την αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού των 30.000,00 ευρώ εκδόθηκαν την 12-11-2010 δεκατρείς (13) νέες συναλλαγματικές, τις οποίες αποδέχθηκε η δεύτερη των εναγομένων, ποσού 1.000,00 ευρώ οι δώδεκα (12) πρώτες και 18.000,00 ευρώ η δέκατη τρίτη (13η), με τις αναφερόμενες ημερομηνίες λήξεως, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Ότι στις αρχές του έτους 2013 συμφώνησε με τους εναγόμενους να αντικατασταθούν οι δεκατρείς (13) συναλλαγματικές που δεν πληρώθηκαν με είκοσι πέντε (25) νέες συναλλαγματικές ποσού ευρώ εκάστη, με τις αναφερόμενες ημερομηνίες λήξεως, οι οποίες εκδόθηκαν την 04-02-2013, έφεραν επ’ αυτών τη ρήτρα «ανέξοδος επιστροφή» και τις αποδέχθηκε αυθημερόν ο πρώτος των εναγομένων. Ότι οι νέες αυτές συναλλαγματικές ήταν συνολικού ποσού 37.500,00 ευρώ, καθόσον προστέθηκε το οφειλόμενο ποσό των 4.000,00 ευρώ από την αρχική σύμβαση δανείου, το ποσό των 30.000,00 ευρώ από τις μεταγενέστερες συμβάσεις δανείου, το ποσό των 1.000,00 ευρώ για τα έξοδα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης σε δύο (2) ακίνητα της δεύτερης των εναγομένων για την εξασφάλιση της ανωτέρω απαιτήσεως ύψους 30.000,00 ευρώ και το ποσό των 2.500,00 ευρώ που αφορούσε σε οφειλόμενους τόκους των εναγομένων σε πιστωτικά ιδρύματα που αποπλήρωσε ο ίδιος. Ότι έναντι των ανωτέρω συναλλαγματικών καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 17.430,00 ευρώ, με το οποίο εξοφλήθηκαν οι αναφερόμενες συναλλαγματικές και απέμεινε ως υπόλοιπο από τη συνολική οφειλή των εναγομένων το ποσό των ευρώ. Ότι για τις αναφερόμενες οκτώ (8) μη εξοφληθείσες συναλλαγματικές συνολικού ποσού 12.000,00 ευρώ εκδόθηκε η με αριθμό ++ διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Καρδίτσας και επομένως απέμεινε ως τελικό οφειλόμενο ποσό το ποσό των 8.070,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις αναφερόμενες ανεξόφλητες τυπικά έγκυρες συναλλαγματικές με ημερομηνίες λήξεως 27-02-2014, 30-03-2014, 30-05- 2014, 30-06-2014, 30-07-2014 και 30-08-2014. Ότι η εκ των ανωτέρω συναλλαγματικών αξίωσή του κατά των αποδεκτών-εναγομένων εξέλιπε λόγω παραγραφής της, δεν μπορεί δε να εγερθεί ούτε η αγωγή εκ της υποκειμένης σχέσεως (δανείου) που τον συνδέει με τους εναγόμενους, διότι η σχετική αξίωσή του έχει επίσης παραγραφεί. Ότι για τους παραπάνω λόγους οι εναγόμενοι έχουν καταστεί πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία. Ενόψει τούτων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 8.070,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξεως εκάστης συναλλαγματικής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.  Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 1 α και 22 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015) και είναι επαρκώς ορισμένη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και νόμιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου των εναγομένων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 80 του Ν. 5325/1932, 904, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος της περί επιδικάσεως τόκων από τις ημερομηνίες λήξεως των συναλλαγματικών, διότι όταν η αγωγή στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 80 του Ν. 5325/1932 δεν οφείλονται τόκοι από το χρόνο λήξεως των συναλλαγματικών. Κατά το μέρος όμως που η υπό κρίση αγωγή στρέφεται κατά της δεύτερης των εναγομένων είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφό της, δεν είναι υπογραφέας των συναλλαγματικών με ορισμένη συγκεκριμένη ιδιότητα, ήτοι εκδότρια, οπισθογράφος ή αποδέκτρια των συναλλαγματικών, ενώ εναγόμενος με την αγωγή του άρθρου 80 του Ν. 5325/1932 δεν μπορεί να είναι ο τριτεγγυητής των συναλλαγματικών (βλ. Μάρκου, ό.π., σελ. 463). Πρέπει συνεπώς η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και όσον αφορά στην ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι: 1) αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο των εναγομένων, κατά τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 του ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της (βλ. την υπ’ αριθ. ++ έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου ++με έδρα το Πρωτοδικείο ++ ++) και 2) εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση αυτής (που έληγε την 21-12-2017) και συγκεκριμένα στις 21-12-2017 και 20-12-2017 αντίστοιχα οι διάδικοι κατέθεσαν νομότυπα και εμπρόθεσμα τις έγγραφες προτάσεις τους, προσκομίζοντας ταυτόχρονα και όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές, καθώς και τα από 31-10-2017 και 30- 09-2017 αντίστοιχα έγγραφα παροχής πληρεξουσιότητας των διαδίκων προς τους δικηγόρους τους, κατά το άρθρο 96 του ΚΠολΔ (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), ο δε πρώτος των εναγομένων κατέθεσε και προσθήκη στις προτάσεις του εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας και συγκεκριμένα την 03-01-2018 (άρθρο 237 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) και καταβλήθηκε το ανάλογο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό πληρωμής ++ e-παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων), καθόσον ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος ανταποκρίθηκε στη σχετική τηλεφωνική πρόσκληση που του απηύθυνε η Γραμματέας του Δικαστηρίου τούτου όπως συμπληρώσει την εν λόγω τυπική έλλειψη (βλ. σχετική επισημείωση αυτής στο φάκελο της δικογραφίας κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ) και προσκόμισε εντός της ταχθείσας προθεσμίας το ανωτέρω τέλος δικαστικού ενσήμου. Το παρόν δε Δικαστήριο αξιολογεί ως έγκυρη την κατά τον ως άνω τρόπο συμπλήρωση της σχετικής ελλείψεως, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ορίζεται μεν ότι το δικαστικό ένσημο πρέπει να προσκομίζεται μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς, ωστόσο, να θεσπίζεται οιαδήποτε κύρωση για τη μεταγενέστερη προσκόμισή του, προς συμπλήρωση της εν λόγω τυπικής ελλείψεως (άρθρο 227 ΚΠολΔ), η φύση της οποίας παραμένει η αυτή τόσο υπό το προϊσχύσαν, όσο και υπό το νυν ισχύον δίκαιο (ΠΠρΘεσ 12935/2017 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους που κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός προθεσμίας εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής και με την προσθήκη στις προτάσεις του πρώτου των εναγομένων εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, τα οποία περιέχονται στο φάκελο της δικογραφίας (άρθρο 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, το οποίο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, εφαρμόζεται στις κατατιθέμενες μετά την 01-01-2016 αγωγές), τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όπως τους ανέπτυξαν με τις έγγραφες προτάσεις τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και τις ομολογίες των διαδίκων που είτε εξάγονται ευθέως, είτε συνάγονται εμμέσως από τις προτάσεις τους, κατά περίπτωση, και παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ο ενάγων εξέδωσε, μεταξύ άλλων, την 04-02-2013 στον ++ τις επίδικες έξι (6) συναλλαγματικές ποσού 1.500,00 ευρώ εκάστη σε διαταγή του, τις οποίες αποδέχθηκε αυθημερόν στον ίδιο τόπο ο πρώτος των εναγομένων, με ημερομηνίες λήξεως τις 27-02-2014, 30-03-2014, 30-05-2014, 30-06-2014, 30-07-2014 και 30-08-2014 αντίστοιχα, για την αποπληρωμή αντίστοιχου ποσού που είχε δανειστεί το έτος 2010. Από την επισκόπηση των σε φωτοτυπία προσκομισθεισών ανωτέρω συναλλαγματικών αποδεικνύεται η έλλειψη του αναγκαίου κατ’ άρθρο 1 του Ν. 5325/1932 τυπικού στοιχείου για τη δημιουργία έγκυρου τίτλου και ειδικότερα η έλλειψη της ιδιόχειρης υπογραφής του εκδότη ενάγοντος κάτω από το κείμενο εκάστης εξ αυτών που να το καλύπτει, έλλειψη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί από στοιχεία κείμενα εκτός του τίτλου και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, με συνέπεια οι εν λόγω συναλλαγματικές να είναι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, άκυρες. Επομένως, εφόσον για την έγερση της στηριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 80 του Ν. 5325/1932 αγωγής απαιτείται η ύπαρξη τυπικά ισχυρής συναλλαγματικής (βλ. μείζονα σκέψη), καθώς και ενοχής από συναλλαγματική επίσης ισχυρής (ΠΠρΘεσ 9108/2011 Δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), προϋπόθεση που δεν υφίσταται εν προκειμένω που οι επίδικες συναλλαγματικές πάσχουν από το ανωτέρω τυπικό ελάττωμα, δεν χωρεί η αγωγή του άρθρου 80 του Ν. 5325/1932 και πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή, η οποία στηρίζεται στις ανωτέρω ανυπόγραφες και τυπικά άκυρες συναλλαγματικές, που όμως στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής αναφέρονται ως τυπικά έγκυρες, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επιπρόσθετα σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η υπό κρίση στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 80 του Ν. 5325/1932 αγωγή δεν παρέχεται όταν, παρά την απώλεια της αγωγής εκ συναλλαγματικής, ο κομιστής μπορεί να ικανοποιηθεί επί τη βάσει της υποκείμενης σχέσεως, η οποία τον συνδέει με κάποιον από τους εκ της συναλλαγματικής υπόχρεους, η υπό κρίση αγωγή κρίνεται απορριπτέα και για το λόγο ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων μπορεί να ασκήσει την αγωγή εκ της υποκειμένης σχέσεως (δανείου) που τον συνδέει με τον πρώτο των εναγομένων αποδέκτη των συναλλαγματικών, χάριν της καταβολής του οποίου (δανεισθέντος ποσού) αποδέχθηκε ο τελευταίος και παρέδωσε στον ενάγοντα τις επίδικες συναλλαγματικές, διότι η αξίωσή του από τη σύμβαση δανείου (άρθρο 806 ΑΚ), η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ, είναι εικοσαετής (βλ. μείζονα σκέψη), δεν έχει παραγραφεί, ως αναφέρει ο ενάγων στην υπό κρίση αγωγή του υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι η εκ της βασικής σχέσεως αξίωσή του έχει παραγραφεί, αφού δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ετών από τότε που το ποσό του δανείου κατέστη απαιτητό και ως εκ τούτου ο πρώτος των εναγομένων δεν έχει καταστεί αδικαιολογήτους πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι ο τελευταίος μπορεί να ικανοποιηθεί επί τη βάσει της υποκείμενης σχέσεως του δανείου, η οποία τον συνδέει με τον πρώτο των εναγομένων, αποδέκτη των επίδικων συναλλαγματικών. Σημειώνεται ότι ουδόλως αναφέρεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ότι πρόκειται περί έντοκου ή τοκοχρεωλυτικού δανείου, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφλησή του δια καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεολύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων, ώστε, αν δεν γίνει καταγγελία της σύμβασης, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, να υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 15 ΑΚ (βλ.μείζονα σκέψη). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος τους, σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων. Απορρίπτει την αγωγή. Καταδικάζει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν εβδομήντα (170,00) ευρώ.   

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013