ΜΠρΚαρδίτσας 190/2018.αγωγή αποβολής απο τη νομή και αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού για απόδοση της νομής. Παραγραφή των δύο αξιώσεων

Αριθμός απόφασης:190 /2018  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αικατερίνη Σοφιανού, Πρωτόδικη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Καρδίτσας και από τη Γραμματέα Θεοδώρα Τεταγιώτη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την ++ 2018, για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++/2011 αγωγή, που επαναφέρεται προς συζήτηση με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++/2015 κλήση, με αντικείμενο την προστασία νομής, μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ:         ++, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Ανδρέα Βρόντου (Α.Μ.Δ.Σ.Καρδίτσας 249), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ++, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ++ (Α.Μ.Δ.Σ.Καρδίτσας ++), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Ο καλών-ενάγων κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας την από ++ αγωγή του κατά της εναγομένης, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σε αυτή, η οποία, αφού έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++/2011, προσδιορίστηκε προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, για τη δικάσιμο της ++ και μετά από αναβολή γι’ αυτή της ++, επ’ αυτής δε εκδόθηκε η με αριθμό ++/2013 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη. Ήδη, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++/2015 κλήση του ενάγοντα, επαναφέρεται η ανωτέρω αγωγή, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της ++ και μετά από αναβολή γι’ αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++/2015 κλήση προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++/2011 αγωγή του καλούντος-ενάγοντος, μετά την έκδοση της με αριθμό ++/2013 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης του, προκειμένου να προσκομιστεί η διαταχθείσα με αυτή πραγματογνωμοσύνη, η έκθεση της οποίας συντάχθηκε και προσκομίστηκε.

Κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Σε περίπτωση έλλειψης των στοιχείων αυτών το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, που αφορά τη δημόσια τάξη, και γι’ αυτόν τον λόγο η ως άνω αοριστία του δικογράφου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1296/1983, ΝοΒ 32.1028, ΑΠ 412/1982, ΝοΒ 30.1478, ΕφΑΘ 3947/1995, ΕΔΠολ 1996.67, ΕφΘεσ 1950/1990, ΕλλΔνη 32.1340). Περαιτέρω, από τα άρθρα 984 εδ.α’ και 987 εδ.α’ ΑΚ προκύπτει σαφώς ότι στοιχεία της αγωγής αποβολής από τη νομή, τα οποία απαραιτήτως ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, είναι: α) ότι κατά τον χρόνο αποβολής ήταν νομέας του επιδίκου, άσκηση δε νομής επί ακινήτου (κατά το άρθρο 974 ΑΚ) αποτελούν όλες οι εμφανείς υλικές πράξεις πάνω σ’ αυτό, οι οποίες προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του και είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να το έχει δικό του (ΑΠ 1152/1999, ΕλλΔνη 41.452, ΑΠ 1272/1997, ΕλλΔνη 40.156), β) το είδος του αντικειμένου στο οποίο προσβλήθηκε η νομή του και εάν είναι ακίνητο το είδος, την έκταση, τη θέση και τα όρια του και γ) ότι ο εναγόμενος απέβαλε τον ενάγοντα παρανόμως και χωρίς τη θέληση του από το πράγμα (ΑΠ 1360/1996, ΕλλΔνη 38.1837, ΕφΠειρ 330/1995, ΕλλΔνη 37.1427). Ο επικαλούμενος νομή ενάγων πρέπει ειδικότερα να αναφέρει στην αγωγή του τις μικρότερες διακατοχικές πράξεις, από τις οποίες συνάγεται η άσκηση φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα και η πραγμάτωση της θέλησης του να εξουσιάζει το πράγμα με διάνοια κυρίου. Εφόσον οι πράξεις αυτές αμφισβητούνται πρέπει να αποδεικνύονται απ’ αυτόν και δεν αρκεί η έκφραση ότι ο ενάγων νεμόταν το ακίνητο, χωρίς αναφορά των υλικών πράξεων νομής που ενήργησε πάνω σ’ αυτό και με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να το έχει για δικό του, η μη αναφορά δε αυτών των πράξεων καθιστά την αγωγή αόριστη (βλ. σχ. Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, 1989, παρ.34 σ. 119, Απ. Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 987-988 αρ.38, 39, ΑΠ 1272/1997 ό.π., ΕφΔωδ 314/2005 σε Νόμος). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 974, 987, 989 και 992 του ΑΚ προκύπτει, ότι η νομή δεν είναι μόνο φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) εκείνου που την απέκτησε, αλλά αποτελεί και περιουσιακό στοιχείο που προσπορίζει ωφέλεια στον αποκτώντα και, κατά συνέπεια, αν η κτήση της νομής γίνει χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου, ο αποκτών υπόκειται στην ενοχική αξίωση προς απόδοση αυτής ως αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία, ως ενοχική, υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ (ΑΠ 255/1983 ΝοΒ 31.1562, ΑΠ 681/1977 ΝοΒ 26.362, ΕφΑΘ 1583/2010 ΕλλΔνη 2011.1655, ΕφΑΘ 352/2001 ΕλλΔνη 2001.809, ΕφΑΘ 2431/1997 ΕλλΔνη 39.192, ΕφΑΘ 1101/1996 ΕλλΔνη 1996.1668, ΕφΑΘ 1068/1986 ΕλλΔνη 27.520). Πράγματι, από την διάταξη του άρθρου 904 εδ.α’ ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 974 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι ο νομέας, του οποίου αφαιρέθηκε η νομή από τρίτο χωρίς νόμιμη αιτία, μπορεί να ζητήσει με αγωγή (condictiopossesions) από εκείνον που την αφαίρεσε την απόδοση της ωφέλειας που συνίσταται στην αυτούσια απόδοση της νομής, δηλαδή του πράγματος επί του οποίου υφίσταται αυτή, ή της αξίας αυτής, εφόσον συντρέχουν οι όροι της εν λόγω διάταξης (άρθρο 904 ΑΚ), ήτοι αφαίρεση της νομής του ενάγοντος χωρίς νόμιμη αιτία από τον εναγόμενο, ο οποίος έγινε, έτσι, πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή με ζημία αυτού, και απώλεια της αγωγής για την προστασία της νομής π.χ. εξαιτίας παραγραφής αυτής (ΑΠ 1112/2008 ΕλλΔνη 49.783, ΑΠ 632/2006 ΕλλΔνη 49.1062, ΑΠ 657/2005 ΕλλΔνη 46.1117). Για να είναι νόμιμη η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν με αυτή ζητείται η απόδοση της νομής, μετά την παραγραφή των αξιώσεων των ένδικων βοηθημάτων από τα άρθρα 987 και 989 του ίδιου Κώδικα, απαιτείται η ύπαρξη της νομής του ενάγοντα κατά τον χρόνο που αυτός την απώλεσε και η από τον εναγόμενο κατάληψη και κατοχή του επίδικου ακινήτου, ο οποίος έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος, ενώ αίτημα της είναι η αποβολή του εναγομένου, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στη νομή του ακινήτου κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής και η απόδοση της νομής στον ενάγοντα. Η εν λόγω αγωγή δεν αποτελεί ένδικο βοήθημα προστασίας της νομής, αλλά είναι ενοχική προς απόδοση του πλουτισμού. Η ίδια αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσης και γι’ αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία ή άλλη παρόμοια αιτία (ΑΠ 632/2006, ΕφΝαυπλ 207/2008 σε Νόμος). Επομένως, απαιτείται για το ορισμένο της σχετικής αγωγής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904, 974 επ. ΑΚ, 216 § 1 και 118 εδ.δ’ ΚΠολΔ, να προσδιορίζεται για ποιο λόγο δεν είναι νόμιμη η αιτία, για την οποία βρίσκεται ο εναγόμενος στη νομή του επιδίκου και ειδικότερα ότι έχει παραγραφεί η βασική αγωγή για τη νομή (adhocΕφΑΘ 1101/1996 ΕλλΔνη 37. 1668. Βλ. και τις αμέσως προηγούμενες παραπομπές στη νομολογία, καθώς και ΑΠ 1510/1981 ΝοΒ 30.917, Παπαδόπουλος: Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, Τόμος 1ος, παρ.63, σ.185 επ., Κατράς: Αγωγές Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις, έκδ.6η, παρ.107, ΙΔ. 4.4, σ.1002- 1003). Επισημαίνεται, ότι, ενώ στις άλλες περιπτώσεις, όταν έχει παραγραφεί η αξίωση, δεν θεωρείται ο πλουτισμός αδικαιολόγητος, ενόψει του ότι ο πλουτισμός αυτής επέρχεται νόμιμα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του νόμου για την παραγραφή, εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η απόδοση της νομής κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 904 ΑΚ, παρά την παραγραφή της βασικής αγωγής για τη νομή, δικαιολογείται από το ότι η παραγραφή του άρθρου 992 ΑΚ δεν επιφέρει οριστική απώλεια του δικαιώματος», αλλά μόνο προσωρινή ειρηνική διευθέτηση (ΕφΑΘ 1101/1996 ό.π., Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 185-186).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι τυγχάνει νομέας ενός ακινήτου, μετά της υπάρχουσας σε αυτό οικίας, κειμένου στο νότιο άκρο της πόλης ++, όπως αυτό, κατά τα λοιπά, λεπτομερώς περιγράφεται κατά θέση, όρια και έκταση. Ότι επ’ αυτού ο ίδιος μεν από το έτος 1994, οπότε περιήλθε στην κυριότητά του και προ αυτού η δικαιοπάροχος, ++, ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής. Και ότι, περί τα μέσα Ιουλίου του έτους 2009, η εναγομένη, κατέλαβε το τμήμα του ανωτέρω ακινήτου, που περιγράφεται λεπτομερώς κατά θέση, όρια και έκταση στην ένδικη αγωγή του, με την τοποθέτηση σιδηροπασσάλων σε βάση από μπετόν και σιδερένια αυλόπορτα, αποβάλλοντας τον, έτσι, από τη νομή του και ενσωματώνοντας το στην ιδιοκτησία της, εν συνεχεία δε η τελευταία αναγνώρισε το δικαίωμα νομής του ενάγοντα στην ανωτέρω έκταση και ζήτησε προθεσμία προκειμένου να απομακρύνει την ως άνω περίφραξη, κάτι που, ωστόσο, δεν έπραξε, συμπεριφερόμενη ανάλογα και τον Ιούνιο του έτους 2010, μέχρι τις αρχές Μαρτίου του έτους 2011, οπότε και αρνήθηκε οριστικά να αποδώσει την επίδικη έκταση στον ενάγοντα. Με βάση δε το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι η αξία του επιδίκου καταληφθέντος τμήματος ανέρχεται στο ποσό των 20.830 ευρώ, κατ’ εκτίμηση του συνόλου των αιτημάτων της αγωγής, ζητεί, με απόφαση, που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, αφενός μεν να αναγνωρισθεί ότι ο ίδιος τυγχάνει νομέας της επίδικης εδαφικής έκτασης και αφετέρου να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει τη νομή αυτού, άλλως, σε περίπτωση που κριθεί ότι η αξίωση για αποβολή από τη νομή παραγράφηκε, να αποδοθεί αυτή κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού της εναγομένης. Επίσης, ζητεί ν’ απαγορευθεί στην εναγομένη στο μέλλον κάθε πράξη διατάραξης της νομής του, να υποχρεωθεί ν’ απομακρύνει την περίφραξη και τη σιδερένια πόρτα και γενικά να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη αυτών κατάσταση, άλλως να επιτραπεί στην ίδια να το πράξει με έξοδα της εναγομένης, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού 5.900 ευρώ και προσωπικής κρατήσης, διάρκειας 1 έτους για κάθε παραβίαση της εκδοθησόμενης απόφασης, καθώς και να καταδικασθεί αυτή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, αντίγραφο της οποίας έχει νομοτύπως και εμπροθέσμως εγγράφει στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου ++, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ++/++2011 πιστοποιητικό της υποθηκοφύλακα ++ και στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ, σωρεύονται αγωγή αναγνώρισης νομής και αγωγή προστασίας αυτής, επί αποβολής του νομέα, παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 10, 11 αρ.1, 14 παρ.2 και 22 ΚΠολΔ), εκ μέρους του ενάγοντα κατά της εναγομένης, καθόσον, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, εκτίθενται στην αγωγή τα γεγονότα που δικαιολογούν την άσκησή της από τον άνω ενάγοντα κατά αυτής, διότι η ίδια, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, αφαίρεσε τη νομή του παράνομα και χωρίς τη θέληση του ενάγοντα-νομέα, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, παρά τα ενάντια υποστηριζόμενα από την εναγομένη και νόμιμη, πλην των επιμέρους αιτημάτων, που αφορούν αφενός μεν στην αφαίρεση των σιδηροπασσάλων και της σιδερένιας πόρτας και αφετέρου στην απαγόρευση, κάθε πράξης διαταρακτικής της νομής του ενάγοντα, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παραβίαση της εκδοθησόμενης απόφασης, τα οποία τυγχάνουν απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα, διότι προσιδιάζουν σε αγωγή διατάραξης της νομής, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενάγων δεν επικαλείται διατάραξη της νομής του αλλά αποβολή, δηλαδή καθολική προσβολή του σχετικού δικαιώματος του, και ως εκ τούτου, το αίτημα της αγωγής κατά το ουσιαστικό δίκαιο είναι η αναγνώριση της νομής και η απόδοση του πράγματος (άμεση εκτέλεση) και όχι η παράλειψη της πράξης, όπως συμβαίνει επί αγωγής προστασίας της νομής επί διαταράξεως αυτής (βλ. σχ. ΑΠ 807/1988 σε ΕλλΔνη 32.350, ΕφΑΘ 5663/1997 σε Αρμ. 2000.1085, ΕφΘεσ 2413/1996 σε Αρμ. 50.1335). Νόμω αβάσιμο είναι επίσης και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής ως προς την αναγνωριστική της νομής του ενάγοντα διάταξή της, δεδομένου ότι (προσωρινή) εκτέλεση νοείται μόνο επί καταψηφιστικών διατάξεων δικαστικής απόφασης (βλ. σχ. ΠολΠΡωτΡοδ 180/2013, ΠολΠρωτΘεσ 14193/2011, ΠολΠρωτΑΘ 66/2010, 6806/2004 όλες σε Νόμος). Σημειώνεται ότι η αγωγή κατά την επικουρική βάση της εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι νόμιμη μόνο κατά το αίτημα της περί απόδοσης της νομής στον ενάγοντα μετά από αποβολή της εναγομένης, απορριπτομένων ως νόμω αβάσιμων των λοιπών αιτημάτων (περί αναγνώρισης της αποκλειστικής νομής του ενάγοντα επί του επίδικου εδαφικού τμήματος, περί εγκατάστασης του ενάγοντα σε αυτό ενόψει και του άρθρου 943 παρ.1 ΚΠολΔ, περί άρσης των διαταρακτικών κατασκευών και περί εν γένει επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, καθώς και περί παράλειψης κάθε μελλοντικής διατάραξης και δη με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης), που δεν προσιδιάζουν στην εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγή. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 974 επ., 984, 987, 904 επ. ΑΚ, 176, 219, 907, 908 και 943 ΚΠολΔ και πρέπει, επομένως, εφόσον έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. σχ. το υπ’ αριθ. ++-2013 γραμμάτιο είσπραξης της ++Τράπεζας της Ελλάδος και το υπ’ αριθ. ++-2013 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ++), να εξετασθεί περαιτέρω και κατά την ουσιαστική της βασιμότητα. Μετά ταύτα, πρέπει, να ανακληθεί, κατ’ άρθρο 309 ΚΠολΔ, η με αριθμό ++/2013 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το μέρος της, που έκρινε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής.

Από τη διάταξη του άρθρου 991 ΑΚ, που ορίζει, ότι ο εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα που του παρέχει εξουσία πάνω στο πράγμα παρά μόνο αν το δικαίωμα έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον ενάγοντα, προκύπτει, ότι ο εναγόμενος σε αγωγή διατάραξης ή αποβολής από τη νομή του πράγματος δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του ενάγοντα ενστάσεις ανατρεπτικές στηριζόμενες σε δικαίωμα ίδιας κυριότητας ή σε άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί του πράγματος, όπως λ.χ. στο δικαίωμα της επικαρπίας ή άλλης προσωπικής ή πραγματικής δουλείας, παρέχον, στην τελευταία περίπτωση - σε αγωγή μόνο για διατάραξη της νομής-, την αποτελούσα τη διατάραξη εξουσία ή σε προσωπικά περί αυτού - πράγματος - δικαιώματα, με βάση τα οποία θα μπορούσε ο ίδιος να αξιώσει τη σ’ αυτόν παράδοση του πράγματος ή την παραχώρηση της χρήσης αυτού, όπως λ.χ. στο δικαίωμα με βάση σύμβαση μίσθωσης, χρησιδανείου κ.α., δυνάμενος μόνο να επικαλεστεί το ίδιο αυτού δικαίωμα νομής ή οιονεί νομής για να υποστηρίξει (δικαιολογήσει) την άρνηση της βάσης της κατ’ αυτού αγωγής, δηλαδή, προς άρνηση ότι έλαβε χώρα προσβολή της νομής - διατάραξη ή αποβολή - παράνομη ή αυθαίρετη, οπότε ο σχετικός ισχυρισμός του δεν είναι αυτοτελής, αλλά αποτελεί απλώς αιτιολογημένη άρνηση της (βλ. σχ. ΑΠ 955/2017, 275/2010 σε Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ, οι αξιώσεις του νομέα από την αποβολή και τη διατάραξη παραγράφονται μετά από ένα έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 ΑΚ «την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής». Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της προς τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 984 παρ.1, 987, 989 του ΑΚ προκύπτει, ότι αφετήριος χρόνος της εξηγητής ενιαυσίας παραγραφής των αξιώσεων του νομέα από την αποβολή ή διατάραξη, είναι αυτός της αποβολής ή της διατάραξης, αντίστοιχα (βλ. σχ. ΟλΑΠ 1/2011 σε ΝοΒ 2011.949, ΑΠ 861/2007 σε Νόμος, ΠολΠρωτΑΘ 2678/2011 σε ΝοΒ 2012.96). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του, ενώ με την άσκηση αυτή, αντιθέτως προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων που τίθενται με την ως άνω διάταξη για την άσκηση του δικαιώματος. Εάν ο δικαιούχος αδρανήσει ν’ ασκήσει το δικαίωμά του επί μακρό χρόνο, μόνη η αδράνεια αυτή δεν καθιστά καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συντρέχουν προσθέτως και άλλα περιστατικά που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου, όσο και του υπόχρεου που αποκρούει το δικαίωμα και από τις περιστάσεις αυτές να δημιουργείται στον τελευταίο η εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκησή του, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες, και έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (βλ. σχ. ΟλΑΠ 7/2002 Δνη 43 681,ΟλΑΠ 62/1990 Ελλ Δνη 32 501, ΑΠ 409/2000 Ελλ Δνη 41 1315, ΑΠ 156/1997 Ελλ Δνη 38 1547, ΑΠ 326/1995 ΕΕΝ 1996 270, Βασ.Βαθρακ.ΕρμΑΚ υπ’ άρθρο 281 σελ.1127, 1131). Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η επ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (βλ. σχ. ΑΠ 321/2002 Ελλ Δνη 44 143, Άγγελος Κορνηλάκης Η αποδυνάμωση δικαιώματος στο ιδιωτικό δίκαιο εκδόσεις Σάκκουλα 2004 σελ.110 επ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη με τις προτάσεις της, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτών, αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή. Ειδικότερα εκθέτει ότι η ίδια τυγχάνει νομέας του επιδίκου, επί του οποίου προέβη το έτος 1992 σε αντικατάσταση της ήδη υπάρχουσας περίφραξης που είχε τοποθετηθεί από τον δικαιοπάροχο αυτής μετά την αγορά του αναφερόμενου οικοπέδου. Η εναγομένη ισχυρίζεται επιπλέον ότι ήδη από το έτος 1960 τοποθετήθηκε στην επίδικη έκταση περίφραξη από τον δικαιοπάροχο της προκειμένου αυτός να διαχωρίσει την ιδιοκτησία του από αυτήν του ενάγοντα, προέβη δε στην ως άνω ενέργεια με τη γνώση του τελευταίου και του δικαιοπαρόχου του σε χρόνο προγενέστερο από τον επικαλούμενο στο αγωγικό δικόγραφο χρόνο (Ιούλιο του έτους 2009) και ότι, σε κάθε περίπτωση, από το έτος 1960 μέχρι την επίδοση σε αυτήν της ένδικης αγωγής, έχει μεσολαβήσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, άλλως μεγαλύτερο της εικοσαετίας, με αποτέλεσμα η αξίωση του ενάγοντα εξαιτίας της αποβολής του από τη νομή του στο επίδικο τμήμα να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης αποτελεί καταλυτική της αγωγής ένσταση, η οποία είναι νόμω βάσιμη, αφού ερείδεται ως προς την κύρια βάση της αγωγής επί της διάταξης του άρθρου 992 ΑΚ και ως προς την επικουρική της βάση, επί της διάταξης των άρθρων 904 επ., 249 ΑΚ και 219 ΚΠολΔ και πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Τέλος, η εναγομένη εκθέτει ότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο δικαιοπάροχος της εγκαταστάθηκε στο επίδικο τοποθετώντας περίφραξη και πόρτα χωρίς να έχει προς τούτο δικαίωμα, η αδράνεια του ενάγοντος να ζητήσει την αποβολή του από το επίδικο, δημιούργησε στο δικαιοπάροχο της και την ίδια τη πεποίθηση, εύλογα, ότι δεν ήθελε ασκηθεί το αγωγικό δικαίωμα και ότι η άσκηση του τελευταίου μετά από μακρά αδράνεια, οδηγεί σε υπέρβαση των ορίων θυσίας που κατά την καλή πίστη μπορεί ν’ αξιωθεί απ’ αυτούς και προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ. Τα περιστατικά αυτά, επίκεντρού μένα στην επί σειρά ετών αδράνεια του ενάγοντα να ασκήσει το δικαίωμα του και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος και ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης πρέπει ν’ απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, αφού μόνη η αδράνεια αυτή δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του σχετικού δικαιώματος του ενάγοντα, αλλά πρέπει να συντρέχουν προσθέτως και άλλα περιστατικά που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου, όσο και του υπόχρεου που αποκρούει το δικαίωμα.

Από όλα τα νομίμως και με επίκληση (βλ. τις προτάσεις των διαδίκων) προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων και δόθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβάνονται δε στα από ++2013 πρακτικά συνεδρίασης αυτού, από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες που απεικονίζουν τις ιδιοκτησίες των διαδίκων, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται αιτιολογημένα (άρθρα 444 αρ.3, 448 παρ.2 και 457 παρ.4 ΚΠολΔ), η από ++-2016 τεχνική έκθεση του γεωπόνου ++, πλην όμως στα ανωτέρω δεν περιλαμβάνεται η από ++2012 βεβαίωση του τοπογράφου μηχανικού ++, μη λαμβανομένης υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι εκτιμάται ότι αυτή δόθηκε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην δίκη επί της οποίας συζητήθηκε αρχικά η παρούσα υπόθεση, η οποία επαναφέρθηκε μετ’ επανάληψη ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δοθέντος ότι συντάχθηκε πριν τη συζήτηση της ένδικης αγωγής κατά τη δικάσιμο της ++, δηλαδή όχι σε ανύποπτο χρόνο και ως εκ τούτου δεν αποτελεί παραδεκτό αποδεικτικό μέσο (βλ. σχ. ΑΠ 635/2008 σε Νόμος, ΑΠ 1025/2007 σε Νόμος, ΑΠ 370/2004 σε ΝοΒ 2005.483, ΑΠ 109/2004 σε ΝοΒ 2004.1536, ΑΠ 631/2004 σε ΕλλΔ/νη 47.106, ΑΠ 172/2003 σε ΕλλΔ/νη 44.1292, ΑΠ 355/2001 σε ΕλλΔ/νη 43.112, ΟλΑΠ 8/1987 σε ΕλλΔ/νη 28.628), από την από ++-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού, ++, τις υπ’ αριθ. ++-2012 και ++-2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου ++, οι οποίες ελήφθησαν πριν τη συζήτηση της υπόθεσης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης αμφότερων των διαδίκων (βλ. σχ. την υπ’ αριθ. ++2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ++), αποδείχθηκαν τα εξής: Το επίδικο εδαφικό τμήμα, πολυγωνικού σχήματος, βρίσκεται στο νότιο άκρο της πόλης ++ και τυγχάνει έκταση, εμβαδού 13,89 τ.μ., απεικονίζεται δε υπό στοιχεία ++ στο προσκομιζόμενο με επίκληση από ++2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ++ . Το ανωτέρω εδαφικό τμήμα αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου ακινήτου, στο οποίο ενυπήρχε οικία εμβαδού 55 τ.μ. και ανήκε κατά κυριότητα στην ++, η οποία απέκτησε αυτό δυνάμει του υπ’ αριθ.++/1963 συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου ++, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ++ (στον τόμο ++ και με αριθμό ++), περί δωρεάς εν ζωή εκ μέρους του συζύγου της, ++, το εμβαδό του οποίου προσδιορίστηκε στα 250 τ.μ. ή όσης έκτασης αυτό είναι και στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αριθ.++-1994 συμβολαίου του συμβολαιογράφου ++++, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ++(στον τόμο ++ και με αριθμούς ++), η ως άνω ++ μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του ακινήτου αυτού στον ενάγοντα λόγω δωρεάς εν ζωή, το εμβαδό του οποίου προσδιορίστηκε σε 265 τ.μ. περίπου, παρακρατώντας την επικαρπία εφ’ όρου ζωής της, από το θάνατο δε αυτής, που επισυνέβη την ++2005, περιήλθε στη νομή του ενάγοντα, ο οποίος ασκούσε επ’ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του (ακίνητο) πράξεις νομής και πιο συγκεκριμένα το περιποιούνταν, το φρόντιζε και δήλωνε αυτό σε δημόσιες αρχές όπου απαιτούνταν (βλ. σχ. το έντυπο Ε9 δήλωσης στοιχείων ακινήτων που υπήρχαν την 1η-1-2009, καθώς και αυτά πιο πρόσφατων ετών, νόμιμα προσκομιζόμενα). Τούτο προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρα, ++, που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντα και περιλαμβάνεται στα από ++2013 πρακτικά, η οποία, ως μητέρα του ενάγοντα, έχει ίδια γνώση. Περαιτέρω, δυνάμει του υπ’ αριθ.++1960 συμβολαίου του συμβολαιογράφου ++, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ++, στον τόμο ++ και με αριθμό ++, ο ++ του ++ μεταβίβασε λόγω πώλησης προς τον ++ ένα οικόπεδο εμβαδού 99 τ.μ. περίπου, το οποίο συνορεύει +++. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ++-2006 δημόσια διαθήκη του ++, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου ++, η εναγομένη, σύζυγος του, ορίστηκε ως επικαρπώτρια ισοβίως σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του του διαθέτη, ο οποίος απεβίωσε την ++2008 (βλ. σχ. την υπ’ αριθ. ++/τόμος ++2008 ληξιαρχική πράξη θανάτου συνταχθείσα από τον Ληξίαρχο ++, νόμιμα προσκομιζόμενη). Η ανωτέρω διαθήκη δημοσιεύτηκε από το Πρωτοδικείο ++ κατά τη συνεδρίαση της ++-2008 με το υπ’ αριθ. ++ Πρακτικό, χωρίς να έχει γίνει δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς εκ μέρους της εναγομένης, χήρας του αποβιώσαντος, ούτε εκ μέρους των δύο τέκνων του, ++ (βλ. σχ. τα υπ’ αριθ. ++-2013 πιστοποιητικά της Γραμματέα του Πρωτοδικείου ++, νόμιμα προσκομιζόμενα). Περιλαμβάνεται σε αυτήν το προαναφερόμενο ακίνητο, ωστόσο στη διαθήκη αυτή ουδόλως περιγράφεται το ακίνητο. Το επίδικο τμήμα υπό στοιχεία +++ δεν συμπεριελήφθη στη προαναφερόμενη μεταβίβαση του ανωτέρω οικοπέδου εμβαδού 99 τ.μ., αιτία πώλησης, όπως τούτο προκύπτει από τις πλευρικές διαστάσεις που αναγράφονται στο υπ’ αριθ.++1960 συμβόλαιο, οι οποίες ταυτίζονται απόλυτα με αυτές που καταγράφηκαν κατά την υφιστάμενη κατάσταση κατά τη σύνταξη του προσκομιζόμενου με επίκληση από ++ 2009 τοπογραφικού διαγράμματος του τοπογράφου μηχανικού ++ και επομένως δεν μεταβιβάστηκε από τον ++ στον ++, παραμένοντας στην ιδιοκτησία του προαναφερόμενου πωλητή. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και η υπ’ αριθ. ++/2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού ++, ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας με την υπ’ αριθ.++/2013 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και αναφέρει σχετικά ότι το επίδικο τμήμα, επιφάνειας 13,89 τ.μ. είναι εκτός της ιδιοκτησίας του υπ’ αριθ.++1960 συμβολαίου και ανήκει με βάση τα στοιχεία των τίτλων στους κληρονόμους του αρχικού ιδιοκτήτη, ++, ήτοι ο τελικός ιδιοκτήτης βάσει τίτλων είναι ο ++. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο ανωτέρω πραγματογνώμονας δεν είναι ασφαλή, δεδομένου ότι στο υπ’ αριθ.++-1960 συμβόλαιο το ακίνητο που μεταβιβάστηκε στο δικαιοπάροχο της εναγομένης αναγράφεται με εμβαδό 99 τ.μ. κατά προσέγγιση και το εμβαδό του όμορου με αυτό ακινήτου, ιδιοκτησίας του ενάγοντα, στα προαναφερόμενα συμβόλαια διαφέρει σε σχέση με το εμβαδό στο οποίο κατέληξε ο ανωτέρω τοπογράφος μηχανικός, δεν ευσταθεί, διότι στο υπ’ αριθ.++-1960 συμβόλαιο αναγράφεται με σαφήνεια το μήκος των πλευρικών διαστάσεων του ακινήτου με εμβαδό 99 τ.μ., το οποίο συμπίπτει επακριβώς με αυτό που μέτρησε ο άνω τοπογράφος μηχανικός το έτος 2009 και οι πλευρικές αυτές διαστάσεις αποδίδουν το εμβαδό των 99 τ.μ. του ανωτέρω ακινήτου. Σε αδιευκρίνιστο χρόνο, πάντως, μετά την κατάρτιση του υπ’ αριθ.++1960 συμβολαίου ο ++ κατέλαβε το επίδικο εδαφικό τμήμα του ενάγοντα, τοποθετώντας περίφραξη, καθώς και ξύλινη αυλόπορτα, ενσωματώνοντας με τον τρόπο αυτό το επίδικο στο όμορο ακίνητο ιδιοκτησίας του, αποβάλλοντας τον ιδιοκτήτη ++ παράνομα από τη νομή του επί του επιδίκου. Μάλιστα, η εναγομένη ανέθεσε στον σιδηροκατασκευαστή ++ να αντικαταστήσει την προηγούμενη περίφραξη με πλέγμα με σιδερένιους πασσάλους με τσιμεντένια βάση και σιδερένια πόρτα. Αποδείχθηκε έτσι ότι ο ενάγων έχει απωλέσει την περί αποβολής από τη νομή αγωγή λόγω παραγραφής, δεδομένου του χρόνου θανάτου του ως άνω ++ και σε κάθε περίπτωση του αγωγικού ισχυρισμού ότι περί τα μέσα ++ του έτους 2009 η εναγομένη απέβαλε τον ενάγοντα από τη νομή επί της επίδικης έκτασης, δεκτής γενομένης της προβαλλόμενης ένστασης παραγραφής εκ μέρους του εναγομένου, απορριπτομένου του συναφούς αγωγικού ισχυρισμού περί αναγνώρισης εκ μέρους της εναγομένης του δικαιώματος της νομής του ενάγοντα κατά τα έτη 2009 και 2010, αφού ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίστηκε περί τούτου. Απ’ την άλλη όμως, η εναγομένη εξακολουθεί να κατέχει το οικοπεδικό τεμάχιο χωρίς νόμιμη αιτία, καθιστάμενη έτσι πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντα και με ζημία του, απορριπτομένης ως εκ τούτου της σχετικής ένστασης περί παραγραφής της εν λόγω αξίωσης. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ο ακριβής χρόνος αποβολής του δικαιοπαρόχου του ενάγοντα από την επίδικη εδαφική έκταση εκ μέρους του δικαιοπαρόχου της εναγομένης και της τελευταίας, καθόσον από τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις του ++ και του ++ προκύπτει ότι οι μάρτυρες αυτοί κατέθεσαν ασαφώς ότι υπήρχε φράχτης με πόρτα που χώριζε το οικόπεδο του ++ από το οικόπεδο του ++, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζεται σε ποιο ακριβές σημείο ήταν τοποθετημένος αυτός ο φράχτης σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση, μόνη η δε κατάθεση του σιδηροκατασκευαστή ++ περί της χρονολογίας αντικατάστασης της ξύλινης πόρτας με καινούργια σιδερένια δεν αρκεί για την απόδειξη αυτού του γεγονότος. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες που αποτυπώνουν την επίδικη έκταση περιφραγμένη, κατά το παρελθόν, χωρίς όμως να προκύπτει μετά βεβαιότητας, με οποιονδήποτε τρόπο, πότε ακριβώς ελήφθησαν αυτές. Τα αντίθετα δεν αποδεικνύονται ούτε από την από ++2016 τεχνική έκθεση του γεωπόνου ++, ο οποίος διαπίστωσε ότι εντός του επιδίκου αναπτύσσονται πάνω από 25 έτη ένα δέντρο ροδακινιάς και άνω των 20 ετών δύο δέντρα ροδιάς, διότι δεν προκύπτει ότι τα δέντρα αυτά φυτεύτηκαν από την εναγομένη και το δικαιοπάροχο της, σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάληψης της επίδικης έκτασης από τους ίδιους ή εάν ενόσω υπήρχαν ήδη τα δέντρα αυτά στα αναφερόμενα σημεία οι προαναφερόμενοι περιέφραξαν την επίδικη έκταση, ούτε από την από ++1962 σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακή χρήση και το εκκαθαριστικό σημείωμα του ++ για το οικονομικό έτος 1996, νόμιμα προσκομιζόμενα, τα οποία αφορούν το μεν πρώτο σε ηλεκτροδότηση του προαναφερόμενου πωληθέντος ακινήτου και το δεύτερο σε εκκαθάριση φόρου εισοδήματος και ανάλυση αυτού του προαναφερόμενου, χωρίς να αναφέρονται στα ανωτέρω έγγραφα η έκταση και τα ακριβή όρια του εν λόγω οικοπέδου. Συνεπώς, η από την εναγομένη κατάληψη και κατοχή του επιδίκου δεν ήταν σύννομη και επομένως η τελευταία έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντα, παρακρατεί δε τη νομή του επίδικου ακινήτου χωρίς νόμιμη αιτία. Πρέπει να σημειωθεί ότι το αίτημα της εναγομένης για διενέργεια εκ νέου σχετικής πραγματογνωμοσύνης πρέπει να απορριφθεί διότι το Δικαστήριο, σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης, από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά μέσα και δεν παρίσταται αναγκαία η αναβολή της υπόθεσης προς το σκοπό αυτό. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά την κύρια βάση της λόγω παραγραφής. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή κατά την επικουρική βάση της ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδώσει τη νομή αυτού στον ενάγοντα. Το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής δεν πρέπει να γίνει δεκτό, καθόσον δεν αποδείχθηκε η συνδρομή εξαιρετικών λόγων που δικαιολογούν την προσωρινή εκτελεστότητα, καθώς και ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης μπορεί να προκαλέσει σημαντική οικονομική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη, λόγω της εν μέρει ήττας της, στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα (άρθρα 176 και 191 ΚΠολΔ), όπως όλα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΝΑΚΑΛΕΙ την υπ’ αριθ. ++/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, κατά τη μη οριστική διάταξη αυτής, που έκρινε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή. 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδώσει στον ενάγοντα τη νομή ενός εδαφικού τμήματος, εμβαδού +++ τ.μ., το οποίο βρίσκεται στο νότιο άκρο της πόλης Σοφάδων Καρδίτσας και συνορεύει +++, όπως εμφαίνεται τα στοιχεία +++ στο προσκομιζόμενο με επίκληση από ++2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ++.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην ++, την ++ 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

           Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013