δάνειο τράπεζας για αγορά οχήματος.Παρακράτηση κυριότητας.εκχώρηση δικαιώματος υπαναχώρησης και αγωγής νομής απο τον πωλητή στην τράπεζα.εξόφληση τιμήματος.δικαιώματα αγοραστή και άμυνα κατα της τράπεζας σε αγωγή νομής για απόδοση οχήματος

           ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

              ...............

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντίδικος τράπεζα δεν είναι ούτε νομέας του, ούτε κυρία του οχήματος κατά νόμω. Με το δάνειο που μου έδωσε, εξοφλήθηκε ο πωλητής +++ (μάλιστα τα χρήματα του δανείου για την εξόφληση του τιμήματος, τα έδωσε απ` ευθείας η τράπεζα σ` αυτόν). Συνεπώς το τίμημα εξοφλήθηκε, δεν υπήρξε υπερημερία στην καταβολή του (ούτε και για ένα νομικό δευτερόλεπτο) και άρα δεν υπήρχε ποτέ περιθώριο-δυνατότητα να γεννηθεί από το νόμο το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης στο πρόσωπο του άνω πωλητή (όπως και οποιαδήποτε άλλη αξίωση «από την παρακράτηση της κυριότητας»), έτσι ώστε να μπορεί να το μεταβιβάσει εν συνεχεία αυτός στην τράπεζα. Αλλά ακόμα και αν αγνοηθούν και παραβλεφθούν τα ανωτέρω, πάντως αυτό το διαπλαστικό δικαίωμα δεν μπορούσε κατά νόμω να μεταβιβαστεί παρά μόνο υπό προϋποθέσεις εκ του εμπραγμάτου δικαίου και σε συνδυασμό με την μεταβίβαση όλης της συμβατικής σχέσης (εκχώρηση-αναδοχή κλπ), που πάντως ούτ η αντίδικος επικαλείται και ούτε και η εκκαλουμένη παραδέχεται. (βλ. αναλυτικά στα ανωτέρω δικόγραφα έφεσης και προτάσεων). Συνεπώς με την εξόφληση του τιμήματος στον πωλητή, δεν υπήρξε και δεν μπορούσε να υπάρξει κατά νόμω στάδιο απλής κατοχής και χρησιδανείου τάχα υπ` εμού του οχήματος, αφού με την πλήρωση της αίρεσης της αποπληρωμής του τιμήματος, η κυριότητα περιήλθε σε μένα. Ζήτημα μετά ταύτα, αποχωρήσεως της νομής από την κυριότητά μου για κάποιο λόγο και περιέλευσης αυτής τάχα στην δανειοδότρια τράπεζα, ούτε κατανοητό, ούτε νόμιμο είναι έτσι ώστε τάχα να θεωρηθεί ότι παρεδόθη η νομή σ` αυτή με έκταξη (977ΑΚ), αφού κύριος, νομέας και κάτοχος, μετά την εξόφληση του τιμήματος ήμουν εγώ: Δεν ήταν νομέας ο πωλητής έτσι ώστε να μπορεί να μεταβιβάσει τη νομή στην τράπεζα με έκταξη, παραμένοντας δήθεν εγώ δυνάμει κάποιας σχέσης στην κατοχή του πράγματος. Δεν μπορεί δηλ. να εξηγηθεί με κανένα τρόπο, πώς είναι νομέας η τράπεζα (και δικαιούται της σχετικής προστασίας με την αγωγή νομής), όταν η ίδια 1) δεν ήταν ποτέ σε κανένα νομικό χρόνο και δεν είναι κυρία του πράγματος με καμία σύμβαση ή έννομη σχέση και ούτε το ισχυρίζεται και 2) δεν μπορούσε ποτέ να της μεταβιβαστεί (με οποιονδήποτε τρόπο) η νομή από την άνω πωλήτρια ΑΕ, αφού αυτή εξοφλήθηκε στο τίμημα και άρα πληρώθηκε η αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος και η κυριότητα περιήλθε σε μένα.

Εξ` άλλου όπως προκύπτει από την σύμβαση ++ της πώλησης με παρακράτηση και χορήγησης καταναλωτικού δανείου, πουθενά δεν αναφέρεται ότι μεταβιβάστηκε η νομή από την πωλήτρια ΑΕ στην τράπεζα. Αντίθετα αναγράφεται (όρος ++ της πώλησης και ++ της χρηματοδότησης) ότι «έως την πλήρη εξόφληση κάθε ποσού που οφείλεται από τον οφειλέτη σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου, ο πωλητής έχει την κυριότητα και νομή του οχήματος», «και θα εκχωρήσει προς την τράπεζα όλα τα δικαιώματα και αξιώσεις του από την παρακράτηση της κυριότητας σε εξασφάλιση των απαιτήσεων της τράπεζας απο τη σύμβαση δανείου» και 12.5 (της χρηματοδότησης) «προς εξασφάλιση της τράπεζας ο πωλητής ήδη εκχωρεί στην τράπεζα όλα τα δικαιώματα και αγωγές του από την παρακράτησης της κυριότητας». Όμως ποια δικαιώματα από την παρακράτηση της κυριότητας εξακολουθεί να έχει ο πωλητής με βάση το νόμο, όταν το τίμημα εξοφλείται έτσι ώστε να μπορεί να τα μεταβιβάσει για να εξασφαλιστεί η τράπεζα κάνοντας χρήση αυτών για να εξοφληθεί στο δάνειο;. Μπορεί να λογιστεί ότι τέτοια θα εξακολουθούν να παραμένουν παραδεκτά στο πρόσωπο του πωλητή, ακόμα και όταν έχει εξοφληθεί το τίμημα και ότι δύναται να εκχωρεί εφ` εξής αυτά, ή την άσκησή τους σε τρίτον ο οποίος μέσω αυτών θα επιδιώξει την πληρωμή του δανείου;

Προκύπτει δηλ. ότι η τράπεζα στην ουσία προσπάθησε να δημιουργήσει το εξής παράλογο νομικό μόρφωμα που δεν προβλέπεται από το νόμο: παρά την εξόφληση του τιμήματος, θα λογίζεται ότι αυτό δεν εξοφλήθηκε στον πωλητή και άρα αυτός θα λογίζεται ότι εξακολουθεί να έχει τα δικαιώματα από την παρακράτηση, δηλ. κυρίως της υπαναχώρησης και άρα μπορεί να τα μεταβιβάσει. Έτσι η τράπεζα, αν δεν πληρώνεται το δάνειο, θα ασκεί υπαναχώρηση στη σύμβαση πώλησης, θα διαλύει αναδρομικά τη σύμβαση πώλησης και θα ζητά το όχημα πίσω ως νομέας αυτού, παρά το ότι δεν είναι τέτοιος σε καμία περίπτωση, ενώ η αξίωσή της από το ανεξόφλητο ποσό δανείου, θα παραμένει ακέραια και ας έγινε η επιλογή του διαζευκτικού δικαιώματος (532ΑΚ).!!

Φυσικά πρόκειται για παραλογισμό: Παρακράτηση κυριότητας νοείται μόνο αναφορικά με την μη πληρωμή του τιμήματος στον πωλητή. Η υπερημερία καταβολής του τιμήματος και όχι του χρηματικού ποσού του δανείου, χορηγεί το δικαίωμα υπαναχώρησης. Το ανωτέρω «πλάσμα» που επιχειρείται πάσχει ως τέτοιο αφού ο νόμος δεν προβλέπει να λογίζεται ότι διατηρείται η παρακράτηση και οι εξ` αυτής αξιώσεις, παρά την εξόφληση του τιμήματος. Άλλωστε όπως ανωτέρω προκύπτει από τους όρους που η ίδια ανέγραψε, μέχρι την εξόφληση του δανείου, ο πωλητής έχει την κυριότητα και τη νομή του οχήματος (άλλο πάλι και τούτο, αφού με βάση το νόμο αυτοδικαίως η κυριότητα περιέρχεται στον αγοραστή με την εξόφληση του τιμήματος) και μεταβιβάζει μόνο τις αξιώσεις από την παρακράτηση της κυριότητας και όχι τη νομή και την κυριότητα που εξακολουθούν ν` ανήκουν στον πωλητή!. Συνεπώς ακόμα και υπο αυτό το ακατανόητο καθεστώς ακόμα και αν υποθέσουμε η τράπεζα μπορούσε (για κάποιον ακατανόητο λόγο) να ασκήσει τις «αξιώσεις από την παρακράτηση της κυριότητας» και πάλι, δεν θα μπορούσε να τις ασκήσει στο πρόσωπό της, αλλά στο πρόσωπο του νομέα και κυρίου και να ζητήσει την απόδοση σ` αυτόν. Εν τω μεταξύ λόγω εξόφλησης του τιμήματος και αυτοδίκαιης από το νόμο περιέλευσης της κυριότητας στον αγοραστή, ο τελευταίος θα ήταν και κύριος και νομέας. Δηλ. εγώ!!!

Εν τέλει όπως ακροθιγώς ετέθη το ζήτημα, προκύπτει και το εξής πρόβλημα: εφόσον η αντίδικος επικαλείται πώληση με παρακράτηση κυριότητας και υπερημερία, τότε είναι φανερό ότι από το νόμο (532ΑΚ) έχει δύο διαζευτικά και όχι σωρευτικά δικαιώματα, δηλ. ή την αναζήτηση του ποσού ή την, μετά από υπαναχώρηση, αναζήτηση του πράγματος. Όχι και τα δύο. Όμως με το ανωτέρω μόρφωμα που επιχειρεί, παρακάμπτει αυτή την απαγόρευση, αφού επικαλούμενη «τις αξιώσεις από την παρακράτηση» αναζητά τη νομή, εξομοιώνοντας νομικά το απλήρωτο δάνειο με το απλήρωτο τίμημα (διαφορετικά πώς μπορεί να υπαναχωρήσει λόγω υπερημερίας στην καταβολή του δανείου και να αξιώσει την απόδοση;) και ταυτόχρονα αξιώνει και το ποσό του δανείου ως απλήρωτο. (βλ. αν μη τι άλλο σελ. 5 της αγωγής: «ο εναγόμενος οφείλει πλέον να καταβάλει στην εταιρία μας όλο το ποσό του δανείου το οποίο έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο λόγω της παραπάνω καταγγελίας»!!). Άλλωστε όπως προκύπτει από τα ανωτέρω έγγραφα για τη ρύθμιση των χρεών μου (με την διαδικασία ν.3869/2010), η ίδια η αντίδικος, προ κάθε καταγγελίας και υπαναχώρησης, μετείχε στην διαδικασία ρύθμισης του χρέους (βλ. από 24-10-2012 εξώδικη πρότασή μου συμβιβασμού και από 9-1-2013 παρατηρήσεις της, ενώ η καταγγελία και η υπαναχώρηση έγιναν με την αρχική αίτηση ασφαλιστικών της την 11-6-2013. βλ. αγωγή της και με αρ. κατ.+++ σχετική αίτηση), δηλ. επέλεξε την αναζήτηση του ποσού (συγκέντρωση της ενοχής) και όχι την απόδοση του οχήματος. (βλ. στη συνέχεια αυτής της επιλογής, τις από ++ προτάσεις της στο Ειρηνοδικείο ++κατά τη συζήτηση της αίτησης μου ρύθμισης χρεών, όπου και ευθέως επιδιώκει την σύμφορη γι` αυτή πληρωμή του δανείου. Εν τω μεταξύ είχε προβεί και σε υπαναχώρηση και είχε ήδη εκδοθεί η εκκαλουμένη στην αγωγή νομής της!!)

Πρόκειται για νομικά μορφώματα που αντίκεινται σε βασικές δογματικές ρυθμίσεις του νόμου και προκαλούν απίθανες και παρανοϊκές καταστάσεις εις βάρος του καταναλωτή-αγοραστή.

Συνεπώς η εκκαλουμένη όφειλε και αυτεπαγγέλτως να απορρίψει την αγωγή της νομής, αφού όλα τα ανωτέρω είχαν εκτεθεί και προσκομιστεί στο δικαστήριο και το δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει το νόμο. Διότι διαφορετικά φθάνουμε στο απαράδεκτο από τη μία να αναγνωρίζεται ως νομέας διότι επέλεξε να υπαναχωρήσει λόγω υπερημερίας στην καταβολή του δανείου (που εδώ εξομοιώνει με το τίμημα) και να ζητάει την απόδοση και από την άλλη ταυτόχρονα να αξιώνει και το ποσό του δανείου, αν και μετά την ανωτέρω εξομοίωση, η αναζήτηση του τελευταίου, θα προϋπέθετε με την ΑΚ 532 ότι δεν έχει υπαναχωρήσει αλλά εμμένει στην σύμβαση και αναζητά το ποσό και όχι το όχημα!!!

Σε κάθε περίπτωση όπως προκύπτει και από τα έγγραφα που επικαλούμαι και με τις ανωτέρω προτάσεις μου στην αγωγή νομής και ενώπιον του δικαστηρίου σας και τα προσήγον, δηλ. τις αποδείξεις και εν γένει τα έγγραφα των καταβολών που έχω κάνει σήμερα για την πληρωμή του αυτ/του, προκύπτει ότι έχω πληρώσει πάνω από 30.000€ για ένα όχημα που δεν κοστίζει σήμερα πάνω από 10-12.000€. Σημειώνεται δε ότι το δάνειο που πήρα το 2009 για την αγορά του, ήταν 24.000€. Συνεπώς ακόμα και αν αγνοηθούν τα ανωτέρω, σε κάθε περίπτωση η αξίωσή της να μου το αφαιρέσει διότι είναι τάχα περιουσιακό της στοιχείο, είναι καταφανώς καταχρηστική, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, προς κάθε καταγγελίας και υπαναχώρησης της, κατέφυγα δικαστικά κατά τα ανωτέρω για την ρύθμιση του χρέους μου, ενώ το ίδιο, δηλ. την επ` ωφελεία της ρύθμιση του χρέους μου-δανείου, επιζήτησε και η αντίδικος στην ίδια διαδικασία (βλ. παρατηρήσεις και προτάσεις της) και συνεπώς εφόσον αυτή εκπληρωθεί κατά τους όρους που θα τάξει το δικαστήριο, θα επέλθει κατά νόμω εξόφληση του ποσού . Άλλωστε όπως εκτενώς αναλύθηκε και με τις προτάσεις μου στην πρωτόδικη δίκη, διατάχθηκε με την με αρ. ++ προσωρινή δ/γή +++, δηλ. πολύ πριν την άσκηση της ενδίκου αγωγής τακτικής νομής, η διατήρηση της νομικής και πραγματικής κατάστασης των περιουσιακών μου στοιχείων, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επι της αιτήσεώς μου ρύθμισης χρεών που συζητήθηκε την ++ στο Ειρην+++ (και δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση). Και με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν, δεν τίθεται ζήτημα για το ότι το όχημα ανήκει στην περιουσία μου αφού είμαι, κυριος, νομέας και κάτοχος αυτού. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι φανερό ότι όταν άσκησε την ένδικη αγωγή, είχα ήδη προσδοκία δικαιώματος για την κτήση της κυριότητας με την εκπλήρωση της παροχής μου κατά τους όρους και τον τρόπο που το ανωτέρω δικαστήριο θα καθορίσει και πάντως ήδη καθορίστηκε προσωρινά με την ανωτέρω 5/13 προσωρινή δ/γή και καταβάλω έκτοτε (δικαίωμα που είναι περιουσιακό, και προστατεύεται ως τέτοιο κατ` 204,206ΑΚ. Βλ. Δεληγιάννης-Κορνηλάκης Ειδικ.Ενοχ.Δικ. Ι, 1992, παρ. 73, σελ. 282 όπου και παραπομπές) και συνεπώς και η αντίδικος ήταν και είναι υποχρεωμένη να δεχθεί την τοιαύτη εκπλήρωση με σκοπό την τελική απαλλαγή μου σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ν. 3869/10. Συνεπώς ακριβώς επειδή σε κάθε περίπτωση έχω δικαίωμα προσδοκίας που προστατεύεται ως περιουσιακό δικαίωμα, τούτο όχι μόνο καταλύει κάθε έννοια αντιποίησης, αλλά καθιστά και την, ισχυριζόμενη από την ενάγουσα «προσβολή» της νομής της και της κυριότητας της, νόμιμη και όχι παράνομη και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της νομής της (ακόμα και αν την είχε) από την οποία μπορεί να προστατευτεί με βάση τις ΑΚ 985επ, αφού η τοιαύτη προστασία προϋποθέτει παράνομη προσβολή της νομής (Γεωργ-Σταθ. υπο 984. 13). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να γίνει δεκτή η αγωγή της, ακόμα και αν παραβλέπονταν όλα τα ανωτέρω.

Πέραν όμως των όσων αναφέρονται στους λόγους έφεσης σχετικά με το νόμιμο και το ορισμένο της αγωγής νομής, που εξετάζονται αυτεπάγγελτα (δηλ. και χωρίς λόγο έφεσης), επιπλέον η εκκαλουμένη απόφαση όφειλε να απορρίψει την κρινομένη αγωγή νομής αυτεπάγγελτα ως αόριστη και για τον εξής λόγο, ήτοι:

Κατά το άρθρο 1 παρ.1 στοιχ. α`και παρ.3 του ν. 722/1977 «1. Από της ισχύος του παρόντος, ως τίτλος κυριότητος των άνευ αριθμού κυκλοφορίας επιβατηγών αυτοκινήτων ... θεωρείται α) δια τα εκ του εξωτερικού εισαγόμενα το υπό του τελωνείου εκδιδόμενον πιστοποιητικόν... 3. Η μεταβίβασις της κυριότητος των κατά την παρ. 1 αναφερομένων κατηγοριών αυτοκινήτων οχημάτων ενεργείται δι`απλής πράξεως των μερών, αναγραφομένης μερίμνη και ευθύνη τούτων επί των κατά την αυτήν διάταξιν πιστοποιητικών ...». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 8 ν. 1473/84, «η κατά τας κειμένας διατάξεις χορηγούμενη άδεια κυκλοφορίας δια τα κατά το προηγούμενον άρθρον αυτοκίνητα ... αποτελεί τίτλον κυριότητας», κατά δε την παράγραφο 2 «οι μεταβιβάσεις της κυριότητας, από επαχθή αιτία, των αυτοκινήτων οχημάτων του παρόντος άρθρου συντελείται με έγγραφη συμφωνία των μερών, η οποία καταχωρείται με ευθύνη τους, στην οικεία θέση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος, που προβλέπεται από την παράγραφο 1. Ο αρμόδιος υπάλληλος της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ενώπιον του οποίου γίνεται η πράξη της μεταβίβασης, κρατεί την άδεια κυκλοφορίας του οχήματος που μεταβιβάστηκε και αμέσως, μέσω του μηχανογραφικού συστήματος ON LINE, εκδίδει νέα άδεια κυκλοφορίας στο όνομα του αγοραστή, ανεξάρτητα από τη διεύθυνση κατοικίας του, η οποία και παραδίδεται στο νέο αγοραστή».

Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτές έγγραφος τύπος για την απόκτηση και τη μεταβίβαση της κυριότητας επί αυτ/του είναι συστατικός για την εμπράγματη δικαιοπραξία της μεταβίβασης της κυριότητας (ΑΠ 1316/2010, ΠΠρΑθ 140/2010, ΕφΠατρ 670/2003, ΝΟΜΟΣ-ΠΠρΑθ 6425/2007 ΑρχΝ 2008, 42, ΕιρΑθ 701/2016 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εκείνος που υποστηρίζει, ως εν προκειμένω με την αγωγή της η ενάγουσα, ότι του μεταβιβάστηκε η κυριότητα αυτ/του και συνεπώς έχει και τη νομή αυτού, πρέπει να αναφέρει ότι αυτό αναγράφηκε στην άδεια κυκλοφορίας του αυτ/του, αφού διαφορετικά δεν θεωρείται ότι υπάρχει μεταβίβαση της κυριότητας αυτού, αλλά απλή «ενοχική απαίτηση». Ελλείψει δε αυτής της αναφοράς η αγωγή της είναι αόριστη και απορριπτέα, όπως στην προκείμενη περίπτωση όφειλε να κρίνει και η εκκαλουμένη.

Μετά βεβαιότητας λοιπόν θα κριθεί εξαφανιστέα η απόφαση αφού κανένα δικαίωμα νομής και κυριότητας δεν έχει η χρηματοδότρια τράπεζα και δεν αποτελεί το όχημα περιουσία της, αλλά δική μου.

Σημειώνεται εν τέλει ότι η εκκαλουμένη δεν διαλαμβάνει καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών και σύστοιχη κρίση και αποδεικτικό πόρισμα περί συστάσεως ενεχύρου επι του οχήματος κλπ δυνάμει ορισμένης σύμβασης με συγκεκριμένο περιεχόμενο κλπ και συνεπώς παρέλκει οποιαδήποτε ενασχόληση ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αγωγή είχε τέτοια βάση (που δεν είχε), πολλώ δε μάλλον που δεν υπάρχει κανείς σχετικός λόγος έφεσης από την πλευρά της αντιδίκου. Άλλωστε η διαφορά μεταξύ καθολικής νομής και οιονεί νομής δικαιώματος ενεχύρου, έγκειται μόνο στην έκταση του περιεχομένου της φυσικής εξουσίας που στην τελευταία είναι ο μερικός μόνο εξουσιασμός, οπότε τα ανωτέρω λεχθέντα για τη νομή ισχύουν και για την ανωτέρω οιονεί. Γεωργ-Σταθ. υπο 975.4

Επειδή προσάγω και επικαλούμαι και τις κάτωθι αποφάσεις: 5193/2013 του Ειρην. Αθηνών, την με αρ. 221/2016 Ειρ Κορίνθου, την με αρ. 1397/2016 ΕΙΡ ΑΘ, την με αρ.701/2016 ΕΙΡ ΑΘΗΝΩΝ, την με αρ. 2873/2016 ΕΙΡ ΘΕΣΣΑΛ, την με αρ. 979/2015 ΕΙΡ ΑΘ, την με αρ. 1591/1984 ΑΠ, την με αρ. 7463/2012 ΕΙΡ ΑΘ, την με αρ. 432/2013 ΕΙΡ ΧΑΝΙΩΝ, την με αρ. 1397/2016 ΕΙΡ ΑΘ, την με αρ. 3909/2017 ΕΙΡ ΑΘ

Επειδή αρνούμαι και αποκρούω κάθε ενάντιο ισχυρισμό, πρόταση και ένσταση της αντιδίκου και ζητώ να απορριφθούν

          Για τους ανωτέρω λόγους και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

          Αιτούμαι όσα και ανωτέρω και να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί μου καθώς και η κρινομένη αίτησή μου αναστολής και να απορριφθούν οι προτάσεις, ενστάσεις, ισχυρισμοί και παρατηρήσεις της αντιδίκου και να καταδικαστεί στη δικαστική μου δαπάνη.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

         24410-41255/6972422002

           FAX : 24410-41257

Αριθμός απόφασης

' 684/2019

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χριστίνα Δημητρακοπούλου, Ειρηνοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:        ++ του ++, κατοίκου ++, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου, ++.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «++», που εδρεύει στην ++ και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου, ++.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από ++ κλήση του (αρ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ++), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η από ++ αίτησή του (αρ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ++), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της ++, κατά την οποία ματαιώθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματά τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 389 παρ. 2, 455, 458, 460, 461, 462, 470, 532 παρ. 1, 976, 977, 1034, 1035, 1094 και 1095 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Αν στην πώληση κινητού έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα, ωσότου το τίμημα, που εν όλω ή εν μέρει πιστώνεται, αποπληρωθεί, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ότι, σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή ως οφειλέτη, εν όλω ή εν μέρει, καταβολής του τιμήματος, ο πωλητής, που καταρχήν παραμένει όχι μόνο κύριος αλλά και νομέας του κινητού, έχει δικαίωμα α) είτε να απαιτήσει το τίμημα, η είσπραξη του οποίου, σημειωτέον, θα επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, β) είτε, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση της πώλησης, να ασκήσει τα δικαιώματα του από την κυριότητα (και τη νομή) και ιδίως να ασκήσει διεκδικητική ως προς το κινητό αγωγή κατά του αγοραστή, ο οποίος είναι ο κάτοχος του κινητού και δεν μπορεί πια να αρνηθεί την απόδοση αυτού με την από το άρθρο 1095 ΑΚ ένσταση, γ) είτε να ασκήσει τα από τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση οικεία ενοχικά δικαιώματα και ιδίως!, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης, να ασκήσει κατά του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. Ολ. Α.Π. 22/1987). Περαιτέρω, σε περίπτωση πώλησης κινητού με τον προαναφερόμενο όρο της διατήρησης της κυριότητας, ο πωλητής δικαιούται να εκχωρήσει σε τρίτον, με την οικεία μεταξύ τους σύμβαση, την επί το τίμημα απαίτησή του, όπως και κάθε άλλη ενοχική απαίτησή του από τη σύμβαση της πώλησης, αφότου δε ο τρίτος (εκδοχέας) ή ο πωλητής (εκχωρητής) αναγγείλει την εκχώρηση στον αγοραστή (οφειλέτη), αποκόπτεται κάθε σχετικός με την εκχωρούμενη απαίτηση δεσμός του πωλητή και την απαίτηση αυτήν, αποκτά ο εκδοχέας, που έκτοτε, αυτός, και όχι ο πωλητής δικαιούται σε δικαστική επιδίωξη και είσπραξη αυτής. Ωστόσο, η ως ανωτέρω εκχώρηση καθεαυτή, ήτοι χωρίς συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπραγμάτου δικαίου, δεν επιφέρει μεταβίβαση από τον πωλητή στον εκδοχέα της υπό αίρεση νομής και κυριότητας επί του κινητού και των αγωγών με τις οποίες ασκούνται τα εν λόγω δικαιώματα, αφού αυτά τα δικαιώματα και αυτές οι αγωγές δεν έχουν το χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακολουθούν την τύχη της εκχωρούμενης απαίτησης, επίσης δε, καθεαυτή δεν επιφέρει μεταβίβαση του δικαιώματος της προμνημονευόμενης υπαναχώρησης από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτό το δικαίωμα έχει χαρακτήρα, όχι απαίτησης, αλλά διαπλαστικού δικαιώματος, η δε μεταβίβαση αυτού προϋποθέτει μεταβίβαση της όλης έννομης σχέσης, που δεν μπορεί να γίνει με μόνη τη σχετική συμφωνία εκχώρησης μεταξύ πωλητή (εκχωρητή) και εκδοχέα (βλ. ΑΠ 1136/2000 Δ/ΝΗ 2001/1350, ΕιρΑΘ 701/2016, ΕιρΑΘ 1397.2016, ΕιρΑΘ 3668/2016, 979/2015 ΝΟΜΟΣ, σε αντιδιαστολή με την αντίθετη άποψη της από 14-2-2014 Γνωμοδότησης του Απ. Γεωργιάδη).

Ο αϊτών, με την κρινόμενη αίτησή του, ζητεί να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αριθμ.++ οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (Τακτική Διαδικασία), η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, διότι κατ’ αυτής έχει ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα την από ++ έφεσή του που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο ++, η οποία όπως ισχυρίζεται θα ευδοκιμήσει για τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτή, ενώ η εκτέλεση της προαναφερομένης απόφασης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον, φέρεται για να δικαστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 912 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 686 επ. και 912 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να επιδικαστεί δικαστική δαπάνη σε βάρος της καθ’ ης, διότι σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του Ν. 4194/2013, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 4236/2014, σε αίτηση χορήγησης αναστολής εκτέλεσης δικαστικά έξοδα επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος και υπέρ του καθ’ ου, εφόσον βέβαια ο τελευταίος υποβάλλει, κατ’ άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ, σχετικό αίτημα. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της καθ’ ης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδικούς έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα εξής: Επί της από ++ και με αριθμό κατάθεσης ++ αγωγής της καθ’ ης κατά του αιτούντος, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ++ προσωρινά εκτελεστή απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε την καθ’ ης ως νομέα του αυτοκινήτου με αρ. κυκλοφορίας ++ μάρκας ++ και διέταξε την αφαίρεση του εν λόγω αυτοκινήτου από τον αιτούντα και την παράδοσή του στην καθ’ ης. Κατά της ως άνω απόφασης, η οποία επιδόθηκε στον αιτούντα στις 9-5-2019, όπως προκύπτει από σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, ++, επί προσκομιζόμενου από τον αιτούντα αντιγράφου της απόφασης, ο αϊτών, την 22-4-2019, είχε ήδη ασκήσει, προ πάσης επιδόσεως, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από ++ και με αρ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ++ έφεσή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της ++-2022 (βλ. με αρ. ++ έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Πρωτοδικείου Αθηνών), με την οποία ζητεί την εξαφάνιση της ανωτέρω απόφασης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πιθανολογείται η ευδοκίμηση του πρώτου λόγου της έφεσης. Ειδικότερα, με την από ++ αγωγή της κατά του αιτούντος — εναγόμενου, η καθ’ ης - ενάγουσα εκθέτει ότι κατόπιν της υπ’ αριθμ. ++ σύμβασης δανείου με παρακράτηση κυριότητας και εκχώρηση δικαιωμάτων που συνήφθη μεταξύ της ιδίας, του αιτούντος και της τρίτης πωλήτριας εταιρίας, η τελευταία πώλησε στον αιτούντα το με αρ. κυκλοφορίας ++, μάρκας ++, αυτοκίνητο, με παρακράτηση της κυριότητας από την πωλήτρια μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος, η δε καθ’ ης χορήγησε στον αιτούντα δάνειο ύψους 24.000 €, το οποίο έλαβε η πωλήτρια προς εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος και το οποίο ο αϊτών όφειλε να εξοφλήσει στη συνέχεια σε 84 ισόποσες συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις, ποσού 400,91 € εκάστη. Ότι, προς εξασφάλιση της απαίτησης της καθ’ ης από το ανωτέρω δάνειο, η πωλήτρια εταιρία εκχώρησε και μεταβίβασε προς αυτήν (την καθ’ ης) όλα τα δικαιώματα και τις αγωγές της κατά του αγοραστή από την παρακράτηση της κυριότητας, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου -βάσει της οποίας ο αγοραστής θα δύνατο να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο μέχρι την αποπληρωμή του δανείου-, καθώς και ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής τουλάχιστον δύο δόσεων για διάστημα μεγαλύτερο των 20 ημερών, η καθ’ ης θα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου, αναλαμβάνοντας με κάθε νόμιμο μέσο την κατοχή του αυτοκινήτου από τον αιτούντα. Τέλος, ότι επειδή ο τελευταίος δεν έχει καταβάλει οκτώ ληξιπρόθεσμες δόσεις, η καθ’ ης, με την από 15-3-2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία επιδόθηκε στον αιτούντα την 11-6-2013, κατήγγειλε τη σύμβαση τόσο του δανείου, όσο και του χρησιδανείου, υπαναχωρώντας ταυτόχρονα από τη σύμβαση της πώλησης, και αιτήθηκε την απόδοση του πράγματος, πλην όμως, ο αϊτών εξακολουθεί να παρακρατεί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο χωρίς νόμιμη αιτία, αντιποιούμενος τη νομή της και αποβάλλοντάς την από αυτή, ζητώντας για το λόγο αυτό μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί νομέας του αυτοκινήτου, να διαταχθεί η αφαίρεσή του από τον αιτούντα και η απόδοσή του στην καθ’ ης; Με το ως άνω περιεχόμενο, ωστόσο, η ανωτέρω αγωγή της καθ’ ης πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμη, πρωτίστως, διότι, σύμφωνα με όσα σε αυτήν αναφέρονται, το τίμημα του αυτοκινήτου εξοφλήθηκε από το δάνειο που έλαβε ο αϊτών από την καθ’ ης και, συνεπώς, με την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης της πληρωμής του τιμήματος από τον αγοραστή προς την πωλήτρια, επήλθε αυτοδίκαια η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας και συνακόλουθα της νομής του πωληθέντος πράγματος στον αιτο (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ άρθρο 532 αριθ. 47) και δεν υφίστατο νομικό έρεισμα για να μεταβιβάσει η πωλήτρια προς την τράπεζα τη νομή του πωληθέντος ή να εκχωρήσει δικαιώματα που δεν εκέκτητο εκ της πώλησης, όπως το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης από τη σύμβαση της πώλησης (ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό, όπως ισχυρίζεται η καθ’ ης, ότι πρόκειται περί μεταβίβασης της όλης έννομης σχέσης της πώλησης, όπως στην ανωτέρω νομική σκέψη και νομολογία του Αρείου Πάγου αναλύεται), ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή των αποτελεσμάτων της σύμβασης πώλησης και την εντεύθεν αναζήτηση της νομής του πράγματος (υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου - 984, 987 ΑΙν) από την καθ’ ης, η οποία και δύναται να ασκήσει κατά των αιτούντων μόνον τα ενοχικά δικαιώματά της που απορρέουν από τη σύμβαση του δανείου (ΕιρΘεσ 2873/2016 ΝΟΜΟΣ).

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον πιθανολογείται ότι η έφεση κατά της υπ’ αριθμ. ++ οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) θα γίνει δεκτή, καθώς και ότι εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία διατάσσεται η αφαίρεση του επίδικου αυτοκινήτου και η απόδοσή του στην καθ’ ης, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλομένης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης θα επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ 2 εδ. β και γ του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013), όπως το τελευταίο εδ. προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του ν. 4236/2014), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ παρόντων των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ++ οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από ++ έφεσης του αιτούντος κατ’ αυτής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 29 Ιουλίου 2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013