ΕφΛαρ 317/2019.Θανατηφόρο τροχαίο.Συνυπαιτιότητα. Προδικασία που πρέπει να τηρηθεί για την παραδεκτή άσκηση αγωγής κατά του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Αριθμός Απόφασης

317/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

Αποχελούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Μολυβδά, Εφέτη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και τη Γραμματέα του Εφετείου Αλεξάνδρα Μπουραδάμου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ++ για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

Α΄ Έφεση:

Του Εκκαλούντος: ++, κατοίκου , ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ανδρέα Βρόντου, δυνάμει της από ++ δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

Των Εφεσίβληχων: ι) ++, κάτοικου ++, η οποία δεν παραστάθηκε, 2) ++, κατοίκου ++ και 3) ++, το γένος ++, κατοίκου ++, οι οποίοι παραστάθηκαν στο δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ++, δυνάμει της από ++ δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 πρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

Β΄ Έφεση:

Των Εκκαλούντων: ι) ++, κατοίκου ++ και 2) ++, το γένος ++, κατοίκου ++, οι οποίοι παραστάθηκαν στο δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ++, δυνάμει της από ++ δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 πρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

Των Εφεσίβλητων: ι) ++, κατοίκου ++ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ανδρέα Βρόντου, δυνάμει της από ++ δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις και 2) Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία ++, που εδρεύει στην ++, νομίμως εκπροσωπούμενου, ως ειδικού εκ του νόμου διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «++», η άδεια της οποίας ανακλήθηκε με τη με αριθμ. ++ απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ++ το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του ++, δυνάμει της από ++ δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++ ασκήθηκε η από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγή της πρώτης εφεσίβλητης στην υπό στοιχ. Α’ έφεση και η από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγή των δεύτερου και τρίτης των εφεσίβλητων στην υπό στοιχ. Α’ έφεση και εκκαλούντων στην υπό στοιχ. Β΄ έφεση κατά του εκκαλούντος στην υπό στοιχ. Α΄ έφεση και εφεσίβλητων στην υπό στοιχ. Β΄ έφεση αντίστοιχα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και αποζημίωση από αυτοκινητικό δυστύχημα. Επί των ανωτέρω αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν, εξεδόθη η με αριθμ. ++ οριστική απόφαση, δυνάμει της οποίας οι ανωτέρω αγωγές έγιναν εν μέρει δεκτές ως ουσία βάσιμες, επιδικαζόμενων των αναλυτικώς αναφερόμενων ποσών για κάθε ενάγοντα. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, η από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ (υπό στοιχ. Α΄) έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ και από τους ενάγοντες της δεύτερης αγωγής η από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ (υπό στοιχ. Β΄) έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++. Για τη συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (++) δικάσιμος. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία αμφότερες οι εφέσεις εκφωνήθηκαν νομίμως με τη σειρά τους από το σχετικό πινάκιο, οι διάδικοι εμφανίσθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρονται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, η από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ (υπό στοιχ. Α΄) έφεση και η από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ (υπό στοιχ. Β’) έφεση κατά της με αριθμ. ++ οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++. Οι ανωτέρω εφέσεις κατά της προαναφερόμενης οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρα 68ι Α, 666, 667 και 670 έως 676 ΚΠολΔ), είναι συναφείς και πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση τους, διότι υπάγονται στην αυτή διαδικασία και επιπλέον διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Έχουν ασκηθεί με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου τους στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, από το χρόνο δημοσίευσης της οποίας μέχρι και την άσκησή τους δεν παρήλθε διετία (άρθρο 518 παρ. ι, 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο ι του νόμου 4335/2015), αρμοδίως δε φέρονται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3994/2011, σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 13 του νόμου αυτού) με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 524 παρ. ι ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 44 παρ. 1 του νόμου 3994/2011, με την εφαρμογή των άρθρων 668-671 και 673 ΚΠολΔ (άρθρα 591 παρ. ι, 674 παρ. 2, 68ι Α ΚΠολΔ, όπως ισχύουν). Επιπλέον, έχουν καταβληθεί τα απαιτούμενα για την άσκησή τους παράβολα (βλ. για τον εκκαλούντα της πρώτης έφεσης το με αριθμ. ++ eπαράβολο ποσού 1οο ευρώ και για τους εκκαλούντες της δεύτερης έφεσης το με αριθμ. ++ eπαράβολο ποσού 1οο ευρώ), που προ βλέπονται από τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012. 351/2010.

Εξάλλου, κατά τα άρθρα 294, 297 και 299 του ΚΠολΔ. που εφαρμόζονται και στη δίκη ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 524 παρ.1 ίδιου κώδικα), η παραίτηση από το ένδικο μέσο που έχει ήδη ασκηθεί γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με το δικόγραφο που επιδίδεται στον εφεσίβλητο και όχι με τις προτάσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, τομ. Β', άρθρο 299 αρ.2, ΑΠ 1189/99, ΕλλΔνη 41.764). Αν όμως η έφεση περιέχει περισσότερους από ένα λόγους, η παραίτηση του εκκαλούντος από έναν ή μερικούς από τους λόγους της μπορεί να γίνει νόμιμα και με τις προτάσεις, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 223 ΚΠολΔ, το οποίο επιτρέπει τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και του ενδίκου μέσου (βλ. Βαθρακοκοίλη αρ.8, Ρίκο ΕλλΔνη 24.231, ΕφΠατρ. 351/2010, ΤΝΠ. ΔΣΑ, Εφ.Αθ. 1739/2002, ΕλλΔνη 43.1480, Εφ.ΑΘ. 3041/94, ΕλλΔνη 36.675 και Εφ.Αθ. 7821/84, ΕλλΔνη 26.69). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών στην υπό στοιχ. Α΄ έφεση παραιτήθηκε με τις προτάσεις του από τους λόγους της ένδικης έφεσης του, που αφορούν την πρώτη, μη παρούσα εφεσίβλητη, ++. Επομένως, ως προς τους λόγους αυτούς, αφού υπάρχουν περισσότεροι του ενός λόγοι εφέσεως, ο εκκαλών νομότυπα παραιτήθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη και κατά συνέπεια ως προς την ανωτέρω εφεσίβλητη η έφεση του θεωρείται ως μη ασκηθείσα (άρθρο 295 παρ.ι ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και αφού συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 591 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία, που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 533 ΚΠολΔ).

Με την από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στην υπό στοιχεία Β΄ έφεση και εφεσίβλητοι στην υπό στοιχεία A’ έφεση ισχυρίσθηκαν, ότι ο πρώτος εξ αυτών, την ++, οδηγούσε ο με αριθμ. κυκλ. ++ Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, συνιδιοκτησίας του ιδίου και της δεύτερης ενάγουσας κατά 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, στο οποίο επέβαιναν η κόρη τους ++ και η φίλη της ++, το οποίο εξετράπη της πορείας του και προσέκρουσε αρχικά στην υπερυψωμένη διαχωριστική νησίδα και στη συνέχεια σε μεταλλική κολώνα φωτισμού με συνέπεια το θανάσιμο τραυματισμό της κόρης τους, τον τραυματισμό της ετέρας επιβάτιδας και την καταστροφή του αυτοκινήτου τους. Ισχυρίσθηκαν δε, ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ανωτέρω δυστυχήματος για τους αναφερόμένους σε αυτήν λόγους είναι ο πρώτος εναγόμενος, οδηγός του με αριθμ. κυκλ. ++Ι.Σ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο κατά την χρονική στιγμή του δυστυχήματος ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «++», της οποίας η άδεια στη συνέχεια ανακλήθηκε και στη θέση της υπεισήλθε το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΙΔ με την επωνυμία «++». Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ζήτησαν, όπως παραδεκτά περιόρισαν το αγωγικό αίτημα με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από καταψηφιστικά σε εν μέρει αναγνωριστικό (άρθρ. 295 παρ. ι και 297 του ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν σε αυτούς νομιμοτόκως τα αναλυτικώς αναφερόμενα ποσά για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο της κόρης τους και τον τραυματισμό του ίδιου (πρώτου ενάγοντος), για αποζημίωση εξόδων κηδείας και καταστροφής του αυτοκινήτου τους, καθώς και για ηθική βλάβη λόγω της καταστροφής αυτού. Επιπλέον, με την από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγή, η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη στην υπό στοιχεία Α' έφεση, επί τη βάση των ιδίων πραγματικών περιστατικών με αυτά που συγκροτούν την ιστορική βάση της προαναφερθείσας αγωγής, ζήτησε όπως υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν νομιμοτόκως εις ολόκληρον έκαστος τα αναλυτικώς αιτούμενα ποσά για αποζημίωση δαπανών νοσηλείας, αμοιβή νοσοκόμας, βελτιωμένης διατροφής και χρηματικής ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συνεκδικάζοντας τις ανωτέρω αγωγές αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αριθμ. ++ οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή εν μέρει αυτές ως ουσιαστικά βάσιμες. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες της από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγής αλλά και ο πρώτος εναγόμενος αυτής για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά τα ειδικοτέρως εκτιθέμενα κατωτέρω και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε για τους μεν ενάγοντες να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η ένδικη αγωγή τους, για το δε πρώτο εναγόμενο να απορριφθεί η σε βάρος του αγωγή και επικουρικούς να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή με δραστικό περιορισμό των πρωτοδίκως επιδικασθέντων κονδυλίων ενόψει των ενστάσεων συνυπαιτιότητας του οδηγού στην πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος και της θανούσας ως προς την επέλευση του θανάτου της λόγω μη χρήσης της ζώνης ασφαλείας.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω δικαστηρίου, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα της με αριθμ. ++ οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++ πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των αυτών διαδίκων που αφορούσε το επίδικο δυστύχημα (ΕφΛαρ 553/2018 και ΕφΛαρ 811/2005, ΤΝΠ. ΔΣΑ), τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα (άρθρ. 444 παρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αλλά και εκείνα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας (ΑΠ 283/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1286/2003 ΧΡ.ΙΔ 2004-245, ΑΠ 1428/2000 ΕλλΔνη 2001-678, ΑΠ 201/1997 Δ. 1997-1232, ΑΠ 1484-1996 ΕλλΔνη 1997-567), στα οποία περιλαμβάνεται και η συνταχθείσα κατ’ άρθρο 183 του ΚΠΔ από ++ έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ++ και ++, υπαλλήλων του Τμήματος ΚΤΕΟ της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών ++, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Στις ++ και περί ώρα 09:55ο ++ (αρχικά πρώτος ενάγων), οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ++ ΙΧΕ αυτοκίνητο συνιδιοκτησίας του ίδιου και της συζύγου του, ++ (δεύτερης ενάγουσας), κινούταν επί της επαρχιακής οδού ++ με κατεύθυνση προς ++. Στο ως άνω όχημα συνεπέβαιναν η θυγατέρα του οδηγού ++ και η φίλη της ++. Στον ως άνω τόπο και χρόνο η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρή, ο καιρικές συνθήκες καλές, επικρατούσε ηλιοφάνεια και η ορατότητα δεν περιοριζόταν από κάποιο φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο. Η επαρχιακή οδός ++ είναι ευθεία, διπλής κατεύθυνσης, με δυο λωρίδες ανά κατεύθυνση και με πλάτος οδοστρώματος 6,5θμ. Στο 5° χιλιόμετρο της ανωτέρω οδού υφίσταται ισόπεδος κόμβος και συγκεκριμένα η ως άνω επαρχιακή οδός τέμνεται στο ρεύμα πορείας της προς ++ κάθετα από άλλη οδό, η οποία οδηγεί στο ++ και στα ++. Την ίδια ημεροχρονολογία ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ++ Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων αστικές ευθύνες στην ασφαλιστική εταιρία "++", της οποίας η άδεια ανακλήθηκε με τη με αριθμό ++ απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων και στη θέση της οποίας υπεισήλθε το εναγόμενο ++, κινούταν επί της ανωτέρω επαρχιακής οδού ++ με κατεύθυνση προς ++. Φθάνοντας στο 5° χιλιόμετρο της προαναφερόμενης επαρχιακής οδού, ο πρώτος εναγόμενος εισήλθε στον προαναφερόμενο ισόπεδο κόμβο και άρχισε να στρίβει αριστερά ως προς την πορεία του για να μεταβεί στον προαναφερόμενο κάθετο δρόμο με κατεύθυνση προς ++ και ++. Με την ως άνω ενέργειά του, όμως, ο πρώτος εναγόμενος αιφνιδίασε τον ανωτέρω οδηγό ++, που κινούταν στο ρεύμα πορείας προς ++ και ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα του πρώτου εναγομένου, επιχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, εξετράπη της πορείας του, πλαγιολίσθησε για 37,5 μέτρα προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του και εν συνεχεία προσέκρουσε αρχικά στην υπερυψωμένη διαχωριστική νησίδα των δυο ρευμάτων της επαρχιακής οδού ++ και ακολούθως σε μεταλλική κολώνα φωτισμού υφιστάμενη σε αυτήν (διαχωριστική νησίδα) και εν τέλει ακινητοποιήθηκε στο ρεύμα πορείας προς ++, με το εμπρόσθιο τμήμα του στραμμένο προς ++. Συνεπεία της ανατροπής του αυτοκινήτου του ανωτέρω ++, ήταν να τραυματιστούν ο ίδιος και οι συνεπιβάτες ++ και η κόρη του ++, εκ των οποίων η τελευταία υπέκυψε στα τραύματά της. Το προπεριγραφόμενο ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια των οδηγών και των δυο εμπλεκομένων οχημάτων. Ειδικότερα ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του (άρθρο 12 παρ. ι του ν. 2696/1999), εισήλθε αιφνίδια στον ισόπεδο κόμβο για να ενεργήσει στροφή προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του, προκειμένου να εισέλθει στην κάθετη οδό που οδηγεί προς ++, χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσοχή για να μην προκαλέσει επί του κόμβου κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας (άρθρο 26 παρ. ι του ν. 2696/1999). Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει ως όφειλε την κίνηση των αυτοκινήτων στο ρεύμα πορείας προς ++ και χωρίς να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του προ του κόμβου, προκειμένου να παραχωρήσει προτεραιότητα σ’ αυτά, εισήλθε απότομα στον κόμβο και άρχισε να ενεργεί στροφή προς τα αριστερά, αιφνιδιάζοντας τον ανωτέρω οδηγό ++, ο οποίος κινούταν στο ρεύμα πορείας προς ++, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση επιχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά και στη συνέχεια το όχημα του εκτράπηκε προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη διαχωριστική νησίδα και στη συνέχεια στην κολώνα φωτισμού, όπως προαναφέρθηκε. Ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται, ότι ο ανωτέρω οδηγός ++, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του, γιατί στο οδόστρωμα και συγκεκριμένα στο ρεύμα πορείας του προς ++ υπάρχει μεγάλο κοίλωμα (λακκούβα), στο οποίο επέπεσε το όχημα του με αποτέλεσμα αυτός λόγω της υπερβολικής ταχύτητας να απολέσει τον έλεγχο του οχήματος του. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού η ύπαρξη τέτοιου κοιλώματος από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε. Άλλωστε, όπως αναφέρεται στη με αριθμ. πρωτ ++ βεβαίωση του Συνδέσμου ύδρευσης ++ και λοιπών Δήμων πριν το έτος 2013 δεν είχε παρουσιαστεί καμία βλάβη και δεν είχε εκσκαφτεί η οδός αυτή στο τμήμα κόμβου με κατεύθυνση από ++ προς ++. Περαιτέρω, ο οδηγός του με αριθμ. ++ Ι.Χ.Ε. ο οποίος κινούταν επί της επαρχιακής οδού ++ με κατεύθυνση προς ++ από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ασκώντας συνεχώς τον έλεγχο του οχήματος του (άρθρο 12 παρ. 1 ΚΟΚ) και είχε αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη των 6ο χιλιομέτρων την ώρα, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματος του, το οποίο εξετράπη της πορείας του, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό τα άρθρα 19 παρ. ι και 20 παρ. ι του ν. 2696/1999. Στην έκθεση αυτοψίας αναφέρεται, ότι δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης, ότι τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης έχουν μήκος 37,5 μέτρα, ότι στην κολώνα φωτισμού και σε ύψος 1,8ο μέτρα από τη βάση αυτής βρέθηκαν χρώματα και ότι βρέθηκε μαύρισμα στο κράσπεδο της διαχωριστικής νησίδας από πρόσκρουση ελαστικού. Τα ανωτέρω συνηγορούν στο γεγονός ότι ο πρώτος ενάγων είχε αναπτύξει υψηλή ταχύτητα, που ξεπερνούσε τα 1οο χιλ/ώρα. Εξάλλου, η πρόσκρουση του αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο ++ στη νησίδα και εν συνεχεία στην κολώνα φωτισμού δεν θα ήταν τόσο σφοδρή, αν αυτός οδηγούσε με μικρή ταχύτητα. Ενόψει των ανωτέρω, το προαναφερόμενο αυτοκινητικό ατύχημα, οφείλεται στη συγκλίνουσα υπαιτιότητα τόσο του οδηγού του με αριθμό κυκλ. ++ ΙΧΕ αυτοκινήτου, ++, όσο και του πρώτου εναγόμενου στις ανωτέρω αγωγές, ++, οδηγού του με αριθμό κυκλ ++ ΙΧΕ αυτοκινήτου, οι οποίοι από έλλειψη προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως μέσοι συνετοί οδηγοί, με την προαναφερόμενη οδηγική τους συμπεριφορά συντέλεσαν στην πρόκλησή του. Σταθμίζοντας την υπαιτιότητα εκάστου οδηγού, το δικαστήριο κρίνει ότι τον μεν πρώτο εναγόμενο βαρύνει ποσοστό συνυπαιτιότητας 6ο%, το δε πρώτο ενάγοντα ++ ποσοστό συνυπαιτιότητας 40%· Για αυτό το λόγο, η ένσταση συνυπαιτιότητας (άρθρο 300 ΑΚ), που οι εναγόμενοι πρότειναν επικουρικά, αρνούμενοι κατά κύριο λόγο την υπαιτιότητα του πρώτου από αυτούς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Σημειώνεται ότι ο πρώτος εναγόμενος ++, με την υπ’ αριθμ. ++ τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ++, κηρύχθηκε ένοχος της: α) ανθρωποκτονίας από αμέλεια, β) σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά συρροή και γ) παράβασης του άρθρου 43 παρ. 2 α του ν. 2696/1999 και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι εννέα (29) μηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ομοίως ως προς το ανωτέρω ζήτημα και κατένειμε τη συνυπαιτιότητα των δύο οδηγών των εμπλεκόμενων αυτοκινήτων κατά τα ανωτέρω ποσοστά, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως ο περί του αντιθέτου λόγος και των δύο εφέσεων τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Από το ανωτέρω δυστύχημα η ++ υπέστη βαριές κακώσεις κεφαλής, θώρακος και κοιλίας, συνεπεία των οποίων απεβίωσε την ίδια ημέρα (++). Οι εναγόμενοι σε αμφότερες τις ανωτέρω αγωγές ισχυρίζονται, ότι η θανούσα δεν φορούσε κατά το χρόνο του ατυχήματος ζώνη ασφαλείας με επακόλουθο τα τραύματά της να αποβούν θανατηφόρα. Όμως στην έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ρητώς, ότι ο οδηγός και οι επιβάτιδες του οχήματος φορούσαν ζώνες ασφαλείας. Επομένως, η προβαλλόμενη ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος στην επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος κατ’ άρθρο 300 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε τα ανωτέρω, δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του πρώτου εναγόμενου - εκκαλούντος, που προβάλλονται με το δεύτερο λόγο της έφεσης του, τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Η θανατωθείσα, που διένυε το ι8ο έτος της ηλικίας της, κατά το χρόνο του θανάσιμου τραυματισμού της

(γεννήθηκε στις ++) ήταν υγιής και φοιτούσε στην τρίτη τάξη του λυκείου. Διέμενε με τους ενάγοντες γονείς της, ++ και πέραν των ανωτέρω με την αδελφή της ++, στο ++. Οι ενάγοντες, ως γονείς της θανούσας, συνδέονταν με αυτήν με σχέσεις στοργής και αγάπης. Λόγω του αιφνίδιου και βίαιου θανάτου της, αυτοί δοκίμασαν βαθύτατο πόνο και θλίψη και ως εκ τούτου προς άμβλυνση της ψυχικής οδύνης, την οποία υπέστη έκαστος και προς ψυχική παρηγοριά και ηθική τους ανακούφιση, δικαιούνται ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως, κατ' άρθρο 932 ΑΚ (ΕΑ 3824/1992 ΕπΣυγκΔ 1993.91)· Για τον καθορισμό αυτής, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τα εξής προσδιοριστικά επί μέρους στοιχεία: α) την υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου, β) το βαθμό συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος ++, ως προς τον οποίο η αρχικώς ασκηθείσα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη, γ) την ηλικία της θανούσας, δ) το βαθμό της συγγένειας του πρώτου ενάγοντος με την εκλιπούσα, ε) τον βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας, της θλίψεως και του πόνου που ο ανωτέρω δοκίμασε, καθώς και τις λοιπές προσωπικές σχέσεις (ηλικία, ευαισθησία κ.λ.π.) και στ) την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών, πλην του εναγόμενου ++, η ευθύνη του οποίου είναι εγγυητική (βλ. ΑΠ 1114/2000, ΕλλΔνη 2000.1591). Βάσει αυτών το δικαστήριο κρίνει, ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως για να επιδικαστεί υπέρ του πρώτου ενάγοντος της από ++ αγωγής, είναι το ποσό των 30.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της με αριθμό έκθεσης επίδοσης ++ αγωγής, δεδομένου ότι η απόρριψη της τελευταίας ως αόριστης, δεν αναιρεί την τοκοφορία κατ’ άρθρο 345 ΑΚ. Ομοίως κρίνοντας, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επιδικάζοντας το ανωτέρω ποσό στον πρώτο ενάγοντα, πατέρα της θανούσας, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αμφοτέρων των εφέσεων σε σχέση με το ύψος του επιδικασθέντος για την ανωτέρω αιτία ποσού τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω, η αξίωση του πρώτου ενάγοντος, πατέρα της θανούσας, για επιδίκαση εξόδων κηδείας, κατασκευή τάφου και μαρμάρινου μνημείου, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθόσον αυτός δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει έγγραφη απόδειξη περί των ανωτέρω δαπανών (απόδειξη ή τιμολόγιο) από την οποία να προκύπτουν οι δαπάνες, που αναφέρει στην αγωγή του. Συνέπεια της ανωτέρω σύγκρουσης, το με αριθμ ++ Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο συνιδιοκτησίας των εναγόντων της από ++ αγωγής, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, εργοστασίου κατασκευής ++, τύπου ++, κυβισμού ++ κ.εκ., με έτος πρώτης κυκλοφορίας ++ και με καταγεγραμμένα 82.000 χιλιόμετρα κυκλοφορίας, αξίας κατά το χρόνο του δυστυχήματος 3.500 ευρώ, καταστράφηκε ολοσχερώς, καθόσον σύμφωνα με την από ++ έγγραφη

πραγματογνωμοσύνη του εκτιμητή ++, βεβαιώνεται ότι η δαπάνη επισκευής του εν λόγω οχήματος ανέρχεται στο ποσό των 5.621,10 ευρώ, γεγονός που καθιστά αυτήν ασύμφορη. Ακολούθησε, η καταστροφή του ανωτέρω αυτοκινήτου, όπως βεβαιώνεται με το με αριθμ. ++ πιστοποιητικό καταστροφής της Αφοί ++ ΕΠΕ. Συνεπώς το ανωτέρω χρηματικό ποσό (3.500 ευρώ) πρέπει να επιδικαστεί υπέρ των δύο εναγόντων της από ++ αγωγής, κατά το ποσοστό της συγκυριότητας τους και μειωμένου κατά το ποσοστό 40%,                         ενόψει της αντιστοίχου         ποσοστού συνυπαιτιότητας του οδηγού αυτού, πρώτου εν άγοντος, ήτοι πρέπει να επιδικαστεί σε καθένα από αυτούς το ποσό των 1.050 ευρώ (3.500 επί 6ο% : 2). Λόγω δε της ανωτέρω καταστροφής του αυτοκίνητου τους, οι ενάγοντες της από ++ αγωγής υπέστησαν στεναχώρια, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να τους επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό της οποίας, ενόψει της υπαιτιότητος του πρώτου εναγόμενου, του βαθμού συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος, της παλαιότητας του οχήματος και της κοινωνικοοικονομικής θέσης των εναγόντων και του πρώτου εναγόμενου, πρέπει να καθαρισθεί στο ποσό των 1οο ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και 200 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα, τα οποία πρέπει να επιδικαστούν νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγής για τον πρώτο ενάγοντα και από την επόμενη της επίδοσης της από ++ αγωγής για τη δεύτερη ενάγουσα. Ο πρώτος ενάγων συνέπεια της ένδικης σύγκρουσης τραυματίστηκε και ειδικότερα υπέστη θλάσεις και των δύο πνευμόνων και κάταγμα δεξιά ωμοπλάτης, νοσηλεύτηκε δε στο Γενικό Νοσοκομείο ++ επί επταήμερο, εξερχόμενος την ++ με σύσταση για αναρρωτική άδεια ενός μηνός, όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. ++ έγγραφο του ανωτέρω Νοσοκομείου). Από τον ανωτέρω τραυματισμό του αισθάνθηκε ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό της οποίας λαμβανόμενων υπόψη της υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου, του βαθμού της δικής του συνυπαιτιότητας, της έκτασης του τραυματισμού του, του βαθμού της ψυχικής ταλαιπωρίας και του πόνου, που συνόδευε τις σωματικές κακώσεις του, αλλά και της κοινωνικοοικονομικής θέσης αυτού και του πρώτου εναγόμενου, πρέπει να καθαρισθεί στα 1.οοο ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγής. Κρίνοντας ομοίως για όλα τα ανωτέρω ζητήματα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική με αριθμ. ++ απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς οι περί του αντιθέτου λόγοι αμφοτέρων των αντίθετων εφέσεων για τα αντίστοιχα ζητήματα πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.

Με την παρ. δ΄ του άρθρου τέταρτου του ν. 4092/2012, προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 19 του ΠΔ 237/1986 νέα παράγραφος ως εξής: «8. Αγωγή κατά του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ είναι παραδεκτή, μόνον αν ο ενάγων έχει υποβάλει προ της άσκησής της στο ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ, έγγραφη αίτηση αποζημίωσης, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην αίτηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Μετά τη λήψη της απάντησης του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ». Όπως συνάγεται από την τελευταία αυτή διάταξη, με αυτή θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης αγωγής εκ μέρους του παθόντος από αυτό κινητικά ατύχημα, εναντίον του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ, η προηγούμενη της άσκησης της αγωγής κατάθεση έγγραφης αίτησης αποζημίωσης εκ μέρους του παθόντος, η οποία θα απευθύνεται προς το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ με συνημμένα τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Επί της αίτησης αυτής του παθόντος, θεσπίζεται τρίμηνη προθεσμία, η οποία ξεκινά από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εντός της οποίας το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα επί της αίτησης αυτής. Μόνο μετά τη λήψη της απάντησης του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών μπορεί να ασκήσει παραδεκτά αγωγή εναντίον του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ. Περαιτέρω, από το παραπάνω περιεχόμενο της διάταξης της νέας παραγράφου (με αριθμό 8), που προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 19 του π.δ. 237/86, σε συνδυασμό με το άρθρο έβδομο του ν. 4092/2012, με το οποίο ορίζεται ότι η ισχύς του νόμου 4092/2012 αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή, που αφορά το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής εναντίον του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την δημοσίευση του ν. 4092/2012, ενώ για τις εκκρεμείς αγωγές που είχαν ασκηθεί πριν την δημοσίευση του ως άνω νόμου δεν απαιτείται η παραπάνω προδικασία, ούτε εξάλλου η έναρξη εφαρμογής των περιοριστικών των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων ρυθμίσεων, συνδέεται με την έναρξη εφαρμογής της διάταξης της νέας παραγράφου (με αριθμό 8), που προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 19 του π.δ. 237/86 με την παράγραφο δ' του άρθρου τέταρτου του ν. 4092/2012, όπως σαφώς συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 ε', ζ΄ του ΠΔ. 237/1986, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 από το άρθρο τέταρτο παρ. γ΄ του ν. 4092/2012), με την οποία προβλέπεται, ότι οι προηγούμενες ρυθμίσεις καταλαμβάνουν και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του ++, οι οποίες δεν έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου (ΑΠ 1047/2017, δημ. Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη με αριθμ. ++ οριστική απόφαση απέρριψε την από ++ αγωγή με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ έναντι του δεύτερου εναγόμενου ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ» ως απαράδεκτη λόγω μη τήρησης της ανωτέρω προδικασίας, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί νέα, αυτοτελή και διάφορη ως προς τα αιτήματά της αγωγή σε σχέση με τη με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγή κατά του «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ» για το ίδιο δυστύχημα, στην οποία μεταξύ των εναγόντων ήταν και ο πρώτος ενάγων της ανωτέρω αγωγής (++), δεν έσφαλε ως προ την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και συνακόλουθα ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος αμφοτέρων των εφέσεων τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.

Συνεπώς προς τα ανωτέρω, απορριπτόμενων όλων των λόγων των υπό κρίση με στοιχεία Α΄ και Β' εφέσεων, πρέπει να απορριφθούν αυτές ως ουσία αβάσιμες, να διαταχθεί η εισαγωγή των νομίμων παραβολών αυτών στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες κάθε έφεσης στα δικαστικά έξοδα των παρόντων εφεσίβλητων, λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Θεωρεί την από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ (υπό στοιχ. Α΄) έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη ως μη ασκηθείσα.

Συνεκδικάζει την από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ (υπό στοιχ. Α’) έφεση και την από ++ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ (υπό στοιχ. Β΄) έφεση κατά της με αριθμ. ++ οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου των εφέσεων (++ eπαράβολο, ποσού 1οο ευρώ και με αριθμ. ++ eπαράβολο, ποσού 1οο ευρώ) στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στις ανωτέρω εφέσεις στους εκκαλούντες, το ποσό των οποίων ορίζει για την κάθε μία από αυτές στα πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Λάρισα, στοακροατήριο του Εφετείου Λάρισας σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, την ++ απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και με παρούσα τη Γραμματέα του Εφετείου, ++

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013