Χρηματοδότηση τράπεζας για αγορά ΙΧ.εξόφληση τιμήματος με το δάνειο. Οφειλή του δανείου στην τράπεζα και μη πληρωμή.Αξίωση τράπεζας για απόδοσης νομής του οχήματος.Νομικό πλαίσιο,αβάσιμη αξίωση.Εφεση σε απόφαση υπερχρεωμένων που εξαίρεσε ΙΧ.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ...

ΕΦΕΣΗ (ν.3869/2010-ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)

.... 

ΚΑΤΑ

1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ..

2) των με αρ. ….. και ………, οριστικών αποφάσεων του Ειρηνοδικείου..., εκδοθεισών κατ` αντιμωλία κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας

Καρδίτσα …-…-…

          Εναντίον της αντιδίκου «……….», αλλά και των πιστωτών μου «………….» για λογαριασμό της και ως καθολικής διαδόχου της «……………», «……………» και «…………..», είχα ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου .., την από …………. αίτησή μου του ν.3869/2010, ζητώντας την ρύθμιση των χρεών μου κατά τα εν αυτή ειδικότερα αναφερόμενα, επικαλούμενος την έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και την μόνιμη αδυναμία πληρωμών μου. Είχε προηγηθεί απόπειρα εξωδικαστικού συμβιβασμού κατά τις τότε ισχύουσες διατάξεις, η οποία δεν ευδοκίμησε.

          Ισχυρίστηκα ειδικότερα ότι οφείλω «στην «…………………» (με βάση την από ……….. αναλυτική κατάσταση κινήσεως λογαριασμού μέχρι την ………..), το ποσό των 7.495,78€, από το με αρ.  ……………… καταναλωτικό δάνειο.». Ζητούσα δε να εξαιρεθεί το ΙΧΕ όχημά μου μάρκας ……… με αρ. κυκλ. ………., ……… κ.εκ από την ρευστοποίηση, που είχα αγοράσει καινούργιο με παρακράτηση κυριότητας το 2009 από την πωλήτρια εταιρεία «……….», με χρηματοδότηση τότε της τράπεζας «……….», που μετονομάστηκε σε «……….» και εκ νέου μετονομάστηκε σε «……….» και επιπλέον να ρυθμιστεί δικαστικά το ανωτέρω χρέος μου στα πλαίσια του ν. 3869/2010 και όπως ειδικότερα ητούμην.

          Επρόκειτο για την συνήθη στις συναλλαγές χρηματοδότηση της  τράπεζας για αγορά ΙΧΕ αυτοκινήτου, συνεπεία της οποίας αναπτύχθηκε μία τριμερής σχέση αφενός ανάμεσα στον πωλητή του οχήματος και εμού ως αγοραστή από σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας μέχρι την εξόφληση του τιμήματος και αφετέρου, ανάμεσα σε μένα και στην αντίδικο τράπεζα που με δανειοδότησε για την εξόφληση του τιμήματος στον πωλητή, αφού τα χρήματα του δανείου καταβλήθηκαν από την τράπεζα σ` αυτόν (δεν τα πήρα στα χέρια μου), εγώ δε κατέστην έκτοτε υπερήμερος ως προς την εξόφληση του δανείου (όχι του τιμήματος).

          Συζητήσεως γενομένης την ………., εξεδόθη αρχικά η ………. ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση που δέχτηκε την αίτησή μου ως προς τις λοιπές πιστώτριες και ρύθμισε τα χρέη μου (40€/μήνα), πλήν όμως απέρριψε αυτήν ως προς την αντίδικο τράπεζα. Επιπλέον όρισε νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών ως προς τις λοιπές πιστώτριες, την ……...

          Συζητήσεως γενομένης την ανωτέρω δικάσιμο, εξεδόθη η με αρ. ……….. απόφαση του Ειρην. ..., η οποία ρύθμισε τα χρέη μου ως προς τις πιστώτριες για τις οποίες η αίτησή μου είχε γίνει δεκτή, για το εναπομείναν χρονικό διάστημα της 5ετίας από την προηγηθείσα ανωτέρω απόφαση κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της.

          Η με αρ. ………… απόφαση, απέρριψε την αίτησή μου προς την πιστώτρια αντίδικο, δεχθείσα ειδικότερα επι λέξει ότι ««…Η τέταρτη μετέχουσα πιστώτρια «CREDICOM CONSUMER FINANCE ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», ισχυρίζεται ότι η απαίτησή της κατά του αιτούντος προέρχεται από σύμβαση χορήγησης δανείου για την αγορά αυτοκινήτου με τον όρο παρακράτησης από την πωλήτρια της κυριότητάς του  μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, η οποία πωλήτρια της εκχώρησε τις από την πώληση και παρακράτηση της κυριότητας αξιώσεις της για υπαναχώρηση από τη σύμβαση, δικαίωμα το οποίο έχει ήδη ασκήσει, λόγω υπερημερίας του αιτούντος. Κατόπιν αυτών, ζητεί να εξαιρεθεί της διαδικασίας της ρύθμισης το αυτοκίνητο και να μην ενταχθεί στη ρύθμιση των χρεών του αιτούντος η απαίτηση για το τίμημα...(ακολουθεί η νομική σκέψη)

           Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθ. ………… σύμβαση χορηγήσεως δανείου για την αγορά αυτοκινήτου μεταξύ της «………», η οποία μετονομάστηκε σε «……….» (τέταρτης μετεχούσης τραπέζης), της εταιρίας με την επωνυμία «………..» ως πωλήτριας και του αιτούντος ως αγοραστή, συμφωνήθηκε η πώληση στον τελευταίο ενός αυτοκινήτου, ήτοι του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ……, εργοστασίου κατασκευής ……., τύπου ………. κυβικών και η τέταρτη πιστώτρια χορήγησε στον αιτούντα δάνειο ποσού 13.060 ευρώ για την αγορά του ως άνω οχήματος, υπό τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας και νομής του από την πωλήτρια μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος από τον αιτούντα, στον οποίο παραδόθηκε η κατοχή και χρήση του. Με την ίδια αυτή σύμβαση η μετέχουσα τράπεζα χορήγησε στον αιτούντα το ως άνω δάνειο, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 84 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού 200,96 ευρώ κάθε μία, μέσω του υπ` αριθ. …………… λογαριασμού του αιτούντος που τηρήθηκε για το σκοπό αυτό. Προς εξασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αιτούντος, η πωλήτρια εκχώρησε στην τράπεζα (λόγω ενεχύρου) τις από την πώληση και παρακράτηση της κυριότητας αξιώσεις της και του συνόλου των δικαιωμάτων κατά του αιτούντος αγοραστή, όπως για υπαναχώρηση από τη σύμβαση και απόδοση της νομής του αυτοκινήτου, καθώς και τις σχετικές αγωγές (βλ. 14 όρο σύμβασης). Ακόμη συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε οφειλής, ο αιτών θα περιερχόταν σε υπερημερία και η πιστώτρια τράπεζα θα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει το δάνειο, εφόσον η καθυστέρηση ξεπερνούσε τις 60 ημέρες, οπότε θα γινόταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του χρέους (βλ. 13 όρο σύμβασης). Με την υπ' αριθ. κατ. ………… αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτούντα στις 18-1-2013, ήτοι σε ημερομηνία προγενέστερη της κατάθεσης από τον αιτούντα στο Ειρηνοδικείο ... της υπό κρίση αίτησης (βλ. την υπ' αριθ. …………. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ……… ………., που προσκομίζει μετ' επικλήσεως η τέταρτη των καθ' ων), η πιστώτρια τράπεζα επικαλουμένη καταγγελία της σύμβασης και υπαναχώρηση λόγω υπερημερίας του αιτούντος περί την καταβολή ληξιπροθέσμων δόσεων του δανείου, ζήτησε την απόδοση της κατοχής και χρήσης του αυτοκινήτου. Δικάσιμος επί της αίτησης αυτής ορίστηκε η ……, πλην όμως δεν προκύπτει αν έλαβε χώρα συζήτηση της υπόθεσης και ποιο το αποτέλεσμά της (δεν προσκομίζεται σχετική απόφαση). Κατόπιν, η μετέχουσα αυτή πιστώτρια άσκησε κατά του αιτούντος την υπ' αριθ. κατ. ………. τακτική αγωγή περί αποβολής από τη νομή και κατοχή του αυτοκινήτου, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτούντα στις ……. (βλ. την υπ' αριθ. ……….. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ……………, που προσκομίζει μετ' επικλήσεως η τέταρτη των καθ' ων), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. ……….. απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που έκρινε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπον και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Καρδίτσης. Στη συνέχεια, κατόπιν της υπ' αριθ. κατ. …………….. κλήσης της εν λόγω πιστώτριας, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτούντα στις …….. (βλ. την υπ' αριθ. ……………. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου …………., που προσκομίζει μετ' επικλήσεως η τέταρτη των καθ' ων), με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ως άνω αγωγή, ορίστηκε δικάσιμος της υπόθεσης η …….. και κατόπιν αναβολής η ……... Αναφέρεται, επιπλέον, ότι η παραπάνω πιστώτρια προέβη και στην από ………. εξώδικη δήλωση - πρόσκληση και καταγγελία σύμβασης, απευθυνόμενη κατά του νυν αιτούντος, η οποία κοινοποιήθηκε στον τελευταίο στις ……….. (βλ. την υπ' αριθ. ………. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ……………, που προσκομίζει μετ' επικλήσεως η τέταρτη των καθ' ων). Σημειώνεται ότι η υποβολή της ένδικης αίτησης ρύθμισης, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δε συνεπάγεται οπωσδήποτε και υπερημερία του αιτούντος οφειλέτη, πλην όμως αυτός είχε καταστεί υπερήμερος πριν την υποβολή της αίτησης και συνέχισε και μετά την υποβολή της να είναι υπερήμερος και δοθέντος ότι, ως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, δε διατάχτηκε και αναστολή των καταβολών των δόσεων προς την πιστώτριά του, στα πλαίσια του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 ή των άρθρων 4 παρ. 4 του Ν. 3869/2010 και 781 ΚΠολΔ., η υποβολή της αίτησης ρύθμισης δεν έθιξε τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη της κυριότητας, καθώς ο αγοραστής, εξακολουθώντας να μην καταβάλλει τις οφειλόμενες δόσεις, περιήλθε σε υπερημερία περί την καταβολή τους (επισημαίνεται ότι με την εκδοθείσα, την ………., από το παρόν Δικαστήριο προσωρινή διαταγή, δε διατάχτηκε και αναστολή των καταβολών των δόσεων προς την εν λόγω πιστώτρια). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση της κίνησης του προαναφερθέντος λογαριασμού του αιτούντος, από το Φεβρουάριο του έτους 2013 έπαψε αυτός να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου. Ήδη κατά το χρόνο κοινοποίησης προς αυτόν της τακτικής αγωγής είχε καταστεί υπερήμερος περί την καταβολή πέντε μηνιαίων δόσεων και συνεπώς, εφόσον κατά το χρόνο αυτό η καθυστέρηση των ληξιπροθέσμων δόσεων ξεπερνούσε τις 60 ημέρες, νόμιμα η τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση καθιστώντας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το υπόλοιπο ποσόν του δανείου, σύμφωνα με τον πιο πάνω 13 όρο σύμβασης. Συνέπεια της συμπεριφοράς αυτής του αιτούντος ήταν να ασκήσει η μετέχουσα πιστώτρια με τις παραπάνω νομικές ενέργειές της, το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση κατ' άρθ. 389 και 390 ΑΚ. Έτσι, με την περιέλευση στον αιτούντα της περί υπαναχώρησης δήλωσης βούλησης της τραπέζης, καταργήθηκε η όλη ενοχική σχέση και αποσβέστηκαν οι από τη σύμβαση υποχρεώσεις προς παροχή και ο αιτών αγοραστής υποχρεούται να αποδώσει το πιο πάνω αυτοκίνητο. Κατά συνέπεια, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της υπαναχώρησης, η οποία νομίμως ασκήθηκε από την πωλήτρια (τέταρτη πιστώτρια), η οποία ζήτησε την απόδοση του πράγματος κατά το άρθρο 987 ΑΚ, λόγω ματαίωσης της αίρεσης ως προς την πληρωμή του τιμήματος (532 ΑΚ). Παράλληλα η μετέχουσα πιστώτρια με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, επικαλουμένη τη γενομένη καταγγελία της σύμβασης και την υπαναχώρησή της, εμμένοντας σ' αυτήν, ζήτησε την επιστροφή του αυτοκινήτου. Εφόσον, επομένως, η πιστώτρια αυτή έχει ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, της οποίας συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, μετά την οποία αποσβέστηκαν οι από τη σύμβαση υποχρεώσεις των μερών, δεν οφείλεται το υπόλοιπο του τιμήματος και συνεπώς δεν αποτελεί παθητικό της περιουσίας του αιτούντος και δεν μπορεί να ενταχθεί ως χρέος του στη ρύθμιση. Η ασκηθείσα υπαναχώρηση επέφερε τις έννομες συνέπειές της, επειδή συνέτρεχε υπερημερία του αγοραστή και από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων και του ενδοτικού χαρακτήρα των διατάξεων της συμβατικής υπαναχώρησης, ο οφειλέτης και ο πωλητής κατάρτισαν νέα σύμβαση, ώστε να καταστήσουν ανενεργά τα αποτέλεσμα της υπαναχώρησης με την προσθήκη αναβίωσης της αρχικής σύμβασης. Ούτε, βέβαια, το αυτοκίνητο μπορεί να ενταχθεί στη ρύθμιση, αφού ο αιτών έχει απλή κατοχή και συνεπώς δεν αποτελεί περιουσιακό του στοιχείο υποκείμενο σε ρευστοποίηση. Κατά συνέπεια, λόγω των εννόμων συνεπειών που παράγει η ασκηθείσα εκ μέρους της πωλήτριας υπαναχώρηση, η τελευταία (ήτοι η τέταρτη πιστώτρια «………….», η οποία είναι η κυρία και η νομέας του παραπάνω αυτοκινήτου), δε θα ενταχθεί στη ρύθμιση για την απαίτησή της από το τίμημα της πώλησης και επομένως ως προς αυτήν η αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των οφειλών του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη ουσιαστικά….Το αυτοκίνητο αυτό, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν περιλαμβάνεται στη ρευστοποιήσιμη περιουσία του αιτούντος και δεν μπορεί να διαταχθεί η κατ` άρθρο 9 παρ. 1 Ν. 3869/10 εκποίησή του, αφού ο αιτών έχει δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος, κύριος δε και νομέας αυτού παραμένει ο πωλητής του και επομένως δεν τίθεται θέμα εκποίησης αυτού, αφού ο αιτών δεν είναι κύριος αυτού, αλλά έχει μόνο την κατοχή του.»

Τους ανωτέρω ισχυρισμούς της αντιδίκου αρνήθηκα και ζήτησα την απόρριψή τους με τις από ……….. νομίμως κατατεθείσες προτάσεις μου και, με την από …………. προσθήκη και αντίκρουσή μου προς αντίκρουση του ανωτέρω προβληθέντος με τις προτάσεις της ισχυρισμού της, ισχυρίστηκα ειδικότερα ότι  « Όσον αφορά δε τη νομική κατάσταση του οχήματος για το οποίο η ………… αξιώνει την απόδοσή του με τις διατάξεις περί νομής (αντιποίηση), προσάγω και επικαλούμαι την ……….. απόφαση ΕιρΑθ με την οποία κρίθηκε ότι, η πωλήτρια εταιρία, εξοφλήθηκε πλήρως το τίμημα (έτσι συμβαίνει σε όλες τις τριμερείς σχέσεις δανείου) και συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για υπερημερία στην εξόφληση του τιμήματος εκ της πώλησης που εξοφλήθηκε (όχι του δανείου)»

Εκκαλώ τις ανωτέρω σημειούμενες αποφάσεις δι` όσους λόγους επιφυλάσσομαι να προσθέσω στο μέλλον, αλλά και για τους κάτωθι νόμιμους και βάσιμους ήτοι:

          Διότι εσφαλμένα ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τις διατάξεις των άρθρων 383, 389 παρ. 2, 455, 458, 460, 461, 462, 470, 532 παρ. 1, 976, 977, 1034, 1035, 1094 και 1095 ΑΚ, αλλά και όσες κατωτέρω ειδικότερα θα αναφερθούν και δια τούτο ουχί ορθώς και κατά κακή εφαρμογή και εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου, απέρριψαν την αίτησή μου ως προς την αντίδικο. Επιπλέον και διότι δεν έλαβαν υπ` όψη τους και δεν εκτίμησαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν και εξετάστηκαν ενώπιόν τους, όσα δε απ` αυτά έλαβαν υπ`όψη της, δεν τα αξιολόγησαν ορθά σε συσχετισμό με όλο το αποδεικτικό υλικό που προσκομίστηκε και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και δεν έλαβαν υπ` όψη της τα τελευταία και δεν τα αξιολόγησε ως αποδεικτικά μέσα (336 ΚπολΔ). Αντίθετα, αν ερμήνευαν και εφάρμοζαν ορθά το νόμο και εκτιμούσαν σωστά όλες τις προσαχθείσες ενώπιόν τους αποδείξεις, θα έκανε δεκτή την αίτησή μου, θα δεχόταν ότι το ανωτέρω όχημα είναι ιδιοκτησίας, νομής και κατοχής μου, ότι επήλθε εξόφληση του τιμήματος, ότι δεν υπήρχε μετά την εξόφληση νομικό έρεισμα για εκχώρηση οποιαδήποτε αξίωσης από την πώληση και την παρακράτηση και δη της υπαναχώρησης, πέραν του νομικά ανεπιτρέπτου αυτής ως διαπλαστικού δικαιώματος, ότι σε κάθε περίπτωση, λόγω ανυπαρξίας υπερημερίας ως προς την καταβολή του τιμήματος, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις υπαναχώρησης και ότι συνεπώς για όλους του άνω λόγους, δεν επέφερε καμία έννομη συνέπεια η ασκηθείσα τοιαύτη και συνεπεία τούτων, το μόνο χρέος που οφείλεται είναι οι απλήρωτες δόσεις του δανείου και όχι υπόλοιπο τιμήματος και έτσι θα ρύθμιζε το εναπομείναν χρέος μου από δάνειο. Ειδικότερα:

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 389 παρ. 2, 455, 458, 460, 461, 462, 470, 532 παρ. 1, 976, 977, 1034, 1035, 1094 και 1095 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Αν στην πώληση κινητού έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου το τίμημα, που εν όλω ή εν μέρει πιστώνεται, αποπληρωθεί, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ότι, σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή ως οφειλέτη, εν όλω ή εν μέρει, του τιμήματος, ο πωλητής, που καταρχήν παραμένει όχι μόνο κύριος αλλά και νομέας του κινητού, έχει δικαίωμα α) είτε να απαιτήσει το τίμημα, η είσπραξη του οποίου, σημειωτέον, θα επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, β) είτε, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση της πωλήσεως, να ασκήσει τα δικαιώματά του από την κυριότητα και ιδίως να ασκήσει διεκδικητική ως προς το κινητό αγωγή κατά του αγοραστή, που είναι ο κάτοχος του κινητού και που δεν μπορεί πια να αρνηθεί την απόδοση αυτού με την από το άρθρο 1095 ΑΚ ένσταση, γ) είτε να ασκήσει τα από τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση οικεία ενοχικά δικαιώματα και ιδίως, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, να ασκήσει κατά του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. Ολ. ΑΠ 22/1987). Η κατά τα ανωτέρω υπαναχώρηση γίνεται με την οικεία δήλωση που αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα και που δεν υποβάλλεται σε τύπο και γι` αυτό μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις που αναμφισβήτητα δηλώνουν τον προς τούτο σκοπό, όπως είναι η από τον πωλητή επιχειρούμενη και στρεφόμενη κατά του αγοραστή δικαστική επιδίωξη της ανακτήσεως της κατοχής του κινητού.

Περαιτέρω, σε περίπτωση πωλήσεως κινητού με τον προαναφερόμενο όρο της διατηρήσεως της κυριότητας, ο πωλητής δικαιούται να εκχωρήσει σε τρίτον, με την οικεία μεταξύ τους σύμβαση, την επί το τίμημα απαίτησή του όπως και κάθε άλλη ενοχική απαίτησή του από τη σύμβαση της πωλήσεως, αφότου δε ο τρίτος (εκδοχέας) ή ο πωλητής (εκχωρητής) αναγγείλει την εκχώρηση στον αγοραστή (οφειλέτη), αποκόπτεται κάθε σχετικός με την εκχωρούμενη απαίτηση δεσμός του πωλητή και την απαίτηση αυτήν αποκτά ο εκδοχέας, που έκτοτε αυτός και όχι ο πωλητής δικαιούται σε δικαστική επιδίωξη και είσπραξη αυτής (ΕφΛαρ 502/2004 ΝΟΜΟΣ, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005,448).

 Ωστόσο η ανωτέρω εκχώρηση καθ` αυτή, ήτοι χωρίς συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπραγμάτου δικαίου, δεν επιφέρει μεταβίβαση των, υπό αίρεση νομής και κυριότητας επί του κινητού δικαιωμάτων και των αγωγών με τις οποίες ασκούνται τα εν λόγω δικαιώματα, από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτά τα δικαιώματα και αυτές οι αγωγές δεν έχουν το χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακολουθούν την τύχη της εκχωρούμενης απαιτήσεως, επίσης δε η ίδια εκχώρηση καθ`αυτή δεν επιφέρει μεταβίβαση του δικαιώματος της προμνημονευόμενης υπαναχωρήσεως από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτό το δικαίωμα έχει χαρακτήρα όχι απαιτήσεως αλλά διαπλαστικού δικαιώματος, η δε μεταβίβαση αυτού προϋποθέτει μεταβίβαση της όλης έννομης σχέσεως, που δεν μπορεί να γίνει με μόνη τη σχετική συμφωνία εκχωρήσεως μεταξύ πωλητή (εκχωρητή) και εκδοχέα και δεν αρκεί το σχήμα εκχώρησης (455ΑΚ) και αναδοχής (471ΑΚ). (ΑΠ 1136/2000 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 246/1990 ΕλλΔνη 1991,771, ΕφΛαρ 502/2004, ό.α, αλλά και κατωτέρω ΑΠ 1591/84, ΕφΑθ 11546/95).

Άλλωστε η υπαναχώρηση, που αποτελεί μονομερές διαπλαστικό δικαίωμα, που ασκείται άτυπα, προσβλέπει στην κύρια «παροχή», που οφείλεται εκ της σύμβασης πώλησης και αποτελεί την υποχρέωση του κάθε συμβαλλομένου (αρθρ. 383, 389 παρ. 2 ΑΚ). Αυτό έχει ως συνέπεια, να απαιτείται η μεταβίβαση όλης της έννομης σχέσης, στην οποία, όμως, δεν συμβάλλεται το Πιστοδοτικό ίδρυμα (ΑΠ 1136/2000, ΕλλΔνη 2001, 1350-ΠΠρΑΘ 6245/2007, ΑρχΝ 2008, 42- ΕιρΑΘ 1048/2010, ο.π.). Δεν μπορεί, δε, με βάση τους υπάρχοντες νόμους, να συμβεί, ακόμη και αν συναινέσει σε αυτό ο αγοραστής. Διότι προϋποθέτει, όχι μόνο εκχώρηση ενοχικών δικαιωμάτων εκ της πώλησης, αλλά και εμπραγμάτων δικαιωμάτων, όπως και της νομής, που δεν αποτελούν παρακολούθημα της πώλησης, δεν λαμβάνουν χώρα, αλλά και ματαιώνουν την πώληση, στην οποία δεν προβλέπεται ως λόγος μεταβίβασης του κινητού η «εξασφάλιση της απαίτησης» της τράπεζας. Ενώ, δεν προβλέπεται σε «αμφοτεροβαρή σύμβαση» ελευθέρωση του ενός μέρους από τις υποχρεώσεις του, ακόμη και αν συναινεί σε αυτό ο αντισυμβαλλόμενος, όταν εξ αυτού προκύπτουν «μη νόμιμες καταστάσεις» και «στέρηση δικαιωμάτων» του αντισυμβαλλόμενου. Η νομή του πωληθέντος πράγματος συνεπώς δεν μπορεί να αποχωριστεί και να εκχωρηθεί στην τράπεζα ούτε πριν την καταβολή του τιμήματος της πώλησης, ούτε πολύ περισσότερο μετά από αυτήν. (ΕιρΘες 2873/2016, ΕιρΑθ 1397/2016, για τις παράνομες νομικές κατασκευές των τραπεζών εις βάρος του αγοραστή, ΝΟΜΟΣ)

Εν προκειμένω ούτε η αντίδικος ισχυρίστηκε με τις από ……… προτάσεις της στο Ειρηνοδικείο (ούτε και στα ταυτάριθμα πρακτικά) προς αντίκρουση της αίτησή μου, ούτε και οι εκκαλούμενες παραδέχτηκαν (ακριβώς επειδή δεν προκύπτει από την με αρ……………. «σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου και χρηματοδότησης μέσω δανείου ή κάρτας»), σύμβαση περί μεταβιβάσεως όλης της έννομης σχέσης της πώλησης εκ μέρους της πωλήτριας προς την αντίδικο. Συνεπώς ο ισχυρισμός της ότι «με την ως άνω σύμβαση πώλησης την οποία συνυπέγραψε ανεπιφύλακτα ο αιτών, η πωλήτρια εταιρεία εκχώρησε τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρακράτηση της κυριότητας στην τράπεζά μας.», αφενός μεν δεν αρκούσε κατά νόμω να έλξει σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες του κανόνα δικαίου που επικαλούνταν (εξαίρεση ρευστοποίησης του οχήματος και μη ένταξη του χρέους εκ δανείου στη ρύθμιση), ήταν δηλ. μη νόμιμος και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν ορισμένος κατά τα στοιχεία της νομιμοποιήσεως της (ΑΠ 1002/1991 ΕλλΔνη 33,830, ΑΠ 1591/1984 ΝοΒ 33,105, ΕφΑθ 11546/1995 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑΘ 5193/13, αδημοσίευτη, προσκομιζόμενη, Βαθρακοκοίλης ΚπολΔ αρθρ.455), αφετέρου, ακόμα και εάν επικαλούνταν όλα τα ανωτέρω, και πάλι δεν υπάρχει καμία παραδοχή ότι προέκυψε-αποδείχθηκε ότι συνήφθη μία τέτοια σύμβαση περί μεταβιβάσεως όλης της έννομης σχέσης της πώλησης έτσι ώστε να νομιμοποιείται  ενεργητικά στο αίτημα για «την επιστροφή της κατοχής του ως άνω ΙΧ επιβατικού…έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση της απαίτησής μας…». Συνεπώς οι εκκαλούμενες ώφειλαν καταρχάς, να απορρίψουν τον ανωτέρω ισχυρισμό και αίτημα ως μη νόμιμα και αόριστα και σε κάθε περίπτωση να δεχτούν ότι συνεπεία του ανωτέρω λόγου, της έλλειψης δηλ. σύμβασης περί μεταβίβασης όλης της έννομης σχέσης, κανένα δικαίωμα υπαναχώρησης που ισχυρίζεται, δεν απέκτησε και η ασκηθείσα τοιαύτη, καμία έννομη συνέπεια δεν επέφερε έτσι ώστε να εξαιρεθεί το όχημά μου από την ρευστοποίηση και να μη ρυθμιστεί το χρέος μου εκ δανείου.

Σε κάθε όμως περίπτωση, ο ισχυρισμός της (σελ.2 προτάσεων) ότι «Προς εξασφάλιση αποπληρωμής του δανείου παρακρατήθηκε η κυριότητα του αυτοκινήτου από την πωλήτρια εταιρεία υπέρ ημών, και η οποία μας εκχώρησε και μεταβίβασε τις αξιώσεις και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση της πώλησης και την παρακράτηση αυτή. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τον όρο 14 της σύμβασης η πωλήτρια εταιρεία εκχώρησε και μεταβίβασε προς την τράπεζά μας το δικαίωμα αναγωγής και τις αξιώσεις της κατά του αγοραστή (παρακράτηση κυριότητας κλπ) που αναφέρονται στη σύμβαση και επίσης στον όρο 15 της σύμβασης μνημονεύθηκε ότι η κυριότητα και νομή του αυτοκινήτου θα περιέρχεται στον δανειολήπτη μόνο μετά την ολοσχερή αποπληρωμή της χρηματοδότησης προς την τράπεζα.», είναι μη νόμιμος και έπρεπε οι εκκαλούμενες, εάν ερμήνευαν και εφάρμοζαν ορθά το νόμο να τον απορρίψουν, διότι δεν εκχωρείται, αφού δεν αποτελεί ενοχική απαίτηση, το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης και συνεπώς η αντίδικος τράπεζα δεν μπορούσε κατά νόμω να καταλύσει τη σύμβαση πώλησης (βλ. adhoc ανωτέρω ΕιρΑθ 5193/13, 3909/2017, ΕιρΘεσ 2873/2016 ΝΟΜΟΣ). Διότι όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, η επικαλούμενη εκχώρηση καθ` εαυτή, χωρίς συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπραγμάτου δικαίου (τις οποίες ούτε η αντίδικος επικαλείται, ούτε οι εκκαλούμενες παραδέχονται) , δεν επιφέρει μεταβίβαση των υπό αίρεση εμπραγμάτων δικαιωμάτων της νομής και κυριότητας επί του ενδίκου  αυτοκινήτου και των αγωγών με τις οποίες ασκούνται τα εν λόγω δικαιώματα (987, 1094 ΑΚ) από την πωλήτρια εταιρεία στην εκδοχέα Τράπεζα, αφού αυτά τα δικαιώματα και οι αγωγές, όπως προεξετέθη, δεν έχουν το χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακολουθούν την τύχη της εκχωρούμενης απαιτήσεως. Περαιτέρω δε η εκχώρηση καθ` αυτή δεν επιφέρει μεταβίβαση του δικαιώματος της υπαναχωρήσεως από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτό το δικαίωμα έχει χαρακτήρα όχι απαιτήσεως αλλά διαπλαστικού δικαιώματος, η μεταβίβαση του οποίου προϋποθέτει μεταβίβαση της όλης έννομης σχέσεως, που δεν μπορεί να γίνει με μόνη τη σχετική συμφωνία εκχωρήσεως μεταξύ πωλητή (εκχωρητή) και εκδοχέα κατά τα’ ανωτέρω.

[Ακόμα δε και αν γινόταν δεκτό κατ` εκτίμηση της ιστορικής βάσης του ανωτέρω ισχυρισμού της, ότι η πωλήτρια εταιρία εκχώρησε στην αντίδικο τράπεζα τη σχετική με το πωληθέν πράγμα διεκδικητική αγωγή κατ` εμού, η εκχώρηση αυτή ήταν άκυρη διότι η διεκδικητική αγωγή δεν εκχωρείται παρά μόνο κατ` εξαίρεση, εφόσον χρησιμεύει ως μέσο για τη συμβατική μεταβίβαση κινητού που βρίσκεται στη νομή κάποιου μη συμβαλλόμενου τρίτου και η εκχωρούμενη αγωγή στρέφεται κατά του εν λόγω τρίτου, που εν προκειμένω δεν επικαλείται η αντίδικος, δεν προκύπτει από πουθενά και δεν υπάρχουν τέτοιες παραδοχές (ΑΠ 1136/2000)]

Σε κάθε περίπτωση όμως έπρεπε οι ισχυρισμοί της, να απορριφθούν ως μη νόμιμοι ακριβώς διότι, όπως ειπώθηκε, στην σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας, η εξόφληση του τιμήματος επιφέρει κατά νόμω την μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή (ΑΠ 1136/2000 ό.α).

Έτσι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι μπορούσε να εκχωρηθεί-μεταβιβαστεί στην αντίδικο το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης από την πώληση, πάντως, σύμφωνα και με όσα η ίδια ομολογεί στις προτάσεις της (σελ. 2 και 4, όπου ισχυρίζεται ρητά υπερημερία μου στην πληρωμή των δόσεων του δανείου και όχι του τιμήματος), το τίμημα του αυτοκινήτου εξοφλήθηκε ολοσχερώς, δηλ. με την πληρωμή του ποσού του δανείου απ` ευθείας από την τράπεζα στον πωλητή εις εξόφληση του τιμήματος. 

Προκύπτει δε αυτό και από την προσαχθείσα με επίκληση και από την αντίδικο με τις ανωτέρω πρωτόδικες προτάσεις της από ………… «σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου και χρηματοδότησης μέσω δανείου ή κάρτας», δηλ. ότι κατέβαλα προκαταβολή 3.283€ (εκτιμήθηκε στο ποσό αυτό παλαιότερο όχημά μου που κρατήθηκε από τον πωλητή) και τα υπόλοιπα 13.060€ της Χρηματοδότησης, δηλ. του δανείου καταβλήθηκαν από την τράπεζα στον πωλητή απ` ευθείας και έτσι το τίμημα εξοφλήθηκε ολοσχερώς. (βλ. ρητά Α1 και 2 όρους σε συνδυασμό με τον ενσωματωμένο πίνακα-προσάρτημα: «Το τίμημα της αγοραπωλησίας καλύπτεται ολικά ή μερικά από τον οφειλέτη από τον προϊόν της χρηματοδότησης της τράπεζας…ο Οφειλέτης εξουσιοδοτεί ανέκκλητα την τράπεζα να καταβάλει απευθείας στον Πωλητή το κεφάλαιο της Χρηματοδότησης…»)

Αλλά και η με αρ. ……….. ανωτέρω εκκαλουμένη, παραδέχεται ότι η αντίδικος «χορήγησε στον αιτούντα δάνειο ποσού 13.060€ για την αγορά του άνω οχήματος…Με την ίδια σύμβαση…συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 84 ισόποσες μηνιαίες δόσεις…συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε οφειλής ο αιτών θα περιέρχονταν σε υπερημερία και πιστώτρια τράπεζα θα είχε δικαίωμα να καταγγείλει το δάνειο…η τράπεζα επικαλούμενη καταγγελία της σύμβασης και υπαναχώρηση λόγω υπερημερίας του αιτούντος περί την καταβολή των ληξιπρόθεσμων δόσεων του δανείου (σ.σ όχι του τιμήματος) ζήτησε την απόδοση της κατοχής και χρήσης του αυτοκινήτου…Όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση κίνησης του λογαριασμού…έπαψε αυτός να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου (σ.σ όχι του τιμήματος) …είχε καταστεί υπερήμερος περί την καταβολή πέντε μηνιαίων δόσεων…Συνέπεια της συμπεριφοράς αυτής…ηταν να ασκήσει η πιστώτρια…το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση κατ` άρθρ. 389 και 390 ΑΚ.»!!!

 Συνεπώς προκύπτει ότι με την ταυτόχρονη της σύμβασης πωλήσεως, εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης εμού ως αγοραστή, δηλ. της ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ του τιμήματος προς την πωλήτρια μέσω του ανωτέρω δανείου, επήλθε αυτοδίκαια η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας και συνακόλουθα της νομής του πωληθέντος πράγματος σε μένα (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ άρθρο 532 αριθ. 47) και, πλέον, ουδεμία απαίτηση εναντίον μου υφίστατο στο πρόσωπο της πωλήτριας, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο εκχωρήσεως προς την αντίδικο, όπως το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση της πώλησης, η άσκηση του οποίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή των αποτελεσμάτων της σύμβασης πώλησης και την εντεύθεν αναζήτηση της νομής του πράγματος υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου (984, 987 ΑΚ) από την αντίδικο τράπεζα.

 Δηλ., με την ομολογημένη και παραδεχθείσα εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης μου ως αγοραστή της πληρωμής του τιμήματος προς την πωλήτρια, δεν υφίστατο σε κάθε περίπτωση, νομικό έρεισμα για να μεταβιβάσει η πωλήτρια προς την τράπεζα τη νομή του πωληθέντος ή να εκχωρήσει δικαιώματα που δεν εκέκτητο εκ της πωλήσεως, όπως το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση της πώλησης. (ΕιρΑθ 2873/16,1397/16, ό.α)

  Συνεπώς σε κάθε περίπτωση οι εκκαλούμενες ώφειλαν να απορρίψουν τους ανωτέρω ισχυρισμούς της αντιδίκου και να δεχτούν ότι είναι άκυρη και ως μη έχουσα έννομα αποτελέσματα η ασκηθείσα «υπαναχώρηση» καθόσον, αν μη τι άλλο, δεν υπήρξε ποτέ υπερημερία μου στην εξόφληση του τιμήματος, αφού αυτό εξοφλήθηκε άμεσα με την ίδια σύμβαση στην πωλήτρια.

Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω ώφειλαν να δεχτούν οι εκκαλούμενες   ότι η αντίδικος τράπεζα δεν μπορεί κατά νόμω να κέκτηται αξιώσεις από την νομή ή/και την κυριότητα του οχήματος, συνεπεία των οποίων να αξιώνει νόμιμα «την επιστροφή της κατοχής» (ούτε καν της νομής!!) του οχήματος και την εξαίρεσή του από την «ρευστοποίηση» διότι δήθεν «τα δικαιώματα αυτά μας εκχωρήθηκαν από την πωλήτρια εταιρεία». Με το δάνειο, εξοφλήθηκε το τίμημα στον πωλητή. Δεν υπήρξε λοιπόν υπερημερία στην καταβολή του τιμήματος (ούτε και για ένα νομικό δευτερόλεπτο) και άρα δεν υπήρχε ποτέ περιθώριο-δυνατότητα να γεννηθεί από το νόμο και γι` αυτό δεν γεννήθηκε ποτέ το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης επειδή δεν εξοφλήθηκε το τίμημα (όπως και οποιαδήποτε άλλη αξίωση «από την παρακράτηση της κυριότητας» συνεπεία μη καταβολής του τιμήματος), έτσι ώστε να μπορεί να το μεταβιβάσει εν συνεχεία   στην τράπεζα.

Όμως η εφαρμογή της ΑΚ 532 που επικαλείται η αντίδικος και δέχονται και οι προσβαλλόμενες, εκτός των άλλων, δηλ. την πώληση και την επιφύλαξη της κυριότητας του πωλητή, «προϋποθέτει…πίστωση του τιμήματος…Η σωρευτική συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών αποτελεί το πραγματικό του οικείου κανόνα δικαίου» (Γεωργ-Σταθ. υπο 532. 4).

Εδώ, πίστωση του τιμήματος δεν υπήρξε, ούτε με βάση τις παραδοχές των προσβαλλομένων, ούτε με βάση τους ισχυρισμούς της αντιδίκου, αφού αυτό εξοφλήθηκε πλήρως και έτσι η αίρεση αποπληρωμής του, πληρώθηκε ταυτόχρονα με την ίδια την πώληση. Συνεπώς δεν ετίθετο ούτε και ζήτημα υπαναχώρησης και δια τούτο αναδρομικής κατάλυσης της σύμβασης πώλησης (και όχι κάποιας άλλης) και αναζήτησης/εξαίρεσης του οχήματος. Η κατοχή μου στον ίδιο νομικό χρόνο, μετατράπηκε σε νομή και κυριότητα, ενώ ο πωλητής έπαψε να είναι κύριος και νομέας (Γεωργ-Σταθ. ό.α, αρ. 73).

  «Το γεγονός που είχε εξαρτηθεί από την εκπλήρωση της αίρεσης, δηλ. η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας, επέρχεται αυτοδίκαια. Η εξόφληση του τιμήματος, δεν είναι «αίρεση θελήσεως» (δικαίωμα προαιρέσεως) γιατί δεν έχει χαρακτήρα διαπλαστικής δικαιοπραξίας. Ακόμη λιγότερο, δεν είναι αποδοχή της προτάσεως του πωλητή είτε για την κατάρτιση της πώλησης, είτε για την κατάρτιση της εμπράγματης μεταβίβασης της κυριότητας» (Γεωργ-Σταθ. ό.α, αρ. 47).

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω ομολογημένα περιστατικά εξόφλησης του τιμήματος και τις κατά νόμω συνέπειες τους, και οι όροι της σύμβασης με αρ. 14 με τον οποίο ορίστηκε ότι «Προς εξασφάλιση της αποπληρωμής της Χρηματοδότησης από τον οφειλέτη, …συμφωνείται η παρακράτηση της κυριότητας ... Η παρακράτηση κυριότητας πραγματοποιείται μεν από τον Πωλητή αλλά υπέρ της Τράπεζας προς την οποία ο Πωλητής εκχωρεί και μεταβιβάζει τις αξιώσεις και όλα ανεξαιρέτως τα δικαιώματα (διαπλαστικά ή μη) που απορρέουν από αυτή, όπως ενδεικτικά, τη νομή του Αυτοκινήτου με έκταξη..», με αρ. 15 με τον οποίο ορίστηκε ότι « Η κυριότητα και νομή του Αυτοκινήτου θα περιέχεται στον Οφειλέτη μόνο μετά την ολοσχερή αποπληρωμή της Χρηματοδότησης προς την Τράπεζα. Μέχρι τότε ο Οφειλέτης θα διατηρεί την απλή κατοχή και χρήση του Αυτοκινήτου,… Με την ολοσχερή εξόφληση της χρηματοδότησης, η Τράπεζα υποχρεούται να υπογράψει απόδειξη για την εξόφληση του…» και με αρ. 16 με τον οποίο ορίστηκε ότι « Σε περίπτωση καταγγελίας της Χρηματοδότησης, η Τράπεζα, παράλληλα με την αξίωσή της για την πληρωμή του συνόλου της Οφειλής σύμφωνα με το άρθρο 13 της παρούσας, θα δύναται, σε ενάσκηση των δικαιωμάτων της από το παρόν κεφάλαιο Γ, να προβαίνει στη λύση της σύμβασης πώλησης του Αυτοκινήτου ασκώντας ειδικότερα το σχετικό διαπλαστικό δικαίωμα υπαναχώρησης του Πωλητή (που της εκχωρείται από τον Πωλητή με την παρούσα) και να αναλαμβάνει την κατοχή του Αυτοκινήτου από τον Οφειλέτη με κάθε νόμιμο μέσο.... η Τράπεζα θα δικαιούται να λάβει κάθε ένδικο μέσο για την απαγόρευση μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης του Αυτοκινήτου, ανεξάρτητα από την καταγγελία ή μη της χρηματοδότησης.», τους οποίους παραδέχεται η εκκαλουμένη, όπως και οι ανωτέρω ισχυρισμοί της αντιδίκου επι τη βάσει αυτών, δηλ. περί δικαιωμάτων της δήθεν ως κυρίας και νομέως του οχήματος «όπως τα δικαιώματα αυτά μας εκχωρήθηκαν από την πωλήτρια» κατά εμού, είναι μη νόμιμοι και δεν παράγουν τις έννομες συνέπειες που η μεν ισχυρίστηκε και οι δε παραδέχθηκαν και απέρριψαν την αίτησή μου.

Διότι, με την εξόφληση του τιμήματος και την αυτοδίκαιη μεταβίβαση της κυριότητας σε μένα, δεν μπορεί να εξηγηθεί (εξ` άλλου ούτε η αντίδικος το εξηγεί, ούτε οι εκκαλούμενες παραδέχονται) με ποιόν νόμιμο τρόπο αποχωρίστηκε νόμιμα η κυριότητα (που η αντίδικος δεν ισχυρίζεται ότι της ανήκε ποτέ και ούτε και οι εκκαλούμενες το παραδέχονται) από τη νομή του πράγματος (για την οποία όμως ζητά προστασία και την πέτυχε για το λόγο αυτό), καθόσον νομέας πράγματος είναι ο κύριος αυτού που μπορεί να την μεταβιβάσει, εφόσον διατηρεί την κυριότητα και νομή, διότι αν δεν την διατηρεί δεν μπορεί και να την μεταβιβάσει, αφού μεταβίβαση νομής κινητού από μη νομέα δεν προβλέπεται από το νόμο, όπως για την μεταβίβαση κυριότητας από μη κύριο όταν ο αποκτών είναι καλής πίστης. (ΕιρΑΘ 1397/2016, ΝΟΜΟΣ).

Δηλ. ούτε η αντίδικος ισχυρίζεται, ούτε υπάρχει και σχετική παραδοχή πραγματικών περιστατικών, πώς η νομή του πωληθέντος αποχωρίστηκε νόμιμα από την πωλήτρια εταιρία και «εκχωρήθηκε» στην αντίδικο με βάση τους ανωτέρω όρους και από ποίον και με ποιόν νόμιμο τρόπο μπορούσε να γίνει αυτό είτε πρίν την εξόφληση, είτε πολύ περισσότερο μετά την εξόφληση του τιμήματος στον πωλητή, αφού με την εξόφληση περιήλθε αυτοδίκαια την κυριότητα σε μένα. Και ούτε μπορούμε να μιλάμε σοβαρά περί νομίμου έκταξης της νομής (ΑΚ 977) μεταξύ πωλήτριας και χρηματοδότριας τράπεζας σύμφωνα με τον όρο 14 της σύμβασης (που όμως ούτε η αντίδικος ισχυρίστηκε, ούτε υπάρχει σχετική παραδοχή στις αιτιολογίες των προσβαλλόμενων), αφού προϋπόθεση αυτής είναι ο μεταβιβάζων τη νομή, δηλ. η πωλήτρια εταιρεία, να ήταν πράγματι ο νομέας του πράγματος. Αυτό όμως, με βάση όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν και ισχύουν κατά νόμω, προϋπέθετε αυτονόητα ότι το τίμημα δεν είχε εξοφληθεί στην πωλήτρια-νομέα, αφού σε διαφορετική περίπτωση επέρχεται αυτοδίκαιη οριστική μεταβίβαση της κυριότητας (την κατοχή την είχα) σε μένα. Συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί με τις ανωτέρω παραδοχές, ούτε και πώς η τράπεζα, η οποία δεν ήταν ποτέ η κυρία του πράγματος (δεν το ισχυρίζεται στην αγωγή και ούτε το παραδέχεται η εκκαλουμένη, ούτε προκύπτει από κάποιον όρο της σύμβασης), ωστόσο, ήταν η νομέας αυτού τάχα και πώς μετά ταύτα μπορούσε να προβεί σε νόμιμη υπαναχώρηση. Συνεπώς ώφειλαν οι προσβαλλόμενες σε κάθε περίπτωση να απορρίψουν τον ισχυρισμό και αίτημα της αντιδίκου ως μη νόμιμα και σε κάθε περίπτωση αβάσιμα και αναπόδεικτα και να δεχθούν την αίτησή μου και ως προς αυτήν.

Προκύπτει δηλ. ότι τόσο η αντίδικος, όσο και οι προσβαλλόμενες επικαλείται και παραδέχονται αντίστοιχα, το εξής παράλογο νομικό μόρφωμα που δεν προβλέπεται από το νόμο: παρά την εξόφληση του τιμήματος, θα λογίζεται ότι αυτό δεν εξοφλήθηκε στον πωλητή και στη θέση του θα υπεισέρχεται το απλήρωτο δάνειο και άρα ο πωλητής θα λογίζεται ότι εξακολουθεί να έχει τα δικαιώματα από την παρακράτηση, δηλ. κυρίως της υπαναχώρησης και άρα θα μπορεί να τα μεταβιβάσει. Διαφορετικά, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό πώς μπορεί να μεταβιβάζει κάτι που δεν έχει.

«Συνέπεια» του ανωτέρω «λογισμού» θα είναι ότι αν δεν πληρωθεί το δάνειο στην τράπεζα (που εδώ λαμβάνει τη θέση του απλήρωτου τιμήματος), αυτή, θα ασκεί υπαναχώρηση στη σύμβαση πώλησης, θα διαλύει αναδρομικά τη σύμβαση πώλησης και θα ζητά το όχημα πίσω ως νομέας αυτού, παρά το ότι δεν είναι τέτοιος σε καμία περίπτωση, ενώ η αξίωσή της από το ανεξόφλητο ποσό δανείου, θα παραμένει ακέραια και ας έγινε η επιλογή του διαζευκτικού δικαιώματος (532ΑΚ).!! (βλ. ανωτέρω όρο 16 της σύμβασης ότι «η Τράπεζα, παράλληλα με την αξίωσή της για την πληρωμή της οφειλής εκ δανείου, θα δύναται, σε ενάσκηση των δικαιωμάτων της από το παρόν κεφάλαιο Γ, να προβαίνει στη λύση της σύμβασης πώλησης του Αυτοκινήτου ασκώντας ειδικότερα το σχετικό διαπλαστικό δικαίωμα υπαναχώρησης του Πωλητή (που της εκχωρείται από τον Πωλητή με την παρούσα) και να αναλαμβάνει την κατοχή του Αυτοκινήτου από τον Οφειλέτη»!!!

Σε κάθε όμως περίπτωση οι προσβαλλόμενες ώφειλαν να κάνουν δεκτή την αίτησή μου και να απορρίψουν τον ανωτέρω ισχυρισμό της αντιδίκου αυτεπάγγελτα ως μη νόμιμο, άλλως αόριστο, άλλως ως αβάσιμο στην ουσία και για τον εξής λόγο, ήτοι:

Κατά το άρθρο 1 παρ.1 στοιχ. α`και παρ.3 του ν. 722/1977 «1. Από της ισχύος του παρόντος, ως τίτλος κυριότητος των άνευ αριθμού κυκλοφορίας επιβατηγών αυτοκινήτων ... θεωρείται α) δια τα εκ του εξωτερικού εισαγόμενα το υπό του τελωνείου εκδιδόμενον πιστοποιητικόν... 3. Η μεταβίβασις της κυριότητος των κατά την παρ. 1 αναφερομένων κατηγοριών αυτοκινήτων οχημάτων ενεργείται δι`απλής πράξεως των μερών, αναγραφομένης μερίμνη και ευθύνη τούτων επί των κατά την αυτήν διάταξιν πιστοποιητικών ...». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 8 ν. 1473/84, «η κατά τας κειμένας διατάξεις χορηγούμενη άδεια κυκλοφορίας δια τα κατά το προηγούμενον άρθρον αυτοκίνητα ... αποτελεί τίτλον κυριότητας», κατά δε την παράγραφο 2 «οι μεταβιβάσεις της κυριότητας, από επαχθή αιτία, των αυτοκινήτων οχημάτων του παρόντος άρθρου συντελείται με έγγραφη συμφωνία των μερών, η οποία καταχωρείται με ευθύνη τους, στην οικεία θέση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος, που προβλέπεται από την παράγραφο 1. Ο αρμόδιος υπάλληλος της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ενώπιον του οποίου γίνεται η πράξη της μεταβίβασης, κρατεί την άδεια κυκλοφορίας του οχήματος που μεταβιβάστηκε και αμέσως, μέσω του μηχανογραφικού συστήματος ON LINE, εκδίδει νέα άδεια κυκλοφορίας στο όνομα του αγοραστή, ανεξάρτητα από τη διεύθυνση κατοικίας του, η οποία και παραδίδεται στο νέο αγοραστή».

Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτές έγγραφος τύπος για την απόκτηση και τη μεταβίβαση της κυριότητας επί αυτ/του είναι συστατικός για την εμπράγματη δικαιοπραξία της μεταβίβασης της κυριότητας (ΑΠ 1316/2010, ΠΠρΑθ 140/2010, ΕφΠατρ 670/2003, ΝΟΜΟΣ-ΠΠρΑθ 6425/2007 ΑρχΝ 2008, 42, ΕιρΑθ 701/2016 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εκείνος που υποστηρίζει, ότι του μεταβιβάστηκε η κυριότητα αυτ/του και συνεπώς έχει και τη νομή αυτού (βλ. ανωτέρω ζήτημα αδικαιολογήτου αποχωρήσεως της νομής από την κυριότητα για το οποίο δεν απαντά η αντίδικος), πρέπει να αναφέρει ότι αυτό αναγράφηκε στην άδεια κυκλοφορίας του αυτ/του, αφού διαφορετικά δεν θεωρείται ότι υπάρχει μεταβίβαση της κυριότητας αυτού, αλλά απλή «ενοχική απαίτηση». Όμως ούτε η αντίδικος ισχυρίζεται, ούτε οι προσβαλλόμενες παραδέχονται, ούτε και από την άδεια κυκλοφορίας του οχήματος (αντίγραφο της οποίας προσκόμισε νόμιμα με επίκληση και η αντίδικος με το με αρ. 9 σχετικό των από 7……… κατατεθεισών προτάσεών της), προκύπτει ότι υφίσταται αναγραφή ότι η ίδια είναι κυρία του οχήματος λόγω παρακράτησης της κυριότητας. Συνεπώς μη νομίμως επικαλέστηκε και παραδέχτηκαν την ύπαρξη δικαιωμάτων της εκ της κυριότητας και νομής του οχήματος και σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει εκ της αδείας κυκλοφορίας η σύσταση τέτοιων δικαιωμάτων της αντιδίκου και συνεπώς ώφειλαν να κάνουν δεκτή την αίτησή μου και να απορρίψουν τον ισχυρισμό της αντιδίκου.   

Όπως προκύπτει από τους ανωτέρω ισχυρισμούς της, η αντίδικος επικαλείται εκχώρηση από την πωλήτρια των, από την πώληση και την παρακράτηση της κυριότητας, αξιώσεων για υπαναχώρηση από τη σύμβαση κλπ. Δεν επικαλείται καμία εκχώρηση τέτοιων δικαιωμάτων «λόγω ενεχύρου προς εξασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αιτούντος», όπως εντελώς αυθαίρετα παραδέχεται η προσβαλλόμενη ………… (5ο φύλλο) κατ` εσφαλμένη εκτίμηση του ισχυρισμού της. Τέτοια «πράγματα» (559.8 ΚΠολΔ), δεν προτάθηκαν και ούτε προκύπτουν από την σύμβαση (βλ. και ανωτέρω όρους 14-16 της σύμβασης). Δεν ζητά δηλ. να προστατευθεί η νομή δικαιώματος ενεχύρου (οιονεί νομή) λόγω σύστασης ενεχύρου (ειδικό εμπορικό) επί του πράγματος υπέρ της απο την πωλήτρια.   

 Σε κάθε όμως περίπτωση α) επειδή η σύσταση ενεχύρου ως εκποιητική δικαιοπραξία προϋποθέτει την ύπαρξη κυριότητας του ενεχυραστή (Α. Γεωργιάδης Εμπρ.Δίκαιο, 2η εκδ.2010, σελ. 1117, ΕφΑΘ 6177/1998, ΑρχΝ 2000.94), δεν υπήρχε η νομική δυνατότητα (άρθρ. 1211ΑΚ) να συστήσει η πωλήτρια ως τρίτη κυρία του πράγματος ενέχυρο επί του πωληθέντος πράγματος υπέρ της τράπεζας, αφού λόγω εξόφλησης του τιμήματος επήλθε αυτοδίκαια η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας σε μένα (ΕιρΑΘ 5193/13) και β) όπως ειπώθηκε, δεν επικαλείται, ούτε και προκύπτει ότι μεταβιβάστηκαν με την εκχώρηση και με την συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπράγματου δικαίου τα υπό αίρεση δικαιώματα νομής και κυριότητας επι του κινητού και οι αγωγές με τις οποίες ασκούνται αυτά αλλά και ότι επιπλέον χορηγήθηκε σ` αυτήν το διαπλαστικό δικαίωμα υπαναχώρησης έτσι ώστε με την άσκησή της να επέλθουν οι εκκαθαριστικές συνέπειες αυτής που είναι μεταξύ των άλλων, και η άσκηση των δικαιωμάτων για απόδοση/εξαίρεση του πράγματος (ΕιρΑθ 7463/12). Και στην εκχώρηση κατόπιν ενεχυριάσεως απαιτήσεως, ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με τη συμβατική εκχώρηση στο πλαίσιο της πωλήσεως κινητού με τον προαναφερόμενο όρο της διατηρήσεως της κυριότητας (ΑΠ 1136/00), τα οποία πάντως ούτε η μεν ισχυρίζεται, ούτε οι δε παραδέχονται.

 Συνεπώς σε κάθε περίπτωση οι προσβαλλόμενες ώφειλαν, εάν ερμήνευαν και εφάρμοζαν ορθά το νόμο και εκτιμούσαν ορθά τα αποδεικτικά μέσα, να απορρίψουν τους ισχυρισμούς της αντιδίκου και να κάνουν δεκτή την αίτησή μου και ως προς αυτή, να εξαιρέσουν το όχημά μου, δεχόμενες ότι είμαι κύριος, νομέας και κάτοχος αυτού και να ρυθμίσουν το χρέος μου απέναντι στην αντίδικο. 

Επειδή έχω αυτονόητο έννομο συμφέρον να ασκήσω την παρούσα έφεση αναφορικά με την αντίδικο, αφού βλάπτομαι ουσιαστικά όσον αφορά τα δικαιώματά μου νομής και κυριότητας του πράγματος, αλλά και στα περιουσιακά μου, ήτοι της ρύθμισης του χρέους μου εκ δανείου με βάση τις διατάξεις του ν. 3869/2010, αφού με τις προσβαλλόμενες, η αντίδικος απέκτησε έννομα πλεονεκτήματα εις βάρος μου και εις βάρος των ανωτέρω δικαιωμάτων μου.

Ορθώς δε και νόμιμα κατά την εκούσια δικαιοδοσία και δη κατά την διαδικασία εκδίκασης της αίτησης του νόμου 3869/2010 και τις διατάξεις των άρθρων 748,761 και 762 ΚπολΔ το παρόν ένδικο μέσο δεν στρέφεται καθ` όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη (αφού ως προς αυτούς δεν υπάρχει έννομο συμφέρον μου διότι δεν απέκτησαν με τις προσβαλλόμενες έννομα συμφέροντα εις βάρος μου), αλλά μόνο κατά της αντιδίκου για τον ανωτέρω λόγο με βάση το διατακτικό των προσβαλλόμενων, του Δικαστηρίου σας δικαιουμένου (ή κατ` άλλη άποψη υποχρεουμένου) στην κλήτευση του διαδίκου, εφόσον φυσικά έχει έννομο συμφέρον και είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλομένες αποφάσεις, κατά του οποίου δεν απευθύνεται το ένδικο μέσο (ΟλΑΠ 6/1999 ΕλλΔνη 1999. 274, ΑΠ 589/2001 ΕλλΔνη 2002. 422, ΑΠ 491/1999 ΕλλΔνη 1999.1035 και 1078, ΕφΑΘ 2784/2011 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑΘ 6399/2006 ΕλλΔνη 2008. 551, ΕφΑΘ 8561/2004 ΕλλΔνη 2005. 870, ΜΠρΑθ 722/2017, ΜΠΡΧαν 230/2017, ΜονΠρωτΘεσ 7072/2016,  ΝΟΜΟΣ)

 Επειδή το δικαστήριό σας είναι αρμόδιο καθ` ύλην και τόπο η δε έφεσή μου νόμιμη, βάσιμη και παραδεκτή

Δια ταύτα και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να γίνει δεκτή η έφεσή μου. Να εξαφανιστούν οι εκκαλούμενες, επι τω τέλει όπως γίνει δεκτή καθ` ολοκληρίαν η από  ……… με αρ. κατ. …….. αίτησή μου κατά της αντιδίκου, να ενταχθεί στην ρύθμιση η αντίδικος για την ανωτέρω απαίτησή της εκ του ανωτέρω δανείου και να ρυθμιστεί η οφειλή μου ως προς αυτήν και, αναγνωριζομένης της κυριότητας, νομής και κατοχής μου επί του άνω οχήματος, να υπαχθεί το όχημά μου στην διαδικασία ρύθμισης και να εξαιρεθεί από την ρευστοποίηση, όπως αιτούμαι με την ανωτέρω αίτησή μου, να καταδικαστεί στην δικαστική μου δαπάνη και των δυό βαθμών δικαιοδοσίας και να μου επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο.

                    Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                               Βρόντος Ανδρέας

                  Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013