Αναίρεση ποινικής απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διάταξης.Εκ πλαγίου παράβαση. Έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα και την απόρριψη των ισχυρισμών του κατηγορούμενου. Ακυρότητα. Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. 6.1 ΕΣΔΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ +++++

ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός………………………

                                  ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

Στην  ++++ και στο κατάστημα του Πρωτοδικείου ++++++++ (γραφείο Ποινικού Τμήματος), σήμερα την                                  , ημέρα

               και ώρα   ενώπιον τ   γραμματέως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ++++++++ που εξέδωσε την απόφαση

                                       εμφανίσθηκε ο +++++++++ του +++++++, που γεννήθηκε στην +++++++ την +++++ κάτοικος +++++, (οδός +++++++++), κάτοχος του με αριθμό Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας Α.Δ.Τ. ++++++ που εξεδόθη την +++++ από το +++++++, επαγγέλματος ελεύθερος επαγγελματίας, με ΑΦΜ ++++ Δ.Ο.Υ. ++++ και ΔΗΛΩΣΕ ότι ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό ++++ καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου +++++ (δικάσαντος ως Εφετείου), δικάσιμου +++++, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο με αύξοντα αριθμό ++ την +++++, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ++ μηνών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και στα δικαστικά έξοδα και ζήτησε την ακύρωση και εξαφάνιση της ανωτέρω απόφασης και την απαλλαγή του από κάθε κατηγορία και ποινή, για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους και για όσους επιφυλάσσεται να προσθέσει εν καιρώ:

                                    

                                ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

          Με το από ++++ κλητήριο θέσπισμα του κ. εισαγγελέως Πλημ/κών +++++ (ΑΒΜ +++++++) κλήθηκα ως κατηγορούμενος να δικαστώ στο Μονομελές Πλημ/κείο +++++++ ως υπαίτιος φυσικός αυτουργός «του ότι, στη διακατεχόμενο δάσος +++++ περιφέρειας +++++ του Δήμου +++++ κατά το χρονικό διάστημα 25-6-2015 έως 7-9-2015, προέβη σε υλοτομία προξενώντας ζημιά, η οποία υπερβαίνει τα 300€, χωρίς σχετική άδεια υλοτομίας και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο προέβη σε παράνομη υλοτομία ιστάμενων ατόμων ελάτης διαστάσεως 30cm – 40cm και δρυός διαστάσεως 16,24cm δυνάμει να αποδώσουν α) 98,07 Κ.Μ. τεχνικής ξυλείας ελάτης β) 144,264 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα ελάτης και γ) 41,58 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα δρυό, προξενώντας ζημιά ανερχόμενη στα 8.878,38€, άνευ αδείας υλοτομίας της αρμόδιας αρχής, και τοι τούτο απαγορεύεται.

Για παράβαση των άρθρων : 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26§1α, 27§ 1, 51, 53, 57, 61, 63, 79 Π.Κ., άρθρ. 268§§1β΄, 2 Ν.Δ.86/69, σε συν. με 382§§2α΄, 1 Π.Κ. »   

          Παρόντος εμού εξεδόθη η πρωτόδικη με αρ. +++++++ απόφαση του ανωτέρω Μονομελούς Πλημ/κείου που με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων και μου επέβαλε ποινή φυλάκισης 8 μηνών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

          Άσκησα νόμιμα και εμπρόθεσμα την από +++++ με αρ. έκθεσης ++ έφεσή μου κατά της ανωτέρω απόφασης απευθυνόμενη προς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο +++++. Επί της εφέσεώς μου αυτής, εκδόθηκε  παρόντος εμού η με αρ. ++++  προσβαλλομένη απόφαση που κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο παράνομης υλοτομίας. Μου επέβαλλε δε μετά ταύτα ποινή φυλάκισης 8 μηνών που ανέστειλε επι τριετία και με καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

 

ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ

         

          Κατά το αιτιολογικό της-σκεπτικό, η προσβαλλομένη απόφαση οδηγήθηκε στην ανωτέρω καταδικαστική κρίση της, δεχόμενη ότι είμαι φυσικός αυτουργός της πράξεως της παράνομης υλοτομίας. Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι «Κατά τη διάταξη του άρθρου 85 § 1 εδ. α΄ του ν. 86/1969 "Δασικός Κώδικας", "ουδείς υλοτόμος δύναται να υλοτομήση, κατασκευάση ή συλλέξη δασικά προϊόντα εκ δημοσίων ή μη δασών, προς εμπορίαν ή ατομικάς ανάγκας εάν δεν εφοδιασθή προηγουμένως δι΄ αδείας υλοτομίας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 268 του ιδίου νόμου με τίτλο Παράνομη υλοτομία και μεταφορά δασικών προϊόντων - Παράνομη κλαδονομή - Παράβαση αστυνομικών διατάξεων : 1. α) Ο οπωσδήποτε βλάπτων δάσος ή δασική έκταση ή προξένων οποιαδήποτε φθορά, β) ο υλοτόμων, κατασκευάζων ή συλλέγων δασικά προϊόντα χωρίς άδεια υλοτομίας ή έγκριση ατελούς υλοτομίας ή εγκατάσταση από τη δασική αρχή, προκειμένου δε περί μη δημοσίων δασών, και χωρίς αδεία του ιδιοκτήτη ή του διακατόχου του δάσους, όπου απαιτείται τέτοια άδεια, γ) ο υλοτόμων, κατασκευάζων ή συλλέγων δασικά προϊόντα δυνάμει αδείας ή έγκρισης ατελούς υλοτομίας της δασικής αρχής ή αδείας και του ιδιοκτήτη, προκειμένου περί μη δημοσίου δάσους, κατά τρόπο αντιβαίνοντα στις περί του τρόπου υλοτομίας, κατασκευής ή συλλογής δασικών προϊόντων διατάξεις, δ) ο μεταφέρων δασικά προϊόντα πριν την εξέλεγξη ή μετά από αυτήν από τον τόπο της εξέλεγξης στον τόπο της πρώτης αποθήκευσης ή από αυτόν αλλού χωρίς θεώρηση ή εξόφληση του πρωτοκόλλου εξελέγξεως του δελτίου μεταφοράς δασικών προϊόντων ή της αδείας υλοτομίας, στις περιπτώσεις όπου δεν συντάσσεται πρωτόκολλο εξέλεγξης, για το μεταφερόμενο ποσό, ε) ο μεταφέρων δασικά προϊόντα, πλέον των επιτρεπομένων να μεταφερθούν, σύμφωνα με τα ως άνω έγγραφα μεταφοράς, καθώς και ο κάτοχος των παρανόμως μεταφερόμενων δασικών προϊόντων, εφόσον ειδικές διατάξεις του παρόντος κώδικα δεν ορίζουν άλλως, τιμωρούνται με πρόστιμο ή κράτηση ή και με αμφότερες τις ποινές αυτές, εάν από την παράβαση δεν επήλθε καμία ζημία ή η προξενηθείσα δεν υπερβαίνει τα 300 ευρώ. «στ. ο μεταφέρων δασικά προϊόντα, τα οποία έχουν υλοτομηθεί ή συλλεχτεί χωρίς τις απαιτούμενες άδειες». ***Η περ.στ` προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ.3 του Ν.4280/2014, ΦΕΚ Α 159/8.8.2014. 2. Εάν η ζημία υπερβαίνει τα 300 ευρώ, ο παραβάτης τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 381 και 382 του Ποινικού Κώδικα. Ως επιβαρυντική περίπτωση θεωρείται, εάν το δάσος είναι δημόσιο. Σε όσους αγοράζουν την παρανόμως υλοτομημένη ξυλεία για περαιτέρω εμπορία επιβάλλεται από την αρμόδια οικονομική αρχή πρόστιμο ίσο με την πενταπλάσια αξία μεταπώλησης του προϊόντος, το οποίο εισπράττεται κατά τα ισχύοντα για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Σε περίπτωση υποτροπής αφαιρείται η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης για 2 μήνες. 3. Ο υπαίτιος των πράξεων των περιπτώσεων β` έως και ε` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη αν η προξενηθείσα από την τέλεση αυτών στο δάσος ζημία υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ. 4. Οι παραβάτες των δασικών αστυνομικών διατάξεων τιμωρούνται με πρόστιμο ή κράτηση, εκτός εάν η από την παράβαση των ως άνω διατάξεων προκύψασα ζημία είναι μεγαλύτερη των 300 ευρώ, οπότε τιμωρούνται με τις ποινές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. 5. Με τις ποινές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου τιμωρούνται και οι παραβάτες των περί κλαδονομής διατάξεων του άρθρου 112. Η κλαδονομή εντός δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών δασών θεωρείται ως επιβαρυντική αιτία. 6. Οποιαδήποτε διάταξη ρυθμίζει τα θέματα του παρόντος άρθρου κατά διάφορο τρόπο καταργείται.»

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο οι οποίες περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως) αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος τυγχάνει επαγγελματίας υλοτόμος μίσθωσε από τους ιδιοκτήτες του διατεχόμενου δάσους +++++ της περιφέρειας ++++++++++ του Δήμου +++++++++ δυνάμει του από 18-3-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού, τμήματα του δάσους αυτού, ήτοι τα 2α, 2γ, 1 ως αυτά εμφανίζονται στην διαχειριστική έκθεση περιόδου 2013 έως 2017 αντί μισθώματος 12.600 ευρώ, προκειμένου να τα υλοτομήσει μετά από λήψη της νόμιμης προς τούτο άδειας από το αρμόδιο Δασαρχείο. Μετά την λήψη νόμιμης άδειας και την εγκατάστασή του σε αυτό συνταχθέντος προς τούτο του με αριθμό +++++++ πρωτοκόλλου εγκαταστάσεως υλοτομίας ο κατηγορούμενος προέβη σταδιακά σε υλοτομία της συστάδας 2γ αυτού. Με βάση το σχετικό πρωτόκολλο εγκατάστασης, τα προσημασμένα δέντρα ελάτης και δρυός με σφύρα Υ και αυτά που με βάση την δοθείσα άδεια μπορούσε να υλοτομήσει ο κατηγορούμενος ήταν: 207 άτομα ελάτης, 215 κ.μ. και 190 άτομα δρυός, 48,51 κ.μ ή 24,28 τόνους ξυλείας. Στις 4-8-2015 συνετάγη από τους δασολόγους +++++++ και ++++++++ και τον δασοκόμο του Δασαρχείου ++++++++, μερικό πρωτόκολλο εξελέγξεως δασικών προϊόντων των ήδη υλοτομηθέντων δέντρων από τον κατηγορούμενο και ελήφθησαν από αυτόν 62,18 κ.μ. στρογγυλής ξυλείας ελάτης, 21,46 καυσόξυλα ελάτης και 11,63 τόνοι καυσόξυλα δρυός. Ωστόσο μετά την σύνταξη του ως άνω μερικού πρωτοκόλλου εξελέγξεως δασικών προϊόντων και τον γενόμενο στα πλαίσια αυτού έλεγχο, ο κατηγορούμενος προέβη στην υλοτόμηση όχι μόνο των προσημασμένων με το γράμμα «Υ» και με τη σφραγίδα των αρμοδίων υπαλλήλων του Δασαρχείου δέντρων αλλά και ετέρων δέντρων, στα οποία είχε προβεί μόνος του σε χάραξη του γράμματος «Υ» με τσεκούρι ως ο ίδιος παραδέχθηκε. Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου διαπιστώθηκε στις 7-9-2015 από τους αρμόδιους δασάρχες, Μετά από καταμέτρηση των παρανόμων προσημασμένων ατόμων δρυός και ελάτης από τον ++++++, παρουσία και των δασοφυλάκων ++++, ++++++ και ++++++++, ευρέθη ότι τα παρανόμως υλοτομηθέντα άτομα ελάτης ήταν διαμέτρου από 30-40 cm συνολικού ξυλώδους όγκου 180 κ.μ. και τα αντίστοιχα άτομα δρυός ήταν διαμέτρου 16,24 cm, συνολικού ξυλώδους όγκου 24 κ.μ. Μετά από ενημέρωση του κατηγορουμένου να σταματήσει κάθε υλοτομική εργασία οι αρμόδιοι υπάλληλοι προέβησαν σε κατάσχεση 98,07 κ.μ. τεχνικής ξυλείας ελάτης και 144,264 χκμ καυσόξυλα ελάτης και 41,5 χ.μ.ν. καυσόξυλα δρυός. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η εκ μέρους του υλοτόμηση ατόμων εκτός των προσημασμένων ήταν αναγκαία, διότι εξαιτίας του επικλινούς εδάφους προκειμένου να προστατευθούν οι εργάτες του από την πτώση δέντρων, έπρεπε να υλοτομηθούν και επιπλέον δέντρα και ότι ο λόγος που ο ίδιος προέβαινε σε χάραξη με το γράμμα Υ με τσεκούρι ήταν προκειμένου εν τέλει να ενημερώσει το δασαρχείο για να αφαιρεθεί η ξυλεία των δέντρων αυτών από τα προσημασμένα. Ότι πολλά από τα δέντρα αυτά αναγκάσθηκε να τα υλοτομήσει καθώς έσπασαν από την πτώση άλλων δέντρων και θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει. Ο ισχυρισμός του αυτός, τον οποίο ο κατηγορούμενος εκτιμά ως «κατάσταση ανάγκης» η οποία αίρει το άδικο της πράξης του, πρέπει να απορριφθεί καθώς ως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος τυγχάνει ιδιαίτερα έμπειρος υλοτόμος, γνωρίζων ότι προ κάθε όμοιας ενέργειας όφειλε να ενημερώσει το δασαρχείο και όχι να προβεί ο ίδιος σε παράνομη χάραξη των υλοτομηθέντων δέντρων. Εξάλλου προ της μίσθωσης της έκτασης αυτής για υλοτομία είχε επισκεφθεί επιτοπίως την περιοχή μαζί και με τους αρμόδιους δασάρχες και ήλεγξαν και προέβησαν σε σήμανση των δέντρων προς υλοτομία, λαμβάνοντας υπόψη και το επικλινές έδαφος. Ως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος ουδέποτε ενημέρωσε το δασαρχείο ή τον ιδιοκτήτη, για την υλοτομία εκ μέρους του δέντρων εκτός των προσημασμένων, αλλά προέβη στην πράξη του για την οποία κατηγορείται μετά την μερική εξέλεγξη σε χρόνο δηλαδή που πίστευε ότι δεν θα πραγματοποιείτο άμεσα νέος έλεγχος. Οι δε αρμόδιοι δασικοί υπάλληλοι διαπίστωσαν μόνοι τους τι είχε συμβεί μετά από επιτόπιο έλεγχο ως κατέθεσε ο εξ’ αυτών ++++++++. Με βάση τη σχετική μήνυση των δασικών υπαλλήλων και τα όσα εξέθεσαν αυτοί ενόρκως στο ακροατήριο, η ζημία εκ της πράξεως του κατηγορουμένου ανέρχεται στο ποσό των 8.878,58, ευρώ. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι εν προκειμένω, ότι πρόκειται περί πολύ μικρότερης ζημίας καθώς ο ίδιος με βάση το πρωτόκολλο εγκατάστασης όφειλε να λάβει επιπλέον καυσόξυλα και συνεπώς έπρεπε η αξία αυτών να αφαιρεθεί από την αξία των κατασχεθέντων. Ακόμη ισχυρίζεται ότι οι δασικοί υπάλληλοι προέβησαν στην κατάσχεση και δασικών προϊόντων δέντρων που εδύνατο νομίμως να υλοτομήσει χωρίς να αφαιρέσουν την αξία αυτών. Τέλος ισχυρίσθηκε ότι κατόπιν εφαρμογής είτε της διάταξης του άρθρου 381 ΠΚ υπό την προγενέστερη μορφή του, είτε μετά το νέο ΠΚ της νέας διάταξης του άρθρου 378 ΠΚ και δεδομένου ότι και με το κατηγορητήριο περιγράφεται απλή φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η οποία επιφέρει ποινή φυλάκισης έως δύο έτη, κατόπιν εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 4111/2016 το δικαστήριο πρέπει να παύσει υπό όρους την ποινική δίωξη. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ως προς το σκέλος του που αφορά το ύψος της πραγματικής ζημίας εκ της πράξης του τυγχάνει κατ’ αρχήν αόριστος ως εκτίθεται, καθώς ο κατηγορούμενος δεν εκθέτει ποια θεωρεί ο ίδιος ότι είναι η πραγματική ζημία εκ της υλοτομίας των μη προσημασμένων δέντρων, δηλαδή τι αξία θα είχαν τα δασικά προϊόντα των ατόμων που δεν εδικαιούτο να κόψει και τι ακριβώς ζημία επήλθε εκ της πράξης του αυτής. Ωστόσο με τον ισχυρισμό του περί εφαρμογής του άρθρου 381 παρ.1 ΠΚ υπό την προγενέστερη μορφή του (δηλαδή προ της εισαγωγής με το Ν. 4619/2019 του νέου ποινικού κώδικα) ο κατηγορούμενος συνομολογεί ότι η αξία της ζημίας εκ της παράνομης πράξης του ήταν μεγαλύτερη των 300 ευρώ. Η δε τελική ζημία εκ της πράξης του, η οποία θα υπολογισθεί στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια στα οποία έχει προσφύγει ο κατηγορούμενος δεν απαιτείται να περιγράφεται εν προκειμένω στο κατηγορητήριο, ούτε αναιρεί την ποινική του ευθύνη. Επίσης ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του Ν. 4111/2016 τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος και τούτο διότι, εν προκειμένω ο κατηγορούμενος κατηγορείται κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 268 ΝΔ 86/69 σε συνδυασμό και με τα άρθρα 381 και 382 παρ.2α,1 ΠΚ για διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ήτοι για φθορά άνω των 300 ευρώ γενόμενη σε πράγμα που χρησιμεύει για κοινό όφελος και δη σε δάσος. Ως πράγμα χρησιμεύον σε κοινό όφελος νοείται κάθε δάσος, ακόμη και το διακατεχόμενο από ιδιώτη. Εν προκειμένω, όλα τα στοιχεία της ως άνω κατηγορίας αποδείχθηκαν καθώς ο κατηγορούμενος προέβη ως προαναφέρθηκε σε διακατεχόμενο δάσος σε υλοτομία σε ορισμένα δέντρα χωρίς άδεια της αρχής, πράξη από την οποία επήλθε φθορά ιδιοκτησίας η οποία επέφερε ζημία με βεβαιότητα άνω των 300 ευρώ με αποτέλεσμα η πράξη του κατηγορουμένου να μην εμπίπτει σε καμία περίπτωση στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 4111/2016 ως εκ του χρόνου τελέσεώς της ως εκθέτει ο κατηγορούμενος, καθώς πρόκειται για πράξη που με βάση το νέο Ποινικό Κώδικα και δη το άρθρο άρθρο 378 ΠΚ παρ.2 αυτού τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, ενώ με βάση την παλαιά μορφή της διάταξης του άρθρου 382 παρ.2α -382 παρ. 1 ΠΚ, (προ της εισαγωγής δηλαδή του νέου ΠΚ), η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα ως επιεικέστερη εν προκειμένω, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Συνεπώς και απορριπτομένων όλων των ισχυρισμών του κατηγορουμένου πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος. Περιστατικά δε αναγνώρισης στον κατηγορούμενο των ελαφρυντικών περιστάσεων των άρθρων 83 παρ.2β και δ ΠΚ δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω κατά την κρίση του δικαστηρίου και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του, ο οποίος άλλωστε υπεβλήθη όλως αορίστως.»  

          Μετά δε ταύτα κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο του «ότι στο διακατεχόμενο δάσος +++περιφέρειας ++++++ του Δήμου +++++ κατά το χρονικό διάστημα 25-6-2015 έως 7-9-2015, προέβη σε υλοτομία προξενώντας ζημιά, κ οποία υπερβαίνει τα 300€, χωρίς σχετική άδεια υλοτομίας- και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο προέβη σε παράνομη υλοτομία ιστάμενων ατόμων ελάτης διαστάσεως 30cm – 40cm και δρυός διαστάσεως 16,24cm δυνάμει να αποδώσουν α) 98,07 Κ.Μ. τεχνικής ξυλείας ελάτης β) 144,264 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα ελάτης και γ) 41,58 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα δρυός, προξενώντας ζημιά ανερχόμενη στα 8.878,38 €, άνευ αδείας υλοτομίας της αρμόδιας αρχής, και τοι, τούτο απαγορεύεται.»

                                1ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

         

ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ. ΕΚ ΠΛΑΓΙΟΥ ΠΑΡΑΒΑΣΗ-ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΒΑΣΗΣ. (510 παρ.1 περ`.Ε` ΚΠΔ).

          Η προσβαλλόμενη απόφαση ψευδώς ερμήνευσε και εν συνεχεία εσφαλμένως εφάρμοσε το νόμο, δηλ. την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 268 παρ. 1 β`, και 2 σε συνδυασμό με 383 παρ. 2α`, 1, 381 ΠΚ, οδηγούμενη στην κατάφαση του αξιοποίνου του αδικήματος της παράνομης υλοτομίας, δεχθείσα ότι « Η πράξη (όπως δέχθηκε τα πραγματικά της περιστατικά ως αληθινά) για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων….268 παρ. 1 β`, και 2 σε συνδυασμό με 383 παρ. 2α`, 1, 381 ΠΚ».

          Δέχθηκε δηλ. κατά την ερμηνεία της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφάρμοσε, ότι πληρούται κατά νόμω η ειδική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράνομης υλοτομίας, εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει τα 300€ (πράξη για την οποία με κήρυξε ένοχο), όταν απλά υφίσταται η (μυϊκή) πράξη της υλοτομίας χωρίς την σχετική άδεια υλοτομίας του Δασαρχείου, χωρίς άλλο τι.

          Όμως έτσι απέδωσε στο νόμο διαφορετική έννοια από αυτή που πραγματικά έχει, δηλ. τον παρερμήνευσε διότι:

          Στο άρθρο 85.1 του Ν.Δ 86/69 (Δασικός Κώδιξ), ορίζεται ότι «ουδείς υλοτόμος δύναται να υλοτομήσει, κατασκευάσει ή συλλέξει δασικά προϊόντα εκ δημοσίων ή μη δασών, προς εμπορία ή ατομικάς ανάγκας, εάν δεν εφοδιαστεί προηγουμένως δι`  αδείας υλοτομίαςΚατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται άδεια υλοτομίας εις τας υπό των άρθρων 177 και 178 προβλεπομένας περιπτώσεις». Στο δε άρθρο 66 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Δασικαί αστυνομικαί διατάξεις των δασαρχών, εκδιδόμεναι εγκρίσει του νομάρχου μετά γνώμην του περιφερειακού διευθυντού δασών, δύναται διά λόγους δασοπονικούς, προστατευτικούς, τουριστικούς, αισθητικούς και εν γένει κοινής ωφελείας να ρυθμίσουν ή περιορίσουν μέχρι πλήρους απαγορεύσεως κατά χώρον, χρόνον και τρόπον ως και κατά ξυλευόμενα χωρία, κωμοπόλεις και πόλεις πάσαν άνευ αδείας υλοτομίαν, συλλογήν ή κατασκευήν δασικών προϊόντων κατά τας διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ως και την υλοτομίαν, κλάδευσιν ή εκρίζωσιν παντός δένδρου, θάμνου, φρυγάνου και χόρτου φυομένων εντός γεωργικώς ή δενδροκομικώς καλλιεργουμένων εκτάσεων, χορτολιβαδίων, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων και δασών δημοσίων ή μη…3. Δια διαταγμάτων ορίζονται αι απαιτούμεναι αστυνομικαί διατάξεις δια τον κανονισμόν της υλοτομίας, συλλογής ή κατασκευής δασικών προϊόντων και πάσης καρπώσεως δάσους, δια τας προθεσμίας και λοιπάς λεπτομερείας τας αναφερομένας εις τους πίνακας υλοτομίας τα πρωτόκολλα εγκαταστάσεως των υλοτόμων εις το δάσος, τους όρους της συγγραφής των υποχρεώσεων των εργολάβων υλοτομίας εντός δημοσίων δασών, τα πρωτόκολλα εξελέγξεως των δασικών προϊόντων καθώς και πάσαν άλλην λεπτομέρειαν εν γένει.  4. Αι δασικαί αστυνομικαί διατάξεις ισχύουν μόνον μετά την, επιμέλεια του δασάρχου, δημοσίευσιν αυτών δια τοιχοκολλήσεως εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα των οικείων πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων. Ο αρμόδιος δασάρχης μεριμνά δια την ευρύτεραν τούτων δημοσιότητα, είτε δια του τύπου είτε δι` άλλου προσφόρου τρόπου.». Στο άρθρο 177 ΔΚ «Ατελείς και άνευ αδείας υλοτομίαι.», ορίζεται ότι «1. Ατελώς και άνευ αδείας υλοτομούνται, συλλέγονται ή κατασκευάζονται:  α)…β)…γ)…δ)…ε)…στ)» και αναφέρει τις διακρίσεις, ενώ στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι « 2. Αι περί ων η προηγουμένη παράγραφος υλοτομίαι δύνανται να ρυθμισθούν ή περιορισθούν μέχρι πλήρους απαγορεύσεως κατά χώρον, χρόνον και τρόπον, κατά τα εν άρθρω 66 οριζόμενα.». Επίσης το άρθρο 178ΔΚ «Τοπικαί ατέλειαι» που ρυθμίζει στην παρ.1 τις περιπτώσεις υλοτομίας άνευ αδείας, στην παράγραφο 2 ορίζει ότι «2. Διά τας υλοτομίας της προηγουμένης παραγράφου ισχύουν, όσον αφορά εις τας δυναμένας να εκδοθούν αστυνομικάς δασικάς διατάξεις τα εν άρθρω 66 οριζόμενα.». Ενώ κατ` άρθρο 268.1β Δασικού Κώδικα, τελεί την πράξη της παράνομης   υλοτομίας, «ο υλοτόμων… χωρίς άδεια υλοτομίας ή έγκριση ατελούς υλοτομίας ή εγκατάσταση από τη δασική αρχή, προκειμένου δε περί μη δημοσίων δασών, και χωρίς αδεία του ιδιοκτήτη ή του διακατόχου του δάσους, όπου απαιτείται τέτοια άδεια»

          Από το συνδυασμό των παραπάνω άρθρων του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι καυσόξυλα υλοτομούνται και συλλέγονται, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει εκδοθεί αντίθετη δασική αστυνομική διάταξη, ατελώς και χωρίς άδεια της δασικής αρχής. Δεν υπάρχει δηλαδή αξιόποινο υλοτομίας καυσοξύλων κατ` 268,1.β`ΔΚ, εφόσον δεν έχει εκδοθεί αντίθετη αστυνομική διάταξη (για τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο) και η υλοτομία και συλλογή των καυσοξύλων είναι ελεύθερη, ατελής και χωρίς άδεια της δασικής αρχής. Περιορισμοί υπάρχουν ως προς τη  ποσότητα και διακίνηση των συλλεγέντων ανάλογα με το εάν προέρχονται από δημόσια ή ιδιωτικά δάση. Περαιτέρω, κάθε αστυνομική-δασική διάταξη ισχύει μόνο μετά την με επιμέλεια του δασάρχη τοιχοκόλληση και ανάγνωση αυτής (άρ.66 ΝΔ 86/69).

 

          Συνεπώς, κατά την ορθή και αληθινή ερμηνεία των προαναφερεθεισών διατάξεων των άρθρων 66, 85, 177, 178 268 ΔΚ, η ειδική υπόσταση του αδικήματος και δη η αντικειμενική τοιαύτη και συναφώς και το αξιόποινο της παράνομης υλοτομίας καυσοξύλων κατ` 268, 1.β`, 2 ΔΚ, καταφάσκεται όχι μόνο όταν διενεργείται υλοτομία καυσοξύλων άνευ άδειας υλοτομίας από το Δασαρχείο, αλλά, σωρευτικά, και όταν έχει εκδοθεί και αντίθετη αστυνομική-δασική διάταξη προς τούτο για τον συγκεκριμένο χώρο-δάσος και χρόνο υλοτομίας, η οποία μάλιστα (σωρευτικά με τα` ανωτέρω) πρέπει να έχει γνωστοποιηθεί-δημοσιευθεί νομίμως για να ισχύει

          Η προσβαλλόμενη λοιπόν δεν απέδωσε το ορθό νόημα στην διάταξη του άρθρου 268, 1β`, 2ΔΚ την οποία μόνη εφάρμοσε (σε συνδυασμό με τις διατάξεις των 381,382 ΠΚ για την ποινή) με βάση την οποία με κήρυξε ένοχο, δεχθείσα κατά το διατακτικό της ότι «Η πράξη  για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων….268 παρ. 1 β`, και 2 σε συνδυασμό με 383 παρ. 2α`, 1, 381 ΠΚ», διότι αρκέσθηκε κατά την ερμηνεία του νόμου για την πλήρωση της υπόστασης του αδικήματος της άνω διατάξεως, μόνο στη διενέργεια της πράξης της υλοτομίας και στην έλλειψη αδείας υλοτομίας γι` αυτήν, δεχόμενη εσφαλμένα ότι μόνο τούτα τα στοιχεία απαιτεί ο νόμος για την κατάφαση του αδικήματος, ενώ εάν ερμήνευε ορθά το νόμο, δηλ. τις ανωτέρω διατάξεις συνδυαστικά, ώφειλε να αξιώσει για την εφαρμογή της ΔΚ 268, 1β` και συναφώς για την πλήρωση των στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο με κήρυξε ένοχο κατά το διατακτικό της, και την έκδοση αντίθετης αστυνομικής διάταξης για την υλοτομία καυσοξύλων στον συγκεκριμένο χώρο (διακατεχόμενο δάσος ++++++  περιφέρειας ++++++ του Δήμου ++++++) κατ` άρθρο 66 ΔΚ, για το οποίο όμως ελλείπει κάθε αναφορά και σκέψη στην προσβαλλόμενη κατά την ερμηνεία της εφαρμοσθείσης υπ` αυτής τελικά διάταξης 268, 1β` ΔΚ με βάση την οποία με κήρυξε ένοχο. 

          Και πράγματι κατά την διάρθρωση της μείζονος προτάσεως, πλήν της αντιγραφής των άρθρων 85.1 και 268 ΔΚ, δεν υπάρχει οποιαδήποτε  σκέψη της προσβαλλομένης για τα ειδικότερα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος για την πλήρωση του αδικήματος της παράνομης υλοτομίας κατ` 268.1β`,2ΔΚ, για την οποία όμως με κήρυξε ένοχο και δη για την αναγκαιότητα ή μη κατά νόμω της έκδοσης σχετικής (αντίθετης ή μη) Αστυνομικής Δασικής διάταξης για τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο υλοτομίας καυσοξύλων κατ` 66ΔΚ, πολλώ δε μάλλον για τη νόμιμη δημοσίευση και άρα ισχύ αυτής στον επίδικο χρόνο και τόπο, ως στοιχεία του αδικήματος της παράνομης υλοτομίας για το οποίο με καταδίκασε. Αλλά και στην ελάσσονα πρότασή της-αιτιολογίες και παραδοχές πραγματικών περιστατικών αρκείται μόνο στις παραδοχές των πραγματικών περιστατικών της πράξης της υλοτομίας αφενός και της έλλειψης αδείας αφετέρου, χωρίς να διαλαμβάνει καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών για την έκδοση και με ποιο περιεχόμενο, ή μη συγκεκριμένης αστυνομικής διατάξεως ισχύουσας μετά από νόμιμη δημοσίευση στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο υλοτομίας.

          Συνεπώς κατά το σκέλος του διατακτικού της κατά το οποίο με κήρυξε ένοχο του ότι «προέβη σε υλοτομία…χωρίς σχετική άδεια υλοτομίας και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο προέβη σε παράνομη υλοτομία ιστάμενων δένδρων ελάτης…και δρυός…δυνάμενα να αποδώσουν…β) 144,264 ΧΚΜ καυσόξυλα ελάτης και γ) 41,58 ΧΚΜ καυσόξυλα δρυός…άνευ αδείας υλοτομίας της αρμόδιας αρχής καίτοι τούτο απαγορεύεται», δεν ερμήνευσε ορθά τις διατάξεις των άρθρων 66, 85.1, 177, 178 και 268, 1β`, 2 του Δασικού Κώδικα και έτσι υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης κατ` άρθρο 510.1 Ε ΚΠΔ, η οποία αναπόδραστα οδήγησε και σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δηλ. των ανωτέρω ιδίων διατάξεων, κατά την ίδια παράγραφο του ιδίου άρθρου. Και τούτο διότι όφειλε περαιτέρω, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, όπως ανωτέρω αναπτύχθηκε, να διαλάβει παραδοχές πραγματικών περιστατικών στην αιτιολογία της σχετικά με την έκδοση και με ποιο περιεχόμενο, συγκεκριμένης αστυνομικής διατάξεως ισχύουσας μετά από νόμιμη δημοσίευση στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο υλοτομίας, τα οποία όμως όπως ειπώθηκε απουσιάζουν από την αιτιολογία της, περιορίζεται δε στο σκεπτικό της για την αιτιολόγηση των στοιχείων του αδικήματος, σε παραδοχές περιστατικών μόνο αναφορικά με την πράξη της υλοτομίας και με την έλλειψη αδείας υλοτομίας.

          Συνεπώς η προσβαλλομένη υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του στοιχ. Ε της παρ.1 του άρθρου 510 ΚΠΔ και παραβίασε ευθέως το νόμο, αφού προέβη σε εσφαλμένη  ερμηνεία και εν συνεχεία κακή και μη ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, άλλως παραβίασε εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στερείται νομίμου βάσεως, καθόσον, ελλείψει παραδοχών της περί εκδόσεως και ισχύος αντιθέτου Αστυνομικής Δασικής Διατάξεως στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο υλοτομίας καυσοξύλων, στο πόρισμά της, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο με κήρυξε ένοχο, έχουν οπωσδήποτε εμφιλοχωρήσει ελλείψεις άλλως ασάφειες και συνεπώς είναι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου όπως η προσβαλλομένη εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη ΔΚ 268,1β`, 2 και συνεπώς είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ 

                              2ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

ΕΛΕΙΨΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ (510. ΠΑΡ.1 ΠΕΡ.Δ ΚΠΔ)-ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ. ΕΚ ΠΛΑΓΙΟΥ ΠΑΡΑΒΑΣΗ-ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΒΑΣΗΣ. (510 παρ.1 περ`.Ε` ΚΠΔ).

          Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των παραδοχών της, η προσβαλλόμενη παραδέχεται ότι : «Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η εκ μέρους του υλοτόμηση ατόμων εκτός των προσημασμένων ήταν αναγκαία, διότι εξαιτίας του επικλινούς εδάφους προκειμένου να προστατευθούν οι εργάτες του από την πτώση δέντρων, έπρεπε να υλοτομηθούν και επιπλέον δέντρα και ότι ο λόγος που ο ίδιος προέβαινε σε χάραξη με το γράμμα Υ με τσεκούρι ήταν προκειμένου εν τέλει να ενημερώσει το δασαρχείο για να αφαιρεθεί η ξυλεία των δέντρων αυτών από τα προσημασμένα. Ότι πολλά από τα δέντρα αυτά αναγκάσθηκε να τα υλοτομήσει καθώς έσπασαν από την πτώση άλλων δέντρων και θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει. Ο ισχυρισμός του αυτός, τον οποίο ο κατηγορούμενος εκτιμά ως «κατάσταση ανάγκης» η οποία αίρει το άδικο της πράξης του, πρέπει να απορριφθεί καθώς ως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος τυγχάνει ιδιαίτερα έμπειρος υλοτόμος, γνωρίζων ότι προ κάθε όμοιας ενέργειας όφειλε να ενημερώσει το δασαρχείο και όχι να προβεί ο ίδιος σε παράνομη χάραξη των υλοτομηθέντων δέντρων. Εξάλλου προ της μίσθωσης της έκτασης αυτής για υλοτομία είχε επισκεφθεί επιτοπίως την περιοχή μαζί και με τους αρμόδιους δασάρχες και ήλεγξαν και προέβησαν σε σήμανση των δέντρων προς υλοτομία, λαμβάνοντας υπόψη και το επικλινές έδαφος»

Προκύπτει δηλ. από τις ανωτέρω παραδοχές πραγματικών περιστατικών στις αιτιολογίες, ότι καταρχάς η προσβαλλόμενη φαίνεται να παραδέχεται τα πραγματικά περιστατικά που απετέλεσαν το πραγματικό του (παραδεχθέντος) ισχυρισμού μου, δηλ. ότι η εκ μέρους του υλοτόμηση ατόμων εκτός των προσημασμένων ήταν αναγκαία, διότι εξαιτίας του επικλινούς εδάφους προκειμένου να προστατευθούν οι εργάτες του από την πτώση δέντρων, έπρεπε να υλοτομηθούν και επιπλέον δέντρα και ότι ο λόγος που ο ίδιος προέβαινε σε χάραξη με το γράμμα Υ με τσεκούρι ήταν προκειμένου εν τέλει να ενημερώσει το δασαρχείο για να αφαιρεθεί η ξυλεία των δέντρων αυτών από τα προσημασμένα. Ότι πολλά από τα δέντρα αυτά αναγκάσθηκε να τα υλοτομήσει καθώς έσπασαν από την πτώση άλλων δέντρων και θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει».  Και τούτο διότι οδηγήθηκε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός που εδράζεται σ` αυτά, επειδή είχα επισκεφθεί με τους δασάρχες και γνώριζα το επικλινές του εδάφους και επιπλέον γνώριζα ως έμπειρος υλοτόμος ότι ώφειλα να ενημερώσω προ κάθε τέτοιας όμοιας ενέργειας και το έρπαξα και όχι επειδή δεν αποδείχθηκαν στην ουσία τους τα ανωτέρω περιστατικά, αφού δεν διαλαμβάνει καμία αντίθετη παραδοχή ούτε για την κατάσταση κινδύνου, ούτε για την αναγκαιότητα της προσβολής ούτε και σύστοιχη αποδεικτική κρίση περί αβασιμότητας τους. Εξ` άλλου η παραδοχή της ότι γνώριζα, ως έμπειρος που είμαι, πως ώφειλα να ενημερώσω πριν προβώ στην υλοτομία υπο αυτές τις συνθήκες, αυτονόητα προϋποθέτει ότι παραδέχεται τα περιστατικά της υλοτομίας κατά τις συνθήκες του ισχυρισμού μου.

Κατά ταύτα παραδέχεται επίσης ότι προέβαλλα ισχυρισμό περί κατάστασης ανάγκης με πραγματικό αυτού (tatbestand) τα ανωτέρω   περιστατικά, πλήν όμως, όπως ειπώθηκε, οδηγήθηκε στην απορριπτική επ` αυτού κρίση με την ανωτέρω αιτιολογία (παραδοχές), η οποία όμως δεν διαλαμβάνει ούτε για την κατάσταση κινδύνου, ούτε για την αναγκαιότητα της προσβολής. 

Κατά δε το διατακτικό της, απέρριψε με βάση την ανωτέρω αιτιολογία τον ισχυρισμό μου. Παρά την έλλειψη ειδικής κρίσης της περί αυτού, ωστόσο παγίως γίνεται δεκτό ότι η κρίση του δικαστηρίου στο διατακτικό περί πλήρωσης της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος, ως εν προκειμένω, εμπεριέχει και την κρίση ότι δεν συντρέχει λόγος άρσης του αδίκου, αφού η κρίση για την τέλεση της πράξης, προϋποθέτει την κρίση περί τελικού αδίκου.

 Η ανωτέρω όμως αιτιολογία απόρριψης του παραπάνω  ισχυρισμού, είναι ανύπαρκτη, άλλως δεν είναι ούτε ειδική, ούτε εμπεριστατωμένη σύμφωνα με το άρθρο 6.1 ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974), 93Σ και 139 ΚΠΔ και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510.1 Δ ΚΠΔ, άλλως είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510.1 Ε` ΚΠΔ, διότι στο ανωτέρω πόρισμά της, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμού του ανωτέρω αιτιολογικού (παραδοχών της) και του ανωτέρω διατακτικού-κρίσης ότι δεν συντρέχει ο ισχυρισθείς λ.α.α, εμφιλοχώρησαν οπωσδήποτε λογικά κενά και αντιφάσεις, άλλως ασάφειες, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ΠΚ 25 και άρα η προσβαλλομένη υπέπεσε στον αναιρετικό λόγο της εκ πλαγίου παράβασης της διάταξης αυτής και τούτα διότι:

Είναι σαφές πώς η έρευνα του παρόντος λόγου, εν` όψει των ανωτέρω παραδοχών της, εστιάζεται στο ερώτημα εάν ηδύνατο η προσβαλλόμενη, παρά το ότι παραδέχθηκε τα ανωτέρω περιστατικά και συνθήκες υλοτομίας, εν τούτοις, να αποκλείσει-αρνηθεί την ουσιαστική εφαρμογή της ΠΚ 25, επειδή δέχθηκε όχι ότι δεν συνέτρεξαν αυτές οι συνθήκες, αλλά επι τω λόγω ότι πρίν τελεστεί η πράξη υπο αυτές τις συνθήκες, γνώριζα πως έπρεπε να ενημερώσω το δασαρχείο προηγουμένως και δεν το έπραξα αλλά και, επάλληλα, επειδή προ της τέλεσής της έτσι όπως έγινε, ήξερα, από επιτόπια επίσκεψη με τους δασάρχες, το επικλινές του εδάφους.

          Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ΠΚ 25 είναι:

1. καταρχάς ο κίνδυνος ως αντικειμενική πραγματική κατάσταση (αντίληψη του τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή), που επιτρέπει την πρόγνωση κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, ότι η περαιτέρω εξέλιξή της καθιστά πολύ πιθανή τη βλάβη ενός εννόμου αγαθού, εάν δεν ληφθούν μέτρα αποτροπής.

Όμως την προϋπόθεση αυτή (κατάσταση κινδύνου ως προϋπόθεση της κατάστασης ανάγκης) όχι μόνο δεν την αρνείται η προσβαλλόμενη, αλλ` αντίθετα παραδέχεται όπως ειπώθηκε ότι  η … του υλοτόμηση ατόμων εκτός των προσημασμένων ήταν αναγκαία, διότι εξαιτίας του επικλινούς εδάφους προκειμένου να προστατευθούν οι εργάτες του από την πτώση δέντρων, έπρεπε να υλοτομηθούν και επιπλέον δέντρα και ότι ο λόγος που ο ίδιος προέβαινε σε χάραξη με το γράμμα Υ με τσεκούρι ήταν προκειμένου εν τέλει να ενημερώσει το δασαρχείο για να αφαιρεθεί η ξυλεία των δέντρων αυτών από τα προσημασμένα. Ότι πολλά από τα δέντρα αυτά αναγκάσθηκε να τα υλοτομήσει καθώς έσπασαν από την πτώση άλλων δέντρων και θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει.

 Μάλιστα όπως ειπώθηκε, η παραδοχή ότι «προ κάθε όμοιας ενέργειας όφειλε να ενημερώσει το δασαρχείο» προϋποθέτει κατά λογική αναγκαιότητα ότι παραδέχεται τα περιστατικά της υλοτομίας υπό τις ανωτέρω συνθήκες κατάστασης κινδύνου και ανάγκης προσβολής άλλου, πλήν όμως απέρριψε τον ισχυρισμό για άλλους λόγους, δηλ. επειδή, όπως αιτιολογεί στο σκεπτικό της ανωτέρω, γνώριζα ως έμπειρος υλοτόμος ότι ώφειλα να ενημερώσω το δασαρχείο και επιπλέον είχα επισκεφθεί το μέρος μαζί με τους δασάρχες προ της υλοτομίας και γνώριζα και το επικλινές του εδάφους.

          2. Το ότι ο κίνδυνος απειλούσε το πρόσωπο ή την περιουσία του ιδίου του πράττοντος ή κάποιου άλλου, επίσης το παραδέχεται, αφού αν μη τι άλλο παραδέχεται πως η υλοτομία των δένδρων ήταν αναγκαία προκειμένου να προστατευθούν οι εργάτες από την πτώση δέντρων. Εν ταυτώ παραδέχεται και ότι ο κίνδυνος ήταν παρών, αφού παραδέχεται ότι αυτός προκλήθηκε κατά το χρόνο της υλοτομίας, αφού παραδέχεται ότι όταν υλοτομούνταν (τα νόμιμα) λόγω του επικλινούς, έπεφταν πάνω σε άλλα που ίσταντο χαμηλότερα και γι` αυτό πολλά από τα δέντρα αυτά αναγκάσθηκε να τα υλοτομήσει καθώς έσπασαν από την πτώση άλλων δέντρων και θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει. Συνεπώς παραδέχεται ότι η αποτροπή του κινδύνου ήταν δυνατή μόνο με άμεση ενέργεια, ιδίως αφού παραδέχεται όχι απλά ότι επέκειτο η πτώση με κίνδυνο να σπάσουν άλλα, αλλά ότι ήδη λόγω της πτώσης είχαν σπάσει άλλα και θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει. Επίσης λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι η κατάσταση κινδύνου μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε πηγή, όπως φυσικό γεγονός, την κατάσταση του πράγματος, ακόμα και από την συμπεριφορά του ίδιου του πράττοντος (π.χ απερίσκεπτη περιπλάνηση, ορειβασία κλπ), όπως εν προκειμένω η προσβαλλόμενη παραδέχεται μία πραγματική κατάσταση, ήτοι το επικλινές του εδάφους (συνεπεία του οποίου δένδρα υψηλότερα ιστάμενα που υλοτομούνταν, κατέπιπταν λόγω ακριβώς του επικλινούς στα κείμενα χαμηλότερα, τα έσπαγαν και έτσι ήταν αναγκαία και η κοπή και των τελευταίων) 

          3. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη δεν διαλαμβάνει στις αιτιολογίες της (πλήρης έλλειψη) καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών, ούτε για το προσβαλλόμενο-θυσιαζόμενο αγαθό, δηλ. για «την προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο», αλλ` ούτε και για το «είδος» και την «σπουδαιότητα» αυτής, συγκριτικά με το σωζόμενο. Δηλ. δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών εκείνων των κατά νόμω (25ΠΚ) θεμελιωδών μεγεθών της στάθμισης καταρχήν μεταξύ δύο εννόμων αγαθών και ποιών ακριβώς, αλλά και του σημαντικά κατώτερου της προσβολής που προκλήθηκε κατά το είδος και την σπουδαιότητα από εκείνη που απειλήθηκε, η παραδοχή όμως των οποίων, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, θα ήγαγε στην κατάφαση εφαρμογής της ΠΚ 25 και όχι στην άρνησή της και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί πώς μετά ταύτα, ελλείψει δηλ. τέτοιων παραδοχών, ήχθη στο ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα περί απόρριψης του ανωτέρω ισχυρισμού μου και περί ανυπαρξίας κατάστασης ανάγκης και συναφή καταδικαστική κρίση.

          4. φυσικά απαιτείται ο κίνδυνος να είναι άλλως αναπότρεπτος, δηλ. όταν η απειλούμενη βλάβη (υλοτομία των νόμιμων προσημανθέντων δένδρων) δεν μπορεί να αποτραπεί παρά μόνο με τη συγκεκριμένη προσβολή του θυσιαζόμενου αγαθού (υλοτομία των μη προσημανθέντων δένδρων πάνω στα οποία έπεφταν τα άλλα νόμιμα).

          Εδώ η προσβαλλόμενη για την απόρριψη του ισχυρισμού, δέχεται με την ανωτέρω αιτιολογία της, ότι προ κάθε τέτοιας ενέργειας (κοπής δηλ. των μη προσημανθέντων πάνω στα οποία έπεφταν τα υλοτομούμενα νόμιμα), γνώριζα ότι ώφειλα να ενημερώσω το δασαρχείο αλλά παραδέχεται ότι «ουδέποτε ενημέρωσε το δασαρχείο ή τον ιδιοκτήτη για την υλοτομία εκ μέρους του δένδρων εκτός των προσημασμένων». Δέχεται δηλ. ακριβώς διότι απέρριψε τον ισχυρισμό με αυτή την αιτιολογία, ότι η ενημέρωση αυτή ήταν ικανή και πρόσφορη αντικειμενικά ενέργεια προς αποτροπή του κινδύνου (και συναφώς για τη σωτηρία του εννόμου αγαθού για το οποίο ωστόσο δεν διαλαμβάνει καμία παραδοχή).  

          Ωστόσο δεν εξηγεί και δεν αιτιολογεί με καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών και με οποιαδήποτε σκέψη της, πώς και με ποιο τρόπο αυτή τούτη η προηγούμενη ενημέρωση από μόνη της ήταν πράξη πρόσφορη αντικειμενικά προς αποτροπή του κινδύνου, εάν δεν συνδυάζονταν ή δεν προκαλούσε τη λήψη συγκεκριμένου αποτρεπτικού του κινδύνου, μέτρου. Δεν υπάρχει δηλ. καμία παραδοχή της και καμία σκέψη πώς και για ποιο λόγο, αυτή τούτη η ενημέρωση του δασαρχείου, θα καθιστούσε μη αναγκαία την κοπή των μη προσημανθέντων, αν και είχαν πέσει πάνω τους, λόγω του επικλινούς του εδάφους, τα νομίμως υλοτομούμενα υψηλότερα ιστάμενα και εξ` αυτού του λόγου δεν ήταν δυνατή ούτε η απόληψη των τελευταίων, ούτε και η ασφαλής εργασία των εργατών που συνέχιζαν την υλοτομία.

          Είναι σαφές ότι η ενημέρωση καθευατήν δεν είναι πράξη πρόσφορη προς αποτροπή του κινδύνου, αφού από μόνη της, δεν θα τον απέτρεπε. Διότι αυτό που ενδιαφέρει είναι εκείνο το, αντί της κοπής, άλλο μέτρο (ολιγότερο επαχθές) που θα επέλεγε-διέτασσε το δασαρχείο μετά την αιτούμενη ενημέρωση για την συνέχιση της νόμιμης υλοτομίας για να αποτραπεί ο προκληθείς ήδη κίνδυνος, δεδομένης της κατάστασης του επικλινούς και της πτώσης εξ` αυτού του λόγου των δένδρων στα «από κάτω», που όμως η προσβαλλόμενη δεν παραδέχεται. Διότι εάν και πάλι, για να είναι ασφαλείς οι εργαζόμενοι που συνέχιζαν την υλοτομία και δυνατή η απόληψη των νόμιμων, τα δένδρα έπρεπε να κοπούν διότι μόνο έτσι θα εξέλιπε ο ανωτέρω κίνδυνος κατάπτωσης και άρα και ο κίνδυνος ζωής και σωματικής ακεραιότητας των υλοτόμων (ακριβώς επειδή τα «από πάνω» υλοτομούμενα έπεφταν λόγω της κλίσης στα «από κάτω» δένδρα και τα έσπαγαν και συμπλέκονταν με αυτά), η ενημέρωση από μόνη της χωρίς τη λήψη κανενός άλλου μέτρου μετά απ` αυτή, κατά λογική αναγκαιότητα, δεν θα πρόσφερε από μόνη της αντικειμενικά αποτροπή του κινδύνου, και συνεπώς δεν συνιστά πρόσφορο μέτρο. Το ολιγότερο επαχθές μέτρο που θα ελάμβανε το δασαρχείο μετά την ενημέρωσή μου, αντί της κοπής που εγώ επέλεξα ως μέτρο αποτροπής του κινδύνου, είναι αυτό που ώφειλε να αναζητήσει η προσβαλλόμενη και να παραδεχθεί στις αιτιολογίες της για να αποκλείσει την εφαρμογή της ΠΚ 25, αλλά ουδεμία παραδοχή διαλαμβάνει ούτε γι` αυτό, ούτε για το λιγότερο επαχθές αυτού σε σχέση με την κοπή, ούτε και για το πώς αυτό (αντί της κοπής), θα απέτρεπε αιτιωδώς τον κίνδυνο.

          Άλλωστε στο σημείο αυτό η αιτιολογία της δεν είναι απλά αλυσιτελής, άλλως ελλιπής και ασαφής, αλλά και αντιφατική, αφού όπως ειπώθηκε παραδέχεται ότι ο κίνδυνος ήταν παρών αφού παραδέχεται ότι κατά το χρόνο της (νόμιμης) υλοτομίας «καθώς τα δένδρα έσπασαν από την πτώση άλλων δέντρων θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει» (βλ. αναλυτικά ανωτέρω). Κατά τούτο λοιπόν αντιφατικά παραδέχεται και παρόντα κίνδυνο, δηλ. κίνδυνο η αποτροπή του οποίου είναι δυνατή μόνο με άμεση ενέργεια και ανυπαρξία παρόντος κινδύνου, αφού παραδέχεται  την εναλλακτικότητα της προηγούμενης ενημέρωσης του Δασαρχείου για την (έστω και με αλυστιτελή αιτιολογία κατά τα ανωτέρω) αποτροπή του, δηλ. ότι η αποτροπή του ήταν δυνατή και χωρίς άμεση ενέργεια.

          5. Αλλά και ως προς την επάλληλη αιτιολογία της με την οποία αρνήθηκε την εφαρμογή της ΠΚ 25 παραδεχθείσα ότι «Εξάλλου προ της μίσθωσης της έκτασης αυτής για υλοτομία είχε επισκεφθεί επιτοπίως την περιοχή μαζί και με τους αρμόδιους δασάρχες και ήλεγξαν και προέβησαν σε σήμανση των δέντρων προς υλοτομία, λαμβάνοντας υπόψη και το επικλινές έδαφος», είναι αναιρετέα για τους ίδιους ανωτέρω λόγους διότι:

Είναι σαφές πώς εδώ η προσβαλλόμενη αιτιολογεί την άρνηση εφαρμογής της ΠΚ 25, όχι επειδή δεν συνέτρεχαν οι άλλες νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του λόγου όπως η κατάσταση κινδύνου ή το σημαντικά κατώτερο του προσβαλλόμενου αγαθού κλπ, αλλά διότι παραδέχεται πως γνώριζα προ της υλοτομίας από την επιτόπια επίσκεψη μαζί με τους δασάρχες, το επικλινές του εδάφους.

          Όμως είναι σαφές ότι από μόνη της αυτή η παραδοχή δεν πλήττει και δεν αρνείται κανένα από τα στοιχεία που απαιτεί η ΠΚ 25 για την εφαρμογή της και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συνιστά κατά νόμω αιτιολογία για την άρνηση εφαρμογής της. Πράγματι μόνο εάν η ανωτέρω παραδοχή συμπληρώνονταν από την προσβαλλόμενη και με παραδοχές περί του ότι, ακριβώς επειδή γνώριζα το επικλινές του εδάφους, προέβλεψα ή μπορούσα να προβλέψω αντικειμενικά τόσο την δημιουργηθησόμενη κατάσταση κινδύνου όσο και την προσβολή του αγαθού άλλου, την οποία εν συνεχεία, είτε επεδίωξα, είτε αποδέχθηκα, είτε πίστεψα ότι δεν θα επέλθει, τότε και μόνο μία τέτοια πλήρης αιτιολογία θα έπληττε την προϋπόθεση εφαρμογής της ΠΚ 25 κατά το στοιχείο της πρόκλησης του κινδύνου και της προσβολής του εννόμου αγαθού άλλου, από υπαιτιότητα του πράττοντος και φυσικά θα αιτιολογούσε την άρνηση εφαρμογής της διάταξης αυτής . Διότι για να δεχθούμε κατά νόμω την συνδρομή κατάσταση ανάγκης, πρέπει ο δράστης να ενήργησε προς αποτροπή ανυπαίτιου κινδύνου, δηλ. κινδύνου ο οποίος απειλεί χωρίς δική του υπαιτιότητα το έννομο αγαθό που επιχειρεί να διασώσει. 

          Όμως τέτοιες παραδοχές πραγματικών περιστατικών δηλ. περί υπαιτιότητάς μου (δόλος ή αμέλεια) που να καλύπτουν τόσο την γένεση του κινδύνου όσο και το ενδεχόμενο προσβολής εννόμου αγαθού άλλου, δεν διαλαμβάνονται στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί πώς μετά ταύτα οδηγείται στο αποδεικτικό της συμπέρασμα και απόρριψη του ισχυρισμού με αυτή την ελλιπή και οπωσδήποτε αλυσιτελή αιτιολογία.

          Και ούτε φυσικά μπορεί να γίνει δεκτό στα πλαίσια του ελέγχου περί σαφούς, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ότι οι ανωτέρω ελλείπουσες παραδοχές, υπονοούνται ή εμπεριέχονται υπόρρητα κατά λογική αναγκαιότητα στην μόνη ανωτέρω παραδοχή της περί προηγούμενης γνώσης του επικλινούς, αφού αν μη τι άλλο, οι παραδοχές περί υπαιτιότητας προϋποθέτουν και περαιτέρω παραδοχές πραγματικών περιστατικών είτε για παραβίαση ενός (και ποιού) συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας καθώς και για την αντικειμενική και υποκειμενική δυνατότητα πρόβλεψης και συμμόρφωσης του πράττοντος (εφόσον πρόκειται για προσβολή από αμέλεια), είτε παραδοχές περιστατικών για σκόπιμη δράση (επιδίωξη), ή για πρόβλεψη της πραγμάτωσης της προσβολής ως αναγκαίας ή ενδεχόμενης και αποδοχής αυτής από τον πράττοντα (αναγκαίος ή ενδεχόμενος δόλος αντίστοιχα),  δηλ. πραγματικά περιστατικά πέρα από τη γνώση του επικλινούς, τα οποία απουσιάζουν πλήρως.

          Άλλωστε, ειδικά για την υπαιτιότητα ως προς την «προσβολή του εννόμου αγαθού άλλου», με την μορφή αμέλειας (αφού παραδοχές περί σκόπιμης πρόκλησης κινδύνου όχι μόνο απουσιάζουν, αλλά και οπωσδήποτε θα έπασχαν και από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα αφού δεν θα μπορούσαν να αιτιολογηθούν απ` αυτά, ενώ και η ίδια η προσβαλλόμενη δέχεται την κατάσταση κινδύνου λόγω του επικλινούς του εδάφους και της πτώσης των δένδρων, που συνιστά πραγματική κατάσταση), απουσιάζουν καταρχήν από το σκεπτικό της, οι θεμελιώδεις παραδοχές πραγματικών περιστατικών περί της αντικειμενικής παραβίασης και ποιού καθήκοντος επιμέλειάς μου (χωρίς τέτοια παραβίαση ενός καθήκοντος επιμέλειας, δεν νοείται καν εξωτερική αμέλεια). Και τούτο διότι ακόμη και η ίδια παραδέχεται ότι παρόντες κατά τον έλεγχο του τόπου προ της υλοτομίας, ήταν και οι αρμόδιοι δασάρχες οι οποίοι «ήλεγξαν και προέβησαν σε σήμανση των δέντρων προς υλοτομία, λαμβάνοντας υπόψη και το επικλινές έδαφος». Μετά δε ταύτα παραδέχεται ότι προέβην στην υλοτομία των προσημανθέντων με άδεια-έγκριση υλοτομίας, συνεπεία της οποίας, λόγω του επικλινούς του εδάφους, τα υλοτομούμενα έπεφταν πάνω στα άλλα, με αποτέλεσμα την πρόκληση κατάστασης κινδύνου κλπ. Μπορεί συνεπώς να υποτεθεί βάσιμα ότι οι παρόντες αρμόδιοι δασάρχες, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν αντικειμενικά με βάση τις, υπέρτερες συγκριτικά με εμένα, ικανότητες, εμπειρία και τις γνώσεις τους, ότι λόγω του επικλινούς του εδάφους υπάρχει ο κίνδυνος τα προσημανθέντα που όρισαν να υλοτομηθούν να πέφτουν, λόγω της κλίσης του εδάφους, πάνω στα χθαμαλότερα ιστάμενα και έτσι να προκύπτει η ανάγκη να κοπούν και αυτά τελικά για να αποληφθεί η ξυλεία και για να μην κινδυνεύουν οι εργαζόμενοι υλοτόμοι από τις καταπτώσεις; Πολλού γε δεί.

          Εφόσον λοιπόν το αποτέλεσμα (προκληθησόμενος κίνδυνος και ενδεχόμενο προσβολής των μη προσημανθέντων) ήταν αντικειμενικά προβλεπτό και επιπλέον μπορούσαν λόγω των ικανοτήτων και των γνώσεών τους να το προβλέψουν και μάλιστα καθ` ον τρόπο επήλθε και άρα να το αποφύγουν και παρά ταύτα δεν απαγόρευσαν την υλοτομία, αλλά αντίθετα επέτρεψαν αυτήν (αφού παραδέχεται την υλοτομία των νόμιμων προσημανθέντων εξ` αιτίας της οποίας έπιπταν αυτά πάνω στα άλλα), ούτε και η υπαιτιότητα μου στην πρόκληση κινδύνου θα μπορούσε να αιτιολογηθεί. Διότι ακριβώς επειδή υλοτομήθηκαν αυτά που προσημάνθηκαν μετά απο άδεια που εδόθη προς τούτο, αν και γνώριζαν οι δασάρχες που τη χορήγησαν το επικλινές και άρα και το ενδεχόμενο να πέσουν πάνω σε άλλα και έτσι αιτιωδώς να προκύψει η αντικειμενική ανάγκη να κοπούν και αυτά τελικά για να αποληφθεί η ξυλεία και για να μην κινδυνεύουν οι υλοτόμοι, τότε κινήθηκα εντός των ορίων της αρχής της εμπιστοσύνης και άρα ενήργησα επιμελώς, αφού η επιχείρηση πράξης εντός των ορίων της αρχής της εμπιστοσύνης, αποκλείει την παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας, συνιστά δηλ. επιμελή πράξη. Διότι δικαιούμαι να έχω εμπιστοσύνη ότι η Αρχή που γνωρίζει την πραγματική κατάσταση και προβλέπει το ενδεχόμενο κατάπτωσης και παρά ταύτα επιτρέπει την υλοτομία ενεργητικά αφού παρέχει μετά ταύτα την άδεια, ενεργεί σύννομα και συναφώς ότι αυτός είναι ο ορθός-επιμελής τρόπος υλοτομίας.

          Συνεπώς και με την επάλληλη αυτή αιτιολογία η προσβαλλόμενη είναι αναιρετέα για έλλειψη σαφούς, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως επειδή εκ πλαγίου παραβίασε την ΠΚ 25 αφού η ανωτέρω διαληφθείσα αιτιολογία για την άρνηση εφαρμογής της είναι και ελλιπής και αλυσιτελής.

Επισημαίνεται εδώ ότι η οποιαδήποτε αιτίαση ότι δεν απαιτούνταν η ανωτέρω αιτιολογία συνολικά ή ότι εκ του περισσού και ως μη ώφειλε η προσβαλλόμενη προέβη στην ανωτέρω αιτιολόγηση διότι δήθεν δεν  πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό (170.2, 333.2 ΚΠΔ), διότι τάχα μόνο γι` αυτούς απαιτείται εδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψή τους, πέραν του ότι προσκρούει στο άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ (βλ. κατωτέρω), αφού διαφορετικά προσβάλλεται το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου (171.1δ ΚΠΔ), καθόσον στερείται το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, προσκρούει ήδη εκ προοιμίου στην παραδοχή της προσβαλλόμενης περί προβολής υπ` εμού ισχυρισμού που τείνει στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης της παράνομης υλοτομίας (των μη προσημανθέντων), λόγω κατάστασης ανάγκης κατά την ΠΚ 25, τον οποίο ούτε ως αόριστο, ούτε ως νόμω αβάσιμο, ούτε ως ασαφή απέρριψε, αφού αν μη τι άλλο ασχολήθηκε με αυτόν και τον απέρριψε στην ουσία του. Υπενθυμίζεται ότι ως αυτοτελείς ισχυρισμοί, κρίνονται παγίως, μεταξύ άλλων και αυτοί που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης (και) λόγω κατάστασης ανάγκης κατά την ΠΚ 25. (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1166/1988, ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτης, ό.κατωτ. υπο 510, αρ. 84, σελ.3114, όπου και πλήθος νομολογίας)

Σε κάθε όμως περίπτωση όμως η υποχρέωση αιτιολόγησης υπήρχε διότι η προσβαλλόμενη παραδέχεται στην αιτιολογία της ότι κατά τη διαδικασία προέκυψαν πραγματικά περιστατικά που κατέστησαν αναγκαία την ενασχόληση του δικαστηρίου με την διαπίστωση στοιχειοθέτησης του συγκεκριμένου λόγου άρσης του αδίκου και δια τούτο είχε υποχρέωση πλήρους, σαφούς, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την άρνηση εφαρμογής της. Η υποχρέωση δηλ. αιτιολόγησης καθιερώνεται όχι μόνο όταν προβλήθηκε αυτοτελής ισχυρισμός, αλλά και όταν κατά τη διαδικασία προέκυψαν πραγματικά περιστατικά που καθιστούν αναγκαία την ενασχόληση του δικαστηρίου με την διαπίστωση στοιχειοθέτησης ενός λόγου άρσης του αδίκου (Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, 2007, Γενικό Μέρος Ι, σελ. 381-382, Λ. Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. ΙΙ, υπο άρθρο 510, πλαγ. 79-81 όπου και νομολογία και η δογματική συζήτηση)

Αλλά και σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι πρόκειται για ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας, αφού ο λόγος άρσης του αδίκου (κατάσταση ανάγκης) έχει αυτόν τον αρνητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι όταν συντρέχει, κατ` εξαίρεση δικαιολογείται η πράξη, και πάλι η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν απεμπολείται διότι:

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ’ αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και μια τέτοια αιτιολογία δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που ορίζει ότι «παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου Δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως», προκύπτει, ότι η πολιτεία μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.

Τα ανωτέρω (μετά από χρόνια σφοδρή κριτική της επιστήμης για την αδικαιολόγητη από πλευράς αιτιολογίας, αντιμετώπιση των αρνητικών από τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αστικής προελεύσεως. βλ. για την συζήτηση Λ. Μαργαρίτης ό.α), δέχεται ήδη η νομολογία του ΑΠ, ιδίως κάτω από το βάρος της ισχύος και της τήρησης των, υπέρτερης ισχύος, διατάξεων 6.1 ΕΣΔΑ, 14 ΔΣΑΠΔ και 11 Οικ.Διακ.Δικ.Ανθρώπου, αλλά και της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ (με την οποία συστηματοποιήθηκαν τα πορίσματα του ΔΕΕ και ΕΔΔΑ για το τεκμήριο αθωότητας) ήτοι:

 ΑΠ 1827/2019 (Ποιν. Δικ. 2/2020, σελ. 234), που αναίρεσε για τους λόγους Α` και Δ` του 510.1 ΚΠΔ, δεχθείσα ότι «δεν εκτίθεται παντελώς η θέση του Δικαστηρίου επί του καίριου αρνητικού ισχυρισμού που προτάθηκε στο ακροατήριο από τους κατηγορούμενους ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι υποστήριξαν ότι κατά το χρόνο προκλήσεως της πυρκαγιάς ευρίσκονταν σε άλλο τόπο και δη ότι ευρίσκονταν σε καφετέρια της ... και όχι στη ... στην περιοχή ... της τοπικής κοινότητας ..., όπου έλαβε χώρα η πράξη του εμπρησμού, γεγονός που κατατίθεται και από τους εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες υπεράσπισης.» (βλ. ανωτέρω αποδεικτικά μέσα-καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης)

ΑΠ 349/2019 (ΠοινΔικ 12/2019, σελ. 1348), η οποία επίσης πανομοιότυπα με την ίδια αιτιολογία και για τους ίδιους λόγους αναίρεσης Α` και Δ`, αναίρεσε δεχθείσα ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης περί απόρριψης του αρνητικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος την επιταγή, αλλά τρίτος, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και έτσι η έλλειψη αυτή στέρησε τον κατηγορούμενο στο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, επερχομένης έτσι απόλυτης ακυρότητας (171. 1 δ` ΚΠΔ) για στέρηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων.

ΑΠ 101/2018 (ΠονΧρ 2018,517, με συμφ. παρατ. Α. Κωνσταντινίδη, ΠοινΔικ 2018,409, με συμφ. παρατ. Α. Ζαχαριάδη) που αναίρεσε επίσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας διότι το δικαστήριο δεν απάντησε αιτιολογημένα στον ισχυρισμό του κατηγορούμενου που στην απολογία του «επικαλούμενος..., την παράλληλη εξέλιξη πολλών έργων, τον φόρτο εργασίας του, την άποψή του ότι οι συνεργάτες του είχαν κάνει τον έλεγχο, καθώς και την πεποίθησή του ότι δεν υπήρχαν οικονομικές διαφορές του ιδίου με την ..  ., αρνήθηκε τη δόλια προαίρεσή του για τη διάπραξη της εν λόγω αξιόποινης εξακολουθητικής πράξεως» (βλ. ανωτέρω απολογίες μου)

ΑΠ 1821/2016 Ζ` Ποινικό Τμήμα (ΠοινΧρ 2017, 427, με συμφ.παρατ.Α. Κωνσταντινίδη, ΠοινΔικ 2017, 843 με συμφ. παρατ. Κ. Χατζηιωάννου) που αναίρεσε για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας διότι το δικαστήριο δεν απάντησε αιτιολογημένα στον αρνητικό ισχυρισμό του κατηγορούμενο ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος την επιταγή. (όμοια και η ΑΠ 1819/2016, ΝΟΜΟΣ)

 ΑΠ 767/2019 (ΠοινΔικ 1ος/2020, 81, ΝΟΜΟΣ) που αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας ισχυρισμού που δεν είναι αυτοτελής, αλλά καίριας σημασίας εν` όψει της άρνησης του κατηγορουμένου

Άλλωστε ήδη μετά το ν. 4596/2019 και 4620/19, στο άρθρο 178.2 εδ. β` και γ` ΚΠΔ, ορίζεται ότι «Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια

Όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4596/2019, με τα εδ. β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 177Α προϊσχύσαντος ΚΠΔ (αντίστοιχα των εδ. β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 178 νέου ΚΠΔ) επεκτείνεται στην αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο «η ρύθμιση του άρθρου 274 ΚΠΔ, από την οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε φέρει το βάρος να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα, αλλά ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει και να εξετάσει όσα ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε υπέρ του». 

Γίνεται δε ήδη δεκτό (Χ. Σεβαστίδης: Η σημασία και λειτουργία του άρθρου 178 παρ. 2 και 3 του νέου ΚΠΔ, ΠοινΔικ. 4ος/2019, 431 επ) ότι α) ως «στοιχείο» κατά το εδ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 178 ΚΠΔ πρέπει να εκλαμβάνεται κάθε ισχυρισμός ή επιχείρημα που προβάλλει ο κατηγορούμενος ή ο ύποπτος. Αντίθετα, ο όρος «στοιχείο» κατά τη διάταξη αυτή δεν έχει το νόημα αποδεικτικού στοιχείου-μέσου, ενόψει του ότι αμέσως στη συνέχεια στην ίδια διάταξη γίνεται αναφορά σε αποδεικτικό μέσο και συνεπώς η επανάληψη του ίδιου όρου με χρήση διαφορετικής λέξης θα ήταν περιττή. Εξάλλου, όπως προκύπτει και από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4596/2019 και θα αναφερθεί και στη συνέχεια, σκοπός της διάταξης του άρθρου 178 παρ. 2 ΚΠΔ (και της αντίστοιχης του άρθρου 177Α παρ. 1 προϊσχύσαντος ΚΠΔ) ήταν εκτός των άλλων και η εγκατάλειψη της (αστικής προέλευσης) κατασκευής των αυτοτελών ισχυρισμών και συνεπώς η επέκταση της έρευνας και αιτιολόγησης των αποφάσεων και σε κάθε (απλό) ισχυρισμό ή επιχείρημα του κατηγορουμένου· και β) το ρήμα «ερευνώ» στο εδ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 178 ΚΠΔ έχει διττό περιεχόμενο, ήτοι αφενός τη διερεύνηση της υπόθεσης με σκοπό την ανακάλυψη νέων αποδεικτικών στοιχείων, σχετιζόμενων με την υπόθεση αφετέρου τη μελέτη των δεδομένων και των ήδη συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να φωτιστούν καλύτερα όλες οι πτυχές της υπόθεσης. Αυτό είναι προφανές, αφού το ρήμα αυτό (ερευνώ) έχει στη διάταξη αυτή ως αντικείμενο όχι μόνο τα αποδεικτικά μέσα, αλλά και κάθε «στοιχείο» που επικαλείται ο κατηγορούμενος, που όπως ήδη αναφέρθηκε αφορά τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα των υπόπτων/κατηγορουμένων, τα οποία φυσικά δεν προσφέρονται για συλλογή, αλλά μόνο για εκτίμηση και μελέτη.

Έτσι λοιπόν γίνεται δεκτό ότι η διατύπωση του άρθρου 178 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις σκέψεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν 4596/2019 πρέπει να εκληφθεί ως σαφής νομοθετική αποδοχή της σύγχρονης τάσης που διαμορφώνεται στον Άρειο Πάγο σε σχέση με την (αστικής προέλευσης) νομολογιακή κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών και δέχεται ότι το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα (όχι μόνο τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά) και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, δηλαδή όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου, που πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο πραγματικό, διαφορετικά η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας και λόγω απόλυτης ακυρότητας με βάση το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Όπως ορθά επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4596/2019, «η νομολογιακή κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών κινείται στο όριο της απαγόρευσης μετάθεσης βάρους απόδειξης στον κατηγορούμενο» και συνεπώς πρέπει πλέον να εγκαταλειφθεί. Αυτή είναι ουσιαστικά η σημαντική συμβολή του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 178 ΚΠΔ στη σταδιακή εγκατάλειψη της κατασκευής των αυτοτελών ισχυρισμών, αφού υποχρεώνει το δικαστήριο να εξετάζει κάθε ισχυρισμό του κατηγορουμένου και να αποφαίνεται επ’ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

3ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ (Απόλυτη ακυρότητα 171.1δ`, 510.1 Α` ΚΠΔ)

Σύστοιχα λοιπόν με τον ανωτέρω προβληθέντα λόγο αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1 Δ` ΚΠΔ) αναφορικά με την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού μου περί συνδρομής κατάστασης ανάγκης, άλλως της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ΠΚ 25 με την μορφή της εκ πλαγίου παράβασης αυτής, ζητώ για τους ανωτέρω λόγους που εκτέθηκαν και την αναίρεσή της για τον λόγο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και 171 παρ. 1δ΄ του ΚΠΔ διότι:

Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το ΝΔ 53/19/20.9.1974, κατά την οποία «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Κατ` αυτό, η πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη κυριότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και 171 παρ. 1δ΄ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως (βλ.ανωτέρω αποφάσεις ΑΠ).

Επειδή εν προκειμένω, όπως αναλύθηκε εκτενώς, η προσβαλλόμενη με αλυσιτελείς, ελλιπείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, όπως οι πλημμέλειες αυτές αναφέρονται ανωτέρω συγκεκριμένα και για κάθε επάλληλη παραδοχή της, απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό μου είτε θεωρηθεί αυτός αυτοτελής, είτε υπερασπιστικός, αν και τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελίωναν κατά νόμω είχαν εισφερθεί στη δίκη από τα αποδεικτικά μέσα και την απολογία μου και πάντως τα παραδέχεται και η προσβαλλόμενη όπως αναλυτικά ανωτέρω αναφέρεται και επιπλέον ασχολήθηκε με αυτά στην ουσία τους και δια τούτο υπέπεσε και στην αναιρετική πλημμέλεια του στοιχ. Α` της ΚΠΔ 510.1 της απόλυτης ακυρότητας που επισυνέβη στο ακροατήριο κατ` ΚΠΔ 171.1 δ`, αφού μου στέρησε έτσι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Δέον λοιπόν και αιτούμαι  να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ΚΠΔ προβαλλόμενος ανωτέρω 2ος λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και ο περιλαμβανόμενος σ` αυτόν παρών 3ος λόγος περί απόλυτης ακυρότητος (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και 171 ΚΠΔ), διότι εκ της άνω ελλείψεως μου στέρησε και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη που παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος άρθρο 28 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 

                         4ος Λόγος αναίρεσης

Σε κάθε όμως περίπτωση και ανεξάρτητα από το ερώτημα περί   αυτοτελούς ή απλού υπερασπιστικού ισχυρισμού, η προσβαλλόμενη είναι αναιρετέα λόγω έλλειψης αιτιολογίας (στοιχ. Δ` 510.1 ΚΠΔ) ως προς τα αποδεικτικά μέσα (λόγος που εξετάζεται αυτεπάγγελτα) και για έλλειψη νόμιμης βάσης (στοιχ. Ε` 510.1 ΚΠΔ) καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 25ΠΚ και 268.1β` ΔΚ.

Διότι παρά την αναφορά στην αρχή του σκεπτικού της στα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δεν προκύπτει παντάπασι ότι, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση της, συνεκτίμησε και αξιολόγησε τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και την απολογία μου αλλά και τις σχετικές επ’ αυτών αιτιάσεις μου περί συνδρομής του ανωτέρω λόγου άρσης του αδίκου, που είναι καταλυτικά της κατηγορίας αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία και ουδόλως αντικρούονται στο αιτιολογικό (βλ. ενδ ΑΠ 524/2017, ΝΟΜΟΣ, αλλά και κατωτέρω αποφάσεις) και συνεπώς δεν συνάγεται με βεβαιότητα ότι αυτά συνεκτιμήθηκαν και ελήφθησαν υπόψη για τον σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσης. Συγκεκριμένα:

Η προσβαλλόμενη απόφαση με καταδίκασε ως φυσικό αυτουργό του ανωτέρω αδικήματος της παράνομης υλοτομίας, δεχθείσα όπως ειπώθηκε ότι δεν συνέτρεξε/αποδείχθηκε η συνδρομή λόγου άρσης αδίκου-κατάστασης ανάγκης, που δικαιολογεί την πράξη.

Αυτό φυσικά συνιστά κρίση περί τα πράγματα (αναιρετικά ανέλεγκτη).

Όμως, η ύπαρξη, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αυτού του αποδεικτικού πορίσματος (και συναφούς καταδικαστικής κρίσης), δηλ. των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπ` όψη, είναι ζήτημα νομικό που  χρήζει αιτιολόγησης, αλλά δεν αιτιολογεί:

Γίνεται απολύτως δεκτό ότι ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται  όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα, επάρκεια και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστήριο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Συνεπώς ο πυρήνας της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας βρίσκεται στα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την συγκεκριμένη αποδεικτική διαδικασία, γιατί χωρίς αυτά καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος του υπαγωγικού συλλογισμού. (αντί άλλων, Λ. Μαργαρίτης: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. δεύτερος, 2012, Νομική Βιβλιοθήκη, υπο 510, πλαγιαριθμός 89, σελ. 3139-3140 όπου και παραπομπές σε νομολογία και επιστήμη).

Ειδικότερα, «ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως».(η διατύπωση αυτούσια σε ΑΠ 2429/2008 ΝΟΜΟΣ, αλλά και κατωτέρω αποφάσεις)

Μάλιστα η ανάγκη για αιτιολογία και ως προς τις αποδείξεις, με την έννοια ότι οπωσδήποτε πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά απ` αυτά επιλεκτικά, εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και αν προέβη σε ρηματική αναφορά των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 337/11 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 129/2007, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2007 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2007, σελ. 39, ΑΠ 1010/1997 ΠΧ ΜΗ, 354) και φυσικά δεν υφίσταται αιτιολογία όταν δεν υπάρχει καμία αναφορά σε όλη την απόφαση για τα αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν απ` αυτά, αφού και στην περίπτωση αυτή ουδόλως συνάγεται ότι έλαβε υπ` όψη και συνεκτίμησε, όλα τα αποδεικτικά μέσα.

Έτσι γίνεται δεκτό ότι, ιδίως για όσα επικαλέστηκε και προσκόμισε ο κατηγορούμενος για να στηρίξει υπερασπιστικό του ισχυρισμό, δεν υφίσταται αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα, όταν η απόφαση «δεν αναφέρθηκε καθόλου στα υποστηριζόμενα υπό του κατηγορουμένου και των αποδεικτικών του μέσων πραγματικά περιστατικά» (ΑΠ 2151/2004 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2006, 269, ΑΠ 1038/2006 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2006, 269) ή «όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει ή δεν είναι βέβαιο ότι εκτίμησε στο σύνολό του κάποιο ουσιώδες και κρίσιμο έγγραφο που αναγνώστηκε ή μία σημαντική μαρτυρική κατάθεση» (ΑΠ 1837/2016 ΝΟΜΟΣ)

Ήδη δε όπως ειπώθηκε, το δικαστήριο οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι, πολλώ δε μάλλον όταν αυτά είναι καίριας σημασίας και καταλυτικά για την δικαιολόγηση της πράξης (ΑΠ 1065/2017 ΠοινΔικ 5/2018, σελ. 535 με παρατ. Ν. Κουμουλέντζου, ΑΠ 1837/2016, ΠινΔικ 6/2018, σελ. 663 με παρατ. Κ. Χατζηιωάννου, ΑΠ 1240/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 707/2011, ΑΠ 337/ 2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (συμβ) 971/2009 Πρ &Λογ ΠΔ 2009,415, ΑΠ 1702/2008 σε Συμβ. Ποιν.Χρον ΝΘ 650, ΑΠ 1883/2008 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2009, σελ.3, ΑΠ 129/2007 Ποιν.Χρον. ΝΖ 595, ΑΠ 1465/2006 Πρ&Λόγος ΠΔ 2006, 442, ΑΠ 1465/2006 ΠινΛογ 2006,1353, αλλά και παλιότερα ιδίως ΟλΑΠ 9/2001, ΑΠ 167/2003, ΑΠ 699/2000, ΑΠ 313/1994 ΠΧ 1994, 491, ΑΠ 1537/1995 ΠΧ 1996,878, Απ 1109/83 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 167/03 και 366/03 ΠοινΛογ 2003,194 και 333, Λ. Μαργαρίτης: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. δεύτερος, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, υπο 510, πλαγιαριθμός 91, ιδίως σελ. 3144-3145)

 Εν προκειμένω, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης και των πρακτικών της, προκύπτει ότι απλά δεν έλαβε υπ` όψη της καθόλου τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι μάρτυρες υπεράσπισης και κατηγορίας που εξετάστηκαν ενώπιόν της, όπως και την απολογία μου, αλλά και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν επίσης τις καταθέσεις των μαρτύρων μου υπεράσπισης και κατηγορίας και την απολογία μου και για τα οποία δέχεται ότι αναγνώσθηκαν και ρηματικά ότι ελήφθησαν υπόψη, αλλ` ούτε και τις επ` αυτών αιτιάσεις μου, δηλ. τις αιτιάσεις μου περί κατάστασης ανάγκης που επιστηρίζονταν στα υπ` αυτών κατατεθέντα γεγονότα, παρά την προς τούτο ρηματική της αναφορά, τα οποία απέκλεισε παντελώς, μη διαλαμβάνοντας καμία παραδοχή γι` αυτά, από τα οποία  όμως, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτής και των πρακτικών, εισφέρθηκαν στη δίκη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν την πράξη για την οποία με κήρυξε ένοχο, λόγω συνδρομής κατάστασης ανάγκης κατ` 25ΠΚ, δηλ. κατέλυαν την κατηγορία και απέκλειαν το τελειωτικό άδικο της πράξης και συναφώς την τελειωτική κρίση του διατακτικού της προσβαλλόμενης, καθόσον αυτή η κρίση για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, προϋποθέτει τη θετική διαπίστωση ότι πληρούται η ειδική υπόσταση του εγκλήματος και την αρνητική διαπίστωση ότι δεν συντρέχει in concreto κάποιος λόγος άρσης του αδίκου (Χρ. Μυλωνόπουλος ό.α σελ. 381).

 Συγκεκριμένα, αγνόησε προκλητικά και φανερά δεν έλαβε υπ`όψη, αφού διαλαμβάνει εντελώς αντίθετες παραδοχές από αυτά που εισφέρθηκαν στην δίκη από τα αποδεικτικά μέσα (βλ.ΑΠ 658/08 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 313/94 ό.α, ΑΠ 1109/83 ΝΟΜΟΣ), τα εξής αποδεικτικά μέσα και πραγματικά περιστατικά που εισφέρθηκαν στην δίκη από αυτά, σύμφωνα με τα πρακτικά της, ήτοι:

Από την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον της προσβαλλόμενης-πρακτικά ++++:

+++++: μάρτυρας κατηγορίας και ο δασοφύλακας που διαπίστωσε την παράνομη υλοτομία: ««…Έκοβε τα προσημειωμένα και θα μπορούσε να κόψει και από κάτω δέντρα, εάν ήταν αναγκαίο αλλά, δεν ειδοποίησε την υπηρεσία για αυτό. Έπρεπε να πάρει σχετική άδεια από την υπηρεσία, εάν είχε πρόβλημα να κόψει προσημειωμένα δέντρα, λόγω κινδύνου πως θα πέσουν πάνω σε εργάτες και ζώα. Εάν υπήρχε κίνδυνος λόγω διαμόρφωσης εδάφους έπρεπε να πάρει άδεια από την υπηρεσία. Ακόμη και αν το κόψιμο προσημειωμένου δέντρου έπεφτε σε άλλο και το τσάκιζε και έπρεπε να το κόψει, έπρεπε να ενημερώσει την υπηρεσίαΑν πέσει 1 δέντρο πάνω σε κάποιο άλλο δέντρο, είναι επικίνδυνα, πρέπει να κοπεί. Πρέπει να καθαριστεί και να πέσει ο έλατος γιατί είναι επικίνδυνα…». Και στην συμπληρωματική του κατάθεση στα ίδια πρακτικά « Δεν έχει συμβεί να σφραγίζουν τα δένδρα τα οποία κόβονται λόγω επικινδυνότητας»

+++ : μάρτυρας κατηγορίας και δασοφύλακας «…Υπάρχει μια ανοχή 10% από την υπηρεσία μας για να κοπούν δέντρα τα οποία ίσως είναι επικίνδυνα, μετά την υλοτόμηση…».

 ++++ : μάρτυρας υπεράσπισης «…Είναι δύσβατη περιοχή. Στο κόψιμο ενός δέντρου, μπορεί να σπάσουν και άλλα δέντρα. Πρέπει να στηρίξουμε το έδαφος για να περάσουν τα ζώα, για να μην σκοτωθούν. Αυτά που είναι να κόψουμε, τα σημαδεύει ο κ. ++++, τα κομμένα. Το Δασαρχείο το γνώριζε αυτό, ότι σημαδευόταν τα κομμένα…»

Κτγ : «…Το σημείο ήταν δύσβατο και αναγκαστήκαμε να κόψουμε και κάποια άλλα δέντρα….Υπήρχαν εργάτες και ζώα που έπρεπε να προστατευθούν και να περάσουν και στην συμπληρωματική απολογία «Δεν πήρα ξύλα. Τα έβγαλα στον δρόμο για να τα μετρήσει η υπηρεσία»

 Πρακτικά & απόφαση ++++ ΜΠλημ Καρδίτσας (πρωτόβαθμο)

+++ : «... Είπε ότι τα παράνομα ότι θεώρησε να τα κόψει και να τα υπογράψει με το δικό του όνομα και τα άφησε εκεί. Τα έκοψε τα έβαλε σημάδι και τα άφησε εκεί…Είναι ψηλά εκεί σε απόκρημνη περιοχή. Αυτός ο έλατος μπορεί να πέσει πάνω σε άλλο δέντρο. Να πέσει σε άλλο δέντρο υπήρχε περίπτωση να το τσακίσει ή να μείνει πάνω στο άλλο δέντρο. Για να πάρει αυτό που μένει πάνω, έπρεπε να κόψει το από κάτω δέντρο. Πρέπει να ενημερώσει την υπηρεσία μας. Η διαφορά στην νομιμότητα είναι η ενημέρωση της υπηρεσίας μας. Για να μην γίνει κάποιο ατύχημα θα ενημερωνόταν η υπηρεσία μας για να το κάνει. Δεν είναι κάτι που θα πάει επιπλέον. Όταν πέσει δέντρο πρέπει να κοπεί γιατί είναι επικίνδυνο…»

++++ : «Μπορεί κάποια να πέσουν πάνω σε κάποια άλλα και επιτρέπεται να κοπούν για να μην γίνει εργατικό ατύχημαΣε αυτήν την περίπτωση αν μπορεί να μας ειδοποιήσει για κάθε δέντρο, όχι…Είχε μετατοπιστή ο κατηγορούμενος, δεν είχε δρόμο εκεί. Αν έκοβε στο πάτημα των ζώων για να περάσει δεν ξέρω. Γίνεται αυτό δεν είναι παράνομο αν ο μουλαράς έκοψε αυτός κάτι, προφανώς ναι. Δεν θα το απαγορεύαμε για να βγάλει τα ξύλα έξω…Γιατί άφησε μέσα του τόνους τα ξύλα δεν ξέρω. Γιατί δεν πήρε τα ξύλα ο κατηγορούμενος δεν ξέρω.»

++++ : «…Στο συγκεκριμένο σημείο είναι δύσβατο. Όταν ένα δέντρο κοπεί πάει και κρεμιέται σε άλλο που το σπάει και κρεμιέται. Πρέπει να κοπούν και αυτό το ξέρει το δασαρχείο. Ο κατηγορούμενος ενημέρωσε το δασαρχείο...Ήμουν στο δάσος ακολουθούσα τις εργασίες υλοτομίας. Είδα πολλά να κόβονται και να πέφτουν πάνω σε άλλα. Τα έλατα φτάνουν στα 25 μέτρα. Το έδαφος είναι δύσβατο, άμα πέσει ένα έλατο μπορεί να πάρει και 4-5 δέντρα μαζί. Πρέπει να κοπεί από την ρίζα για να μην υπάρχουν και ατυχήματα. Γίνονται αυτά στην υλοτομία. Πηγαίνουν και υλοτομούν, αν δεν το έκανα εγώ δεν μπορούσε ο κατηγορούμενος να μπει, κινδύνευα εγώ και τα ζώα. Πήγαινε ο κατηγορούμενος τα σημάδευε με τσεκούρι, σπρέι για να είναι νόμιμος, να μην πουν ότι τα έκοψε παράνομα…Όταν έρχονταν από το δασαρχείο τα έβλεπαν. Σε εμένα δεν είπαν τίποτα. Τι να του πουν του κατηγορούμενου δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς…»

Κτγ: «Είμαι έμπορος, δεν υλοτομώ παράνομα. Οι εργασίες που κάνω γίνονται κατόπιν μελέτης, υπήρχε για το συγκεκριμένο. Αναγκάστηκα να κόψω ξύλα για να γίνουν εργασίες. Ενημέρωσα ότι τα έκοβα εγώ. Ήταν πολύ δύσβατο το μέρος…Ήθελα να διασφαλίσω και την σωματική ακεραιότητα των εργατών. Το γνώριζε το δασαρχείο, ήταν εκεί σχεδόν κάθε μέρα…»     

Εν προκειμένω είναι φανερό ότι τα ανωτέρω κατατεθέντα για τις περιστάσεις και συνθήκες υλοτομίας, οπωσδήποτε δεν επιστηρίζουν ως   ασύμβατα και διάφορα τουλάχιστον, αν όχι αντίθετα, το αποδεικτικό της πόρισμα περί μη συνδρομής κατάστασης ανάγκης. Όμως δεν αιτιολογεί ειδικά, με αντίθετες παραδοχές περιστατικών και σχετικούς επ` αυτών συλλογισμούς, γιατί από αυτά τα αποδεικτικά μέσα και τα εισφερθέντα πραγματικά γεγονότα για τις συγκεκριμένες συνθήκες υλοτομίας αποκλείεται η συνδρομή του λόγου άρσης του αδίκου εκ της καταστάσεως ανάγκης στην συγκεκριμένη περίπτωση και συνεπώς δεν προκύπτει από ποια αντίθετα αποδεικτικά μέσα και πραγματικά περιστατικά που παραθέτει (παραδοχές) και γιατί (με ποιους δηλ. συλλογισμούς), πείστηκε περί της μη συνδρομής του συγκεκριμένου λόγου άρσης του αδίκου της πράξης, με αποτέλεσμα να αποκλείει την συνδρομή του χωρίς παράθεση περιστατικών και άρα χωρίς ειδική αιτιολογία.

Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία αναφορά και παραδοχή περιστατικών στις αιτιολογίες της στο περιεχόμενο των ανωτέρω καταθέσεων και στα εξ` αυτών προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά που αφορούν στο ότι προκλήθηκε κίνδυνος και ποιος, ποιόν απειλούσε, με ποιες ενέργειες μπορούσε να αποτραπεί και ειδικώς ότι ήταν αναγκαία ή όχι η προσβολή του εννόμου αγαθού άλλου για να αποσοβηθεί αυτός, αν και, σύμφωνα με το περιεχόμενο των ανωτέρω καταθέσεων, προκλήθηκε κατάσταση κινδύνου λόγω πτώσης των υψηλότερα ιστάμενων και υλοτομούμενων στα χαμηλότερα λόγω κλίσης του εδάφους, με αποτέλεσμα να προκαλείται άμεσος κίνδυνος να σπάσουν ή να καταπέσουν και αυτά και άρα να κινδυνεύουν οι εργαζόμενοι στο δάσος υλοτόμοι και μετατοπιστές και άρα ότι παρίστατο αδίρητη η ανάγκη να κοπούν και αυτά και ας μην ήταν προσημασμένα, αφού η κοπή τους ήταν το μόνο μέτρο αποτροπής του κινδύνου, σύμφωνα με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, καθόσον άλλωστε όπως το ίδιο το δασικό όργανο κατέθεσε για την κοπή αυτή, «Η διαφορά στην νομιμότητα είναι η ενημέρωση της υπηρεσίας μας» και όχι η παράλειψη της κοπής των μη προσημναθέντων.

Για τα ανωτέρω λοιπόν πραγματικά περιστατικά, δικαιολογητικά της πράξης, που προκύπτουν από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει καμία αναφορά και αντίθετη παραδοχή στο σκεπτικό της και συνεπώς δεν προκύπτει ότι τα έλαβε υπόψη και ότι τα εκτίμησε, παρά τη ρηματική προς τούτο αντίθετη αναφορά της. Διότι παραδοχές με περιεχόμενο αντίθετο ή διάφορο των ανωτέρω καταθέσεων που θα τις αντέκρουαν, δηλ. ότι η υλοτόμηση δένδρων εκτός  προσημασμένων δεν ήταν αναγκαία διότι κανένας κίνδυνος δεν προκαλούνταν στους εργάτες από την πτώση των δένδρων αφού αυτά (τα εκτός προσημάνσεως) δεν έσπαγαν από την  πτώση των άλλων δένδρων επειδή δεν είναι επικλινές το έδαφος, ή ότι αν και έσπαγαν, δεν ήταν αναγκαία η κοπή τους για την αποτροπή του όποιου κινδύνου, καθώς και ότι το σημάδεμα των δένδρων που έπεφταν δεν γίνονταν για να ενημερωθεί το δασαρχείο για να διαχωριστούν από τα προσημανθέντα νόμιμα (και τελικά να αφαιρεθούν από την καταμέτρηση και εξέλεγξη), δεν διαλαμβάνονται παντάπασιν στις αιτιολογίες της και έτσι δεν αντικρούονται αυτά τα αποδεικτικά μέσα και οι επ` αυτών αιτιάσεις μου στο αιτιολογικό. Προκύπτει δηλ. ότι δεν αιτιολογεί ειδικά γιατί δεν δέχθηκε την αιτίασή μου για συνδρομή κατάστασης ανάγκης, αν και οι συνθήκες κινδύνου και αναγκαιότητας της προσβολής, προέκυπταν από το περιεχόμενο όλων των καταθέσεων και συνεπώς ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει ειδικά το αντίθετο αποδεικτικό της πόρισμα με αντίθετες-διάφορες παραδοχές από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά δεν το πράττει.

Σημειώνεται εδώ ότι, δεν απαιτείται φυσικά να αναφέρεται και να αξιολογείται αποδεικτικά στο σκεπτικό της απόφασης τι προκύπτει από κάθε μαρτυρική κατάθεση ή από κάθε έγγραφο, ούτε να αιτιολογείται ειδικά γιατί η εκφερόμενη δικαστική κρίση δεν εναρμονίζεται με το περιεχόμενό τους, απαιτείται, όμως, να μην περιέχονται στο σκεπτικό παραδοχές, που να δημιουργούν αμφιβολία ως προς το αν κάποια σημαντική μαρτυρική κατάθεση ή κάποιο ουσιώδες έγγραφο, με διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο από το τελικό αποδεικτικό πόρισμα και δυνατότητα ουσιαστικής συνεισφοράς στη διαμόρφωσή του, έχει ληφθεί υπόψη και συνεκτιμηθεί για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση. 

Εξ` ετέρου, οι παραδοχές της για την απόρριψη της αιτίασης-ισχυρισμού μου περί κατάστασης ανάγκης που επιστηρίζονταν στα υπο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων κατατεθέντα γεγονότα, ότι «…ως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος τυγχάνει ιδιαίτερα έμπειρος υλοτόμος, γνωρίζων ότι προ κάθε όμοιας ενέργειας όφειλε να ενημερώσει το δασαρχείο και όχι να προβεί ο ίδιος σε παράνομη χάραξη των υλοτομηθέντων δέντρων. Εξάλλου προ της μίσθωσης της έκτασης αυτής για υλοτομία είχε επισκεφθεί επιτοπίως την περιοχή μαζί και με τους αρμόδιους δασάρχες και ήλεγξαν και προέβησαν σε σήμανση των δέντρων προς υλοτομία, λαμβάνοντας υπόψη και το επικλινές έδαφος», δεν αφορούν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που οι ανωτέρω κατέθεσαν, δηλ. τα περιστατικά της κατάστασης κινδύνου και του αναπότρεπτου της προσβολής, αλλά μόνο τα διάφορα και ανίκανα κατά νόμω να αποκλείσουν αιτιολογημένα τη συνδρομή του λόγου άρσης του αδίκου, περιστατικά της έλλειψης ενημέρωσης του δασαρχείου και της επιτόπιας προηγούμενης επίσκεψης και γνώσης μου για το επικλινές και έτσι προκύπτει ότι, ως προς τα ανωτέρω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που εισέφεραν στη δίκη τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, τα αγνόησε και δεν τα έλαβε υπόψη και συνεπώς δεν αιτιολογείται πώς μετά ταύτα οδηγήθηκε στο αποδεικτικό της πόρισμα και συναφή καταδικαστική κρίση. 

Μάλιστα όπως ήδη εκτέθηκε, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι παραδέχεται την κατάσταση κινδύνου, ακριβώς επειδή απέρριψε την αιτίασή μου για τους ανωτέρω λόγους μη ενημέρωσης που ώφειλα «προ κάθε όμοιας ενέργειας» και λόγω γνώσης μου από την επιτόπια επίσκεψη με τους δασάρχες και όχι επειδή παραδέχεται πώς αυτή η κατάσταση δεν αποδείχθηκε, τότε είναι φανερό ότι η ασάφεια και η αντιφατικότητα επιτείνεται και καθίσταται ανέφικτος κάθε έλεγχος για το εάν παραδέχεται ότι προέκυψε κατάσταση κινδύνου ή όχι και ανάγκη προσβολής εννόμου αγαθού άλλου (κοπής των μη προσημανθέντων) και δια τούτα κατάσταση ανάγκης. Διότι το μεν, ακριβώς για τον ανωτέρω λόγο, φαίνεται να δέχεται την ύπαρξη τέτοιας κατάστασης και την αναγκαιότητα της προσβολής, χωρίς όμως να μπορεί να ελεγχθεί πώς μετά ταύτα και με ποιες σκέψεις απορρίπτει την αιτίασή μου, αφού οι ανωτέρω παραδοχές της περί προηγούμενης οφειλόμενης ενημέρωσης και προηγούμενης επιτόπιας επίσκεψης, δεν ήταν ικανές να αποκλείσουν τη συνδρομή της (βλ. 2ο λόγο) και άλλωστε δεν αφορούν ούτε την κατάσταση ανάγκης ούτε και την αναγκαιότητα της προσβολής, το δε για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που οι ανωτέρω κατέθεσαν, δηλ. για την κατάσταση κινδύνου και το αναπότρεπτο της προσβολής, δεν διαλαμβάνει καμία παραδοχή με αναφορά στις  καταθέσεις τους και στα προκύπτοντα απ` αυτές περιστατικά, οπότε και πάλι προκύπτει ότι δεν τα έλαβε υπόψη και συναφώς δεν μπορεί να ελεγχθεί πώς μετά ταύτα και σε ποια παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά μέσα και με ποιες νομικές σκέψεις, διαμόρφωσε το αποδεικτικό της πόρισμα ότι τώρα δεν συνέτρεξε τελικά κατάσταση κινδύνου και το αναγκαίο της προσβολής στο οποίο στηρίχθηκε η κρίση για την απόρριψη της αιτίασής μου. 

Προκύπτει δηλ. ότι η προσβαλλόμενη στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα σύμφωνα με τον παρόντα λόγο αφού δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από αυτά (κατάσταση κινδύνου και αναγκαιότητα της προσβολής) και δικαιολογούσαν την πράξη σύμφωνα και με την σχετική αιτίασή μου περί κατάστασης ανάγκης τα οποία και ουδόλως αντικρούει.

Με τον 2ο λόγο αναίρεσης περί έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται ειδικά η απόρριψη  του ισχυρισμού μου (αυτοτελής ή αρνητικός) στα πλαίσια της αυτής υποχρέωσης του δικαστηρίου για την καθόλου αιτιολόγηση του πορίσματος.

Ακολουθείται δηλ. η διαμορφωμένη νομολογιακά διάκριση για τον σχετικό λόγο αναίρεσης που αφορά την «αιτιολογία επι αυτοτελών ισχυρισμών» και την «αιτιολογία ως προς τις αποδείξεις», παρά το ότι πρόκειται για τον αυτό λόγο αναίρεσης (στοιχ Δ` και Ε`) και όχι για διαφορετικούς. 

Η διάκριση αυτή βέβαια (που ούτε συστηματολογική, ούτε μεθοδολογική είναι), δεν έχει πλέον ούτε και πρακτική σημασία, αφού όπως ειπώθηκε σύμφωνα με τις ανωτέρω αποφάσεις, το δικαστήριο οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. 

                                    ΙΙ

Η προσβαλλόμενη υπέπεσε στις ανωτέρω αναιρετικές πλημμέλειες της έλλειψης αιτιολογίας (510.1Δ) ως προς τις αποδείξεις και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας (510.1Ε) των άρθρων 14  και 268.1 β` ΔΚ τις οποίες εκ πλαγίου παραβίασε καθιστώντας με τις ελλιπείς, ασαφείς  και αντίθετες παραδοχές της ,ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή τους και διότι:

Η προσβαλλόμενη απόφαση με κήρυξε ένοχο ως φυσικό αυτουργό του αδικήματος της παράνομης υλοτομίας, δεχθείσα πολλαπλώς στο αιτιολογικό της ότι από τα αποδεικτικά μέσα που δέχεται ότι έλαβε υπόψη της, απεδείχθη ότι εγώ προέβην στην πράξη της υλοτομίας: «…αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος…προέβη σταδιακά σε υλοτομία…προέβη στην υλοτόμηση όχι μόνο των προσημασμένων…αλλά και ετέρων δένδρων…προέβη ως προαναφέρθηκε σε διακατεχόμενο δάσος σε υλοτομία σε ορισμένα δένδρα χωρίς άδεια της αρχής…»

Όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένορκης κατάθεσης του στα οικεία πρακτικά, ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας και δασικό όργανο που διαπίστωσε την παράνομη υλοτομία, +++ κατάθεσε «..ενοικιαστής (σ.σ του δάσους) ο κατηγορούμενος…Το συνεργείο υλοτομόμων του κ. ++++ που έκοβαν αποτελούνταν από 6-7 άτομα. Δε τα έκοβε ο ίδιος…είναι χρόνια έμπορος ξυλείας ο κ. ++++».

Ωστόσο, ενώ στο προοίμιο του σκεπτικού της υπάρχει γενική αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικά οι «ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας…οι οποίες περιέχονται στα…πρακτικά της δημόσια συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου»,  στο σκεπτικό της απόφασης υπάρχουν οι ανωτέρω ρητές παραδοχές με εντελώς αντίθετο περιεχόμενο, δηλ. ότι εγώ και όχι συνεργείο υλοτόμων προέβην στην πράξη της υλοτομίας.

Η παραδοχή δε αυτή, με περιεχόμενο εντελώς αντίθετο και μη συμβατό με την προαναφερόμενη κατάθεση, δημιουργεί αμφιβολίες αν η σχετική μαρτυρική κατάθεση λήφθηκε πράγματι υπόψη και συνεκτιμήθηκε (σταθμίστηκε η βαρύτητά της) με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο στηρίχτηκε η κρίση για την ενοχή μου ως φυσικού αυτουργού του εγκλήματος της παράνομης υλοτομίας.

Όμως εάν την ελάμβανε υπόψη, τότε αναγκαίως δεν θα μπορούσε κατά νόμω να οδηγηθεί στο ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα περί τέλεσης της πράξης υπ` εμού ως φυσικού αυτουργού και στην συναφή κρίση περί ενοχής για το αδίκημα του 268.1β` ΔΚ διότι:

Κατ` άρθρο 268.1β` Δασικού Κώδικα, τελεί την πράξη της υλοτομίας «ο υλοτόμων… χωρίς άδεια υλοτομίας ή έγκριση ατελούς υλοτομίας ή εγκατάσταση από τη δασική αρχή, προκειμένου δε περί μη δημοσίων δασών, και χωρίς αδεία του ιδιοκτήτη ή του διακατόχου του δάσους, όπου απαιτείται τέτοια άδεια»

Είναι φανερό ότι το αδίκημα είναι κοινό και όχι ιδιαίτερο. Δεν απαιτείται να έχει ο δράστης συγκεκριμένη ιδιότητα νομική ή φυσική, ή να τελεί σε ορισμένη σχέση προς άλλο πρόσωπο, όπως π.χ να είναι δασεργάτης, ή έμπορος, ή μισθωτής ή εκμεταλλευτής του δάσους κλπ. Τελείται δηλ. από οποιονδήποτε που υλοτομεί, που προβαίνει δηλ. στην φυσική-μυική πράξη της υλοτομίας (κόβει με τσεκούρι, με αλυσοπρίονο το δένδρο κλπ).

Η συμμετοχή στο αδίκημα είναι φυσικά δυνατή, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για κάθε μορφή συμμετοχής, ήτοι ο συναυτουργός πρέπει να τελεί όλη ή μέρος της α.υ και με κοινό δόλο (συνεκτέλεση και συναπόφαση), ο ηθικός αυτουργός να προκαλέσει την απόφαση τέλεσης της άδικης πράξης ( με προτροπή, πειθώ κλπ) έχοντας φυσικά και δόλο πρόκλησης της απόφασης, αλλά και τέλεσης της πράξης, ο συνεργός να παράσχει βοήθεια κατά την τέλεση της πράξης με δόλο παροχής συνδρομής εν γνώσει της τέλεσης της πράξης κλπ. Συνεπώς για κάθε μία από τις ανωτέρω μορφές συμμετοχής, πρέπει να πληρούνται τόσο οι αντικειμενικές, όσο και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις κατά νόμω προκειμένου να καταφαθεί παράνομη (άδικη) πράξη και για τους συμμετέχοντες και φυσικά να διαλαμβάνονται οι σχετικές παραδοχές πραγματικών περιστατικών περί αυτών σε τυχόν καταδικαστική απόφαση για τέτοιας μορφές συμμετοχής.

Είναι λοιπόν φανερό ότι γι` αυτόν που υλοτομεί π.χ με το αλυσοπρίονο, πρέπει να εξεταστεί εάν τελεί την ανωτέρω παράνομη πράξη ως αυτουργός, ενώ για αυτόν που τον προσέλαβε ως εργαζόμενο με την συμφωνία να προβεί στην υλοτομία, όπως και γι` αυτόν που υπέδειξε τα όρια της υλοτομίας, πρέπει να εξεταστούν εντελώς άλλα περιστατικά (βλ. ανωτέρω) για να καταφαθεί οποιαδήποτε συμμετοχική τους δράση ή ανάμειξη, εφόσον φυσικά ο αυτουργός ενήργησε και τελειωτικά άδικη πράξη.

Συνεπεία τούτων είναι φανερό ότι εφόσον τα πρόσωπα του συνεργείου των υλοτόμων που προσέλαβε ο έμπορος (με σύμβαση έργου ή εργασίας ανάλογα) είναι αυτά που υλοτομούν τα δένδρα, τότε ο έμπορος/μισθωτής δάσους εκ μόνης της ιδιότητας αυτής και της πράξης της πρόσληψης και μόνο, δεν μπορεί να τελεί ο ίδιος ως φυσικός αυτουργός την πράξη της παράνομης υλοτομίας, αφού το έγκλημα δεν διαρθρώθηκε ως ιδιαίτερο. Άλλωστε, σε διαφορετική περίπτωση, θα θεμελιώνονταν η αντικειμενική ευθύνη του μόνο εκ της ιδιότητάς του ως εμπόρου ή εργοδότη, που φυσικά θα προσέκρουε σε πλείστες όσες διατάξεις του Συντάγματος (2.1, 7 κλπ, αλλά και υπερνομοθετικής ισχύος, ήτοι 7ΕυρΣΔΑ, 15.1 ΔΣΑΠΔ κλπ) καθόσον χωρίς πράξη, δεν μπορεί να υπάρξει άδικο και συναφώς ούτε και ενοχή, πολλώ δε μάλλον κύρωση. Μόνο εάν συντρέξουν στο πρόσωπό του κάποιες από τις ανωτέρω αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις συμμετοχής του είτε ως ηθικού αυτουργού, είτε ως συνεργού, μπορεί να κριθεί η σχετική συμμετοχική του ευθύνη σε πράξη που τέλεσαν άλλοι.

  Ενώ λοιπόν εισφέρθηκαν στην δίκη από το ανωτέρω αποδεικτικό μέσο σαφώς και ρητά, πραγματικά περιστατικά περί πρόσληψης υπ` εμού συνεργείου υλοτόμων οι οποίοι και προέβησαν στην φυσική πράξη της υλοτομίας, δηλ. πραγματικά περιστατικά που αφορούν τα αντικειμενικά στοιχεία του αδικήματος και δη και το υποκείμενο αυτής («ο υλοτομών», σύμφωνα με τα οποία εγώ δεν ήμουν ο φυσικός αυτουργός, αλλά αυτός που ως έμπορος και εκμεταλλευτής του δάσους, ανέθεσε στους φυσικούς αυτουργούς την πράξη της υλοτομίας, γεγονός που απέκλειε την ενοχή μου αφού δεν μπορούσε να επιστηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα για την τέλεση υπ` εμού της πράξης ως φυσικού αυτουργού (δεν έκοβε ο ίδιος) στο οποίο στηρίχθηκε η κρίση περί ενοχής, ωστόσο η προσβαλλόμενη το αγνόησε εντελώς, δεν το έλαβε υπόψη και δεν το αξιολόγησε.

Επιπλέον, ουδεμία άλλη παραδοχή διαλαμβάνει οπουδήποτε στο σκεπτικό της με την οποία να αποκρούει με διάφορα και αντίθετα περιστατικά που παραθέτει από άλλα αποδεικτικά μέσα που εξέτασε, το περιεχόμενο της ανωτέρω κατάθεσης και τα εξ` αυτής προκύπτοντα γεγονότα, έτσι ώστε να οδηγηθεί αιτιολογημένα στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος…προέβη σταδιακά σε υλοτομία…προέβη στην υλοτόμηση όχι μόνο των προσημασμένων…αλλά και ετέρων δένδρων…προέβη ως προαναφέρθηκε σε διακατεχόμενο δάσος σε υλοτομία σε ορισμένα δένδρα και όχι το συνεργείο υλοτόμων που προσέλαβα και για το οποίο καταθέτει ο ανωτέρω που ήταν ο ίδιος που διαπίστωσε την υλοτομία.

Άλλωστε, είναι φανερό ότι εάν η προσβαλλόμενη ελάμβανε υπόψη της και δεν αγνοούσε το ανωτέρω αποδεικτικό μέσο και τα υπ` αυτού πραγματικά περιστατικά κατά τη διαμόρφωση του σκεπτικού της στο οποίο στηρίχθηκε η κρίση της περί ενοχής μου ως φυσικού αυτουργού, αναπόδραστα ώφειλε καταρχάς να ασχοληθεί με το ζήτημα της επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας στο πρόσωπό μου καθόσον η κατηγορία εισήχθη με το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα με την ιδιότητά μου ως φυσικού αυτουργού, η οποία θα ήταν καθ` όλα επιτρεπτή αφού αφορά την μορφή της συμμετοχής στο έγκλημα. Μετά δε ταύτα ώφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί σε καταδίκη, όχι φυσικά με την ιδιότητα του φυσικού αυτουργού, αλλά πλέον του συμμετόχου, να παραδεχθεί πραγματικά περιστατικά που κατά νόμω είτε κατά το άρθρο 46, είτε κατά το άρθρο 47 ΠΚ, θα θεμελίωναν το πραγματικό τους, ήτοι πρόκληση απόφασης, συνδρομή κλπ.

Συνεπώς η προσβαλλόμενη υπέπεσε για όλους τους ανωτέρω λόγους στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης (βλ. ΑΠ 1065/2017, ΑΠ 1837/2016, ό.α) και δια τούτο και στην αναιρετική πλημμέλεια του στοιχ. Α` της ΚΠΔ 510.1 της απόλυτης ακυρότητας που επισυνέβη στο ακροατήριο κατ` ΚΠΔ 171.1 δ`, αφού μου στέρησε έτσι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Επειδή η παρούσα αίτηση αναίρεσης ασκείται νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 20 ημερών από την καταχώρηση της αναιρεσιβαλλομένης στο οικείο βιβλίο με αυξ. αριθμό 79 την 1/4/2020, λόγω αναστολής της σχετική προθεσμίας με διαδοχικές Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου εξ` αιτίας της Υγειονομικής κρίσης.

Επειδή επιφυλάσσεται ρητώς του δικαιώματός του να αναπτύξει περαιτέρω τα παράπονα του κατά της αναιρεσιβαλλομένης δια δικογράφου προσθέτων λόγων

                        

                      ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΕΙ: Να αναιρεθεί η με αριθμό ++++ καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου +++ (δικάσαντος ως Εφετείου) και εξαφανισθεί αυτή επί τω  τέλει όπως διαταχθούν τα περαιτέρω νόμιμα.

Αντίκλητό του και πληρεξούσιο δικηγόρο του διορίζει τον Δικηγόρο παρ` Αρείω Πάγω του Πρωτοδικείου Καρδίτσας (ΑΜ ΔΣΚ 249), Ανδρέα Απ. Βρόντο, κάτοικο Καρδίτσας, Πλαστήρα 12, 02441041255  

Η έκθεση αυτή διαβάσθηκε, επιβεβαιώθηκε και υπογράφεται ως έπεται

Ο ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΩΝ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013