ΜΠρΚαρδίτσας 154/2020. Εργαζόμενοι σε ΤΟΕΒ. Αξιώσεις με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ακυρότητα σύμβασης. Επίδομα υπευθυνότητας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  154/2020

Αριθμός έκθεσης κατάθεσης α έφεσης: …./….

Αριθμός έκθεσης κατάθεσης β έφεσης: …./….

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευδοκία Κατινιού, Πρωτόδικη, η οποία ορίσθηκε από την Προϊσταμένη του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Θεοδώρα Τεταγιώτη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α ΕΦΕΣΗ

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :1) ……., 2) ………, 3) ………… και 4) …………,  

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία ΤΟΕΒ....., νόμιμα εκπροσωπούμενο, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου (ΑΜ:249), που κατέθεσε προτάσεις.

Β ΕΦΕΣΗ

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. και 2) …………..,  

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία ΤΟΕΒ…………., νόμιμα εκπροσωπούμενο, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου (ΑΜ:249), που κατέθεσε προτάσεις.

Α ΕΦΕΣΗ

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του καταργημένου Ειρηνοδικείου ………και συγχωνευθέντος πλέον στο Ειρηνοδικείο …….. την από …………. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……….. αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό ……….. οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από ……………. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …………. έφεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του δικαστηρίου, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή. Δικάσιμος για τη συζήτησή της ορίστηκε αρχικά η ………., και μετά από δύο αναβολές η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά που ορίσθηκε και συζητήθηκε.

Β ΕΦΕΣΗ

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του καταργημένου Ειρηνοδικείου …….. και συγχωνευθέντος πλέον στο Ειρηνοδικείο ………. την από …………. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………….. αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό …………. οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε απερρίφθη η ανωτέρω αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από …………. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………. έφεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του δικαστηρίου, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή. Δικάσιμος για τη συζήτησή της ορίστηκε αρχικά η ………., και μετά από δύο αναβολές η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά που ορίσθηκε και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης παραστάθηκαν στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και κατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ………… και ………… εφέσεις, κατά των με αριθ. ………… και ………….. αποφάσεων του Ειρηνοδικείου ……….. Πρέπει δε να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς είναι συναφείς μεταξύ τους, δεδομένου ότι αναφύονται από την ίδια ιστορική αιτία, υπάγονται στην ίδια -εν προκειμένω ειδική - διαδικασία και κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της συζητήσεως και εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης και η μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τα άρθρα 31, 246, 285, 585 ΚΠολΔ (βλ. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ - Ερμηνευτική -Νομολογιακή Ανάλυση,» άρθρο 979 αρ. 36 σ. 982, πρβλ. ΑΠ 524/2001 αδημ.).

Η κρινόμενη υπό στοιχείο α έφεση κατά της με αριθμό …………. οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου ……….., που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 β και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, με την οποία εκδικάστηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από ουσιαστικής πλευράς κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, που ανάγονται κατ'εκτίμηση του παρόντος δικαστηρίου σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση αποδείξεων. Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του κατηργημένου Ειρηνοδικείου …….., το οποίο συγχωνεύτηκε με το Ειρηνοδικείο ……… την από ………. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……… αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό …….. οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο ήδη εφεσίβλητο να καταβάλει στους ενάγοντες ήδη εκκαλούντες στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 388,16 ευρώ, στο δεύτερο το ποσό των 1.885,4 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 2.474,09 ευρώ και στον τέταρτο το ποσό των 2.358,27 ευρώ , νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε το εναγόμενο να καταβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων ύψους 200,00 ευρώ στους ενάγοντες-εκκαλούντες. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες και ζητούν, για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτή (έφεση) λόγους, που ανάγονται, κατ'εκτίμηση, σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή καθ' ολοκληρίαν η από ……… αγωγή και να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου τα δικαστικά τους έξοδα.

Η κρινόμενη υπό στοιχείο β έφεση κατά της με αριθμό ……….. οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου .., που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 β και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, με την οποία εκδικάστηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από ουσιαστικής πλευράς κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, που ανάγονται κατ'εκτίμηση του παρόντος δικαστηρίου σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση αποδείξεων. Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του κατηργημένου Ειρηνοδικείου ……….., το οποίο συγχωνεύτηκε με το Ειρηνοδικείο ……… την από 30-05-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……….. αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό ………… οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη η ανωτέρω αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες και ζητούν, για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτή (έφεση) λόγους, που ανάγονται, κατ'εκτίμηση, σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η από ………. αγωγή και να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου τα δικαστικά τους έξοδα.

Ως προς την υπό στοιχείο α έφεση:

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη απέρριψε το αιτούμενο κονδύλιο για τις ημερήσιες αποζημιώσεις μετακινήσεων ελάχιστου ορίου απόστασης δέκα χιλιομέτρων εκτός της έδρας του εφεσιβλήτου-εναγομένου νομικού προσώπου, διότι τροποποιήθηκε το άρθρο 22 του κανονισμού εσωτερικής λειτουργίας σχετικά με τη χιλιομετρική απόσταση. Ωστόσο, σύμφωνα με την επιτρεπτή επισκόπηση των προσκομιζόμενων εγγράφων αποδεικνύεται ότι το εν λόγω άρθρο τροποποιήθηκε μεν κατόπιν σχετικών αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων, όμως δεν ακολούθησε ποτέ εγκριτική πράξη της οικείας εποπτεύουσας αρχής, όπως απαιτεί το άρθρο 42 παρ. 2 του κανονισμού εσωτερικής λειτουργίας του εφεσιβλήτου για κάθε συμπλήρωση ή τροποποίηση αυτού, ώστε να είναι έγκυρη και εκτελεστή. Με βάση τα ανωτέρω ο κρινόμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι κακώς η εκκαλουμένη έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα του αντιδίκου διότι ο τελευταίος ήταν για το επίδικο χρονικό διάστημα Πρόεδρος του ΔΣ του εναγομένου και ως εκ τούτου η μαρτυρία του συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Με βάση την επιτρεπτή επισκόπηση των προσκομιζόμενων εγγράφων και ιδίως την με αριθμ. Πρ. ……….. βεβαίωση του ΤΟΕΒ, ο εξετασθείς μάρτυρας κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο εξετασθείς μάρτυρας δεν είχε την παραπάνω ιδιότητα και ως εκ τούτου η μαρτυρία του δε συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Με βάση τα ανωτέρω ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (αρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση εργασίας κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ' ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εργαζόμενο του λόγου ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος, κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσεως (Ολ.ΑΠ.22/2003), επιβάλλεται όμως, με ποινή το απαράδεκτο, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως (ΑΠ 680/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι κακώς η εκκαλουμένη απέρριψε την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ωστόσο ο κρινόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι η σωρευόμενη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού καλώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθώς στηρίζονταν στα ίδια πραγματικά περιστατικά ενώ θα έπρεπε, όπως με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη εκτέθηκε, να γίνει απλή ακυρότητα της συμβάσεως, πράγμα που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη υπό στοιχείο α έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Ως προς την υπό στοιχείο β έφεση:

Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του δεύτερου εναγομένου και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται και τους ισχυρισμούς, που προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρ. 261 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου ως αδειούχοι ηλεκτροτεχνίτες, ο μεν πρώτος εξ αυτών από τον Μάιο του 1977 έως τον Μάρτιο του 2010 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε και ο δεύτερος εξ αυτών από τον Μάιο του 1979, στο οποίο εξακολουθεί να εργάζεται. Ειδικότερα απασχολούνταν με την επισκευή, συντήρηση και ηλεκτροδότηση των γεωτρήσεων, στην περιοχή ευθύνης του εναγομένου και συγκεκριμένα στα δίκτυα (καλώδια) αυτών στη γη, καθώς η αρμοδιότητά τους επεκτείνονταν από το ρολόι της ΔΕΗ μέχρι το αντλιοστάσιο. Οτιδήποτε προέκυπτε από το ρολόι της ΔΕΗ μέχρι την κολώνα (στύλο-ιστό) δεν ανήκε στην αρμοδιότητά τους, αλλά σ' αυτήν της ΔΕΗ. Τα υπέργεια καλώδια και οι υφιστάμενοι μετασχηματιστές στους στύλους, ως και τα εναέρια καλώδια, ανήκουν στην ευθύνη της ΔΕΗ, των οποίων τη συντήρηση ή επισκευή επιλαμβάνονται οι υπάλληλοι της που ανεβαίνουν σ' αυτούς (στύλους-ιστούς). Βέβαια αποδείχθηκε ότι στην αρμοδιότητα των εναγόντων ανήκαν τα υπόγεια δίκτυα που ξεκινούν από το αντλιοστάσιο και φθάνουν στον μετασχηματιστή που υπάρχει στην κολώνα της ΔΕΗ, οπότε χρειάζονταν κάποιες φορές να ανεβάσουν υπόγεια καλώδια στην κολώνα της ΔΕΗ κα να τα στηρίξουν-δέσουν σ' αυτήν, ώστε να επιληφθεί κατόπιν η ΔΕΗ για τη σύνδεσή τους με τον εκεί μετασχηματιστή. Σ' αυτές τις περιπτώσεις και για την εκτέλεση της παραπάνω εργασίας, οι ενάγοντες χρησιμοποιούσαν μηχανήματα που μίσθωνε το εναγόμενο, είτε γερανό είτε GCB, που είναι εκσκαπτικό μηχάνημα, χρησιμοποιώντας το καλάθι ή τον κουβά του μηχανήματος αντίστοιχα. Ανάγκη όμως για την εκτέλεση της προαναφερθείσας εργασίας παρουσιάστηκε λίγες φορές και κατ' εξαίρεση αφού και οι δεύτερος ενάγων εξεταζόμενος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης καταθέτει σχετικά: "...Το ………. στα πέντε χρόνια τον κάλεσε πέντε φορές. Πέντε φορές ήρθε ο γερανός. Παίρναμε και GCB ιδιωτών..." (βλ. πρακτικά συνεδρίασης). Αποδείχθηκε συνεπώς ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται το επίδομα ύψους, που ζητούν με την κρινόμενη αγωγή τους, αφού δεν εργάζονταν με συχνότητα και κυρίως, όπως προβλέπει και η επικαλούμενη από τους ίδιους ΣΣΕ ……… στη συντήρηση ανυψωτικών μηχανημάτων (ανυψωτικούς γερανούς, γερανογέφυρες), σε ιστούς (στύλους, πυλώνες) με τη βοήθεια ζωνών ασφαλείας ή χρησιμοποιώντας καλαθάκι ανυψωτικού μηχανήματος προκειμένου να εκτελέσουν κάποια εργασία ή να ανέβουν στον τόπο εργασίας. Πρέπει, συνεπώς, το εν λόγω αγωγικό αίτημά τους ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες εργάζονταν στο εναγόμενο με ωράριο από 7.00 π.μ. μέχρι 14.30 μ.μ. και μόνον κατά τους μήνες Μάιο-Ιούνιο -Ιούλιο-Αύγουστο εργάζονταν ο ένας πρωί και ο άλλος απόγευμα, εναλλάξ, σε καθορισμένο ωράριο πρωινό ή απογευματινό, είτε 7.00 π.μ.14.30 μ.μ, είτε 13.00 μ.μ.-20.30 μ.μ, εκτελώντας την συνήθη εργασία τους. Σύμφωνα μάλιστα με την επικαλούμενη από τους ίδιους, ΣΣΕ 18-71996, επίδομα υπευθυνότητας σε ποσοστό 10% επί του βασικού μισθού χορηγείται σ' αυτούς που έχουν ανατεθεί καθήκοντα υπευθύνου εγγράφως και σ' αυτούς που εκτελούν βάρδια φυλακή ασφαλείας, κλπ). Στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ανέλαβαν εγγράφως καθήκοντα υπευθύνου είτε ότι τους ανατέθηκε με απόφαση να εκτελούν βάρδια (φυλακή ασφαλείας), παρά τα ισχυριζόμενα από αυτούς στην κρινόμενη αγωγή ότι εκτελούσαν βάρδια ασφαλείας επί 12ωρο εναλλάξ καθημερινά. Η αρνητική κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται ιδιαίτερα και από την εξέταση του δεύτερου ενάγοντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την συζήτηση της υπόθεσης, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: "Ή πρωινό ή απογευματινό δούλευα. Νύχτα δουλεύαμε εκτός του ωραρίου μας, το οποίο δεν φαίνεται ούτε το διεκδικούμε. Είχαμε το ωράριο. Είχαμε το ωράριο και εκτελούσαμε την εργασία..." (βλ. πρακτικά συνεδρίασης). Συνεπώς οι ενάγοντες δεν δικαιούνται το επίδομα υπευθυνότητας που ζητούν με την κρινόμενη αγωγή τους και το σχετικό αίτημά τους πρέπει ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή ν' απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.Το πρωτοβάθμιο, λοιπόν, Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, και άρα κρίνονται αβάσιμα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες τους σχετικούς λόγους έφεσής τους.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι κακώς η εκκαλουμένη έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα του αντιδίκου διότι ο τελευταίος ήταν για το επίδικο χρονικό διάστημα Πρόεδρος του ΔΣ του εναγομένου και ως εκ τούτου η μαρτυρία του συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Με βάση την επιτρεπτή επισκόπηση των προσκομιζόμενων εγγράφων και ιδίως την με αριθμ. πρ. ……….. βεβαίωση του ………, ο εξετασθείς μάρτυρας κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο εξετασθείς μάρτυρας δεν είχε την παραπάνω ιδιότητα και ως εκ τούτου η μαρτυρία του δε συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Με βάση τα ανωτέρω ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη υπό στοιχείο β έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκωντις με αριθμ. Καταθ. ……. και ……… εφέσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπ αριθμ. …………. έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή στην ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00 €) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπ'αριθμ. …………. έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή στην ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00 €) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Καρδίτσα, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 23 Ιουλίου 2020.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013