ΕιρηνΚαρδ 196/2020. Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας κατά Δήμου για δημοτικό ακίνητο. Χρησικτησία σε δημοτικό ακίνητο-δημοτικό δάσος. Χρόνος συμπλήρωσης της παραγραφής

Αριθμός: 196/2020

TO ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη, Ειρήνη-Μαρία Καλύβα, με την παρουσία και της Γραμματέως, Αναστασίας Καρακώστα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …… η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ανδρέα Βρόντου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Δήμου ……, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, .., αλλά δεν παραστάθηκε, και 2) Ελληνικού Δημοσίου …, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον …………, το οποίο προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, …………….

Η ενάγουσα, με την από ……….. αγωγή της κατά των εναγομένων, που κατατέθηκε, με αριθ. εκθ. κατάθ. …………, στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου, ζήτησε όσα, με λεπτομέρεια, αναφέρονται σε αυτή, για τους λόγους που επικαλείται. Η συζήτηση της αγωγής αυτής ορίσθηκε, δυνάμει της, από …………, Πράξεως της Διευθύνουσας το Ειρηνοδικείο …………, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (………..) και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και του β’ εναγομένου, που παραστάθηκαν, αναφέρθηκαν στις προκατατεθειμένες προτάσεις τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 26-08-2019 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……….. αγωγή της ενάγουσας κατά των  εναγόμενων, κατόπιν της, από ……….., Πράξεως της Διευθύνουσας το Ειρηνοδικείο ………, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος, για τη συζήτησή της, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (……..) και ενεγράφη, με επιμέλεια της γραμματείας, στο οικείο πινάκιο, που ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθ. 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθ. 294 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή στην τακτική διαδικασία, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Από το χρονικό αυτό σημείο και μετά, η παραίτηση είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση αποφάσεως. Κατά τη διάταξη δε του άρθ. 295 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα πως η αγωγή δεν ασκήθηκε. Επομένως, επάγεται την κατάργηση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με δήλωσή της, που περιέχεται στις προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε την 09-12-2019, παραιτήθηκε απο το δικόγραφο της αγωγής, κατά το μέρος που αφορά στο β’ εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο. Η κατάθεση των προτάσεών της έγινε μετά την κατάθεση των προτάσεων του β’ εναγομένου, που έλαβε χώρα την ………….. (βλ. σχετική σημείωση του Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, επί του δικογράφου των προτάσεων εκάστου των, ως άνω, διαδίκων). Το γεγονός, όμως, αυτό δεν επάγεται το απαράδεκτο της παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, εφόσον το β’ εναγόμενο δεν προέβαλλε αντίρρηση (με προσθήκη των προτάσεων), με πιθανολόγηση ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση αποφάσεως. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, στην μείζονα σκέψη, η δίκη να κηρυχθεί καταργημένη, ως προς το δεύτερο εναγόμενο, ……….

Η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος (εφόσον, ως προς το β’ εναγόμενο, η δίκη καταργείται, κατά τα ανωτέρω), από τους οποίους η μεν ενάγουσα παραστάθηκε, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ο δε πρώτος εναγόμενος δεν παραστάθηκε, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, μετέχουν κανονικά στη δίκη, εφόσον κατέθεσαν προτάσεις [για τις οποίες ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας προσκόμισε και κατάθεσε το υπ’ αριθ. ………….γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας (παράσταση, προτάσεις τακτικής διαδικασίας), η δε πληρεξούσια δικηγόρος του πρώτου εναγόμενου δεν υποχρεούται στην προσκόμιση σχετικού γραμματίου πάγιων εισφορών του οικείου δικηγορικού συλλόγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 61 παρ. 3 του Ν. 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων», όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 β’του Ν. 4205/2013], και προσκόμισαν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές, εντός της προθεσμίας των εκατό ημερών από την κατάθεση της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 237 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. και από …….. και από ……….. σημειώσεις του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου επί των κατατεθειμένων προτάσεων των διαδίκων, αντίστοιχα), ενώ μέσα στην ίδια προθεσμία κατατέθηκε το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής και τα από ……….. και ……….. πληρεξούσια έγγραφα των διαδίκων προς τους δικηγόρους, κατά το άρθ. 96 ΚΠολΔ. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να δικασθεί αντιμολία της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου.

Από τη διάταξη του άρθ. 51 του ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι, για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα (23-02-1946), εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου. Από καμία, όμως, διάταξη του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου ή άλλου νόμου νεότερου από αυτές που ίσχυσαν μέχρι την 26-11-1926, όταν άρχισε η ισχύς του ΝΔ 22- 4/16-5/1926 «Περί Διοικητικής Αποβολής από των Κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», δεν συνάγεται ότι τα δημόσια δάση και οι δημόσιες εν γένει δασικές εκτάσεις ήταν πράγματα ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ούτε ότι το Δημόσιο εθεωρείτο, κατά πλάσμα του νόμου, ότι διατηρεί επ’ αυτών νομή, παρά την υλική εξουσίασή τους από τρίτα πρόσωπα. Αντίθετα, από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 18, 21 του Ν. της 21-6/3-7/1837 «Περί Διακρίσεως των Δημοσίων Κτημάτων» συνάγεται ότι, στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, χωρεί “έκτακτη” χρησικτησία, όταν ασκείται νομή επ’ αυτών καλοπίστως και με διάνοια κυρίου, επί συνεχή τριακονταετία, ο νομέας δε, που απέκτησε τη νομή με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί αν προσμετρήσει στον χρόνο της ιδίας νομής αυτού και εκείνον της νομής των δικαιοπαρόχων του [Ν 20 παρ. 12, Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16)], ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την “τακτική” χρησικτησία. Όμως, κατά τις διατάξεις του άρθ. 21 του Ν.Δ από 22-4/16-5/1926 «Περί Διοικητικής Αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθ. 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε και στο άρθ. 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί Προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων»), τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου «δεν υπόκεινται εφεξής σε καμία παραγραφή, η παραγραφή, δε, που άρχισε δεν έχει καμία συνέπεια, εάν, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, δεν συμπληρώθηκε η 30ετής, κατά τους προϊσχύσαντες νόμους, παραγραφή». Με τη διάταξη αυτή αποκλείσθηκε, έκτοτε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και η κτητική παραγραφή, ήτοι η έκτακτη χρησικτησία. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανέσταλη, με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν. ΔΞΗ/1912, μέχρι και την χρονολογία εκδόσεως του ανωτέρω Ν.Δ., έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσια κτήματα, με έκτακτη χρησικτησία, πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 12-09-2015 (βλ. ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 2173/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1256/1997 ΕλΔνη 39 (1998) 597, ΕφΑαρ 183/2002 αδημ.). Οι πράξεις νομής, επί δημοσίου κτήματος, μετά την ημερομηνία αυτή, δεν έχουν καμία αξία, για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον, εάν αυτή δεν έχει επέλθει μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Εξάλλου, προκειμένου περί των δασών που κείνται στη Θεσσαλία, η κυριότητα αυτών, επί Τουρκοκρατίας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθ. 3 του, από 7 Ραμαζάν 1274 (1834), Τουρκικού Νόμου Περί Γαιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293, περί εξελέγξεως τίτλων δασών. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, κατά το έτος 1881, στο Ελληνικό Κράτος, με τη σύμβαση της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου) 1881, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, που κυρώθηκε με το Ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότητα αυτών περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, από του χρόνου, όμως, αυτού, τα δημόσια δάση υπόκεινται σε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον μέχρι την 12-09-1915 έχει συμπληρωθεί η καλόπιστη 30ετής νομή (βλ. ΑΠ 2173/2014 οπ. ανωτ. και Ιωάννη Καράκωστα «Νομικά Προβλήματα από την Δασική Νομοθεσία σε ΝοΒ 26, 1133-1139). Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθ. 1 του Ν. ΑΞΝ/1888 «Περί Διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε, ως άρθ. 57, στο Ν. 3077/1924 «Περί Δασικού Κώδικος», ως δάσος θεωρείται κάθε έκταση, η οποία καλύπτεται, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, δασικά δε εδάφη οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και συστατικό μέρος αυτών. Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 45, 46 του Ν. 4178/1929, 1 του ΑΝ 86/1969 και 3 του Ν. 998/1979, που ίσχυσαν μεταγενεστέρως, στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, οι οποίες καλύπτονται από αραιά ή πενιχρά, υψηλή ή θαμνώδη, ξυλώδη βλάστηση, οποιοσδήποτε δασικής διαπλάοεως, καθώς και οι εντός αυτών οιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη. Περαιτέρω, όσον αφορά στα ακίνητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 31/1968 "Περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως.του οποίου η ισχύς άρχισε από 02- 12-1968 (άρθ. 7) "αι διατάξεις των άρθρων 1 έως 24 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", ως αύται ισχύουν εκάστοτε και αι συναφείς προς αυτάς υπέρ του Δημοσίου διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως διά την προστασία των κτημάτων αυτών....". Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 4 του Α.Ν. 1539/1938 "τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν. Παραγραφή δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου κτήματος, αρξαμένη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αυτή δεν συνεπληρώθη μέχρι τούδε, κατά τους προϊσχύσαντας νόμους". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προκειμένου περί ακινήτων κτημάτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και μάλιστα της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσε να συμπληρωθεί μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1968, οπότε και άρχισε να ισχύει το ν.δ. 31/1968. Κατά συνέπεια, επί των ακινήτων αυτών είναι επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία από εκείνον, που τα διεκδικεί, για την οποία απαιτείται, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ανεπίληπτη νομή επί τριάντα (30) έτη και υπό τον Αστικό Κώδικα, κατ’ άρθρο 1045 αυτού, συνεχής νομή επί είκοσι (20) έτη, με την προϋπόθεση ότι αυτή (έκτακτη χρησικτησία) είχε συμπληρωθεί μέχρι την 02-12-1968, οπότε άρχισε να ισχύει το ν.δ. 31/1968 (βλ. ΑΠ 76/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ιστορείται, κατ’ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται σε αυτή, ότι: Με την υπ’ αριθ. ………….. δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος, την …………, ……….. του …….., κατοίκου εν ζωή …………, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Πρωτοδικείο ……., περιήλθε, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, στην ενάγουσα, το αναφερόμενο στην αγωγή αγρόκτημα, εκτάσεως ………… τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ………., όπως αυτό αποτυπώνεται, υπό τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω-Α-ΑΙ, στο από μήνα Νοέμβριο …….τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου Μηχανικού, …………. Την κληρονομιά αυτή αποδέχθηκε η ενάγουσα, με δήλωσή της, ενώπιον της Συμβολαιογράφου ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ….. και αριθμό ……. των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …….. και ήδη ……….. Το, ως άνω, ακίνητο είχε περιέλθει στον προαναφερόμενο άμεσο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, με παράδοση της νομής και κατοχής από τον πατέρα του, ……….., κατά το έτος 1940 (άλλως από κληρονομιά τούτου, που απεβίωσε κατά το έτος 1962), αυτός δε ασκούσε, από το έτος αυτό, όλες τις αρμόζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, ήτοι προ βαίνοντας στην καλλιέργεια αυτού και βόσκηση σε αυτό των ποιμνίων του, περιφράσσοντας και εκμισθώνοντας αυτό σε τρίτους κλπ. Τις ίδιες δε πράξεις νομής και κατοχής ασκούσε και ο πατέρας τούτου και απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, στον οποίο είχε περιέλθει με το υπ’ αριθ. …………. αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του τότε Συμβολαιογράφου …………, που μεταγράφηκε νόμιμα, την ………, στον τόμο …… και αριθμό …….των Βιβλίων Μεταγραφών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ………., στο οποίο (συμβόλαιο) χαρακτηρίζεται ως «λειβάδιον» και τα συμβαλλόμενα μέρη ως «κτηματίαι». Επίσης, το ακίνητο αυτό βρίσκεται εντός των ορίων του πρώην Κοινοτικού Δάσους …….. και ήδη του Δήμου ……….. και είχε παραχωρηθεί οριστικά, κατά κυριότητα, στην τότε Κοινότητα ……….. (κατ’ εφαρμογή του Ν. 5263/1931), με την υπ’ αριθ. ……….. απόφαση του τότε Υπουργού Γεωργίας, «με εξαίρεση, όμως, των τυχόν εντός του δάσους αυτού υπαρχουσών ιδιωτικών κτήσεων». Επομένως, και αν θεωρηθεί ότι η ανωτέρω επίδικη έκταση ανήκε στην προαναφερόμενη κοινότητα, ως δήθεν κοινοτικό δάσος, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, από το έτος 1916 και ακολούθως ο άμεσος δικαιοπάροχος αυτής, από το έτος 1940 (ή από το έτος 1962, χρόνο θανάτου του πρώτου), νέμονταν καλοπίστως και με διάνοια κυρίου την ανωτέρω έκταση, επί χρόνο μεγαλύτερο των τριάκοντα ετών, ώστε ο δεύτερος μέχρι την 02-12- 1968, είχε καταστεί κύριος αυτής, με την προσμέτρηση και της νομής του πρώτου, με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία, άλλως, μετά την εισαγωγή του ΑΚ (23-02-1946), ο ίδιος με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου, κατόπιν αιτήσεως του αμέσου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, «για τον χαρακτηρισμό» του ανωτέρω ακινήτου από το Δασαρχείο …….. (με την προσκόμιση και του, από μήνα ……….., τοπογραφικού διαγράμματος του Αγρονόμου Μηχανικού …………) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …………. ΠΕ «Πράξη χαρακτηρισμού εκτάσεως» του Δασάρχου ……….., με την οποία το τμήμα του ανωτέρω ακινήτου, εμβαδού 2.433,36 τ.μ., που αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-0-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Β1-Γ1-Δ1-Ε1-Ζ1-Ζ, στο, ως άνω, τοπογραφικό διάγραμμα, χαρακτηρίσθηκε «ως δάσος», ενώ η υπόλοιπη έκταση, εμβαδού 2.352,66 τ.μ., «ως μη δασική έκταση». Για την έκταση αυτή, των 2.433,36 τ.μ., ο ίδιος (δικαιοπάροχος της ενάγουσας) με την υπ’ αριθ. ………….. αίτησή του, προς το Τοπικό Συμβούλιο του Δ.Δ. ……….., ζήτησε βεβαίωση, για τον χαρακτηρισμό της «ως μη κοινοτικής - δημοτικής», αυτό, όμως, με την επίκληση έλλειψης στοιχείων, αρνήθηκε τούτο, ενώ μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν απάντησε και σε ανάλογη αίτηση της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αντικειμενικά αμφισβήτηση, αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας, επί του, ως άνω, εδαφικού τμήματος. Διώκεται, δε, με την αγωγή, να αναγνωρισθεί η ενάγουσα κυρία της εδαφικής εκτάσεως, εμβαδού 2.433,36 τ.μ., που προαναφέρθηκε, ως τμήματος του, μείζονος εκτάσεως, ακινήτου, συνολικού εμβαδού 4.786,02 τ.μ., και να καταδικασθεί η πρώτη εναγομένη (εφόσον ως προς τον δεύτερο εναγόμενο έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής), στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, η οποία φέρει το χαρακτήρα αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, έχει ασκηθεί παραδεκτά, δεδομένου ότι τηρήθηκε η προδικασία που ορίζει η διάταξη του άρθ. 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………) επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (ήτοι εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της) στο πρώτο εναγόμενο (εφόσον, όσον αφορά στο β’ εναγόμενο, η δίκη καταργείται, κατά τα ανωτέρω), προκειμένου να λάβει γνώση αυτής (βλ. την υπ’ αριθ. 5833Β’/06-09-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου ………, με έδρα το Πρωτοδικείο ……………., που προσκομίζει, με επίκληση, η ενάγουσα). Αρμοδίως δε καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως του Δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου κείται το επίδικο ακίνητο, η αξία του οποίου δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 Ευρώ (άρθ. 14 παρ. Ια, 29 ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθ. 233 επ. ΚΠολΔ), και είναι παραδεκτή, εφόσον περίληψη αυτής έχει εγγράφει εμπροθέσμως στα οικεία Βιβλία Διεκδικήσεων, κατ’ άρθ. 220 ΚΠολΔ (βλ. από ……… πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα ………). Εξάλλου, υπό τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που αφορά στην κτήση κυριότητας επί της επίδικης εκτάσεως, με βάση τις διακαχοχικές πράξεις που άσκησε, καλόπιστα και με διάνοια κυρίου, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ……………, από το έτος 1916 έως το μήνα Ιανουάριο του έτους 1932, δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας το επίδικο ακίνητο, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Κράτος, αποτελούσε δημόσιο κτήμα, το οποίο περιήλθε, κατά κυριότητα, στο Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους. Επομένως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που αναφέρονται ανωτέρω, σε συνδυασμό με το άρθ. 21 του Ν.Δ. της 22-4/16-05-1926, η απόκτηση κυριότητας επ’ αυτού, με έκτακτη χρησικτησία (εφόσον η τακτική είχε αποκλεισθεί με το Β.Ρ Δίκαιο), έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 12-09-1915 (βλ. και ΑΠ 1919/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην παρούσα, όμως, περίπτωση, οι επικαλούμενες διακατοχικές πράξεις, που έγιναν από τον απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ……………., άρχισαν από το έτος 1916, όταν το επίδικο ακίνητο, περιήλθε σε αυτόν με το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ……………. αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, και δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε κτήση κυριότητας από τον ίδιο με έκτακτη χρησικτησία, εις βάρος του Δημοσίου, ενώ στην αγωγή δεν αναφέρεται ο τρόπος, με τον οποίο ο τότε πωλητής ή ο δικαιοπάροχος του είχε αποκτήσει κυριότητα, επί του ίδιου ακινήτου μέχρι την 12-09-1915 και ειδικότερα δεν αναφέρονται τα στοιχεία της έκτακτης χρησικτησίας, ώστε να μπορεί να κριθεί η ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο αυτού, κατά την 16-10-1916, όταν το ακίνητο μεταβιβάσθηκε στον απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας. Επομένως, η αγωγή, κατά ίο μέρος αυτό πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που αφορά στην κτήση κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, από τον άμεσο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ………., με την άσκηση διακατοχικών πράξεων, καλοπίστως και με διάνοια κυρίου επ’ αυτού, από τον πατέρα τούτου, ……….. από το έτος 1932 [όταν το δάσος …….. είχε παραχωρηθεί στην τότε κοινότητα ……. (και ήδη στον πρώτο εναγομένο)] και ακολούθως από τον ίδιο, από το έτος 1940 μέχρι την 02-12-1968, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη. Βασίζεται, δε, στις προαναφερόμενες διατάζεις του προϊσχύσαντος Βυζαντιρωμαϊκού Δικαίου και στα άρθ. 1045, 1051 ΑΚ, 64, 65 του ΕισΝΑΚ και 70, 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ. 3 του Ν.Δ. 1544/1942). Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 54Α του Ν. 4174/2013, κατά την οποία είναι απαράδεκτη η συζήτηση εμπράγματης αγωγής, εάν δεν προσκομισθεί από τον ενάγοντα πιστοποιητικό ότι το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝΦΙΑ και ΦΑΠ, κατά περίπτωση, τα 5 προηγούμενα χρόνια, τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική. Και τούτο, διότι, ακόμα και μετά την τροποποίησή της, με το άρθρο 13 παρ. 5 του Ν. 4474/2017, ο σκοπός που εξυπηρετεί είναι το ταμειακό συμφέρον του Ελληνικού Δημοσίου και η διασφάλιση της εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Ωστόσο, δεν υφίσταται επιτρεπτή αναλογία μεταξύ του παραπάνω νομοθετικού σκοπού και του εισαγόμενου με τη διάταξη περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και πρόσβασης στη δικαιοσύνη που προστατεύονται με τα άρθρα 17 και 20 του Συντάγματος, αντίστοιχα (βλ. ΜονΕφΚρήτης 19/2016, ΜΠρ Πατρ 6/2020 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 368 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης», κατά τη διάταξη δε της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων, με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποιήοεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (βλ. ΑΠ 237/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος, ………… (εφόσον, ως προς το β’ εναγόμενο, ………., έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής), με τις προτάσεις του, που κατέθεσε εμπροθέσμως, αρνείται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τη βάση της αγωγής και αμφισβητεί την ταυτότητα του επιδίκου, με αναφορά στο υπ’ αριθ. …….. πωλητήριο συμβόλαιο, που προαναφέρθηκε, και την υπ’ αριθ. ……… πράξη αποδοχής κληρονομιάς της ενάγουσας. Συνεπεία, δε, τούτου, υποβάλλει, επικουρικώς, αίτημα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Το αίτημα αυτό είναι μεν νόμιμο, πρέπει, όμως, να απορριφθεί, εφόσον για το συγκεκριμένο θέμα, που αφορά στην ταυτότητα του επιδίκου ακινήτου, δεν απαιτούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και μπορεί αυτό να διασαφηνισθεί με τις λοιπές αποδείξεις.

Με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, και ειδικότερα, από την υπ’ αριθ. …………. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, ……….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου …….., που δόθηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νόμιμη κλήση του πρώτου εναγομένου, κατ’ άρθ. 422 ΚΠολΔ, που δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή (βλ. υπ’ αριθ. ………. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου ……., με έδρα το Πρωτοδικείο ……….), καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ακόμη και αυτά που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, και εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο (άρθ. 340 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. ……… δημόσια διαθήκη του, ενώπιον της Συμβολαιογράφου ………, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα, με το υπ’ αριθ. …….. πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……., ο ……. του ……, κάτοικος όσο ζούσε …….., όρισε κληρονόμο του την ενάγουσα και κατέλιπε σε αυτή «ένα αγρό», εκτάσεως περίπου 5.000,00 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «…….» ……. και συνορεύει: Ανατολικά με ιδιοκτησία …….. και ………., Δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ………, Βόρεια με ιδιοκτησία ……. και Νότια με αγροτική οδό. Η ενάγουσα αποδέχθηκε την κληρονομιά αυτή, με δήλωση των ασκούντων, τότε, την γονική μέριμνα αυτής γονέων της, ενώπιον της ίδιας, ως άνω Συμβολαιογράφου, ………, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ……… πράξη δήλωσης αποδοχής της τελευταίας, η οποία μεταγράφηκε στον τόμο …. και αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………. Σύμφωνα με την ανωτέρω πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς, από την ενάγουσα, το κληρονομιαίο ακίνητο έχει εμβαδό 4.786,02 τ.μ., κείται στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας ……….. και συνορεύει: Ανατολικά με ιδιοκτησία ……….. και ………., Δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων …….., Βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων …….. και Νότια μα αγροτική οδό, όπως ειδικότερα          αυτό  αποτυπώνεται,      υπό τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠΡΣΤΥΦΧΨΩΑ1Α, στο, από μήνα Νοέμβριο 2005, τοπογραφικό  διάγραμμα του Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού ………, που προσαρτήθηκε στην ίδια πράξη. Περαιτέρω, σχετικά με την κτήση κυριότητας επί του, ως άνω, κληρονομιαίου ακινήτου, από τον άμεσο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι: Με το υπ’ αριθ. ………. πωλητήριο συμβόλαιο «του Συμβολαιογραφούντος - Ειρηνοδικούντος Γραμματέως ……. (και όχι Συμβολαιογράφου Γιουνοπούλακα), που μεταγράφηκε στον τόμο …. και αριθμό …. των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ……, ο αναφερόμενος σε αυτό, ως πωλητής, …….., κτηματίας και κάτοικος «…….», πώλησε και παρέδωσε στον αγοραστή, ……. (πατέρα του αμέσου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ……..), αντί 250 δραχμών, «ένα λειβάδιον κείμενον εις θέση “………” της περιφέρειας “……….”, της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου ………., εκτάσεως τεσσάρων ως έγγιστα στρεμμάτων, συνορευόμενον γύρωθεν με ιδιοκτησίες αδελφών ……… και με αύλακα. Επί του “……..” αυτού ο πωλητής είχε την αδιαφιλονίκητον και αποκλειστικήν κατοχήν και κυριότητα εκ κληρονομιάς του κατά το έτος 1914 αποβιώσαντος πατρός του». Στο συμβόλαιο, όμως, αυτό ο συμβαλλόμενος πωλητής δεν προσδιορίζει τον τρόπο που ο δικαιοπάροχος αυτού πατέρας του είχε αποκτήσει την κυριότητα επί του πωλούμενου «λειβαδιού» (και ειδικότερα δεν προσδιορίζει τα στοιχεία της έκτακτης χρησικτησίας), ώστε να μπορεί να κριθεί ότι μεταβιβάσθηκε στον αγοραστή, απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, η κυριότητά του. Εξάλλου, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, το ακίνητο αυτό βρίσκεται «εντός των γεωγραφικών ορίων του πρώην κοινοτικού δάσους “………..” και νυν του Δήμου ………..». Επομένως, αυτό (σύμφωνα και με όσα εκτίθενται ανωτέρω, κατά την εξέταση του νομίμου της αγωγής), αποτελούσε δημόσιο κτήμα και είχε περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο, έναντι του οποίου ήταν δυνατή η απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (ενώ είχε αποκλεισθεί κατά το Β.Ρ. Δίκαιο η τακτική χρησικτησία), εφόσον, όμως, αυτή είχε συμπληρωθεί μέχρι την 12-09-1915. Κατόπιν τούτων, όλες οι διακατοχικές πράξεις που, οπωσδήποτε, ασκήθηκαν από τον απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, από το έτος 1916, όταν έλαβε χώρα η προαναφερόμενη πώληση και το ακίνητο περιήλθε στην κατοχή του, ήταν χωρίς αξία και δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στην κτήση κυριότητας από αυτόν με έκτακτη χρησικτησία, έναντι του Δημοσίου. Όμως, κατ’ εφαρμογή του άρθ. 7 του Ν. 5263/1931, με την υπ’ αριθ. 174680/27-01-1932 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (Γ. Αλεξανδρή), που γνωστοποιήθηκε ταυτόχρονα στον Πρόεδρο της τότε Κοινότητας ………, παραχωρήθηκε οριστικώς στην κοινότητα …….. «το παρ’ αυτήν ομώνυμον δάσος, κατά κυριότητα, εξαιρουμένων της παραχωρήσεως των εντός του δάσους τούτου ευρισκομένων ιδιωτικών κτήσεων», η παραχωρούμενη δε έκταση είχε εμβαδόν 7.650 στρεμμάτων, μαζί με τις εντός αυτού υπάρχουσες ιδιωτικές κτήσεις. Από το χρόνο αυτό ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας επί του ανωτέρω ακινήτου, ως κοινοτικού, με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον οι διατάξεις, που αφορούν στην προστασία των κτημάτων του Δημοσίου, άρχισαν να ισχύουν και για τα κτήματα του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, από 02-12-1968, όμως ο χρόνος της χρησικτησίας έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι τον χρόνο αυτό (02-12-1968), σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατά τον χρόνο αυτό, το όλο ακίνητο που προαναφέρθηκε, αποτελούσε, κατά το βόρειο μισό τμήμα του, αγρό, ενώ, κατά το νότιο μισό τμήμα του, είχε αποκτήσει σταδιακά τη μορφή δασικής εκτάσεως, όπως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συνάγεται: α) από την εκτίμηση της αναφοράς του Δασολόγου του Δασαρχείου ………., ………., στην από 20-01-2005 εισήγηση αυτού, «Για τον χαρακτηρισμό δασικής εκτάσεως», ότι, με βάση την υπ’ αριθ. …….. αεροφωτογραφία του έτους 1945, το τμήμα αυτό είχε «είχε τη μορφή που έχει σήμερα, ήτοι της δασικής εκτάσεως, που καλυπτόταν από δένδρα δρυός», και β) την αναφορά του Δασολόγου - Περιβαλλοντολόγου, ………, στην από μήνα Ιούλιο 2019 «εκτίμηση Αξίας Δασικής Γης» αυτού, κατά την οποία η όλη έκταση του, ως άνω, ακινήτου αρχικά δεν ήταν δασική. Σταδιακά, όμως, μέχρι το 1945, δασώθηκε και παρουσιάζεται μέχρι και σήμερα ως δάσος και δασική έκταση. Ο προαναφερόμενος, …….., κατά το έτος 1932, βρισκόταν στη νομή του ακινήτου και μέχρι το έτος 1940 ασκούσε όλες τις υλικές πράξεις επ’ αυτού που αρμόζουν στη φύση του, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι, με την άσκηση της νομής επί του ακινήτου δεν προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας άλλου επ’ αυτού. Ήτοι, αυτός βοσκούσε και σταύλιζε τα ζώα του, προέβαινε σε διάφορες καλλιέργειες επ’ αυτού, καθώς και σε υλοτομία και κλαδονομή των δένδρων, που, με την πάροδο του χρόνου, είχαν αναπτυχθεί σε αυτό, ενώ, επίσης, περιέφρασσε αυτό. Κατά το έτος 1940, αυτός παρέδωσε τη νομή του ακινήτου αυτού στον υιό του ………. (άμεσο δικαιοπάροχο της ενάγουσας), ο οποίος συνέχισε να ασκεί τις ίδιες διακατοχικές πράξεις καλοπίστως και με διάνοια κυρίου μέχρι το έτος 1968. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, βεβαιώνει, με την υπ’ αριθ. ……… ένορκη βεβαίωσή του, ενώπιον της Συμβολαιογράφου ………, ο μάρτυρας ……… του …….(που προτάθηκε από την ενάγουσα), ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1931 και από το έτος 1958 μέχρι το έτος 1985 διατέλεσε Γραμματέας της Κοινότητας ……, κατά την οποία: «... Γνωρίζω καλά ότι στην θέση «…….» υπήρχαν ανέκαθεν ιδιοκτησίες χωριανών.... Η θέση «……» γεωγραφικά βρίσκεται μέσα στα όρια του δημοτικού δάσους …….., το οποίο είχε παραχωρηθεί στην Κοινότητα από το Ελληνικό Δημόσιο από τη δεκαετία του 1930, με εξαίρεση των ιδιωτικών κτημάτων ... ήταν γνωστό πάντα ότι τα κτήματα στη θέση «…….» δεν υπάγονται στο δημοτικό δάσος ……. Τον ………. τον γνώριζα προσωπικά ... Από τότε που θυμάμαι, ήτοι από την δεκαετία του 1940 ακόμα ..., όπως πολλοί άλλοι χωριανοί, είχε κτήμα στην περιοχή, έκτασης περίπου 5 στρεμμάτων, που συνορεύει νότια με αγροτικό δρόμο, βόρεια με ιδιοκτησία ……….. και σήμερα κληρονόμων του, ανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία …………. και τώρα των κληρονόμων του, αλλά και με ιδιοκτησία ……….. και Δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ……….. Το κτήμα αυτό το είχε δώσει ο πατέρας του ... Ο πατέρας του απ’ ό,τι έμαθα το είχε από αγορά με συμβόλαιο από το 1916... Το ακίνητο το είχε περιφραγμένο με ξύλινο φράκτη και αγκαθωτό σύρμα. Ο πατέρας του και μετά ο ίδιος έβαζαν τα ζώα τους για βοσκή, αλλά και για σταλό και κατά περιόδους έβαζαν διάφορες καλλιέργειες... αυτό το κτήμα το είχε δώσει ο πατέρας του σ’ αυτόν ... Ξέρω, επίσης, ότι με τον καιρό, ένα μέρος του ακινήτου το μισό προς νότο έχει δασωθεί σταδιακά ...». Επομένως, ο άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, με την προσμέτρηση και της διανοία κυρίου νομής, που ασκήθηκε, καλοπίστως, από τον δικαιοπάροχο αυτού πατέρα του, επί χρόνο μεγαλύτερο της τριαντακονταετίας, απέκτησε επ’ αυτού, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό του, κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, η οποία περιήλθε στην ενάγουσα από κληρονομιά αυτού. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, για τον υπολογισμό του χρόνου της χρησικτησίας, έχει διαρρεύσει ένα μέρος αυτού υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, από το οποίο προβλεπόταν χρόνος 30 ετών, και ένα μέρος υπό την ισχύ του Αστικού Κώδικα, που εισήχθη την 23-02-1946 και με το άρθρο 1045 του οποίου προβλέπεται χρόνος 20 ετών. Όμως, ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την ισχύ του Αστικού Κώδικα, υπολείπεται των είκοσι ετών (διέρρευσε χρόνος 14 ετών) και, επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 64 και 65 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, εφαρμογή έχει το Βυζαντινορρωμαϊκό Δίκαιο, με χρόνο χρησικτησίας 30 ετών από την έναρξη της νομής των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας (βλ. και ΑΠ 547/2018 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, όταν ζούσε, με την από ……. αίτησή του προς το Δασαρχείο ……….., ζήτησε τον «χαρακτηρισμό» του ανωτέρω ακινήτου, προσκομίζοντας και το, από μήνα Νοέμβριο 2005, τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου - Τοπογράφου Μηχανικού …….., στο οποίο το όλο ακίνητο (συνολικού εμβαδού 4.786,02 τ.μ.) αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω-ΑΙ-Α και συνορεύει: Ανατολικά με ιδιοκτησία …….., Δυτικά και Βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων …….. και Νότια με αγροτική οδό. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……. πράξη χαρακτηρισμού εκτάσεως του Δασαρχείου …… (με εισήγηση του Δασολόγου ………), με την οποία χαρακτηρίσθηκε ως αγρός το βόρειο τμήμα αυτού, εμβαδού 2.352,66 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Ζ1-Ε1-Δ1-Γ1-Β1-Χ-Ψ-Ω-Α1-Α, ενώ το υπόλοιπο τμήμα, εμβαδού 2.433,36 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται, υπό τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-0-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Β1-Γ1-Δ1-Ε1-Ζ1-Ζ, στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα χαρακτηρίσθηκε ως δάσος. Επίσης, ο ίδιος (άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας), με την από ……… (με αριθ. πρωτ. ……..) αίτησή του, προς το Τοπικό Συμβούλιο του Δημοτικού Διαμερίσματος ………, ζήτησε «την χορήγηση βεβαίωσης περί μη κοινοτικής εκτάσεως εμβαδού 4.786,02 τ.μ.». Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……… απόφαση του ανωτέρω Τοπικού Συμβουλίου, με την οποία αυτό επιφυλάχθηκε να γνωμοδοτήσει «λόγω έλλειψης στοιχείων, επειδή ένα τμήμα της έκτασης, εμβαδού 2.433,36 τ.μ., αφορά δάσος ...», ενώ μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, δεν υπήρξε απάντηση και επί της, από 29-10- 2012, αιτήσεως της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφισβήτηση και αμφιβολία περί του δικαιώματος αυτής, επί του, ως άνω, εδαφικού τμήματος, εμβαδού 2.433,36 τ.μ.. Επομένως, η ενάγουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και την αναγνώριση του δικαιώματος της.

Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα κυρία της, ως άνω, δασικής εκτάσεως, εμβαδού 2.433,36 τ.μ., ως τμήματος του όλου ακινήτου, εμβαδού 4.786,02 τ.μ., σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Ακόμα, να καταδικασθεί το πρώτο εναγόμενο, σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, συμψηφιζομένων, κατά τα λοιπά, αυτών, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179 ΚπολΔ), σύμφωνα με όσα, επίσης, ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ καταργημένη τη δίκη, όσον αφορά στο δεύτερο εναγόμενο (Ελληνικό Δημόσιο).

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμολίαν των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα κυρία της εδαφικής εκτάσεως, εμβαδού 2.433,36 χ.μ, που βρίσκεται στη θέση «………..» της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος …… του Δήμου ……. του Ν. …….. και συνορεύει: Ανατολικά, με ιδιοκτησία ………, Δυτικά, με ιδιοκτησία κληρονόμων ………., Νότια, με αγροτική οδό, και Βόρεια με το υπόλοιπο ακίνητο ιδιοκτησίας της ενάγουσας, όπως η έκταση αυτή αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ- Ν-Ξ-0-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Β1-Γ1-Δ1-Ε1-Ζ1-Ζ, στο, από μήνα Νοέμβριο 2005, τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου μηχανικού, ……… (ως τμήματος μεγαλύτερου ακινήτου, εκτάσεως 4.786,02 τ.μ., που συνορεύει: Ανατολικά, εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων …….. και εν μέρει με ιδιοκτησία ……… και ……, Δυτικά, με ιδιοκτησία κληρονόμων ………, Βόρεια, με ιδιοκτησία κληρονόμων ……… και Νότια, με αγροτική οδό, όπως αυτό αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ- Χ-Ψ-Ω-Α1-Α-, στο ίδιο, ως άνω, τοπογραφικό διάγραμμα).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον πρώτο εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) Ευρώ (συμψηφίζοντας αυτά, κατά τα λοιπά).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στην …….., σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την ………...

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013