Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο ν.1882/1990. Εξαίρεση απο τον Πίνακα Χρεών της Δ.Ο.Υ. φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013. Διαχρονικό δίκαιο ΠΚ 469. Ευμενέστερος νόμος. 2ΠΚ. Αθώωση κατηγορουμένου

ριθμός Αποφάσεως 15/2021 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ Δημόσια συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2021

Σύνθεση

Κατηγορούμενος

Πράξη

Μαριάννα Χαρίση Προεδρεύουσα Πλημμμελειοδίκης

(κωλυομένης της Προέδρου και του αρχαιοτέρου Δικαστή)

………………….

………………….

Κάτοικος ……… (………….)

Παράβαση άρθρου 25 Ν. 1882/90

Δημήτριος Κολοκοτρώνης Πλημμελειοδίκης

Αικατερίνη Κολτσίδα Ειρηνοδίκης Καρδίτσας

(ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 27/2021 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών κωλυομένων των λοιπών Πλημ/κων)

Παρών

διά πληρεξουσίου

 

Σοφία Μαντά Αντεισαγγελέας

(κωλυομένου του Εισαγγελέα)

   

Αμαλία Μασίκα Γραμματέας

 

___________

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε.

Στο σημείο αυτό, εμφανίσθηκε ο δικηγόρος του Δ.Σ. Καρδίτσας, Ανδρέας Βρόντος (Α.Μ. 249), ο οποίος, αφού ζήτησε και έλαβε τον λόγο από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη, δήλωσε ότι παρίσταται ως συνήγορος του απόντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με την από 12-3-2021 εξουσιοδότηση του κατηγορουμένου προς αυτόν, στην οποία αναφέρεται η ακριβής διεύθυνση της κατοικίας του και επί της οποίας βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής του κατηγορουμένου. Την ανωτέρω εξουσιοδότηση προσκόμισε στο Δικαστήριο και την ανέγνωσε η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης, δημόσια, στο ακροατήριο, δυνάμει δε αυτής ζήτησε να τον εκπροσωπήσει κατ' άρθρο 340§3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Η ανωτέρω δήλωση είναι νομότυπη, καθόσον βεβαιώνεται σε αυτήν η γνησιότητα της υπογραφής του κατηγορουμένου και αναφέρεται ο τόπος της κατοικίας του, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2, εδάφ. γ' και 340 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., διατυπώσεις. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να θεωρηθεί ότι είναι πραγματικά παρών, εκπροσωπούμενος από τον παραπάνω συνήγορό του.

Στη συνέχεια, έλαβε τον λόγο η Εισαγγελέας, ανέπτυξε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα που κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο και είπε ότι για την υποστήριξή της κάλεσε μάρτυρα το όνομα της οποίας αναφέρεται κάτω από το κατηγορητήριο.

Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, αφού ζήτησε και έλαβε τον λόγο από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη, προέβαλε, προφορικά στο ακροατήριο, αυτοτελή ισχυρισμό περί του ανέγκλητου της δικαζόμενης πράξης διότι όλα τα χρέη του επίδικου πίνακα προβλέπονται και τυποποιούνται στο άρθρο 66 και δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο κατηγορητήριο και να τιμωρηθούν με το άρθρο 25 του Ν. 1882/90. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.

Η Εισαγγελέας έλαβε το λόγο από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη και δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να προτείνει για τους παραπάνω ισχυρισμούς, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας.

Στη συνέχεια, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης εκφώνησε το όνομα της μάρτυρος κατηγορίας και αυτή βρέθηκε παρούσα.

Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης ρώτησε το συνήγορο του κατηγορουμένου, αν κλήτευσε μάρτυρες υπερασπίσεως και αυτός απάντησε αποφατικά.

Ακολούθως, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης διέταξε να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία.

Προσήλθε η μάρτυρας κατηγορίας η οποία όταν ρωτήθηκε από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη για την ταυτότητά της, απάντησε ότι ονομάζεται …… του ……., κατοικεί στην ……., δεν γνωρίζει τον κατηγορούμενο και δεν συγγενεύει με αυτόν. Κατόπιν, ορκίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την κύρωση του Κώδικα με τον Ν. 4620/2019, δηλώνοντας επικαλούμενη την τιμή και τη συνείδησή της, ότι θα πει όλη την αλήθεια και μόνο τηναλήθεια, χωρίς να προσθέσει ούτε να αποκρύψει τίποτε και εξεταζόμενη κατέθεσε τα ακόλουθα :

«Ο κατηγορούμενος έχει κάνει δύο ρυθμίσεις. Έχει ρυθμίσει με τον 4321/2015, με καταληκτική ημερομηνία 31-10-2023, και το ποσό γιο κάθε δόση ανέρχεται στα 592,16 ευρώ. Έχει ρυθμίσει επίσης και με τον 4611/19 για 120 δόσεις με καταληκτική ημερομηνία 31-8-2021 και το ποσό για κάθε δόση ανέρχεται στα 1336,79 ευρώ. Έχει να καταβάλει από 30-10-2020 αλλά λόγω της αναστολής που ισχύει μέχρι 31-3-2021 είναι ενήμερος. Αναμένουμε κι άλλες αποφάσεις περί αναστολής καταβολής χρεών λόγω COVID 19. Για τις οφειλές των υπ' αριθ. 31 και 32 εγγραφών του επίδικου πίνακα έχει κατατεθεί μηνυτήρια αναφορά. Αυτές ανέρχονται σπς 31.843,52 ευρώ Αφαιρουμένων αυτών των οφειλών απομένουν 111.961,54 ευρώ. Οι άλλες οφειλές δεν ενέπιπταν στο όριο του αξιοποίνου και γι' αυτό δεν κατατέθηκαν γι' αυτές μηνυτήριες αναφορές. Σαν είδος χρεών, υπάγονται στο άρθρο 66. Από την πρώτη ρύθμιση που έχει κάνει πληρώνονται και χρέη προγενέστερα που δεν εμπίπτουν όλα στον επίδικο πίνακα χρεών».

Σημειώνεται ότι η παραπάνω μάρτυρας, η οποία κλήθηκε και εξετάστηκε προφορικά, μετά την εξέτασή της παρέμεινε στο ακροατήριο και ότι η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης έδινε τον λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές και στον συνήγορο του κατηγορουμένου για να απευθύνουν, αν είχαν ερωτήσεις προς τη μάρτυρα, οι δε ανωτέρω ρωτούσαν και η μάρτυρας απαντούσε σχετικά με τις ερωτήσεις, όπως αναφέρεται ειδικότερα στην κατάθεσή της.

Στη συνέχεια, αναγνώσθηκαν από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη δημόσια στο ακροατήριο, τα αναγνωστέα έγγραφα της δικογραφίας και συγκεκριμένα:

  • Αίτηση ποινικής δίωξης.
  • Πίνακας χρεών.

Επίσης αναγνώσθηκαν και τα υποβληθέντα, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, από τον συνήγορο του κατηγορουμένου, έγγραφα και συγκεκριμένα:

  • Αντίγραφο της υπ' αριθ. 1519/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου.
  • Αντίγραφο της υπ' αριθ. 59/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου.
  • Αντίγραφο της υπ' αριθ. 257/2020 απόφασης του Αρείου   Πάγου.
  • Αντίγραφο της υπ' αριθ. 343/2020 απόφασης του Αρείου   Πάγου.
  • Αντίγραφο της υπ' αριθ. 828/2020 απόφασης του Αρείου   Πάγου.

Πριν από την ανάγνωση κάθε εγγράφου, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης ανακοίνωνε το έγγραφο που επρόκειτο να αναγνωσθεί και ρωτούσε την Εισαγγελέα, τους Δικαστές, καθώς και τον συνήγορο του κατηγορουμένου εάν είχαν αντίρρηση για την ανάγνωση, εκείνοι δε απαντούσαν αρνητικά.

 Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης ρώτησε την Εισαγγελέα, τους Δικαστές και τον συνήγορο του κατηγορουμένου αν θέλουν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση της μάρτυρος και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και αυτοί απάντησαν αρνητικά.

Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης ρώτησε την Εισαγγελέα, τους Δικαστές και τον συνήγορο του κατηγορουμένου αν έχουν ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και αφού αυτοί απάντησαν αρνητικά, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης κήρυξε το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.

Ακολούθως, η Εισαγγελέας έλαβε το λόγο από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη, ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να αναβληθεί η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης λόγω ρύθμισης άλλως να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος.

Ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, έλαβε τον λόγο από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη και αφού ανέπτυξε την υπεράσπισή του ζήτησε να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός και να απαλλαγεί ο εντολέας του, άλλως την αναβολή της υπόθεσης λόγω ρύθμισης.

Κατόπιν τούτων, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης κήρυξε τη συζήτηση περαιωμένη.

Μετά τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη στην έδρα του, με την παρουσία της Γραμματέα, κατήρτισε και αμέσως, με την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, την με αριθμό 15/2021 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής :

ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1 η-7- 2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, ανάλογα με το αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το ως άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Στη συνέχεια, η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α' 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α' 15/28-1-2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και στα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών: 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίστηκαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση σ', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Επακολούθησε ο Ν. 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως, εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων, Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο (δωδέκατο) στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι "τα ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.00) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομή σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχομένων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών- ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος (δόλος) πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενιαιοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ ). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Τέλος, με το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από την 1 η-7- 2019, ορίζεται ότι «Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις». Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ' αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, αν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το προϊόν που αποκομίστηκε ή επιδιώχθηκε με τις εν λόγω φορολογικές παραβάσεις αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλεισμένα χρηματικά ποσά - χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ των άλλων, τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώριση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της φορολογικής διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις όπως είναι τα πρόστιμα. Εξάλλου, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου (ΣτΕ 89/2019). Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος τυποποιείται, επίσης, στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα ελεγκτικά κέντρα ή το τελωνείο προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους. Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία αναφέρεται ότι στην αίτηση και στον συνοδεϋοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λ.π. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο, ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, έχει καταστεί ανέγκλητη (ΑΠ 828/2020, δημοσίευση Nomos). Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, που περιέχεται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως, καθώς και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ.1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος εν προκειμένω κατηγορείται για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990) και ειδικότερα για το ότι: «στην Καρδίτσα, κατά το χρονικό διάστημα από 30-9-2014 έως 28-2-2019, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις 'περί χρεών προς το Δημόσιο' και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 100.000,006, όπως εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθ. 17/2019 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας, και αποτελεί σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφλησή τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, όντας διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία ………. που εδρεύει στην ………., ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικό το ποσό των 149.805,06 ευρώ μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών)». Ωστόσο από τον ως άνω πίνακα χρεών σε σχέση και με τη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), έχουν ληφθεί υπόψη αποκλειστικά χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα χρέη δε αυτά δεν αποτελούν πλέον μετά την 1η-7- 2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας, κατά το άρθρο 469 αυτού, στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια, δεδομένης της ισχύος με του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η ως άνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από ποινικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα συγκεκριμένα χρέη που εμφαίνονται στον υπ' αριθ. ….. αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας, ανεξάρτητα από το ύψος τους δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990. Συνεπώς, η πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), έτσι ως εισάγεται είναι ανέγκλητη και πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας με παρόντα δια πληρεξουσίου τον κατηγορούμενο, ………, κάτοικο ……………..

Κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο του ότι στην Καρδίτσα, κατά το χρονικό διάστημα από 30-9-2014 έως 28-2-2019, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις 'περί χρεών προς το Δημόσιο' και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 100.000,00€, όπως εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθ. ……….. αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας, και αποτελεί σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφλησή τους παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, όντας διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία …………., που εδρεύει στην …………, ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 149.805,06 ευρώ μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών).

Ο εν λόγω πίνακας χρεών ο οποίος αποτελείται από τέσσερα φύλλα, έχει ως ακολούθως:

 …………….

……………..

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

Καρδίτσα, 16 Μαρτίου 2021

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΠΛΗΜ/ΔΙΚΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013