ΕισαγγΠλημ/κών Ιωανν.110/2021. Άρση οχήματος στην προδικασία. Απ` ευθείας κλήση στο ακροατήριο.Μη επίδοση κλητηρίου. Σύστημα πληροφοριών ΣΕΓΚΕΝ. Όχημα κλαπέν σε χώρα της ΕΕ.Αλλοδαπό δεδικασμένο.Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.Μη υποβολή έγκλησης.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ …………

Αριθμός πρότασης:

Α.Β.Μ.: ……..

                                                        Προς

το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ……….

α. Εισάγουμε στο Συμβούλιό Σας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 30 §2, 138 §2, 269 §3, 307 περίπτωση β' και 311 §2 του ΚΠΔ, την υπ’ αριθμόν Β.Μ. A ……… δικογραφία κατόπιν της υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …….. αιτήσεως του ……., κατοίκου …………., αφορώσης στην απόδοση των κατασχεθέντων ………. δυνάμει της από ………. εκθέσεως κατασχέσεως αυτοκινήτου οχήματος, και δη του υπ’ αριθμόν πινακίδων κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως ……., κατάσχεση η οποία έλαβε χώρα στα πλαίσια σχηματισθείσης δικογραφίας λαβούσης εκ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών …….. αριθμό Β.Μ. A ……... Επί της αιτήσεως αυτής εκθέτουμε τα ακόλουθα:

β. Βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 68 του ΠΚ, αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμέτοχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων (§1). Δήμευση δεν επιβάλλεται, όταν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτημα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, όπως όταν υπάρχει κίνδυνος να αποστερήσει τον καταδικασθέντα ή τρίτο, ιδίως την οικογένειά τους, από πράγμα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισμό τους ή να προκαλέσει σε αυτούς υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ανάλογα περιορισμένη δήμευση ή να επιβάλει χρηματική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 (§2). Αν τα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη (§3). Αν το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει δήμευση στα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία των προηγούμενων παραγράφων, επειδή αυτά δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, στον οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δήμευση, μπορεί να επιβάλει στον δράστη χρηματική ποινή μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των αντικειμένων αυτών (§4). Η δήμευση επιβάλλεται σε τρίτο αν τα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάσθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από τον δράστη σε αυτόν ή αν αποκτήθηκαν από αυτόν ή περιήλθαν με άλλο τρόπο σε αυτόν, εφόσον κατά το χρόνο κτήσης των περιουσιακών στοιχείων γνώριζε ότι ενδέχεται να προέρχονται από κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου και ότι σκοπός της μεταβίβασής τους ήταν να αποφευχθεί η δήμευση. Η γνώση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, πρέπει να προκύπτει από το συνδυασμό περισσότερων ειδικά αναφερόμενων στην απόφαση του δικαστηρίου περιστατικών, όπως ιδίως ότι η μεταβίβαση ή η απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία ή από εκείνο που θα προέκυπτε, με βάση τη συνήθη πρακτική, στις οικείες βιοτικές σχέσεις. Η δήμευση επιβάλλεται στον τρίτο μόνο εφόσον δεν μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του δράστη δήμευση του ανταλλάγματος που έλαβε για τη μεταβίβαση ή αναπληρωματική δήμευση. Όταν ο τρίτος είναι νομικό πρόσωπο, εξετάζεται αν υπήρχε η προβλεπόμενη γνώση σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, σε όποιον έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή είναι εξουσιοδοτημένος για τη λήψη αποφάσεων ή για την άσκηση ελέγχου, στο πλαίσιο του νομικού προσώπου ή της επιχείρησης ή σε όποιον ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα αυτά (§5). Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος. Κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 76 του ΠΚ, η δήμευση των αντικειμένων της παραγράφου 1 του άρθρου 68 επιβάλλεται υποχρεωτικά σε βάρος του κατόχου τους, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισμένου προσώπου για την τελεσθείσα πράξη, αν από τη φύση τους προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης. Η δήμευση εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (§1). Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος (§2). Βάσει της αιτιολογικής εκθέσεως του Ν. 4619/2019, στο άρθρο 68 έχει ενταχθεί η παρεπόμενη ποινή της δήμευσης, η οποία αποχωρίστηκε έτσι από τη δήμευση ως μέτρο ασφαλείας. Στη νέα διάταξη επαναλαμβάνεται κατά βάση η ρύθμιση του άρθρου 76 παρ. 1 - 5 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε με τον νόμο 4478/2017. Στο άρθρο 76 περιγράφονται τα χαρακτηριστικά της δήμευσης, ως μέτρου ασφαλείας. Η περιγραφή δεν απέχει ουσιωδώς από εκείνην που συναντάται ήδη στο άρθρο 76 παρ. 6 ΠΚ, όπως το περιεχόμενό του διαμορφώθηκε από τον ν. 4478/2017. Από το κείμενο του νόμου προκύπτει δηλαδή με σαφήνεια ότι δήμευση ως μέτρο ασφαλείας μπορεί να επιβληθεί μόνο σε αντικείμενα τα οποία, από την κατασκευή τους, είναι δυνατό να αξιοποιηθούν μόνο για την τέλεση μιας άδικης πράξης (Βλ. Σ. Παύλου, Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, 1994, σ. 54, Α. Τζαννετή, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 76. 18). Ο κίνδυνος πρέπει δηλαδή να προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα και όχι από την ενδεχόμενη χρήση τους για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

γ. Βάσει, περαιτέρω, των οριζομένων στο άρθρο 269 §3 εδάφιο α' του ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να αρθεί η κατάσχεση, αν δεν είναι πιθανό ότι από αυτό το λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας.

6. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 307 του ΚΠΔ, κατά την διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω, β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κ.τ.λ., γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα, δ) για την αποπεράτωση ή την εξακολούθηση της ανάκρισης, ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις.

ε. Αναφορικά με τις προμνησθείσες διατάξεις, ως τούτες ίσχυαν προ της ενάρξεως ισχύος των Ν. 4619/2019 και 4620/2019, λεκτέα τα εξής (σκέψεις οι οποίες δεν έχουν απολύσει τη σημασία τους ενόψει της επαναλήψεως των διατάξεων επί της ουσίας και στους ισχύοντες κώδικες): Η αίτηση για την άρση της κατασχέσεως συνιστά ένδικο βοήθημα, δεδομένου ότι με τούτη ζητείται η επανεκτίμηση του μέτρου της κατασχέσεως το οποίο επεβλήθη στο πλαίσιο της διενεργούμενης οικείας ανακριτικής πράξεως κατά την προανάκριση ή την κύρια ανάκριση. Για την άσκηση του ενδίκου αυτού βοηθήματος εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις επί των ενδίκων μέσων. Από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση, κατά την διάρκεια της ανακρίσεως (κυρίας ή προανακρίσεως) και μέχρι τη εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, την άρση της κατασχέσεως που επιβλήθηκε μπορεί να διατάξει το δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου ή του τρίτου που έχει έννομο συμφέρον ή δικαιώματα στα πράγματα που κατασχέθηκαν, αν δεν είναι πιθανό από τον λόγο αυτό ότι θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας. Ως, δε, συνάγεται από το άρθρο 320 §2 του ΚΠΔ, η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο θεωρείται γενομένη από την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως. Αυτονόητο είναι κατά συνέπεια ότι η αρμοδιότητα αυτή του συμβουλίου παύει να υφίσταται στην περίπτωση που έγινε επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης ή έγινε παραίτηση από την κλήτευση και την προθεσμία κλήτευσης, κατ’ άρθρο 169 §2 ΚΠΔ, στην περίπτωση που ορίζεται ρητή δικάσιμος μετά την προσαγωγή του κατηγορουμένου κατά την αυτόφωρη διαδικασία στον εισαγγελέα, αφού στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι η υπόθεση έχει εισαχθεί στο ακροατήριο. Πέραν τούτων, κατά την άσκηση, πάντως, αυτής της διακριτικής του ευχέρειας θα πρέπει το Συμβούλιο, κατευθυνόμενο από την αρχή της αναλογικότητας με τις τρεις επιμέρους πτυχές της, ήτοι της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, να λάβει υπόψη του και να σταθμίσει όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων και δη του ιδιοκτήτη ή κατόχου του κατασχεθέντος πράγματος και στα πλαίσια τούτων: α) την άνευ λόγου επί μεγάλο χρονικό διάστημα στέρηση του αναίτιου κυρίου της χρήσεως της ιδιοκτησίας του, β) την εντεύθεν οικονομική ζημία, γ) την κατά το διάστημα τούτο επιβάρυνση του δημοσίου με τη δαπάνη και τη φροντίδα φύλαξής του, δ) τη σημαντική, εκ της αχρησίας τούτου και των εντεύθεν βλαβών του, ζημία του, ε) την αξία του κατασχεθέντος αντικειμένου, στ) το πόσο διήρκεσε ή πόσο θα διαρκέσει η κατάσχεση (βλ. ΣυμβΠλημΠατρ 324/2012, ΠοινΔικ 2014, 502). Δεν αίρεται, δε, η κατάσχεση πραγμάτων των οποίων ο κατά νόμον προορισμός είναι να δημευτούν, είτε υπό τη μορφή παρεπόμενης ποινής είτε υπό τη μορφή μέτρου ασφαλείας, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 76 του ΠΚ (νυν 68 και 76 του ισχύοντος ΠΚ). Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τις συναφείς με το ζήτημα διατάξεις των άρθρων 259,266, 310 §2 (νυν 311 §2 του ισχύοντος ΚΠΔ) και 373 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, Ειδικά, από την τελευταία διάταξη ορίζεται ότι το δικαστήριο, με την τελειωτική του απόφαση, μετά τα έξοδα που επιβάλλει στον καταδικασθέντα, διατάσσει την απόδοση στον ιδιοκτήτη των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση, εφόσον δεν έγινε άρση της κατάσχεσης τους κατά το άρθρο 268, διατάσσει δε, περαιτέρω, και τη δήμευση των αντικειμένων που πρέπει να δημευτούν. Η διάταξη δηλαδή του νόμου λαμβάνει ως δεδομένο, ότι δεν είναι δυνατόν να έχει αρθεί η κατάσχεση των δημευτέων πραγμάτων, γι’ αυτό και προβλέπει απλώς τη δήμευσή τους, ενώ, αν πρόκειται για αποδοτέα, λαμβάνει υπόψη και την ενδεχόμενη προαπόδοσή τους, με την άρση της κατάσχεσης τους κατά το άρθρο 268 §3 ΚΠΔ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η απόφανση του δικαστικού συμβουλίου περί την άρση της κατασχέσεως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις η δήμευση των κατασχεθέντων. Διότι, όταν με διάταξη νόμου προβλέπεται η δήμευση των τελευταίων, ή είναι ενδεχόμενο αυτά να δημευτούν, είτε με τη μορφή της παρεπόμενης ποινής είτε με τη μορφή μέτρου ασφαλείας, το δικαστικό συμβούλιο δεν είναι αρμόδιο να αποφασίσει για την άρση της κατάσχεσης, γιατί η τελική κρίση για την τύχη των κατασχεθέντων έχει ανατεθεί αποκλειστικώς και μόνον στο δικαστήριο, ταυτόχρονα με την κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, θα προκαταλαμβανόταν η απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου και θα καθίστατο αδύνατη η επιβολή της δήμευσης. Επομένως, όταν τα κατασχεθέντα είναι υποχρεωτικώς, κατά νόμο, δημευτέα ή είναι ενδεχόμενο να αποτελέσουν αντικείμενο δήμευσης, δεν δύναται να αρθεί η επ’ αυτών επιβληθείσα κατάσχεση, αφού ο λόγος διατήρησης της κατάσχεσης είναι η ευχέρεια εκτέλεσης της επιβληθείσης δημεύσεως επί του πράγματος το οποίο βρίσκεται ήδη στα χέρια των αρχών, θεωρουμένου ότι θα δυσχερανθεί ιδιαίτερα η εκτέλεση αυτή, αν δεν καταστεί αδύνατη, εάν το πράγμα αποδοθεί στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του. Συνοψίζοντας, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 307 περίπτωση β' και 310 §2 του ΚΠΔ (νυν 311 §2 του ισχύοντος ΚΠΔ), προκύπτει ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τα θέματα κατάσχεσης, που ανακύπτουν κατά το στάδιο της ανάκρισης (και της προανάκρισης) και καθ’ όλο το στάδιο της προδικασίας, μέχρι την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη με την επίδοση σ’ αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης. Ακόμη, συντρεχόντων των όρων της §1 του άρθρου 76 ΠΚ (νυν 68 του ισχύοντος ΠΚ), η επιβολή της παρεπομένης ποινής της δημεύσεως είναι δυνητική, εξαρτώμενη από την κυριαρχική και μη υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΠ κρίση του δικαστή, ο οποίος, εκτιμώντας τις περιστάσεις του άρθρου 79 ΠΚ, θα καταγνώσει τη δήμευση, όταν κρίνει ότι η κύρια ποινή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον ένοχο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, ενώ η δήμευση, ως μέτρο ασφαλείας (άρθρο 76 §6 ΠΚ, νυν 76 του ισχύοντος ΠΚ), επιβάλλεται υποχρεωτικά, όταν από την κατοχή των προϊόντων του εγκλήματος ή των αντικειμένων που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση της πράξης προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης (βλ. και ΕφΑιγαίου σε συμβούλιο 52/2016, ΠοινΔ/νη 2017/61, στο οποίο γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για την υποστηριχθείσα νομολογιακώς άποψη ότι η υλική αρμοδιότητα τον Δικαστικού Συμβουλίου να αποφαίνεται για την άρση της κατάσχεσης χωρίς την ταυτόχρονη κρίση και επί της ουσίας της υπόθεσης υφίσταται μόνο, όταν δεν προβλέπεται από τον νόμο η υποχρεωτική δήμευση των κατασχεθέντων είτε με ειδική διάταξη είτε με το άρθρο 76 παρ. 2 ΠΚ ως μέτρο ασφαλείας, βλ. και ΠλημμΠατρ 16/2018, Ar Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠλημμΚαστορ 8/2015, Α" Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2015/1019, ΠλημμΠρεβ 54/2013, Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ με τις εκεί παραπομπές). Στα πλαίσια της κρατούσας αυτής άποψης γίνεται δεκτό από μερίδα της νομολογίας ότι το δικαστικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να άρει την κατάσχεση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν ως δημευτέα στις περιπτώσεις που ο ιδιοκτήτης τους είναι τελείως αμέτοχος στην αξιόποινη πράξη, ιδίως στις περιπτώσεις που η δήμευση δεν προβλέπεται στο νόμο ως υποχρεωτική (βλ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος III, 2015, σελ. 3.150, με περαιτέρω παραπομπές). Η κρίση άλλωστε του δικαστικού συμβουλίου για την άρση της κατασχέσεως αντικειμένου που ανήκει σε τρίτο πρόσωπο, αμέτοχο στην εκάστοτε αποδιδόμενη πράξη, ουδεμία επιρροή ασκεί στην απόφαση του Δικαστηρίου για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου και τη συνακόλουθη επιβολή ή μη της ποινής (κύριας και παρεπόμενης), δεδομένου ότι, στην περίπτωση που το κατασχεθέν αντικείμενο ανήκει σε τρίτο πρόσωπο μη κατηγορούμενο, δυνατότητα νόμιμης δημεύσεώς του (ως παρεπόμενης ποινής) από το δικαστήριο δεν νοείται και επομένως ούτε και λόγος για να μην αρθεί η κατάσχεσή του από το δικαστικό συμβούλιο (ΣνμβΠλημΠατρ 80/2014, ΠοινΔικ 2015, σελ. 127). Η αποδεικτική χρησιμότητα των αντικειμένων αυτών είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει στην προσωρινή αποστέρηση του τρίτου προσώπου από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία του. Στην περίπτωση, συνεπώς, κατά την οποία ένα αντικείμενο, το οποίο αποτέλεσε μέσο τέλεσης εγκλήματος, καταλαμβάνεται μεν στα χέρια του δράστη, ανήκει εντούτοις σε τρίτο πρόσωπο, τότε η κατάσχεση έχει ως σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας και την αποδεικτική εν γένει διευκόλυνση, ενώ στη συνέχεια δεν είναι δυνατή η επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης, ει μη μόνον εφόσον αποδοθεί και στον ιδιοκτήτη ποινική ευθύνη και ιδίως για συμμετοχική δράση στο έγκλημα ή εφόσον το ίδιο το αντικείμενο είναι αυτό καθεαυτό επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, οπότε και η δήμευση δύναται να επιβληθεί ανεξαρτήτως της ποινικής ή μη ευθύνης του ιδιοκτήτη, καθόσον η επιβαλλόμενη δήμευση αποτελεί κατά την αληθή νομική της φύση μέτρο ασφάλειας και όχι παρεπόμενη ποινή (βλ Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία - Εφαρμογή υπό το άρθρο 76). Αντιθέτως, η δήμευση του αντικειμένου που ανήκει σε τρίτο πρόσωπο ως παρεπόμενη ποινή δεν είναι κατ’ αρχήν νοητή, στο μέτρο που ο ανωτέρω δε φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου (βλ. Α. Χαραλαμπάκης, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά την δήμευση Υπέρ 1991. 735 και Σ.Παύλου, Προβλήματα της δη ρεύσεως στους ειδικούς ποινικούς νόμους Υπέρ 91. 707 επ.). Περαιτέρω, βάσει των διατάξεων του άρθρου 177 του Ν. 2960/2001, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή μηχανήματα έργου ή εμπορευματοκιβώτια, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, όπλων, εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, το υπηρεσιακό όργανο το οποίο επέβαλε την κατάσχεση ή η Υπηρεσία στην οποία υπηρετεί αυτό, τα παραδίδει, μαζί με αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή (αρμόδιο Τελωνείο ή Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων), που ορίζεται αποκλειστικός μεσεγγυούχος, συντασσόμενης έκθεσης παράδοσης και παραλαβής. Εάν οι παραπάνω υπηρεσίες αποδεδειγμένα στερούνται χώρων και δυνατοτήτων φύλαξης, τα κατασχεθέντα αντικείμενα δύναται να παραμένουν στην παραφυλακή της υπηρεσίας που προέβη στην κατάσχεση, εάν είναι αναγκαίο και με τη συνδρομή άλλων δημοσίων υπηρεσιών, η δε αρμόδια Τελωνειακή Αρχή οφείλει να μεριμνήσει για την άμεση διαχείριση τους. Για τη φύλαξη των εναέριων μέσων, εφόσον είναι αδύνατη η φύλαξη τους στο χώρο της κατάσχεσης, ζητείται η συνδρομή του πλησιέστερου πολιτικού ή στρατιωτικού αεροδρομίου, β) Το ίδιο ως άνω όργανο ή η Υπηρεσία, στην οποία υπηρετεί αυτό, επισυνάπτει τα πρωτότυπα της έκθεσης κατάσχεσης και της έκθεσης παράδοσης και παραλαβής, εφόσον αυτή έχει πραγματοποιηθεί, στα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης και κοινοποιεί υποχρεωτικά αντίγραφο του διαβιβαστικού εγγράφου της προανάκρισης στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση (§1). α) Όταν κατάσχονται πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός, τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός, μηχανές πρόωσης κάθε είδους, τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας ή ναρκωτικών ουσιών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή όπλων ή εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, η κατά τόπο αρμόδια Λιμενική Αρχή φυλάσσει αυτά και, αν είναι η κατάσχουσα αρχή, διαβιβάζει αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, μαζί με τα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης, στο αρμόδιο Τελωνείο και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, για τη διαχείρισή τους, β) Τα κατασχεθέντα πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός, τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός, μηχανές πρόωσης κάθε είδους, τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, παραμένουν στην παραφυλακή της Λιμενικής Αρχής, η οποία τα φυλάσσει, μέχρις ότου παραδοθούν στον αγοραστή που θα αναδειχθεί από τις πλειοδοτικές δημοπρασίες ή διατεθούν για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου ή αποδοθούν στον ιδιοκτήτη ή δοθεί εντολή καταστροφής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, γ) Για πλωτά μέσα αξίας άνω των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ με βάση την έκθεση κοστολόγησής τους δύναται η Λιμενική Αρχή, μόνο εάν τεκμηριωμένα υφίσταται πλήρης αδυναμία αυτής για την φύλαξη των κατασχεθέντων, να διορίσει ειδικό μεσεγγυούχο από τους εγγεγραμμένους στον ειδικό κατάλογο πραγματογνωμόνων. Ο ειδικός μεσεγγυούχος παραλαμβάνει το πλωτό μέσο με λεπτομερές πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία αυτού και των εξαρτημάτων του. Με την ως άνω παραλαβή ο μεσεγγυούχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το φυλάσσει στην κατάσταση στην οποία το παρέλαβε και φέρει αποκλειστικά και προσωπικά την ευθύνη για οποιαδήποτε φθορά, ζημιά ή κλοπή εξαρτημάτων που θα προκληθεί σε αυτό. Η αποζημίωση και τα σχετικά έξοδα των μεσεγγυούχων εκκαθαρίζονται από την αρχή που διέταξε τη μεσεγγύηση ή φύλαξη ή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας και η εκκαθάριση διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τα σχετικά δικαιολογητικά για την πληρωμή του δικαιούχου (§2). Η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, στην οποία παραδόθηκαν τα κατασχεθέντα ή κοινοποιήθηκε η κατάσχεση των ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, συντάσσει, εφόσον αυτά προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκθεση επαλήθευσης με την οποία προσδιορίζει τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που αναλογούν στην εισαγωγή τους και αποστέλλει αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο Εισαγγελέα μέσα σε ένα (1) μήνα από την παράδοση των κατασχεθέντων ή την κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης. Για τα πλωτά και εναέρια μέσα αντίγραφο της έκθεσης επαλήθευσης διαβιβάζεται και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (§3). α) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εάν κατά την κρίση του συντρέχει περίπτωση μη δήμευσης των κατασχεθέντων σύμφωνα με τα άρθρα 310 του Κ.Π.Δ., 160 παράγραφος 4 του παρόντος κώδικα ή άλλες διατάξεις, δύναται να διατάξει με αμετάκλητη απόφασή του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, β) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δύναται επίσης, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, να διατάξει με αμετάκλητη απόφαση του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των κατασχεθέντων σε αυτόν, ακόμα και αν συντρέχει περίπτωση δήμευσης των κατασχεθέντων, υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης με την αξία τους, όπως αυτή προκύπτει από την έκθεση κοστολόγησης, προκειμένου να επέχει τη θέση των κατασχεθέντων που υπόκεινται σε δήμευση, γ) Κάθε βούλευμα ή απόφαση σχετικά με άρση της κατάσχεσης και απόδοση των μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στον ρητά κατονομαζόμενο ιδιοκτήτη, καθώς και κάθε απόφαση για δήμευσή τους κοινοποιείται αμελλητί από τον Εισαγγελέα στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο μαζί με βεβαίωση από την οποία προκύπτει η ημερομηνία του αμετακλήτου αυτών, δ) Η παραλαβή από τον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων και κατά τα ανωτέρω αποδοθέντων ειδών ή μέσων πραγματοποιείται μετά από αίτησή του συνοδευόμενη από όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα. Ο ιδιοκτήτης, πριν την παραλαβή, υποχρεούται στην καταβολή των εξόδων μεταφοράς και φύλαξης, καθώς και δασμών και λοιπών φόρων που αναλογούν στα ως άνω είδη ή μέσα (§4). α) Η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο, εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παραγράφου 1 και μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παραγράφου 2, δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη, προβαίνουν στην εκποίηση ή διάθεσή τους, β) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστησαν αμετάκλητα η απόφαση ή το βούλευμα ή η εισαγγελική διάταξη για άρση της κατάσχεσης και απόδοση των κατασχεθέντων στον ιδιοκτήτη, αυτά δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική αυτού υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και ο ιδιοκτήτης αποστερείται παντός δικαιώματος παραλαβής ή αποζημίωσης, γ) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστη αμετάκλητο το βούλευμα περί απόδοσης στον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων με τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική του υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα μπορεί να εκποιούνται ή να διατίθενται (§5). α) Η εκποίηση των κατασχεθέντων ειδών των παραγράφων 1 και 2 πραγματοποιείται μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5 σύμφωνα με τους όρους πώλησης που ισχύουν για τις δημοπρασίες που διενεργούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης δημόσιου υλικού, β) Η Τελωνειακή Αρχή, η οποία έχει την αρμοδιότητα και ευθύνη της διαχείρισης των κατασχεθέντων ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, συντάσσει έκθεση κοστολόγησης, γ) Κατασχεθέντα είδη της περίπτωσης α της παραγράφου 2, τα οποία είναι σε κακή κατάσταση και άνευ εμπορικής αξίας, καταστρέφονται, κατ’ εξαίρεση της περίπτωσης α της παρούσας παραγράφου, μετά την πάροδο των προθεσμιών της παραγράφου 5. Η καταστροφή πραγματοποιείται μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση επιτροπής, η οποία απαρτίζεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ως Πρόεδρο, έναν υπάλληλο της ιδίας Αρχής και τον Προϊστάμενο της Λιμενικής Αρχής. Η γνωμοδότηση της επιτροπής διαβιβάζεται με μέριμνα της Λιμενικής Αρχής προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή των πλωτών μέσων, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων. Με πρόταση της ίδιας γνωμοδοτικής επιτροπής είναι δυνατή η διάθεση των ως άνω ειδών για ειδικές χρήσεις σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. καιΝ.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, δ) Τα πλωτά μέσα δύναται να εκποιούνται για διάλυση. Για όσα εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία των φουσκωτών σκαφών με εξωλέμβιους κινητήρες είναι δυνατή η εκποίηση των κινητήρων και των σκαφών μεμονωμένα, ε) Για τα πλωτά μέσα των οποίων οι δημοπρατήσεις απέβησαν άγονες, εκ των οποίων οι τρεις με την ίδια τιμή εκκίνησης, η Λιμενική Αρχή φύλαξης αυτών προβαίνει, μετά από σχετική βεβαίωση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού, σε πρόταση προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή τους, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων (§6). α) Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης, μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5, τα κατασχεμένα οχήματα της παραγράφου 1 δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος προς κυκλοφορία σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, β) Με όμοια απόφαση, οχήματα τέλους κύκλου ζωής (Ο.Τ.Κ.Ζ.) και οχήματα για διάλυση δύναται να διατίθενται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις, αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς λόγους, τα οποία μετά την χρησιμοποίησή τους παραδίδονται σε αδειοδοτημένους φορείς διαχείρισης τέτοιων οχημάτων, γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5, τα πλωτά μέσα της παραγράφου 2 και τα κατασχεθέντα είδη της παραγράφου 1, εκτός των οχημάτων, δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. Ν.Π.Δ.Δ., και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, δ) Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) δύναται να διατίθενται, κατ’ εξαίρεση των περιπτώσεων α και γ και κατά προτεραιότητα, ένα ή περισσότερα κατασχεθέντα από οποιαδήποτε αιτία χερσαία ή πλωτά μεταφορικά μέσα, σε Τελωνειακός και Φορολογικές Υπηρεσίες για τις ανάγκες της δίωξης λαθρεμπορίου και φοροδιαφυγής, ε) Για τα οχήματα που δεν προέρχονται από κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Υπηρεσία, στην οποία διατίθενται προς κυκλοφορία, αναλαμβάνει την έκδοση της κατά περίπτωση απαιτούμενης έγκρισης τύπου για την κυκλοφορία τους με δικές της ενέργειες και έξοδα, στ) Για τα κατασχεθέντα είδη που δεν προέρχονται από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία διατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, καταβάλλονται από τις υπηρεσίες στις οποίες διατίθενται οι αναλογούντες δασμοί (§7). Αν μετά την εκποίηση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση από την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. και μετά από αίτησή του στην αρμόδια υπηρεσία εκποίησης, ως εξής: α) Όταν το εκποιηθέν είδος έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή, ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α.. β) Όταν το εκποιηθέν είδος δεν έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή και το εκπλειστηρίασμα εισπράττεται με άτοκες δόσεις, ο ιδιοκτήτης του κατασχεθέντος δύναται να επιλέξει είτε την είσπραξη ποσού ίσου με τις εισπραχθείσες κάθε φορά δόσεις αφαιρουμένου του εμπεριεχόμενου Φ.Π.Α., είτε ποσού ίσου με το εκπλειστηρίασμα μειωμένο κατά την προβλεπόμενη έκπτωση, εάν αυτό καταβαλλόταν εφάπαξ, αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. (§8). Αν μετά την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση ως εξής: α) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται δωρεάν, ποσό ίσο με την τιμή κοστολόγησης αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α.. Υπόχρεη για την καταβολή του ποσού αυτού στον ιδιοκτήτη είναι η Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε το κατασχεθέν είδος, β) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται έναντι τιμήματος, καταβάλλεται από μεν την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. από δε την Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε αυτό, ποσό ίσο με τη διαφορά της τιμής κοστολόγησης και του τιμήματος που κατεβλήθη, αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. (§9). Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 8 και 9 ποσά καταβάλλονται έντοκα από την ημερομηνία που οι αρμόδιες υπηρεσίες προς αποζημίωση λάβουν αίτημα με όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά του δικαιωθέντος ιδιοκτήτη μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού εντάλματος πληρωμής. Η καταβολή των προς αποζημίωση ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. και του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 (Α 170) (§10). α) Τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα λαθρεμπορευμάτων ή ναρκωτικών ουσιών ή όπλων ή εκρηκτικών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή λόγω διάπραξης οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, καθώς και τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που ανακαλύπτονται κατά τους ελέγχους ή έρευνες από τα Τελωνεία ή τις διωκτικές αρχές της Α.Α.Δ.Ε. και του Υπουργείου Οικονομικών ή από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος, παραδίδονται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση, μαζί με αντίγραφα της έκθεσης κατάσχεσης και των εγγράφων αναζήτησης και ειδοποίησης των ιδιοκτητών και συντάσσεται έκθεση παράδοσης-παραλαβής. Τα κατασχεθέντα παραλαμβάνονται από τον ιδιοκτήτη μετά από άδεια παραλαβής από την αρμόδια αρχή ή με αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, αφού προηγουμένως καταβληθούν τα έξοδα μεταφοράς και φύλαξης, β) Αν μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από την ημερομηνία παραλαβής τους η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη ή μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από το αμετάκλητο δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος ή από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον δικαιούχο η άδεια της αρμόδιας Αρχής για την παραλαβή του οχήματος δεν έχουν παραληφθεί από αυτόν, τότε τα κατασχεθέντα δύναται να διατίθενται στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις αποκλειστικά για τις ανάγκες τους στο εσωτερικό της χώρας, γ) Μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, τα κατασχεθέντα δύναται να εκποιούνται ή να διατίθενται και σε άλλες υπηρεσίες εκτός των ανωτέρω, εφόσον δεν είναι καταχωρημένα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS II). δ) Αν μετά την εκποίηση ή την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8, 9 και 10 (§11). Όλα τα είδη χερσαίων και εναέριων μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων έργου που για οποιαδήποτε αιτία έχουν δεσμευτεί ή ακινητοποιηθεί από τις αρμόδιες Τελωνειακός αρχές ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή και φυλάσσονται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο τελωνείο, διατίθενται ή εκποιούνται, εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την ημερομηνία δέσμευσης ή ακινητοποίησης. Εάν μετά την εκποίηση ή διάθεση των ανωτέρω αρθεί η δέσμευση ή διαταχθεί αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται αποζημίωση κατ’ αντιστοιχία με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8, 9 και 10 (§12). Οχήματα που δεσμεύονται από το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης, προκειμένου να διατεθούν σε υπηρεσίες, αποδεσμεύονται αυτομάτως και δεν δύναται να δεσμευθούν στο μέλλον για τις ίδιες υπηρεσίες, εάν μετά την παρέλευση ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών από την δέσμευσή τους δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις διάθεσης (§13). α) Με αποφάσεις του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζονται: αα) Οι όροι πώλησης των ειδών που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αβ) Οι αρμόδιες Υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. και οι όροι πώλησης ειδών πέραν των περιλαμβανόμενων στο παρόν άρθρο, τα οποία περιέρχονται στη διαχείριση των ως άνω Υπηρεσιών, β) Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται το ημερήσιο κόστος φύλαξης, ο χρόνος υπολογισμού του, το κόστος μεταφοράς όλων των ειδών που περιέρχονται στη διαχείριση των αρμοδίων Υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. και οποιαδήποτε άλλη δαπάνη βαρύνει τα είδη κατά την απόδοσή τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (§14). Αναφορικά με τη διάταξη αυτή λεκτέα και τα εξής: Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο a priori αποκλεισμός της δυνατότητας απόδοσης κατασχεθέντος οχήματος στο συχνά χρονοβόρο στάδιο της ανάκρισης είναι δυνατό να οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα σε τιμώρηση πολιτών, που καταφανώς δεν έχουν σχέση με τη διωκόμενη αξιόποινη πράξη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση, που πρόκειται για επαγγελματικής χρήσης μεταφορικό μέσο, οπότε και η δυνατότητα επιδίκασης αποζημίωσης κατά την §9 του άρθρου 177 Τελωνειακού Κώδικα, ουδόλως αποκαθιστά την πραγματική ζημία, την οποία υφίσταται ο πιθανώς αμέτοχος στη διάπραξη της αξιόποινης πράξης ιδιοκτήτης του μεταφορικού μέσου. Η αξίωση για υφιστάμενη γνώση (περί της τελέσεως διά της χρήσεως του οχήματος αξιοποίνου πράξεως) αφορά, άλλωστε, προδήλως τον ίδιο τον ιδιοκτήτη και όχι τυχόν υπ’ αυτού προστηθέντες, οι οποίοι λειτουργώντας εκτός του κύκλου των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων προβαίνουν σε μεταφορά μεταναστών με χρήση του οχήματος του ιδιοκτήτη και χωρίς γνώση του τελευταίου, ή ακόμα και τρίτους μισθωτές του μεταφορικού μέσου, στους οποίους ο ιδιοκτήτης ως εκμισθωτής το έχει εκμισθώσει προσδοκώντας οικονομικό όφελος από την οικονομική αξιοποίηση του. Κρίσιμο, δηλαδή, παραμένει το στοιχείο της προσωπικής γνώσης του ιδιοκτήτη και όχι των ανωτέρω προσώπων, και δη ακόμα και αν με νομοθετική διάταξη προβλέπεται η αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη σε επίπεδο αστικής ευθύνης, αφού το ζήτημα τούτο είναι προδήλως διάφορο της ποινικής ευθύνης, η οποία ουδέποτε, δύναται να είναι αντικειμενική ή να οδηγεί στην επιβολή επαχθών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα χωρίς την προσωπική εμπλοκή ή έστω γνώση, αυτού, σε βάρος του οποίοι επιβάλλονται οι κυρώσεις (βλ. και ΠλημμΠατρ 205/2016, A' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές). Περαιτέρω, βάσει ετέρου νομολογιακού παραδείγματος: Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, ειδικά για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή εμπορευματοκιβώτια ως μεταφορικά μέσα μεταναστών, ο ιδιοκτήτης αυτών και εφόσον η υπόθεση δεν έχει παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δύναται με αίτησή του προς το Συμβούλιο Πλημ/κών ή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, εφόσον η υπόθεση υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών για απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων με σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών και δεν έχει ακόμη επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, να ζητήσει: 1) την άρση της κατάσχεσης αν συντρέχει περίπτωση αυτοκινήτου, του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν διώκεται ποινικά ή απαλλάχθηκε αμετάκλητα και απέκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και εν όψει του είδους του τρόπου και των λοιπών περιστάσεων της συναλλαγής δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ήταν (άρα απέκτησε μετά την τέλεση της παράνομης μεταφοράς) μέσο μεταφοράς μεταναστών ή 2) την απόδοση των κατασχεμένων στον ίδιο, εφόσον αυτά δεν έχουν εκποιηθεί ή διατεθεί και υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης (ΕφΠατρ 123/2018, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές). Πέραν τούτων λεκτέα τα εξής: Σήμερα, και κατόπιν των ανωτέρω διατυπωθεισών σκέψεων, δέον όπως λεχθεί ότι υφίσταται ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 269 §3 εδάφιο τελευταίο του ισχύοντος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) περί του γεγονότος ότι το ενδεχόμενο της δημεύσεως δεν εμποδίζει την αλλαγή του προσώπου του φύλακα ούτε την άρση της κατασχέσεως από το δικαστικό συμβούλιο,  αφήνοντας τοιουτοτρόπως τη δυνατότητα άρσεως της κατασχέσεως αντικειμένου δημευτέου ήδη σε χρόνο προ της εισαγωγής της υποθέσεως ενώπιον του μέλλοντος να δικάσει δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του κατασχεθέντος, ήτοι ανεξαρτήτως του εάν αυτό ανήκει στο φυσικό αυτουργό, σε συμμέτοχο ή σε τρίτο πρόσωπο.

στ. Φρονούμε, συνεπώς, ότι παραδεκτώς εισάγεται η προκειμένη δικογραφία ενώπιον του Συμβουλίου Σας, κατά τα στη μείζονα σκέψη της παρούσης προτάσεως προεκτεθέντα, δεδομένης της μη εισαγωγής της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μέχρι το παρόν δικονομικό στάδιο, δεδομένης της μη επιδόσεως εισέτι του συνταχθέντος κλητηρίου θεσπίσματος, και δέον όπως λάβει χώρα διερεύνηση και κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως.

ζ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη συνεκτίμηση, συσχέτιση, συγκριτική στάθμιση και συνομολόγηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Βάσει των διαλαμβανόμενων στην κρινόμενη αίτηση καθώς και στο σύνολο των εισφερθέντων εγγράφων, εις βάρος του αιτούντος έλαβε χώρα άσκηση της ποινικής διώξεως, κατ’ άρθρο 43 §1 του ΚΠΔ διά της εισαγωγής της υποθέσεως με την απευθείας κλήση του κατηγορουμένου - αιτούντος ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, αναφορικά με την τέλεση εξ αυτού της αξιοποίνου πράξεως της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, κατ’ άρθρο 394 του ΠΚ, αναφορικά με το οποίο απαιτείται η νομότυπη υποβολή εγκλήσεως, κατ’ άρθρο 405 §1 του ΠΚ, τούτο, δε, διότι κατείχε το κατασχεθέν όχημα, το οποίο αποτελούσε προϊόν εγκλήματος, το οποίο ετύγχανε ιδιοκτησίας της εδρευούσης στην ………….. εταιρείας με την επωνυμία …………..”, το οποίο είχε μισθώσει η εταιρεία με την επωνυμία ………..”, με το οποίο επιχείρησε να διέλθει των ……… συνόρων. Η προκειμένη, δε, δικογραφία σχηματίσθηκε επ’ αφορμή του υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ……… εγγράφου - μηνυτήριας αναφοράς του Τελωνείου …….., στα πλαίσια της οποίας έλαβε χώρα και κατάσχεση του προκειμένου οχήματος. Πέραν τούτων, βάσει της εισφερθείσης μεταφράσεως διαταγής εκ της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του …….., έλαβε χώρα ανάκληση της επιβληθείσης κατασχέσεως του προκειμένου ……….., αναφορικά με υπόθεση σχετιζομένη με διερεύνηση του αδικήματος της χρεοκοπίας αναφορικά με την ανωτέρω δεύτερα των εταιρειών με την επωνυμία “………..” τούτο, δε, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο τρέχων ιδιοκτήτης του οχήματος, το απέκτησε καλόπιστα. Δυνάμει, δε, της προκειμένης διατάξεως, διατάσσεται η επιστροφή του εν θέματι προκειμένου οχήματος στον ιδιοκτήτη και νυν αιτούντα. Σημειωτέον, δε, ότι επί προγενεστέρας χρονολογικά αιτήσεως εξεδόθη το υπ’ αριθμόν ……… Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών …………, βάσει των διαλαμβανόμενων στο οποίο ιδιοκτήτρια του οχήματος τυγχάνει η πρώτη των προμνησθεισών εταιρεία, στο οποίο, παρά ταύτα, Βούλευμα, ουδόλως υφίσταται οιαδήποτε σχετική αναφορά στην εισφερθείσα, ως ανωτέρω, διάταξη της ιταλικής εισαγγελικής αρχής.

η. Βάσει, περαιτέρω, των διαλαμβανόμενων στην κρινόμενη αίτηση, ο αιτών ζητεί επί της ουσίας και κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της την άρση της επιβληθείσης, ως προελέχθη, κατασχέσεως και την απόδοση εις αυτόν του κατασχεθέντος οχήματος καθώς, κατά τα στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενα, τούτο τυγχάνει απολύτως αναγκαίο, δεδομένου του γεγονότος ότι ουδόλως δύναται να προκόψει περίπτωση νομίμου δεσμεύσεως του προκειμένου οχήματος, ενόψει του ότι εις βάρος του τελευταίου ουδόλως έχει υποβληθεί σχετική έγκληση, δεδομένου ότι νομίμως κατέχει το προκείμενο όχημα.

θ. Κατόπιν των ανωτέρω, δεδομένων των προμνησθεισών σκέψεων της μείζονας σκέψεως της παρούσας προτάσεως, δεδομένου του γεγονότος ότι πράγματι ο αϊτών φαίνεται να τυγχάνει κύριος του προκειμένου οχήματος, ως τούτο προκύπτει εκ της προμνησθείσης διατάξεως της Εισαγγελικής Αρχής του ……, δεδομένου του γεγονότος ότι ουδόλως αναμένεται να λάβει χώρα δυσχέρανση της διερευνήσεως της τελέσεως της αποδοθείσης στον ανωτέρω κατηγορούμενο αξιοποίνου πράξεως εκ του μέλλοντος να επιληφθεί Δικαστηρίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ……….λαμβανομένης υπόψη της αυτόφωρου καταλήψεώς του, δεδομένου ότι ουδόλως εν προκειμένω δύναται να προκόψει νομότυπη υποβολή εγκλήσεως, κατ’ άρθρο 405 §1 του ΠΚ, εκ του φερομένου ως βλαπτόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου, δεδομένου ότι η προκειμένη δικογραφία σχηματίσθηκε επ’ αφορμή μηνυτήριας αναφοράς εκ του Τελωνείου ……….. και ουχί δυνάμει σχετικώς υποβληθείσης εγκλήσεως, η οποία ουδόλως ενυπάρχει στο σώμα της κρινομένης υποθέσεως, δεδομένου ότι ουδόλως υφίσταται εκ της φύσεως του κατασχεθέντος αντικειμένου κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και, συναφώς, ουδόλως υφίσταται περίπτωση επιβολής της δημεύσεως ως μέτρου ασφαλείας, δεδομένου ότι η εξακολούθηση της κατασχέσεως μέσου μετακινήσεως δύναται να προκαλέσει κίνδυνο και υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, δεδομένου, ακόμη, ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 269 §3 του ΚΠΔ φαίνεται, ως ανωτέρω εξετέθη, να επιτρέπει την άρση της κατασχέσεως στο πρώιμο ακόμη στάδιο της προδικασίας, δεδομένου του γεγονότος της χρείας συνεκτιμήσεως της αρχής της αναλογικότητας, φρονούμε ότι δέον όπως το Συμβούλιό Σας αποφανθεί περί της άρσεως της επιβληθείσης κατασχέσεως λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος της υπάρξεως κινδύνου αποστερήσεως επί μακρόν του ιδιοκτήτη του εκ της χρήσεως του τελευταίου.

 

Για τους λόγους αυτούς

Προτείνουμε

α. Να αρθεί η επιβληθείσα, δυνάμει της από ……… σχετικής εκθέσεως, κατάσχεση και να διαταχθεί η απόδοση του κατασχεθέντος ως ανωτέρω αντικειμένου στον κύριο αυτού.

………..

Ο Εισαγγελέας

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013