Νόμιμη αιτία έκδοσης διαταγής πληρωμής.Δικονομική συμφωνία απόδειξης του καταλοίπου ή συμφωνία περί αφηρημένης υπόσχεσης-αναγνώρισης χρέους. Προϋποθέσεις εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής.Αιτία πληρωμής.Λόγοι ανακοπής

Με την ανακοπή μας, δεν πλήττουμε και δεν ελέγχουμε την βασιμότητα των κονδυλίων των αποσπασμάτων των βιβλίων της τράπεζας κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αλλά εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εγκύρου και νομίμου εκδόσεώς της ΔΠ κατά τον ΚΠολΔ (624,626, 630) και ειδικότερα τα κατ` ιδίαν στοιχεία της νομικής θεμελίωσης της απαίτησης που επιδίκασε η ανακοπτομένη ΔΠ, είτε με βάση την δικονομική συμφωνία απόδειξης της οφειλής-καταλοίπου (112ΕισνΑΚ), είτε με βάση την συμφωνία περί αφηρημένης αναγνώρισης χρέους έστω και πλασματικά.

          Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά (είτε δικονομική συμφωνία απόδειξης της οφειλή-καταλοίπου από τα αποσπάσματα, είτε συμφωνία αναγνώρισης μετά το κλείσιμο), ακριβώς επειδή συνιστούν και τα νομικά ερείσματα της έκδοσης της ΔΠ, πρέπει να διαλαμβάνονται σαφώς και ορισμένα στις παραδοχές - αιτιολογίες της διαταγής πληρωμής που εκδίδεται με βάση την μία ή την άλλη περίπτωση, έτσι ώστε η ΔΠ να είναι έγκυρη, δηλ. να πληροί τους όρους του νόμου για την αιτία της πληρωμής, δηλ. τον νόμιμο γενεσιουργό λόγο της απαίτησης που επιδίκασε, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα διαλαμβάνει κατά τρόπο ορισμένο (626) για την νόμιμη αιτία πληρωμής (630)

           Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, ελέγχει μέσω αυτής ακριβώς αυτή την νομιμότητα έκδοσης της δ/γής πληρωμής κατά το χρόνο έκδοσής της και όχι κατά το χρόνο της ανακοπής, εφόσον η ΔΠ τα διέλαβε στις αιτιολογίες της, αφού μόνο τότε   διαλαμβάνει για την αιτία της πληρωμής (630ΚΠολΔ). Δεν μπορεί έτσι να αναπληρώσει τα στοιχεία του εγκύρου της έκδοσής της και δη τα πραγματικά περιστατικά του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης (μία από τις ανωτέρω δύο θεμελιώσεις) και πολύ περισσότερο να θεμελιώσει το πρώτον το γενεσιουργό λόγο της απαίτησης από τα στοιχεία του φακέλου της ανακοπής.  Αντίθετα, αυτό θα σήμαινε ότι κατά το χρόνο έκδοσής της, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εγκύρου και νομίμου έκδοσης. Γι` αυτό και καταρχήν το δικαστήριο της ανακοπής θα εξετάσει εάν και ποιο νομικό έρεισμα για τη θεμελίωση της απαίτησης διέλαβε η ΔΠ στις αιτιολογίες της για να την επιδικάσει κατά το χρόνο έκδοσής της.  Διότι σ` αυτό το χρονικό σημείο ανατρέχουν τα αποτελέσματα της ανακοπής για την εγκυρότητα της ή μη της ΔΠ, αφού η διαπλαστική ενέργεια της ακύρωσης επειδή δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εγκύρου έκδοσης της, επιδρά ex tunc και όχι ex nunc.

           Εν προκειμένω εάν θεωρηθεί ότι το νομικό έρεισμα της ανακοπτομένης απετέλεσε κάποια σύμβαση αναγνώρισης του καταλοίπου (874ΑΚ) μετά το κλείσιμό του λογαριασμού, ωστόσο δεν προκύπτει από τις παραδοχές της...

η αιτία της πληρωμής και ο γενεσιουργός λόγος της απαίτησης από την αιτία αυτή, δηλαδή λόγω σύμβασης αναγνώρισης δήθεν του καταλοίπου κατά το άρθρο 873,874ΑΚ. Διότι όφειλε σ` αυτή την περίπτωση, δηλ. εφόσον η αιτία της οφειλής είναι η σύμβαση «αναγνώρισης», να διαλάβει οπωσδήποτε παραδοχές πραγματικών περιστατικών περί του ότι συμφωνήθηκε με ειδικό όρο της σύμβασης ότι θα λογίζεται πώς ο πιστούχος αναγνωρίζει ή εγκρίνει κλπ, το κατάλοιπο μετά το κλείσιμο κλπ, και υπό ποιες συγκεκριμένα προϋποθέσεις, αφού μόνο με τέτοιες παραδοχές περί ύπαρξης τοιαύτης συμφωνίας αναγνώρισης με συγκεκριμένο περιεχόμενο, μπορεί κατά νόμω (873,874ΑΚ) να προκύψει η αιτία της οφειλής από σύμβαση αναγνώρισης του καταλοίπου.

          Τέτοιες παραδοχές όμως για την αιτία της πληρωμής, δηλ. ύπαρξη συμφωνίας με το ανωτέρω περιεχόμενο κλπ, απουσιάζουν εντελώς. Το να παραδεχθεί η ανακοπτομένη ότι επειδή μας κοινοποίησε η καθ` ης εξώδικο καταγγελίας του λογαριασμού με το οποίο ανήγγειλε το κλείσιμο λογαριασμού και επειδή εμείς δεν διατυπώσαμε έγγραφη αντίρρηση, τότε τάχα αναγνωρίσαμε το ποσό της οφειλής, δεν συνιστά νόμιμη παραδοχή της αιτίας πληρωμής, αφού από μόνα τους, δεν θεμελιώνουν τον γενεσιουργό λόγο της απαίτησης. Διότι από μόνα τους δεν ασκούν καμία έννομη επιρροή, δηλ. δεν μπορούν κατά νόμω να συνιστούν αιτία της πληρωμής, δηλ. τον γενεσιουργό λόγο της οφειλής μας συνεπεία τάχα αναγνώρισης. Απαιτούνταν ταυτόχρονη παραδοχή ότι συμφωνήθηκε πως με τον τρόπο αυτό, δηλ. τη μη εναντίωση και μάλιστα εντός συγκεκριμένου χρόνου, συνάπτεται πλασματικά σύμβαση αναγνώρισης του καταλοίπου μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, ή λογίζεται ότι αναγνωρίζει ο οφειλέτης. Στην τελευταία περίπτωση θα μπορούσε να υπάρξει έδαφος για θεμελίωση της αιτίας της πληρωμής στην σύμβαση αναγνώρισης του καταλοίπου, ακριβώς επειδή θα υπήρχε η παραδοχή περί συμφωνίας (στη σύμβαση πίστωσης ή σε άλλη πρόσθετη πράξη), που θα προσέδιδε στην αδράνεια ή τη μη εναντίωση μας κλπ ένα τέτοιο περιεχόμενο. Αυτά τα πραγματικά περιστατικά έπρεπε κατά νόμω (874ΑΚ) να τα παραδεχτεί γιατί μόνο έτσι θα διελάμβανε για την νόμιμη αιτία πληρωμής (630ΚΠολΔ) και για το ορισμένο αυτής (626ΚΠολΔ) και επιπλέον να καθορίζει και το έγγραφο από το οποίο προκύπτει μία τέτοια συμφωνία και εκ του  οποίου ακριβώς για τον ανωτέρω λόγο, θα αποδεικνύονταν εγγράφως η απαίτηση συνεπεία της σύμβασης «αναγνώρισης» κατ` 873,874ΑΚ. Διότι διαφορετικά, εάν δηλ. δεν υπάρχει παραδοχή περί τέτοιας συμφωνίας, σιωπηρώς μεν αλλ` αναγκαίως παραδέχεται, ότι η δανείστρια τράπεζα προσδίδει στην αδράνεια ή στην μη εναντίωση, το περιεχόμενο που επιθυμεί και μάλιστα σε χρόνο που επιθυμεί, χωρίς αυτό να συμφωνήθηκε ή να το ορίζει ο νόμος.  Εν άλλαις λέξεσιν, εάν δεν παραδεχθεί ότι συμφωνήθηκε πως η αδράνεια ή η μη εναντίωση εντός συγκεκριμένου χρόνου, θα λογίζεται ως αναγνώριση, τότε πώς μπορεί να οδηγηθεί στην παραδοχή ότι η αδράνειά μας στο εξώδικο καταγγελίας του λογαριασμού, λογίζεται κατά νόμω ως αναγνώριση που αποτελεί την νόμιμη αιτία της ΔΠ; 

          Για την εγκυρότητα της δ/γής αναφορικά με την αιτία της πληρωμής (626,630 ΚΠολΔ), δεν ενδιαφέρει εάν πράγματι αυτή η συμφωνία υπάρχει ή θα προκύψει από το δικαστήριο της ανακοπής, αλλά εάν η ΔΠ παραδέχεται στην αιτιολογία της αυτό το πραγματικό περιστατικό, αφού μόνο έτσι μπορεί να είναι ορισμένη και νόμιμη αναφορικά με την αιτία της πληρωμής, αλλιώς είναι άκυρη σύμφωνα με τα ανωτέρω και όσα εκθέσαμε στην ανακοπή μας.

          Το δικαστήριό σας δεν μπορεί να παραβλέψει την ανωτέρω έλλειψη. Σημειώνεται δε ότι είναι αδιάφορο εάν αυτή την συμφωνία την ισχυρίζεται η τράπεζα στην αίτησή της για την έκδοση της ανακοπτομένης. Εδώ εξετάζεται εάν η ανακοπτομένη διαλαμβάνει για την αιτία πληρωμής, δηλ. για την έννομη σχέση και τον γενεσιουργό λόγο της απαίτησης, που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς παραδοχή στις αιτιολογίες της για τις ανωτέρω συμφωνίες.

           Εάν πάλι ήθελε θεωρηθεί ότι η νομική της θεμελίωση ερείδεται στην δικονομική συμφωνία ότι το ποσό της οφειλής θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της,  τότε είναι σαφές ότι για το ορισμένο και την εγκυρότητά της όφειλε να διαλάβει στις αιτιολογίες συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ακριβώς περί της ύπαρξης αυτής της συγκεκριμένης δικονομικής σύμβασης μεταξύ μας, δηλ. για τον τόπο, τον χρόνο και τους συμβαλλόμενους. Όπως ειπώθηκε και για την ανωτέρω περίπτωση, έτσι και εδώ, για το ορισμένο και την εγκυρότητα της δ/γής αναφορικά με αυτήν την αιτία της πληρωμής (626,630 ΚΠολΔ), δεν ενδιαφέρει εάν πράγματι αυτή η συμφωνία υπάρχει, αλλά εάν η ΔΠ παραδέχεται στην αιτιολογία της σαφώς και ορισμένα αυτό το πραγματικό περιστατικό της συγκεκριμένης δικονομικής συμφωνίας, αφού μόνο έτσι μπορεί να είναι ορισμένη και νόμιμη αναφορικά με την αιτία της πληρωμής, αλλιώς είναι άκυρη σύμφωνα με τα ανωτέρω και όσα εκθέσαμε στην ανακοπή μας.

           Εν προκειμένω και πέραν των όσων ειπώθηκαν αναλυτικά σχετικά με το ότι τα προσκομισθέντα αποσπάσματα της τράπεζας ως εκ της ασυνέχειας και του αλυσιτελούς τους, δεν αποδεικνύουν με τρόπο λογικά και λογιστικά διαδοχικό το επιδικασθέν κατάλοιπο (και άρα την οφειλή), πρωτίστως κατά την εξέταση του ορισμένου, νομίμου και εγκύρου της έκδοσης της ΔΠ με βάση το εδώ εξεταζόμενο νομικό ανωτέρω έρεισμα, προκύπτει ότι αυτή πάσχει. Διότι ναι μεν παραδέχεται ότι οι σχετικοί λογαριασμοί έκλεισαν με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ της τράπεζας, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της και επιπλέον παραδέχεται ότι το κατάλοιπο αυτό «συμφωνήθηκε να αποτελεί πλήρη απόδειξη του υπολοίπου του λογαριασμού και των απαιτήσεων της τραπέζης» (σελ.2), πλήν όμως δεν διαλαμβάνει καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών αναφορικά με τα εξής: πότε συμφωνήθηκε, με ποιόν όρο και ποιάς σύμβασης, ποιο το περιεχόμενο της συμφωνίας και με ποιόν συμβαλλόμενο. Και ναι μεν η ΔΠ δεν είναι αγωγή για να διαλαμβάνει εκτεταμένες αιτιολογίες, πλήν όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιγραμματικές που θα διαλάβει δεν θα είναι πλήρεις κατά νόμω. Διότι όπως και στην ανακοπή μας εκθέτουμε για το ορισμένο και νόμιμο της ΔΠ και ιδίως για την αιτία πληρωμής, απαιτείται αλλά και αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του και οπωσδήποτε απαιτείται η εξατομίκευση της εγγράφως αποδεικνυόμενης απαίτησης. Απαιτείται δηλ. και για το ορισμένο αυτής, να εκτίθενται (626.2 ΚπολΔ) στην αίτηση τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία εξατομικεύουν την απαίτηση από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της και τα οποία, υπαγόμενα από τον δικαστή σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος και δεν αρκεί απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα. (βλ. αναλυτικά στην ανακοπή μας όπου και νομολογία)

          Είναι φανερό ότι εν προκειμένω για το ορισμένο, δηλ. για την εξατομίκευση της απαίτησης και συνοπτικά του γενεσιουργού λόγου, δεν αρκεί μόνο η παραδοχή ότι συμφωνήθηκε γενικά και αόριστα να αποτελεί πλήρη απόδειξη το απόσπασμα. Απαιτούνταν συνοπτικά παραδοχές για τον τόπο, χρόνο και συμβαλλόμενους. Μία παραδοχή δηλ. που στην παραδοχή ότι «συμφωνήθηκε να αποτελεί πλήρη απόδειξη του υπολοίπου του λογαριασμού και των απαιτήσεων της τραπέζης» θα συμπλήρωνε «σύμφωνα με τον τάδε όρο της από τάδε σύμβασης μεταξύ των δείνα». Συνοπτικότατη μεν, πλήρης δε στα πραγματικά περιστατικά που απαιτεί ο νόμος. Διότι μόνο με την παραδοχή και αυτών των πραγματικών περιστατικών μπορεί ο δικαστής να κάνει την υπαγωγή στο νόμο. Η ΔΠ δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση για πλήρεις αιτιολογίες σχετικά με την αιτία της πληρωμής, δηλ. για παραδοχές περιστατικών που πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που εφαρμόζει. Έτσι, εάν αναλόγως εκδίδονταν ΔΠ π.χ από σύμβαση πώλησης, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί σοβαρά ότι αρκούσε για την νομιμότητα της η παραδοχή ότι απλά συνήφθη μία τέτοια γενικά και αόριστα χωρίς παραδοχές αναφορικά με τον τόπο, τον χρόνο και τους συμβαλλόμενους; Τα ίδια περιστατικά που θα αξίωνε ο δικαστής της αγωγής για το ορισμένο και νόμω βάσιμο  (σαφής ισχυρισμός όλων των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου), τα ίδια αξιώνονται και για το ορισμένο (626) και νόμω βάσιμο (αιτία πληρωμής-630) της ΔΠ. Διότι απλά ο νόμος δεν προσνέμει έννομες συνέπειες ούτε στην μία (αγωγή) ούτε στην άλλη περίπτωση (ΔΠ), εάν δεν διαλαμβάνονται (είτε στον ισχυρισμό, είτε πολύ περισσότερο στην αιτιολογία) παραδοχές περιστατικών για όλα τα στοιχεία του πραγματικού του (tatbestand) αφού μόνο εάν πληρωθούν όλα, επέρχονται οι έννομες συνέπειές του. Αδιάφορο εάν η επίκληση και παραδοχή αυτών των στοιχείων του πραγματικού του γίνεται με αγωγή ή ΔΠ. Διαφορετικά θα προέκυπτε το άτοπο η ΔΠ να αρκείται σε λιγότερα στοιχεία απ` αυτά που απαιτεί ο νόμος να συντρέχουν για να έλξει σε εφαρμογή τις αιτούμενες έννομες συνέπειες.

ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013