ΜΠρΑθηνών 3146/2022. Πλειστηριασμός ακινήτου. Εκτέλεση περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης. Αποβολή απο το ακίνητο.Ακυρότητα πλειστηριασμού.Αδικοπραξία.Ορισμένο της αγωγής

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης 3146/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Άννα Καρυδά, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ..2... οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο ο μεν πρώτος μετά και οι λοιποί δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ……….. ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ:         ……….ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξούσιου του δικηγόρου του Ανδρέα Βρόντου (Α.Μ. Δ.Σ. Καρδίτσας 249), κατοίκου Καρδίτσας, οδός Πλαστήρα 12 και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από …………. αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………., προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την από …….. πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν κατά τον τρόπο που πιο πάνω σημειώνεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. α) Σύμφωνα με το άρθρο 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ρητά η αρχή ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί νόμιμο τίτλο ως αιτία παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας και ότι συνεπώς ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ' ου η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στο δικαίωμα. Ειδικότερα ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα αυτό "δυνάμει σύμβασης", όπως είναι η εκποίηση από αναγκαστικό πλειστηριασμό, που αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1017 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 199, 513, 1192/και 1198 του ΑΚ, ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία      ενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή. Εάν ο υπερθεματιστής καταβάλλει ολόκληρο το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, το φόρο μεταβίβασης και την αναλογία στα έξοδα περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, γεννάται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να του χορηγήσει περίληψη ύστερα από αίτησή του. Με την έκδοση και μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα του πράγματος που πλειστηριάσθηκε, μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή. Η νομή, όμως του εκπλεισηριασθέντος δεν μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή eo ipso. Για τη μεταβίβασή της απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή, είτε εκουσίως από τον μέχρι τούδε νομέα του, σύμφωνα με το άρθρο 976 ΑΚ, είτε με αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της  κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ (ΑΠ 820/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, με βάση αυτή την περίληψη μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του. Έτσι, με βάση τον εν λόγω εκτελεστό τίτλο και σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 943 ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής αποβάλλει από το ακίνητο τον καθ' ου η εκτέλεση και εγκαθιστά σε αυτό τον υπερθεματιστή. Όσον δε αφορά τα εντός του ακινήτου κινητά πράγματα, τα οποία δεν είναι αντικείμενο της εκτέλεσης, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει, με απόδειξη, σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και, αν αυτός απουσιάζει ή αρνείται να τα παραλάβει, τα παραδίδει είτε σε πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια του καθ' ου η εκτέλεση είτε σε πρόσωπο που έχει την εξουσία να τα παραλάβει. Αν δεν υπάρχουν τα πρόσωπα που προ αναφέρθηκαν ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο που διορίζει ο ίδιος, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 956 ΚΠολΔ (ΑΠ 673/2019).

β) Εξάλλου, με το άρθρο 934 του ΚΠολΔ καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, των επί μέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία ανακοπή, αν αφορά ακυρότητες των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, που έλαβαν χώρα από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη και πέρα, που είναι η σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης, πρέπει να ασκείται με ποινή απαραδέκτου μέχρι την τελευταία πράξη που είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Η ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα αυτοδικαίως και την επόμενη πράξη, αλλά απαιτείται να προσβληθεί με ανακοπή και αυτή, εφόσον υπάρχει ακόμη η από το άρθρο 934 ΚΠολΔ προθεσμία για την προσβολή της, και κηρυχθεί από το Δικαστήριο η ακυρότητά της. Διαφορετικά, εφόσον προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως αυτοτελώς με ανακοπή και η επόμενη πράξη, η τελευταία ισχυροποιείται και παραμένει απρόσβλητη (Ολ. ΑΠ 9/2010, ΑΠ 1119/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 940 § 3 του ΚΠολΔ, αν ακυρωθεί αμετάκλητα αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τη ζημία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ. Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 475/2017, ΑΠ 792/2015, ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 1119/2011, ΑΠ 2207/2009, ΑΠ 289/2000, ΑΠ 978/1997, πρβ. ΑΠ 134/1999, ΑΠ 1325/1997 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δίδεται, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα ασκήσεως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής, με αίτημα την αποζημίωση, ή, επιβοηθητικά, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, υπέρ του καθ' ου η εκτέλεση κατά εκείνου που επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση και η δίκη αυτή δεν είναι περί την εκτέλεση, ώστε δεν έχουν εφαρμογή επ' αυτής οι ειδικοί κανόνες των άρθρων 933, 934 και 937 του ΚΠολΔ. Αυτονόητα, αν ακυρωθεί μια μόνο πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζημίωση περιορίζεται στη ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μόνο με την πράξη αυτή (ΑΠ 2207/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την αληθή, επομένως, έννοια της διάταξης του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, ερμηνευόμενης και υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας και των ταυτόσημων διατάξεων των άρθρων 2 § 3, 5 § 1 και 2 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (κυρ. Ν. 2462/1997), οι διατάξεις των οποίων κατοχυρώνουν, ταυτόσημα με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, δικαιώματα για πρόσβαση στα Δικαστήρια και δίκαιη δίκη, αλλά και του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η έγερση, και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, αξίωσης αποζημίωσης, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξ αιτίας άδικης εκτέλεσης και η παρεμπίπτουσα κρίση, κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημίωσης του καθ’ ου η εκτέλεση (Ολ ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2011, ΟλΑΠ 9/2010, ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 1379/2018, ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 2044/2014, ΑΠ 1462/2013, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1552/2009, ΕφΠειρ 342/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση αυτή οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναί: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, β) παράνομη, γ) υπαίτια, δ) επέλευση ζημίας και ε) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς, που πρέπει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και αφετέρου η υπαιτιότητα του τελευταίου (ΑΠ 1379/2018, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 2044/2014, ΑΠ 9/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αιτιώδης συνάφεια «ζημιογόνου γεγονότος» - «ζημίας» υπάρχει, όταν η πράξη/παράλειψη του ευθυνόμενου, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας ή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στο χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, που επήλθε στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 23/1998, ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1237/2014, ΕφΠειρ 342/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά προεχόντως κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 13/2004, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1831/2011, ΕφΛαρ 138/2004 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

γ) Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγής που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη. Η αοριστία αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, ενώ δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων (ΑΠ 778/2011, ΑΠ 250/2011, ΑΠ 878/2010, ΑΠ 1635/2008 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427). Με βάση τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298 ΑΚ προκύπτει ότι, για το ορισμένο αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας αδικοπραξίας του εναγομένου, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο θεμελιώνουν την παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου, την υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) αυτού και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς του εναγομένου και της ζημίας του ενάγοντος, και να καθορίζεται το ποσό αυτής κατά αιτία, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή ότι από την παράνομη ενέργεια αυτού επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 604/2009, ΑΠ 1863/2007, ΕφΛαρ 495/2019 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1060/2008 ΔΕΕ 2008.1284, ΕφΑΘ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008.933).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά τα στοιχεία αυτών διορθώθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις έγγραφες προτάσεις τους, εκθέτουν, κατά τη δέουσα από το Δικαστήριο εκτίμηση του δικογράφου, ότι την 27.07.2016 τους κοινοποιήθηκε εξώδικη δήλωση, καταγγελία και, πρόσκληση του εναγομένου-υπερθεματιστή για την απόδοση του ακινήτου, για το οποίο διενεργήθηκε πλειστηριασμός με βάση την υπ’ αριθμ. 8995/12.01.2009 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου …………. Ότι στην ως άνω εξώδικη δήλωση απάντησε με εξώδικη επίσης δήλωση ο πρώτος ενάγων, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουν αυτούσιο στην αγωγή και στην οποία αναφέρεται ότι ο εναγόμενος γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους είναι άκυρος ο διενεργηθείς πλειστηριασμός του επιδίκου ακινήτου, εμβαδού 300 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας εμβαδού 95 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «…………» του Δ.Δ ……….του Δήμου ………., ότι έγκυρος ήταν ο πλειστηριασμός που διενεργήθηκε με υπερθεματιστή τον …………, ο οποίος όμως με ευθύνη του εναγόμενου και της συμβολαιογράφου από έγκυρος κατέστη άκυρος και για τους λόγους αυτούς για χρονικό διάστημα πλέον των επτά (7) ετών δεν προέβη στην εκτέλεση της κατακυρωτικής έκθεσης και στην αποβολή τους από το ακίνητο και όχι λόγω δήθεν υφιστάμενης μεταξύ τους σύμβαση χρησιδανείου, η οποία και ουδέποτε καταρτίστηκε, ζήτησε δε να του γνωστοποιήσει εγγράφως ο εναγόμενος εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης του το υπόλοιπο της οφειλής και τελικά αναφέρεται ότι ενόψει αυτών δεν υφίσταται θέμα απομάκρυνσης των κινητών πραγμάτων από το ακίνητο και παράδοση των κλειδιών. Στη συνέχεια εκθέτουν ότι ο εναγόμενος δεν απάντησε στην ως άνω εξώδικη δήλωση και την 08.12.2016 προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του πλειστηριασμού και συνετάγη η υπ' αριθμ. …….. έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου …… με έδρα το Πρωτοδικείο …….. και ότι η αποβολή έγινε εναντίον της τρίτης ενάγουσας ………., το δε περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης παρατίθεται αυτούσιο στην αγωγή. Περαιτέρω εκθέτουν ότι ο εναγόμενος προέβη στην βίαιη αποβολή και εγκατάσταση του ίδιου στο ακίνητο παρότι ο πλειστηριασμός ήταν άκυρος και επιπρόσθετα παρότι είχε εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς η απαίτησή του, ενώ ουδόλως απάντησε στην εξώδικη πρόσκλησή του πρώτου ενάγοντος να του γνωστοποιήσει εγγράφως το τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο της οφειλής τους από την ……… διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου …….. για απαίτησή του από δάνειο και ο ίδιος τους είχε δηλώσει, ενόψει των ποινικών ευθυνών του που του διαμηνύθηκαν από τους ενάγοντες μετά τον πλειστηριασμό του ακινήτου, ότι θα προέβαινε είτε σε ακύρωση του πλειστηριασμού είτε θα μεταβίβαζε την κυριότητα του στην τρίτη των εναγόντων, χωρίς όμως και να το πράξει, και για τους ίδιους λόγους και για χρονικό διάστημα επτά (7) ετών δεν προέβαινε σε εκτέλεση της κατακυρωτικής έκθεσης. Επίσης, ισχυρίζονται ότι οι πράξεις του εναγομένου είναι αξιόποινες σε βαθμό κακουργήματος, ότι θα καταφύγουν στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και θα καταθέσουν αγωγή ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούν να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλλει ως χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της αξιόποινης, άδικης και καταχρηστικής συμπεριφοράς του σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αγωγή, με την οποία ζητείται η αναγνώριση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την αποδιδόμενη στον εναγόμενο αδικοπρακτική συμπεριφορά, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλη και αναρμόδιο μεν κατ' αρχή κατά τόπο προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης (εφόσον η κατοικία του εναγομένου είναι η …….. της Δημοτικής Ενότητας …… του Δήμου …….. της περιφερειακής ενότητας ………, η δε αναφερόμενη στην αγωγή αδικοπραξία επίσης φέρεται ότι τελέστηκε στον άνω τόπο και αρμόδιο εξ αυτού παρίσταται το Μονομελές Πρωτοδικείο ……..), καθιστάμενου όμως αρμόδιου κατά τόπο λόγω σιωπηρής παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας, εφόσον ο εναγόμενος, που εμπρόθεσμα προκατέθεσε προτάσεις για την παρούσα συζήτηση, δεν προέβαλλε καμία ένσταση περί της αναρμοδιότητας αυτής (14 § 2 και 42 § 2 ΚΠολΔ, ΠΠρΑΘ 650/2016, ΠΠρΑΘ 1092/2012, ΜΠρΑΘ 182/2017 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως η αγωγή τυγχάνει νομικά αόριστη, καθόσον, από την επισκόπηση της αγωγής και με βάση τα όσα οι ενάγοντες εκθέτουν σ' αυτήν είναι πρόδηλο ότι η αγωγή τους, μολονότι επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, δεν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. Ειδικότερα, ως παράνομη ενέργεια αυτού αναφέρεται η αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του διενεργηθέντος στο περιγραφόμενο ακίνητο πλειστηριασμού με την σύνταξη της η υπ' αριθμ. ………. έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του αναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, με την οποία αποβλήθηκε από τη νομή του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου η τρίτη ενάγουσα, ……… και εγκαταστάθηκε ο εναγόμενος ως υπερθεματιστής, χωρίς όμως ουδόλως να προσδιορίζεται για ποιο λόγο είναι άκυρος ο πλειστηριασμός ή ότι η αναγκαστική εκτέλεση και εντεύθεν ο πλειστηριασμός ακυρώθηκαν αμετάκλητα όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα, ενώ επιπρόσθετα δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την υπό κρίση αγωγή δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων με την ιδιότητά τους ως καθ' ων η εκτέλεση καθώς και περιστατικά παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για την άσκηση και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, αξίωσης αποζημίωσης, αυτοτελούς αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ιβ νομική σκέψη. Επιπλέον δε ουδόλως προσδιορίζεται η υπαιτιότητά του εναγομένου και, ιδίως, ποιες συγκεκριμένες διατάξεις του ΠΚ αυτός παραβίασε και το είδος του πταίσματος (δόλου ή αμέλειας) που τυχόν τον βαρύνει, αλλά αναφέρεται γενικά και χωρίς έκθεση πραγματικών περιστατικών ότι οι πράξεις του εναγομένου είναι αξιόποινες σε βαθμό κακουργήματος και ότι θα καταφύγουν στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και θα καταθέσουν αγωγή ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου. Η αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο εναγόμενος τους είχε δηλώσει, μετά τον πλειστηριασμό του ακινήτου, ότι θα προέβαινε είτε σε ακύρωση του πλειστηριασμού είτε θα μεταβίβαζε την κυριότητα του στην τρίτη των εναγόντων, χωρίς όμως και να το πράξει, δεν καθιστά την αγωγή ορισμένη, καθόσον αναφέρεται σε άτυπη δήλωση του υπερθεματιστή εναγομένου και σε ενέργειες στις οποίες αυτός δεν προέβει, αφού η αθέτηση των τυχόν δηλώσεών του, χωρίς άλλα περιστατικά, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αδικοπραξία, ενόψει και του ότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ια νομική σκέψη με την έκδοση και μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα του πράγματος, που πλειστηριάσθηκε, μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή, αλλά για τη μεταβίβαση της νομής απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή και νομίμως χωρεί αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου η εκτέλεση από τον εναγόμενο της ως άνω περίληψης δεν συνιστά αδικοπραξία, αφού δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του.

Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ιγ νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ οι ενάγοντες πρέπει, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου (άρθρα 176 και 191 § παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600,00 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σας 24 Μαρτίου 2022, με την παρουσία της γραμματέως και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013