Αγωγή αποζημίωσης ΔΕΔΔΗΕ απο ρευματοκλοπή,απάτη,παραβίαση σφραγίδων.Νόμω αβάσιμο,αοριστία.Νομιμότητα αποδεικτικών μέσων.Μη νόμιμος τεκμαρτός υπολογισμός ζημίας.Αντισυνταγματική νομοθετική εξουσιοδότηση.Παραγραφή αξιώσεων.Χρόνος έναρξης

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

.......

Αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή της αντιδίκου γενικά και ειδικά και λέξη προς λέξη. Δεν τέλεσα καμία παράνομη πράξη ρευματοκλοπής και δεν οφείλω να της πληρώσω-αποζημιώσω κανένα ποσό. Τονίζω εδώ ότι η ΔΕΔΔΗΕ είναι ανώνυμη εταιρία. Δηλ. ιδιώτης. Δεν έχει κανένα προνόμιο του Δημοσίου, ούτε ουσιαστικό, ούτε δικονομικό. (ΑΠ 1764/2014, ΜΠρΑθ 19/1999, ΝΟΜΟΣ). Οφείλει λοιπόν να αποδείξει αυτή τους αγωγικούς ισχυρισμούς της με τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα (και όχι οποιαδήποτε) και όχι εγώ να αποδείξω την άρνησή μου. Οφείλει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και συμπεριφοράς του ζημιώσαντος, αφετέρου το πταίσμα του τελευταίοι. (Γεωργ-Σταθ. υπο Εισαγ.Παρατ. στα άρθρα 914-938, αρ. 60)

 Επίσης τονίζεται ότι τα έγγραφα που επικαλείται στην αγωγή δηλ. το από ... δελτίο αναφοράς πιθανής ρευματοκλοπής, με αρ. ... δελτίο στοιχείων ρευματοκλοπής, από ...πρωτόκολλο σφράγισης και από .. έγγραφο αποτελεσμάτων του εργαστηρίου, και δη τα με αρ. 1-5 των προτάσεων της, δεν μπορούν αν αποδείξουν υπέρ της γιατί είναι η εκδότρια τους και ως γνωστό το έγγραφο του εκδότη δεν μπορεί να αποδείξει υπέρ του (γιατί Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει), παρά μόνο εάν το προσκομίζει και το επικαλείται ο αντίδικος, που εν προκειμένω δεν το κάνω, αλλά τα αρνούμαι ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά τα κατωτέρω.

          Επιπλέον, είναι, αυτονόητα, ευθέως αντίθετο σε θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου και της νομιμότητας (Σ20,25,87), ο ιδιώτης (εν προκειμένω ΑΕ) να προβαίνει στις «ανακριτικές» πράξεις της αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης ή ελέγχου ή σφράγισης  κλπ και να αποτελούν μάλιστα τόσο αυτές όσο και τα όποια «ευρήματα» τέτοιων πράξεων, νόμιμα αποδεικτικά μέσα. Διότι έτσι παρουσιάζονται ως νόμιμες ανακριτικές ενέργειες. Όμως, όπως είναι καταφανώς κατανοητό, δεν πρόκειται για εκθέσεις αυτοψίας, ελέγχου ή πραγματογνωμοσύνης κλπ προανακριτικών υπαλλήλων του ΚΠΔ, δηλ. κρατικών λειτουργών επιφορτισμένων με την δικαιοδοσία αυτή, δηλ. προς ανακάλυψη των δραστών και διαπίστωσης του αδικήματος  που δύνανται να χρησιμεύσουν ως δημόσια έγγραφα στην πολιτική δίκη. Τα ανωτέρω έγγραφα που επικαλείται ούτε αποδεικτικά έγγραφα είναι για τον ανωτέρω λόγο, ούτε (ανώμοτη) μαρτυρία-μαρτυρική κατάθεση ή εξέταση ή βεβαίωση των υπαλλήλων ή των προστηθέντων ή των οργάνων της, αφού για την νόμιμη και υποστατή ως αποδεικτικό μέσο κατάθεση μάρτυρα που δεν γίνεται στο ακροατήριο, πρέπει να τηρηθούν οι σχετικές διατάξεις του 421 ΚΠολδ επ. Δεν έχουν λοιπόν καμία αποδεικτική ισχύ στην πολιτική δίκη των τυπικών αποδείξεων. Ούτε ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να ληφθούν υπόψη,  γιατί είτε ως έγγραφα, είτε ως μαρτυρική κατάθεση κατά τα ανωτέρω είναι ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αφού ούτε καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν σε άλλη πολιτική ή αστική δίκη είναι, ούτε εκθέσεις αρμοδίων υπαλλήλων και οπωσδήποτε με την επίκλησή τους καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί μαρτύρων γιατί οι μάρτυρες ορκίζονται. Άλλωστε είναι φανερό ότι συντάχθηκαν προς το σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην σχετική δίκη κατά πάγια τακτική της ΔΕΔΔΗΕ σε όλες τις σχετικές αγωγές της, δεδομένου ότι αυτά τα δικά της έγγραφα προσκομίζει όπως και εδώ. Λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι οι επικαλούμενες ως σχετ. 6 με την αγωγή,  «μαρτυρίες του συνεργείου» που πραγματοποίησε τον έλεγχο, είναι πλήρως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα αφού ούτε όρκιση υπάρχει, ούτε κλήση για εξέταση για να παραστώ, αν και εν προκειμένω δεν πρόκειται για μικροδιαφορά, αλλά για τακτική αγωγή.

Συνεπώς αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή της, όπως επίσης αρνούμαι και αποκρούω ως ανυπόστατα και απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται με αυτή και τις προτάσεις της ανωτέρω και ζητώ να μη ληφθούν υπόψη.

          Περαιτέρω η αγωγή της είναι μη νόμιμη, άλλως παντελώς αόριστη γιατί δεν ισχυρίζεται τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος της κλοπής και συγκεκριμένα: Επι αδικοπραγίας που συνιστά και ποινικό αδίκημα, όπως εδώ η ρευματοκλοπή (372.1,2 ΠΚ), υποχρεούται εις ανόρθωση της ζημίας, ο αδικοπραγήσας, δηλ. αυτός που, επι κλοπής, με μυϊκή πράξη, καταλύει την κατοχή τρίτου (κατόχου ή κυρίου) επι του πράγματος και θεμελιώνει δική του με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Πράγματι, είναι γνωστό ότι η α.υ της ΠΚ 372, πληρούται όταν ο δράστης με ενέργειά του (μυϊκή πράξη) καταλύει στην φυσική εξουσία στο πράγμα και θεμελιώνει μία νέα τέτοια στο πρόσωπό του.  Εάν μετά την ανωτέρω τέλεση της πράξης ο δράστης (χρήστης του ρεύματος), ιδιοποιείται αυτό, δηλ. το χρησιμοποιεί και αντλεί τα οφέλη από την παράνομη σύνδεση, δηλ. την κλοπή που διενήργησε, αυτό,....

δεν καθιστά το έγκλημα διαρκές.  Μετά την πράξη της κλοπής υπάρχει μεν μία παράνομη κατάσταση (η διαρκής αποστέρηση του πράγματος), πλην όμως η διατήρησή της δεν πληροί την α.υ της ΠΚ 372 (δεν εξακολουθεί ο δράστης να «αφαιρεί» καθόν χρόνο ο κύριος αποστερείται του πράγματος). (Χ. Μυλωνόπουλος, Ποιν.Δίκαιο , Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ. 155).

           Εν προκειμένω το μόνο που ισχυρίζεται για την τέλεση της ρευματοκλοπής και άρα για την ιστορική και νομική βάση της αγωγής εξ` αδικοπραξίας (ΑΚ 914, ΠΚ 372)  είναι ότι «διαπιστώθηκε ότι είναι κομμένες οι σφραγίδες στο κέλυφος γεγονός που επιτρέπει την πρόσβαση στο εσωτερικό του μετρητή». Όμως δεν ισχυρίζεται καν ότι τωόντι στην συγκεκριμένη περίπτωση επενέβην εγώ με δόλο (αφού πρόκειται για έγκλημα εκ δόλου)  στο εσωτερικό του μετρητή και με ποιόν τρόπο και πότε και πώς (αυτή η υπαίτια και παράνομη επέμβαση που δεν περιγράφεται) είχε ως «αποτέλεσμα να μην καταγράφεται μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας από το δίκτυο προς την εσωτερική ηλεκτρική εγκατάσταση». Δηλ. δεν ισχυρίζεται καν ούτε την πράξη επέμβασης (παρανομία), ούτε τον δόλο (υπαιτιότητα), αλλ` ούτε και την αιτιότητα ανάμεσα σ` αυτή και την μη καταγραφή μέρους της κατανάλωσης, αν και αυτά αποτελούσαν το πραγματικό της παράνομης πράξης δηλ. όπως αναφέρθηκε την εκ δόλου  κατάλυση της κατοχής και την ίδρυση νέας για τον δράστη και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αυτού του νόμιμου λόγου ευθύνης (παράνομη και υπαίτια πράξη) με την ζημία της, αφού και η αιτιώδης συνάφεια περιλαμβάνεται μεταξύ των προϋποθέσεων για θεμελίωση ευθύνης από αδικοπραξία κατά την ΑΚ 914 (Κρητικός Αποζημίωση 1998, σελ.63 επ, ΑΠ 934/1980 ΝΟΜΟΣ κλπ)

          Συνεπώς τα όσα ισχυρίζεται στην ιστορική βάση, δεν έλκουν σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες του κανόνα δικαίου που επικαλείται, άλλως είναι τόσο αόριστα και ασαφή που δεν δύναμαι να αντικρούσω και το δικαστήριο να τάξει θέματα απόδειξης.

          Ούτε βέβαια πρόκειται για κατ` εξακολούθηση έγκλημα, δηλ. για κλοπή «για το χρονικό διάστημα από 3-10-2012 έως τις 12-6-2017, οπότε και αποκαταστάθηκε η ορθή λειτουργία της μετρητικής διάταξης.». Περί αυτού θα γίνονταν λόγος όταν μετά την αρχική κατάλυση και τη θεμελίωση νέας κατοχής από το δράστη (που όπως ειπώθηκε δεν την ισχυρίζεται), ο κύριος επανακτούσε και θεμελίωνε την δική του κατοχή εκ νέου (π.χ με την επαναφορά της σύνδεσης του μετρητή) και εν συνεχεία ο δράστης με νέα άλλη μεταγενέστερη πράξη του, εγκαθίδρυε ξανά την δική του κατοχή καταλύοντας την προηγουμένως θεμελιωθείσα κοκ. Τότε και μόνο θα επρόκειτο για αυτοτελείς και επαναλαμβανόμενες πράξεις κλοπής, οπότε και έπρεπε για κάθε μία να ισχυρίζεται για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής της, όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά. Όμως τέτοια πραγματικά περιστατικά κατ` εξακολούθησης τέλεσης, επίσης δεν τα ισχυρίζεται στην αγωγή της.

          Επίσης η αγωγή δεν είναι νόμιμη ούτε και με την βάση από την ΠΚ 178. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί (σε συνδυασμό με την ΑΚ 914) σε καμία περίπτωση γιατί η αντίδικος δεν είναι Αρχή-πολιτειακή εξουσία, αλλά ιδιώτης ΑΕ, χωρίς επιπλέον να επικαλείται μετάθεση τέτοιου δικαιώματος από συγκεκριμένη διάταξη νόμου, ενώ όπως ειπώθηκε, δεν απολαμβάνει τα προνόμια της ΔΕΗ ή του Δημοσίου. Επιπλέον δεν επικαλείται ότι αυτή ετέθη για κατάσχεση, ή φύλαξη κλπ, δηλ. για κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου, αλλ` ούτε και ότι ετέθη από την ίδια ή από οποιονδήποτε άλλο και ποιόν και οπωσδήποτε, όπως και για τον ισχυρισμό περί κλοπής, δεν αναφέρει ποιο είναι το φυσικό πρόσωπο-δράστης αυτού του αδικήματος, αλλ` ούτε και πώς (με ποιό τρόπο) η παραβίαση των σφραγίδων από μόνη της χωρίς άλλο τι, την ζημίωσε αιτιακά, καθόσον απαιτείται αυτονόητα μετά την τοιαύτη παραβίαση, συγκεκριμένη επέμβαση στο μετρητικό σύστημα, η οποία τεχνικά να έχει την δυνατότητα να επιδρά στην μειωμένη καταγραφή  κλπ, η οποία (πράξη επέμβασης), επίσης δεν περιγράφεται.  Σημειώνεται εδώ ότι στο άρθρο 95.1ΚΔΔΔΔΗΕ οι απαριθμούμενες επεμβάσεις που αποσκοπούν σε ρευματοκλοπή, αναφέρονται και προϋποθέτουν συνδέσεις αλλά και ηλεκτρομαγνητικά μέσα κλπ, δηλ. κάποιον ελάχιστο τεχνικό εξοπλισμό και όχι απλά κομμένες σφραγίδες καλυμμάτων, αφού είναι φανερό ότι μόνο αυτό χωρίς άλλη επέμβαση με συνδέσεις κλπ, δεν αρκεί για να επιτευχθεί ρευματοκλοπή. 

          Απάτη και κλοπή δεν μπορούν να συνυπάρχουν, αλλά υπάρχει σχέση αλληλοαποκλεισμού, διότι η έστω και πεπλανημένη συγκατάθεση, αποκλείει την αφαίρεση και άρα την κλοπή (Α. Χαραλαμπάκης ο ΝΠΚ, τ.2 υπο 372.αρ.85 όπου και νομολογία). Κρίθηκε λοιπόν ότι (ΕφΑθ 1836/1991, ΝΟΜΟΣ) «Ετσι, η αφαίρεση της  ηλεκτρικής ενέργειας από την κατοχή άλλου πρέπει να γίνει αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του έχοντος επ` αυτής  δικαίωμα,  όπως  τούτο εκφράζεται  δια των λέξεων "όποιος αφαιρεί... από την κατοχή άλλου". Η συναίνεση συνεπώς τούτου αναιρεί την  αντικειμενική  υπόσταση  κλοπής. Επομένως,  ως  αφαίρεση  από  την  κατοχή  άλλου  πρέπει να θεωρηθεί η αφαίρεση της ηλεκτρικής ενέργειας  από  τον  κεντρικό  αγωγό,  πριν  ή διέλθει από το μετρητή του καταναλωτή π.χ. με τη σύνδεση του κεντρικού καλωδίου  με  την  εγκατάσταση της οικίας του δράστη (ΑΠ 536/1989 ΠΧ Μ 22), αφού άλλως, δηλ. στην περίπτωση που η ηλεκτρική ενέργεια  διέλθει από   το   μετρητή   του  καταναλωτή  τότε  η  "αφαίρεση"  δε  γίνεται αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του έχοντος επ` αυτής  δικαίωμα, αλλά  με  τη  συναίνεσή  του  δυνάμει της συμβάσεως παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως, στην περίπτωση της χρήσης μέσων στρεφομένων κατά  της κανονικής  λειτουργίας  του  μετρητή,  όπως  η  διακοπή από καιρού εις καιρόν της κανονικής λειτουργίας του γνώμονα, ή το γύρισμά του προς τα πίσω, έτσι ώστε αυτός να δείχνει ενέργεια μικρότερη από  την  πράγματι καταναλωθείσα δια μέσου του μετρητή, τότε συγκροτείται, με τη συνδρομή και  των  άλλων  στοιχείων,  η  πράξη  της απάτης με τον τρόπο της δια θετικής ενεργείας επέμβασης στο μετρητή με το γύρισμά του προς τα πίσω που τείνει στη συγκάλυψη των αληθινών ενδείξεων και έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση του θύματος με την αθέμιτη απόκρυψη της  αλήθειας  που επακολουθεί  (βλ. Αγγ. Μπουρόπολους, Ερμ.ΠΚ, υπ` άρθρ. 372 II και εκεί παρ., Η.  Γάφος,  ΠοινΔικ,  υπ`  άρθρ.  386  σελ.  129  σημ.  11,  Ηλ. Σπυρόπουλος ΠΧ Ζ` 474 βλ. και ΑΠ 281/1956 ΠΧ Ζ` 21, ΑΠ 291/1962 ΠΧ ΙΒ` 597

Εν προκειμένω και ως προς τη βάση από την απάτη (ΠΚ 386) η αγωγή είναι μη νόμιμη, άλλως αόριστη γιατί όπως ειπώθηκε πρωτίστως δεν ισχυρίζεται καν ποια ήταν η «πρόσβαση» στον μετρητή, δηλ. σε τι συνίσταται αυτή ακριβώς (πχ γύρισμα προς τα πίσω, διακοπή από καιρού εις καιρόν του γνώμονα, άλλη κρυφή σύνδεση; κλπ-ισχυρίζεται ότι οι κομμένες σφραγίδες γενικά επιτρέπουν την πρόσβαση στον μετρητή) και πώς αυτή επέφερε αιτιακά την μη καταγραφή της κατανάλωσης και συνεπώς δεν ισχυρίζεται καν ποια είναι τα μέσα που στρέφονται (σελ. 23 αγωγής αρχή) «κατά της καταγραφής ή/και ορθής καταγραφής της πραγματικά καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας» και συνεπώς δεν περιγράφει-ισχυρίζεται την θετική ενέργεια επέμβασης στο μετρητή που αιτιακά επέφερε την ζημία, που είναι αντικειμενικό στοιχείο της απάτης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ΠΚ 386, αφού η ενάγουσα ισχυρίζεται (σελ. 2) ότι δεν καταγράφονταν μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας «από το δίκτυο προς την εσωτερική ηλεκτρική εγκατάσταση», δηλ. αφαίρεση από το κεντρικό αγωγό-δίκτυο πριν φθάσει στον μετρητή του σπιτιού, χωρίς και πάλι να επικαλείται πώς ακριβώς έγινε αυτή η πράξη (με σύνδεση άλλου καλωδίου παροχής ή με άλλον και ποιόν, τρόπο;) και πώς αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην καταγράφεται μέρος μόνο και όχι όλη η ηλεκτρική ενέργεια.

Εν` όψει όλων των ανωτέρω η αγωγή είναι μη νόμιμη και αόριστη και για όλες τις βάσεις της διότι το μεν ισχυρίζεται ότι οι κομμένες σφραγίδες επιτρέπουν την πρόσβαση στον μετρητή, αφήνοντας να εννοηθεί (διότι δεν το ισχυρίζεται) ότι έγινε επέμβαση σ` αυτόν ώστε αυτός να δείχνει ενέργεια μικρότερη από  την  πράγματι καταναλωθείσα δια μέσου του μετρητή, κάτι που θα συνιστούσε απάτη, το δε ότι δεν καταγράφονταν μέρος ενέργειας «από το δίκτυο προς την εσωτερική ηλεκτρική εγκατάσταση», που σχετίζεται όμως και αφορά αφαίρεση από το κεντρικό αγωγό-δίκτυο πριν φθάσει στον μετρητή του σπιτιού (οπότε κλοπή), χωρίς και πάλι να αναφέρει πώς γινόταν αυτό.

          Σε κάθε περίπτωση:       Εφόσον η ενάγουσα εταιρία ΔΕΔΔΗΕ επικαλείται νόμιμη σύνδεση και παροχή ρεύματος επ’ ονόματί μου, τότε υπάρχει μεταβιβαστική πράξη της κυριότητας και κατοχής της ενέργειας που παρέχεται στον χρήστη - κάτοχο. Γι’ αυτό άλλωστε πληρώνονται οι λογαριασμοί από τον χρήστη, ήτοι επειδή είναι ο νόμιμος εκμεταλλευτής του ρεύματος μετά από νόμιμη σύνδεση και παροχή προς αυτόν, που άρα το κατέχει. Συνεπώς, κλοπή αυτής από τον χρήστη δεν μπορεί κατά νόμω να υπάρχει, αφού είναι νόμιμος κάτοχος με την συγκατάθεση-σύμβαση με τον κύριο της ενέργειας. Μόνο υπεξαίρεση θα ήταν δυνατή απ’ αυτόν, αλλά τα στοιχεία του πραγματικού της, δεν τα επικαλείται η ενάγουσα. Κλοπή θα ήταν δυνατή από τρίτον που δεν είναι νόμιμος κάτοχος από τη νόμιμη παροχή, αλλά όπως ειπώθηκε, δεν επικαλείται τίποτε για το ποιος κατέλυσε την κατοχή, εάν δηλ. είναι ο νόμιμος κάτοχος - χρήστης ή άλλος τρίτος μη δικαιούχος της παροχής, εναντίον του οποίου όμως δεν ασκεί αγωγή.

Μετά τα ανωτέρω αναφορικά με τις βάσεις της αγωγής, λεκτέα και τα εξής: η αγωγή είναι μη νόμιμη και προβάλλω και την ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς την ενάγουσα, φερόμενης ως δήθεν παθούσας, διότι δεν ισχυρίζεται ότι είναι ο φορέας της έννομης σχέσης της αδικοπραξίας, δηλ. ο κύριος-ιδιοκτήτης του ρεύματος και άρα ο αμέσως παθών, αφού μόνο αυτός (ή ο κάτοχος υπό προϋποθέσεις) στην αγωγή με βάση την αδικοπραξία νομιμοποιούνται κατά νόμω, ως παθόντες, στο έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι της ανατέθηκε η «λειτουργία και συντήρηση» του δικτύου, αλλά αυτό δεν την καθιστά ιδιοκτήτη, ούτε καν κάτοχο και συνεπώς, δεν την νομιμοποιεί για την αναζήτηση της ζημίας ως αμέσως παθούσας από ρευματοκλοπή ηλεκτρικής ενέργειας που ανήκει σε άλλον, τον οποίο όπως ειπώθηκε, δεν κατονομάζει. Και ναι μεν κατ’ άρθρο 95 παρ. 15 του Κώδικα διαχείρισης που επικαλείται, ισχυρίζεται ότι είναι τάχα «αρμόδια» για την είσπραξη των καταλογισθεισών οφειλών και κατά το άνω άρθρο ότι «δικαιούται να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την τακτοποίηση και την είσπραξη της οφειλής», όμως η αγωγή για αποζημίωση δεν είναι «τακτοποίηση» οφειλής από συμβατική σχέση, αλλά ζημία, και ούτε μπορεί να εξομοιωθεί με το δικαίωμα σε άσκηση αγωγής. Ρητό δικαίωμα σε άσκηση αγωγής ιδίω ονόματι δεν επικαλείται, ούτε προκύπτει, αλλά κι αν ακόμη το όριζε το ανωτέρω άρθρο, είναι φανερό ότι θα ασκούνταν από την αντίδικο ως κατ’ εξαίρεση μη δικαιούχο διάδικο για λογαριασμό του αληθούς κυρίου της ενέργειας, αφού με κανένα νομοθέτημα δεν της μεταβιβάστηκε η κυριότητα της ενέργειας ούτε το επικαλείται ούτε το αποδεικνύει (βλ. περιπτώσεις μη δικαιούχου, αλλά κατ’ εξαίρεση ενεργητικά νομιμοποιούμενου διαδίκου,  την μητέρα για το ανήλικο τέκνο χωρίς γάμο, ο ΟΔΕΠ εκ του ν. 590/1977, τις περιουσιακές δίκες των Ιερών Μονών, το ΤΕΕ για την αμοιβή του μηχανικού – μέλους του κλπ.). Τέτοια περίπτωση εδώ δεν επικαλείται και δεν προκύπτει και συνεπώς δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής της.

Επιπλέον η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης γιατί δεν αναφέρει τι σημαίνουν τα αρχικά KVA που τα ισχυρίζεται ως «συμφωνημένη ισχύς της παροχής» και δεν έτσι ούτε εγώ μπορώ να αμυνθώ ούτε το δικαστήριο να τάξει τα σχετικά θέματα απόδειξης αναφορικά με τον υπολογισμό της ζημίας και το ύψος της αφού χρησιμοποιεί το ανωτέρω άγνωστο μέγεθος για τον υπολογισμό της αιτούμενης αποζημίωσης (ΕιρΘεσς 3941/2017 δημ. στο site oenet.gr)

Επίσης είναι αόριστη γιατί δεν ισχυρίζεται αν υπήρξε και ποια ήταν η διαφορά της κατανάλωσης ρεύματος κατά το χρονικό διάστημα που μου καταλογίζεται η υποτιθέμενη παράβαση, σε σχέση με το παρελθόν (δεν γίνεται καμία σύγκριση κι αυτό επίτηδες, αφού ΔΕΝ υπήρξε τέτοια) και επιπλέον δεν αναφέρεται η διαφυγούσα ενέργεια και πως αυτή προέκυψε. Βέβαια η σύγκριση αυτών των μεγεθών, δηλ. τι κατανάλωνα πρίν και τι κατανάλωσα στην επίδικη περίοδο (μειωμένη τάχα κατανάλωση), από μόνη της δεν μπορεί να αποδείξει ρευματοκλοπή, αφού το σημαντικό είναι να αποδειχθεί ότι η επέμβαση στον μετρητή επέφερε αιτιακά την μειωμένη κατανάλωση, αφού εάν αυτή οφείλεται σε άλλους λόγους (απουσία από την οικία μου), η αγωγή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.  Το σημαντικό όμως για το ορισμένο της αγωγής όσον αφορά το εξεταζόμενο ζήτημα είναι ότι δεν ισχυρίζεται ποια θα ήταν η πραγματική ολική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για το επίδικο διάστημα, εάν δεν μεσολαβούσε η υποτιθέμενη και άδηλη επέμβαση στον μετρητή, έτσι ώστε από τη σύγκριση με την καταγραφείσα μειωμένη για το ίδιο διάστημα, να προκύψει η διαφορά που θα αποτελούσε αυτονόητα την ζημία της. Τέτοια πραγματικά περιστατικά δεν αναφέρονται.

Περαιτέρω η αγωγή είναι μη νόμιμη για το ποσό των 425€ που αφορά δήθεν διαχειριστικό κόστος και για τον ΦΠΑ 24% επι της συνολικής αξίας των 6474,27€ που τάχα είναι η αξία του ρεύματος (40779 κιλοβατώρες), διότι για το διαχειριστικό κόστος  δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται, σε ποιον καταβλήθηκε και πως προέκυψε και για το ΦΠΑ διότι δεν αποτελεί ζημία της από παράνομη πράξη, αλλά καταβάλλεται για συναλλαγή με την έκδοση τιμολογίου και εδώ δεν ισχυρίζεται ότι εξέδωσε τιμολόγιο. Τα ποσά αυτά μόνο από ενδοσυμβατική ευθύνη θα μπορούσε να διεκδικήσει. 

Σε κάθε περίπτωση η αγωγή είναι μη νόμιμη, άλλως αόριστη και όσον αφορά τον υπολογισμό της ζημίας. Διότι αποζημιώνεται η πραγματική ζημία και όχι κάποια τεκμαρτή (Γεωργ-Σταθ. υπο 297-298, αρ. 25, 27: «…ένα από τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται το δίκαιο της αποζημίωσης είναι ακριβώς η ύπαρξη πραγματικής ζημίας»). Αυτό γίνεται δεκτό παγίως: Ζημία είναι κάθε δυσμενής μεταβολή που επέρχεται στα υλικά ή άυλα αγαθά και για τον υπολογισμό της εφαρμόζεται ως κρατούσα η θεωρία της διαφοράς η οποία επιβάλλει σύγκριση της τωρινής πραγματικής περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός, με την υποθετική περιουσιακή κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν ο ζημιωθείς τώρα (δηλ. κατά το ίδιο χρονικό σημείο που μετράται και η πραγματική περιουσιακή κατάσταση), αν δεν είχε λάβει χώρα το ζημιογόνο γεγονός. (ΑΠ ολ 807/1973, ΝοΒ 22,321, ΑΠ 74/2014, ΑΠ 1449/2007 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΛαρ 67/2015, Αρμ 2016, 1026, Γεωργ-Σταθ. υπο 297,298, αρ. 9, 25,27, Ν. Λεοντής, Ερμ ΑστΚωδ, τ.Ι, 2020, υπο 297, αρ. 3-4 όπου και νομολογία). Τέτοια πραγματικά περιστατικά των ανωτέρω δύο μεγεθών, δεν αναφέρονται στην αγωγή, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει η παραπάνω σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης και έτσι ούτε εγώ μπορώ να αμυνθώ, ούτε το δικαστήριο να τάξει θέματα απόδειξης. Σε κάθε περίπτωση αρνούμαι και αποκρούω και την ύπαρξη ζημίας, και τον τρόπο υπολογισμού που επιχειρεί η ενάγουσα και το ύψος αυτής.

Πέραν όμως τούτων, ο τρόπος υπολογισμού-εκτίμησης της μη καταγραφείσης ενέργειας και συναφώς και της αξίας  της με βάση το επικαλούμενο άρθρο 12.2 της 236/2017 απόφασης ΡΑΕ και άρθρου 95 ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΔΔΗΕ, είναι μη νόμιμος διότι: ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, δύναται να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια προσδιορισμού της ζημίας κατ` ΑΚ 297 και 914 κάποια τεκμαρτή ζημία και όχι η πραγματική, επειδή τάχα καθιερώνεται νόμιμο τεκμήριο ύπαρξης και υπολογισμού-εκτίμησης υπέρ της ΔΕΔΔΗΕ, και πάλι αυτό δεν δύναται να ληφθεί υπόψη γιατί κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης και είναι αντισυνταγματικό. Νόμιμο τεκμήριο μπορεί να καθιερώσει μόνο ο γραπτός τυπικός νόμος που ψηφίστηκε από την Βουλή και εκδόθηκε με τους νόμιμους τύπους, αλλά και ΠΔ καθώς και πράξεις της διοίκησης δηλ. ΥΑ και αστυνομικές διατάξεις εφόσον προς τούτο υπάρχει ρητή, σαφής και ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση παρασχεθείσα με τυπικό νόμο. Παγίως δε γίνεται δεκτό ότι τέτοια εξουσιοδότηση παρέχεται μόνο στην εκτελεστική εξουσία. Όχι σε ανεξάρτητες Αρχές, ή ιδιώτες ή ΝΠΙΔ, ούτε καν στην δικαστική εξουσία. Εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 128 ν. 4001/2011 «1. Η διαχείριση του ΕΔΔΗΕ διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ, ο οποίος καταρτίζεται από τη ΔΕΔΔΗΕ, που υποβάλλει τη γνώμη της στη ΡΑΕ. Η ΡΑΕ, κατόπιν δημόσιας Διαβούλευσης και αφού προβεί σε τυχόν τροποποιήσεις και προσθήκες, εκδίδει με απόφαση της το τελικό κείμενο του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ, το οποίο δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κώδικας τροποποιείται, είτε με πρωτοβουλία της ΡΑΕ είτε κατόπιν αιτήματος της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ ή τρίτων προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον, κατ` εφαρμογή της διαδικασίας του προηγούμενου εδαφίου.». Δηλ. παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση στην ίδια τη ΔΕΔΔΗΕ, που όπως ειπώθηκε είναι ιδιώτης ΑΕ!!, να εκδίδει διοικητικές κανονιστικές πράξεις, με τις οποίες να καθορίζει η ίδια τον τεκμαρτό τρόπο υπολογισμού και εκτίμησης της αξίας της ενέργειας και συναφώς της ζημίας της.!! Ενώ η ΡΑΕ, πέραν του ότι δεν είναι εκτελεστική εξουσία (όπως και η ΔΕΔΔΗΕ), δεν της παρασχέθηκε ποτέ τέτοια ειδική εξουσιοδότηση, παρά μόνο γνωμοδοτικός ρόλος στις αποφάσεις της ΔΕΔΔΗΕ. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε σοβαρά για  έγκυρη, νόμιμη και συνταγματική νομοθετική εξουσιοδότηση διότι παραβιάζεται η αρχή της νομιμότητας και της διάκρισης των εξουσιών και οι ανωτέρω διατάξεις είναι ανεφάρμοστες ως αντισυνταγματικές.

Οπωσδήποτε όμως είναι αντισυνταγματικές επειδή παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (4Σ). Διότι επί ιδίων καταστάσεων, δηλ. αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία τελεσθείσα από ιδιώτη, ο μεν τελευταίος υποχρεούται στην απόδειξη της πραγματικής του ζημίας με τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα του ΚΠολΔ, ενώ για την ΔΕΔΔΗΕ επιφυλάσσεται νόμιμο τεκμήριο ύπαρξης και ύψους ζημίας το οποίο μάλιστα είναι και αμάχητο τουλάχιστον ως προς το σκέλος του τρόπου εκτίμησης και ύψους της ζημίας και εντεύθεν της αιτούμενης αποζημίωσης. Επί ίσων-ιδίων-ομοίων δηλ. καταστάσεων, επιφυλάσσεται άνιση ρύθμιση.

Συνεπώς δέον και αιτούμαι να μην εφαρμοστούν οι ανωτέρω διατάξεις, υποχρεουμένης της αντιδίκου (εφόσον κριθεί νόμιμη και ορισμένη η αγωγή της), στην απόδειξη της πραγματικής της ζημίας.

ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Η κλοπή όπως και η ρευματοκλοπή, είναι έγκλημα στιγμιαίο και όχι διαρκές. Χρόνος τέλεσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης με μυϊκή πράξη καταλύει την κατοχή τρίτου επι του πράγματος και θεμελιώνει δική του με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Είναι αδιάφορο εάν η τελευταία θα επιτευχθεί, εάν όμως γίνει, δεν εξακολουθεί το αδίκημα και δεν μετατρέπεται σε διαρκές.

Έτσι λοιπόν εάν μετά την πράξη επέμβασης στο κύκλωμα ή στον μετρητή που είναι η μυϊκή πράξη κατάλυσης της κατοχής, ο δράστης και χρήστης του κλαπέντος ρεύματος, ιδιοποιείται αυτό, δηλ. το χρησιμοποιεί και αντλεί τα οφέλη από την παράνομη σύνδεση, δηλ. την κλοπή που διενήργησε, αυτό δεν καθιστά το έγκλημα διαρκές. Μετά την πράξη της κλοπής υπάρχει μεν μία παράνομη κατάσταση (η διαρκής αποστέρηση του πράγματος), πλην όμως η διατήρησή της δεν πληροί την α.υ της ΠΚ 372 (δεν εξακολουθεί ο δράστης να «αφαιρεί» καθ` όν χρόνο ο κύριος αποστερείται του πράγματος). (Χ. Μυλωνόπουλος, Ποιν.Δίκαιο , Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ. 155).

Σύμφωνα με την αγωγή εάν θεωρηθεί ως χρόνος τέλεσης της κλοπής  το διάστημα από 3-10-2012 έως 12-6-2017, δηλ. η αρχική πράξη επέμβασης στο κύκλωμα και μετρητή και άρα η πράξη κατάλυσης της κατοχής του δράστη, είναι η 3-10-2012, τότε παρήλθε η πενταετία μέχρι την άσκηση της αγωγής. Όπως ειπώθηκε, εάν μετά από αυτή την πράξη κατάλυσης, ο δράστης χρησιμοποιεί το ρεύμα, δηλ. το ιδιοποιείται μέχρι 12-6-2017, αυτό, δεν καθιστά το αδίκημα διαρκές. Χρόνος τέλεσης της κλοπής εξακολουθεί να είναι το 2012. Βέβαια, όπως ειπώθηκε όλα αυτά ισχύουν εάν θεωρηθεί ότι η αντίδικος ισχυρίζεται τον ανωτέρω χρόνο κλοπής. Διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής (σελ. 5) το ανωτέρω διάστημα αναφέρεται ως το διάστημα για το οποίο έγινε εκτίμηση της μη καταγραφείσης από τον μετρητή ενέργειας. Δεν ισχυρίζεται πουθενά τον χρόνο τέλεσης της κλοπής, πότε δηλ. επήλθε με θετική ενέργεια μου η κατάλυση της κατοχής του ρεύματος (επέμβαση στον μετρητή και με ποιόν τρόπο-όχι τι θεωρείται κατά τον Κώδικα Δικτύου ως χρόνος έναρξης της ρευματοκλοπής). Δεν υπάρχει άλλη ημερομηνία στην αγωγή που να σχετίζεται με το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, παρά μόνο το ανωτέρω διάστημα για το οποίο έγινε εκτίμηση της μη καταγραφείσης από τον μετρητή ενέργειας (τα ίδια ισχύουν αναλογικά και για το άρθρο 386 και 178 του Π.Κ. - και αυτά είναι στιγμιαία αδικήματα και όχι διαρκή).

Ούτε βέβαια ισχυρίζεται, όπως ειπώθηκε, κατ` εξακολούθηση έγκλημα για το ανωτέρω διάστημα. Περί αυτού θα γίνονταν λόγος όταν μετά την κατάλυση και τη θεμελίωση νέας κατοχής από το δράστη (2012), ο κύριος επανακτούσε και θεμελίωνε την δική του κατοχή εκ νέου (π.χ με την επαναφορά της σύνδεσης του μετρητή) και εν συνεχεία ο δράστης με νέα άλλη πράξη του (π.χ το 2013, 2014,2015 ή οποτεδήποτε άλλοτε), εγκαθίδρυε ξανά την δική του κατοχή καταλύοντας την προηγουμένως θεμελιωθείσα κοκ. Τότε και μόνο θα επρόκειτο για αυτοτελείς και επαναλαμβανόμενες πράξεις κλοπής, αλλά και πάλι, υποκείμενες αυτοτελώς η κάθε μία σε παραγραφή από τον χρόνο τέλεσης παρά τον εξακολουθητικό χαρακτήρα της πράξης, δηλ. η παραγραφή θα εξετάζονταν για κάθε μία πράξη του εξακολουθητικού εγκλήματος αυτοτελώς. Όμως τέτοιες διακρινόμενες μεταξύ τους πράξεις, δηλ. πραγματικής ομοειδούς συρροής περισσοτέρων πράξεων κλοπής (τόπος, χρόνος, περιστάσεις), δεν αναφέρονται όπως ειπώθηκε στην αγωγή.

  Βέβαια κατά την ΑΚ 937 η έναρξη της 5ετούς παραγραφής εντοπίζεται στο σημείο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου. Ως γνώση όμως της ζημίας νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξης και όχι της ακριβούς έκτασης ή του ποσού αποζημίωσης (ΑΠ 52/2018, ΑΠ 866/2017 ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και επι εξακολουθητικής ζημίας, δηλ. η αξίωση δεν αναγεννάται σε κάθε επέλευση νέας επιζήμιας συνέπειας, αλλά άπαξ γεννήθηκε την στιγμή που αναδύθηκαν οι πρώτες και έτσι έκτοτε άρχεται ενιαία η παραγραφή και για την ζημία που επήλθε και για τις επελθησόμενες. (ΑΠ 332/2014, ΑΠ 674/2013, ΝΟΜΟΣ, Ν. Λεοντής, ό.α υπο 937. αρ. 4,5, όπου και νομολογία). Όσον αφορά την γνώση του υπαιτίου γίνεται δεκτό ότι αυτή υπάρχει από το χρονικό σημείο που ο ζημιωθείς έχει ικανά στοιχεία για να εγείρει αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου.

Εν προκειμένω την γνώση της για το υπαίτιο πρόσωπο ήδη και πριν από το 2012, την ομολογεί, αφού ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη παροχή ρεύματος «ηλεκτροδοτεί ακίνητο επ` ονόματι του εναγομένου» και είναι εξ` άλλου αυτονόητη αφού προηγείται το σχετικό συμβόλαιο με την ΔΕΗ.  Η γνώση για την ζημία επίσης είναι ομολογημένη, γιατί την 12-6-2017 που τάχα έκανε τον έλεγχο, τον έκανε όπως ισχυρίζεται, όχι για να διαπιστώσει ότι δεν καταγράφεται ενέργεια-αυτό ήταν δεδομένο από το 2012 που έπεσε η κατανάλωση (ζημία)- αλλά για την διαπίστωση της επέμβασης στον μετρητή, οπότε βρήκε κομμένες σφραγίδες. Πράγματι ισχυρίζεται εμφάνιση «σταθερά αισθητής μείωσης της κατανάλωσης» από την 6-6-2012. Αυτό είναι η έναρξη της ζημίας της και οι πρώτες επιζήμιες συνέπειες που σταθερά εξακολουθούν, όπως ισχυρίζεται , έκτοτε. Αυτή την ζημία δεν την ανακάλυψε το 2017 όταν έκανε τον έλεγχο, αλλά την ήξερε ήδη (οι νόμιμοι εκπρόσωποί της, οι υπάλληλοι και προστηθέντες της) από το 2012 γιατί η ίδια προσκομίζει με τις προτάσεις της και με το σχετ. 11, «τα διαγράμματα διαχρονικών ενδείξεων της καταγραφόμενης ηλεκτρικής ενέργειας». Δηλ. προκύπτει ότι κατέγραφε την ηλεκτρική ενέργεια διαχρονικά δηλ. και πριν το 2012, αφού άλλωστε και την αγωγή της (σελ. 6) ομολογεί ότι έλαβε υπόψη και την καταγραφείσα κατανάλωση ήδη από το 2011 (την οποία όμως δεν ισχυρίζεται ποια είναι). Συνεπώς από την 6-6-2012 και ακριβώς επειδή κατέγραφε την κατανάλωση, γνώριζε ότι υπήρχε σταθερά αισθητή μείωση της κατανάλωσης, κάτι άλλωστε που ομολογεί (σελ. 6). Άλλωστε είναι εκτός πραγματικότητας, ως εκ της μηχανοργάνωσης του συστήματός της, να νοηθεί ότι δεν κατέγραφε την κατανάλωση τότε (άρα δεν γνώριζε την ζημία τάχα), αλλά ξαφνικά την βρήκε διαχρονικά καταγεγραμμένη το 2017, έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι μόλις τότε έμαθε για την μείωση της κατανάλωσης και άρα την ζημία της.

Συνεπώς από το 2012 μέχρι 21-3-2022 που επέδωσε την αγωγή της, η όποια τυχόν αξίωσή της υπέπεσε στην παραγραφή, αφού κείται εκτός της 5ετίας, και δέον και αιτούμαι να γίνει δεκτή η παρούσα ένσταση μου και να απορριφθεί η αγωγή της.

Σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε κριθεί ότι οι ανωτέρω διατάξεις και ιδίως η παρ. 2 του άρθρου 12 της με αρ. 236/2017 απόφασης ΡΑΕ είναι συνταγματική και ήθελε εφαρμοστεί, τότε τεκμαίρεται ο χρόνος έναρξης της ρευματοκλοπής,  και συνεπώς η γνώση της καλύπτεται από το τεκμήριο αυτό, κατ` απόκλιση από την ΑΚ 937 και 251, αφού αυτό είναι το νόημα του τεκμηρίου. Πράγματι ορίζεται ότι « 2. Για τον καθορισμό της χρονικής στιγμής έναρξης της ρευματοκλοπής (Τρ) θεωρούνται τα εξής στοιχεία και παραδοχές:  (α) Ως χρονικό σημείο έναρξης της ρευματοκλοπής θεωρείται το σημείο από το οποίο εμφανίζεται σταθερά αισθητή μείωση της κατανάλωσης στην εν λόγω παροχή. Κατά σύμβαση, (σ.σ κατά σύμβαση αδίκημα δηλαδή!!) λαμβάνεται η ημερομηνία έναρξης της περιόδου καταμέτρησης εντός της οποίας εμφανίζεται η ως άνω μεταβολή. (β) Για τον προσδιορισμό του ανωτέρω σημείου εξετάζεται κατ` αρχήν το ιστορικό του τρέχοντος χρήστη, από το χρόνο έναρξης χρήσης της παροχής από αυτόν έως και το χρόνο του ελέγχου για ρευματοκλοπή. Η κατανάλωση της τρέχουσας περιόδου καταμέτρησης εκτιμάται βάσει της μέσης ημερήσιας κατανάλωσης από την τελευταία καταμέτρηση μέχρι το χρόνο του ελέγχου για ρευματοκλοπή, βάσει της ένδειξης του μετρητή κατά το χρόνο αυτό.  (γ) Εφόσον το σημείο έναρξης της ρευματοκλοπής τοποθετείται εντός της περιόδου χρήσης της παροχής από τον τρέχοντα χρήστη αλλά πέραν της 5ετίας που προηγείται του χρόνου ελέγχου για ρευματοκλοπή, η εκτίμηση της μη καταγραφείσας ενέργειας περιορίζεται στην 5ετία

Προκύπτει δηλ. πως είτε θεωρηθεί ως χρόνος η  6-6-2012, είτε η 3-10-2012 (κατά σύμβαση, η ημερομηνία έναρξης της περιόδου καταμέτρησης εντός της οποίας εμφανίζεται η ως άνω μεταβολή. βλ. σχετ. 7 των προτάσεών της και σελ. 6 της αγωγής της), ο χρόνος τέλεσης και η γνώση δεσμευτικά της κλοπής κατά νόμιμο τεκμήριο- και χωρίς καμία σύνδεση με την γνώση είτε του υπαιτίου είτε της ζημίας-, είναι τα ανωτέρω χρονικά σημεία και άρα η παραγραφή δεσμευτικά άρχεται από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και όχι από το 2017.  

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013