Ανακοπή 933ΚΠολΔ κατά επιταγής προς πληρωμή. Επιτασσόμενος τρίτος κύριος του ενυποθήκου ακινήτου. Ακυρότητα επιταγής προς πληρωμή.Αοριστία επιταγής ως προς τους τόκους.Αρμοδιότητα.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

ΑΝΑΚΟΠΗ (933ΚΠολΔ-ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών 614ΚΠολΔ)

......

ΚΑΤΑ

1) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ".....2) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  ......ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ....

3) της από .... επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απόγραφου της με αρ. .....δ/γής πληρωμής του κ. δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...

          

          Η....., με την από ... αίτησή της στο κ. δικαστή του ΜΠρ..., ζήτησε την έκδοση δ/γής πληρωμής εναντίον της .... (μητέρας μου) ως οφειλέτριας και του.. (πατρός μου) ως εγγυητή, επι τη βάσει « 1. Επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθ. .... σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, με τους όρους χορηγήσεως που έγιναν αμοιβαία και ανεπιφύλακτα αποδεκτοί, σε συνδυασμό με την απόδειξη είσπραξης ποσού € 50.000. 2. Επικυρωμένο αντίγραφο της από .... τροποποιητικής πράξης.3. Το από ....απόσπασμα - βεβαίωση οφειλής δανείου νόμιμα εξηγμένο από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας,4. Το από ...αντίγραφο του με αριθμό ... λογαριασμού του δανείου των καθ’ ων, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικούς εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του λογαριασμού του δανείου και το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής. 5. Τις υπ’ αριθ....εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου ....νομίμως επικυρωμένες.»

          Εξεδόθη μετά ταύτα την 28-3-2022 η με αρ.....δ/γή για ποσό συνολικά 57.020,48€ εντόκως κατά τα εν` αυτή. Αντίγραφο από το α` εκτελεστό απόγραφο αυτής, με την από 21-7-2022 επιταγή προς πληρωμή, επεδόθη σε εμένα την 28-7-2022 από την 2η των καθ` ων...φερομένης ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της .... για ποσό συνολικά 58.947,48€, πλέον τόκων.

          Συγκεκριμένα, η ανωτέρω επιταγή, παρά πόδα του ανωτέρω αντιγράφου, έχει επι λέξει ως εξής, ήτοι: «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το εις χείρας μου πρώτο (Α΄) εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. ... Διαταγής Πληρωμής του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ..., το οποίο με την επιφύλαξη κάθε άλλου νομίμου δικαιώματος μου αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα προς την ... ως ειδικό διάδοχο της ..., προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες. Σύμφωνα με την υπ' αρ. ....πράξη γονικής παροχής ακινήτου της Συμβολαιογράφου..... που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ...., η ....., απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του κατωτέρω ακινήτου, ήτοι: Το υπό στοιχείο Βήτα ένα (Β-1) διαμέρισμα ....το οποίο μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην κόρη της .....δυνάμει της υπ` αριθ. ....πράξης γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου .....Με την υπ' αρ. ...απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...., ενεγράφη στις ... προσημείωση υποθήκης στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ....για το ποσό των 65.000,00 ευρώ κατά της ..., υπέρ της δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...., προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, επιτασσόμενος συγχρόνως να καταβάλει νόμιμα κι εμπρόθεσμα, τα παρακάτω αναλυτικά αναφερόμενα ποσά στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία  . … ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία .… ήτοι: 1) Για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων είκοσι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (€ 57.020,48) με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από 04.08.2021 μέχρι την πλήρη εξόφληση και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. 2) Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη € 1.800. 3) Για λήψη απογράφου και αντιγραφικά δικαιώματα € 2. 4) Για σύνταξη της παρούσης επιταγής € 25 και 5) Για παραγγελία προς επίδοση, καθώς και επίδοση της παρούσης € 100. δηλαδή συνολικά το ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα επτά ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (€ 58.947,48), τα δε πιο πάνω κονδύλια με αριθμούς 2,3,4 & 5 με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση αυτής της επιταγής μέχρι την εξόφλησή της. Διαφορετικά σε περίπτωση μη πληρωμής θα επακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση της παρούσας, οπότε θα πληρωθούν και € 50 για την παραγγελία προς εκτέλεση προς τον δικαστικό επιμελητή.»

          Μετά την ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή, δεν ακολούθησε, μέχρι σήμερα, άλλη πράξη εκτέλεσης. Η ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσομαι κατά τα ανωτέρω για την καταβολή των εν αυτή ποσών ως ειδική διάδοχος, είναι απολύτως άκυρος και δέον και αιτούμαι την ακύρωσή της για τους κάτωθι βάσιμους και νόμιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα στο μέλλον, ήτοι:

                                             Ι

          Ουδόλως θεμελιώνεται στην δ/γή πληρωμής και στην επιταγή η παθητική μου νομιμοποίηση στην εκτέλεση. Δεν υπέγραψα στις ανωτέρω συμβάσεις και τροποποιητικές πράξεις με οποιαδήποτε ιδιότητα, έτσι ώστε να ευθύνομαι εξ αυτού του λόγου. Κάτι τέτοιο δεν επικαλείται ούτε και η ....στην ανωτέρω αίτησή της για έκδοση δ/γής πληρωμής, δεν παραδέχεται η τελευταία και δεν αναφέρεται ούτε στην επιταγή προς πληρωμή από την ανωτέρω διαχειρίστρια της ειδικής διαδόχου. Το ίδιο ισχύει και για την σωρευτική ή στερητική αναδοχή χρέους (ΑΚ 471), την οποία αρνούμαι. Δηλ. κανείς δεν ισχυρίζεται, παραδέχεται ή αναφέρει κάποια τέτοια σχέση (και αυτό μετά την έκδοση του τίτλου) που θα με νομιμοποιούσε παθητικά στην εκτέλεση, ως έχουσα δήθεν εξ` αυτού του λόγου υποχρέωση εξόφλησης του δανειστή.

          Ο ειδικός διάδοχος του, εις τον εκτελεστό τίτλο φερόμενου ως υπόχρεου νομιμοποιείται παθητικά, εφόσον, προκειμένου περί δ/γής πληρωμής, η διαδοχή έλαβε χώρα μετά την έκδοση του τίτλου (ΚΠολΔ 325-327, 919). Τέτοια πραγματικά περιστατικά επίσης δεν αναφέρει, δεν ισχυρίζεται και δεν παραδέχεται κανείς.

          Περίπτωση όμως παθητικής νομιμοποίησης κατά την εκτέλεση, αποτελεί και η, κατά τα άρθρα 1294,1295 ΑΚ και 993.1β` ΚΠολΔ, δυνατότητα του ενυπόθηκου δανειστή, ενασκούντος την εμπράγματο υποθηκική αγωγή προς κατεύθυνση της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του τρίτου κυρίου. Τέτοιος είναι και ο μετά την εγγραφήν της υποθήκης ειδικός διάδοχος του οφειλέτη ο οποίος απέκτησε το ενυπόθηκο κτήμα βεβαρημένο δια της υποθήκης, χωρίς να ευθύνεται ενοχικώς για την πληρωμή του ενυποθήκου χρέους. (Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεση, Β`, τόμος τέταρτος, σελ. 1566)

          Πράγματι (ΕφΑθ 1015/2018, ΜΠρΘεσσαλ. 9213/2020, ΝΟΜΟΣ), όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1257,1258, 1265, 1268, 1291, 1292, 1294, 1295 του ΑΚ, 977 παρ. 2, 993 παρ. 1 εδ. β` και 1007 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικαίωμα της υποθήκης παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή, παράλληλα με την ενοχική αγωγή κατά του προσωπικού οφειλέτη του, και εμπράγματη αγωγή, στην οποία, υπόκειται και ο τρίτος κύριος, που παραχώρησε την υποθήκη, καθώς και κάθε τρίτος που απέκτησε κυριότητα μετά την εγγραφή της υποθήκης ή που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο ακίνητο. Η εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή, δηλαδή η αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου, μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο από τον ενυπόθηκο δανειστή, αλλά και από τον προσημειούχο, αφού η προσημείωση υποθήκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση (ΟλΑΠ 14/2006, ΝοΒ 54.1264). Με τη διαζευκτικώς διατυπωμένη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ, παρέχεται η ευχέρεια στον επισπεύδοντα ενυπόθηκο δανειστή απεύθυνσης, στις ανωτέρω περιπτώσεις, της αναγκαστικής εκτέλεσης είτε κατά του προσωπικού είτε κατά του υποθηκικού οφειλέτη. Συνεπώς, η ιδιότητα του καθ` ου η εκτέλεση καθορίζεται με την επιταγή προς πληρωμή, η οποία μπορεί να απευθυνθεί, κατ` επιλογή του επισπεύδοντα ενυπόθηκου δανειστή, είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου ή με νόμιμο τίτλο νεμόμενου το ενυπόθηκο ακίνητο, αφού κοινοποιηθεί η επιταγή στον οφειλέτη και στον τρίτο, γεγονός που έχει πρακτικές συνέπειες κυρίως στο ποιοι δανειστές δικαιούνται κάθε φορά να αναγγελθούν. Στην περίπτωση που η εκτέλεση στρέφεται κατά του τρίτου κυρίου του ακινήτου η επιταγή προς πληρωμή, κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, περιέχει....

 αρχικά επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση αυτού, ήτοι πληρωμή του χρέους μέχρι το ποσό της υποθήκης με το οποίο βαρύνεται το ακίνητο, και σε διαφορετική περίπτωση επιταγή να ανεχτεί την αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυπόθηκου ακινήτου του (Μπέης, Δ 28.1304, Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, 2017, ΙΙΑ, σελ. 335, ΕφΑθ 1015/2018, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2954/2008, ΕλΔ 2009.566. Η αντίθετη άποψη του Μπρίνια σε «Αναγκαστική εκτέλεσις», IV § 507β` ΙΙ σελ. 1569 έχει την έννοια ότι ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου δεν ευθύνεται προσωπικά για το χρέος, και όχι ότι παράγεται κάποιου είδους ακυρότητα της επιταγής που επιτάσσει τον τρίτο κύριο σε εκούσια συμμόρφωση). Η αναγκαιότητα η επιταγή προς τον τρίτο κύριο του ενυπόθηκου να περιλαμβάνει και επιταγή για εκούσια συμμόρφωση αντλείται απ’ το άρθρο 1294 ΑΚ, που ορίζει ότι ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου ακινήτου υπόκειται στην εμπράγματη αξίωση του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση πάνω στο ενυπόθηκο ακίνητο, «αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις, στην έκταση που ασφαλίζονται με την υποθήκη». Συνεπώς, αυτός πρέπει να κληθεί, ακριβώς όπως ορίζει το άρθρο 1294 ΑΚ, αν προτιμά να εξοφλήσει με μετρητά το ενυπόθηκο χρέος, έτσι ώστε ν` αποφευχθεί η περιπέτεια της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού. Ακόμη δε και αν δεν ήταν τόσο κατηγορηματική η διάταξη του άρθρου 1294 ΑΚ, και πάλι θα έπρεπε να επιδοθεί στον τρίτο κύριο του ενυπόθηκου ακινήτου επιταγή για εκούσια συμμόρφωση, με την έννοια ότι ο επισπεύδων δανειστής θ` ασκούσε καταχρηστικώς (άρθρα 116 ΚΠολΔ,  281 ΑΚ) το ενδεχόμενο δικαίωμά του να επισπεύσει κατ` ευθείαν κατάσχεση και πλειστηριασμό, αιφνιδιάζοντας τον τρίτο κύριο, με το να μην του δώσει ευκαιρία εκούσιας πληρωμής του ενυπόθηκου χρέους. Η υποχρέωση του τρίτου κυρίου εκτείνεται προφανώς μέχρι την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και μόνο μ’ αυτό, εφόσον αυτός δεν ενέχεται προσωπικά με την υπόλοιπη περιουσία του (άρθρο 1296 ΑΚ) (βλ. Μπαλή, ΕμπρΔ, σελ. 268, 269, 270, Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ερμ. Α.Κ., υπό τα άρθρα 1294, 1295, 1296, ΑΠ 411/2010, δημ. Νόμος, ΑΠ 50/1993, ΕλΔ 36.1140).

          Εν προκειμένω:

α)      με το παραπάνω περιεχόμενο, δεν προκύπτει ότι η προσβαλλομένη επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσομαι να καταβάλλω τα παραπάνω ποσά, στα οποία (είτε αυτοτελώς, είτε στο άθροισμα), δεν περιλαμβάνεται ο υπολογισμός του ποσού των τόκων, απευθύνεται σε εμένα ως τρίτης κυρίας του ενυποθήκου, διότι ούτε καν ρηματική αναφορά υπάρχει προς τούτο, ή έστω παράθεση κάποιας από τις ανωτέρω διατάξεις (1294 κλπ ΑΚ, 993 ΚΠολΔ), έτσι ώστε να προκύπτει εξ` αυτής η παθητική μου νομιμοποίηση.

β)      αλλά ακόμη και εάν περί αυτού πρόκειται, δηλ. εάν ήθελε θεωρηθεί ότι επιτάσσομαι ως τρίτη κυρία, η ανακοπτομένη επιταγή, δεν περιέχει αρχικά επιταγή προς εκούσια συμμόρφωσή μου, με μνεία ότι διαφορετικά θα επιχειρηθεί εκτέλεση εις βάρος μου, ή να ανεχθώ αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυποθήκου ακινήτου, καθόσον στην περίπτωση αυτή (τρίτος ενυπόθηκος κύριος) δεν ευθύνομαι προσωπικά με την υπόλοιπη περιουσία μου για την εξόφληση του δανειστή. Η επιταγή δηλ. δεν έχει νόμιμο περιεχόμενο και μου στερεί έτσι τη δυνατότητα, επι δικονομική και περιουσιακή μου βλάβη, να ασκήσω το δικαίωμα μου εκ της ΑΚ 319 και 1294, προκειμένου να μην απωλέσω την κυριότητα, δια του πλειστηριασμού, του ακινήτου μου και συνεπώς είναι άκυρη.

γ)       συναφώς και για τον ίδιο ανωτέρω λόγο, σε κάθε περίπτωση, η επισπεύδουσα, ασκεί  καταχρηστικώς (άρθρα 116 ΚΠολΔ,  281 ΑΚ) το δικαίωμά της να επισπεύσει κατ` ευθείαν εκτέλεση με την παραπάνω επιταγή προς πληρωμή (και εν συνεχεία κατάσχεση και πλειστηριασμό), αιφνιδιάζοντας με ως τρίτης κύριας, με το να μην μου δώσει ευκαιρία εκούσιας πληρωμής του ενυπόθηκου χρέους κατά παράβαση και της ΑΚ 319, επερχομένης αυτονόητης δικονομικής και ουσιαστικής- περιουσιακής μου βλάβης.

δ)       επίσης δεν επιτάσσει, σε κανένα σημείο της επιταγής, την πληρωμή μέχρι την αξία του ενυποθήκου και μόνο από το ενυπόθηκο ακίνητο, αφού δεν ευθύνομαι ενοχικά με την υπόλοιπη περιουσία μου και επιπλέον δεν αναφέρει ούτε και την αξία του ενυποθήκου. Η αναφορά στο ποσό των 65.000ε για το οποίο ενεγράφη η προσημείωση, δεν αντικαθιστά την άνω έλλειψη. Είναι άλλο το ποσό για το οποίο ενεγράφη η υποθήκη και άλλο η αξία του ενυποθήκου μέχρι την οποία ευθύνεται ο τρίτος κύριος, στοιχεία τα οποία όπως ειπώθηκε, δεν περιλαμβάνει η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή.

          Επειδή συνεπώς η επιταγή είναι εξ ολοκλήρου άκυρη γιατί δεν διαλαμβάνει όσα ο νόμος επιτάσσει επί ποινή ακυρότητας, για την νομιμότητά της (ΚΠολδ 159.1), άλλως γιατί επήλθε δικονομική και περιουσιακή μου βλάβη κατά τα ανωτέρω (ΚπολΔ 159.3) η οποία δεν δύναται να ανορθωθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, Άλλως και όλως επικουρικά η ακυρότητα εν προκειμένω της προσβαλλομένης πράξης εκτέλεσης, επέρχεται και κατά την διάταξη της 159 αρ. 2 ΚπολΔ δηλ. και πάλι ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη βλάβης, αφού παραβιάζονται οι γενικές αρχές της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (μη έγκυρο περιεχόμενο επιταγής προς τον τρίτο κύριο), η δε αντίστοιχη παράβαση στο πεδίο της διαγνωστικής δίκης, θα συνιστούσε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και θα στοιχειοθετούσε το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559.1 ΚπολΔ.

                                            ΙΙα

          Από τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννομης προστασίας, απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (βλ. σχετικώς ΕΑ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001, 776). Αυτό επιβάλλεται προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό (βλ. σχετικώς ΑΠ 1336/2006, ΕλλΔνη 2007, 799, ΕφΠερι.393/2020, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛάρ 215/2022, ΝΟΜΟΣ). Εξ ετέρου, σκοπός της επιταγής είναι, μεταξύ άλλων, να καθορίζει ακριβώς την έκταση της απαίτησης του δανειστή. Ο ακριβής, σαφής και αναμφίβολος καθορισμός της απαίτησης αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της επιταγής κατά την ΚΠολΔ 924. εδ. β` (όπως τροποποιήθηκε από το 2015), ελλείψει δε αυτού, επέρχεται ακυρότητα κατ` 159.1 και 2 ΚΠολδ και χωρίς απόδειξη βλάβης. (Φαλτσή ό.α σελ. 497). Ειδικότερα, για την έννοια του ανωτέρω σαφούς και ορισμένου «καθορισμού της απαίτησης» στην επιταγή, γίνεται δεκτό ότι με αυτήν «ο επιτασσόμενος (πρέπει) να γνωρίζει τι και γιατί καλείται να παράσχει στον επιτάσσοντα…» (ΕφΑθ 3897/1995, ΕλλΔνη 39, 912, Φαλτσή ό.α, σελ. 495, Βαθρ. υπο 924. αρ.8).

          Η παραπάνω επιταγή εν προκειμένω, είναι άκυρη επειδή δεν ορίζεται σε αυτήν με ακρίβεια και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η απαίτηση της καθ’ ής, υφίσταμαι δε δικονομική βλάβη από την αοριστία της επιταγής, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της ανακοπτόμενης επιταγής, με την οποία επιτάσσομαι προς ικανοποίηση μη προσδιοριζομένης επακριβώς αξίωσης.

          Ειδικότερα, όσον αφορά τους τόκους, αρκεί να γίνεται διάκριση σε συμβατικούς και υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω και αναφορά του επιτοκίου, αφού αυτό είναι γνωστό, οριζόμενο από το νόμο, με συνέπεια το ύψος των καταβλητέων τόκων να μπορεί να εξευρίσκεται κάθε φορά με απλό υπολογισμό, με βάση το καθορισμένο ποσοστό αυτό, σε συνδυασμό με το ποσό του κεφαλαίου στο οποίο αυτοί αντιστοιχούν και τη χρονική διάρκεια, στην οποία αφορούν (ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 1996.101-102∙ ΑΠ 474/1999, ΕλλΔνη 2000.80-81∙ ΕφΑθ 2535/1998, ΑρχΝ 2001.231∙ ΕφΑθ 5377/2001, ΕλλΔνη 2004.527-529∙ ΕφΑθ 2838/2002, ΕλλΔνη 2002.1460∙  ΜονΠΑθ 4494/1998 και 33720/1997, Δ 1998.1371, με αντίθ. παρατ. Γιαννούλη∙ Νίκας, παρ. 22 αριθ. 12). Εντούτοις, το ποσοστό του επιτοκίου θα πρέπει να αναφέρεται στην επιταγή προς πληρωμή -όπως και στην αγωγή και στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής- όταν πρόκειται ειδικά για τόκους από τραπεζική χρηματοδότηση («τραπεζικούς»), ως εν προκειμένω, λόγω της επελθούσας ήδη από το 1986 «απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος», στη βάση της οποίας κάθε πιστωτικό ίδρυμα καθορίζει ελεύθερα τόσο το δικαιοπρακτικό όσο και το της υπερημερίας επιτόκιο, ενίοτε δε και ως «κυμαινόμενο» στη διάρκεια ισχύος της πιστωτικής σύμβασης [Κεραμέας/Κονδύλης/Νικας ό.α σελ. 158, ΑΠ 72/1995, ΝοΒ 1996.624, ΕλλΔνη 1997.583∙ ΑΠ 873/1999, ΕΕΝ 2000.730∙  ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001.1128 (1135)∙  ΕφΘεσ 6063/1993, ΕλλΔνη 1995.222∙  ΕφΑθ 5667/1995,  ΝοΒ 1997.53-54∙  ΕφΑθ 304/2002, ΔΕΕ 2002.997-999∙ Μάζης, ΕπισκΕΔ 1996.34-52∙ ο ίδιος, παρατ. στην ΠολΠΑθ 5467/2002, ΔΕΕ 2003.315-316].

          Συνεπώς είναι άκυρη η ανωτέρω επιταγή γιατί ενώ αναφέρεται σε επιτόκιο υπερημερίας επί του κεφαλαίου, ωστόσο δεν αναφέρεται το ποσοστό του επιτοκίου (ΕφΑθ 6063/1993, ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολδ2, εκδ.2021, άρθρα 904-1054, υπο 924, σελ. 157-158) και έτσι μου στερεί  τη δυνατότητα του ελέγχου της ακρίβειας των υπολογισμών και του ύψους των κονδυλίων, προκαλώντας αυτονόητη βλάβη.

                                     ΙΙ.β

          Εν συνεχεία της ανωτέρω νομικής σκέψης περί εκκαθαρισμένου της απαίτησης και ορισμένου της επιταγής προς πληρωμή η οποία πρέπει να περιέχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη την απαίτηση, κατά κεφάλαιο, τόκους έξοδα, διαφορετικά είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη, γίνονται δεκτά τα εξής:

          Η ΜΠρΑθ. 3981/2006 δέχθηκε ότι: « Από το περιεχόμενο της από 25-5-2005 επιταγής προκύπτει ότι η ανακόπτουσα επιτάσσεται με αυτή να καταβάλει στην καθής η ανακοπή το ποσό των 84.210,56 €, πλέον τόκων υπερημερίας από 17-11-2004 έως την ολοσχερή εξόφληση, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο. Στην ανωτέρω επιταγή δεν προσδιορίζεται, όμως, το οφειλόμενο ποσό των τόκων ή το συνολικώς οφειλόμενο ποσό για κεφάλαιο και τόκους, με συνέπεια να μην προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης, για την οποία επισπεύδεται εκτέλεση. Η αναγραφή του ποσού των τόκων είναι απαραίτητη, για να μπορέσει ο οφειλέτης να ελέγξει την ακρίβεια του κονδυλίου αυτού ή τυχόν εσφαλμένο προσδιορισμό ή το παράνομο των τόκων και να το αντικρούσει. Ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση ο υπολογισμός των τόκων είναι ιδιαίτερα δυσχερής, επειδή περιλαμβάνει εξάμηνο ανατοκισμό των οφειλομένων τόκων, είναι απαραίτητη η αναγραφή του ποσού αυτού, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της ακρίβειας του. Η έλλειψη αυτή προκαλεί δικονομική βλάβη στην ανακόπτουσα, η οποία συνίσταται στην αδυναμία της να αντικρούσει το κονδύλιο αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζει….».

          Η ΜΠρΚαστ 12/2020, δέχθηκε ότι: « Σε ό,τι αφορά το καταβλητέο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, αυτό είναι αναγκαίο για την πλήρωση της προϋπόθεσης για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθο 916 ΚΠολΔ), καθόσον, για να γίνει αυτή, πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο το ποσό και το ποιόν της παροχής. Πρέπει δε με το ποσό να προστίθενται, αν υπάρχει αίτημα και οι τόκοι, αλλά όχι με συνυπολογισμό του ορισμένου ποσού αυτών, αλλά με την προσθήκη της λέξεως –νομιμότοκα- και του προσδιορισμού του χρόνου αυτών. Οι κεφαλαιοποιημένοι, όμως, τόκοι πρέπει να γράφονται κατά ποσό ορισμένο…….Άλλωστε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 916 ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Η διάταξη αυτή έχει τεθεί κυρίως για την προστασία των συμφερόντων του οφειλέτη, ο οποίος κατά την έκδοση ή την κατάρτιση του τίτλου πρέπει να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται σε βάρος του εκτέλεση (ΑΠ 572/1980 ΝοΒ 1980, 1961, Γ. Οικονομόπουλος Δ 1972,413,1. Μπρίνιας Ι άρθρο 916 παρ. 73 σ. 208). Συμπλήρωση δε του εκκαθαρισμένου της απαίτησης από στοιχεία ή έγγραφα εκτός του εκτελεστού τίτλου δεν είναι επιτρεπτή (Φραγκίστας ΝοΒ 1972,445) η απαίτηση πρέπει να προκύπτει από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 104/1972 ΝοΒ 1972,452) διαφορετικά ο τίτλος θεωρείται ανύπαρκτος (ΕφΑθ 1132/2008, Νόμος, ΕφΑΘ 2659/1992, ΕλλΔ 35/456)…. Με το λόγο αυτό ζητείται η ακύρωση της από 2-09-2019 επιταγής προς πληρωμή για το λόγο ότι σε αυτήν δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλοποιουμένων τόκων. Ήτοι των τόκων που προκύπτουν μετά από τον ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας, καθώς δεν γίνεται καν μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου….. Από την απλή επισκόπηση της ένδικης επιταγής προς πληρωμή προκύπτει ότι ο ανακόπτων καλείται να καταβάλει (….το ποσό των 71.444,88 ευρώ για οφειλόμενο επιδικασθέν κατάλοιπο λογαριασμού ως αναφέρεται στην ως άνω διαταγή πληρωμής πλέον τόκων και εξόδων από την 11-03-2014 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό μέχρι την ολοσχερή εξόφληση..). Από το περιεχόμενο της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή σαφώς συνάγεται ότι ζητείται από τον ανακόπτοντα-οφειλέτη να καταβάλει πέραν από του τόκους υπερημερίας, ο υπολογισμός των οποίων γίνεται σχετικά ευχερώς δοθέντος του κεφαλαίου (71.444,88 ευρώ) του χρονικού σημείου έναρξης υπολογισμού τους (11-03-2014) και του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας το ποσοστό του οποίου πρέπει να αναζητηθεί στα άρθρα της ένδικης σύμβασης (βλ. σχετικά άρθρο 4 της ένδικης σύμβασης ) και τόκους τόκων, οι οποίοι υπολογίζονται με εξαμηνιαίο ανατοκισμό. Ο υπολογισμός των τόκων αυτών (κεφαλαιοποιημένων) είναι ιδιαίτερα σύνθετος και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ρητά στην επιταγή προς πληρωμή, διαφορετικά αυτή είναι αόριστη, καθώς αν παραλειφθεί η αναγραφή τους δεν προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης. Επομένως, η  ανακοπτόμενη από 2-09-2019 επιταγή προς πληρωμή, στην οποία δεν αναφέρονται ρητά οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι πάσχει αοριστία. Περαιτέρω, υφίσταται εν προκειμένω δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος που συνίσταται στην αδυναμία του να αντικρούσει το κονδύλιο αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζει και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας…»

          Η ΕφΠειρ 393/2020, δέχθηκε ότι «Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, …, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203). Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως.  Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ,  ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕφΑΘ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). …Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β.Βαθρακοκοίλης ό.π). Εν προκειμένω, …, αποδεικνύεται καταρχήν ότι το ποσό που οι ανακόπτοντες επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ής, με την από 30-4-2013 επιταγή, αναλύεται σε : 1/ 288.266,55 ευρώ για κεφάλαιο, έντοκα από τις 27-11-2012, οπότε και έκλεισε ο τηρούμενος λογαριασμός, πλέον του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας, που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, 2/ 5.600 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 3/ 10 ευρώ για έκδοση και χαρτοσήμανση του αντιγράφου της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, παρά πόδα της οποίας έχει αυτή συνταχθεί,  4/ 60 ευρώ για έξοδα κοινοποίησής της και 5/ 40 ευρώ για τη σύνταξή της. Δηλαδή, η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση συντίθετο από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος. Στη συνέχεια, με την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση στο ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο, του δεύτερου των ανακοπτόντων, για το ποσό των 205.000 ευρώ, με τη μνεία στο κείμενο και των επαναληπτικών περιλήψεων ότι το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης παραμένει απαιτητό, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποιά ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο προσδιορισμός της ποιότητας της παροχής πλέον ήταν δυνατός με απλή μαθηματική εφαρμογή όσων επιτάσσει το άρθρο 423 του ΑΚ, η οποία όμως αφορά άλλο ζήτημα και συγκεκριμένα τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών, σε περίπτωση περισσότερων χρεών του οφειλέτη έναντι του ιδίου δανειστή. Επομένως, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο άνω λόγος της ανακοπής, να ακυρωθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με την άνω κατασχετήρια έκθεση σε βάρος του 2ου εκκαλούντος.»

          Εν προκειμένω, προκύπτει ότι επιτάχθηκα με την ανακοπτομένη επιταγή προς πληρωμή,  για ικανοποίηση απαίτησης η οποία, κατά τα ανωτέρω, συντίθεται, πέραν από τους τόκους υπερημερίας (με άγνωστο επιτόκιο), και από τόκους τόκων υπολογιζόμενων με εξαμηνιαίο ανατοκισμό οι οποίοι όμως, δεν αναφέρονται κατά ποσό, αλλ` ούτε και μπορούν να οριστούν μαθηματικά. Διότι πέραν της καθαυτήν παράλειψης αναγραφής συγκεκριμένα του ποσού αυτών, δεν αναφέρονται- προσδιορίζονται ούτε η αρχή ούτε και το ημερολογιακό τέλος των χρονικών περιόδων των εξαμήνων μέχρι την επίδοση της ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή, αλλ` ούτε και το επιτόκιο ανατοκισμού, δηλ. τα πραγματικά περιστατικά που είναι κρίσιμα για να μπορεί να προσδιοριστεί με μαθηματικό έστω  υπολογισμό, το ποσό των τόκων επι τόκων συνεπεία του ανατοκισμού ανά εξάμηνο. 

Δηλ. ξεκίνησε μία εκτέλεση εναντίον μου, για ικανοποίηση απαίτησης η οποία είναι παντελώς αόριστη, τόσο κατά το ποσό όσο και κατά το ποιόν της, δηλ. με βάση τα ανωτέρω, για απαίτηση που δεν είναι ούτε «βέβαιη» ούτε και «εκκαθαρισμένη» αφού δεν είναι καν οριστή (πολλώ δε μάλλον ορισμένη) και συνεπώς δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως 

Επειδή  από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ακυρότητα των ως άνω πράξεων  (συνεπεία της παρανομίας ) και η ανάγκη κήρυξής τους είναι προφανής (159.1,2), ενώ σε κάθε περίπτωση αυτονόητη είναι και βλάβη μου (159.3) δικονομική γιατί δεν μπορώ να αμυνθώ, δηλ. να αντικρούσω   το κονδύλιο αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζω, αλλ` ούτε και με μαθηματικούς υπολογισμούς μπορώ να εξεύρω, αλλά και περιουσιακή-οικονομική γιατί επιτάσσομαι για ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης η οποία όμως είναι πλήρως αόριστη, επι βλάβη της περιουσίας μου, γιατί εκπλειστηριαζομένου του ακινήτου μου για την ικανοποίηση της επιταχθείσας απαίτησης, δεν μπορεί να ελεγχθεί (δεδομένου του ασαφούς και αορίστου περιεχομένου της επιταγής προς πληρωμή), τι ποσό  από το εκπλειστηρίασμα θα καταλογιστεί στους ανωτέρω τόκους και εάν, ως εκ τούτου, αυτοί θα  εξοφληθούν, ολικά ή εν μέρει, τι θα απομείνει για το κεφάλαιο (ΑΚ 423) ή και για τους τόκους  κοκ,  αφού αυτοί δεν αναφέρονται και δεν  μπορούν να υπολογιστούν.   

          Επειδή η παρούσα ανακοπή μου ασκείται στο καθ` ύλη αρμόδιο δικαστήριο και είναι νόμιμη και βάσιμη κατά το άρθρο 933ΚΠολΔ γιατί ο τρίτος κύριος του 993.1β` ΚΠολΔ νομιμοποιούμενος παθητικά ως ο καθ` ου η εκτέλεση, δύναται να προσβάλη την επισπευδομένη εκτέλεση δια της ανακοπής της ΚΠολΔ 933 (Μπρίνιας, ό.α σελ. 1567). Αρμόδιο επίσης είναι το δικαστήριό σας και κατά τόπο ως το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος (τόπος κατοικίας μου), εφόσον δεν ακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης (ΚΠολΔ 22, 584, 933.3, Φαλτσή Δι. Αναγκ. Εκτ. Β`, Γενικό Μέρος, παρ. 38) και επιπλέον ασκείται εμπρόθεσμα κατά την ΚΠολΔ 934, καθόσον η ανωτέρω δ/γή πληρωμής με την παρα πόδα αυτής ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή, επεδόθησαν σε εμένα την 28-7-2022

          Δια ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτή η παρούσα ανακοπή μου και να   ακυρωθεί για τους ανωτέρω λόγους η από ..., επιδοθείσα σε εμένα την ..., επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απογράφου της με αρ. .... δ/γής πληρωμής Μονομελούς Πρωτοδικείου ... και να καταδικασθούν οι αντίδικοι στη δικαστική μου δαπάνη και αμοιβή του πληρ. υπογράφοντος δικηγόρου μου.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

24410-41255/6972422002

FAX : 24410-41257

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013