ΜΠρΚαρδίτσας 197/2022. Ανακοπή κατά της εκτέλεσης (επιταγής).Νέα επιταγή και δήλωση συνέχισης απο διάδοχο δανειστή. Προθεσμία ανακοπής κατά της επιταγής.Προσβολή με 933 και όχι με 973.6 ΚΠολΔ.Κονδύλια επιταγής αόριστα

Αριθμός απόφασης:       197/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Κολοκοτρώνη, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Καρδίτσας και από την Γραμματέα 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ...για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην ……… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου ...ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ……… .η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……… ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνοντας αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΜΕΙΜΠ ………., εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 16-11-2022, κατόπιν δε της υποβολής εκ μέρους της ανακόπτουσας της από 07-07-2022 αίτησης προτίμησης κατ’αρ.226 παρ.5 ΚΠολΔ, επαναπροσδιορίστηκε ως κατεπείγουσα η υπόθεση δυνάμει της από 07-07-2022 πράξης της Προέδρου Πρωτοδικών …….. για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στην οποία και φέρεται προς συζήτηση με την με αρ.κατ. ΜΕΙΜΠ ………. κλήση της ανακόπτουσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της συνεδρίασης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από ……… ανακοπή της ανακόπτουσας, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνοντας αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΜΕΙΜΠ …….., εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 16-11-2022, κατόπιν δε της υποβολής εκ μέρους της ανακόπτουσας της από 07-07-2022 αίτησης προτίμησης κατ’αρ.226 παρ.5 ΚΠολΔ, επαναπροσδιορίστηκε ως κατεπείγουσα η υπόθεση δυνάμει της από 07-07-2022 πράξης της Προέδρου Πρωτοδικών ……… για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στην οποία και φέρεται νόμιμα προς συζήτηση με την με αρ.κατ. ΜΕΙΜΠ …….. κλήση της ανακόπτουσας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015: «ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι παραδεκτή: α) αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης». Κατά το εδ. β της ίδιας διάταξης: «αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) μέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα». Σύμφωνα με την παρ. 2 της ίδιας διάταξης: «αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Σταδιακή προσβολή των πράξεων εκτέλεσης σημαίνει ότι ανάλογα με το αντικείμενο της, η εκάστοτε ανακοπή κατά της εκτέλεσης θα πρέπει να ασκείται σε καθορισμένες από τον νόμο προθεσμίες. Το πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης περιλαμβάνει τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2, καθώς επίσης και κατά της εκτελούμενης απαίτησης. Η προθεσμία της ανακοπής που επιδιώκει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω των ανωτέρω ελαττωμάτων, ορίζεται ενιαία σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (εν είδει απώτατου χρονικού ορίου άσκησης ανακοπής), όταν η εκτέλεση επισπεύδεται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Κατά το γράμμα του νόμου, αφετηρία της προθεσμίας των 45 ημερών αποτελεί η ημέρα της κατάσχεσης. Αποτελεί όμως η διατύπωση αυτή μάλλον σχήμα κατά συνεκδοχή. Η γνώση του καθ’ ου είναι απαραίτητη για την εκκίνηση της ανωτέρω προθεσμίας και η γνώση αυτή εξασφαλίζεται με την επίσημη επίδοση στον ίδιο του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης. Και αν μεν αυτός είναι παρών κατά την κατάσχεση, το αντίγραφο αυτό επιδίδεται στον ίδιο, μόλις περατωθεί η κατάσχεση. Αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο, τότε συντάσσεται απλώς έκθεση για την άρνηση του. Αν όμως αυτός είναι απών κατά την κατάσχεση ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης, επακολουθεί επίδοση αντιγράφου αυτού στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη το αργότερο την επόμενη ημέρα της περατώσεως της κατασχέσεως, αν αυτός έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης (955 I, 995 I). Επομένως η προθεσμία των 45 ημερών ξεκινά κανονικά από την επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αν όμως αυτός παρίσταται κατά την κατάσχεση αλλά αρνείται να παραλάβει το αντίγραφο αυτό, δεν προβλέπεται από το νόμο επίδοση του στον ίδιο, οπότε η αφετηρία της προθεσμίας θα είναι, για τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, αναπόφευκτα, η ημέρα περατώσεως της κατάσχεσης. Στο πρώτο στάδιο ανήκουν πρωτίστως οι αντιρρήσεις κατά του εκτελεστού τίτλου (αντιρρήσεις που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου) καίτοι αυτό δεν αναφέρεται στο άρθρο 934 I στοιχ. α' ΚΠολΔ (προφανώς από παραδρομή). Οι λόγοι που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου είναι τα διάφορα τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα. Τυπικά ελαττώματα του τίτλου είναι οι ελλείψεις που αφορούν τον τίτλο ως έγγραφο λχ δεν έχει περιαφθεί αυτός τον εκτελεστήριο τύπο, το συμβολαιογραφικό έγγραφο έχει ελλείψεις που οδηγούν σε ακυρότητα κτλ. Ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου είναι όλα τα υπόλοιπα ελαττώματα του τίτλου λ.χ. δεν προκύπτει η ποσότητα της παροχής (916 ΚΠολΔ) ή δεν συγκοινοποιήθηκαν μ’ αυτόν και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλήρωση της αίρεσης ή επισπεύδεται εκτέλεση με βάση οριστική απόφαση που δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή κ.ο.κ. Ουσιαστικό ελάττωμα υφίσταται και όταν ο επισπεύδουν δεν φέρεται ως δικαιούχος της ενσωματωμένης στον τίτλο αξίωσης ή ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν είναι από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά να ανεχθούν την εκτέλεση με βάση τον τίτλο αυτό. Η δεύτερη κατηγορία ελαττωμάτων που εντάσσονται στο πρώτο στάδιο αφορά στις ακυρότητες των πράξεων της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η προδικασία εξαντλείται κυρίως στην επίδοση προς τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση. Οι λόγοι που στρέφονται κατά του κύρους της επιταγής υπόκεινται στην ανωτέρω προθεσμία των 45 ημερών του άρθρου 934 I στοιχ. α`, είτε αφορούν στο περιεχόμενο, είτε στην επίδοση της στον καθ’ ου η εκτέλεση (λ.χ. η επίδοση δεν είναι νόμιμη, επειδή η θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου δεν συνοδεύθηκε από τις ενέργειες που επιτάσσει το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ) ή δεν συνοδεύθηκε και από τα έγγραφα που νομιμοποιούν τον επισπεύδοντα καθολικό ή ειδικό διάδοχο (925 ΚΠολΔ). Στην ίδια προθεσμία υπάγονται και οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν σε προγενέστερες (ή και μεταγενέστερες) της επιταγής πράξης εκτέλεσης, λ.χ. στη χορήγηση της εντολής (927 ΚΠολΔ) στο δικαστικό επιμελητή ή και σε μεταγενέστερες, εφόσον αυτές προηγούνται χρονικά από την κατάσχεση ή άλλη αντίστοιχη μ’ αυτή διαδικαστική πράξη. Στο πρώτο στάδιο (934 στοιχ. α) ανήκουν φυσικά και οι αιτιάσεις που αφορούν στη μη τήρηση της τριήμερης προθεσμίας του άρθρου 926 I ΚΠολΔ. Στο πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης μετατοπίσθηκαν και οι λόγοι ανακοπής που αμφισβητούν την εγκυρότητα των πράξεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (934 στοιχ. α'). Πρόκειται για ατασθαλίες οι οποίες επιδρούν ακυρωτικά σε κάποια πράξη της διαδικασίας της εκτέλεσης που επιχειρήθηκε από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης μέχρι και, τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2. Στην πρώτη γραμμή εντάσσονται ελαττώματα της εκθέσεως κατασχέσεως (λχ κατασχέθηκε πράγμα ακατάσχετο κατά νόμο), ή επιβλήθηκε κατάσχεση σε ακίνητο που αγοράσθηκε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και απαγορευόταν η διάθεση του (175 ΑΚ) κατά τις διατάξεις του ν. 1641/1986 κτλ. Στην κατηγορία των ελαττωμάτων που αφορούν την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εντάσσεται και η κατά το άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ παραβίαση της αρχής τΠζ αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι ο επισπεύδων δανειστής κατέσχεσε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη απ’ όσα είναι αναγκαία για την ικανοποίηση της απαίτησης του [Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, τόμος II, ειδικό μέρος, 2η έκδοση, σελ. 162-163, αρθμ. 22], Τέλος στην προθεσμία του πρώτου σταδίου ασκούνται και οι ανακοπές που αμφισβητούν την εκτελούμενη αξίωση (απαίτηση). Τα ελαττώματα της απαίτησης επιδρούν σε όλες τις πράξεις της εκτελέσεως, από την πρώτη μέχρι και την προτελευταία που είναι η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης (955 II 2, 995 IV 2). Η τελευταία πράξη της εκτέλεσης, (ο πλειστηριασμός στην περίπτωση της εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων) δεν προσβάλλεται με λόγο που αφορά στην απαίτηση. Διευκρινίζεται ότι η ανακοπή κατά της εκτέλεσης, που αφορά στην απαίτηση, έχει πάντοτε ως αίτημα την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης (λχ. της επιταγής, της εκθέσεως κατασχέσεως) και απλώς ο λόγος που προκαλεί την ακυρότητα αυτή και στηρίζει το αίτημα της ανακοπής είναι η ελαττωματικότητα της απαίτησης. Οποιοσδήποτε φύσεως ελάττωμα της εκτελούμενης απαίτησης, είτε αφορά στη γένεση, είτε στην άσκηση, είτε στην απόσβεση αυτής, μπορεί να προβληθεί με την εν λόγω ανακοπή. Ως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχέσεως στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, η οποία στηρίζεται σε οποιοδήποτε γεγονός παρακωλυτικό ή δικαιοκωλυτικο της γενέσεως (πχ εικονικότητα, αίρεση, προθεσμία, έλλειψη τύπου, αντίθεση στα χρηστά ήθη κτλ) ή της ασκήσεως (πχ παραγραφή, κατάχρηση δικαιώματος) ή της αποσβέσεως της (εξόφληση, άφεση χρέους, ανανέωση, συμβιβασμός, συμψηφισμός κτλ). Στην ίδια ως άνω προθεσμία υπόκεινται οι αντιρρήσεις του οφειλέτη σχετικά με το ύψος του επιτασσόμενου για την απαίτηση ποσού (Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Γενικό Μέρος, τόμος I, 2η  έκδοση, 2017, σελ. 615-621, αριθμ. 14, 15, 17, 18, 19, 20). Συγκριτικά με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, παρατηρείται ότι για τις πλημμέλειες των πράξεων εκτέλεσης από την επιταγή έως την κατάσχεση ορίζεται πλέον ρητή προθεσμία από την ημερομηνία της κατάσχεσης, που συρρικνώνεται αρκετά σε σύγκριση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, όπου η προθεσμία επεκτεινόταν έως την έναρξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Ζήτημα ανακύπτει για τους οψιγενείς ισχυρισμούς και τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση, οπότε λήγει η προθεσμία του πρώτου σταδίου και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, οπότε αρχίζει το δεύτερο στάδιο προσβολής τα εκτελεστικής διαδικασίας, ως προς τις πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν από τότε μέχρι την τελευταία πράξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Είναι σαφές ότι υφίσταται κενό προθεσμίας ως προς τη δυνατότητα προβολής των ως άνω ελαττωμάτων. Στο προϊσχύον δίκαιο υπενθυμίζεται ότι ανάλογοι ισχυρισμοί μπορούσαν να προβληθούν ως λόγοι ανακοπής στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, ήτοι μέχρι τη σύνταξη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατάργηση του ενδιάμεσου σταδίου στο ισχύον άρθρο 934 ΚΠολΔ δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα προβολής των ως άνω ισχυρισμών που έλαβαν χώρα μετά την παρέλευση της προθεσμίας του πρώτου σταδίου, ήτοι της προθεσμίας των 45 ημερών από την κατάσχεση και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού. Η προταθείσα λύση για άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής με λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας ενδέχεται να καθυστερήσει τη διαδικασία σε αντίθεση με το πνεύμα του νομοθέτη (Ν. 4335/2015) για γρήγορη διεκπεραίωση της διαδικασίας εκτέλεσης. Περαιτέρω κατάλληλο ένδικο βοήθημα και για τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση θα πρέπει να είναι η ανακοπή κατ’ αντιστοιχία με την πρόβλεψη ανακοπής για τα ελαττώματα των δύο σταδίων του νέου άρθρου 934 ΚΠολΔ. Η νομοθετική αυτή αβλεψία στερεί από τον οφειλέτη το δικαίωμα δικαστικής προστασίας καθόσον στερείται του   δικαιώματος του να προσβάλλει τα ελαττώματα της διαδικασίας με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ που μεσολάβησαν μετά τη λήξη του πρώτου σταδίου και πριν από την έναρξη του δευτέρου σταδίου του άρθρου 934 ΚΠολΔ. Εδώ μία λύση θα μπορούσε  να παράσχει η δυνατότητα τα ελαττώματα αυτά να προβληθούν στην προθεσμία του δεύτερου σταδίου (που κατά το προϊσχύσαν δίκαιο αντιστοιχούσε στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. γ' ΚπολΔ), καθόσον γίνεται δεκτό ότι στην εν λόγω προθεσμία μπορούν να προβληθούν και ελαττώματα που εμφιλοχώρησαν ακόμη και πριν από τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, εφόσον επιδρούν ακυρωτικά στον τελευταίο. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι όπου είναι αδύνατη και μάλιστα στις δίκες περί την εκτέλεση η τήρηση ορισμένης προθεσμίας, τότε υφίσταται νομοθετικό κενό που κατανάγκην θα πληρωθεί με τη μέθοδο της αναλογίας από την πλησιέστερη εφικτή προθεσμία (ΕφΠειρ 334/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, X. Μιχαηλίδου, η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 1η έκδοση 2017, σελ. 314-315).

Με την υπό κρίση ανακοπή και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτή, η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθεί η από ……… επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’αριθμ……… διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου …… και να καταδικαστεί η καθ’ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδά της. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο, αφού ο μεν εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το δε κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου ……. (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν. 4335/2015 και το άρθρο 207 παρ. 2 Ν. 4512/2018). Νομίμως δε εισάγεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν. 4335/2015. Ειδικότερα, στο άρθρο 1.9 του Ν. 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της ένδικης κύριας εκτελεστικής διαδικασίας διά της επιβολής κατασχέσεως (βλ. ΜΠρΘεσ 299/2019, αδημ. ΜΠΛαμ 223/2016, ΜΠρΤρικ 249/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και σε θεωρία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν 4335/2015, Αρμ. 2016/1 επ., 13-14, Β. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ΕΠολΔ 2017,587 βλ. όμως και αντίθετη θέση σε ΜΠρΑΘ 7189/2016 με σύμφωνες παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου σε ΕΠολΔ 2017,68 επ. και Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 12,2017, παρ. 4, αριθ. 8, σελ. 82). Η ανακοπή, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ης την 13-07-2022, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ………, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, καθώς την 11-06-2022 έλαβε χώρα η εκ μέρους της καθ’ης επίδοση στην ανακόπτουσα της υπ’αριθμ……… δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου …….. με την οποία ορίστηκε ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η ………, όπως προκύπτει από την επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφο της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα στο Πρωτοδικείο ……….., ……….., η δε γνωστοποίηση της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ) την 14-09-2022, ήτοι εντός της προθεσμίας της, σύμφωνα και με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, αναλογικά εφαρμοζόμενης διάταξης του άρθρου 934 παρ.1 β’ ΚπολΔ, όπως ισχύει, δεδομένου ότι δεν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός και του ότι εν προκειμένω δεν θα μπορούσε να τηρηθεί η προθεσμία του αρ. 934 παρ. 1α’ ΚΠολΔ με ευθεία εφαρμογή αυτής της διάταξης, καθώς πριν την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, είχε ήδη λάβει χώρα η κατάσχεση ενός ακινήτου ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας την 20-02-2018, δυνάμει της υπ’αριθμ……….. έκθεσης κατάσχεσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας. Συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Κατ’ άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα. Εξάλλου, με το άρθρο 36 παρ. 2 στοιχ. γ’ ν.4194/2013 ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε έκδοση επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων, τα δε αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ ενώπιον οποιοσδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Κατά την έννοια δε του ίδιου άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στα χέρια του δικηγόρου αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω, και ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο. Για το κύρος της επικύρωσης φωτοτυπίας, με βεβαίωση από δικηγόρο της ακρίβειάς της, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση αυτού του γεγονότος στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του δικηγόρου, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης. Τέτοια δε έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από τον δικηγόρο μπορεί να ενέχει και η φράση ότι το επικυρούμενο είναι «ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρωτότυπο», αφού αυτή λογικά προϋποθέτει την υλική ενέργεια παραβολής της φωτοτυπίας προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας προς αυτό, πράγμα που σημαίνει την έστω και βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου από τον δικηγόρο, ο οποίος το παραβάλλει προς την φωτοτυπία που επικυρώνει (ΑΠ 1579/2005, ΜΠρΚερκ 257/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, διατείνεται η ανακόπτουσα ότι είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, διότι η τελευταία της επιδόθηκε κάτωθι ενός φωτοτυπημένου αντιγράφου της διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, παρά πόδα του οποίου, φωτοτυπημένα επίσης, με ημερομηνία 03-05-2022, αναγράφεται ότι αποτελεί αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’αριθμ.64/2009 διαταγής πληρωμής που είναι κατατεθημένη στην υπ’αριθμ.47.542/01-03-2018 πράξη συμβολαιογράφου αγνώστου ονόματος, λόγω του δυσδιάκριτου της υπογραφής. Ότι στη φωτοτυπία αυτή της διαταγής πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, δεν υπάρχει πρωτότυπη υπογραφή και σφραγίδα οποιουδήποτε συμβολαιογράφου ορισθέντος ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού και συνεπώς δεν αποτελεί η φωτοτυπία αυτή επίσημο αντίγραφο του απογράφου κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, εξαχθέν από το αρχείο του συμβολαιογράφου. Ότι επιπλέον, η πληρεξούσια δικηγόρος της επισπεύδουσας, ...., έθεσε την σφραγίδα της ανάμεσα σε αυτή την απλή φωτοτυπία και στο παρά πόδα αυτής φύλλο όπου ανέγραψε την επιταγή προς πληρωμή, πλην όμως αυτό δεν αίρει την ακυρότητα και δεν αναβιβάζει την απλή φωτοτυπία σε επίσημο αντίγραφο, αφού το α’ εκτελεστό απόγραφο δεν ήταν στα χέρια της έτσι ώστε να εξάγει ακριβές αντίγραφο εξ αυτού, αλλά ήταν κατατεθειμένο σε συμβολαιογράφο, υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ότι η ανωτέρω επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης κατ’αρ.925 και 159 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι την τήρηση της διάταξης του αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ την επιβάλλει ο νόμος επί ποινή ακυρότητας, άλλως βάσει της διάταξης του αρ.159 παρ.2 ΚΠολΔ, επίσης ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης, διότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης με την μη έγκυρη κοινοποίηση αντιγράφου από το απόγραφο. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο παραπάνω λόγος είναι παραδεκτός και νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 904, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία άρχεται η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Πρέπει όμως, να περιέχει ακριβή και σαφή καθορισμό της απαίτησης, διαφορετικά προκαλείται ακυρότητα της επιταγής, εάν κατά την κρίση του Δικαστηρίου προκύπτει βλάβη από αυτή την παράλειψη, η οποία μπορεί να θεραπευτεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.ΙΙ, αρ. 8, σελ. 497, εκδ.2017). Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο οφειλέτης ισχυρίζεται ότι η απαίτηση έχει αποσβεσθεί ή ότι έχει λάβει χώρα παράνομος ή εσφαλμένος υπολογισμός των τόκων ή ότι υφίσταται εν γένει ανακρίβεια κονδυλίων, εναπόκειται σε αυτόν η επίκληση και απόδειξη των κρίσιμων περιστατικών (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, υπό το άρθρο 924, παρ. 9, σελ. .565). Εφόσον, δηλαδή, γίνει ο διαχωρισμός σε κεφάλαιο, τόκους και κατ’ ιδίαν έξοδα, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να επικαλεστεί και να αποδείξει τον εσφαλμένο υπολογισμό ή τον παράνομο εκτοκισμό, μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη. Αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επί πλέον ποσό. Δεν πάσχει, όμως, από καμία ακυρότητα για το πράγματι οφειλόμενο ποσό για το οποίο νόμιμα αρχίζει και προχωρεί η αναγκαστική εκτέλεση (Εφ. Πατρ. 1083/2006, Ά δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αμφισβήτηση, ακόμη και η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαίτησης, οποτεδήποτε αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτουν οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου, κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΕφΑιγ 97/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειρ. 328/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και να αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38.585, ΕφΔωδ 07/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 259/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 1041/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Μ Π Σερ 139/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΠειρ 2186/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η δυνάμει της με αριθμό ……… διαταγής πληρωμής από ……. επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης το κεφάλαιο ποσού 103.289,91 ευρώ εντόκως από 01-01-2009 έως την εξόφληση, είναι άκυρη λόγω της αοριστίας της, καθώς δεν καθορίζει ακριβώς την έκταση της απαίτησης της επισπεύδουσας, αφού δεν αναφέρει εάν πρόκειται για τοκισμό με συμβατικούς ή τόκους υπερημερίας, ποιο ήταν το ποσοστό αυτών και σε τι κεφάλαιο αναλογούν οι τόκοι αυτοί, στερώντας της κατά τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του ελέγχου της ακρίβειας των υπολογισμών και του ύψους των κονδυλίων, προκαλώντας της δικονομική βλάβη. Ο δεύτερος λόγος αυτός ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος, οπότε θα πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 924 παρ. 1 εδ. β' και 118 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην επιταγή που γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου πρέπει να προσδιορίζεται η απαίτηση με τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο. Ειδικότερα, επί εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως, είναι αόριστη και άκυρη η επιταγή που επιτάσσει τον καθ'ου να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό για δαπάνη απογράφου, αντιγράφου του απογράφου, εξόδων επίδοσης και σύνταξη επιταγής, χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την κάθε μία από τις παραπάνω δαπάνες. Ο ακριβής αυτός καθορισμός επιβάλλεται για να καταστεί δυνατή η συμμόρφωση των επιτασσόμενων ανακοπτόντων, η άμυνα αυτών και η περαιτέρω εκτέλεση (Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ. 1978, σ. Α\ άρθρ. 924, παρ. 115, ΕφΑΘ 3785/1975 ΝοΒ 23,1275, ΕφΘεσ 635/1997 ΕλλΔνη 1997, 1895, ΕφΙω 41/1974 ΝοΒ 23, 365, ΜΠρΘεσ 31899/1999 Αρμ 2001,1373)• Το ανεκαθάριστο, όμως, των ως άνω κονδυλίων δεν συνεπάγεται ακυρότητα ολόκληρης της επιταγής, αλλά μόνον των κονδυλίων αυτών (Μπρίνια, ο.π. παρ. 116, ΑΠ 1445/1980 ΝοΒ 29, 707» ΑΠ 237/1976 ΝοΒ 24, 781, ΑΠ 190/1974, ΝοΒ 22,1061, ΕφΑΘ 5213/1982 Αρμ 37, 786, ΕφΑΘ 7885/1982 ΕλλΔνη 24, 72 και ΕφΑΘ 805/1987 ΕλλΔνη 29, 306, ΜΠρΑΘ 2379/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι αόριστη και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί καθόσον δεν προσδιορίζει αναλυτικά πως επιμερίζεται το ποσό των 1.350,00 ευρώ δια του όποιου επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ'ης έξοδα αναφορικά με την α’ επιταγή για αντίγραφο, αντιγραφικά δικαιώματα σύνταξής της, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσή της, με αποτέλεσμα να μην δύναται να επαληθεύσει εάν τα ανωτέρω έξοδα έχουν υπολογιστεί σωστά. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την ανακοπτόμενη επιταγή που προσκομίζεται, η καθ’ ης δεν καθορίζει επακριβώς τη δαπάνη για το ανωτέρω κονδύλιο ώστε να κριθεί η νομιμότητα καθενός εξ αυτών, ήτοι για αντίγραφο, αντιγραφικά δικαιώματα σύνταξης, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσης της συνταχθείσας από 23-02-2009 α’ επιταγής, και συνεπώς, σύμφωνα και με την εκτεθείσα μείζονα σκέψη στα πλαίσια του δεύτερου και του τρίτου λόγων ανακοπής, πρέπει η ανακοπτόμενη επιταγή να ακυρωθεί όχι στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ως ανωτέρω ποσό, ήτοι ως προς το ποσό των 1.350,00 ευρώ.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως επικαλουμένων και προσκομιζομένων εγγράφων, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ) για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα κάτωθι ενός φωτοτυπημένου επίσημου αντιγράφου της υπ’αριθμ……….. διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………., παρά πόδα του οποίου, φωτοτυπημένα επίσης, με ημερομηνία 03-05-2022, βεβαιώνεται από την υπάλληλο του πλειστηριασμού και Συμβολαιογράφο ………., ότι αυτό αποτελεί ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το πρώτο (Α) εκτελεστό απόγραφο της υπ’αριθμ……….. διαταγής πληρωμής, εκδιδόμενο κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, του πρωτοτύπου κατατεθημένου στην υπ’αριθμ………. πράξη της, η δε βεβαίωση αυτή φέρει τη σφραγίδα και την υπογραφή της υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Περαιτέρω, η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ’ης, ….. , κατά τη σύνταξη της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, επικύρωσε ως ακριβές το αντίγραφο της διαταγής πληρωμής, βεβαιώνοντας ότι το φωτοαντίγραφο αυτό, συνιστά «ακριβές αντίγραφο αντιπεφωνημένο από το εις χείρας μας ακριβές αντίγραφο εξαχθέντος κατ’άρθρο 918 παρ.6 ΚΠολΔ εκ του κατατεθέντος με την με αρ……… πράξη της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου ………., του με αριθμό ……… πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ……… διαταγής πληρωμής ...» και έθεσε την σφραγίδα της ανάμεσα στο αντίγραφο της διαταγής πληρωμής και στο παρά πόδα αυτής φύλλο όπου ανέγραψε την επιγταγή προς πληρωμή, την οποία και υπέγραψε. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου ανακοπής, μόνη η επικύρωση εκ του πρωτοτύπου που αναγράφεται στο αντίγραφο του άνω εγγράφου που κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα αρκεί για να καταδείξει έστω και την βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου, ήτοι του επίσημου αντιγράφου της διαταγής πληρωμής κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, από τη δικηγόρο, η οποία και το παρέβαλε προς την φωτοτυπία που επικύρωσε, χωρίς να ενδιαφέρει αν το πρωτότυπο της επιδείχθηκε για την εν λόγω επικύρωση ή αν το είχε ανέκαθεν στην κατοχή της, καθότι και στην πρώτη περίπτωση της επίδειξης, τούτο αυτόματα συνεπάγεται και προσωρινή κατοχή του εγγράφου για τις ανάγκες της αντιπαραβολής και της περαιτέρω βεβαίωσης. Εξάλλου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 449, 438 ΚΠολΔ, 36 παρ. 2β ν. 4194/2013 όταν ο δικηγόρος βεβαιώνει την ακρίβεια του αντιγράφου από κυρωμένο αντίγραφο, με τεθείσα κάτω από αυτό σφραγίδα και υπογραφή του, το εκδιδόμενο αυτό αντίγραφο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνον με την προσβολή του ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 767/1988 ΕλΔ 1989, 564, ΕφΠειρ 950/2005 ΠειρΝομ 2006, 59, Βαθρακοκοίλη, Β., ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Β, άρθρο 449, αριθ. 12), ώστε στην προκειμένη περίπτωση, που κατά τα ιστορούμενα στον ένδικο λόγο είχαν τεθεί επί του επίμαχου αντιγράφου από δικηγόρο τα ανωτέρω στοιχεία βεβαίωσης περί της ιδιότητάς του ως ακριβές αντίγραφο, δεν δύναται να αμφισβητηθεί το κύρος αυτού (αντιγράφου) χωρίς να προσβληθεί ως πλαστό, ισχυρισμό τον οποίο δεν προβάλλει η ανακόπτουσα. Επομένως ο πρώτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο διατακτικό της η υπ’αριθμ.... διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, βάσει του οποίου εκτελεστού τίτλου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά της ανακόπτουσας, εκδοθείσα επί τη βάσει της υπ’αριθμ. ... σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία συμβλήθηκε ως πιστούχος και πρωτοφειλέτρια η ανακόπτουσα, αναφέρει ότι διατάσσει την ανακόπτουσα και τους ………….. του ………… και ……….. του …………., να καταβάλλουν στην αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 103.282,91 ευρώ, «έντοκα, από 01-01-2009 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο υπερημερίας ανερχόμενο σε δύο και πενήντα (2,50) εκατοστιαίες μονάδες πλέον του συμβατικού (εκάστοτε ισχύον Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων της αιτούσας (ΒΕΧ), το οποίο ανακοινώνεται δημόσια, σύμφωνα με τον όρο (21.2) της προαναφερόμενης συμβάσεως ...». Ωστόσο, στην από     11-05-2022 ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση με επισπεύδουσα την καθ’ης η ανακοπή, αναφέρεται ότι επιτάσσεται η ανακόπτουσα να καταβάλλει στην καθ’ης τα επιταχθέντα με την πρώτη από 23-02-2009 επιταγή προς εκτέλεση κονδύλια επί της ιδίας ως άνω διαταγής πληρωμής, ήτοι «α) για επιδικασθέν κεφάλαιο 103.282,91 ευρώ, εντόκως από 01-01-2019 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 3.050 ευρώ, γ) για αντίγραφο, αντιγραφικά σύνταξης Α’ επιταγής, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσής της ποσό 1.350 ευρώ, δ) για δαπάνη επίδοσης της Β’επιταγής 40 ευρώ, ε) για δαπάνη επίδοσης της Γ’επιταγής 40 ευρώ και στ) για δαπάνη επίδοση της παρούσας επιταγής (της από 23-02-2019) επιταγής 40 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 107.802,91 ευρώ και το συνολικό αυτό ποσό εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας (εκτός από τα κονδύλια υπό στοιχεία β, γ, δ, ε, στ, τα οποία τοκίζονται με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας), άπαντα τα κονδύλια από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση ...). Βάσει των ανωτέρω, αναφορικά με το επιτασσόμενο ποσό της απαίτησης που αφορά το κεφάλαιο και τους τόκους επί αυτού, αποδείχθηκε ότι η ανακοπτόμενη επιταγή αναφέρει το ποσό των 103.282,91 ευρώ «εντόκως», χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, οπότε κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2009 έως και την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή, ζητούνται οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας επί του κεφαλαίου. Αυτό διότι, η διαταγή πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, όπως ήδη εκτέθηκε το περιεχόμενό της, διέτασσε την ανακόπτουσα να καταβάλλει το ανωτέρω ίδιο ποσό του κεφαλαίου όχι νομιμοτόκως, αλλά με τον συμβατικό τόκο υπερημερίας, ο οποίος συνεπάγεται υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας και συνεπώς, με την επιταγή ζητείται το έλλασον σε σχέση με το μείζον που διετάχθη με την διαταγή πληρωμής. Κατά το επόμενο δε χρονικό διάστημα, δηλαδή από την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, μέχρι την πλήρη εξόφληση, η ανακόπτουσα επιτάσσεται σαφώς να καταβάλλει ως το μεν ποσό που αντιστοιχεί σε κεφάλαιο εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο προβλέπεται στον υπ’αριθμ.21.2 συμβατικό όρο, τα δε λοιπά κονδύλια της επιταγής, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη στα πλαίσια εξέτασης του δεύτερου λόγου της ανακοπής, για το έγκυρο της επιταγής προς πληρωμή αρκεί ο διαχωρισμός της απαίτησης κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω για το κύρος της η παράθεση του ακριβούς τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων, φόρων και συναφών λοιπών επιβαρύνσεων. Κατά τα ανωτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, σε αυτήν λαμβάνει χώρα ο ανωτέρω διαχωρισμός με σύντομη αναφορά του οφειλόμενου ποσού, των τόκων και των εξόδων και γαι τον λόγο αυτό, η ως άνω επιταγή με το παραπάνω περιεχόμενο είναι ορισμένη ως προς το ζήτημα των τόκων που εξετάζεται με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, η δε μη παράθεση του ποσού αυτών δεν καθιστά την επιταγή αόριστη, καθώς ο υπολογισμός των τόκων γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου ή του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας. Εναπόκειται δε η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού για την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας για τα εκτεθέντα χρονικά διαστήματα μέχρι την εξόφληση της επιταγής. Μετά ταύτα, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου και απορριπτομένων των υπόλοιπων λόγων της ανακοπής κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή ως προς το ποσό των -1.350- χιλίων τριακοσίων πενήντα ευρώ και να καταδικασθεί η καθ’ ης σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ ως προς το ποσό των -1.350- χιλίων τριακοσίων πενήντα ευρώ την με ημερομηνία 11-05-2022 επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 107.802,91 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που συντάχθηκε κάτω από ακριβές αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’αριθμ.....διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, υπογεγραμμένης της επιταγής από τη δικηγόρο Αθηνών ……….. και επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 23-05-2022.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των -200- διακοσίων ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Καρδίτσα την 13η Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

  Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

........

Η ανακοπή μου είναι παραδεκτή και εμπρόθεσμη κατ` 934.1α ΚΠολΔ. Εδώ πρόκειται για νέας επιταγής προς πληρωμή από τον υποκαθιστάμενο στην εκτέλεση νέο δανειστή και ειδικό διάδοχο. Η 1η επιταγή είχε γίνει από τον αρχικό δανειστή την 23-2-2009 και ακολούθησε και άλλη με την με αρ. ...2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ... και επι τη βάσει αυτής η .... ως καθολική διάδοχος της .., επέβαλε κατάσχεση του ακινήτου μου το 2018 

Η ανωτέρω δήλωση συνέχισης ... αυτή καθ` εαυτήν, δεν πάσχει, είναι κατά την άποψή μας έγκυρη και γι` αυτό δεν προσβάλλεται. Η ανακοπτόμενη όμως επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη αφού πάσχει και αναφορικά με το αντίγραφο του απογράφου επι του οποίου τέθηκε, και αναφορικά με το περιχεόμενο της, όπως εξειδικεύω στους λόγους της ανακοπής.

Οι ακυρότητες αυτές-λόγοι ανακοπής αφορούν ελαττώματα στο στάδιο «από την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση…» και μετά, και συνεπώς η προθεσμία προβολής τους είναι 45 ημέρες μετά την κατάσχεση. Εδώ όμως η κατάσχεση έγινε το 2018 και η ανωτέρω προθεσμία παρήλθε.Συνεπώς το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς προσβάλλεται παραδεκτά μία καταφανώς άκυρη επιταγή στην προκείμενη περίπτωση; Όταν δηλ. ο αρχικός δανειστής είχε επιβάλει κατάσχεση, χωρίς να προσχωρήσει περαιτέρω και σήμερα ο νέος δανειστής που υποκαθίσταται και επιδίδει υποχρεωτικά νέα επιταγή προς πληρωμή (αφού παρήλθε ο χρόνος), τότε αυτή προσβάλλεται α) με 933 και εντός των προθεσμιών του 934 ή β) με την 973.6;

Θεωρούμε ότι...

μόνο η πρώτη περίπτωση μπορεί να τύχει εφαρμογής. Διότι ναι μεν παρήλθε η προθεσμία από την κατάσχεση, πλήν όμως αναλογικά στην θέση αυτής, ως ασφαλές και βέβαιο εναρκτήριο σημείο, πρέπει πλέον να τεθεί η δήλωση συνέχισης και να «μετράει» η προθεσμία των 45 ημερών απ` αυτή. Αυτό είναι μονόδρομος γιατί τα ελαττώματα της επιταγής μπορούν να προσβληθούν μόνο με 933 και όχι με 973.6. Το τελευταίο είναι ειδικό και προβλέπει ειδική ανακοπή μόνο για την δήλωση συνέχισης και με δική της προθεσμία και χωρίς παραπομπή στο καθεστώς σταδιακής προβολής κατά την ΚΠολΔ 934. Η γραμματική του ερμηνεία απαγορεύει κάθε διαστολή, αφού ρητά προβλέπει λόγους που αφορούν ειδικά το κύρος της δήλωσης συνέχισης, οι ακυρότητες της οποίας φυσικά, δεν έχουν καμία σχέση και δεν μπορούν να εξομοιωθούν με ακυρότητες της επιταγής. Εξ ετέρου, δεν μπορεί να γίνει ούτε αναλογική εφαρμογή και να υπαχθούν σ` αυτή (973.6) και οι ακυρότητες της επιταγής, διότι τόσο αυτές όσο και το στάδιο της προβολής τους, δεν είναι αρρύθμιστο αφού προβλέπει περί τούτων το 933 και 934. Υπενθυμίζεται ότι η αναλογία δικαίου είναι μέθοδος κάλυψης κενών στο νόμο κατά την οποία μία διάταξη που ρυθμίζει μία περίπτωση , εφαρμόζεται σε μία άλλη, αρρύθμιστη μεν από το νόμο, η οποία όμως εμφανίζει αξιολογική ομοιότητα προς την πρώτη. Με τον τρόπο αυτό, αντιμετωπίζεται ένα κενό όταν το αρρύθμιστο πραγματικό ναι μεν δεν καλύπτεται από το γράμμα της διάταξης, καλύπτεται όμως από την ratio αυτής. Εδώ όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ρυθμισμένη τάχα περίπτωση της 973.6, δηλ. η ανακοπή για την ακυρότητα μόνο της δήλωσης συνέχισης, μπορεί να εφαρμοστεί και για την ανακοπή κατά της νέας επιταγής του υποκατασταθέντος με δήλωση, ενώ είχε ήδη επιβληθεί η κατάσχεση,  και άρα να προσβληθεί η επιταγή αναλογικά με την 973.6, διότι η προβολή λόγων ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή, ειδικά ρυθμίζεται στην 933 και 934 και δεν είναι αρρύθμιστη περίπτωση, πέραν του ότι αξιολογικά οι λόγοι κατά του κύρους της επιταγής και του απογράφου (προδικασία) με τους λόγους κατά του κύρους της δήλωσης συνέχισης, δεν έχουν φανερά καμία ομοιότητα. Αν υπήρχε κάποια τέτοια, δεν υπήρχε λόγος για το νομοθέτη να ρυθμίσει με ειδικό άρθρο την ανακοπή κατά της δήλωσης συνέχισης, αλλά θα την ενέτασσε στο σύστημα των ακυροτήτων των 933 και 934.

Αντιθέτως, αναλογικά πρέπει να εφαρμοστεί η 933 και 934, διότι εν προκειμένω  το αρρύθμιστο πραγματικό, δηλ. (μόνο) η προθεσμία ανακοπής κατά της νέας επιταγής του υποκατασταθέντος με δήλωση, ενώ είχε ήδη επιβληθεί η κατάσχεση, ναι μεν δεν καλύπτεται από το γράμμα της διάταξης 934.1α, καλύπτεται όμως η ίδια η ανακοπή από την ratio αυτής και της 933, αφού και πάλι αφορά λόγο κατά της επιταγής προς πληρωμή με την οποία ουσιαστικά άρχεται εκ νέου η αναγκαστική εκτέλεση, οπότε και εναρμονίζεται με τη ratio της ΚπολΔ 933 και 934, αφού και μετά απ` αυτή, πάλι θα υπάρχουν στάδια προβολής ακυροτήτων για τις πράξεις εκτέλεσης που θα ακολουθήσουν μέχρι την περάτωσή της, για τα οποία πράγματι προβλέπουν οι ανωτέρω διατάξεις. Συνεπώς αναλογικά η έναρξη της προθεσμίας των 45 ημερών για την προσβολή της νέας επιταγής προς πληρωμή, του νέου υποκατασταθέντος δανειστή, αφού υπάρχει τέτοιος και εμφανίστηκε, θα γίνει προφανώς από την δήλωση συνέχισης του, αφού με αυτή επέρχεται υποκατάσταση και είσοδος του στην, μέχρι τότε εν υπνώσει, εκτελεστική διαδικασία.

Διαφορετικά δεν θα υπήρχε τρόπος να προσβληθεί η νέα αυτή επιταγή, όσο φανερά άκυρη και να ήταν, αφού όπως ειπώθηκε η γραμματική και μόνο ερμηνεία του 973.6, είναι αξεπέραστο εμπόδιο. Και ούτε φυσικά μπορεί να γίνει δεκτό, ως εκ της αξιολογικής αντινομίας που προκαλείται, ότι στην ακυρότητα της δήλωσης συνέχισης, συμποσούνται και οι προγενέστερες ακυρότητες άλλων προηγηθεισών πράξεων της εκτέλεσης και συνεπώς της επιταγής που προηγήθηκε, και συνεπώς ότι δήθεν συμπροσβάλλονται με την ανακοπή της 973.6, διότι, «στο δικονομικό δίκαιο οι διαδικαστικές πράξεις που έγιναν χωρίς να τηρηθούν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις του κύρους της, δεν είναι αυτοδίκαια άκυρες, έστω και αν η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών επιβάλλεται με την ποινή της ακυρότητας, αλλά τυγχάνουν ακυρωτέες, δηλαδή παράγουν τις συνέπειες τους μέχρι να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητα τους, οπότε επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους (άρθρο 160 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ΑΠ 372/ 2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 110/2020 Δικογραφία 2020. 581 και τις εκεί αναφερόμενες παραπομπές) . Επίσης ιδιαίτερα στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο ανωτέρω κανόνας ισχύει σε συνδυασμό με την αρχή της σταδιακής προσβολής των πράξεων εκτέλεσης (ΟλΑΠ 9/ 2010, ΑΠ 640/ 2017, ΑΠ 446/ 2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 110/2020 ό.π.) από την οποία προκύπτει ότι η ακυρότητα μιας πράξης εκτέλεσης δημιουργεί μεν και δευτερογενώς ελάττωμα για τις επόμενες, αλλά δεν συμπαρασύρει αυτές σε αυτοδίκαιη ακυρότητα, με την έννοια ότι απαιτείται να ακυρωθεί δικαστικά αρχικά η πρωτογενώς άκυρη προηγούμενη πράξη και ακολούθως οι δευτερογενώς άκυρες επόμενες (ΟλΑΠ 9/ 2010, ΑΠ 446/ 2016 ό.π.)». Συνεπώς η άποψη ότι με την ανακοπή της 973.6 μπορούν να προβληθούν και οι ακυρότητες της προγενέστερης επιταγής, «συνιστά - contra legem και χωρίς επαρκή ratio- αναλογική εφαρμογή εξαιρετικής διάταξης, με την οποία (αναλογική εφαρμογή) -στο μέτρο που κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη η προβολή των σχετικών ισχυρισμών του ανακόπτοντος με το ως άνω ένδικο βοήθημα- με βεβαιότητα προκαλείται σειρά άδικων και αντιδικονομικών αποτελεσμάτων σε βάρος ενός μόνο από τους διάδικους της επίμαχης διαδικασίας (του καθ` ου η ανακοπή- νέου επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή) όπως ότι παρακάμπτεται η κανονικά προβλεπόμενη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) ότι καταργείται το δικαίωμα του καθ`ου η ανακοπή σε οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή βοήθημα (άρθρο 973 παρ. 6 εδαφ. τρίτο ΚΠολ.Δ) εξοβελίζονται οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στις δίκες εκτέλεσης, τόσο ειδικά για την απόδειξη (άρθρο 933 παρ. 5 Κ.Πολ.Δ.) όσο και γενικότερα για την διαδικασία (άρθρο 937 παρ. 1-2 Κ.Πολ.Δ.) παραβιάζεται το αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι, που επίσης ισχύει στις δίκες εκτέλεσης (άρθρο 935 Κ.Πολ.Δ.) αναβιώνουν ισχυρισμοί για τους οποίους έχει αποσβεστεί το δικαίωμα προβολής και κατ` επέκταση παραβιάζεται η αρχή της σταδιακής προσβολής των πράξεων εκτέλεσης, η οποία ομοίως ισχύει στις δίκες εκτέλεσης (άρθρο 934 Κ.Πολ.Δ.) και ότι τέλος παρακάμπτεται η δικαστική διάγνωση (ενδεχόμενα με ισχύ δεδικασμένου) που προηγήθηκε της έκδοσης του εκτελεστού τίτλου (άρθρο 933 παρ. 5 Κ.Πολ.Δ.) και ενδεχόμενα ακολούθησε την άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. με οποία προβλήθηκαν (και ήδη κρίθηκαν) ισχυρισμοί για την βασιμότητα της εκτελούμενης απαίτησης και το κύρος του στηρίζοντος αυτή εκτελεστού τίτλου.» (ΜΠρΡοδ 224/2022 ΝΟΜΟΣ, όπου και άλλη άποψη περί απρόθεσμου ή για την αναζήτηση άλλου εναρκτήριου σημείου της προθεσμίας, αλλά πάντα κατ` αποκλεισμό της 973.6)

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013