ΕφΛαρ 283/2023. Σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου. Σώρευση βάσεων της αγωγής.

                                       Αριθμός απόφασης 283/2023

  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ευκαρπίδου Δέσποινα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από τον Γραμματέα Χρήστο Κανελλιά.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Λάρισα στις 4 Νοεμβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:                 

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., κατοίκου ………..(οδός ………..), με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου …………...

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ: …………, κατοίκου ……..(οδός ……….), με ΑΦΜ ……….., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντο.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας την, από …….. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ ……….. αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. ……… οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 18.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… έφεσή του, η οποία συζητήθηκε στις ….. και εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. ……… μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί η εξέταση των διαδίκων. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμ. κατ. ……. κλήση, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης …… κλήση, η από ….. και με αριθμό κατάθεσης ……… έφεση, ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, συγκροτούμενου από την παρούσα δικαστή, λόγω της ήδη μετάθεσης σε άλλη Περιφέρεια Εφετείου της δικαστή (βλ ΑΠ 689/2022 δημ σε ιστοσελίδα ΑΠ) που εξέδωσε την ως άνω με αριθμό …….. μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί η χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων, προκειμένου να εξετασθούν για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της ζητήματα.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από ……… και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ιστορούσε ότι το έτος 2000 δυνάμει προφορικής συμφωνίας της με τον εναγόμενο αδελφό της, ανέλαβαν αμφότεροι την υποχρέωση να θέτουν εις όφελος της μητέρας τους, η οποία είχε χηρεύσει από το έτος 1995, τα μισθώματα των αναφερόμενων στην αγωγή αγροτικών ακινήτων, που βρίσκονται στο ………, προκειμένου να εξασφαλισθούν έκτακτα, ιατρικής φύσεως, μελλοντικά έξοδα της μητέρας τους. Ότι ειδικότερα, στις ……1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων …….., ο οποίος δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή δημόσιας διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλιπε τους περιγραφόμενους στην αγωγή αγρούς και μεταξύ αυτών έναν αγρό εκτάσεως 32 στρεμμάτων, στη θέση «……..», επί των οποίων εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστο και επικαρπώτρια τη σύζυγό του και μητέρα των διαδίκων ……….., την ανωτέρω δε κληρονομιά αποδέχθηκαν οι διάδικοι και η μητέρα τους νόμιμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι επίσης η μητέρα τους ήταν κυρία ενός αγρού εκτάσεως 10 στρεμμάτων, στην περιοχή «……..». Ότι από το έτος 1996 η μητέρα των διαδίκων εκμίσθωνε τους αγρούς, όπως είχε δικαίωμα, εισέπραττε τα μισθώματα και τα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση ως εισόδημα από εκμίσθωση γαιών. Ότι ο εναγόμενος, λόγω του επαγγέλματος του (γεωπόνος), της γνώσης της περιοχής και της εμπειρίας του, είχε αναλάβει στην πράξη την εκμίσθωση των ανωτέρω αγρών (εξεύρεση μισθωτών, σύνταξη συμφωνητικών), την είσπραξη των μισθωμάτων για λογαριασμό της μητέρας τους και επίσης επιμελούνταν των φορολογικών ζητημάτων αυτής. Ότι τα ανωτέρω ακίνητα στη θέση «……………» ήτοι ο αγρός εκτάσεως 32 στρεμμάτων και ο αγρός εκτάσεως 10 στρεμμάτων, το έτος 2000 υπήχθησαν σε αναδασμό και καθένας εκ των διαδίκων έλαβε έκταση 20 περίπου στρεμμάτων, της οποίας από το έτος 2000 κατέστη νομέας και κάτοχος, ενώ μεταγενέστερα με την έκδοση των σχετικών παραχωρητηρίων καθένας κατέστη και κύριος της αντίστοιχης εκτάσεως. Ότι στα πλαίσια της προαναφερόμενης συμφωνίας, που καταρτίσθηκε το έτος 2000, η ενάγουσα έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, να εκμισθώνει για λογαριασμό της τα ως άνω ακίνητα σε τρίτους και να εισπράττει και καταθέτει για λογαριασμό της, τα αναλογούντα σε αυτήν μισθώματα, σε καταθετικό έντοκο λογαριασμό τραπέζης, που τηρούνταν στο ……… και αργότερα στην τράπεζα ………, με συνδικαιούχους τον εναγόμενο και τη μητέρα τους, όπου θα κατέθετε και αυτός τα αναλογούντα σε αυτόν μισθώματα και στον οποίο (λογαριασμό) ήταν κατατεθειμένα και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και επίσης κατατίθενταν τα ποσά συντάξεων της μητέρας τους. Ότι με βάση την ως άνω συμφωνία η μητέρα των διαδίκων θα μπορούσε να αναλάβει χρήματα των μισθωμάτων μόνο εάν παρουσιάζονταν οι ανωτέρω ανάγκες στο πρόσωπό της. Ότι, μετά την ανωτέρω συμφωνία, τα ακίνητα των διαδίκων εκμισθώθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2015, με επιμέλεια του εναγομένου, ο οποίος, με βάση τα συμφωνηθέντα και την εντολή της ενάγουσας, όφειλε να καταθέσει στον ανωτέρω λογαριασμό τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, που εισέπραττε και κατ' εντολή της ενάγουσας ως ετήσια μισθώματα των αγρών κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως και 2015 και συνολικά το ποσό των 33.843,51 ευρώ, το ήμισυ του οποίου ήτοι ποσό 16.921,75 ευρώ ανήκε στην ενάγουσα. Ότι και μετά το έτος 2000 τα μισθώματα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση η μητέρα των διαδίκων ως εισόδημά της από εκμίσθωση ακινήτων. Ότι, επειδή το ακίνητο του εναγομένου και το ακίνητο της ενάγουσας, εκτάσεως 20 περίπου στρεμμάτων έκαστο, είναι όμορα και εκμισθώνονταν ως ενιαία έκταση, κάθε συνολικό ετήσιο μίσθωμα ανήκε σε καθέναν τους κατά το ήμισυ. Ότι λόγω της συγγενικής της (ενάγουσας) σχέσης με τον εναγόμενο και της εμπιστοσύνης που έτρεφε στο πρόσωπό του, της είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι αυτός κατέθετε τα μισθώματα στον πιο πάνω τραπεζικό λογαριασμό και ως εκ τούτου αλλά και ενόψει του ότι αυτή δεν είχε το βιβλιάριο καταθέσεων, ενώ επίσης από το έτος 2006 έως και το έτος 2011 διέμενε οικογενειακούς στη ……….., αδυνατούσε να ελέγξει τα ποσά των καταθέσεων. Ότι δεν ανέκυψε περίπτωση σοβαρής κατάστασης της υγείας της μητέρας τους, η οποία και δεν δαπάνησε κανένα ποσό μισθωμάτων. Ότι περί τα τέλη του έτους 2016, σε συνάντηση των διαδίκων και της μητέρας τους, συμφωνήθηκε, κατόπιν σχετικής επιθυμίας της τελευταίας, να λήξει η συμφωνία και υποχρέωση των διαδίκων να καταθέτουν προς όφελος της τα μισθώματα των αγροτικών ακινήτων τους, ενώ επίσης η μητέρα τους, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τα τέκνα της (διαδίκους), με ρητή δήλωσή της, την οποία αυτοί αποδέχθηκαν, τους παρείχε το δικαίωμα να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων που κατέθεταν στο λογαριασμό της από το έτος 2001 έως και το έτος 2015 καθώς και τους τόκους αυτών αλλά και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και τους τόκους αυτών. Ότι επίσης η μητέρα τους έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, ο οποίος ήταν και ο συνδικαιούχος του λογαριασμού, να αποδώσει - μεταβιβάσει στην ενάγουσα το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και τους αναλογούντες τόκους, καθώς και τα ποσά των μισθωμάτων του αγρού της, των ετών 2001 έως και 2015 και τους τόκους αυτών. Ότι αρχικά ο εναγόμενος υποσχέθηκε στην μητέρα τους ότι θα προβεί στην εν λόγω παροχή προς την ενάγουσα και μάλιστα ζήτησε λίγο χρόνο προκειμένου να προβεί σε σχετικό έλεγχο των καταθέσεων, αποκαλύπτοντας τότε στην ενάγουσα για πρώτη φορά ότι εισέπραττε μεν τα ποσά των μισθωμάτων, δεν τα κατέθετε όμως πάντα στον ανωτέρω λογαριασμό αλλά και σε άλλους λογαριασμούς άλλων τραπεζών με συνδικαιούχους τον ίδιο και τη μητέρα τους και για διάφορα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να λαμβάνει μεγαλύτερες αποδόσεις των κατατεθέντων. Ότι ο εναγόμενος όφειλε να της αποδώσει το ποσό των 16.921,75 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα του ακινήτου της ήτοι το ήμισυ, κατά τα προεκτεθέντα, κάθε ετήσιου μισθώματος των ετών 2001 έως και 2015 και το ποσό των 2.673,63 ευρώ για αναλογούντες τόκους των εν λόγω μισθωμάτων, και επίσης το ποσό των 6.833,66 ευρώ, που αφορά το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και το ποσό των 4.116,67 ευρώ για τόκους των μισθωμάτων αυτών και συνολικά το ποσό των 30.545,71 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος τον Ιανουάριο 2017 αρνήθηκε να χορηγήσει στην ενάγουσα αντίγραφα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών ή έστω να την πληροφορήσει σχετικά, ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν δικαιούται κανένα ποσό και ότι τα χρήματα του ανήκουν, έκτοτε δε, αρνείται να της αποδώσει τα πιο πάνω ποσά, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ότι, με την αρχική συμφωνία το έτος 2000, οι διάδικοι υποσχέθηκαν ο ένας έναντι του άλλου ότι θα καταβάλουν ορισμένη παροχή στη μητέρα τους δηλαδή ότι θα της δωρίζουν τα αναλογούντα σε καθέναν τους ποσά μισθωμάτων, και η κυριότητα των χρημάτων θα περιέρχονταν στη μητέρα τους, εφόσον πληρούνταν η αίρεση της επελεύσεως των προαναφερόμενων μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων. Ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει κατά τις διατάξεις της σύμβασης εντολής και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και δη λόγω υπεξαίρεσης το ποσό των 19.595,38 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών. Ότι, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η μητέρα των διαδίκων κατέστη κυρία των χρημάτων (κεφαλαίου και τόκων), που κατατίθενταν κάθε φορά σε οποιονδήποτε λογαριασμό της, τότε, εφόσον αυτή δώρισε στην ενάγουσα τα μισθώματα του ακινήτου της (ενάγουσας) των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών, καθώς και το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996-2000 και των τόκων τους και με σύμβαση, που συνήψε με τον εναγόμενο, του έδωσε την εντολή, την οποία αυτός αποδέχθηκε, να τα αποδώσει στην ενάγουσα, ο εναγόμενος ευθύνεται και πάλι λόγω αδικοπραξίας (υπεξαίρεση) να καταβάλει στην ενάγουσα ισόποση αποζημίωση. Ότι επίσης εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα των διαδίκων με τον εναγόμενο, να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά, που αυτός κατείχε και διαχειριζόταν, και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος εναγομένου και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ότι επίσης λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ηθική βλάβη, λόγω προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας της, προς αποκατάσταση της οποίας αυτός οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ, μετ' αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Ότι επικουρικά ο εναγόμενος οφείλει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της αποδώσει το πιο πάνω ποσό μισθωμάτων και τόκων αυτών, κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με την αγωγή, όπως το αίτημά της παραδεκτά τράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 35.545,71 ευρώ νομιμότοκα από 1.1.2017 άλλως από 1.2.2017 άλλως επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθεί αυτός στην δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η αγωγή περιέχει συρροή νόμιμων βάσεων των ένδικων αξιώσεων, ότι η ενάγουσα στηρίζει την ένδικη αξίωσή της προς αποζημίωση τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση την συναφθείσα μεταξύ αυτής και του εναγομένου σύμβαση εντολής όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του ΑΚ και ότι η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 713, 714, 719, 724, 914, 932 ΑΚ, 375 ΠΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 218 και 176 ΚΠολΔ, και εν συνεχεία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου λόγω της τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, και αφού απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή κατά τη βάση της από τη σύμβαση εντολής, διότι κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν είχε συμβληθεί με κάποιου είδους εντολή με τον εναγόμενο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη βάση της από την αδικοπραξία και αναγνωρίσθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.613,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, εκ του οποίου ποσό 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και ποσό 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ τα δικαστικά έξοδα συμψηφίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ λόγω της σχέσεως αυτών ως συγγενών εξ αίματος σε δεύτερο βαθμό και σε πλάγια γραμμή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του και για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α' και β' του Ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1128/2017 ΝΟΜΟΣ). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος, μη συμβαλλόμενος, αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση - συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση ωστόσο, της οποίας το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 δημοσίευση Νόμος), ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία εις βάρος της περιουσίας ή με ζημία των άλλων (ΑΠ 5947/1998, ΑΠ 1183/1985 (βούλ.), ΝοΒ 33, σελ. 1257, ΑΠ 598/1985 (βούλ.), ΝοΒ 27, σελ. 1127). Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 529/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται όμως η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 656/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τα άρθρα 410-414 ΑΚ, τα οποία ρυθμίζουν τη σύμβαση υπέρ τρίτου, προκύπτει ότι τέτοια σύμβαση υπάρχει, όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος υπόσχεται στο άλλο ότι θα εκπληρώσει παροχή σε τρίτον. Στην περίπτωση που ο τρίτος δικαιούται να απαιτήσει ο ίδιος την παροχή από τον υποσχεθέντα έχουμε γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Η ενοχική σχέση των δύο συμβληθέντων, με την οποία συνδέθηκε ενιαία η υπόσχεση υπέρ του τρίτου, μπορεί να είναι οποιαδήποτε σύμβαση, είτε αμφοτεροβαρής είτε και ετεροβαρής, όπως η εντολή. Επί εντολής υπέρ τρίτου ο τρίτος, προς το συμφέρον του οποίου δόθηκε η εντολή, αποκτά ευθύ δικαίωμα να αξιώσει εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο, μόνο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων των άρθρων 410 και 411 ΑΚ, ήτοι υποσχέσεως του εντολοδόχου προς τον εντολέα ότι θα εκτελέσει την εντολή προς το συμφέρον του τρίτου και βούληση των συμβληθέντων, η οποία προκύπτει από τη σύμβαση της εντολής, να αποκτήσει δικαίωμα ο τρίτος, να αξιώσει την εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο. Η σύμβαση αυτή, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο (βλ. σχετ. ΕΑ 5161/2006 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Ο εντολοδόχος έχει μόνο υποχρέωση όχι όμως και δικαίωμα εκτελέσεως της εντολής, εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, αλλά και τότε μόνον εφόσον το συμφέρον τούτου είναι υπέρτερον ή τουλάχιστον ισότιμο προς το συμφέρον του εντολέως (ΕφΠατρ 760/2004 Δημοσίευση Νόμος).

Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο να κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας, αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών ττρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις ή και την κύρια βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της ή την επικουρική αντίστοιχα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του εναγομένου, ο οποίος παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια ή αντίστοιχα την επικουρική βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές ή την κύρια βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 920/2011 αμφότερες Δημοσίευση Νόμος). Με την έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων της αγωγής απευθείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της-μη υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε εφετείο όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, ερευνά τη μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση της αγωγής, δεν δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δεσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 1408/1999, ΑΠ 909/2019 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ).

Από την χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα - εναγόμενο υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., και υπ'αριθμ. ……….. κατάθεση με πολιτικό όρκο της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………., που δόθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος - εναγομένου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης - ενάγουσας (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών), και από τη νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη - ενάγουσα υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………. (εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ότι συντάχθηκε το έτος 2017 αντί του ορθού 2018, αφού μνημονεύεται σε αυτήν η κατωτέρω υπ'αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης), που δόθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης - ενάγουσας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος - εναγομένου (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου ……., με έδρα το ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη), εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ'αριθμ. …….. δήλωση της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., η οποία, εφόσον δόθηκε χωρίς όρκο της ανωτέρω δηλούσας, δεν αποτελεί ένορκη βεβαίωση αλλά δήλωση τρίτου, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει και του χρόνου της δηλώσεως στις 13.10.2017 ήτοι επτά ημέρες πριν την κατάθεση της ένδικης αγωγής στις 20.10.2017 και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 7.9.2017 υπεύθυνη δήλωση του …… ……., που συντάχθηκε σε έντυπο του άρθρου 8 Ν. 1599/1986, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει του χρόνου της δηλώσεως (7.9.2017) ήτοι ενάμιση περίπου μήνα πριν την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 25.11.1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων ……. του ….., κάτοικος εν ζωή ………, ο οποίος δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δημόσιας διαθήκης του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου ……. και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ'αριθμ. …… πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου …….., κατέλειπε κληρονόμους του, τη σύζυγό του …….., και τους διαδίκους (τέκνα του). Μεταξύ άλλων ακινήτων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ο ανωτέρω κληρονομούμενος κατέλιπε έναν αγρό εκτάσεως 32.000 τμ περίπου επί συνόλου αγρού εκτάσεως 47.000 τμ. που βρίσκεται στη θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας της …….., και συνορεύει ο όλος αγρός γύρωθεν ανατολικά με κτήματα ιδιοκτησίας ………………., δυτικά εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας ……… και εν μέρει με αγροτικό δρόμο, βόρεια με αγροτικό δρόμο και νότια εν μέρει με χάνδακα και εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας …….., επί του οποίου (αγρού εκτάσεως 32.000 τμ) εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους ήτοι την ενάγουσα και τον εναγόμενο κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθέναν τους, ενώ την επικαρπία του εν λόγω ακινήτου κατέλειπε στη σύζυγό του (μητέρα των διαδίκων) …………. Την ανωτέρω επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά αποδέχθηκαν ο μεν εναγόμενος δυνάμει της υπ'αριθμ.· ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………. στον τόμο …. με αριθμό ……7, η δε ενάγουσα και η μητέρα των διαδίκων, δυνάμει της υπ'αριθμ. ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………..στον τόμο … με αριθμό …... Εξάλλου, η …….., δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …… στον τόμο …. με αριθμό ….., κατέστη λόγω κληρονομικής διαδοχής του πεθερού της ………, κυρία εκτάσεως δέκα (10) στρεμμάτων εξ αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως είκοσι επτά (27) στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «…….» και συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησία …….., δυτικά με χάνδακα (αγροτικό δρόμο) και ιδιοκτησία ……., βόρεια με δημόσιο δρόμο και νότια με ιδιοκτησίες …………. και προ τούτων με χάνδακα. Οι διάδικοι μετά το θάνατο του πατέρα τους σε συνάντησή τους στην πατρική τους οικία στο ………., συμφώνησαν παρουσία της μητέρας τους, να έχει η τελευταία την αποκλειστική εκμετάλλευση και την καθ' οιονδήποτε τρόπο κάρπωση όλων των αγροτικών ακινήτων της κληρονομιαίας περιουσίας του ανωτέρω αποβιώσαντος. Άλλωστε η μητέρα των διαδίκων ήταν κατά τα προεκτεθέντα επικαρπώτρια του πιο πάνω αγρού εκτάσεως 32.000 τμ και συγκυρία εκτάσεως 10 στρεμμάτων -εξ- αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως 27 στρεμμάτων. Το έτος 2000 οι ανωτέρω εκτάσεις 32.000 τμ και 10 στρεμμάτων υπήχθησαν σε αναδασμό και οι διάδικοι με τη συναίνεση της μητέρας τους, ζήτησαν με αίτησή τους προς την αρμόδια αρχή που διενήργησε τον αναδασμό να μοιραστεί η πιο πάνω έκταση των 42 στρεμμάτων σε δύο ίσης έκτασης διαιρετά ακίνητα, τα οποία να λάβουν οι διάδικοι, ώστε καθένας εξ αυτών να καταστεί κύριος αυτοτελούς ακινήτου με νέο τίτλο. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και εκδόθηκαν το υπ'αριθμ. …….. παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ……… στις 22.2.2006 στον τόμο ……..με αριθμό ………, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέστη κυρία του υπ'αριθμ. ……. Αγρού εκτάσεως 20.216 τμ, και το υπ'αριθμ. …… παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ….ς, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ….. στις 22.2.2006, στον τόμο ….. με αριθμό …., δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος κατέστη κύριος του υπ'αριθμ. …… αγρού εκτάσεως 19.950 τμ. Οι διάδικοι, το έτος 2000, ενόψει του πιο πάνω αναδασμού και της μεταβολής που θα επέρχονταν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των προαναφερόμενων αγρών, καθώς κύριοι αυτών θα καθίσταντο κατά προεκτεθέντα οι διάδικοι με τη συντέλεση των σχετικών διατυπώσεων του νόμου, συμφώνησαν, παρουσία της μητέρας τους και προς το σκοπό εξασφάλισής της, ότι αυτή θα συνέχιζε να εκμισθώνει όλους τους ως άνω αγρούς και να εισπράττει για λογαριασμό της τα μισθώματα. Έτσι κυρία των μισθωμάτων των ως άνω αγρών για τα έτη 2000 έως και 2015 ήταν η μητέρα των διαδίκων, η οποία ως εκμισθώτρια τα δήλωνε και στις σχετικές φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος της, ενώ επίσης η ίδια ήταν κυρία και των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 1999. Εξάλλου και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το έτος 2016 η μητέρα της δήλωσε στους διαδίκους ότι μπορούν να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων μετά των αναλογούντων τόκων των ανωτέρω αγρών των ετών 1996 έως και 2015 και έδωσε στον εναγόμενο, ως συνδικαιούχο του αναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού, την εντολή να αποδώσει στην ενάγουσα το ήμισυ αυτών, τότε, εφόσον τα ποσά αυτά δεν παραδόθηκαν στην ενάγουσα (ούτε άλλωστε επικαλείται σύναψη δωρεάς των εν λόγω ποσών με συμβολαιογραφικό έγγραφο- άρθρο 498 ΑΚ), η οποία δεν τα είχε στην κατοχή της, τούτη (ενάγουσα) δεν κατέστη κυρία των αντίστοιχων χρηματικών ποσών. Συνεπώς, εφόσον κυρία των ένδικων μισθωμάτων δεν ήταν η ενάγουσα αλλά η μητέρα των διαδίκων, ενώ επιπροσθέτως η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, απορρίπτοντας την σχετική βάση της αγωγής ( δυνάμει της οποίας σύμβασης, κατά τα εκτιθέμενα περαιτέρω ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, ο εναγόμενος ως εντολοδόχος έπρεπε να αποδώσει στην ενάγουσα τα χρήματα των μισθωμάτων που εισέπραττε για λογαριασμό της και ως διαχειριστής της περιουσίας της), θα πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά παραδοχή και του ισχυρισμού του εναγομένου περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την σωρευόμενη κύρια βάση της από την αδικοπραξία. Σημειώνεται ότι για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ενώ αν προκύψει τελικά ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αγωγή δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης (ενεργητικής) νομιμοποίησης, αλλά για λόγους ουσιαστικού, δηλαδή ως αβάσιμη (ΕφΠειρ 570/2015 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι ο εναγόμενος αναλαμβάνοντας το ποσό των 5.000 ευρώ στις 19.9.2011 και το ποσό των 10.000 ευρώ στις 23.3.2012 από τον υπ'αριθμ. ……. κοινό λογαριασμό που διατηρούσαν στην Τράπεζα ………. ο ίδιος και η μητέρα των διαδίκων, χωρίς να ενημερώσει την κυρία των χρημάτων αυτών μητέρα των διαδίκων,  ιδιοποιήθηκε παράνομα και υπαίτια τα ποσά αυτά που δεν του ανήκαν εξ ολοκλήρου, ότι επίσης ιδιοποιήθηκε και τα μισθώματα των ετών 2013, 2014 και 2015 ποσού 2.209,13 ευρώ, 2.209,08 ευρώ και 2.209,08 ευρώ αντίστοιχα, ότι λόγω αδικοπραξίας ζημίωσε παράνομα και υπαίτια την ενάγουσα κατά το ποσό των 10.613,65 (ήτοι 5.000 + 10.000 + 2.209,13 + 2.209,08 ευρώ + 2.209,08 ευρώ = 21.627,29 ευρώ : 2 = 10.813,65 ευρώ - 200 ευρώ που κατέβαλε ο εναγόμενος στην ενάγουσα = 10.613,65 ευρώ) και επίσης ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά το ποσό των 11.613,65 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, δεκτού γενομένου ως και ουσιαστικά βάσιμου, ως προς την πιο πάνω αγωγική βάση από την αδικοπραξία, του σχετικού λόγου της έφεσης με τον οποίο ο εναγόμενος, επαναφέροντας τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του, ισχυρίζεται ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας. Εξάλλου, ως προς τα ποσά των 5.000 ευρώ και 10.000 ευρώ που ανέλαβε ο εναγόμενος από τον πιο πάνω κοινό λογαριασμό αυτού και της μητέρας των διαδίκων, σημειώνεται εκ περισσού ότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, δεν θεμελιώνεται αδικοπρακτική λόγω υπεξαιρέσεως ευθύνη του διότι εκείνος από τους συνδικαιούχους καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό που απέσυρε τα χρήματα της καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 Δημοσίευση Νόμος), ο δε άλλος δικαιούχος του λογαριασμού (και εν προκειμένω η μητέρα των διαδίκων και όχι η ενάγουσα) ενοχική μόνον έχει αξίωση κατ' αυτού που ανέλαβε τα χρήματα, για την επιστροφή τους, ανάλογα με τη συμφωνία που έχουν κάνει μεταξύ τους οι καταθέτες, σε περίπτωση δε ελλείψεως μιας τέτοιας συμφωνίας, του ημίσεως των χρημάτων. Επομένως, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου της έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τη βάση της από την αδικοπραξία. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και δικασθεί η αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστική αβάσιμη. Εξάλλου, ενόψει του ότι η ενάγουσα θεμελιώνει την αγωγή της, εκτός από τη βάση της περί σύμβασης εντολής μεταξύ των διαδίκων που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και την βάση της αδικοπραξίας που κατά τα προαναφερόμενα απορρίπτεται, και σε άλλες βάσεις, πρέπει το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, κατ’ εξαίρεση του κανόνα που απαγορεύει την υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις λοιπές βάσεις, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να τις εξετάσει. Ειδικότερα, με την εκτιμώμενη ως τρίτη κύρια βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα τους με τον εναγόμενο. Προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410-413 ΑΚ. Η αγωγή ως προς τη βάση αυτή από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, που δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε απορρίφθηκε σιωπηρά, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 410 επ., 713 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ'ουσία. Πρέπει δε, να λεχθεί ότι, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας, η σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο. Εξάλλου, με την επικουρική βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 30.545,71 ευρώ κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι κατά το ποσό αυτό κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία. Η αγωγική αυτή βάση, η οποία προβάλλεται επικουρικά υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης των κύριων αγωγικών βάσεων από τις φερόμενες ως καταρτισθείσες σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγομένου και τη φερόμενη ως τελεσθείσα αδικοπραξία του εναγομένου, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με τις κύριες αγωγικές βάσεις (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, αναφορικά ειδικότερα με τη βάση της αγωγής από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, η μητέρα των διαδίκων διατηρούσε, ήδη από το έτος 1997 τον με αριθμ. …… λογαριασμό του ……., με συνδικαιούχο τον υιό της εναγόμενο. Τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο απέκτησε άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και κατόπιν τούτου, ενόψει του ότι από το έτος 2007 έλαβε χώρα μετάπτωση όλων των λογαριασμών που τηρούνταν στο ……, ο ως άνω λογαριασμός, μετατράπηκε σε νέο, με αριθμ. …….. Ακολούθως, την 27 Δεκεμβρίου 2013, έλαβε χώρα συγχώνευση με απορρόφηση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……», από την Τράπεζα «……». Κατόπιν τούτου, ο ως άνω λογαριασμός με αριθμό ………., μετατράπηκε σε νέο λογαριασμό της «………, με αριθμό ……….., με δικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο. Στο ως άνω λογαριασμό (όπως αυτός στη συνέχεια άλλαξε με τους ως άνω αριθμούς), κατά τη συμφωνία των διαδίκων και της μητέρας τους, έπρεπε να κατατίθενται τα μισθώματα από τους προαναφερόμενους αγρούς, ενώ στον αυτό λογαριασμό, υπήρχαν και αποταμιεύσεις της μητέρας των διαδίκων, η οποία, μάλιστα, στη συνέχεια, όταν απεβίωσε ο σύζυγός της, λάμβανε και σύνταξη. Επίσης, στις 13-8-2008 ανοίχτηκε ένας τραπεζικός λογαριασμός με αριθμ. ……….. στο κατάστημα της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, ……. με δικαιούχους τον μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, στον οποίο (λογαριασμό) στις 14-8-2008 έγινε προθεσμιακή κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ για ένα μήνα, η οποία έληξε στις 15-9-2008. Ακολούθως, στις 4-11-2008 ο εναγόμενος «έσπασε» την προθεσμιακή κατάθεση και την ίδια ημέρα, μετέφερε το ποσό των 30.265 ευρώ σε ατομικό του λογαριασμό με αριθμό ………. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος είχε αναλάβει λόγω και της ιδιότητάς του ως γεωπόνος, να ανευρίσκει τους υποψήφιους μισθωτές, οι οποίοι στη συνέχεια κατήρτιζαν τις σχετικές συμβάσεις μίσθωσης με την μητέρα των διαδίκων καθώς και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής (μητέρας του) τα μισθώματα. Αρχές Ιανουάριου του έτους 2014, η ενάγουσα επειδή χρειαζόταν χρήματα απευθύνθηκε στην μητέρα της, η οποία, εξεδήλωσε τότε την επιθυμία της, ότι προτίθεται τα χρήματά της, από τις εκμισθώσεις των αγρών μετά το έτος 2000, να τα παραχωρήσει στα δύο τέκνα της εξ ημισείας. Μάλιστα, το χρονικό αυτό σημείο (αρχές του έτους 2014), η μητέρα των διαδίκων, μετά από σχετικές ανησυχίες που εξέφρασε η ενάγουσα σχετικά με την διαχείριση των χρημάτων αυτής (μητέρας της) από τον εναγόμενο, την ενημέρωσε ότι όπως είχε πληροφορηθεί από τον εναγόμενο, είχε επενδύσει τα χρήματα αυτής (μητέρας του) που βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω λογαριασμό ( που με βάση τα παραπάνω επρόκειτο για έναν λογαριασμό που άλλαξε αριθμούς) και ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχεί, καθότι τούτος (εναγόμενος) θα της απέδιδε τα μισθώματα των ετών 2001 και έκτοτε, όταν θα του έδινε και τη σχετική εντολή. Ειδικότερα, τα ετήσια μισθώματα που εισπράχθηκαν κατά έτος ήταν τα ακόλουθα : για το έτος 2001, το ποσό των 545.200 δρχ και ήδη 1600 ευρώ, για το έτος 2002, το ποσό των 2.112,82 ευρώ, για το έτος 2003 το ποσό των 2.175,22 ευρώ , για το έτος 2004, το ποσό των 2.652,72 ευρώ, για το έτος 2005, το ποσό των 2.122,33 ευρώ, για το έτος 2006, το ποσό των 2.792,34 ευρώ, για το έτος 2007, το ποσό των 2.791,92 ευρώ, για το έτος 2008, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2009, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2010, το ποσό των 2.233,70 ευρώ, για το έτος 2011, το ποσό των 2058,00 ευρώ, για το έτος 2012, το ποσό των 2.209,13 ευρώ, για το έτος 2013, το ποσό των 2.209,13 ευρώ και για το έτος 2014 το ποσό των 2.209,08 ευρώ, ήτοι, συνολικά, το ποσό των 31.634,43 ευρώ. Στα πλαίσια αυτά της επιθυμίας της μητέρας των διαδίκων, την 23-1-2014, η ενάγουσα έλαβε από τον ως άνω λογαριασμό το ποσό των 4.000 ευρώ, υπογράφοντας μάλιστα και την με ίδια ημερομηνία υπεύθυνη δήλωσή της, ότι λαμβάνει το εν λόγω ποσό ως «δάνειο» από την μητέρα της. Επίσης, και ο εναγόμενος, με αντίστοιχη υπεύθυνη δήλωσή του, ανέφερε ότι έλαβε ως δάνειο, από την μητέρα του, το ποσό των 10.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά (10.000 ευρώ και 4.000 ευρώ για τα οποία συντάχθηκαν και οι ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις) που αναλήφθηκαν από τους διαδίκους, όπως αποδεικνύεται, αφορούσαν ποσά μισθωμάτων ενόψει της επιθυμίας της μητέρας τους που σκεφτόταν να τους δωρίσει τούτα (μισθώματα) κατά το ήμισυ, αναγράφηκε δε στις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις ότι τα λαμβάνουν ως δάνειο, αφού, τα χρήματα από αυτά (μισθώματα) ανήκαν έως τότε στην τελευταία (μητέρα τους). Ενόψει δε του ότι ο εναγόμενος είχε ήδη λάβει υπέρτερο της ενάγουσας ποσό για την ως άνω αιτία, τούτη (ενάγουσα) έλαβε από την μητέρα της, στη συνέχεια και έτερο ποσό ύψους 4.000 ευρώ που αφορούσε ομοίως ποσό μισθωμάτων. Συγκεκριμένα, λόγω του ότι μετά την πάροδο αρκετών μηνών από τις ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις των διαδίκων, τα ως άνω χρήματα της προθεσμιακής κατάθεσης, δεν είχαν επιστραφεί στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, ο οποίος (κοινός λογαριασμός), την 6-8-2014 είχε υπόλοιπο μόλις 4.918,16 ευρώ, η ενάγουσα έλαβε από την τελευταία (μητέρα της) την 30-9-2014, το ως άνω ποσό των 4.000 ευρώ. Για την ανάληψη αυτή ενημερώθηκε ο εναγόμενος ως συνδικαιούχος του λογαριασμού, δεν αντέλεξε όμως, καθώς, είχε ήδη προηγηθεί η ως άνω συζήτηση μεταξύ αυτού, της μητέρας του και της αδελφής του, και δη, είχε ήδη ενημερώσει τους διαδίκους, από τις αρχές του έτους 2014, η μητέρα τους, ότι προτίθεται να τους δωρίσει, τα ποσά των μισθωμάτων των ως άνω ετών, λόγος για τον οποίο δεν ζήτησε και την υπογραφή αντίστοιχης με την ανωτέρω, υπεύθυνης δήλωσης εκ μέρους της αδελφής του. Το ποσό όμως των 2.000 ευρώ που μεταφέρθηκε την 27-11-2014 στον με αριθμ. ……… λογαριασμό ταμιευτηρίου της ίδιας ως άνω τράπεζας με συνδικαιούχους την ενάγουσα και την μητέρα της, δεν το έλαβε όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, η ενάγουσα ως μέρος των ως άνω μισθωμάτων. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, ο εν λόγω λογαριασμός ανοίχθηκε για την εξυπηρέτηση δανείου της μητέρας των διαδίκων στα πλαίσια του προγράμματος «εξοικονομώ κατ’οικον». Μετά την ως άνω εξέλιξη, η μητέρα των διαδίκων, στα τέλη του έτους 2014, χωρίς να ζητήσει από αυτούς τα ως άνω ποσά μισθωμάτων που είχαν ήδη λάβει, τα οποία πλέον τους τα είχε παραχωρήσει προκειμένου να καλύψουν αμφότεροι διάφορες οικονομικές τους ανάγκες, έδωσε εντολή στον εναγόμενο υιό της, ο οποίος έως τότε εισέπραττε τα μισθώματα για λογαριασμό της, να αποδώσει στην ενάγουσα, το ήμισυ του υπολοίπου αυτών, το δε υπόλοιπο ποσό αυτών να το κρατήσει ο ίδιος (εναγόμενος). Κατόπιν τούτου, καταρτίστηκε μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η μητέρα της έδωσε την ως άνω εντολή στον εναγόμενο, το έτος 2016 δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, η ενάγουσα έλαβε η ίδια τα μισθώματα των ετών 2015, όπως και τα μισθώματα των μεταγενέστερων ετών. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι όπως αποδείχθηκε, η ως άνω εντολή που παρείχε η μητέρα των διαδίκων στον εναγόμενο, αφορούσε μόνο τα μισθώματα (χωρίς τους τόκους αυτών) των ετών από το έτος 2001 και έπειτα ως ανωτέρω και όχι τα μισθώματα αγρών- των οποίων ήταν επικαρπώτρια- προγενέστερων ετών. Εξάλλου, στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το γεγονός, πόσα χρήματα βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, κατά το χρόνο σύναψης της ως άνω σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, αλλά το γεγονός ότι τα εν λόγω χρήματα μισθωμάτων, που όλα τα ανωτέρω έτη εισέπραττε ο εναγόμενος για λογαριασμό της μητέρας του, έπρεπε κατόπιν της ως άνω εντολής που του παρείχε, να τα αποδώσει (οποιουδήποτε τούτα βρισκόταν, είτε ακόμη και αν είχαν μεταφερθεί σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς) στην ενάγουσα. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα των διαδίκων έδωσε εντολή στον εναγόμενο ή οποιαδήποτε συγκατάθεσή της, να προβεί σε ανάλωση των εν λόγω ποσών των μισθωμάτων, αφού, όπως αποδείχθηκε, η βούλησή της, ήταν κάποια στιγμή όταν αυτή το αποφάσιζε, να παραχωρήσει τα εν λόγω μισθώματα σε αμφότερα τα τέκνα της. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ότι τα έξοδα (το ύψος των οποίων σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε) της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης της μητέρας των διαδίκων, όταν αυτή ασθένησε σοβαρά το έτος 2008, καλύφθηκαν, από τα ποσά των μισθωμάτων των εν λόγω αγρών, ενώ όπως ελέχθη, η τελευταία (μητέρα των διαδίκων), λάμβανε σύνταξη και είχε αποταμιεύσεις - πέραν των ως άνω μισθωμάτων- που επαρκούσαν για την διαβίωσή της και τα ως άνω έξοδα της. Σημειωτέον δε ότι και η ενάγουσα διατηρούσε στο παρελθόν κοινούς λογαριασμούς με την μητέρα της, οι οποίοι όμως (λογαριασμοί), δεν αποδείχθηκε ότι συνδέονται με την ένδικη διαφορά. Ενόψει όλων των προαναφερομένων, ο εναγόμενος όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 7.817,21 ευρώ (31.634,43 ευρώ{ ως άνω συνολικό ποσό μισθωμάτων ετών 2001 έως και 2014} : 2 = 15.817,21 ευρώ - 8.000 ευρώ {ληφθέντα ως άνω 4.000 ευρώ + 4.000 ευρώ από την ενάγουσα κατά τις ως άνω ημερομηνίες, ως μέρος των μισθωμάτων} = 7.817,21 ευρώ). Κατόπιν τούτων, θα πρέπει η αγωγή, κατά την ως άνω βάση της, να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην ενάγουσα, το ως άνω ποσό των 7.817,21 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Επομένως, εφόσον, με βάση τα ήδη προαναφερόμενα, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αναγκαία πρέπει να εξαφανισθεί και κατά την διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, που θα καθοριστούν εξαρχής. Τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων κατά άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (αδέλφια). Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται και ουσιαστικά δεκτή και εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα, του παράβολου άσκησης έφεσης, που κατέθεσε ο τελευταίος, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 Α του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμ. ….. οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……, κατά το μέρος που δέχτηκε την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή ως προς τις σωρευόμενες, α) εκ του άρθρου 914 ΑΚ και β) σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, βάσεις της και γ) ως προς την επικουρική, εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της και ως προς την επικουρική , εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς την βάση της περί σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακόσιων δεκαεπτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (7.817,21) με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς, με αριθμό παράβολου 28292775095908190050.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Λάρισα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις ……..

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013