Ανακοπή 933ΚΠολΔ.Ακυρότητα επιταγής προς πληρωμή. Ειδικός διάδοχος και νομιμοποίηση. Ακυρότητα έκθεσης κατάσχεσης και επιταγής. Αοριστία κονδυλίων της επιταγής. Μη βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΝΑΚΟΠΗ (933, 614 ΚΠολΔ)

ΚΑΤΑ

1) Της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων ….ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού … αποκτήσασας κατά τους ισχυρισμούς της, δυνάμει σύμβασης πώλησης και εκχώρησης το 2021 από την ….. όλες τις απαιτήσεις και δικαιώματα που απορρέουν από τις κατωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις στεγαστικού δανείου της ανακοπτομένης.

2)  της από …. επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απογράφου με αρ. …. της με αρ. … δ/γής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου …

3) της με αρ. …. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμ. Εφ. ….

Καρδίτσα 27-7-2023

          Η καθ` ης μου επέδωσε την …., την με αρ. … δ/γή πληρωμής …. (εκδοθείσα με βάση τις παραδεχόμενες από … τρείς συμβάσεις  στεγαστικού δανείου, των αποσπασμάτων των εις αυτή αναφερόμενων λογαριασμών κίνησης, αλλά και των καταγγελιών κλεισίματος αυτών), με την από … επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αυτής, για κεφάλαιο …..€, έντοκα με επιτόκιο υπερημερίας προσαυξημένο μέχρι 2,50 εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων (ΒΕΣΔ), (όροι 7 και 9 συμβάσεων), μέχρι την εξόφληση, για δικ. δαπάνη 13.125,20€, για σύνταξη επιταγής 50€ και για επίδοση 50€.

           Εν συνεχεία επέβαλε την ανωτέρω κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία μου, που μου επεδόθη την ….

Τις ανωτέρω πράξεις εκτέλεσης ανακόπτω για 1η φορά με την παρούσα ανακοπή του 933 ΚΠολΔκαι ζητώ την ακύρωση και εξαφάνισή τους για τους εξής ορθούς, νομίμους και βάσιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι:

          Απόλυτη ακυρότητα-έλλειψη νομιμοποίησης-διαδικαστικό απαράδεκτο.

                                          Ι

          Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όταν ο επισπεύδων δεν είναι ο αρχικός φορέας της αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση επιχειρείται με την αναγκαστική εκτέλεση, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τη νομιμοποίησή του (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, σελ. 435). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 2 ΚΠολΔ, "ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν”. Επομένως, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντο αυτόν έγγραφα. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν το διάδοχο νοούνται εκείνα, δημόσια είτε ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Απαιτείται δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε, ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής (Π. Μάζη, Ερμ, ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2021, άρθρο 925, σελ. 163-165). Για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει...

την αναγγελία της εκχωρήσεως στο οφειλέτη και μάλιστα ολόκληρο το εκχωρητήριο. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 345/2006 Τρ.ΝομΠλ.ΔΣΑ, Εφ.Πειρ. 736/2019, Φαλτσή, «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης», 2017, I, σελ. 450 I. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις» 1983, άρθρο 925). Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντας δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο - μη δικαιούχο διάδικο (Εφ Αθ 8/2023, ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1557/2021, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 380).

Με βάση τα ανωτέρω, η ουσιαστικού δικαίου σύμβαση κοινοποιείται μόνο στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής, διότι εκεί είναι απαραίτητη η αναγωγή στις επιμέρους συμφωνίες (λ.χ. της εκχωρήσεως), ώστε να διαπιστωθεί ο φορέας του επιδίκου δικαιώματος, που αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της νομιμοποιήσεως. Αντίθετα, στην περίπτωση της (οιονεί) καθολικής διαδοχής, ανάγκη για εξακρίβωση του φορέα συγκεκριμένων δικαιωμάτων της διαδοχής δεν υφίσταται, διότι η περιουσία της απορροφώμενης εταιρείας μεταβαίνει ως σύνολο στην απορροφώσα εταιρεία, ώστε να αρκούν τα έγγραφα, που πιστοποιούν τη συνολική αυτή περιουσιακή μετατόπιση για την απόδειξη της αλλαγής του φορέα του συνόλου των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, άρα και της νομιμοποιήσεως (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται ότι η δημοσίευση περίληψης των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, εξυπηρετεί την ισχύ της σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων έναντι των τρίτων, έναντι, μάλιστα, των οποίων αποκτώνται δικαιώματα μετά την αναγγελία και δεν αντικαθιστά την υποχρέωση προσκομιδής της αντίστοιχης σύμβασης για την απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης του αποκτώντος. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, «Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων». Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, ορίζεται ότι «1. Η δημοσίευση γίνεται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με κατάθεση εντύπου που περιέχει περιληπτικά τα στοιχεία του άρθρου 1 και υπογράφεται από τα μέρη και, στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1, από τους συγκυρίους. Το γνήσιο της υπογραφής θεωρείται από τον ενεχυροφύλακα, εκτός αν είναι ήδη θεωρημένο από αστυνομική ή άλλη δημόσια αρχή ή από συμβολαιογράφο. Η κατάθεση γίνεται στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του ενεχυραστή ή, αν ο ενεχυραστής δεν έχει κατοικία ή έδρα στην ελληνική επικράτεια, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών». (ΜονΠρΚεφαλ. 1/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές στην νομολογία και τη βιβλιογραφία).

          Στην προκείμενη λοιπόν περίπτωση από τα συγκοινοποιούμενα από την καθ` ης έγγραφα, παρά πόδας της ανακοπτομένης από … επιταγής προς πληρωμή, δεν αποδεικνύεται εγγράφως η ενεργητική νομιμοποίησή της.

          Συγκεκριμένα, δεν συγκοινοποίησε το πλήρες κείμενο-έγγραφο της επικαλούμενης «από … σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 ν. 3156/2003», το οποίο, όπως ισχυρίζεται, καταρτίστηκε μεταξύ της … και της …., δυνάμει της οποίας, όπως ισχυρίζεται, η «τελευταία απέκτησε δυνάμει πώλησης και εκχώρησης από την Τράπεζα, όλες τις απατήσεις και τα δικαιώματα της…που απορρέουν από τις…» επίδικες συμβάσεις.   Μάλιστα το κείμενό της απουσιάζει εντελώς από τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα και δεν υπάρχει καν μνεία αυτής  και έτσι δεν πρόκειται απλά περί μη πλήρους κειμένου.

          Επίσης δεν συγκοινοποίησε ούτε ολόκληρο το εκχωρητήριο,  δηλ. τη σύμβαση εκχώρησης μεταξύ της ανωτέρω τράπεζας και της παραπάνω εταιρείας ειδικού σκοπού. Επιπλέον, αν και στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει την αναγγελία της εκχωρήσεως στο οφειλέτη και μάλιστα ολόκληρο το εκχωρητήριο (βλ. ΕφΑΘ 8/2023 ό.α), ωστόσο, ούτε μνεία της αναγγελίας κάνει, ούτε συγκοινοποίησε κάποια τέτοια.

          Με τα σχετικά με αρ. 5 και 7 της επιταγής, συγκοινοποίησε τις με αρ. … δημοσιεύσεις του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, οι οποίες όμως αφορούν, όπως και η ίδια ομολογεί η μεν πρώτη «περίληψη από τα οποία αποδεικνύεται η εκχώρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω αναφερόμενη έννομη σχέση» , η δε δεύτερη «περίληψη της Σύμβασης Διαχείρισης» μεταξύ … και … (καθ` ης).

          Έτσι δεν προκύπτει και δεν μπορεί να προκύψει και να αποδειχθεί εγγράφως και κατά πλήρη δικανική πεποίθηση, η ενεργητική νομιμοποίησή της, γιατί τα παραπάνω αντίγραφα των δημοσιεύσεων που καταχωρήθηκαν στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, αφορούν περίληψη των εν λόγω συμβάσεων ( της πώλησης-μεταβίβασης-εκχώρησης, αλλά και στης σύμβασης διαχείρισης), και δεν περιέχουν ολόκληρο και πλήρες το κείμενο αυτών, ενώ το σχετ. 6, του οποίου επίσης γίνεται μνεία, αφορά «αντίγραφο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αποσπάσματος των στοιχείων των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων».

          Συνεπώς τα ανωτέρω έγγραφα δεν δύνανται να αναπληρώσουν το πλήρες (και πολύ περισσότερο, το ελλείπον) κείμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης-εκχώρησης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων καθώς και τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης αυτής όπως είναι π.χ. το ύψος του τιμήματος της μεταβίβασης, για ποιο ποσό (ύψος) μεταβιβάστηκαν και με ποιους όρους και ειδικότερες συμφωνίες, αλλ` ούτε και το κείμενο-έγγραφο της σύμβασης Διαχείρισης.

          Δηλ. δεν προκύπτει ούτε ότι η επίδικη απαίτηση πράγματι μεταβιβάσθηκε στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρία, ούτε ότι η καθ` ης ανέλαβε την διαχείριση αυτής.

          Συνεπώς ελλείπει η προϋπόθεση της έγγραφης και πλήρους απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η αίτηση (βλ. και ΜονΠρΤριπ. 9/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρηνΚαρδ 130/2023 αδημ) συνεπεία της μη προσκόμισης ολόκληρου του κειμένου της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, αλλά και της σύμβασης διαχείρισης της καθ` ης, ως όφειλε κατ` 925 ΚΠολΔ.

                                                 ΙΙ

          Επιπλέον, όπως ειπώθηκε (βλ. ανωτέρω) τα παραπάνω έγγραφα πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα έγγραφα ή επίσημα αντίγραφα. Την προβλεπόμενη από το νόμο αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων έχουν καταρχήν τα πρωτότυπά τους τα οποία ο διάδικος οφείλει να υποβάλει στο δικαστήριο προς απόδειξη (453.1ΚπολΔ). Τα αντίγραφα αποκτούν την ίδια δύναμη μόνο αν είναι κυρωμένα (ΕφΑΘ 13547/1995, Κεραμέας ό.α τ.Ι υπο 449.1,2).      

          Περαιτέρω, με το άρθρο 36 παρ. 2γ, του Κώδικα περί Δικηγόρων, έργο του δικηγόρου είναι και η έκδοση επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων. Τα αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων.   Ως αντίγραφα νοούνται στο άρθρο αυτό και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων συνιστάμενα σε σελίδες. Κατά την έννοια δε του ίδιου άρθρου το έγγραφο (εννοείται το πρωτότυπο) υπάρχει στο δικηγόρο, αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω (ανεξαρτήτως χρονικής διάρκειας), όταν εκδίδει αντίγραφο.

          Συνεπώς για να αποκτήσει «ισχύν αντιπεφωνηνμενου αντιγράφου» το έγγραφο-αντίγραφο-φωτοτυπία του πρωτοτύπου, πρέπει ο δικηγόρος να βεβαιώσει στην φωτοτυπία αυτή του πρωτοτύπου, την ακρίβειά της σε σχέση με το πρωτότυπο, που κατέχει έστω και προσωρινά (ΑΠ 259/1986 ΝΟΜΟΣ)

           Μόνο υπο τους ανωτέρω όρους η επικύρωση του αντιγράφου, δηλ. η βεβαίωση της ακρίβειας του σε σχέση με το πρωτότυπο, αποκτά αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο (Κεραμέας ό.α υπο 449, ιδίως 5, ΑΠ 54/90 Δνη 32, 62, ΑΠ 87/91 Δνη 33, 1454)

          Εν προκειμένω, άπαντα τα ανωτέρω έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία παρα πόδας της ανακοπτομένης επιταγής προς πληρωμής, και τα οποία είναι φωτοτυπίες και όχι πρωτότυπα, δεν είναι επικυρωμένα από δικηγόρο, ούτε από άλλο κατά νόμω αρμόδιο πρόσωπο και έτσι δεν έχουν καμία αποδεικτική ισχύ.

                    Προκύπτει δηλ. και ότι όσα ανωτέρω έγγραφα συγκοινοποίησε, σε κάθε περίπτωση, δεν έχουν καμία αποδεικτική ισχύ και δεν μπορούν συνεπώς να αποδείξουν και για το λόγο αυτό την ενεργητική της νομιμοποίηση κατ` 925ΚΠολΔ.

                                                  ΙΙΙ

          Ακυρότητα της από … επιταγής προς πληρωμή και της προσβαλλόμενης με αρ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης.

          Γίνεται δεκτό ότι σκοπός της επιταγής είναι, μεταξύ άλλων, να καθορίζει ακριβώς την έκταση της απαίτησης του δανειστή. Ο ακριβής, σαφής και αναμφίβολος καθορισμός της απαίτησης αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της επιταγής κατά την ΚΠολΔ 924. εδ. β` (όπως τροποποιήθηκε από το 2015), ελλείψει δε αυτού, επέρχεται ακυρότητα κατ` 159.1 και 2 ΚΠολδ και χωρίς απόδειξη βλάβης. (Φαλτσή ό.α σελ. 497). Ειδικότερα, για την έννοια του ανωτέρω σαφούς και ορισμένου «καθορισμού της απαίτησης» στην επιταγή, γίνεται δεκτό ότι με αυτήν «ο επιτασσόμενος (πρέπει) να γνωρίζει τι και γιατί καλείται να παράσχει στον επιτάσσοντα…» (ΕφΑθ 3897/1995, ΕλλΔνη 39, 912, Φαλτσή ό.α, σελ. 495, Βαθρ. υπο 924. αρ.8). Δηλ. η επιταγή  πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων και ακριβή καθορισμό της απαίτησης υπέρ της οποίας η επίσπευση της εκτέλεσης. Η απαίτηση πρέπει να προσδιορίζεται κατά τρόπο ορισμένο, ευσύνοπτο και αναμφίβολο (ΑΠ 47/90, ΕΑ 2659/92). Πρέπει να καθορίζεται η έκταση της απαίτησης του επιτάσσοντος κατά ποσό και ποιότητα και της αντίστοιχης υποχρέωσης του καθ' ου, δηλαδή αν πρόκειται για πληρωμή χρηματικού ποσού να προσδιορίζεται επακριβώς και με λεπτομερή περιγραφή το ποσό που αφορά το κεφάλαιο τους τόκους και τα έξοδα. Η επιταγή δε ενόψει του ότι στηρίζεται στον εκτελεστό τίτλο δεν πρέπει να βρίσκεται σε αντίθεση με αυτόν ή να διαφοροποιείται από αυτόν (Γιδόπουλος Δικονομική ακυρότητης). Δεν μπορεί να αναφέρεται σε αξιώσεις που δεν περιλαμβάνονται στον εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 968/79, ΑΠ 475/75, ΕΑ 331/88) γιατί τότε πρόκειται για εκτέλεση που διενεργείται χωρίς την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, οπότε η ακυρότητα στην περίπτωση αυτή επέρχεται χωρίς την συνδρομή του στοιχείου της βλάβης. Και ναι μεν δεν απαιτείται προσδιορισμός του ποσού των τόκων, όμως πρέπει να προσδιορίζονται τα στοιχεία που βασίζουν τους τόκους. (ΕΑ 2659/92). Επίσης είναι αόριστη η επιταγή όταν δεν προσδιορίζονται καθόλου τα στοιχεία που βασίζουν το οφειλόμενο ποσό των τόκων, ιδίως κατά την περίπτωση όπου ζητούνται τόκοι επί τόκων (ΕφΑθ 2659/1992 Ελλδνη 1994.456).

          Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ, του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή προς πληρωμή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από αυτή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ' αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο θα συντάσσεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (βλ. Α.Π. 72/195, Δνη 38.585, Α.Π. 194/1995, Δνη 37.101, Εφ.Αθ. 2535/1998 Δνη 40.384, Εφ.Αθ. 3009/2001 Δνη 42.1371). Έτσι λοιπόν από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση και επιβάλλεται η κατάσχεση, όπως και η επιταγή προς εκτέλεση, η οποία αποτελεί την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης πρέπει να περιέχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη την απαίτηση, κατά κεφάλαιο, τόκους έξοδα. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η πράξη επίσπευσης της εκτέλεσης που διενεργήθηκε για απαίτηση μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, είναι άκυρη, Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη, όπως κατωτέρω αναφέρεται, αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη. (πρβλ. ΜΠρΑθ 3981/2020, ΜΠρΚαστ 12/2020, ΝΟΜΟΣ)  

          Εν προκειμένω, επιτάσσομαι με την ανακοπτόμενη επιταγή να καταβάλλω το επιδικασθέν κεφάλαιο, επι λέξει «έντοκα…με επιτόκιο υπερημερίας προσαυξημένο μέχρι 2,50 εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων (ΒΕΣΔ), (όροι 7 και 9 συμβάσεων), μέχρι την εξόφληση.». Προκύπτει δηλ. ότι με την άνω επιταγή επιχειρεί την ικανοποίηση μίας απαίτησης, συντιθέμενη από κεφάλαιο και τόκους, η οποία όμως αναφορικά με τους τόκους, είναι παντελώς αόριστη, ασαφής και μη οριστή, τόσο κατά το ποσό τους όσο και κατά το ποιόν τους, αφού δεν είναι καν οριστοί (πολλώ δε μάλλον ορισμένοι) και συνεπώς η απαίτησή της δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως, επερχομένης ούτω ακυρότητας.

          Συγκεκριμένα, είναι εντελώς ασαφές και αόριστο τι ακριβώς επιτάσσει ως επιτόκιο ανά είδος επιτοκίου, αφού όπως είναι συνταγμένο, είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς με απλή επαγωγική συλλογιστική, πώς καταρχάς, προσδιορίζεται-διαμορφώνεται ανά είδος το ύψος του επιτοκίου και εν συνεχεία, ποιο είναι τελικά ανά είδος το ύψος του επιτοκίου (και άρα και το ποσό των τόκων) που αφορά σε συγκεκριμένα χρονικές περιόδους («εκάστοτε») αφού το έντοκο (τοκοφορία), επιτάσσεται με διαφοροποίηση του ποσοστού και της χρονικής αφετηρίας και άρα και χρονικών περιόδων των τόκων, ανά είδος.

Άλλωστε, ο υπολογισμός των τόκων αυτών είναι ιδιαίτερα σύνθετος και για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητο να μνημονεύονται ρητά στην επιταγή προς εκτέλεση,  είτε το ίδιο το ποσό των τόκων, είτε   σαφή πραγματικά περιστατικά των παραγόντων εξάρτησης του ύψους του επιτοκίου σε κάθε χρονική περίοδο από την  καταγγελία μέχρι την επίδοση, έτσι ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί, έστω και με μαθηματικές πράξεις, το σαφές και ορισμένο ποσό των επιτασσόμενων τόκων.  

          Επομένως, η προσβαλλόμενη από …. επιταγή προς εκτέλεση-πληρωμή, είναι αόριστη, υφίσταμαι δε εξ αυτού του λόγου δικονομική βλάβη που συνίσταται στην αδυναμία μου να αντικρούσω το κονδύλιο αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζω, και ούτε μπορώ να υπολογίσω, ελλείψει δεδομένων, με απλό μαθηματικό υπολογισμό, και δια τούτα υφίσταμαι αυτονόητα και οικονομική βλάβη, γεγονός που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας της εν λόγω επιταγής προς εκτέλεση και συνακόλουθα της ως άνω προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης, αφού αυτή ερείδεται επί εκείνης, η οποία αποτελεί την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πράγματι η αναγκαστική κατάσχεση επεβλήθη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της «για το ποσό των Εκατόν πενήντα χιλιάδων Ευρώ (150.000€) το οποίο ποσό αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος με την πιο πάνω διαταγή πληρωμής κεφαλαίου έντοκης απαίτησης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα κοινοποίησης της επιταγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση σύμφωνα με την κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή.

          Δια τούτο λοιπόν και η έκθεση κατάσχεσης πάσχει ακυρότητας (159.1 άλλως 159.3 ΚΠολΔ) για τον ίδιο ακριβώς λόγο, αφού δι` αυτής επισπεύδεται-συντελείται η διαδικασία εκτέλεσης-κατάσχεσης για την ικανοποίηση έντοκης χρηματικής απαίτησης η οποία όμως είναι αόριστη κατά τα ανωτέρω, διότι δεν είναι ορισμένο ούτε και οριστό με κάποιο τρόπο, το επιτόκιο ανά είδος και χρονική αφετηρία και διάρκεια αυτού και σύστοιχα, το συνολικό ποσό των τόκων που επιτάσσομαι να πληρώσω, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί για ποιο συγκεκριμένο ποσό τελικά απαίτησης-οφειλής και μάλιστα προσδιορισμένο σαφώς κατά το ποιόν της (κεφάλαιο και τόκοι κλπ), επεβλήθη η κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία μου.

          Πρέπει, συνεπώς και αιτούμαι, γι’ αυτό το λόγο να ακυρωθούν και η ανωτέρω επιταγή προς εκτέλεση και η ανωτέρω έκθεση κατάσχεσης διότι δεν καθορίζεται επακριβώς και σαφώς η απαίτηση του δανειστή  και έτσι δεν προκύπτει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση με τις ανακοπτόμενες  επιταγή προς πληρωμή και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.  

                                                    IV

 Ακυρότητα της ανακοπτόμενης έκθεσης κατάσχεσης, λόγω αντίθεσής της στο νόμο.

          Η ανωτέρω δικαστική επιμελήτρια, με την προσβαλλομένη έκθεση, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση «για το ποσό των Εκατόν πενήντα χιλιάδων Ευρώ (150.000€) το οποίο ποσό αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος με την πιο πάνω διαταγή πληρωμής κεφαλαίου έντοκης απαίτησης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα κοινοποίησης της επιταγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση σύμφωνα με την κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή.»

          Όμως η ΑΚ 423 ορίζει ότι «Αν το χρέος αποτελείται  από  κεφάλαιο,  τόκους  και  έξοδα  η παροχή  καταλογίζεται πρώτα στα  έξοδα, έπειτα  στους  τόκους  και τελευταία στο κεφάλαιο. Ο δανειστής μπορεί να αρνηθεί την αποδοχή της  παροχής,  αν  ο οφειλέτης όρισε αλλιώς τον καταλογισμό

          Η ΑΚ 423 εισάγει συμπληρωματικό κανόνα ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 237/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2259/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1653/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012, 343 = ΧρηΔικ 2012,160, ΑΠ 150/2000 ΕλλΔνη 2000,740, Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 423, αρ. 1, Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 423, αρ. 1). Μπορεί, δηλαδή, ο δανειστής και ο οφειλέτης να συμφωνήσουν η καταβολή να καταλογιστεί με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που προβλέπεται στην ΑΚ 423. Ο διαφορετικός καταλογισμός μπορεί να συμφωνηθεί ρητά ή σιωπηρά (ΑΠ 237/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1962/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2259/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ  1653/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012,343 = ΧρηΔικ 2012,160), αρκεί να προκύπτει σαφώς από τις περιστάσεις κατά τρόπο ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία στον δανειστή (βλ. ΑΠ 214/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1653/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2008 ΤΝΠ NOΜΟΣ ΔΕφΑΘ 349/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 156/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, η συμφωνία δανειστή και οφειλέτη για τον καταλογισμό μπορεί να συναφθεί σε οποιονδήποτε χρόνο, δηλαδή πριν, κατά ή μετά την καταβολή (Καράκωστας, ΑΚ, άρθρο 423, αρ. 1374, Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 423, αρ. 3, ΑΠ 150/2000 ΕλλΔνη 2000,740, ΕφΑθ 8446/2002 ΕλλΔνη 2004,561). Έτσι, αν ένα χρέος αποτελείται από κεφάλαιο και τόκους, είναι δυνατό, κατ` επιτρεπτή απόκλιση από την ΑΚ 423 § 1, ο δανειστής και ο οφειλέτης συμφωνήσουν η παροχή να καταλογιστεί πρώτα στο κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, με την καταβολή επέρχεται από το νόμο απόσβεση του κεφαλαίου, οπότε οφείλονται στο εξής μόνο οι μέχρι την απόσβεση του κεφαλαίου τόκοι (ΣτΕ 1532/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΘεσ 1517/2015 ΔιΔικ 2017,308, ΔΕφΑθ 352/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 293/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 156/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 423, αρ. 5).

          Η καταβολή κατά τη σειρά της ΑΚ 423 § 1 είναι υποχρεωτική, αν το χρέος είναι ένα και δεν υπάρχει ειδική συμφωνία καταλογισμού (βλ. ΑΠ 214/2012 ΝοΒ 2012,1409). Σε αντίθεση, δηλαδή, με τη ρύθμιση της ΑΚ 422 (που εφαρμόζεται σε άλλη περίπτωση, όταν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη έναντι του ίδιου δανειστή), η ΑΚ 423 δεν εξοπλίζει τον οφειλέτη με δικαίωμα να ορίσει μονομερώς  τον τρόπο καταλογισμού της καταβαλλόμενης παροχής. 

          Συνεπώς οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 423 § 1 είναι οι ακόλουθες:

α) Το χρέος να αποτελείται από κεφάλαιο καθώς και τόκους ή/και έξοδα. Τα οφειλόμενα κονδύλια από τόκους και έξοδα πρέπει να πηγάζουν από την ίδια υποχρέωση με το κεφάλαιο. (Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 423, αρ. 2). β) Η παροχή να καταβάλλεται από τον οφειλέτη οικειοθελώς. γ) Το καταβαλλόμενο ποσό να μην αρκεί για την ολοσχερή εξόφληση του χρέους (Καράκωστας, ΑΚ, άρθρο 423, αρ. 1373, Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 423, αρ. 1, 3). Αν, όμως, το καταβαλλόμενο ποσό δεν επαρκεί ούτε για την πλήρη εξόφληση των εξόδων, πρόκειται για μη επιτρεπόμενη μερική εκπλήρωση (ΑΚ 316, Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 423, αρ. 2). Όπως αναλύθηκε παραπάνω, ο καταλογισμός κατά τη σειρά της ΑΚ 423 § 1 δεν εφαρμόζεται, όταν υπάρχει αντίθετη συμφωνία δανειστή και οφειλέτη.

           Γενικά δε από το συνδυασμό των ΑΚ 422 και 423, γίνεται δεκτό,  ότι, επί περισσοτέρων ληξιπροθέσμων και ίσης ασφάλειας χρεών του οφειλέτη προς το δανειστή, αν δεν ορισθεί από τον οφειλέτη διαφορετικά, η καταβολή καθορίζεται κατά σειρά στα αρχαιότερα χρέη και πρώτα στα έξοδα και τους τόκους (Βλ. ΑΠ 31/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, και συναφώς ΑΠ 36/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

          Η ΑΚ 423 εφαρμόζεται ανάλογα αν η καταβολή γίνεται από τρίτο καθώς και στη δημόσια κατάθεση (Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 423, αρ. 4). Γίνεται, επίσης, δεκτή αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 423 § 1, αν η καταβολή προέρχεται από αναγκαστική εκτέλεση (Ν. Λεοντής ΕρμΑΚ, τ.Ι, υπο 423.5, Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 423, αρ. 7, βλ. και Καρακατσάνη, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 423, αρ. 2, ΕφΠατρ 379/2008 ΑχΝομ 2009,83) και στο χρέος από συναλλαγματική (Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 423, αρ. 11).

          Στον οφειλέτη εναπόκειται να ισχυρισθεί ότι συμφώνησε με τον δανειστή ή ότι  όρισε καταλογισμό διαφορετικό από εκείνον της ΑΚ 423 § 1, ώστε ο τελευταίος να μην ισχύσει (βλ. ΑΠ 2259/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1027/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1039/2013 ΕΕμπΔ 2013,882 = ΝοΒ 2014,295, ΑΠ 1653/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012,343 = ΧρηΔικ 2012,160, ΑΠ 150/2000 ΕλλΔνη 2000,740). Γενικότερα, αυτός που επικαλείται συμφωνία για καταλογισμό κατ' απόκλιση από την ΑΚ 423 § 1, φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης. (Ν. Λεοντής ΕρμΑΚ, τ.Ι, υπο 423.6)

          Εν προκειμένω, για τον ανωτέρω καταλογισμό μετά από αναγκαστική εκτέλεση, των 150.000€ της απαίτησής της, προερχόμενης από ένα χρέος, συντιθέμενο από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, εξ ολοκλήρου σε μέρος του κεφαλαίου (επιταχθέν κεφάλαιο …€), κατά παρέκκλιση της σειράς καταλογισμού της ΑΚ 423.1, δεν υπάρχει καμία συμφωνία μεταξύ εμού και της καθ` ης. Το αρνούμαι κατηγορηματικά. Αλλά και η ίδια στην ανωτέρω ανακοπτόμενη έκθεση κατάσχεσής της, δεν αναφέρει παντάπασιν για κάποια τέτοια συμφωνία. Αντίθετα προκύπτει εξ αυτής ότι μονομερώς απεφάσισε τον καταλογισμό του ανωτέρω ποσού στο επιταχθέν κεφάλαιο, «αποκλειστικά και μόνο για μείωση των εξόδων», όπως ρητά αναφέρει. Τέτοια συμφωνία μεταξύ μας δεν προκύπτει και δεν ισχυρίζεται ούτε και στην ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, ούτε και στην από 7/7/2023 επιταγή προς πληρωμή αυτής, που απετέλεσε την προδικασία της ενδίκου εκτέλεσης. Αλλ` ούτε και προκύπτει σιωπηρή συμφωνία για κάποιο λόγο οποτεδήποτε συναφθείσα και το αρνούμαι.

          Συνεπώς η ανακοπτομένη έκθεση κατάσχεσης είναι άκυρη (159.1 ΚΠολΔ), χωρίς απόδειξη βλάβης, διότι η σειρά καταλογισμού της ΑΚ 423.1, είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, όπως εδώ, και συνεπώς κατά τον προσδιορισμό της σειράς καταλογισμού του τμήματος της αξίωσής της για το οποίο επισπεύδει την εκτέλεση και θα καταβληθεί μέσω αυτής, ώφειλε, για την νομιμότητα της έκθεσης, να προσδιορίσει την υποχρεωτική σειρά καταλογισμού της πληρωμής, σύμφωνα με το νόμο, ήτοι την  ΑΚ 423.1. Άλλως είναι άκυρη κατ` 159.2 ΚΠολΔ, διότι η αντίστοιχη παράβαση στο πεδίο της διαγνωστικής δίκης, θα προκαλούσε το απαράδεκτο της πράξης-έκθεσης κατάσχεσης, το οποίο εάν δεν ληφθεί υπόψη, στοιχειοθετεί τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559.14. Και αυτό διότι εφόσον ο δανειστής προσδιορίζει με την ανακοπτομένη έκθεση την σειρά καταλογισμού κατά παρέκκλιση της ΑΚ 423.1, δηλ. χωρίς να υπάρχει αντίθετη σχετική συμφωνία, πρόκειται για μη νόμιμη και μη επιτρεπτή μερική εκπλήρωση (βλ. ανωτέρω νομική σκέψη) και εντεύθεν προκαλείται και σύγχυση αναφορικά με την απόσβεση και ποιών κατ` ιδίων κονδυλίων του ενός χρέους, επι δικονομική, αλλά και οικονομική μου βλάβη και ζημία, διότι δεν μπορώ να αμυνθώ. Άλλως διότι επίσης κατά την ΑΚ 159.2, η αντίστοιχη παράβαση στην διαγνωστική δίκη, συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ΑΚ 423.1 και 316 και στοιχειοθετεί τον αναιρετικό λόγο της ΚΠολΔ 559. αρ. 1. (Φαλτσή: Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, 1998, σελ. 499,500). Άλλως η ακυρότητα επέρχεται συνεπεία της δικονομικής και οικονομικής μου βλάβης (ΚΠολΔ 159.3), καθόσον με βάση τα ανωτέρω προκαλείται σύγχυση και αβεβαιότητα σε ποιο κονδύλιο-μέρος του χρέους θα καταλογιστεί το ποσό που θα επιτευχθεί (πλειστηρίασμα) και πώς μετά ταύτα θα επέλθει νόμιμα μερική ισόποση εκπλήρωση της αξίωσης της καθ` ης, για την οποία (νόμιμη εκπλήρωση) έχω αυτονόητο έννομο συμφέρον, και για την οποία συνεπώς, δεν μπορώ να αμυνθώ με κανένα τρόπο, επι βλάβη των δικαιωμάτων μου, καθόσον άλλωστε η καθ` ης με την ανωτέρω έκθεση, ρητά επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της «για την είσπραξη του υπολοίπου του επιταχθέντος ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή με αναγγελία στον ίδιο ή άλλο πλειστηριασμό…» (σελ. 12). 

          Επειδή συνεπώς η ανακοπή μου είναι νόμιμη και βάσιμη και ασκείται ενώπιον του υλικά και κατά τόπο αρμοδίου δικαστηρίου (ΚΠολΔ 933, βλ.  ΜΠρΚαρδ 175/2019 αδημ)

          Δια ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και με όσα επιφυλάσσομαι να προσθέσω, με πρόσθετους λόγους νόμιμα και εμπρόθεσμα,

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτή η παρούσα ανακοπή μου. Να ακυρωθεί για τους ανωτέρω λόγους η από … επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απογράφου με αρ. … της με αρ. 333/2010 δ/γής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου … και η με αρ. …. έκθεση αναγκαστική κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμ. Εφ. ….. Να καταδικασθεί η αντίδικος στη δικαστική μου δαπάνη.

                      Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                                 Ανδρέας Βρόντος

                         Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

                           2441041255/6972422002

                              http: vrodosandreas.gr»

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013