Ποινικά / Εφέσεις / Αιτήσεις / Αναστολές / Πολιτική Αγωγή / Απολογητικά υπομνήματα

Ποινικά / Εφέσεις / Αιτήσεις / Αναστολές / Πολιτική Αγωγή / Απολογητικά υπομνήματα (46)

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜ/ΚΩΝ ΄....

ΑΙΤΗΣΗ (για επέκταση ενδίκου μέσου κατ` 469, 145ΚΠΔ)

(δια του κ. Εισαγγελέως Πλημ/κών.....)

 Του.......

Καρδίτσα ....-1-2023

         

          Με την παρούσα ΖΗΤΩ να συμπληρωθεί το με αρ. …../2022 βούλευμά Σας και να επεκταθεί το ευεργετικό του αποτέλεσμα και σε εμένα, συγκατηγορούμενη της ασκήσασας το οιονεί ένδικο μέσο της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσεως-κλητηρίου θεσπίσματος (ΚΠΔ 322), καθόσον συντρέχουν άπαντες οι προς τούτο όροι της ΚΠΔ 469, αφού, αν και υπήρχε αντικειμενικός λόγος, το ανωτέρω βούλευμα δεν επεξέτεινε αυτεπάγγελτα, όπως μπορούσε, το ευεργετικό αποτέλεσμα και ως προς εμένα, παρά την αλληλεξάρτηση της ευθύνης. Συγκεκριμένα: Κατόπιν της από ……. έγκλησης της ……… του ……, κατοίκου …….. με ABM …….. και την διενέργεια σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης, ο κ. Εισαγγελέας Πλημ/κών …….. άσκησε εις βάρος  μου και σε βάρος της συγκατηγορουμένης μου, ………  , κατοίκου ………, την από ……….. ποινική του δίωξη.

           Έτσι, δυνάμει του ΑΒΩ ……… κλητηρίου θεσπίσματος του ανωτέρω κ. Εισαγγελέα, συμπαραπεμφθήκαμε με την ανωτέρω δι` απευθείας κλήσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ………, για την δικάσιμο της …...2022, (μετά από αναβολή η υπόθεση προσδιορίστηκε να συζητηθεί την …….-2023), κατηγορούμενες η μεν  ………… για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και εγώ για τις πράξεις της χρήσης ψευδούς βεβαιώσεως και της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο καθόσον με βάση το κατηγορητήριο, επεχείρησα να εξαπατήσω το δικαστήριο με την χρήση της ψευδούς βεβαίωσης σε αστική μου διαφορά με την μηνύτρια ………...

          Κατά του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος η πρώτη των κατηγορουμένων άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών …….. κατ` άρθρο 322 ΚΠΔ, η οποία έγινε δεκτή δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………./2022 Διάταξής του, με την οποία, περαιτέρω, παραγγέλθηκε η εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιό Σας, προκειμένου να αποφανθεί περί της παραπομπής ή μη της πρώτης των κατηγορουμένων, μόνο ως προς την πράξη για την οποία η ίδια κατηγορείται, ήτοι την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως (άρθ. 242 § 1 σε συνδ. με άρθ. 13 στοιχ. a’ ΠΚ), η οποία φέρεται τελεσθείσα στα …………. την ……….2018.

          Εξεδόθη μετά ταύτα το με αρ. ………../2022 βούλευμά Σας που δέχθηκε σύστοιχα με την ανωτέρω Εισαγγελική διάταξη, ότι δεν τελέστηκε αντικειμενικά το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης και αποφάνθηκε να μην κατηγορία.

          Συγκεκριμένα, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της πράξεως όπως προκύπτουν από την δικογραφία και έγιναν αποδεκτά και από το Συμβούλιό σας, και ιδίως αυτήν καθ` εαυτήν την φερόμενη ως ψευδή βεβαίωση, δηλ. την από ……….2018 υπεύθυνη δήλωση (άρθρου 8 Ν. 1599/1986) του (θανόντος ήδη) …………., έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω αστυνομικός και αρμόδια κατά νόμω υπάλληλος για να βεβαιώσει την γνησιότητα της υπογραφής του τελευταίου, έθεσε στην εγχειρισθείσα σ` αυτήν ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση, την σχετική σφραγίδα που χρησιμοποιεί το ΑΤ ……………. με την ένδειξη «ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ .... ΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ το γνήσιο της υπογραφής του.... Αριθμ.δελτ,ταυτ... ………….,... Ο ΒΕΒΑΙΩΝ ....» συμπλήρωσε χειρόγραφα στα αντίστοιχα κενά τα στοιχεία: «...κ. ………… του …………… ... ……….... ……….2018 ... …………..  ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ» και εν τέλει έθεσε την υπογραφή της στην οικεία θέση (άνωθεν της προσωπικής/υπηρεσιακής της σφραγίδας με το όνομα και την ιδιότητά της). Πλην όμως από καθαρή αβλεψία, ο …………… δεν υπέγραψε ποτέ την εν λόγω υπεύθυνη δήλωση ενώπιον της παραπάνω ή έτερου αστυνομικού, ούτε κλήθηκε προς τούτο από αυτήν ή από έτερο αστυνομικό όσο ευρίσκετο στο Α.Τ. …………. και επομένως αυτή εξακολουθούσε να είναι ανυπόγραφη.

          Δηλ. η ανωτέρω προσφεύγουσα δεν βεβαίωσε ποτέ το γνήσιο της υπογραφής του ανωτέρω, αφού ποτέ αυτή δεν τέθηκε στην υπεύθυνη δήλωση. Για το λόγο αυτό έγινε δεκτό από το ανωτέρω βούλευμα ότι «Ωστόσο, η ενέργεια της …………. να βεβαιώσει το γνήσιο της (μη τεθείσης) υπογραφής του ………… επί του σώματος της άνω υπεύθυνης δήλωσης αυτού δεν δύναται να παράξει εν τοις πράγμασι έννομες συνέπειες για το προαναφερθέν γεγονός, ήτοι της θέσης της υπογραφής αυτού ενώπιον της, δεδομένου ότι ουδέποτε τέθηκε η υπογραφή αυτού στο εν λόγω έγγραφο. Η δε μη θέση της υπογραφής αυτού οφείλεται αφενός μεν σε αβλεψία του ιδίου αλλά και σε αμέλεια της ίδιας της ως άνω κατηγορουμένης, η οποία από προφανή παραδρομή- βεβαίωσε το γνήσιο υπογραφής (εν προκειμένω  του …………), η οποία ουδέποτε τέθηκε.»

         Τα ανωτέρω, δηλ. ότι δεν τελείται αντικειμενικά κανένα αδίκημα γιατί τελικά καμία υπογραφή του «υπευθύνως δηλούντος» ……. δεν είχε τεθεί πότε στην υπεύθυνη δήλωση, τόνιζα ήδη με την παροχή εξηγήσεών μου, αφού, ελλείψει υπογραφής, δεν έχει   αποδεικτική ισχύ γιατί δεν είναι πρόσφορη αντικειμενικά να αποδείξει γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες.

          Πράγματι, μία από τις βασικές προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης  (διανοητικής πλαστογραφίας ΠΚ 242) είναι....

ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΟΛΗΣ του ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΝΤΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (ΚΠΔ 171.3)

1.       Ζητώ την ΆΜΕΣΗ και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αποβολή του δηλούντος ενώπιόν σας κατ` έφεση παράσταση για υποστήριξη της κατηγορίας ... εις βάρος μου για το αδίκημα της παράνομης υλοτομίας για το οποίο καταδικάστηκα πρωτόδικα με την εκκαλουμένη ...., σύμφωνα με τα άρθρα 268.1β και 2 ΝΔ 86/1969 Δας.Κωδ. και 378.1αΠΚ (επι βελτίω σε σχέση με την αρχική κατηγορία σύμφωνα με το από ... κλητήριο), διότι:

          Δεν παρέστη καν πρωτοδίκως με την άνω ιδιότητα, διότι δήλωσε μεν ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας σε βάρος μου («ως παθών» άνευ άλλου προσδιορισμού), πλην όμως από την ανωτέρω απόφαση δεν προκύπτει ότι έγινε δεκτή η τοιαύτη δήλωσή του, καθόσον ουδεμία διάταξη υπάρχει που δέχεται αυτή, έτσι ώστε να έχει το δικαίωμα να παρίσταται σήμερα και ενώπιόν σας ως Εφετείο. Άλλωστε  η εκκαλουμένη δεν αναφέρει καν στο διατακτικό της το όνομά του με οποιαδήποτε ιδιότητα . Είναι απαράδεκτη η δήλωση παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας (παλαιά πολιτική αγωγή) που επιχειρεί σήμερα για πρώτη φορά στο Εφετείο (ΑΠ 1228/2010, 2206/2009 κλπ πάγια νομολογία).

2.       Ακόμα και εάν γίνει δεκτό ότι παρέστη πρωτόδικα πάρα το ότι, όπως ειπώθηκε, δεν υπάρχει διάταξη της εκκαλουμένης που δέχεται την δήλωση παράστασης, Σε κάθε περίπτωση, ΔΕΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ούτε τυπικά, ούτε ουσιαστικά (ΚΠΔ63), ιδίως δε η παράστασή του αρχήθεν ήταν και είναι νόμω αβάσιμη, διότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ κατά νόμω να υποστεί (και γι` αυτό και δεν υπέστη ποτέ και ουσιαστικά ως αμέσως παθών), άμεση υλική ή ηθική βλάβη με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ο ίδιος επικαλείται, αλλά και τα πραγματικά περιστατικά του κλητηρίου θεσπίσματος, σε σχέση με το ανωτέρω αποδιδόμενο αδίκημα και συνεπώς δεν επιτρέπονταν και δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του στην ποινική διαδικασία διότι σε αντίθετη περίπτωση προκαλείται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης (171.3, 510.1Α ΚΠΔ). Μάλιστα έχει κριθεί ότι  στην περίπτωση αυτή η αποβολή της πολιτικής αγωγής πρέπει να αποφασιστεί πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι μετά γιατί ακριβώς ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης και νόμω αβασίμου αυτής δεν αποκτά καν την ιδιότητα του υποστηρίζοντος (ΑΠ 174/2009 προσκομιζόμενη. Σεβαστίδης υπο 63.27. δεν πρόκειται δηλ. για νόμω βάσιμη παράσταση που απομένει να εξεταστεί στη αποδεικτική διαδικασία και το ουσία βάσιμο). Ο δε έλεγχος αυτός γίνεται και αυτεπάγγελτα (Σεβαστίδης υπο 63. 27, υπο 87. 5, όπου και η πάγια νομολογία).  Συγκεκριμένα:...

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Κ. ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ...     

ΔΗΛΩΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ

 Του...

        Με τη με αριθμό .. Διάταξή σας, επιδοθείσα σε εμένα την ..., μου γνωστοποιήσατε, ότι στα πλαίσια της προκαταρτικής εξέτασης που διενεργείτε με βάση την εν αυτή αναφερόμενη παραγγελία του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών ... και αναφορικά με το θάνατο του .... , διορίσατε πραγματογνώμονα τον Ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας ..., προκειμένου, αφού λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας, να συντάξει σχετική έκθεση και γνωμοδοτήσει αναφορικά με την αιτία θανάτου του ανωτέρω και ειδικότερα ....

Επειδή ως ύποτπτος...

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).     

          Ειδικότερα κατά τα άρθρα 361-363 ΠΚ, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

          Ως «ισχυρισμός» νοείται ...

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ …………

Αριθμός πρότασης:

Α.Β.Μ.: ……..

                                                        Προς

το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ……….

α. Εισάγουμε στο Συμβούλιό Σας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 30 §2, 138 §2, 269 §3, 307 περίπτωση β' και 311 §2 του ΚΠΔ, την υπ’ αριθμόν Β.Μ. A ……… δικογραφία κατόπιν της υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …….. αιτήσεως του ……., κατοίκου …………., αφορώσης στην απόδοση των κατασχεθέντων ………. δυνάμει της από ………. εκθέσεως κατασχέσεως αυτοκινήτου οχήματος, και δη του υπ’ αριθμόν πινακίδων κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως ……., κατάσχεση η οποία έλαβε χώρα στα πλαίσια σχηματισθείσης δικογραφίας λαβούσης εκ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών …….. αριθμό Β.Μ. A ……... Επί της αιτήσεως αυτής εκθέτουμε τα ακόλουθα:

β. Βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 68 του ΠΚ, αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμέτοχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων (§1). Δήμευση δεν επιβάλλεται, όταν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτημα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, όπως όταν υπάρχει κίνδυνος να αποστερήσει τον καταδικασθέντα ή τρίτο, ιδίως την οικογένειά τους, από πράγμα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισμό τους ή να προκαλέσει σε αυτούς υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ανάλογα περιορισμένη δήμευση ή να επιβάλει χρηματική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 (§2). Αν τα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη (§3). Αν το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει δήμευση στα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία των προηγούμενων παραγράφων, επειδή αυτά δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, στον οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δήμευση, μπορεί να επιβάλει στον δράστη χρηματική ποινή μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των αντικειμένων αυτών (§4). Η δήμευση επιβάλλεται σε τρίτο αν τα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάσθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από τον δράστη σε αυτόν ή αν αποκτήθηκαν από αυτόν ή περιήλθαν με άλλο τρόπο σε αυτόν, εφόσον κατά το χρόνο κτήσης των περιουσιακών στοιχείων γνώριζε ότι ενδέχεται να προέρχονται από κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου και ότι σκοπός της μεταβίβασής τους ήταν να αποφευχθεί η δήμευση. Η γνώση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, πρέπει να προκύπτει από το συνδυασμό περισσότερων ειδικά αναφερόμενων στην απόφαση του δικαστηρίου περιστατικών, όπως ιδίως ότι η μεταβίβαση ή η απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία ή από εκείνο που θα προέκυπτε, με βάση τη συνήθη πρακτική, στις οικείες βιοτικές σχέσεις. Η δήμευση επιβάλλεται στον τρίτο μόνο εφόσον δεν μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του δράστη δήμευση του ανταλλάγματος που έλαβε για τη μεταβίβαση ή αναπληρωματική δήμευση. Όταν ο τρίτος είναι νομικό πρόσωπο, εξετάζεται αν υπήρχε η προβλεπόμενη γνώση σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, σε όποιον έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή είναι εξουσιοδοτημένος για τη λήψη αποφάσεων ή για την άσκηση ελέγχου, στο πλαίσιο του νομικού προσώπου ή της επιχείρησης ή σε όποιον ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα αυτά (§5). Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος. Κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 76 του ΠΚ, η δήμευση των αντικειμένων της παραγράφου 1 του άρθρου 68 επιβάλλεται υποχρεωτικά σε βάρος του κατόχου τους, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισμένου προσώπου για την τελεσθείσα πράξη, αν από τη φύση τους προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης. Η δήμευση εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (§1). Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος (§2). Βάσει της αιτιολογικής εκθέσεως του Ν. 4619/2019, στο άρθρο 68 έχει ενταχθεί η παρεπόμενη ποινή της δήμευσης, η οποία αποχωρίστηκε έτσι από τη δήμευση ως μέτρο ασφαλείας. Στη νέα διάταξη επαναλαμβάνεται κατά βάση η ρύθμιση του άρθρου 76 παρ. 1 - 5 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε με τον νόμο 4478/2017. Στο άρθρο 76 περιγράφονται τα χαρακτηριστικά της δήμευσης, ως μέτρου ασφαλείας. Η περιγραφή δεν απέχει ουσιωδώς από εκείνην που συναντάται ήδη στο άρθρο 76 παρ. 6 ΠΚ, όπως το περιεχόμενό του διαμορφώθηκε από τον ν. 4478/2017. Από το κείμενο του νόμου προκύπτει δηλαδή με σαφήνεια ότι δήμευση ως μέτρο ασφαλείας μπορεί να επιβληθεί μόνο σε αντικείμενα τα οποία, από την κατασκευή τους, είναι δυνατό να αξιοποιηθούν μόνο για την τέλεση μιας άδικης πράξης (Βλ. Σ. Παύλου, Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, 1994, σ. 54, Α. Τζαννετή, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 76. 18). Ο κίνδυνος πρέπει δηλαδή να προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα και όχι από την ενδεχόμενη χρήση τους για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

γ. Βάσει, περαιτέρω, των οριζομένων στο άρθρο 269 §3 εδάφιο α' του ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να αρθεί η κατάσχεση, αν δεν είναι πιθανό ότι από αυτό το λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας.

6. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 307 του ΚΠΔ, κατά την διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω, β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κ.τ.λ., γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα, δ) για την αποπεράτωση ή την εξακολούθηση της ανάκρισης, ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις.

ε. Αναφορικά με τις προμνησθείσες διατάξεις, ως τούτες ίσχυαν προ της ενάρξεως ισχύος των Ν. 4619/2019 και 4620/2019, λεκτέα τα εξής (σκέψεις οι οποίες δεν έχουν απολύσει τη σημασία τους ενόψει της επαναλήψεως των διατάξεων επί της ουσίας και στους ισχύοντες κώδικες): Η αίτηση για την άρση της κατασχέσεως συνιστά ένδικο βοήθημα, δεδομένου ότι με τούτη ζητείται η επανεκτίμηση του μέτρου της κατασχέσεως το οποίο επεβλήθη στο πλαίσιο της διενεργούμενης οικείας ανακριτικής πράξεως κατά την προανάκριση ή την κύρια ανάκριση. Για την άσκηση του ενδίκου αυτού βοηθήματος εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις επί των ενδίκων μέσων. Από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση, κατά την διάρκεια της ανακρίσεως (κυρίας ή προανακρίσεως) και μέχρι τη εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, την άρση της κατασχέσεως που επιβλήθηκε μπορεί να διατάξει το δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου ή του τρίτου που έχει έννομο συμφέρον ή δικαιώματα στα πράγματα που κατασχέθηκαν, αν δεν είναι πιθανό από τον λόγο αυτό ότι θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας. Ως, δε, συνάγεται από το άρθρο 320 §2 του ΚΠΔ, η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο θεωρείται γενομένη από την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως. Αυτονόητο είναι κατά συνέπεια ότι η αρμοδιότητα αυτή του συμβουλίου παύει να υφίσταται στην περίπτωση που έγινε επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης ή έγινε παραίτηση από την κλήτευση και την προθεσμία κλήτευσης, κατ’ άρθρο 169 §2 ΚΠΔ, στην περίπτωση που ορίζεται ρητή δικάσιμος μετά την προσαγωγή του κατηγορουμένου κατά την αυτόφωρη διαδικασία στον εισαγγελέα, αφού στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι η υπόθεση έχει εισαχθεί στο ακροατήριο. Πέραν τούτων, κατά την άσκηση, πάντως, αυτής της διακριτικής του ευχέρειας θα πρέπει το Συμβούλιο, κατευθυνόμενο από την αρχή της αναλογικότητας με τις τρεις επιμέρους πτυχές της, ήτοι της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, να λάβει υπόψη του και να σταθμίσει όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων και δη του ιδιοκτήτη ή κατόχου του κατασχεθέντος πράγματος και στα πλαίσια τούτων: α) την άνευ λόγου επί μεγάλο χρονικό διάστημα στέρηση του αναίτιου κυρίου της χρήσεως της ιδιοκτησίας του, β) την εντεύθεν οικονομική ζημία, γ) την κατά το διάστημα τούτο επιβάρυνση του δημοσίου με τη δαπάνη και τη φροντίδα φύλαξής του, δ) τη σημαντική, εκ της αχρησίας τούτου και των εντεύθεν βλαβών του, ζημία του, ε) την αξία του κατασχεθέντος αντικειμένου, στ) το πόσο διήρκεσε ή πόσο θα διαρκέσει η κατάσχεση (βλ. ΣυμβΠλημΠατρ 324/2012, ΠοινΔικ 2014, 502). Δεν αίρεται, δε, η κατάσχεση πραγμάτων των οποίων ο κατά νόμον προορισμός είναι να δημευτούν, είτε υπό τη μορφή παρεπόμενης ποινής είτε υπό τη μορφή μέτρου ασφαλείας, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 76 του ΠΚ (νυν 68 και 76 του ισχύοντος ΠΚ). Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τις συναφείς με το ζήτημα διατάξεις των άρθρων 259,266, 310 §2 (νυν 311 §2 του ισχύοντος ΚΠΔ) και 373 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, Ειδικά, από την τελευταία διάταξη ορίζεται ότι το δικαστήριο, με την τελειωτική του απόφαση, μετά τα έξοδα που επιβάλλει στον καταδικασθέντα, διατάσσει την απόδοση στον ιδιοκτήτη των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση, εφόσον δεν έγινε άρση της κατάσχεσης τους κατά το άρθρο 268, διατάσσει δε, περαιτέρω, και τη δήμευση των αντικειμένων που πρέπει να δημευτούν. Η διάταξη δηλαδή του νόμου λαμβάνει ως δεδομένο, ότι δεν είναι δυνατόν να έχει αρθεί η κατάσχεση των δημευτέων πραγμάτων, γι’ αυτό και προβλέπει απλώς τη δήμευσή τους, ενώ, αν πρόκειται για αποδοτέα, λαμβάνει υπόψη και την ενδεχόμενη προαπόδοσή τους, με την άρση της κατάσχεσης τους κατά το άρθρο 268 §3 ΚΠΔ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η απόφανση του δικαστικού συμβουλίου περί την άρση της κατασχέσεως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις η δήμευση των κατασχεθέντων. Διότι, όταν με διάταξη νόμου προβλέπεται η δήμευση των τελευταίων, ή είναι ενδεχόμενο αυτά να δημευτούν, είτε με τη μορφή της παρεπόμενης ποινής είτε με τη μορφή μέτρου ασφαλείας, το δικαστικό συμβούλιο δεν είναι αρμόδιο να αποφασίσει για την άρση της κατάσχεσης, γιατί η τελική κρίση για την τύχη των κατασχεθέντων έχει ανατεθεί αποκλειστικώς και μόνον στο δικαστήριο, ταυτόχρονα με την κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, θα προκαταλαμβανόταν η απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου και θα καθίστατο αδύνατη η επιβολή της δήμευσης. Επομένως, όταν τα κατασχεθέντα είναι υποχρεωτικώς, κατά νόμο, δημευτέα ή είναι ενδεχόμενο να αποτελέσουν αντικείμενο δήμευσης, δεν δύναται να αρθεί η επ’ αυτών επιβληθείσα κατάσχεση, αφού ο λόγος διατήρησης της κατάσχεσης είναι η ευχέρεια εκτέλεσης της επιβληθείσης δημεύσεως επί του πράγματος το οποίο βρίσκεται ήδη στα χέρια των αρχών, θεωρουμένου ότι θα δυσχερανθεί ιδιαίτερα η εκτέλεση αυτή, αν δεν καταστεί αδύνατη, εάν το πράγμα αποδοθεί στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του. Συνοψίζοντας, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 307 περίπτωση β' και 310 §2 του ΚΠΔ (νυν 311 §2 του ισχύοντος ΚΠΔ), προκύπτει ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τα θέματα κατάσχεσης, που ανακύπτουν κατά το στάδιο της ανάκρισης (και της προανάκρισης) και καθ’ όλο το στάδιο της προδικασίας, μέχρι την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη με την επίδοση σ’ αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης. Ακόμη, συντρεχόντων των όρων της §1 του άρθρου 76 ΠΚ (νυν 68 του ισχύοντος ΠΚ), η επιβολή της παρεπομένης ποινής της δημεύσεως είναι δυνητική, εξαρτώμενη από την κυριαρχική και μη υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΠ κρίση του δικαστή, ο οποίος, εκτιμώντας τις περιστάσεις του άρθρου 79 ΠΚ, θα καταγνώσει τη δήμευση, όταν κρίνει ότι η κύρια ποινή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον ένοχο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, ενώ η δήμευση, ως μέτρο ασφαλείας (άρθρο 76 §6 ΠΚ, νυν 76 του ισχύοντος ΠΚ), επιβάλλεται υποχρεωτικά, όταν από την κατοχή των προϊόντων του εγκλήματος ή των αντικειμένων που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση της πράξης προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης (βλ. και ΕφΑιγαίου σε συμβούλιο 52/2016, ΠοινΔ/νη 2017/61, στο οποίο γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για την υποστηριχθείσα νομολογιακώς άποψη ότι η υλική αρμοδιότητα τον Δικαστικού Συμβουλίου να αποφαίνεται για την άρση της κατάσχεσης χωρίς την ταυτόχρονη κρίση και επί της ουσίας της υπόθεσης υφίσταται μόνο, όταν δεν προβλέπεται από τον νόμο η υποχρεωτική δήμευση των κατασχεθέντων είτε με ειδική διάταξη είτε με το άρθρο 76 παρ. 2 ΠΚ ως μέτρο ασφαλείας, βλ. και ΠλημμΠατρ 16/2018, Ar Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠλημμΚαστορ 8/2015, Α" Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2015/1019, ΠλημμΠρεβ 54/2013, Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ με τις εκεί παραπομπές). Στα πλαίσια της κρατούσας αυτής άποψης γίνεται δεκτό από μερίδα της νομολογίας ότι το δικαστικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να άρει την κατάσχεση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν ως δημευτέα στις περιπτώσεις που ο ιδιοκτήτης τους είναι τελείως αμέτοχος στην αξιόποινη πράξη, ιδίως στις περιπτώσεις που η δήμευση δεν προβλέπεται στο νόμο ως υποχρεωτική (βλ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος III, 2015, σελ. 3.150, με περαιτέρω παραπομπές). Η κρίση άλλωστε του δικαστικού συμβουλίου για την άρση της κατασχέσεως αντικειμένου που ανήκει σε τρίτο πρόσωπο, αμέτοχο στην εκάστοτε αποδιδόμενη πράξη, ουδεμία επιρροή ασκεί στην απόφαση του Δικαστηρίου για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου και τη συνακόλουθη επιβολή ή μη της ποινής (κύριας και παρεπόμενης), δεδομένου ότι, στην περίπτωση που το κατασχεθέν αντικείμενο ανήκει σε τρίτο πρόσωπο μη κατηγορούμενο, δυνατότητα νόμιμης δημεύσεώς του (ως παρεπόμενης ποινής) από το δικαστήριο δεν νοείται και επομένως ούτε και λόγος για να μην αρθεί η κατάσχεσή του από το δικαστικό συμβούλιο (ΣνμβΠλημΠατρ 80/2014, ΠοινΔικ 2015, σελ. 127). Η αποδεικτική χρησιμότητα των αντικειμένων αυτών είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει στην προσωρινή αποστέρηση του τρίτου προσώπου από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία του. Στην περίπτωση, συνεπώς, κατά την οποία ένα αντικείμενο, το οποίο αποτέλεσε μέσο τέλεσης εγκλήματος, καταλαμβάνεται μεν στα χέρια του δράστη, ανήκει εντούτοις σε τρίτο πρόσωπο, τότε η κατάσχεση έχει ως σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας και την αποδεικτική εν γένει διευκόλυνση, ενώ στη συνέχεια δεν είναι δυνατή η επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης, ει μη μόνον εφόσον αποδοθεί και στον ιδιοκτήτη ποινική ευθύνη και ιδίως για συμμετοχική δράση στο έγκλημα ή εφόσον το ίδιο το αντικείμενο είναι αυτό καθεαυτό επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, οπότε και η δήμευση δύναται να επιβληθεί ανεξαρτήτως της ποινικής ή μη ευθύνης του ιδιοκτήτη, καθόσον η επιβαλλόμενη δήμευση αποτελεί κατά την αληθή νομική της φύση μέτρο ασφάλειας και όχι παρεπόμενη ποινή (βλ Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία - Εφαρμογή υπό το άρθρο 76). Αντιθέτως, η δήμευση του αντικειμένου που ανήκει σε τρίτο πρόσωπο ως παρεπόμενη ποινή δεν είναι κατ’ αρχήν νοητή, στο μέτρο που ο ανωτέρω δε φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου (βλ. Α. Χαραλαμπάκης, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά την δήμευση Υπέρ 1991. 735 και Σ.Παύλου, Προβλήματα της δη ρεύσεως στους ειδικούς ποινικούς νόμους Υπέρ 91. 707 επ.). Περαιτέρω, βάσει των διατάξεων του άρθρου 177 του Ν. 2960/2001, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή μηχανήματα έργου ή εμπορευματοκιβώτια, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, όπλων, εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, το υπηρεσιακό όργανο το οποίο επέβαλε την κατάσχεση ή η Υπηρεσία στην οποία υπηρετεί αυτό, τα παραδίδει, μαζί με αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή (αρμόδιο Τελωνείο ή Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων), που ορίζεται αποκλειστικός μεσεγγυούχος, συντασσόμενης έκθεσης παράδοσης και παραλαβής. Εάν οι παραπάνω υπηρεσίες αποδεδειγμένα στερούνται χώρων και δυνατοτήτων φύλαξης, τα κατασχεθέντα αντικείμενα δύναται να παραμένουν στην παραφυλακή της υπηρεσίας που προέβη στην κατάσχεση, εάν είναι αναγκαίο και με τη συνδρομή άλλων δημοσίων υπηρεσιών, η δε αρμόδια Τελωνειακή Αρχή οφείλει να μεριμνήσει για την άμεση διαχείριση τους. Για τη φύλαξη των εναέριων μέσων, εφόσον είναι αδύνατη η φύλαξη τους στο χώρο της κατάσχεσης, ζητείται η συνδρομή του πλησιέστερου πολιτικού ή στρατιωτικού αεροδρομίου, β) Το ίδιο ως άνω όργανο ή η Υπηρεσία, στην οποία υπηρετεί αυτό, επισυνάπτει τα πρωτότυπα της έκθεσης κατάσχεσης και της έκθεσης παράδοσης και παραλαβής, εφόσον αυτή έχει πραγματοποιηθεί, στα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης και κοινοποιεί υποχρεωτικά αντίγραφο του διαβιβαστικού εγγράφου της προανάκρισης στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση (§1). α) Όταν κατάσχονται πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός, τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός, μηχανές πρόωσης κάθε είδους, τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας ή ναρκωτικών ουσιών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή όπλων ή εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, η κατά τόπο αρμόδια Λιμενική Αρχή φυλάσσει αυτά και, αν είναι η κατάσχουσα αρχή, διαβιβάζει αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, μαζί με τα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης, στο αρμόδιο Τελωνείο και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, για τη διαχείρισή τους, β) Τα κατασχεθέντα πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός, τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός, μηχανές πρόωσης κάθε είδους, τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, παραμένουν στην παραφυλακή της Λιμενικής Αρχής, η οποία τα φυλάσσει, μέχρις ότου παραδοθούν στον αγοραστή που θα αναδειχθεί από τις πλειοδοτικές δημοπρασίες ή διατεθούν για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου ή αποδοθούν στον ιδιοκτήτη ή δοθεί εντολή καταστροφής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, γ) Για πλωτά μέσα αξίας άνω των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ με βάση την έκθεση κοστολόγησής τους δύναται η Λιμενική Αρχή, μόνο εάν τεκμηριωμένα υφίσταται πλήρης αδυναμία αυτής για την φύλαξη των κατασχεθέντων, να διορίσει ειδικό μεσεγγυούχο από τους εγγεγραμμένους στον ειδικό κατάλογο πραγματογνωμόνων. Ο ειδικός μεσεγγυούχος παραλαμβάνει το πλωτό μέσο με λεπτομερές πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία αυτού και των εξαρτημάτων του. Με την ως άνω παραλαβή ο μεσεγγυούχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το φυλάσσει στην κατάσταση στην οποία το παρέλαβε και φέρει αποκλειστικά και προσωπικά την ευθύνη για οποιαδήποτε φθορά, ζημιά ή κλοπή εξαρτημάτων που θα προκληθεί σε αυτό. Η αποζημίωση και τα σχετικά έξοδα των μεσεγγυούχων εκκαθαρίζονται από την αρχή που διέταξε τη μεσεγγύηση ή φύλαξη ή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας και η εκκαθάριση διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τα σχετικά δικαιολογητικά για την πληρωμή του δικαιούχου (§2). Η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, στην οποία παραδόθηκαν τα κατασχεθέντα ή κοινοποιήθηκε η κατάσχεση των ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, συντάσσει, εφόσον αυτά προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκθεση επαλήθευσης με την οποία προσδιορίζει τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που αναλογούν στην εισαγωγή τους και αποστέλλει αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο Εισαγγελέα μέσα σε ένα (1) μήνα από την παράδοση των κατασχεθέντων ή την κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης. Για τα πλωτά και εναέρια μέσα αντίγραφο της έκθεσης επαλήθευσης διαβιβάζεται και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (§3). α) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εάν κατά την κρίση του συντρέχει περίπτωση μη δήμευσης των κατασχεθέντων σύμφωνα με τα άρθρα 310 του Κ.Π.Δ., 160 παράγραφος 4 του παρόντος κώδικα ή άλλες διατάξεις, δύναται να διατάξει με αμετάκλητη απόφασή του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, β) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δύναται επίσης, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, να διατάξει με αμετάκλητη απόφαση του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των κατασχεθέντων σε αυτόν, ακόμα και αν συντρέχει περίπτωση δήμευσης των κατασχεθέντων, υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης με την αξία τους, όπως αυτή προκύπτει από την έκθεση κοστολόγησης, προκειμένου να επέχει τη θέση των κατασχεθέντων που υπόκεινται σε δήμευση, γ) Κάθε βούλευμα ή απόφαση σχετικά με άρση της κατάσχεσης και απόδοση των μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στον ρητά κατονομαζόμενο ιδιοκτήτη, καθώς και κάθε απόφαση για δήμευσή τους κοινοποιείται αμελλητί από τον Εισαγγελέα στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο μαζί με βεβαίωση από την οποία προκύπτει η ημερομηνία του αμετακλήτου αυτών, δ) Η παραλαβή από τον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων και κατά τα ανωτέρω αποδοθέντων ειδών ή μέσων πραγματοποιείται μετά από αίτησή του συνοδευόμενη από όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα. Ο ιδιοκτήτης, πριν την παραλαβή, υποχρεούται στην καταβολή των εξόδων μεταφοράς και φύλαξης, καθώς και δασμών και λοιπών φόρων που αναλογούν στα ως άνω είδη ή μέσα (§4). α) Η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο, εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παραγράφου 1 και μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παραγράφου 2, δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη, προβαίνουν στην εκποίηση ή διάθεσή τους, β) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστησαν αμετάκλητα η απόφαση ή το βούλευμα ή η εισαγγελική διάταξη για άρση της κατάσχεσης και απόδοση των κατασχεθέντων στον ιδιοκτήτη, αυτά δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική αυτού υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και ο ιδιοκτήτης αποστερείται παντός δικαιώματος παραλαβής ή αποζημίωσης, γ) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστη αμετάκλητο το βούλευμα περί απόδοσης στον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων με τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική του υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα μπορεί να εκποιούνται ή να διατίθενται (§5). α) Η εκποίηση των κατασχεθέντων ειδών των παραγράφων 1 και 2 πραγματοποιείται μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5 σύμφωνα με τους όρους πώλησης που ισχύουν για τις δημοπρασίες που διενεργούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης δημόσιου υλικού, β) Η Τελωνειακή Αρχή, η οποία έχει την αρμοδιότητα και ευθύνη της διαχείρισης των κατασχεθέντων ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, συντάσσει έκθεση κοστολόγησης, γ) Κατασχεθέντα είδη της περίπτωσης α της παραγράφου 2, τα οποία είναι σε κακή κατάσταση και άνευ εμπορικής αξίας, καταστρέφονται, κατ’ εξαίρεση της περίπτωσης α της παρούσας παραγράφου, μετά την πάροδο των προθεσμιών της παραγράφου 5. Η καταστροφή πραγματοποιείται μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση επιτροπής, η οποία απαρτίζεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ως Πρόεδρο, έναν υπάλληλο της ιδίας Αρχής και τον Προϊστάμενο της Λιμενικής Αρχής. Η γνωμοδότηση της επιτροπής διαβιβάζεται με μέριμνα της Λιμενικής Αρχής προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή των πλωτών μέσων, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων. Με πρόταση της ίδιας γνωμοδοτικής επιτροπής είναι δυνατή η διάθεση των ως άνω ειδών για ειδικές χρήσεις σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. καιΝ.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, δ) Τα πλωτά μέσα δύναται να εκποιούνται για διάλυση. Για όσα εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία των φουσκωτών σκαφών με εξωλέμβιους κινητήρες είναι δυνατή η εκποίηση των κινητήρων και των σκαφών μεμονωμένα, ε) Για τα πλωτά μέσα των οποίων οι δημοπρατήσεις απέβησαν άγονες, εκ των οποίων οι τρεις με την ίδια τιμή εκκίνησης, η Λιμενική Αρχή φύλαξης αυτών προβαίνει, μετά από σχετική βεβαίωση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού, σε πρόταση προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή τους, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων (§6). α) Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης, μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5, τα κατασχεμένα οχήματα της παραγράφου 1 δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος προς κυκλοφορία σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, β) Με όμοια απόφαση, οχήματα τέλους κύκλου ζωής (Ο.Τ.Κ.Ζ.) και οχήματα για διάλυση δύναται να διατίθενται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις, αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς λόγους, τα οποία μετά την χρησιμοποίησή τους παραδίδονται σε αδειοδοτημένους φορείς διαχείρισης τέτοιων οχημάτων, γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παραγράφου 5, τα πλωτά μέσα της παραγράφου 2 και τα κατασχεθέντα είδη της παραγράφου 1, εκτός των οχημάτων, δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. Ν.Π.Δ.Δ., και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο, δ) Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) δύναται να διατίθενται, κατ’ εξαίρεση των περιπτώσεων α και γ και κατά προτεραιότητα, ένα ή περισσότερα κατασχεθέντα από οποιαδήποτε αιτία χερσαία ή πλωτά μεταφορικά μέσα, σε Τελωνειακός και Φορολογικές Υπηρεσίες για τις ανάγκες της δίωξης λαθρεμπορίου και φοροδιαφυγής, ε) Για τα οχήματα που δεν προέρχονται από κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Υπηρεσία, στην οποία διατίθενται προς κυκλοφορία, αναλαμβάνει την έκδοση της κατά περίπτωση απαιτούμενης έγκρισης τύπου για την κυκλοφορία τους με δικές της ενέργειες και έξοδα, στ) Για τα κατασχεθέντα είδη που δεν προέρχονται από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία διατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, καταβάλλονται από τις υπηρεσίες στις οποίες διατίθενται οι αναλογούντες δασμοί (§7). Αν μετά την εκποίηση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση από την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. και μετά από αίτησή του στην αρμόδια υπηρεσία εκποίησης, ως εξής: α) Όταν το εκποιηθέν είδος έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή, ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α.. β) Όταν το εκποιηθέν είδος δεν έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή και το εκπλειστηρίασμα εισπράττεται με άτοκες δόσεις, ο ιδιοκτήτης του κατασχεθέντος δύναται να επιλέξει είτε την είσπραξη ποσού ίσου με τις εισπραχθείσες κάθε φορά δόσεις αφαιρουμένου του εμπεριεχόμενου Φ.Π.Α., είτε ποσού ίσου με το εκπλειστηρίασμα μειωμένο κατά την προβλεπόμενη έκπτωση, εάν αυτό καταβαλλόταν εφάπαξ, αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. (§8). Αν μετά την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση ως εξής: α) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται δωρεάν, ποσό ίσο με την τιμή κοστολόγησης αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α.. Υπόχρεη για την καταβολή του ποσού αυτού στον ιδιοκτήτη είναι η Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε το κατασχεθέν είδος, β) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται έναντι τιμήματος, καταβάλλεται από μεν την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. από δε την Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε αυτό, ποσό ίσο με τη διαφορά της τιμής κοστολόγησης και του τιμήματος που κατεβλήθη, αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. (§9). Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 8 και 9 ποσά καταβάλλονται έντοκα από την ημερομηνία που οι αρμόδιες υπηρεσίες προς αποζημίωση λάβουν αίτημα με όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά του δικαιωθέντος ιδιοκτήτη μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού εντάλματος πληρωμής. Η καταβολή των προς αποζημίωση ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. και του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 (Α 170) (§10). α) Τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα λαθρεμπορευμάτων ή ναρκωτικών ουσιών ή όπλων ή εκρηκτικών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή λόγω διάπραξης οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, καθώς και τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που ανακαλύπτονται κατά τους ελέγχους ή έρευνες από τα Τελωνεία ή τις διωκτικές αρχές της Α.Α.Δ.Ε. και του Υπουργείου Οικονομικών ή από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος, παραδίδονται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση, μαζί με αντίγραφα της έκθεσης κατάσχεσης και των εγγράφων αναζήτησης και ειδοποίησης των ιδιοκτητών και συντάσσεται έκθεση παράδοσης-παραλαβής. Τα κατασχεθέντα παραλαμβάνονται από τον ιδιοκτήτη μετά από άδεια παραλαβής από την αρμόδια αρχή ή με αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, αφού προηγουμένως καταβληθούν τα έξοδα μεταφοράς και φύλαξης, β) Αν μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από την ημερομηνία παραλαβής τους η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη ή μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από το αμετάκλητο δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος ή από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον δικαιούχο η άδεια της αρμόδιας Αρχής για την παραλαβή του οχήματος δεν έχουν παραληφθεί από αυτόν, τότε τα κατασχεθέντα δύναται να διατίθενται στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις αποκλειστικά για τις ανάγκες τους στο εσωτερικό της χώρας, γ) Μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, τα κατασχεθέντα δύναται να εκποιούνται ή να διατίθενται και σε άλλες υπηρεσίες εκτός των ανωτέρω, εφόσον δεν είναι καταχωρημένα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS II). δ) Αν μετά την εκποίηση ή την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8, 9 και 10 (§11). Όλα τα είδη χερσαίων και εναέριων μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων έργου που για οποιαδήποτε αιτία έχουν δεσμευτεί ή ακινητοποιηθεί από τις αρμόδιες Τελωνειακός αρχές ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή και φυλάσσονται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο τελωνείο, διατίθενται ή εκποιούνται, εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την ημερομηνία δέσμευσης ή ακινητοποίησης. Εάν μετά την εκποίηση ή διάθεση των ανωτέρω αρθεί η δέσμευση ή διαταχθεί αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται αποζημίωση κατ’ αντιστοιχία με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8, 9 και 10 (§12). Οχήματα που δεσμεύονται από το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης, προκειμένου να διατεθούν σε υπηρεσίες, αποδεσμεύονται αυτομάτως και δεν δύναται να δεσμευθούν στο μέλλον για τις ίδιες υπηρεσίες, εάν μετά την παρέλευση ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών από την δέσμευσή τους δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις διάθεσης (§13). α) Με αποφάσεις του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζονται: αα) Οι όροι πώλησης των ειδών που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αβ) Οι αρμόδιες Υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. και οι όροι πώλησης ειδών πέραν των περιλαμβανόμενων στο παρόν άρθρο, τα οποία περιέρχονται στη διαχείριση των ως άνω Υπηρεσιών, β) Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται το ημερήσιο κόστος φύλαξης, ο χρόνος υπολογισμού του, το κόστος μεταφοράς όλων των ειδών που περιέρχονται στη διαχείριση των αρμοδίων Υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. και οποιαδήποτε άλλη δαπάνη βαρύνει τα είδη κατά την απόδοσή τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (§14). Αναφορικά με τη διάταξη αυτή λεκτέα και τα εξής: Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο a priori αποκλεισμός της δυνατότητας απόδοσης κατασχεθέντος οχήματος στο συχνά χρονοβόρο στάδιο της ανάκρισης είναι δυνατό να οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα σε τιμώρηση πολιτών, που καταφανώς δεν έχουν σχέση με τη διωκόμενη αξιόποινη πράξη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση, που πρόκειται για επαγγελματικής χρήσης μεταφορικό μέσο, οπότε και η δυνατότητα επιδίκασης αποζημίωσης κατά την §9 του άρθρου 177 Τελωνειακού Κώδικα, ουδόλως αποκαθιστά την πραγματική ζημία, την οποία υφίσταται ο πιθανώς αμέτοχος στη διάπραξη της αξιόποινης πράξης ιδιοκτήτης του μεταφορικού μέσου. Η αξίωση για υφιστάμενη γνώση (περί της τελέσεως διά της χρήσεως του οχήματος αξιοποίνου πράξεως) αφορά, άλλωστε, προδήλως τον ίδιο τον ιδιοκτήτη και όχι τυχόν υπ’ αυτού προστηθέντες, οι οποίοι λειτουργώντας εκτός του κύκλου των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων προβαίνουν σε μεταφορά μεταναστών με χρήση του οχήματος του ιδιοκτήτη και χωρίς γνώση του τελευταίου, ή ακόμα και τρίτους μισθωτές του μεταφορικού μέσου, στους οποίους ο ιδιοκτήτης ως εκμισθωτής το έχει εκμισθώσει προσδοκώντας οικονομικό όφελος από την οικονομική αξιοποίηση του. Κρίσιμο, δηλαδή, παραμένει το στοιχείο της προσωπικής γνώσης του ιδιοκτήτη και όχι των ανωτέρω προσώπων, και δη ακόμα και αν με νομοθετική διάταξη προβλέπεται η αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη σε επίπεδο αστικής ευθύνης, αφού το ζήτημα τούτο είναι προδήλως διάφορο της ποινικής ευθύνης, η οποία ουδέποτε, δύναται να είναι αντικειμενική ή να οδηγεί στην επιβολή επαχθών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα χωρίς την προσωπική εμπλοκή ή έστω γνώση, αυτού, σε βάρος του οποίοι επιβάλλονται οι κυρώσεις (βλ. και ΠλημμΠατρ 205/2016, A' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές). Περαιτέρω, βάσει ετέρου νομολογιακού παραδείγματος: Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, ειδικά για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή εμπορευματοκιβώτια ως μεταφορικά μέσα μεταναστών, ο ιδιοκτήτης αυτών και εφόσον η υπόθεση δεν έχει παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δύναται με αίτησή του προς το Συμβούλιο Πλημ/κών ή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, εφόσον η υπόθεση υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών για απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων με σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών και δεν έχει ακόμη επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, να ζητήσει: 1) την άρση της κατάσχεσης αν συντρέχει περίπτωση αυτοκινήτου, του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν διώκεται ποινικά ή απαλλάχθηκε αμετάκλητα και απέκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και εν όψει του είδους του τρόπου και των λοιπών περιστάσεων της συναλλαγής δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ήταν (άρα απέκτησε μετά την τέλεση της παράνομης μεταφοράς) μέσο μεταφοράς μεταναστών ή 2) την απόδοση των κατασχεμένων στον ίδιο, εφόσον αυτά δεν έχουν εκποιηθεί ή διατεθεί και υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης (ΕφΠατρ 123/2018, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές). Πέραν τούτων λεκτέα τα εξής: Σήμερα, και κατόπιν των ανωτέρω διατυπωθεισών σκέψεων, δέον όπως λεχθεί ότι υφίσταται ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 269 §3 εδάφιο τελευταίο του ισχύοντος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) περί του γεγονότος ότι το ενδεχόμενο της δημεύσεως δεν εμποδίζει την αλλαγή του προσώπου του φύλακα ούτε την άρση της κατασχέσεως από το δικαστικό συμβούλιο,  αφήνοντας τοιουτοτρόπως τη δυνατότητα άρσεως της κατασχέσεως αντικειμένου δημευτέου ήδη σε χρόνο προ της εισαγωγής της υποθέσεως ενώπιον του μέλλοντος να δικάσει δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του κατασχεθέντος, ήτοι ανεξαρτήτως του εάν αυτό ανήκει στο φυσικό αυτουργό, σε συμμέτοχο ή σε τρίτο πρόσωπο.

στ. Φρονούμε, συνεπώς, ότι παραδεκτώς εισάγεται η προκειμένη δικογραφία ενώπιον του Συμβουλίου Σας, κατά τα στη μείζονα σκέψη της παρούσης προτάσεως προεκτεθέντα, δεδομένης της μη εισαγωγής της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μέχρι το παρόν δικονομικό στάδιο, δεδομένης της μη επιδόσεως εισέτι του συνταχθέντος κλητηρίου θεσπίσματος, και δέον όπως λάβει χώρα διερεύνηση και κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως.

ζ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη συνεκτίμηση, συσχέτιση, συγκριτική στάθμιση και συνομολόγηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Βάσει των διαλαμβανόμενων στην κρινόμενη αίτηση καθώς και στο σύνολο των εισφερθέντων εγγράφων, εις βάρος του αιτούντος έλαβε χώρα άσκηση της ποινικής διώξεως, κατ’ άρθρο 43 §1 του ΚΠΔ διά της εισαγωγής της υποθέσεως με την απευθείας κλήση του κατηγορουμένου - αιτούντος ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, αναφορικά με την τέλεση εξ αυτού της αξιοποίνου πράξεως της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, κατ’ άρθρο 394 του ΠΚ, αναφορικά με το οποίο απαιτείται η νομότυπη υποβολή εγκλήσεως, κατ’ άρθρο 405 §1 του ΠΚ, τούτο, δε, διότι κατείχε το κατασχεθέν όχημα, το οποίο αποτελούσε προϊόν εγκλήματος, το οποίο ετύγχανε ιδιοκτησίας της εδρευούσης στην ………….. εταιρείας με την επωνυμία …………..”, το οποίο είχε μισθώσει η εταιρεία με την επωνυμία ………..”, με το οποίο επιχείρησε να διέλθει των ……… συνόρων. Η προκειμένη, δε, δικογραφία σχηματίσθηκε επ’ αφορμή του υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ……… εγγράφου - μηνυτήριας αναφοράς του Τελωνείου …….., στα πλαίσια της οποίας έλαβε χώρα και κατάσχεση του προκειμένου οχήματος. Πέραν τούτων, βάσει της εισφερθείσης μεταφράσεως διαταγής εκ της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του …….., έλαβε χώρα ανάκληση της επιβληθείσης κατασχέσεως του προκειμένου ……….., αναφορικά με υπόθεση σχετιζομένη με διερεύνηση του αδικήματος της χρεοκοπίας αναφορικά με την ανωτέρω δεύτερα των εταιρειών με την επωνυμία “………..” τούτο, δε, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο τρέχων ιδιοκτήτης του οχήματος, το απέκτησε καλόπιστα. Δυνάμει, δε, της προκειμένης διατάξεως, διατάσσεται η επιστροφή του εν θέματι προκειμένου οχήματος στον ιδιοκτήτη και νυν αιτούντα. Σημειωτέον, δε, ότι επί προγενεστέρας χρονολογικά αιτήσεως εξεδόθη το υπ’ αριθμόν ……… Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών …………, βάσει των διαλαμβανόμενων στο οποίο ιδιοκτήτρια του οχήματος τυγχάνει η πρώτη των προμνησθεισών εταιρεία, στο οποίο, παρά ταύτα, Βούλευμα, ουδόλως υφίσταται οιαδήποτε σχετική αναφορά στην εισφερθείσα, ως ανωτέρω, διάταξη της ιταλικής εισαγγελικής αρχής.

η. Βάσει, περαιτέρω, των διαλαμβανόμενων στην κρινόμενη αίτηση, ο αιτών ζητεί επί της ουσίας και κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της την άρση της επιβληθείσης, ως προελέχθη, κατασχέσεως και την απόδοση εις αυτόν του κατασχεθέντος οχήματος καθώς, κατά τα στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενα, τούτο τυγχάνει απολύτως αναγκαίο, δεδομένου του γεγονότος ότι ουδόλως δύναται να προκόψει περίπτωση νομίμου δεσμεύσεως του προκειμένου οχήματος, ενόψει του ότι εις βάρος του τελευταίου ουδόλως έχει υποβληθεί σχετική έγκληση, δεδομένου ότι νομίμως κατέχει το προκείμενο όχημα.

θ. Κατόπιν των ανωτέρω, δεδομένων των προμνησθεισών σκέψεων της μείζονας σκέψεως της παρούσας προτάσεως, δεδομένου του γεγονότος ότι πράγματι ο αϊτών φαίνεται να τυγχάνει κύριος του προκειμένου οχήματος, ως τούτο προκύπτει εκ της προμνησθείσης διατάξεως της Εισαγγελικής Αρχής του ……, δεδομένου του γεγονότος ότι ουδόλως αναμένεται να λάβει χώρα δυσχέρανση της διερευνήσεως της τελέσεως της αποδοθείσης στον ανωτέρω κατηγορούμενο αξιοποίνου πράξεως εκ του μέλλοντος να επιληφθεί Δικαστηρίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ……….λαμβανομένης υπόψη της αυτόφωρου καταλήψεώς του, δεδομένου ότι ουδόλως εν προκειμένω δύναται να προκόψει νομότυπη υποβολή εγκλήσεως, κατ’ άρθρο 405 §1 του ΠΚ, εκ του φερομένου ως βλαπτόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου, δεδομένου ότι η προκειμένη δικογραφία σχηματίσθηκε επ’ αφορμή μηνυτήριας αναφοράς εκ του Τελωνείου ……….. και ουχί δυνάμει σχετικώς υποβληθείσης εγκλήσεως, η οποία ουδόλως ενυπάρχει στο σώμα της κρινομένης υποθέσεως, δεδομένου ότι ουδόλως υφίσταται εκ της φύσεως του κατασχεθέντος αντικειμένου κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και, συναφώς, ουδόλως υφίσταται περίπτωση επιβολής της δημεύσεως ως μέτρου ασφαλείας, δεδομένου ότι η εξακολούθηση της κατασχέσεως μέσου μετακινήσεως δύναται να προκαλέσει κίνδυνο και υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, δεδομένου, ακόμη, ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 269 §3 του ΚΠΔ φαίνεται, ως ανωτέρω εξετέθη, να επιτρέπει την άρση της κατασχέσεως στο πρώιμο ακόμη στάδιο της προδικασίας, δεδομένου του γεγονότος της χρείας συνεκτιμήσεως της αρχής της αναλογικότητας, φρονούμε ότι δέον όπως το Συμβούλιό Σας αποφανθεί περί της άρσεως της επιβληθείσης κατασχέσεως λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος της υπάρξεως κινδύνου αποστερήσεως επί μακρόν του ιδιοκτήτη του εκ της χρήσεως του τελευταίου.

 

Για τους λόγους αυτούς

Προτείνουμε

α. Να αρθεί η επιβληθείσα, δυνάμει της από ……… σχετικής εκθέσεως, κατάσχεση και να διαταχθεί η απόδοση του κατασχεθέντος ως ανωτέρω αντικειμένου στον κύριο αυτού.

………..

Ο Εισαγγελέας

Προς τον Κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών΄......

Δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής  για υποστήριξη της κατηγορίας

ΤΟΥ: .....

ΚΑΤΑ

......

Καρδίτσα  ....

Την ... και ώρα ....πρωινή, ο εγκαλούμενος με αφορμή την παρατήρηση μου να μετακινήσει το φορτηγό του που είχε σταθμευμένο επι αγροτικού δρόμου σε αγροτική περιοχή στην ...., διότι ήταν αδύνατη η διέλευσή μου με το αγροτικό μου μηχάνημα (καρούλι) προκειμένου να εκτελέσω αγροτικές εργασίες στα παρακείμενα κτήματά μου, με δόλο και με προφανή σκοπό να με θανατώσει, μου επιτέθηκε αιφνίδια και με σφοδρότητα και συγκεκριμένα με μία ξύλινη μήκους 1,5 μέτρων περίπου χοντρή ράβδο (μαγκούρα) την οποία έφερε μαζί του, μου κατάφερε σφοδρότατα επανειλημμένα χτυπήματα στην περιοχή του κεφαλιού αλλά και του σώματος και δη αρχικά επιδιώκοντας να με θανατώσει με σφοδρό και ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι στο οποίο στόχευε, μου κατάφερε τελικά σφοδρότατο χτύπημα στην αριστερή πλάγια τραχηλική χώρα, καθόσον κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή έστριψα όσο μπορούσα τον κορμό και το κεφάλι μου για να αποφύγω το άμεσο θανατηφόρο χτύπημα, με αποτέλεσμα την σφοδρότατη τρώση στο ανωτέρω σημείο. Αμέσως δε μετά και ενόσω ήμουν ζαλισμένος εκ του χτυπήματος και χωρίς περιθώριο αντίδρασης μου κατάφερε με το ίδιο αμβλύ όργανο και άλλα τρία σφοδρότατα χτυπήματα δηλ. ένα στην πλάτη στο ύψος της 7ης αριστερής πλευράς (παρασπονδυλικά οπισθίως) και ένα ακόμη άνωθεν της αριστερής λαγονίας ακρολοφίας (πλάγια αριστερά πάνω από την μέση) και ένα ακόμη στην δεξιά ωμοπλάτη (βλ. κατωτέρω φωτογραφίες) και έτσι μου προκάλεσε σοβαρότατους τραυματισμούς στα πληγέντα μέρη δηλ. αιματώματα, οιδήματα και εκχυμώσεις εκ των οποίων δοκίμασα αφόρητο πόνο και για τα οποία μετέβην στο Νοσοκομείο ....όπου και διαπιστώθηκαν αυτά και μου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες.

Καθ` όλη την διάρκεια δε που επιχειρούσε τα ανωτέρω θανατηφόρα πλήγματά του, φώναζε προς εμένα και την σύζυγο μου .... που ήταν παρούσα στο συμβάν καθόσον πηγαίναμε μαζί για τις αγροτικές μας εργασίες, «θα σας κάψω ζωντανούς, θα σας κάψω το καρούλι, θα πεθάνετε, δεν βγαίνεις ζωντανός από εδώ» με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθώ για την ζωή μου και για την ζωή της συζύγου μου, αφού ήταν ήδη φανερό ότι αντικειμενικά ήταν σε θέση και είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τις απειλές του καθόσον άλλωστε ήδη δεχόμουν σφοδρότατα και επανειλημμένα χτυπήματα με επικίνδυνο όργανο σε ευαίσθητα σημεία του σώματος του που μπορούσαν να προκαλέσουν θάνατο.

 Το συμβάν της ανωτέρω επίθεσής του έληξε διότι προσέτρεξε στο σημείο ο ....., ο οποίος τυχαία έρχονταν προς το σημείο και εμπόδισε αυτόν να συνεχίσει τα σφοδρά χτυπήματά του.

Σημειώνεται ότι και στο παρελθόν είχα παρατηρήσει αυτόν για τον ίδιο λόγο, δηλ. διότι εσκεμμένα στάθμευε το φορτηγό όχημά του στην ανωτέρω αγροτική οδό κατά τρόπο ώστε να είναι αδύνατη η διέλευσή μου με τα αγροτικά μηχανήματά μου, πάρα το ότι είχε την δυνατότητα να το σταθμεύει σε παρακείμενη αποθήκη του και πάντοτε αρνούνταν.

 Για όλες τις ανωτέρω εγκληματικές του πράξεις και εγκλήματα υπέβαλα άμεσα έγκληση εναντίον του στο ΑΤ....., ο εγκαλούμενος συνελήφθη με την αυτόφωρη διαδικασία, αφέθηκε ελεύθερος μετά από προφορική εντολή του κ. Εισαγγελέα και σχηματίστηκε εναντίον του η με ΑΒΜ ..... ποινική δικογραφία 

Επειδή συνεπώς ο εγκαλούμενος τέλεσε εναντίον μου το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας (299 ΠΚ) καθόσον, επιφέροντας με τα ανωτέρω μέσα και τρόπο τα ως άνω καίρια και σφοδρά χτυπήματα εναντίον μου, είχε δόλο και θέληση να μου αφαιρέσει την ζωή, οι δε ενέργειές του οπωσδήποτε συνιστούν αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος (42ΠΚ), δεν επιτεύχθηκε όμως ο σκοπός τους χάριν της γερής σωματικής μου κράσης και μόνο (ΑΠ 626/86 ΠΧ ΛΣΤ 706).

Ειδικότερα, ενυπάρχει και διαγιγνώσκεται ο ανθρωποκτόνος   δόλος του (αντικειμενικοποιείται) στις ανωτέρω πράξεις του από τον τρόπο που ενήργησε, από τα μέσα που χρησιμοποίησε, τα μέρη του σώματος μου που κατηύθυνε τα ισχυρότατα χτυπήματά του, την ένταση των χτυπημάτων και ειδικότερα από τα εξής αντικειμενικά στοιχεία:

        Προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών …………

                ( Δια του κ. Εισαγγελέως Πλημ/κών ……….)

ΑΙΤΗΣΗ για απόδοση κατασχεθέντος οχήματος-ΠΡΟΣΦΥΓΗ

………… του ………….  και της ……………, ………. υπήκοος γεννηθείς την ……….. στη ……….. κάτοικος ……… στη διεύθυνση ………….., με αρ. διαβατηρίου  ……….

         Καρδίτσα 14-7-2021

         Με την παρούσα ζητώ να μου αποδοθεί το παρακάτω όχημά μου ΙΧΕ που κατασχέθηκε αδικαιολόγητα και μη νόμιμα  και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να βρίσκονται στα χέρια των διωκτικών αρχών,  γιατί ήδη έχει κριθεί από το κατωτέρω δικαιοδοτικό όργανο της Ιταλίας ότι μου ανήκει, ότι είμαι ο αληθής μόνος και πραγματικός ιδιοκτήτης του, διατάχθηκε η ανάκληση της κατάσχεσής του και η επιστροφή του σε εμένα τον ιδιοκτήτη και η διαγραφή του από τον κατάλογο αναζήτησης Σέγκεν και επιπλέον διατάχθηκε η εκτέλεση αυτής της απόφασης η οποία παράγει Ευρωπαϊκό δεδικασμένο και εκτελεστότητα και δεσμεύει και την Ελλάδα και τις διωκτικές Αρχές της ως μέλος της ΕΕ, οι οποίες συνεπώς οφείλουν την απόδοσή του. Σε κάθε δε περίπτωση ζητώ να αρθεί η επιβληθείσα κατάσχεση (Νέος ΚΠΔ 269.3) γιατί συντρέχουν όλες οι δικονομικές, νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις προς τούτο (68,76ΚΠΔ) αλλά και γιατί απαραδέκτως ασκήθηκε η ποινική δίωξη εναντίον μου αφού δεν υπάρχει καμία έγκληση για το αδίκημα που κατηγορούμαι και συνεπώς είναι άκυρη και η πράξη της κατάσχεσης και η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον μου, άλλως να οριστώ μεσεγγυούχος σ` αυτό. Ειδικότερα:

         Είμαι …………. υπήκοος, πλην όμως Έλληνας ομογενής διαθέτων το με αρ. ……… Ειδικό δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς του ΤΑ ……….  Κατοικώ με την οικογένειά μου (σύζυγος και δύο τέκνα) στην άνω δ/νση της …………., πλήν όμως εργάζομαι και δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά στην Ελλάδα άνω της 20ετίας. Συγκεκριμένα ασχολούμαι με εμπόριο υποδημάτων και ενδυμάτων, υποβάλλω για την δραστηριότητά μου αυτή φορολογική δήλωση στην Ελλάδα, έχω λάβει Ελληνικό ΑΦΜ (………/Δ.Ο.Υ ………) και ΑΜΚΑ (………..) και διαμένω στην Ελλάδα επι της οδού ……….. στην ………….

         Με την από ……………… έκθεση κατάσχεσης των οργάνων του τελωνίου ………., …………., τελωνειακού ΤΕ/Α και ………. τελωνειακού ΤΕ/Β υπαλλήλων, κατασχέθηκε το όχημά μου ιδιοκτησίας μου ΙΧΕ με αρ. κυκλ. ……………. αλβανικών αρχών πινακίδων κυκλοφορίας, με αρ. αδείας κυκλοφορίας ………. αρχών  …………, μάρκας ………….., με αριθμό πλαισίου επί του οχήματος ……………, χρώματος μαύρου το οποίο σύμφωνα με αυτή ευρίσκεται ακινητοποιημένο μέχρι και σήμερα στο χώρο του τελωνείου ………. και με την αιτιολογία ότι αυτό καταζητείται στο σύστημα SCHENGEN με αριθμό ταυτότητας ……….. ενώ η αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος τιμωρείται κατά το Ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 394ΠΚ.

         Συγκεκριμένα την ανωτέρω ημερομηνία και ώρα 10.15 ελέγχθηκα εισερχόμενος στην Ελλάδα με το άνω όχημά μου και παρά το ότι κατέχω άπαντα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την νομιμότητα της αγοράς, ιδιοκτησίας και κατοχής μου, όπως κατωτέρω αυτά παρουσιάζονται και προσκομίζω και με την παρούσα, αυτό κατασχέθηκε, αφαιρέθηκε και παραμένει στον ανωτέρω χώρο μέχρι και σήμερα αφού δεν εκποιήθηκε ακόμη, ενώ εγώ συνελήφθην και αφέθηκα ελεύθερος.

         Σχηματίστηκε η με ΑΒΜ ………. ποινική δικογραφία εις βάρος μου από τον κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών ………. Κατά πληροφορίες μου (με δικηγόρο που διόρισα για τον σχετικό έλεγχο), κατηγορούμαι για το αδίκημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (ΠΚ 394.1α) εις βάρος της ιδιοκτήτριας τάχα του οχήματος Ιταλικής εταιρείας «………» και έχει οριστεί δικάσιμος για την εκδίκασή της στο ΜΠλμ……… την ……….

         Ωστόσο κανένα κλητήριο θέσπισμα δεν μου έχει επιδοθεί μέχρι σήμερα. Δηλ. η ποινική μου ανωτέρω υπόθεση ευρίσκεται στο στάδιο πριν την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος.

         Το αυτοκίνητο αυτό το αγόρασα από τον ………  με το από ……… συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβ/φου ………. και σ` αυτό ο πωλητής εγγυήθηκε την ανυπαρξία νομικών ελαττωμάτων, ενώ την ……. εκδόθηκε και η νόμιμη άδεια κυκλοφορίας των ……. αρχών στο όνομά μου με τα πλήρη στοιχεία του οχήματος.

         Η συναλλαγή έγινε αφού πρώτα εκδόθηκε η σχετική με αρ. πρωτ. ……….. βεβαίωση του Υπουργείου Μεταφορών και υποδομών της …….. ότι ο πωλητής μου δεν είχε υποχρεώσεις σχετικά με το όχημα (πρόστιμα κλπ) και δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση από τα αρμόδια όργανα του Κράτους ή το νόμο και επετράπη έτσι η συνέχιση των διαδικασιών πώλησης σε μένα.

         Ο πωλητής μου ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης του οχήματος γιατί στο όνομά του είχε εκδοθεί από τις ίδιες ανωτέρω αρχές το «Πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του οδικού οχήματος» αλλά και η άδεια κυκλοφορίας αυτού με ημερομηνία έκδοσης της 2-9-2016 (καρτέλα με αρ. ……….) καθόσον για την απόκτησή του εκδόθηκε το με αρ. ………..φορολογικό τιμολόγιο στο όνομά του όπως προκύπτει από την σχετική βεβαίωση της Γενικής Δ/νσης Υπηρεσιών Οδικών Μεταφορών ………..  Σημειώνεται ότι αντίστοιχο φορολογικό τιμολόγιο με αρ. ………, εκδόθηκε και για την μεταβίβαση σε εμένα όπως προκύπτει από την αντίστοιχη βεβαίωση της ίδιας Υπηρεσίας, ενώ πληρώθηκαν και για τα δύο οι νόμιμες επιβαρύνσεις ΦΠΑ.

         Για την μεταβίβαση του οχήματος και στις δύο περιπτώσεις, δηλ. τόσο στον δικαιοπάροχό μου, όσο και σε εμένα, έγινε και φυσικός έλεγχος του οχήματος από την Γενική Δ/νση Υπηρεσιών Οδικών Μεταφορών της ………. και προς τούτο εκδόθηκαν αντίστοιχα τα με αρ. ……… και ……….  Πιστοποιητικά Φυσικού Ελέγχου.

         Το ανωτέρω όχημα εισήγε ο δικαιοπάροχός μου από την Ιταλία από την νόμιμη ιδιοκτήτρια, όπως προκύπτει από τον φάκελο του οχήματος στην ανωτέρω Γενική Δ/νση. Συγκεκριμένα από την με αρ…….. άδεια κυκλοφορίας αυτού της Ιταλικής Δημοκρατίας, προκύπτει ότι η ιδιοκτήτρια του οχήματος ήταν η εταιρεία  ……… με δ/νση ……… (πόλη ………). Την άδεια αυτή συνοδεύει η από …….. βεβαίωση της Γενικής Δ/νσης Εγκληματικής Αστυνομίας του Υπουργείου Εσωτερικών, εκδοθείσα για το σύστημα πληροφορικής Interforze ότι ελεγχόμενο το όχημα με τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου από ……… έως ……….., δηλ. λίγο πριν την απόκτηση από τον δικαιοπάροχο μου «δεν εμφανίζεται στο αρχείο κλεμμένων οχημάτων. Αναζήτηση υπ` αριθμό ………»

         Επίσης από το με συνοδεύον αυτήν με αρ. ………. πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του Δημοσίου μητρώου αυτοκινήτων του Επαρχιακού Γραφείου της ……….,  προκύπτει ότι από ……… το όχημα ανήκε πράγματι στην ανωτέρω εταιρεία η οποία μάλιστα με σχετική επισυναπτόμενη επιστολή της προς τον δικαιοπάροχό μου τον ενημερώνει για τα στοιχεία το οχήματος και την αξία του.

         Επίσης  από το φάκελο του οχήματος (τον οποίο ζήτησα με αίτησή μου), προκύπτει ότι το όχημα εισήχθη νόμιμα την ………. στην ………. ως μεταχειρισμένο όχημα με τα ίδια ακριβώς στοιχεία και χαρακτηριστικά με αποστολέα την ανωτέρω ιδιοκτήτρια εταιρεία και παραλήπτη τον δικαιοπάροχο πωλητή μου ……... Ο εκτελωνισμός του έγινε την …….. με αρ. Τελωνειακής αναφοράς …….. επίσης στο όνομα του ανωτέρω δικαιοπαρόχου μου, οπότε και από το σχετικό τελωνειακό γραφείο του ………. εξεδόθη η σχετική «Διαταγή απελευθέρωσης» αυτού με παραλαβόντα επίσης τον ανωτέρω δικαιοπάροχό μου.

         Άπαντα τα ανωτέρω έγγραφα στοιχεία ζήτησα και έλαβα επίσημα μετά από σχετική μου αίτηση προς την ανωτέρω Γενική Δ/νση Υπηρεσιών Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Υποδομών Και Ενέργειας της  ……… όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. ………. έγγραφό του και προσκομίζω επισήμως μεταφρασμένα από το πρωτότυπο τους το οποίο επισυνάπτεται.

         Προκύπτει δηλ. ότι το όχημα αυτό ποτέ δεν ήταν κλεμμένο, ή σχετιζόμενο με κάποιο αδίκημα, αλλά νόμιμα εισαχθέν και εν συνεχεία πωληθέν κλπ.

           Με τα ανωτέρω στοιχεία στα χέρια μου, απευθύνθηκα με δικηγόρο στην Εισαγγελία του Δικαστηρίου του ΚΟΜΟ (COMO) Ιταλίας όπου και είχε ήδη σχηματιστεί ποινική δικογραφία «σχετικά με μία σειρά από οχήματα αντικείμενο απόσπασης εις βάρος του διαχειριστή πτώχευσης της  «Formula 1Gomme   ε.π.ε» και ήδη είχε ασκηθεί δίωξη εναντίον διαφόρων προσώπων «για το έγκλημα της χρεοκοπίας σε σχέση με την αποτυχία» της ανωτέρω ε.π.ε

         Σε σχέση λοιπόν με αυτό το αδίκημα και στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας-προκαταρκτικές έρευνες με βάση διάταγμα από …….. του κ. Δικαστή του Δικαστηρίου του Κόμο, είχε κατασχεθεί και το ανωτέρω όχημά μου, του οποίου ζήτησα την επιστροφή σε εμένα ως νόμιμος ιδιοκτήτης του ο οποίος φυσικά δεν τέλεσα και δεν μετείχα σε κανένα έγκλημα χρεοκοπίας της άνω εταιρείας.

         Με την με αρ. Γενικού Μητρώου ……. απόφαση της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του Κόμο (Εισαγγελέας …….) Διατάχθηκε « η ανάκληση της κατάσχεσης του οχήματος ……… με σασί ……… και ιταλική πινακίδα ……… και την επιστροφή του στον τρέχοντα ιδιοκτήτη …….. μετά την ακύρωση της συμπερίληψής του στο σύστημα Σέγκεν»  καθόσον έγινε δεκτό «ότι ο διαχειριστής θύματος πτώχευσης ανακοίνωσε ότι θεωρεί την επιστροφή του οχήματος μη οικονομική και ότι, ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρεται, ότι σε κάθε περίπτωση με βάση τα αποκτηθέντα έγγραφα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο τρέχων ιδιοκτήτης του οχήματος το αγόρασε καλόπιστα, ότι οι προϋποθέσεις  που οδήγησαν στην θέσπιση του πραγματικού προληπτικού μέτρου δεν εμφανίζονται πλέον». Μετά δε ταύτα παραγγέλθηκε η εκτέλεση αυτής καθόσον παρα πόδα αυτής ορίστηκε ότι « Πληρεξούσιος για την εκτέλεση, οι αξιβματικοί της Δικαστικής Αστυνομίας της Οικονομικής ή Δημοσιονομικής Αστυνομικής Μονάδας της Οικονομικής Αστυνομίας (Guardia di Finanza) του Κόμο (Como). Αποστέλλεται στην Γραμματεία για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων. Κόμο ….. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ. Υπογραφή

         Την απόφαση αυτή με την οποία ανακλήθηκε η προληπτική κατάσχεση του οχήματός μου, επέδωσε στον δικηγόρο μου το αρμόδιο όργανο της Οικονομικής Αστυνομίας του Κόμο την 22-4-2021

         Παράλληλα με τις ανωτέρω διαδικασίες στην Ιταλία, αιτήθηκα δια του κ. Εισαγγελέως …….. από το Συμβούλιο Πλημ/κών …….. την άρση της επιβληθείσης κατάσχεσης και την απόδοση αυτού σε μένα, άλλως και επικουρικά την αλλαγή μεσεγγυούχου και τον ορισμό μου ως τέτοιου.

         Με το με αρ. …… Βούλευμα, απερρίφθη η αίτησή μου γιατί έγινε δεκτό ότι τάχα ιδιοκτήτρια του οχήματος ήταν η ….. και κατά το επικουρικό σκέλος ότι δεν συντρέχει κίνδυνος φθοράς του.

         Ωστόσο όπως είναι φανερό ότι για την ανωτέρω εξενεχθείσα κρίση δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν μπορούσαν φυσικά να ληφθούν υπόψη τα ανωτέρω καταλυτικά που συνέβησαν-αποκαλύφθηκαν αργότερα ήτοι ότι ήδη με απόφαση του ανωτέρω δικαιοδοτικού οργάνου του Κόμο, κρίθηκε ότι είμαι ο τρέχων καλόπιστος ιδιοκτήτης του οχήματος και ότι ως εκ τούτου διατάχθηκε η απόδοσή του σε εμένα , ότι καμία αξίωση δεν προβάλλει η άνω εταιρεία σχετικά με την κυριότητα του οχήματος και ότι ακυρώθηκε η συμπερίληψή του στο σύστημα Σέγκεν και δεν αναζητείται πλέον ως σχετιζόμενο με οποιοδήποτε αδίκημα και επιπλέον διατάχθηκε η εκτέλεση της άνω απόφασης από την Αστυνομία της Ιταλίας, Χώρας του Σέγκεν

         Αν όλα αυτά τα γνώριζε το Συμβούλιο, είναι φανερό ότι η κρίση του θα ήταν ακριβώς η αντίθετη δηλ. θα ήρε την κατάσχεση και θα απέδιδε το όχημα σε μένα.

         Στην προκείμενη περίπτωση είναι απολύτως βέβαιο ότι καμία δυσχέρεια στην εξακρίβωση της αλήθειας δεν θα προκληθεί από την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση σε μένα, αφού....

Αριθμός 222/2017

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ

ΛΑΡΙΣΑΣ

Δικάσιμος της 8ης Μαΐου 2017

ΣΥΝΘΕΣΗ

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

ΠΡΑΞΕΙΣ

Νικόλαος Πουλάκης

…………

Άμεση συνέργεια σε

Προεδρεύων Εφέτης

του …………., κάτοικος …………….

απάτη κατ’ εξακολούθηση

Αθηνά Μίξιου, Μαριέττα Μαυρή Εφέτες

Σταύρος

Μπατουδάκης

(……………………….)

τετελεσμένη και σε απόπειρα από δράστη που ενεργεί κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη

Αντεισαγγελεύς

Εφετών

(οι οποίοι κληρώθηκαν με το με αριθμό 5/2017 Πρακτικό Κληρώσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας)

Παύλος Τζαφάλιας Γραμματέας

ΠΑΡΩΝ

περιουσιακή ζημία ποσού άνω των 30.000 ευρώ

 

 

 

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου.

Ο Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου, ο οποίος ήταν παρών και σε ερώτηση του Προέδρου για τα στοιχεία της ταυτότητάς του απάντησε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται παραπάνω και ότι έχει διορίσει συνηγόρους του τους παρόντες δικηγόρους Καρδίτσας ………………. και Ανδρέα Βρόντο.

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο είπε ότι η προκειμένη υπόθεση εισάγεται με το υπ’ αριθμ. …………….. βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ……………....

Κατόπιν, ο Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας από τους οποίους οι ……………… και ……………….. ήταν παρόντες, ενώ ο ………………….. δεν εμφανίστηκε.

Στη συνέχεια ρώτησε τον κατηγορούμενο και τους συνηγόρους του αν έχουν κλητεύσει μάρτυρες υπεράσπισης και αυτοί απάντησαν αποφατικά.

Στο σημείο αυτό και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ………………, υπέβαλε στο Δικαστήριο αυτοτελείς ισχυρισμούς για λογαριασμό του εντολέα του και αφού τους ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ζήτησε την καταχώρησή τους στα πρακτικά της παρούσας απόφασης και έχουν ως ακολούθως:

Ο Εισαγγελέας επιφυλάχθηκε να προτείνει και το Δικαστήριο να αποφασίσει επί των προβληθέντων ισχυρισμών, αφού αυτοί συνέχονται με την ουσία τη υπόθεσης.

………Στη συνέχεια οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού πήραν το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησαν να αναγνωσθούν τα έγγραφα που αναφέρονται στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προσκόμισαν προηγουμένως, με τη σειρά που αναφέρονται και προσκόμισαν επιπλέον και ζήτησαν να αναγνωστεί το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……. από ………….. έγγραφο του Πταισματοδίκη …………. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών …………….

Στη συνέχεια ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται.

Οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού πήραν το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν την υπεράσπιση και ζήτησαν την απαλλαγή του κατηγορουμένου.

Ο κατηγορούμενος, αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την απαλλαγή του.

Κατόπιν ο Πρόεδρος κήρυξε περαιωμένη τη συζήτηση και το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη, με την παρουσία και του Γραμματέα, κατάρτισε την απόφασή του, ο δε Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως στο ακροατήριο και σε δημόσια συνεδρίαση την απόφασή του με αριθμό 222/2017 με το παρακάτω περιεχόμενο:

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

Δικάσιμος της +++++ 2017

ΣΥΝΘΕΣΗ

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Νικόλαος Πουλάκης Προεδρεύων Εφέτης

Αθηνά Μίξιου Μαριέπα Μαυρή Εφέτες

Εμμανουήλ Μπότσογλου Αντεισαγγελέας Εφετών

(κληρωθέντες με το υττ'αριθμ. 22/2017 Πρακτικό Κληρώσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας)

Χρήστος Κουτσουμπλής Γραμματέας

1)…..

2)…..

3)…..

4)….,5)…ΠΑΡΟΝΤΕΣ

-     Διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (αποστολή & παραλαβή) κατ' εξακολούθηση (2n, 3η).

-      Κατάχρηση ιδιότητας ιατρού κατ' εξακολούθηση (1°?, 4°ς 5°ς).

-      Ηθική αυτουργία στην κατάχρηση ιδιότητας ιατρού κατ' εξακολούθηση (2η).

 

 

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στη σημερινή του Δικαστηρίου τούτου συνεδρίαση, που έγινε δημόσια στο ακροατήριο, ο Προεδρεύουν εκφώνησε τα ονόματα των κατηγορουμένων, οι οποίοι εμφανίσθηκαν και ρωτήθηκαν από τον Προεδρεύοντα για τα στοιχεία της ταυτότητάς τους και απάντησαν ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται παραπάνω και δήλωσαν ότι διορίζουν συνηγόρους υπερασπίσεώς τους, ο πρώτος κατηγορούμενος τους δικηγόρους Καρδίτσας …και Ανδρέα Βρόντο, ο τέταρτος κατηγορούμενος τον .. και ο πέμπτος κατηγορούμενος τον δικηγόρο …., οι οποίοι αποδέχτηκαν το διορισμό τους. Η δεύτερη και τρίτη κατηγορούμενες, δήλωσαν ότι στερούνται συνηγόρου υπερασπίσεώς τους.

 ….

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε, να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι.

Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο, συντάχθηκαν με την πρόταση του Εισαγγελέα και ζήτησαν την απαλλαγή των εντολέων τους.

Ο κατηγορούμενοι, αφού έλαβε διαδοχικά το λόγο, ζήτησαν το ίδιο.

Ο Προεδρεύων ρώτησε τους κατηγορούμενους αν έχουν κάτι να προσθέσουν για την υπεράσπιση και σε αρνητική αυτών απάντηση, κήρυξε περατωμένη τη συζήτηση.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο, σε μυστική διάσκεψη, με την παρουσία και του Γραμματέως, κατάρτισε και αμέσως δημοσίευσε στο ακροατήριό του την παρακάτω απόφασή του:

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την όλη αποδεικτική διαδικασία που διενεργήθηκε στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δηλαδή από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, από την ανάγνωση των προαναφερόμενων εγγράφων, τα οποία αναγνώστηκαν στη διάρκεια της δίκης τούτης νόμιμα, από την απολογία των κατηγορουμένων και γενικά, από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αποδιδόμενες σ' αυτούς αξιόποινες πράξεις. Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, αποδείχθηκε ότι οι ασθενείς α) ….+, τους οποίους αυτός συνταγογραφούσε, έπασχαν από πολλαπλές, χρόνιες και βαριές ασθένειες, όπως σπονδυλοαθροπάθεια, νευροφυτικές διαταραχές, αϋπνίες, ψυχωτική κατάθλιψη με έντονο άγχος, οξεία αγχώδη νεύρωση με στοιχεία καταθλίψεως κρίσεων πανικού, τάσεως φυγής, υπερκινητικότητα, συχνών κρίσεων ημικρανίας κλπ και όλα τα συνταγογραφούμενα από αυτόν φάρμακα ήταν τα κατάλληλα, ενδεδειγμένα και επιβαλλόμενα από την ιατρική επιστήμη, για τους συγκεκριμένους ασθενείς και τις συγκεκριμένες ασθένειές τους, όπως κατέθεσαν τόσο οι μάρτυρες κατηγορίας, όσο και η μάρτυρας υπεράσπισης του πρώτου κατηγορουμένου. Συνεπώς, ο πρώτος κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη της κατάχρησης της ιδιότητας ιατρού κατ' εξακολούθηση, για την οποία παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου. Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθεί αθώα και η δεύτερη κατηγορούμενη, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην κατάχρηση της ιδιότητας ιατρού, κατ' εξακολούθηση. Για τον ίδιο παραπάνω λόγο, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι και οι τέταρτος και πέμπτος των κατηγορουμένων, αγροτικοί ιατροί στην ….., για κατάχρηση της ιδιότητας ιατρού, κατ' εξακολούθηση, ο πρώτος από αυτούς, αφού οι συνταγές που έγραψαν αυτοί, για τους ίδιους παραπάνω ασθενείς, εννέα συνολικά ο τέταρτος κατηγορούμενος και μία μόνον ο πέμπτος κατηγορούμενος, αφορούσαν φάρμακα κατάλληλα, ενδεδειγμένα και επιβαλλόμενα από την ιατρική επιστήμη, για τους συγκεκριμένους ασθενείς και τις συγκεκριμένες ασθένειές τους, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας.

Από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη και η τρίτη των κατηγορουμένων διακίνησαν ναρκωτικές ουσίες, υπό την μορφή της αποστολής η δεύτερη εξ αυτών και της παραλαβής η τρίτη εξ αυτών ναρκωτικών ουσιών, αφού ακόμα και στο κατηγορητήριο η τέλεση των ανωτέρω πράξεων περιγράφεται εντελώς αόριστα. Η αλήθεια είναι ότι μόνον μία φορά η δεύτερη κατηγορούμενη έστειλε ένα κουτί …στην αδελφή της - τρίτη κατηγορούμενη, …., επειδή εκείνο το διάστημα έλλειπε ο γιατρός της. Όλα τα υπόλοιπα φάρμακα (αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά και υπναγωγό), που κατείχε η τρίτη κατηγορούμενη, τα κατείχε νομίμως, με ιατρική συνταγή του θεράποντος ιατρού της, στο ….. Συνεπώς, η δεύτερη και η τρίτη των κατηγορουμένων, πρέπει να κηρυχθούν αθώες της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με την ειδικότερη μορφή της αποστολής και παραλαβής ναρκωτικών ουσιών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Συνακόλουθα, όλοι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι των αποδιδόμενων σε έκαστο εξ αυτών, πράξεων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας με παρόντες τους κατηγορούμενους, +++ του +++, κάτοικο +++, ++, κάτοικο ++, +++, κάτοικο +++, +++, κάτοικο +++ και +++, κάτοικο ++++.

Κηρύσσει τους κατηγορούμενους, αθώους του ότι:

Α. Ο 1°ς κατηγορούμενος … : Ενώ η έκδοση συνταγής για την χορήγηση ναρκωτικών από ιατρό, επιτρέπεται μόνο εν γνώσει του ότι υπάρχει πραγματική και συγκεκριμένη ιατρική ένδειξη, αυτός, στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, προέβη σε κατάχρηση της ιατρικής του ιδιότητας, εκδίδοντας, ως ιατρός - παθολόγος, διατηρών ιατρείο στην πόλη της +++, αλλά και ως εν ενεργεία ιατρός του Κέντρου Υγείας …., συνταγές για τη χορήγηση ναρκωτικών, ήτοι ουσιών που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ατόμου από αυτές και οι οποίες περιλαμβάνονται στον Πίνακα Δ' αριθμ. 12, 27, 51,75 και στον πίνακα Γ αριθμ. 110 του Ν. 3459/2006, εν γνώσει του ότι δεν υπάρχει πραγματική και συγκεκριμένη ιατρική ένδειξη. Συγκεκριμένα:

1) Στις … ως ιατρός -…., εφημερεύων στο … εξέδωσε, στην …., την …., χωρίς να εξετάσει αυτήν ιατρικώς με την ενδεδειγμένη κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης μέθοδο και να διαπιστώσεις ότι υπάρχει πραγματική και συγκεκριμένη ιατρική ένδειξη για τη χορήγηση των…

Εξέδωσε δε, όλες τις παραπάνω αναφερόμενες (στα υπό στοιχεία 1 έως 9 του παρόντος) συνταγές για την χορήγηση των ως άνω ναρκωτικών ουσιών, επ’ ονόματι της ανωτέρω, αναληθώς φερόμενης ως ασθενούς της, εν γνώσει της ότι δεν υπήρχε πραγματική και συγκεκριμένη ιατρική ένδειξη για την χορήγηση κάθε φορά των ως άνω αναλυτικώς αναφερομένων ναρκωτικών φαρμάκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

Λάρισα, 09/10/2017

          Ο Προεδρεύων Εφέτης                            Ο Γραμματέας

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ +++

++

Το ΔΣ του ΤΟΕΒ δεν είναι φορέας Κρατικής εξουσίας , δηλ. δημόσια Αρχή ή όργανο αυτής, τα δε μέλη του, δεν είναι υπάλληλοι για άσκηση κρατικής εξουσίας. Και ούτε μετατέθηκε ποτέ στο ΤΟΕΒ κάποια τέτοια άσκηση δημόσιας ή κοινοτικής υπηρεσίας με κάποιο τρόπο και για κάποιο λόγο.

Η απόφαση περί πρόσληψης εποχιακού προσωπικού για τις ανάγκες του ΤΟΕΒ (ΝΠΙΔ), δεν εμπίπτει σε καμία περίπτωση στο πεδίο άσκησης δημόσιας υπηρεσίας, δηλ. στον κύκλο δημοσίων υποθέσεων, αλλά αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην λειτουργία του με βάση τον Κανονισμό που το διέπει. Δεν αποτελεί έκφραση πολιτειακής βούλησης μέσα στον κύκλο δημοσίων υποθέσεων.

Συνεπώς δεν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι στους οποίους για το συγκεκριμένο ζήτημα (πρόσληψης εποχιακού προσωπικού) έχει ανατεθεί, ορισμένου περιεχομένου, υπηρεσιακό καθήκον προκύπτον από το νόμο, ή από διοικητική πράξη κανονιστικού χαρακτήρα ή από ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής.

Όμως για την στοιχειοθέτηση της ΠΚ259 απαιτείται ο υπάλληλος, δηλ. το πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση δημόσιας εξουσίας (οπότε και πρέπει να υπάρχει σχέση Πολιτειακής υποταγής και εξάρτησης που φυσικά εδώ απουσιάζει. ΑΠ 1321/84 ΠΧ ΛΕ, 340) να παραβαίνει (με πράξη ή παράλειψη, οπότε πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για ενέργεια. πρβλ. ΑΠ 670/2005 ΠΧ ΝΕ 1005), ένα όχι οποιοδήποτε υπαλληλικό καθήκον, αλλά εκείνο το υπηρεσιακό (ανατεθέν με νόμο, διοικητική πράξη κλπ, που συνδέεται με την υπηρεσιακή του δραστηριότητα για την οποία είναι καθ` ύλην και τόπον αρμόδιος) που του έχει ανατεθεί ως όργανο του Κράτους και επιπλέον αφορά στις σχέσεις της πολιτείας με τους τρίτους.

Πράγματι παγίως γίνεται δεκτό ότι οι ΤΟΕΒ αποτελούν ενώσεις προσώπων (φυσικών και νομικών) συνδεομένων με εμπράγματη σχέση προς τα αγροτικά ακίνητα μιας ορισμένης περιοχής, οι οποίες έχουν ως σκοπό την διοίκηση και τη ρύθμιση της χρήσεως των υδάτων της περιοχής τους καθώς και την επιμέλεια και διαχείριση των τεχνικών έργων εγγείων βελτιώσεων για την αύξηση της παραγωγής και την καλύτερη εκμετάλλευση των πιο πάνω ακινήτων. Οι ενώσεις αυτές, χαρακτηρίζονται ρητά ως γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις αναγκαστικής μορφής και σαν τέτοιες έχουν τον χαρακτήρα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 12 § 6 του Συντάγματος. Και ναι μεν από τις διατάξεις του ν.δ. 3881/1958 που αφορούν στις αρμοδιότητες των οργάνων των Τ.Ο.Ε.Β., όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, προκύπτει ότι τα όργανα αυτά μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, σαν τέτοιον, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΟλΣτΕ 2903/83, ΣτΕ 4101/1995, ΣτΕ 4372/2011, ΠΠρΑμαλ 176/2017 ΝΟΜΟΣ ).

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013