07 Μαϊος 2024 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ …

ΑΓΩΓΗ (χρέους)

Της ανώνυμης εταιρείας ….

ΚΑΤΑ

Διατηρώ στον ανωτέρω τόπο, κατάστημα-επιχείρηση εμπορίας με σκοπό βιοπορισμού και επι κέρδει, διαφόρων ανταλλακτικών και εξαρτημάτων για ανάγκες επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Τον Ιούλιο του 2020 συμφωνήσαμε στην έδρα μου (ο νόμιμος εκπρόσωπός μου) να του προμηθεύω-πωλώ, για τις ανάγκες των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του, διάφορα ανταλλακτικά και εξαρτήματα. Εν` όψει των συχνών  συναλλαγών πώλησης εμπορευμάτων, συμφωνήσαμε όπως ανοιχτεί μεταξύ μας λογαριασμός με βάση τον οποίο οι μεν απαιτήσεις μου που θα προέκυπταν κάθε φορά από την συμφωνία πώλησης επί πιστώσει κάθε εμπορεύματος προς αυτόν, θα υπάγονται στον ανοικτό λογαριασμό, οι δε μερικές καταβολές που θα πραγματοποιούσε δεν θα συνιστούσαν και δεν θα επέφεραν εξόφληση κάποιας συγκεκριμένης συναλλαγής, αλλά θα αποτελούσαν κονδύλια του ενιαίου και αδιαίρετου λογαριασμού, εις τρόπον ώστε να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένα οι απαιτήσεις που προκύπτουν από τις μεταξύ μας συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβήνονται κατά το κλείσιμο (είτε με συμφωνία, είτε με πρωτοβουλία του ενός) του λογαριασμού αυτού, έτσι ώστε να αποτελέσει την μοναδική πλέον απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρχει και το οποίο αρχήθεν αφηρημένα υποσχέθηκε ότι θα καταβάλλει σε μένα.  Τα ανωτέρω αποτελούν μία πρακτική που κατά κόρον τηρείται στις αγοραπωλησίες του οικείου τομέα συναλλαγών, αφενός γιατί εξυπηρετούνται οι συχνές συναλλαγές πιο αποτελεσματικά με τους κανόνες της λογιστικής, αφετέρου για λόγους οικονομικής διευκόλυνσης του αγοραστή αγρότη, οι οποίοι κατά τις παγιωμένες συνήθειες του οικείου τομέα συναλλαγή, εισπράττουν τα έσοδά τους σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους, (π.χ επιδοτήσεις, στο τέλος κάθε καλλιεργητικής περιόδου όταν συγκομίζουν, οπότε και εξοφλούν τις υποχρεώσεις προς τρίτους).  Στο πλαίσιο λοιπόν της ανωτέρω συμφωνίας μας, επώλησα και παρέδωσα σ` αυτόν, δυνάμει συμφωνίας πώλησης κάθε φορά, τα κάτωθι αναλυτικά αναφερόμενα εμπορεύματα και εν γένει είδη,  με το εκάστοτε κάθε φορά συμφωνηθέν κατ` αποκοπή τίμημα, για τα οποία εκδόθηκε και το σχετικό παραστατικό τιμολόγιο κάθε φορά, στα οποία πλήρως αναφέρομαι ως εν ενιαίο και αδιαίρετο όλον μετά της παρούσης και για τα πωληθέντα είδη (εξαρτήματα και ανταλλακτικά γεωργικών μηχανημάτων και εξοπλισμού) και για το τίμημα και για τον χρόνο πώλησης, ήτοι:…

 Συνολικά δηλ. επώλησα και παρέδωσα εμπορεύματα αξίας και συμφωνηθέντος τιμήματος  ..Έναντι των ανωτέρω τιμημάτων κάθε φορά, ο εναγόμενος μου κατάβαλε τα εξής ποσά τους κάτωθι χρόνους, ήτοι… Συνολικά δηλαδή μου κατάβαλε το ποσό των …€. Δηλ. εξόφλησε όλα τα ανωτέρω τιμολόγια μέχρι … για  το τιμολόγιο της …, κατέβαλε εν μέρει το ποσό των ….€ και απέμεινε υπόλοιπο  …. € και έκτοτε τα υπόλοιπα τιμολόγια-πωλήσεις είναι ανεξόφλητα.

Η δε κίνηση του λογαριασμού αυτού (δοσοληψίες), για το χρονικό διάστημα από …, για τις μεταξύ μας ανωτέρω συμφωνηθείσες αγοραπωλησίες, ήτοι τα συγκεκριμένα κονδύλια των χρεώσεων των ποσών-τιμήματος, τα ποσά που κατέβαλε έναντι, τα συνολικά ποσά, τα υπόλοιπα που απέμειναν και αλλά και οι ημερομηνίες αυτών, έχουν αναλυτικά όπως ακριβώς απεικονίζεται στην αμέσως κατωτέρω ενσωματούμενη στην παρούσα ως εν ενιαίο και αδιαίρετο όλο, «Καρτέλα Πελάτη» η οποία αποτυπώνει κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές με την καταχώρηση ως "χρέωση" της αξίας των πωληθέντων υπ` εμού εμπορευμάτων και με την καταχώρηση ως "πίστωση" της αξίας των μετρητών ή άλλων καταβολών που κατέβαλε κάθε φορά και αποτελούν καταβολές απέναντι στις απαιτήσεις μου που προέκυπταν εξ` αιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης/εξόφλησης των δοσοληψιών, στην οποία πλήρως αναφέρομαι ως εν ενιαίο όλον μετά της παρούσης και έχει ως εξής,  ήτοι…  

Με την από … εξώδικη καταγγελία μου που επιδόθηκε στον εναγόμενο την …. με την με αρ. … έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή …, προέβην στο κλείσιμο του ανωτέρω λογαριασμού οπότε και ζήτησα από αυτόν να μου καταβάλει άμεσα το ανωτέρω κατάλοιπο των …όπως αρχήθεν συμφωνήθηκε, πλήν όμως ουδέν κατέβαλε μέχρι σήμερα, αν και η λειτουργία του λογαριασμού αυτού σταμάτησε με το ανωτέρω κλείσιμο και έκτοτε δεν υπήρξε άλλη συναλλαγή.

 Επειδή, γίνεται δεκτό ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία υπόσχεται/αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους.. Η πρώτη (αιτιώδης αναγνώριση χρέους),  δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας κατ` άρθρο 361 ΑΚ, με το οποίο θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη.  Καταρτίζεται ατύπως (δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο) και εφόσον δεν σκοπεί στην απλή επανάληψη του περιεχομένου της αρχικής σύμβασης, παράγει νέα ενοχή για τον οφειλέτη, η οποία όμως εξαρτάται στενά από την αιτία της η οποία είναι η εξυπηρέτηση της αρχικής οφειλής. (Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ,  2020, τ. Ι, υπο  873.3). Αλλά και νομολογιακά, παγίως γίνεται δεκτό (ενδ. ΑΠ 629/2023, ΑΠ 999/2022, ΝΟΜΟΣ) ότι «Κατά κανόνα δε με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα προς την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΟλΑΠ 5/2016).». Γίνεται επίσης δεκτό (ενδ. ΑΠ 629/2023, 878/2018, ΝΟΜΟΣ) ότι «Στην περίπτωση της υπόσχεσης ή της αναγνώρισης της από ορισμένη αιτία οφειλής, έτσι ώστε να δημιουργείται νέα ενοχή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι` αυτήν (ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1279/2012)»

Επιπλέον επίσης γίνεται δεκτό (ΑΠ 999/2022, ΑΠ 253/2022, ΝΟΜΟΣ) ότι «από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 Εμπ.Ν. και 64-67 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση με την οποία συμφωνείται από τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, ότι οι εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις συναλλαγές τους δεν θα επιδιώκονται μεμονωμένα αλλά θα φέρονται σε κοινό λογαριασμό προς απόσβεσή τους κατά το μέρος που καλύπτονται, ώστε τελικώς το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο να αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο και οριστικά με καταγγελία της συμβάσεως (άρθ. 112 ΕισΝΑΚ παρ.2). Το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ ή με επιβεβαιωτική σύμβαση ή με παροχή αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο, στην οποία αφορά η γενόμενη αναγνώριση. Μόνο μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου (AΠ 267/2021, 97/2020,1437/2014, 910/2010), ενώ το καθένα από τα συμβληθέντα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει πως ο αλληλόχρεος λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθ. 112 εδ. γ` ΕισΝΑΚ). Η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού διαφοροποιείται από την έννοια του απλού δοσοληπτικού λογαριασμού, η τήρησή του οποίου απλώς απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής και προς παρακολούθηση των δοσοληψιών μεταξύ δύο προσώπων, τις εκατέρωθεν οφειλόμενες παροχές, χωρίς να έχει προβλεφθεί και συμφωνηθεί ότι οι καταχωρούμενες σε αυτό τον λογαριασμό χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλειά τους και ότι η αξίωση του δανειστή- δικαιούχου του καταλοίπου που προκύπτει θα γεννάται, μόνο, μετά από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού (βλ. και ΑΠ 754/2021). Επομένως επί απλού δοσοληπτικού λογαριασμού δεν απαιτείται να χωρήσει καταγγελία για να απαιτηθούν ακόμη και μεμονωμένες απαιτήσεις καταχωρούμενες σ` αυτόν ή το προκύπτον από τις καταχωρίσεις υπόλοιπο (με παράθεση των δοσοληψιών στη σχετική αγωγή) σε περίπτωση εκκαθάρισης των οφειλομένων είτε με συμφωνία των μερών ή και με πρωτοβουλία ενός από αυτά, ενώ και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αναγνωρισθεί από τα μέρη το υπόλοιπο αυτό είτε δι` αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, οπότε για τη δικαστική διεκδίκησή του δεν είναι αναγκαία η παράθεση των επιμέρους δοσοληψιών στη σχετική αγωγή, είτε δι` αιτιώδους κατ` άρθρο 361 ΑΚ αναγνώρισης χρέους, οπότε πρέπει να παρατίθεται η αιτία του κατά τα προαναφερόμενα. Περαιτέρω, ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης και η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται όμως πάντοτε με βάση τα προτεινόμενα από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, ενώ είναι αδιάφορη η ονομασία την οποία έδωσαν στη σύμβαση τα μέρη (ΑΠ 754/2021, 772/2012, 1438/1995).»

Επειδή συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο εναγόμενος μου οφείλει το ανωτέρω ποσό-υπόλοιπο γιατί...

29 Φεβρουαρίου 2024 Γράφτηκε από Κατηγορία Αστικό Δίκαιο

Αριθμός απόφασης : 48 /2024
Αριθμός έκθεσης κατάθεσης : 5/2023
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
(Τακτική Διαδικασία)

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Καρδίτσας, Χριστίνα I. Ταμπακιώτη, που όρισε με πράξη της η Πρόεδρος Πρωτοδικών Καρδίτσας, και τη Γραμματέα, Αναστασία Καρακώστα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Καρδίτσα στις 16 Νοεμβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε»

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) ……. τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Ανδρέας Βρόντος (Δ.Σ. Καρδίτσας, Α.Μ. 249), ο οποίος προκατέθεσε κοινές προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από …….. (αριθ. εκθ. κατ. ……) αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις …….., στη συνέχεια, δε, δυνάμει της από ……. πράξης ορισμού δικασίμου της Διευθύνουσας το Ειρηνοδικείο Καρδίτσας, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και μετά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν εγγράφως τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους και ζήτησαν, αντίστοιχα, να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

(I) Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι δικαιούχος αποζημίωσης είναι το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που προσβλήθηκε με την αδικοπραξία άμεσα στα δικαιώματα, έννομα αγαθά, ή προστατευόμενα συμφέροντά του. Συνεπώς, δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και νομικό πρόσωπο, εάν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική του πίστη, η επαγγελματική του υπόληψη και, γενικά, το εμπορικό του μέλλον. Από δε τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 §2, 118§4, 216 ΚΠολΔ, 297, 298, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι στην αγωγή για αποζημίωση καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία απαιτείται, για την πληρότητα του δικογράφου, να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, να προσδιορίζεται η ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και να αναφέρεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψής του και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ και η οποία υφίσταται, όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όσον αφορά στα νομικά πρόσωπα, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης καθιδρύεται πρωτογενώς υπέρ αυτών, εφόσον με την τελούμενη σε βάρος τους αδικοπραξία προσβάλλεται η εμπορική φήμη, η πίστη, η επιχειρηματική δραστηριότητα και το μέλλον αυτών, χωρίς να απαιτείται κατ' αρχήν για το ορισμένο του σχετικού αιτήματος της αγωγής η εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, διότι είναι φανερό ότι αυτή αναφέρεται στην πίστη, το κύρος, τη φήμη κλπ. του νομικού προσώπου. Πλην όμως, στις περιπτώσεις αυτές, δεδομένου ότι επί νομικών προσώπων η ηθική βλάβη δεν ανάγεται σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, όπως συμβαίνει στα φυσικά πρόσωπα, αλλά σε συγκεκριμένη, έχουσα υλική υπόσταση, βλάβη, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής απαιτείται το ενάγον νομικό πρόσωπο να επικαλείται και να αποδεικνύει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο τη συγκεκριμένη αυτή βλάβη που έχει υλική υπόσταση, άλλως η αγωγή είναι αόριστη. Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί, εάν και κατά πόσον επήλθε, συνεπεία της αδικοπραξίας προσβολή της εμπορικής πίστης και της επαγγελματικής υπόληψης του νομικού προσώπου, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναφέρεται η επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση του θιγόμενου, χωρίς την παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής, ώστε να προκύπτει διαφορά και να δικαιολογείται η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΜονΠρΠατρ. 82/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

(II) Από τα άρθρα 1710 παρ. 2 και 1813 ΑΚ συνάγεται ότι το κληρονομικό εκ διαθήκης δικαίωμα επί της κληρονομιάς κάποιου, κατά κανόνα αποκλείει το κληρονομικό εξ αδιαθέτου δικαίωμα επί της αυτής κληρονομιάς. Με το άρθρο 1847 παρ. 1 ΑΚ παρέχεται στον κληρονόμο προσωποπαγές δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομιά έστω και αν με την αποποίηση βλάπτονται τα συμφέροντα δανειστών του, διότι κατά την αντίληψη του νομοθέτη ουδείς δύναται να αναγκασθεί σε αποδοχή της, η δε αποποίηση πρέπει να γίνει με μονομερή δήλωση μη απευθυντέα, υποβαλλομένη στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς (ΑΚ 1848 παρ. 1), εντός αποκλειστικής προθεσμίας, η οποία κατ' αρχήν ορίζεται σε τέσσερις μήνες από την εκ μέρους του κληρονόμου γνώση της επαγωγής και του λόγου της. Γνώση της επαγωγής συνιστά η από τον κληρονόμο γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου της επαγωγής συνιστά η γνώση της από διαθήκη ή από το νόμο (εξ αδιαθέτου) κλήσης στην κληρονομιά. Η διάταξη απαιτεί θετική γνώση του λόγου της επαγωγής, να γνωρίζει δηλαδή ο κληρονόμος ότι καλείται είτε από διαθήκη είτε εξ αδιαθέτου. Με την ρύθμιση αυτήν ο νομοθέτης αποβλέπει αφ' ενός στην ασφάλεια του δικαίου και ιδίως στην προστασία των δανειστών της κληρονομιάς, οι οποίοι πρέπει να πληροφορηθούν σε εύλογο χρόνο τον κληρονόμο, κατά του οποίου μπορούν να στραφούν προς ικανοποίηση τους, και αφ' ετέρου στην προστασία του κληρονόμου, στον οποίο πρέπει να παρέχεται ικανός χρόνος προς ενημέρωση του περί της καταστάσεως και ιδίως των χρεών της κληρονομιάς, ώστε να αποφασίσει συνειδητώς αν θα την αποδεχθεί ή θα την αποκρούσει. Εξάλλου, επί επαγωγής της κληρονομιάς από διαθήκη, η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Τούτο σημαίνει ότι αν ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής σ' αυτόν της κληρονομιάς πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης, η προθεσμία της αποποιήσεως δεν αρχίζει από τη γνώση αυτή, αλλά η έναρξη της μετατίθεται στο χρόνο δημοσιεύσεως της διαθήκης, αδιαφόρως αν ο κληρονόμος έλαβε γνώση της δημοσιεύσεως. Εάν, όμως, ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής μετά τη δημοσίευση της διαθήκης, η προθεσμία αποποιήσεως της κληρονομιάς αρχίζει όχι από τη δημοσίευση της διαθήκης αλλά από τη γνώση της από διαθήκη επαγωγής, έστω και αν ο κληρονόμος δεν έλαβε γνώση της δημοσιεύσεως της διαθήκης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1901 ΑΚ «ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1885 ΑΚ «... τα χρέη της κληρονομιάς διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με την μερίδα του καθενός». Ο κάθε κληρονόμος έχει ορισμένη κληρονομική μερίδα, η οποία εκφράζεται σε κλάσμα. Εφόσον οι κληρονόμοι εγκαταστάθηκαν επί δήλων πραγμάτων, το ποσοστό του κάθε κληρονόμου επί της όλης κληρονομιάς προσδιορίζεται από την αναλογία της αξίας του δήλου προς την αξία της όλης κληρονομιαίας περιουσίας, κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, που αποτελεί και το κρίσιμο μέτρο της ευθύνης του (ΑΠ 1389/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ανατέθηκε σ’ εκείνη η λειτουργία και η συντήρηση του Ελληνικού Δικτύου ……. Ότι, μεταξύ άλλων, αυτή είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή αυτοψιών και ελέγχων αναφορικά με τη διαπίστωση ρευματοκλοπών, για την εκτίμηση της μη καταγραφείσας ενέργειας στις περιπτώσεις διαπιστωμένης ρευματοκλοπής όπως επίσης και για την είσπραξη των αντίστοιχων βεβαιωμένων ποσών. Ότι, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από αρμόδιο συνεργείο της στις …….., διαπιστώθηκε υπαίτια παρέμβαση στον μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας της με αριθμό ……… παροχής (τριφασική παροχή ισχύος 25 kVA), με την οποία ηλεκτροδοτείτο οικία ιδιοκτησίας του …….. επί της οδού ………. στην ………. Ότι στην ανωτέρω οικία, εκτός από τον …….., διέμεναν η σύζυγός του ……… και τα τέκνα τους, ……., ……….. Ότι η αυτοψία στην εν λόγω παροχή διενεργήθηκε κατόπιν εκτέλεσης εντολών διαδοχής ονόματος απουσία του υπόχρεου …….., ο οποίος απεβίωσε την 7η- 7-……... Ότι το υπ’ αριθ. …….. Δελτίο Επίσκεψης του συνεργείου καθώς και το από …………. Πρωτόκολλο Σφράγισης επιδόθηκαν ιδιοχείρως στη σύζυγο του αποβιώσαντος ………... Ότι κατά την αυτοψία διαπιστώθηκαν κομμένες σφραγίδες καλύμματος μετρητή, κομμένες σφραγίδες καλύμματος ακροδεκτών μετρητή, παρέμβαση στους ακροδέκτες του μετρητή και επέμβαση στη συνδεσμολογία του μετρητή. Ότι το αρμόδιο συνεργείο προέβη σε αντικατάσταση του υφιστάμενου μετρητή με νέο και η διάταξη σφραγίστηκε. Ότι ο παλιός μετρητής εκτοποθετήθηκε με πρωτόκολλο σφράγισης και φυλάσσεται στα γραφεία της και ότι η παροχή δεν διακόπηκε. Ότι το χρονικό σημείο έναρξης της ρευματοκλοπής υπολογίσθηκε στις 29-5-2014. Ότι αυτή προέβη σε εκτίμηση της μη καταγραφείσας από τον ως άνω μετρητή ενέργειας, η οποία για το χρονικό διάστημα από τις 29-5-2014 έως τις 29-3-2019, προσδιορίστηκε σε 17.755 kWh (κιλοβατώρες) συνολικής αξίας 3.506,085 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 13%. Ότι οι εναγόμενοι βαρύνονται με το διαχειριστικό κόστος της ρευματοκλοπής, το οποίο ανέρχεται σε 550 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24%. Ότι η συνολική ζημία, που αυτή υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων-υπαιτίων της ρευματοκλοπής, ανέρχεται στο ποσό των 4.646,88 ευρώ. Ότι ο ………. απεβίωσε στις 7-7-20…. και κατέλειπε ως κληρονόμους του τους εναγόμενους βάσει της από ……. Ιδιόγραφης Διαθήκης η οποία δημοσιεύθηκε δυνάμει των υπ’ αριθ. ………. Πρακτικών Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου …….., το σώμα των οποίων παραθέτει αυτούσιο στην ένδικη αγωγή. Ότι οι κληρονόμοι του δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά μέσα στη νόμιμη προθεσμία και ότι η κληρονομιά έγινε αποδεκτή απ’ αυτούς κατά πλάσμα δικαίου. Ότι την ανωτέρω παράνομη επέμβαση στον μετρητή αποφάσισαν και ακολούθως πραγματοποίησαν από κοινού ο τότε εν ζωή ……….. με τους πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτο και πέμπτη εναγόμενους, που συνοικούσαν στην ως άνω οικία που αφορούσε η επίδικη παροχή, οι οποίοι ήταν και οι άμεσα ωφελούμενοι από την κατανάλωση της επίδικης ενέργειας. Ότι οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι από κοινού με τον αποβιώσαντα ………… ήταν και οι διαπράξαντες και επωφελούμενοι της υπαίτιας παρέμβασης στο μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας και χρήστες της εν λόγω παροχής, ευθυνόμενοι προσωπικά εις ολόκληρο γι’ αυτήν, άλλως ευθύνονται ως κληρονόμοι κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, ενώ οι έβδομος και όγδοος εναγόμενοι ευθύνονται ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας ως ττεριγράφεται στη διαθήκη. Ότι, από τον θάνατο του εν λόγω αποβιώσαντος, στην ως άνω οικία που ηλεκτροδοτείται με την με αριθμό …….. παροχή τριφασικού ρεύματος εξακολουθούν και διαμένουν οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι και ότι η επίδικη παροχή παρέμενε συνδεδεμένη στο όνομα του προαναφερόμενου αποβιώσαντος έως τον Μάρτιο του έτους 2019, όταν η πέμπτη εναγόμενη, την 28η-3-2019, υπέγραψε σύμβαση παροχής ρεύματος στο δικό της όνομα. Ότι όσον αφορά στη ρευματοκλοπή που τέλεσε σε βάρος της ο ………. κατά το μέρος που του αναλογεί, η υποχρέωση του κληρονομούμενου προς αποκατάσταση της ζημίας που αυτή υπέστη λόγω της εις βάρος της αδικοπραξίας που τελέστηκε από τον αποβιώσαντα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και κατ’ ελάχιστο μέχρι το θάνατό του, μεταβιβάστηκε στους κληρονόμους του (εναγομένους), ως καθολικούς διαδόχους του, οι οποίοι, μετά την αποδοχή της κληρονομιάς, υπεισήλθαν στη θέση αυτού και ευθύνονται για την αποκατάσταση της εξ αδικοπραξίας ζημίας (πέραν της ατομικής τους ευθύνης και υπαιτιότητας) ο καθένας και κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1885 ΑΚ. Ότι, εξαιτίας της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του θανόντος από κοινού με τους εναγομένους, αυτή υπέστη βλάβη στη φήμη και στο κύρος της και ιδίως στην εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτή και την ικανότητα ομαλής και δίκαιης διαχείρισης του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Η ενάγουσα λοιπόν ζητά, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, σύμφωνα με τους αναλυτικώς αναφερόμενους στην αγωγή και τις προτάσεις της λόγους κατά την κύρια βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ ΑΚ), άλλως, κατά την επικουρική βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) : α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας τους το ποσό των 4.643,88 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας της, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση οι μεν πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι εις ολόκληρο εκ της προσωπικής τους ευθύνης από τη διάπραξη της υπαίτιας παρέμβασης στον μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας και χρήση της εν λόγω παροχής, άλλως έκαστος ανάλογα με το ποσό που αντιστοιχεί στην κληρονομική τους μερίδα, οι, δε, εκτός και έβδομος εναγόμενοι έκαστος ανάλογα με το ποσό που αντιστοιχεί στην κληρονομική τους μερίδα καθώς και το ποσό των 700 ευρώ έκαστος εις ολόκληρο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και β) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Μ’ αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η κρισιολογούμενη αγωγή παραδεκτώς, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …….. e-παράβολο το οποίο προσκομίστηκε κατόπιν κλήσης της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας κατ’ άρθρο 227 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 14 παρ. 1α και 22 του ΚΠολΔ), για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Είναι, δε, αρκούντως ορισμένη, κατά την κύρια βάση της από την αδικοπραξία ως προς τους πέντε πρώτους εναγόμενους, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, καθόσον στο κρισιολογούμενο δικόγραφο εκτίθενται με σαφήνεια : i) τα περιστατικά εκείνα, που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, ii) τα γεγονότα, που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του εναγομένου και της ζημίας, που επήλθε στην ενάγουσα και ίii) τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη θετική ζημία της ενάγουσας (ΕιρΠατρ. 183/2022 ΤΝΠ Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»), πλην : α) του αγωγικού κονδυλίου επιδίκασης υπέρ της ενάγουσας του χρηματικού ποσού ύψους 700 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία αυτή υπέστη από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθώς δεν διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα και σαφήνεια, όλα τα αναγκαία εκ του νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118, 119 και 216 του ΚΠΔ, στοιχεία για τη θεμελίωσή του και συγκεκριμένα, διότι δεν γίνεται επίκληση από την ενάγουσα συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με την επιχειρηματική και περιουσιακή κατάστασή της, χωρίς την παρεμβολή της αδικοπραξίας και μετά από αυτή, ώστε να προκύπτει η διαφορά, η οποία συνιστά τη συγκεκριμένη βλάβη με υλική υπόσταση, που να δικαιολογεί τη χρηματική της ικανοποίηση λόγω προσβολής της εμπορικής της πίστης και επαγγελματικής της υπόληψης. Δεν περιγράφονται, δηλαδή, στο αγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένα περιστατικά, που συνιστούν συγκεκριμένη βλάβη, που να έχει υλική υπόσταση, την οποία αυτή έχει υποστεί ένεκα της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς των εναγομένων και τα οποία διατάραξαν την επαγγελματική της λειτουργία και δραστηριότητα, προκάλεσαν απώλεια υφισταμένων ή νέων πελατών, ανέστειλαν προπαρασκευαστικές επαγγελματικές δράσεις της και οδήγησαν σε οικονομική της ζημία ή μείωση των εσόδων της με συγκεκριμενοποίηση του είδους της ζημίας της. Αντίθετα, η ενάγουσα προβαίνει σε μία γενική και αφηρημένη επίκληση της προσβολής της φήμης και εν γένει υπόληψης με αντικείμενο τον αντίκτυπο των περιπτώσεων ρευματοκλοπής στο καταναλωτικό κοινό (ΜονΠρΠατρ. 82/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και β) της βάσης της αγωγής εκ κληρονομικής διαδοχής κατ’ άρθρο 1885 ΑΚ ως προς όλους τους εναγόμενους, η οποία είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι δεν αναγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο το ποσοστό του κάθε κληρονόμου επί της όλης κληρονομιάς, που προσδιορίζεται από την αναλογία της αξίας του δήλου προς την αξία της όλης κληρονομιαίας περιουσίας, κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, που αποτελεί και το κρίσιμο μέτρο της ευθύνης του σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο (II) νομική σκέψη της παρούσας, καθώς ο αποβιώσας την …… κατέλειπε την από ……… ιδιόγραφη διαθήκη η οποία δημοσιεύθηκε με τα υπ’ αριθ. ………. Πρακτικά Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου …….. και οι αναφερόμενοι σε αυτοί κληρονόμοι του δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά του αποβιώσαντος εντός της νόμιμης προθεσμίας σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …….. πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας. Επίσης, είναι και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 340, 346, 914 επ. του ΑΚ, 68, 176, 189, 191, 907 και 908 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 95 της υπ’ αριθ. 395/2016 απόφασης της Ρ.Α.Ε. (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β', 78/2017) κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 128 του Ν. 4001/2011, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26, 27§1, 178 και 372 του Π.Κ., πλην της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι είναι επιβοηθητικής φύσης, υπό την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο, εφόσον λείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της αγωγής από την αδικοπραξία, πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν θεμελιώνεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από αδικοπραξία (ΜονΠρΘεσσ. 4389/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεδομένου, δε, ότι για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίστηκε η από 26-12- 2022 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 4640/2019), υπογεγραμμένη από την νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας και την πληρεξούσια δικηγόρο της, επομένως, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με τις προτάσεις τους οι εναγόμενοι αρνούνται το περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής και ταυτόχρονα προβάλλουν τον ισχυρισμό περί παραγραφής της ένδικης απαίτησης. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι η, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, επέμβαση στο μετρητή που είχε ως αποτέλεσμα να μην καταγράφεται η αληθής ποσότητα ενέργειας έγινε το 2014, οπότε και υπήρξε σταθερή μείωση κατανάλωσης ενέργειας, συνεπώς, τυγχάνει παραγεγραμμένη κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής κατά το έτος 2023, αφού είχε ήδη παρέλθει πενταετία από τον χρόνο έναρξης της φερόμενης ζημίας και των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της και της άσκησης της ένδικης αξίωσης. Σε κάθε περίπτωση, δε, εάν ήθελε κριθεί ότι οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 12 της με αριθμό 236/2017 απόφασης της Ρ.Α.Ε. είναι συνταγματικές, τότε τεκμαίρεται ότι ο χρόνος έναρξης της ρευματοκλοπής και συνεπώς η γνώση της καλύπτεται από το τεκμήριο αυτό κατ’ απόκλιση από την ΑΚ 937 και 251 και συνεπώς ο χρόνος τέλεσης και η γνώση της κλοπής - δεσμευτικά κατά το νόμιμο τεκμήριο - και χωρίς σύνδεση με τη γνώση είτε του υπαιτίου είτε της ζημίας, είναι τα ανωτέρω χρονικά σημεία και άρα η παραγραφή δεσμευτικά άρχεται από τα ανωτέρω χρονικά σημεία ήτοι από το έτος 2014. Ο ισχυρισμός αυτός, που αποτελεί ένσταση, είναι αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ και στο άρθρο 12 παρ. 2 της με αριθμό 236/2017 απόφασης της Ρ.Α.Ε. και η ουσιαστική βασιμότητά του θα κριθεί κατωτέρω. Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς για την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι είναι φορέας της έννομης σχέσης της αδικοπραξίας, δηλαδή ιδιοκτήτης του ρεύματος και άρα αμέσως παθούσα αφού μόνο ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος εν προκειμένω, νομιμοποιείται κατά το νόμο στην άσκηση αγωγής, αντίθετα δε η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι της ανατέθηκε η λειτουργία και συντήρηση του δικτύου, με συνέπεια αυτό να μην την καθιστά ιδιοκτήτη ούτε καν κάτοχο και συνεπώς, δεν την νομιμοποιεί για την αναζήτηση της ζημίας από ρευματοκλοπή. Ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ασκεί, ως κατ’ εξαίρεση μη δικαιούχος για λογαριασμό του αληθούς κυρίου της ενέργειας, την αγωγή, δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησής της. Ότι ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι δυνάμει του άρθρου 123 Ν. 4001/2011 η ενάγουσα νομιμοποιείται να ασκήσει την αγωγή ως διαχειριστής διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, αυτό μπορεί να το κάνει μόνο για τις αξιώσεις ειδικά από ρευματοκλοπή δηλαδή από αδικοπραξία και όχι για άλλες απαιτήσεις όπως συμβατικές ή αδικαιολόγητου πλουτισμού αφού αυτή είναι δικαιούχος της αξίωσης από ρευματοκλοπή ειδικά και όχι άλλων αξιώσεων. Όμως, ο ως άνω ισχυρισμός του εναγομένου είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι από 20-1-2017 η ….. κατέστη το πρώτον αρμόδια, επιπλέον του ελέγχου διαπίστωσης ρευματοκλοπών, και για την είσπραξη του συνόλου των κονδυλίων, που αντιπροσωπεύουν την αξία της ηλεκτρικής ενέργειας, που δεν καταγράφηκε λόγω της ρευματοκλοπής (ΑΠ 132/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ως εκ τούτου, νομιμοποιείται ενεργητικώς η ενάγουσα να αξιώσει την ένδικη απαίτηση, διότι η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5-1-2023, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …. έκθεση κατάθεσης δικογράφου της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, …, και επιδόθηκε στους εναγομένους στις 16-1-2023, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. ………. εκθέσεις επίδοσης της διορισμένης στο Εφετείο ….. με έδρα το Πρωτοδικείο ……..δικαστικής επιμελήτριας, ………, ενώ ταυτόχρονα, για όλους τους παραπάνω λόγους, νομιμοποιείται να αξιώνει και απαιτήσεις, που ερείδονται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού ή σε απαιτήσεις που ερείδονται στις διατάξεις περί αποκατάστασης της ηθικής βλάβης (εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από ΜονΠρΡοδ. 80/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από όσα αναπτύχθηκαν κατά τη συζήτηση δια των εγγράφων προτάσεων των διαδίκων, αντιστοίχως, καθώς και των προσθηκών - αντικρούσεων αυτών, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 395 του ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, καθώς και από τις φωτογραφικές αναπαραστάσεις, που μετ' επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ', 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αλλά και από τις φωτοτυπίες εγγράφων, των οποίων η ακρίβεια δεν έχει βεβαιωθεί, κατ' άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ), τα οποία νόμιμα προσκόμισαν μετ' επικλήσεως οι διάδικοι, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων περί προσκόμισης εκ μέρους της ενάγουσας ανυπόστατων αποδεικτικών μέσων, από τις ομολογίες των διαδίκων που προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και απ' όλη τη διαδικασία εν γένει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα έχει αναλάβει τη λειτουργία και τη συντήρηση του …... Μεταξύ άλλων, είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή αυτοψιών και ελέγχων αναφορικά με τη διαπίστωση ρευματοκλοπών, για την εκτίμηση της μη καταγραφείσας ενέργειας στις περιπτώσεις διαπιστωμένης ρευματοκλοπής, όπως επίσης και για την είσπραξη των αντίστοιχων καταλογισθεισών οφειλών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από αρμόδιο συνεργείο της στις 29-3-2019, διαπιστώθηκε αυθαίρετη παρέμβαση στον μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας με αριθμό ……. της παροχής με αριθμό ……… (τριφασική παροχή ισχύος 25kVA), η οποία ηλεκτροδοτεί ακίνητο επ’ ονόματι του ……… επί της οδού ……….. στην ……... Ειδικότερα, διαπιστώθηκε πως ο ……… έκοψε τις σφραγίδες του καλύμματος και των ακροδεκτών του μετρητή, παρενέβη στους ακροδέκτες του μετρητή και επενέβη στην συνδεσμολογία του μετρητή, με συνέπεια να μην καταγράφεται η πράγματι καταναλισκόμενη ενέργεια. Επίσης, η ενάγουσα προέβη σε εκτίμηση της μη καταγραφείσας από τον ως άνω μετρητή ενέργειας, η οποία, για το χρονικό διάστημα από τις 29-5-2014 έως τις 29-3-2019, οπότε αποκαταστάθηκε η ορθή λειτουργία της μετρητικής διατάξεως, προσδιορίστηκε σε 17.555 Kwh συνολικής αξίας 3.506,085 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 13%. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ……… απεβίωσε στις 7 Ιουλίου …….. Όμως, δεν αποδείχθηκε ότι τα τέκνα του …….. και η σύζυγός του, ήτοι η ……… και η ……… (πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι), οι οποίοι διέμεναν και διαμένουν κατά την κατάθεση της ένδικης αγωγής στην ανωτέρω οικία επί της οδού …… στην …….., έκοψαν από κοινού ή κατά μόνας τις σφραγίδες του καλύμματος και των ακροδεκτών του μετρητή, παρενέβησαν από κοινού ή κατά μόνας στους ακροδέκτες του μετρητή και επενέβησαν από κοινού ή κατά μόνας στην συνδεσμολογία αυτού, με συνέπεια να μην καταγράφεται η πράγματι καταναλισκόμενη ενέργεια είτε κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ζούσε ο συμβεβλημένος χρήστης ……., ήτοι από 29-5-2014 έως 7- 7-2018, είτε κατά το χρονικό διάστημα από την επόμενη ημέρα του θανάτου του, ήτοι από τις 8-7-2018 και μέχρι την πραγματοποίηση του τεχνικού ελέγχου στις 29-3-2019. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι γνώριζαν θετικά τις προπεριγραφείσες παράνομες ενέργειες του θανόντος ως άνω συγγενούς τους. Κατ’ ακολουθία λοιπόν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Σημειώνεται, δε, ότι παρέλκει η εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών ισχυρισμών-ενστάσεων των εναγομένων. Τέλος, η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το Παράρτημα I του Ν. 4194/2013), κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματος των τελευταίων, που υποβλήθηκε με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, κατά τα αναφερόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

Απορρίπτει την υπό κρίση αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των εκατόν επτά (107) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Καρδίτσα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 15\ -2-2024, απάντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

14 Φεβρουαρίου 2024 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …

(ειδική διαδικασία-περιουσιακές διαφορές. ΚΠολΔ 614επ)

ΑΓΩΓΗ

 

1.Της ομόρρυθμης εταιρίας …

2. Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ….

3.Του Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ..

ΚΑΤΑ

Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου …

 

Άπαντες οι ενάγοντες καθώς και το εναγόμενο νομικό πρόσωπο είμαστε από κοινού πλήρεις κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά ποσοστό, αφενός ο πρώτος εξ’ ημών … το δεύτερο εξ’ ημών σε ποσοστό … το τρίτο εξ’ ημών …., αφετέρου το καθ’ ου, σε ποσοστό .από το κάτωθι αναλυτικά περιγραφόμενο γεωτεμάχιο, ήτοι : … 

Το ανωτέρω γεωτεμάχιο υπήχθη στις διατάξεις περί διηρημένης ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα στο καθεστώς περί καθέτων ιδιοκτησιών του Ν.Δ. 1024/1971 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, από την αλλοτινή πλήρη κύρια του ακινήτου και δικαιοπάροχο των σημερινών κυρίων αυτού, μοναδική τότε ιδιοκτήτρια του όλου γεωτεμαχίου, δυνάμει διάταξης τελευταίας βούλησης αυτής, την κληρονομιά της οποίας απεδέχθησαν οι σημερινοί κύριοι του γεωτεμαχίου, δυνάμει των….και συγκεκριμένα δυνάμει των ανωτέρω συστάθηκαν οι εξής αυτοτελείς κάθετες και διηρημένες ιδιοκτησίες, ήτοι…

           Στο ανωτέρω ακίνητο και στις εγκαταστάσεις αυτού, όσο υφίσταντο, αλλά και μεταγενέστερα μέχρι και σήμερα, ασκούσαμε και ασκούμε, κάθε πράξη νομής και κατοχής που αρμόζει σε συγκύριο και κατά το λόγο της μερίδος μας, δηλ. με ανεπίληπτη και αδιάλειπτη συννομή, προθέσει και διανοία συγκυρίου κατά το ιδανικό μας μερίδιο, καθόσον, για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, τόσο οι δικαιοπάροχοί μας, όσο και εμείς, αρχικά χρησιμοποιούσαμε τα αυτοτελή κτίσματα, αλλά και αργότερα, καθαρίζαμε αυτό, απομακρύναμε τα κατεδαφισθέντα και ισοπεδώσαμε το χώρο, επιβλέπουμε και επισκεπτόμαστε αυτό και εν γένει ασκούμε επ` αυτού, ακώλυτα και αδιάλειπτα μέχρι σήμερα και χωρίς να ενοχληθούμε και αμφισβητηθούμε από οποιονδήποτε τρίτο, ή άλλο συγκύριο, κάθε εμφανή πράξη κυριότητας, νομής και κατοχής που αρμόζει στην φύση και τον προορισμό του,  κατά τα ανωτέρω ιδανικά μερίδια μας και με πρόθεση κυρίου. Επιπλέον οι ενάγοντες δηλώνουμε αυτό στο όνομά μας σε όλα τα απαραίτητα έγγραφα ενώπιον δημοσίων αρχών (ΕΝΦΙΑ, έντυπο Ε9, Κτηματολόγιο), καταβάλλουμε τα σχετικά βάρη, φόρους και εν γένει τέλη προς τρίτους. 

Δεδομένων λοιπόν των ανωτέρω συνθηκών, αλλά και διότι από την συγκεκριμένη χρήση του κοινού ακινήτου μας ως ένα ακάλυπτο οικόπεδο, οι κοινωνοί δεν αποκομίζαμε κανένα οικονομικό όφελος, αποφασίσαμε άπαντες εντός του 2023, κατ’ αρχήν ότι ο προσφορότερος και πλέον επικερδής τρόπος αξιοποίησης του εν λόγω κοινού ακινήτου μας, είναι αφενός η κατάργηση του καθεστώτος καθέτου ιδιοκτησίας, καθώς κάθε μια εξ’ αυτών αποτελεί τμήμα οικοπέδου πολύ μικρής έκτασης και δεν δύναται να αξιοποιηθεί καταλλήλως αυτοτελώς, αφετέρου η ανέγερση επ’ αυτού του πλέον ενιαίου οικοπέδου μιας πολυώροφης οικοδομής με την μέθοδο της αντιπαροχής και της λήψης διαιρετών ιδιοκτησιών (διαμερίσματα κατοικιών, καταστήματα) υπό την ιδιότητα των οικοπεδούχων, τα οποία θα μπορούμε ευχερώς να αξιοποιήσουμε (π.χ εκμίσθωση), σύμφωνα άλλωστε με τον προορισμό και το είδος του ακινήτου.

 Συνεπεία και κατ’ ακολουθία τούτων, υπεγράφη ενώπιον της συμβολαιογράφου … η υπ’ αριθ. …. Πράξη Λύσης Καθεστώτος Κάθετου Ιδιοκτησίας, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στο Ελληνικό Κτηματολόγιο … δημιουργώντας ένα μοναδικό και ενιαίο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ … όπως αναλυτικά περιγράφεται κατά έκταση και όρια ανωτέρω, επαναφέροντας το στην πρότερη κατάσταση στην οποία αυτό βρισκόταν προτού υπαχθεί στο καθεστώς της καθέτου ιδιοκτησίας, από την αρχική δικαιοπάροχο μας, καθώς αυτό αποτελούσε απαραίτητο προστάδιο για την υλοποίηση του έργου της ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της εργολαβίας-αντιπαροχής.

Το εν λόγω δε κοινό γεωτεμάχιο μας, είτε ως ενιαίο οικόπεδο ή με το μέχρι πρότινος υφιστάμενο καθεστώς των αυτοτελών καθέτων ιδιοκτησιών, είναι ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση και αναγγελλόμενη απαίτηση τρίτου, μεσεγγύηση, κληρονομικά ή από προίκα δικαιώματα τρίτων, εκνίκηση, διεκδίκηση, δουλείες πραγματικές και προσωπικές, ρυμοτομία, αποζημίωση οδών και παρόδιων γειτόνων, προσκύρωση, τακτοποίηση, μεσοτοιχίες και αποζημίωση μεσοτοιχιών, μίσθωση, παραχώρηση της χρήσης με οποιονδήποτε τρόπο, οφειλή οποιωνδήποτε φόρων, τελών και εισφορών, δημόσιων και δημοτικών ή υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από κάθε δικαίωμα τρίτου και γενικά ελεύθερα από κάθε νομικό ελάττωμα και από κάθε δικαστική ή εξώδικο φιλονικία, διένεξη και αμφισβήτηση. Επιπλέον, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, κατάλληλο για ανοικοδόμηση αυτού με το σύστημα της αντιπαροχής, και για την δημιουργία επ’ αυτού, καθεστώτος αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών επί της πολυώροφης οικοδομής που πρόκειται να ανεγερθεί επ’ αυτού.

Εξ ετέρου, ευρίσκεται εις την Β’ ζώνη του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως …. και διαθέτει μεγάλο συντελεστή δόμησης που επιτρέπει την ανέγερση μεγάλου μεγέθους και ύψους οικοδομής, ενώ η ανέγερση οικοδομής σ` αυτό δεν απαγορεύεται από Πολεοδομικούς Κανόνες. (όπως επισημάνθηκε, υπο την παρούσα μορφή του είναι ένα ακάλυπτο οικόπεδο προκύπτει μηδενικό οικονομικό όφελος για τον καθένα εξ’ ημών).

 Με βάση τις σχετικές προφορικές μας αρχικά συμφωνίες, το είδος του ακινήτου του, την τοποθεσία, την έκτασή του και τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται τις συναλλαγές, αλλά και με βάση α) το σχέδιο της προτεινόμενης εργολαβικής σύμβασης και της συγγραφής υποχρεώσεων, με προσύμφωνο για τη μεταβίβαση ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου του ακινήτου και των αντίστοιχων χωριστών ιδιοκτησιών στον εργολάβο που πρόκειται να αναλάβει την οικοδόμηση με αντιπαροχή ή στους τρίτους που αυτός θα υποδείξει, β) σχέδιο της πράξης σύστασης χωριστής κατ` ορόφους και διαμερίσματα ιδιοκτησίας, με περιγραφή των ιδιοκτησιών που θα δημιουργηθούν και μνεία αυτών που θα περιέλθουν στον κάθε συνιδιοκτήτη και εκείνων που θα μεταβιβαστούν στον εργολάβο ή στους τρίτους που αυτός θα υποδείξει, γ) σχέδιο κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών, δ) τα  αναγκαία κατασκευαστικά σχεδιαγράμματα, ιδίως τοπογραφικό, πρόσοψης και κάτοψης κάθε ορόφου από το υπόγειο έως το δώμα, ε) σχέδιο του πίνακα κατανομής των ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου του κοινού ακινήτου στις χωριστές    ιδιοκτησίες που θα δημιουργηθούν με την οικοδόμηση, με μνεία της αναλογίας κοινόχρηστων δαπανών που θα βαρύνει κάθε χωριστή ιδιοκτησία,  στ) έκθεση σχετικά με την αξία κάθε ιδιοκτησίας που θα περιέλθει στους συγκύριους, συνολικά και για κάθε συγκύριο χωριστά, καθώς και την τρέχουσα στη συγκεκριμένη περιοχή ποσοστιαία αντιπαροχή, ζ) πιστοποιητικό ιδιοκτησίας και βαρών του ακινήτου και η) συμβολαιογραφική δήλωση του εργολάβου που πρόκειται να αναλάβει την οικοδόμηση, ότι δέχεται να οικοδομήσει το ακίνητο με την αντιπαροχή και τους όρους γενικά που περιέχονται στο εργολαβικό, στη συγγραφή υποχρεώσεων και στα λοιπά προαναφερόμενα έγγραφα και σχεδιαγράμματα, τα οποία το εναγόμενο έλαβε γνώση, ήδη εντός του καλοκαιρού …, προτείναμε την ανοικοδόμηση με το σύστημα της αντιπαροχής, έτσι ώστε άπαντες οι συγκύριοι να λάβουμε στην πλήρη κυριότητά μας από δύο αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες έκαστος, αξίας πολλαπλάσιας από την αξία αδόμητης γης. Εξάλλου άπαντες βάσει της εν λόγω πρότασης, πρόκειται να λάβουμε οριζόντιες ιδιοκτησίες συνολικού εμβαδού, ανάλογου προς το ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου που διαθέτουμε σήμερον.  Οι όροι δόμησης που ισχύουν στην περιοχή που βρίσκεται το εν λόγω προς αξιοποίηση οικόπεδο και οι οποίοι οριοθετούν τα μέγιστα επιτρεπόμενα εμβαδά του συνόλου των χώρων της υπό ανέγερση οικοδομής είναι οι εξής, ήτοι: …

Με τις παραπάνω υπάρχουσες πολεοδομικές διατάξεις και με δεδομένο το εμβαδόν του οικοπέδου που καταμετρηθέν είναι … τ.μ., επιχειρείται στην πρόταση μας αυτή η πλήρης αξιοποίησή του με την καλύτερη τοποθέτηση της οικοδομής σε σχέση με την μορφή και τον προσανατολισμό του οικοπέδου, την όσο το δυνατόν εξάντληση του συντελεστή δόμησης, τις όσο το δυνατόν καλύτερες όψεις του κτιρίου και την όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των χώρων των διαμερισμάτων, που στις σύγχρονες πλέον κατασκευές λειτουργεί και ως βασικότατο κριτήριο αύξησης της εμπορικής αξίας του ακινήτου.

Η δε αντικειμενική αξία των ιδιοκτησιών που θα περιέλθει σε εμάς, λαμβανομένων υπόψη των τετραγωνικών μέτρων των διαμερισμάτων, όπως φαίνονται και στον πίνακα ποσοστών που προσκομίζεται, των αντικειμενικών αξιών της περιοχής και των συντελεστών εμπορικότητας, ανέρχεται στα ποσά που κατωτέρω θα αναφερθούν.

Σύμφωνα με την ανωτέρω πρόταση και κατωτέρω συνταγέντα προς τούτο, έγγραφα, προτάθηκαν οι εξής ειδικότεροι όροι και συμφωνίες για την παραπάνω ανοικοδόμηση, ήτοι:

Οι οικοπεδούχοι, ως αντάλλαγμα των δαπανών που θα κάνει η εργολάβος για την κατασκευή και αποπεράτωση των παραπάνω ιδιοκτησιών, οι οποίες θα περιέλθουν σ’ αυτούς μαζί με την αναλογία τους στους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη, πράγματα, και εγκαταστάσεις της πολυώροφης οικοδομής, καθώς και του επιχειρηματικού κινδύνου που αυτή αναλαμβάνει, αφού παρακρατήσουν τα …. αδιαίρετης συμμετοχής στο οικόπεδο, που θ’ αντιστοιχούν στις αυτοτελείς ιδιοκτησίες που και κατά το άρθρο 2 του προειρημένου κατατεθειμένου εργολαβικού σχεδίου, θα περιέλθουν σ’ αυτούς, θα μεταβιβάσουν στην εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, τα υπόλοιπα …. εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σ’ αυτά αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, σταδιακά και σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου. Οι οικοπεδούχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάζουν σταδιακά τα ποσοστά συμμετοχής τους επί του οικοπέδου στην εργολάβο ή σε τρίτους, με υπόδειξή της, με προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του σχεδίου. Το τίμημα που θα εισπράττει από τους τρίτους, για τις μεταβιβάσεις αυτές η εργολήπτρια εταιρεία, ανήκει σ’ αυτή ως μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 Ειδικότερα:

Η πολυώροφη οικοδομή – πολυκατοικία, θα κτισθεί ….

Από τις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα κατασκευάσει η εργολάβος, αυτές που περιγράφονται παρακάτω, θα περιέλθουν στους οικοπεδούχους, μαζί με τα ποσοστά αδιαίρετης συμμετοχής που αναλογούν σ’ αυτές από το οικόπεδο και τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, έργα, μέρη, πράγματα και εγκαταστάσεις της πολυώροφης οικοδομής. Στις ιδιοκτησίες αυτές θα αντιστοιχούν και θα αναλογούν τα … αδιαίρετης συμμετοχής στο οικόπεδο, τα οποία θα παρακρατήσουν οι οικοπεδούχοι και θα κατανεμηθούν στην κάθε ιδιοκτησία τους.

          Ειδικότερα θα περιέλθουν σ’ αυτούς ως εξής:…

 Οι οικοπεδούχοι, ως αντάλλαγμα των δαπανών που θα κάνει η εργολάβος … θα μεταβιβάσουν στην εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, τα υπόλοιπα … εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σ’ αυτά αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, σταδιακά και σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου. Οι οικοπεδούχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάζουν σταδιακά τα ποσοστά συμμετοχής τους επί του οικοπέδου στην εργολάβο ή σε τρίτους, με υπόδειξή της, με προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του σχεδίου. Το τίμημα που θα εισπράττει από τους τρίτους, για τις μεταβιβάσεις αυτές η εργολήπτρια εταιρεία, ανήκει σ’ αυτή ως μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 Επιπλέον στο πλαίσιο της ίδιας ανωτέρω επωφελούς πρότασης, προτάθηκε ως το καταλληλότερο πρόσωπο εργολάβου για την ανωτέρω ανοικοδόμηση, η 1η από εμάς εταιρεία με την επωνυμία …., η οποία τυγχάνει ταυτόχρονα συγκύριος του κοινού μας οικοπέδου αλλά και μια εταιρία που δραστηριοποιείται στην κατασκευή κατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής στην πόλη …., εν ολίγοις είναι προφανέστατα η καταλληλότερη και πλέον πρόσφορη επιλογή για την ανέγερση της πολυώροφης οικοδομής μας.

Συγκεκριμένα, πρόκειται αμιγώς για εταιρία κατασκευής οικοδομών – κατοικιών, που διαθέτει οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη …. πέραν των τεσσαράκοντα ετών αδιαλείπτως. Ως εκ τούτου, λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας της στον οικείο τομέα συναλλαγών και στην κατασκευή τέτοιων κτηρίων, αποτελεί την πλέον πρόσφορη επιλογή για την ανάθεση ανέγερσης της πολυώροφης οικοδομής, καθόσον άλλωστε διαθέτει το σχετικό προσωπικό, αλλά και υλικό εξοπλισμό για τον ανωτέρω σκοπό της. Έχει μακροχρόνια εμπειρία στην κατασκευή οικοδομών με αντιπαροχή και είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της τόσα χρόνια, αφού περατώνει τις εργολαβίες που αναλαμβάνει. Είναι φερέγγυα, δεν οφείλει και συνεργάζεται χωρίς προβλήματα με τις τράπεζες της πόλης μας, έχοντας αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα, ως εκ της φερεγγυότητας της. Μέλος της είναι και η ….,  αρχιτέκτων μηχανικός και δια τούτο παρέχει τα εχέγγυα καλής εκτέλεσης της εργολαβικής σύμβασης αφού είναι και ο ερμηνευτής και δημιουργός των κατασκευαστικών σχεδίων/κατόψεων κλπ που αναφέρονται στην παραπάνω πρόταση (ΑΠ 905/2009, ΝΟΜΟΣ) 

Είναι δε η τοιαύτη ανάθεση ο πλέον συμφέρον τρόπος και επ` ωφελεία απάντων των συγκοινωνών διότι:

14 Φεβρουαρίου 2024 Γράφτηκε από Κατηγορία Διαζύγια / Διατροφές / Επικοινωνία τέκνων

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΙΤΗΣΗ (ανάκλησης προσωρινής δ/γής)

….

ΚΑΤΑ

….

          Καρδίτσα …

          Με τον καθ` ου τελέσαμε …..λύσαμε το γάμο μας συναινετικά. Προς τούτο συντάχθηκε και υπογράφηκε από εμάς το από …. ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης γάμου και περί επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής ανηλίκου τέκνου, …          Η διάρκεια ισχύος του ανωτέρω συμφωνητικού, ορίστηκε στα δύο έτη, ήτοι έληξε την …. Δεν ανανεώθηκε ούτε παρατάθηκε, αλλ` ούτε και συνάψαμε άλλη συμφωνία.

          Ήδη και προ της λήξης ισχύος της ανωτέρω συμφωνίας, ο καθ` ου, άσκησε εναντίον μου την από …. τακτική αγωγή του στο …. με την οποία ζητά να ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου μας και στους δύο γονείς (συνεπιμέλεια) και να οριστεί ως τόπος διαμονής του εναλλάξ ανά εβδομάδα, η κατοικία των γονέων.  

          Λίγο αργότερα, άσκησε και την από … αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων στο ίδιο δικαστήριο … και με προσωρινή δ/γή ζήτησε την ανάθεση προσωρινά της επιμέλειας από κοινού και στους δύο γονείς και επίσης να οριστεί ως τόπος διαμονής του, εναλλάξ ανά εβδομάδα, η κατοικία των γονέων. Δεν είχε επικουρικό αίτημα επικοινωνίας.

          Συζητήσεως γενομένης επ` αυτής την …, εκδόθηκε η από … προσωρινή δ/γή του κ. δικαστή …., η οποία ανέθεσε αποκλειστικά σε εμένα την επιμέλεια προσωρινά μέχρι τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών την …. και ρύθμισε την επικοινωνία του με το ανήλικο αυτεπάγγελτα κατά τα ειδικότερα εν αυτή.

          Συγκεκριμένα όρισε μεταξύ άλλων, να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο μας «Β. Κάθε δεύτερο Παρασκευοσαββατοκύριακο εκάστου μήνα, αρχής γενομένης από τον μήνα Δεκέμβριο, από την Παρασκευή και ώρα 19.00 π.μ., οπότε θα παραλαμβάνει το ανήλικο τέκνο από την οικία της μητρός του έως και την Κυριακή και ώρα 19:00 μ.μ., οπότε και θα το παραδίδει ξανά στην ως άνω οικία, με διανυκτέρευση του αιτούντος με το ανήλικο τέκνο του στην οικία του. Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ανήλικο τέκνο θα διαμένει στην οικία του πατέρα του, η μητέρα αυτού έχει δικαίωμα να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο της…»

          Η αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων με την παρά πόδα αυτής καταχωρηθείσα ανωτέρω προσωρινή δ/γή επιδόθηκε σε εμένα την …. επιμελεία του, και συνεπώς γνώριζε καλά το περιεχόμενό της.

          Ωστόσο ο καθ` ου, με δόλο δεν συμμορφώθηκε με αυτήν και την παραβίασε ενόσω αυτή ίσχυε, το ΠαρασκευοΣαββατοΚύριακο από …. και από … καθόσον στην πρώτη περίπτωση διανυκτέρευσε και διέμενε με αυτό στο …. και στην δεύτερη, διανυκτέρευσε και διέμενε με αυτό στην …και όχι στην οικία του … επί της οδού …. (αυτή αναγράφει στα δικόγραφά του και δήλωσε και στο ακροατήριο) και, επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις, μαζί με τη νέα σύντροφό του. Δεν υπήρξε προς τούτο καμία προηγούμενη έγγραφη ή προφορική συναίνεσή μου ή έγκριση ή κατ` άλλο τρόπο συμφωνία μας για τροποποίηση των ρυθμίσεων της ανωτέρω προσωρινής δ/γής.

          Για τις ανωτέρω εγκληματικές του ενέργειες, υπέβαλα εναντίον του την από … έγκλησή μου στον κ. Εισαγγελέα …, ζητώντας την τιμωρία του για το αδίκημα της ΠΚ 169 Α και δήλωσα με αυτή παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας εναντίον του ως δικαιούμενη κατά τον ΑΚ, να αξιώσω την αποκατάσταση της ηθικής μου βλάβης (ΑΚ 57,59,914,932) 

          Λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι ο κ. Δικαστής που εξέδωσε αυτή και όρισε επικοινωνία στην οικία του και όχι κάπου άλλου, έλαβε υπόψη μετά βεβαιότητας το συμφέρον του τέκνου και δεν άφησε αυτό στην επιλογή του αντιδίκου. Γι` αυτό και αυτεπάγγελτα, όρισε το δικαίωμά του επικοινωνίας με το ανωτέρω περιεχόμενο, δηλ. διότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να επιλαμβάνεται αυτεπάγγελτα για την επικοινωνία εφόσον αυτό είναι προς το συμφέρον του τέκνου (βλ. ενδ. ΜΠρΚαρδ 25/2016 αδημ, όπου και παραπομπές). Εν προκειμένω δηλαδή, αφού έλαβε υπόψη προφανώς τις σχέσεις αντιδικίας των γονέων, την ηλικία του τέκνου και τις ανάγκες του και ασχολίες του («πρόγραμμά του»), όρισε η επικοινωνία τα ΠΣΚ να διενεργείται στην οικία του καθ` ου στην …. όπου το παιδί θα διαμένει και θα διανυκτερεύει και όχι σε άλλον τόπο και σε άλλη οικία. Και όπως ειπώθηκε, δεν παραχώρησε δικαίωμα επιλογής στον καθ` ου ή την κατ` άλλοι τρόπο ελευθερία να προσδιορίζει αυτός τον τόπο διαμονής και διανυκτέρευσής του διαφορετικά.

          Είναι γνωστό ότι τα ασφαλιστικά μέτρα, είναι παρεπόμενα της κυρίας δίκης αφού είναι ρυθμιστικά-εξασφαλιστικά του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης. Δεν νοούνται συνεπώς χωρίς αυτή. Και γι` αυτό έχουν προσωρινή ισχύ, ήτοι έως.....

14 Φεβρουαρίου 2024 Γράφτηκε από Κατηγορία Διαζύγια / Διατροφές / Επικοινωνία τέκνων

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …..

ΑΓΩΓΗ (διαζυγίου, ηθικής βλάβη, αποκλειστικής επιμέλειας ανηλίκου τέκνου επί διακοπής συμβίωσης, διατροφής (1390, 1391, 1510,1511 επ, 1513, 1514 επΑΚεπ, 1516.2 επ, 1486ΑΚ επ,1489.2 ΑΚ επ. Ειδική διαδικασία ΚΠολΔ 591, 592 επ.)

….

 ΚΑΤΑ

….

Καρδίτσα …

         

          Με τον εναγόμενο τελέσαμε νόμιμο….  

                       ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

           Επειδή κατ` άρθρο 1439 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να καθίσταται αφόρητη για τον σύζυγο που ζητεί το διαζύγιο.

          Γίνεται δε δεκτό πάγια, ότι ως «ισχυρός κλονισμός» ορίζονται εκείνα τα γεγονότα που βάλλουν και πλήττουν τον θεσμό του γάμου ως ηθική και νομική σχέση και τα οποία είναι πρόσφορα να κλονίσουν τόσο σοβαρά την έγγαμη συμβίωση, ώστε η εξακολούθησή της να είναι πλέον αδύνατη και αφόρητη. Τα γεγονότα αυτά μπορούν μάλιστα να συνδέονται αιτιωδώς είτε με το πρόσωπο του άλλου συζύγου είτε και των δύο συζύγων. 

          Στις πράξεις ή παραλείψεις που είναι αντικειμενικά πρόσφορες να κλονίσουν τον γάμο, εμπίπτουν καταρχάς οι περιπτώσεις παράβασης της υποχρέωσης των συζύγων για συμβίωση που απορρέει από το άρθρ. 1386 ΑΚ, είτε με τη στενή είτε με την ευρεία έννοια του όρου. Εδώ περιλαμβάνονται, πλην των περιπτώσεων φυσικά της ενδοοικογενειακής βίας, ένα πλήθος και άλλων περιστατικών που έχουν σχέση κυρίως με αδικαιολόγητες απουσίες και εγκατάλειψη της συζυγικής κατοικίας (ακόμη και χωρίς να εμπίπτουν ούτε στην εγκατάλειψη της § 2, ούτε στη διακοπή συμβίωσης της § 3), με την αποφυγή των γενετήσιων σχέσεων ή γενικότερα με την άρση κάθε ουσιαστικού περιεχομένου από τον συζυγικό δεσμό. Αυτή η τελευταία μπορεί να συντελεστεί με ποικίλους τρόπους, π.χ. αδιαφορία για το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αποφυγή συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις ζωής, ψυχική απομάκρυνση γενικά, έτσι ώστε η συμβίωση να περιορίζεται στο ελάχιστο της τυπικής συγκατοίκησης. (Γεωργ-Σταθ. υπο 1439.21 όπου και περαιτέρω παραπομπές).

          Ο ανωτέρω δε κλονισμός τεκμαίρεται, πλην των άλλων περιπτώσεων, αμάχητα όταν οι σύζυγοι ευρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, αλλά και στην περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος συζύγου, εκτός εάν ο εναγόμενος αποδεικνύει το αντίθετο.

           Επειδή απ` όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι σχέσεις μας έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά εξαιτίας του εναγομένου (από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του), ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για εμένα. Ειδικότερα, τέλεσε εις βάρος μου κατ` εξακολούθηση τις ανωτέρω σοβαρές παράνομες και αξιόποινες πράξεις ενδοοικογενειακής βίας, οι οποίες τιμωρούνται από το νόμο 3500/2006. Συγκεκριμένα τέλεσε σε βάρος μου κατ` εξακολούθηση τα εγκλήματα των άρθρων 6.1 ,7 και 9.1 του ανωτέρω νόμου, δηλ. της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής και ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας μου. Άλλωστε και ο ίδιος, ομολογεί στην αγωγή του το ανωτέρω συμβάν του …. , συνεπεία του οποίου κατέφυγα στην Αστυνομία, αυτός δε μετακόμισε αυτόβουλα στο ισόγειο και διέκοψε οριστικά έκτοτε και με πρόθεση την έγγαμη συμβίωσή μας. Διέσπασε συνεπώς την κοινωνία βίου, επέφερε την φυσική αλλά και ψυχική και συναισθηματική αποξένωση του ζεύγους, διέλυσε την καθόλου έγγαμη συμβίωση και έτσι στέρησε την τελευταία από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο και νόημα. Συνεπώς παρέβη την, υπό την ανωτέρω έννοια, υποχρέωσή του για συμβίωση, γιατί με την ανωτέρω απαράδεκτη, παράνομη και αξιόποινη συμπεριφορά του, εντελώς αδικαιολόγητα κατ` αντικειμενική κρίση, ήρε κάθε ουσιαστικό και πραγματικό θεμέλιο του γάμου μας, και προσέβαλε με δόλο τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου

          Συνεπώς προκύπτει ότι, όχι μόνο βάσιμα και αντικειμενικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και κατά τεκμήριο του νόμου, λόγω ενδοοικογενειακής βίας, κλόνισε τόσο ισχυρά την συγκεκριμένη έγγαμη συμβίωση μας, όπως είχε οικοδομηθεί αυτή με βάση τις δικές μας διαπροσωπικές μας σχέσεις και συναισθήματα, ώστε βάσιμα και αντικειμενικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να είναι αφόρητη για μένα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης.

          Σε κάθε περίπτωση όμως, τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρισμός κλονισμός λόγω της συνεχούς διετούς διάστασης μεταξύ μας την οποία ομολογεί και ο ίδιος.

          Συνεπώς δέον και αιτούμαι για τους ανωτέρω λόγους Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου και Να λυθεί ο ανωτέρω γάμος μου με τον εναγόμενο.

                                       ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ

          Επειδή από τις παραπάνω παράνομες και υπαίτιες με δόλο πράξεις του αντιδίκου, οι οποίες τιμωρούνται και ποινικά, υπέστην.....

01 Δεκεμβρίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
13/2023

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής: ΤΠ3/2022)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Διονύσιο Δάλλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Σουρλίγκα, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια, Τιμόθεο Κοντοχρήστο, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Ιωάννα Μισύρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 13^ Ιανουάριου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. του …….και της ……, κατοίκου ………, με Α.Φ.Μ. ……… - Δ.Ο.Υ. ………, για τον οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρον 237 παρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ, την 5ΐ/12/2022 ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ………, δικηγόρος ……. (AM ……..), δυνάμει της από ………. έγγραφης εξουσιοδότησής του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του και παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……….. του ………. και της ………., κατοίκου ………, ………., με Α.Φ.Μ ………. - Δ.Ο.Υ. …….., για τον οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρον 237 παρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ, την ………… ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ……………, δικηγόρος …….. (AM ………), δυνάμει της από ……… έγγραφης εξουσιοδότησής του, με βεβαιωμένο τα γνήσιο της υπογραφής του και παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου,

Ο εναγών ζητεί να γίνει δεκτή η από ……. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. αγωγή του η οποία προσδιορίστηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ, 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμα που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως αναγράφεται παραπάνω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ.1α ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογράφει από αυτόν Ο νόμος απαίτησε την καθ' ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης αυτού (διαθέτη), μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ' αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (Βλ ΑΠ 463/2019, ΑΠ 855/2018, ΑΠ 732/2016, ΑΠ 616/2016). Η διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης, με την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ, δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος, ώστε κάθε παρέκκλιση από τον τύπο που καθιερώνει ο νόμος να επιφέρει την ακυρότητα της διαθήκης (ΑΠ 855/2018, ΑΠ 1360/2008, Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 § 1 εδαφ. α' και 180 ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογράφει με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη (ΑΠ 708/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ1912/2014, ΑΠ 609/2014 ΑΠ 1336/2009). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά του (ΑΠ 103/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2011Δνΐ] 2011/1027, ΑΠ 1063/2006 Δνη 47/1418, ΕΑ 399/2010 δημ, ΝΟΜΟΣ. ΕφΛαμ 223/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ ν' αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου που αντλεί δικαιώματα απ’ αυτή και κάποιου από τους βλαπτόμενους (άρθρ. 1777 ΑΚ). Το νόημα του μαχητού αυτού τεκμηρίου γνησιότητας συνίσταται στην ανατροπή του βάρους απόδειξης, δηλαδή, ενώ μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας όποιος επικαλείται τη γνησιότητα της διαθήκης βαρύνεται και με την απόδειξη της, μετά την πάροδο της πενταετίας ανατρέπεται το βάρος της απόδειξης και αυτός που αμφισβητεί το κύρος της διαθήκης βαρύνεται να αποδείξει την έλλειψη γνησιότητας (ΑΠ 1377/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 521/2003 ΑχαΝομ 2004/186). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγόμενου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος ν' αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 1595/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/1989 ΕλλΔνη 31/530, ΕΑ 399/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ., ΕΑ 2781/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν έχει γραφεί από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη. Στην περίπτωση, όμως, που προβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός για πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός που τον προβάλλει (ΕΑ 399/2010 ο.π., ΕφΑΘ 2781/2008 ο.π., ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθάπουλου, άρθρ 1721 αριθμ 2, όπου και παραπομπές σε συγγραφείς και στη νομολογία) (ΤρΕφΔωδ 1/2016, Qualex).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι την …….. απεβίωσε στην ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο αδελφός του ………. του ………, ο οποίος ήταν άγαμος και άτεκνος. Ότι, κατά το χρόνο θανάτου του, ο ως άνω αποβιώσας κατέλιπε μοναδικούς πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τον ενάγοντα ο οποίος είναι και ο μοναδικός εν ζωή αδερφός του, και τα τρία τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του, ….., ήτοι 1) την ……… του ……., 2) τον …………, του ………, εναγόμενο και 3) την ……….. του ………. Ότι παρόλο που έλαβε τόσο από το Ειρηνοδικείο Ευρυτανίας όσο και από το Ειρηνοδικείο Αθηνών πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης και εξεδόθη και διαταγή κληρονομητηρίου, ο εναγόμενος, ανιψιός του κληρονομούμενου, εμφάνισε προς δημοσίευση την από ………. ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω κληρονομούμενου που εν τελεί δημοσιεύθηκε δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….. πρακτικού του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας. Ότι με την ως άνω διαθήκη ο κληρονομούμενος φέρεται να εγκατέστησε ως κληρονόμο του τον εναγόμενο στο σύνολο της περιουσίας του. Ότι η ανωτέρω αναφερόμενη διαθήκη είναι άκυρη, διότι, αφενός, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης ομολογημένα και εγγράφως, δεν έχει γραφεί ολόκληρη από το χέρι του διαθέτη αλλά από το χέρι του ίδιου του εναγόμενου και αφετέρου, ουδόλως έχει υπογράφει ιδιοχείρως από τον ως άνω κληρονομούμενο. Ότι, τέλος, τυγχάνει εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό ½, στην περιουσία που κατέλειπε ο κληρονομούμενος. Ενόψει δε των ανωτέρω ιστορουμένων, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από …… φερόμενης ως ιδιόγραφης διαθήκης του ανωτέρω αναφερόμενου διαθέτη που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ …………… πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του ίδιου Ειρηνοδικείου και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπο κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ττρος συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον, αφενός, η αναγνωριστική της ακυρότητας διαθήκης αγωγή έχει ως αντικείμενο ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά και ως εκ τούτου υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΑΘ 289/2014. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ). και, αφετέρου, η υπό κρίση διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της περιφέρειας στην οποία είχε την κατοικία του ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε (άρθρ. 30 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, παραδεκτώς εισάγεται για να δικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρ. 215, 237 επ ΚΠολΔ), διότι κατατέθηκε την 20.06.2022 και επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον εναγόμενο, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατά το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Λαμίας με έδρα το Πρωτοδικείο Ευρυτανίας, …..), ενώ, για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Τέλος, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 1710, 1712, 1718, 1721. 1814, 1846 ΑΚ, 68, 70, 176 εδ. α' και 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει, η ως άνω αγωγή, να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής τηρήθηκε η έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του περί δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4640/2019.

Ο εναγόμενος, με τις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του συνομολογεί το θάνατο του ως άνω κληρονομούμενου, τη συγγενική σχέση των διαδίκων με αυτόν, καθώς και το γεγονός ότι το κείμενο της διαθήκης έχει γραφεί από τον ίδιο. Ισχυρίζεται, όμως, ότι την υπογραφή στο τέλος αυτής καθώς και τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία τα έθεσε ο ίδιος ο διαθέτης όπως και το ότι αυτή (η διαθήκη) αποτυπώνει την αληθινή του βούληση. Επιπλέον, δε, αιτείται τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προκειμένου ειδικός διορισμένος από το Δικαστήριο γραφολόγος να γνωμοδοτήσει εάν πράγματι ο διαθέτης έθεσε την υπογραφή του και το ονοματεπώνυμό του επί της ένδικης διαθήκης.

Από την υπ' αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……. του ………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καρπενησιού ……….., που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης προ δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμων ημερών κλήτευσης του ενάγοντας (βλ. την υπ` αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Καρδίτσας, ………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ………….του ……………., που γεννήθηκε την ……….., απεβίωσε την ……….. στην κατοικία του, στην …………, συνεπεία καρδιαναπνευστικής ανακοπής. Κατά το χρόνο θανάτου του κατέλιπε ως πλησιέστερους συγγενείς του, τον ενάγοντα αδερφό του, ……….. του ………… και τα τρία ανίψια του, τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του, ……….., ήτοι: 1) την ………. του ……………, 2) τον …………, του …………, εδώ εναγόμενο και 3) την ………. του ……….. (βλ. το υπ’ αριθμ. ………. πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου ………). Μετά το θάνατο του ………, ο εναγόμενος, ………. του ………, ανιψιός του, προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας την από ……….. ιδιόγραφη διαθήκη ως προερχόμενη από τον πιο πάνω αποβιώσαντα που δημοσιεύθηκε δυνάμει του υπ' αριθμ. ………. πρακτικού του ως άνω Ειρηνοδικείου και έχει το ακόλουθο περιεχόμενο [ακολουθείται η ορθογραφία του κειμένου]: «Αυτή είναι η διαθήκη μου. Ο υπογεγραμμένος ………. με αριθμό ταυτότητας ……… κάτοικος ……… κληροδοτεί ως εξείς την περιουσία του ί) Στον ……….. άνεργος με αριθμό ταυτότητας………..κάτοικο ………. Όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εκτέλεση της διαθήκης θα γίνουν από την κληρονομιά μου έτσι ώστε οι κληροδόχος μου να τταραλάβει τα κληροδοτήματα χωρίς καμία επιβάρυνση. Δηλώ επίσης ότι με τη διαθήκη μου αυτή αναιρώ κάθε προηγούμενη από το θάνατό μου διάθεση της περιουσίας μου. Συνετάχθη από εμένα το ……… λόγω ότι δεν ήταν δυνατό να τα γράψει ο θείος μου ακόμα σε περίπτωση που φύγω και εγώ από τη ζωή ο θείος μου είπε να δοθούν σε μέλη της οικογένειας μας με την προϋπόθεση ότι θα είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, συνεταχθεί την Παρασκευή …….. και ώρα 9:12 του έτους ……… και υπογράφεται ιδιόχειρα από το θείο μου διότι δεν ήταν δυνατό να συνταχθεί από τον ίδιο. Υπογραφή. ……….». Ο εναγόμενος δε, με τις προτάσεις του, διατείνεται ότι την ………, ο διαθέτης, λόγω της σημαντικής επιβάρυνσης της υγείας του και ιδίως λόγω της αδυναμίας χρήσης των χειρών του εξαιτίας του γήρατος και του γεγονότος ότι έπασχε από τη νόσο του Parkinson (Πάρκινσον), αδυνατούσε να γράψει και να συντάξει την πιο πάνω διαθήκη, όμως έθεσε ο ίδιος στο τέλος του κειμένου αυτής την υπογραφή του και τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία, ενώ δε, η πιο πάνω διαθήκη εκφράζει την αληθή βούλησή του. Ωστόσο, με τα δεδομένα αυτά, αποδείχθηκε ότι η επίδικη ιδιόχειρη διαθήκη είναι άκυρη, καθόσον δεν έχει γραφεί ολόκληρη και χρονολογηθεί από το ίδιο το χέρι του διαθέτη. Τα ως άνω προκύπτουν, τόσο, από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης, όσο, και από τα όσα ο εναγόμενος συνομολογεί με τις προτάσεις του.  Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει να έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, ενώ, η ως άνω διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης και συνεπώς, δεν μπορεί η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος. Επομένως, ουδόλως έχει σημασία εάν έχει υπογράφει από το χέρι του διαθέτη και αν αυτός έχει θέσει τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία. Ομοίως, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος (του εναγόμενου) για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ως προς το αληθές πρόσωπο που έθεσε την υπογραφή στο τέλος του κειμένου της διαθήκης, αφού ακόμα και εάν την έθεσε ο διαθέτης η ως άνω διαθήκη είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη για τον λόγο ότι δεν γράφηκε και δεν χρονολογήθηκε εξ ολοκλήρου απ’ αυτόν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσία και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της αττό ………. ιδιόγραφης διαθήκης του ……….. του ………, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. …….. πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ),

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από ….. ιδιόγραφη διαθήκη του ……. του ……., που απεβίωσε την …….. στην ……., η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. ……… πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας, είναι άκυρη

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600 €) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αττοφασίσθηκε στο Καρπενήσι την 14η Σεπτεμβρίου 2023, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ, δε, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στο Καρπενήσι, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 10Π Νοεμβρίου του έτους 2023, με διαφορετική σύνθεση λόγω προαγωγής του Προέδρου Πρωτοδικών κ. Διονυσίου Δάλλα, αποτελούμενη από τους Παναγιώτη Τρυφωνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Σουρλίγκα, Πρωτοδίκη-Εισητήρια, Τιμόθεο Κοντοχρήστο, Πρωτόδικη και Ιωάννα Μισύρη, Γραμματέα.

13 Σεπτεμβρίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Η Α είχε ασκήσει εργατική αγωγή κατά των εργοδοτών της Β και Γ, διεκδικώντας διαφορές μισθών, υπερεργασία κλπ. Πριν τη συζήτηση, είχε ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την εξασφάλισή της με συντηρητική κατάσχεση και προσημείωση υποθήκης στην περιουσία της. Κατά την συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών, οι εναγόμενοι-καθ` ων, εξέτασαν ως μάρτυρα μέλος της οικογένειάς τους, ο οποίος ήταν άσχετος με την εργατική διαφορά. Αυτός κατέθεσε ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε η Α της απαντήσαμε ότι δεν της οφείλαμε για όλους τους παραπάνω λόγους κανένα απολύτως ποσό και αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο, αφού η οικογένεια μας είναι έντιμη και το γνωρίζει όλη η κοινωνία ...»

          Με βάση την ανωτέρω κατάθεση, η Α, άσκησε την παρακάτω αγωγή κατά του ανωτέρω μάρτυρα με νομικές βάσεις την σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, την σύμβαση εγγύησης και την σύμβαση αφηρημένη υπόσχεση χρέους (τακτική διαδικασία)

----------

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ....

ΑΓΩΓΗ (από σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, από εγγύηση και από αφηρημένη υπόσχεση χρέους-ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

....

ΚΑΤΑ

 ......

 

                              ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

                   1ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Ο εναγόμενος, με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του την ..., συνήψε σύμβαση (ΑΚ 361, 477) μαζί μου δυνάμει της οποίας αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του εναγόμενου υιού του και της συζύγου του. Διότι, την ανωτέρω πρότασή του ότι θα πληρώσει και αυτός («θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη», ενώ ο ίδιος ομολογημένα είναι μέλος της ιδίας οικογένειας), το ξένο γι` αυτόν χρέος, καθόσον δεν ήταν εναγόμενος στην εργατική αγωγή μου, την αποδέχθηκα και πάντως την αποδέχομαι με την έγερση της παρούσας. (ΑΠ 934/1992, ΕΕΝ 60,656, Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ,1, υπο 477.6)

          Ειδικότερα, η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής μπορεί να καταρτιστεί μεταξύ νέου οφειλέτη και δανειστή ακόμη και σιωπηρά και επιπλέον, δεν απαιτείται να τηρηθεί τύπος (Ν. Λεοντής ό,α, ΑΠ 230/2014 ΧρΙΔ 2014,500, ΑΠ 1763/2007 ΕλλΔνη 2008,217). Εν προκειμένω η πρόθεση και η αντίστοιχη πρόταση του ανωτέρω, ενδιαφερομένου νέου οφειλέτη για την ανάληψη και απ` αυτόν του χρέους, δεν συνάγεται σιωπηρά μόνο, αλλά είναι δηλωμένη εγγράφως και ρητά και δη στο ανωτέρω δημόσιο έγγραφο, που προσκομίστηκε από τους συγγενείς του στο δικαστήριο με επίκληση.

          Επιπλέον, προέβη στην ανωτέρω δημόσια έγγραφη δήλωση-πρόταση, ενώ γνώριζε καλά τις αξιώσεις μου της εργατικής αγωγής, αφού, ρητά βεβαιώνεται στην βεβαίωση που έδωσε, ότι «αφού ανάγνωσα την ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μαζί με την ενσωματωμένη σ` αυτή από ... αγωγή της έχω να καταθέσω από ιδία αντίληψη τα παρακάτω.».

          Επιπλέον, γνώριζε ότι σκοπός της ήταν να προσκομιστεί, όπως και έγινε, ενώπιον δικαστηρίου στο οποίο δεν ήταν ο ίδιος διάδικος και συναφώς δεν είχα αξίωση και από τον ίδιο. Προσέτι δε γνώριζε  και ότι θα λάβω γνώση της ενόρκου βεβαίωσης και σύστοιχα, της ανωτέρω δήλωσης, πρότασης, προσφοράς και πρόθεσής του για την πληρωμή των αξιώσεών μου και από τον ίδιο (θα της πληρώσουμε) και παρά ταύτα δήλωσε και κατέθεσε τα ανωτέρω. Τα δε κατατεθέντα, είναι φανερό ότι   δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε γεγονότα, δηλώσεις, πρόθεση κλπ που αφορούν το πρόσωπο των διαδίκων συγγενών του, αλλά και του ιδίου, αν και, όπως ειπώθηκε, γνώριζε ότι δεν είναι διάδικος και δεν μετέχει στην δίκη. Έτσι πέραν της ανωτέρω δηλώσεώς του ότι «θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη» , προηγείται και η κατάθεσή του ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε…της απαντήσαμε…» εκ της οποίας και μόνο προκύπτει ότι, ενώ δεν είναι εναγόμενος, εν τούτοις συμμετέχει ομού μετά της οικογενείας του και ο ίδιος και με πρόθεση συναπόφασης προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς, ήδη από το στάδιο των συμβιβαστικών προτάσεων. Είναι δηλ. φανερό ότι η αναδοχή του, έχει την αιτία της στην σχέση του με τους συγγενείς του και ήδη εναγόμενους ως οφειλέτες (παροχή πίστωσης, δωρεά, άλλη σχέση «κάλυψης» κλπ), και όχι στην μεταξύ μας σχέση (έτσι ώστε π.χ να μου παράσχει ασφάλεια). Ο λόγος δεν ενδιαφέρει αφού η σωρευτική αναδοχή αποτελεί αναιτιώδη ή αφηρημένη σύμβαση και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης του χρέους, αλλά ανάληψης από τον αναδεχόμενο εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477, 6). Ακριβώς λοιπόν δια τούτα, και ιδίως από το περιεχόμενο της βεβαίωσής του, προκύπτει ότι σκοπός του με αυτή είναι ακριβώς η ικανοποίηση και δικού του συμφέροντος (Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13), δηλ. για να μη θιγεί η εντιμότητα της οικογένειάς του και άρα και του ιδίου, αφού είναι μέλος της, την οποία (εντιμότητα της οικογενείας και του ιδίου), «γνωρίζει όλη η κοινωνία ...». Άλλωστε, όπως προκύπτει από την ίδια την κατάθεσή του, συχνά και πολλαπλώς αναφέρεται σ` αυτή την προσβολή, αφού θεωρεί ότι οι «δικαστικές ενέργειές» μου, είναι «άκρως προσβλητικές σε βάρος της οικογενείας μας» και ότι τα δικόγραφά μου προσβάλλουν την τιμή της οικογένειάς μας και μας εκθέτει .Πράγματι, εάν ληφθεί υπόψη και ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο δηλώνονται εγγράφως τα ανωτέρω, δηλ. όταν με ασφαλιστικά και ιδίως με προσωρινή δ/γή ζητώ άμεσα την εξασφάλιση της απαίτησής μου από τον μελλοντικό κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή, τότε αναδύεται εναργέστερα ο ανωτέρω σκοπός ικανοποίησης και του δικού του συμφέροντος. (κριτήριο- όχι το μόνο- για την κρίση περί σωρευτικής αναδοχής ΕφΑθ 10465/1978 ΝοΒ 27,979). Διότι, η «δέσμευση» των όποιων περιουσιακών στοιχείων των μελών της οικογενείας του, θα έπληττε αφόρητα (άκρως προσβλητικές) την γνωστή σε όλους και αψεγάδιαστη εικόνα της οικογενείας του, δηλ. των μελών της και του ιδίου, ιδίως δε εάν ληφθεί υπόψη, ότι θα μπορούσε να επιφέρει ακόμα και διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης.  Με την ανωτέρω λοιπόν δήλωση και πρόθεσή του, σκοπούσε ακριβώς σε αυτή την προστασία της κοινωνικοηθικής εικόνας και του ιδίου στην κοινωνία .. δηλ. στην ικανοποίηση και ενός δικού του συμφέροντος που δεν ήθελε να πληγεί.

                    2ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και επικουρικά, καταρτίστηκε σύμβαση αναδοχής χρέους μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη με την συναίνεση, αποδοχή, σύμπραξη και έγκρισή μου, γιατί με τον ανωτέρω τρόπο συμφωνήθηκε μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη, να προστεθεί και ο τελευταίος ως οφειλέτης στην οφειλή τους. Συγκεκριμένα:

          Προκύπτει αυτή η συμφωνία μεταξύ τους και με το ανωτέρω περιεχόμενο, διότι α) τα ανωτέρω δηλωθέντα και χωρίς αμφισημίες, κατέθεσε ο μάρτυράς τους ενώ γνώριζε όπως ειπώθηκε, για ποια υπόθεση καταθέτει και ποιες είναι οι αξιώσεις μου εναντίον των εναγομένων της εργατικής αγωγής και συγγενών του. Άλλωστε κατά τα ανωτέρω, η αιτία αναζητείται στις μεταξύ τους σχέσεις και όχι στην σχέση του μάρτυρα με εμένα. β) διότι, όπως προκύπτει από την ένορκη βεβαίωσή του, εμφανίστηκε ο ίδιος και ζήτησε την σύνταξη της, και μάλιστα την ημέρα συζήτησης της προσωρινής δ/γής, ακριβώς επειδή οι εναγόμενοι του γνωστοποίησαν την αίτησή μου (με την εν αυτή αγωγή) και ζήτησαν την κατάθεσή του, καθόσον διαφορετικά δεν θα μπορούσε να δοθεί και γ) διότι οι τελευταίοι, μετά ταύτα την αποδέχθηκαν και συμφώνησαν σ` αυτή, αφού έκαναν χρήση αυτής, δηλ. την προσκόμισαν με επίκληση στις ανωτέρω δικασίμους γνωρίζοντας το περιεχόμενό της, ήτοι ότι είχε βεβαιώσει ήδη ενόρκως τα ανωτέρω .

          Δηλ. συμφώνησαν κατ` αλλήλων, ο μεν ένας να την χορηγήσει με συγκεκριμένο περιεχόμενο και με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο, οι δε άλλοι να την χρησιμοποιήσουν με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ενώ γνώριζαν ότι ο καταθέτων τα ανωτέρω, δεν είναι διάδικος στην δίκη που δικάζονταν, τα δε κατατεθέντα, δεν αφορούσαν αποκλειστικά τους διαδίκους, αλλά και τον ίδιο τον μάρτυρα και την δική του πρόθεση και προσφορά. Συμφώνησαν δηλαδή ότι θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη .

          Στην παραπάνω συμφωνία μεταξύ τους συνέπραξα, άλλως την αποδέχθηκα και συναίνεσα σ` αυτή, γιατί δεν την αντέκρουσα και δεν ζήτησα να μη ληφθεί υπόψη ως παράνομο ή ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, αλλ` αντίθετα κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο και έλαβα γνώση αυτής. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι, εφόσον ήθελε κριθεί ότι πρόκειται για μία τέτοια συμφωνία, την αποδέχομαι, συναινώ και την εγκρίνω, οπότε γεννώνται αναδρομικά και εξ αρχής(30-6-2021) πλήρη τα αποτελέσματα της αναδοχής.  Άλλωστε αυτή καθ` εαυτήν η έγερση της παρούσης, σημαίνει αποδοχή, συναίνεση και έγκριση της παραπάνω συμφωνίας τους αφού ζητώ να επέλθουν οι έννομες συνέπειές της υπέρ μου. ( Ν.Λεοντής ΕρμΑΚ, τ.Ι, υπο 477.3, όπου και νομολογία)

                   3ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν καταρτίστηκε με κανέναν από τους ανωτέρω τρόπους, τότε καταρτίστηκε   ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 411, Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 3, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.2 και υπο Εισαγ. παρατ. στα άρθρα 410-415. 33 όπου ρητά, η αναδοχή χρέους με συμφωνία οφειλέτη και αναδεχόμενου, αναγνωρίζεται ως μία από τις περιπτώσεις σύμβασης υπέρ τρίτου που ρυθμίζονται από τον ΑΚ, επίσης και υπό 478.9). Διότι με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά,  αλλά και όσα θα αναφερθούν,  προκύπτει σαφώς βούληση και συμφωνία τους (βλ. ανωτέρω περιστατικά, συγγενικής σχέσης, γνώσης, κοινού σκοπού και κοινού συμφέροντος, στα οποία παραπέμπω) να θεμελιωθεί άμεσο δικαίωμά μου κατά την έννοια της ΑΚ 411, ώστε να δικαιούμαι να απαιτήσω και απ` αυτόν που υποσχέθηκε την εκπλήρωση της παροχής. Πρόκειται δηλ. για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου η οποία έχει ενέργεια σωρευτικής κατ` άρθρο 477ΑΚ αναδοχής χρέους, οπότε αρχικοί και νέος οφειλέτης είναι εις ολόκληρον συνοφειλέτες απέναντί μου. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477. 2, 478. 9).

          Ειδικότερα, ο υποσχεθείς μάρτυρας, υποσχέθηκε στους συγγενείς του αντισυμβαλλόμενους (δέκτες της υπόσχεσης) ότι θα εκπληρώσει και αυτός την παροχή (οφειλή) προς εμένα (τρίτος), διότι την συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση που αναφέρεται και στον ίδιο ως αυτοτελές μέλος της ιδίας οικογένειας που υπόσχεται την πληρωμή, την έδωσε και την χορήγησε στους συγγενείς του, εν γνώσει του περιεχομένου της και εν γνώσει των αξιώσεών μου (στην «περίπτωση που δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο»). Έτσι, σύμφωνα και με όσα ειπώθηκαν ανωτέρω, συνήφθη συμφωνία μεταξύ τους, αφού οι αντίδικοί μου αποδέχθηκαν την υπόσχεσή του, καθόσον, αν μη τι άλλο, γνώριζαν το ανωτέρω ακριβές περιεχόμενο της βεβαίωσης του και την χρησιμοποίησαν. Δικαιούμαι όθεν να απαιτήσω άμεσα και απ` ευθείας απ` αυτόν που υποσχέθηκε διότι:  

          Είναι αναντίρρητο με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, ότι μεταξύ εμού και του ανωτέρω υποσχεθέντος, δεν υπήρχε καμία έννομη σχέση, αφού δεν ήταν και δεν είναι καν διάδικος στην εργατική αγωγή και ούτε διατηρούσα κάποια αξίωση εναντίον του. Παρά ταύτα προέβη με την επίμαχη ένορκη βεβαίωση, στην ανωτέρω σύναψη της σύμβασης με τους συγγενείς του-οικογένειά του (θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας), ενώ όπως ειπώθηκε αυτοί συμφωνούντες στην λήψη της με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, την αποδέχθηκαν και την προσκόμισαν. Η ανωτέρω λοιπόν συμφωνία τους, δεν έγινε ιδιωτικά και κρυφά από εμένα, αλλά με τον ανωτέρω τρόπο την ανακοίνωσαν και την φανέρωσαν προκειμένου να λάβω γνώση και μάλιστα αυτό έγινε επισήμως και πανηγυρικά, αφού τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος δημοσίου εγγράφου και προσκομίστηκε σε δικαστήρια από τους ίδιους.

          Προκύπτει δηλ. από τα ανωτέρω περιστατικά (δημοσιότητα της συμφωνίας τους προς το σκοπό γνώσης μου και δεσμευτικότητα λόγω του εγγράφου τύπου της), ότι σκοπός τους ήταν να προσπορίσουν σε εμένα άμεσο δικαίωμα αναζήτησης της οφειλής από τον υποσχεθέντα. Διότι διαφορετικά, την μεταξύ τους ιδιωτική συμφωνία δεν θα είχαν κανένα λόγο να την φανερώσουν προς εμένα και ούτε υπήρχε η ανάγκη έγγραφου δεσμευτικού τύπου. Δεν την εκράτησαν δηλ. μυστική και ούτε απέφυγαν να μου την ανακοινώσουν (Γεωργ-Σταθ. υπο 411.3). Μάλιστα αυτά έλαβαν χώρα ενώ γνώριζαν καλώς και πλήρως τις εργατικές μου αξιώσεις και αγωγή μου με τις οποίες διεκδικώ αυτές, ενώ το βήμα το οποίο επέλεξαν για την ανακοίνωσή της, δεν ήταν κάποια κοινωνική ή άλλη συναναστροφή τους, απέναντι στην οποία δεν θα υπήρχε παρά μόνο μία ηθική δέσμευση, αλλά το δικαστήριο το οποίο διαγιγνώσκει υποχρεώσεις και δικαιώματα (έννομες συνέπειες). Σημαντικό δε στοιχείο υπέρ του ότι σκοπούσαν να μου παράσχουν άμεσο και ίδιο δικαίωμα έναντι του υποσχεθέντος μάρτυρα, είναι ότι η παραπάνω ανακοινωθείσα σε εμένα συμφωνία μεταξύ τους, έγινε καθ` όν χρόνο εγώ με τα ασφαλιστικά μου μέτρα και δη άμεσα με προσωρινή δ/γή, ζητούσα την εξασφάλιση και προστασία της απαίτησής μου από τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή στο μέλλον, συνεπεία, τόσο της έλλειψης εμφανών στοιχείων του εργοδότη, όσο και της δεδηλωμένης και αναφερόμενης στην αίτησή μου (και άρα γνωστή σ` αυτούς) πρόθεσής τους (των αντιδίκων μου) να μη με πληρώσουν.

          Συνεπώς με τον ανωτέρω τρόπο και στον συγκεκριμένο χρόνο, δεν ζήτησαν απλά και άνευ ετέρου, την απόρριψη της αιτούμενης από εμένα άμεσης «δέσμευσης» των περιουσιακών τους στοιχείων (συντηρητική κατάσχεση, προσημείωση). Αντιπαρέταξαν στο ανωτέρω αίτημά μου την ανακοίνωση μίας έγγραφης συμφωνίας μεταξύ τους με βάση την οποία, ένα άλλο μέλος της έντιμης οικογένειάς τους, υπόσχονταν πλέον  και για τον ίδιο ατομικά ότι, θα την πληρώσουμε. Απέναντι δηλ. στο αίτημά μου για εξασφάλιση της απαίτησης μου με δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, συμφώνησαν και αντιπαρέθεσαν μία άλλη εξασφάλιση, ήτοι την προσθήκη και ενός άλλου οφειλέτη και συναφώς, την προσπόριση σε εμένα ενός άλλου αντισταθμιστικού και εξισορροπητικού μεγέθους, ήτοι του δικαιώματος να αναζητήσω την παροχή απ` ευθείας απ` αυτόν.  Ως εκ τούτων, δεν υπάρχει ο κίνδυνος για τον οποίο ζητώ εξασφάλιση, αφού πλέον «εξασφαλίζομαι» με τον ανωτέρω τρόπο, δηλ. με την προσθήκη ενός νέου «οικογενειακού» οφειλέτη ο οποίος υπόσχεται την πληρωμή. Και μάλιστα εγγράφως ώστε κανείς, και κυρίως εγώ, να μην αμφιβάλλει για την βέβαιη εξόφλησή μου. Όμως ακριβώς η ανωτέρω προσθήκη ενός νέου και δη και έντιμου οφειλέτη και η ανάληψη εκπλήρωσης της παροχής και απ` αυτόν, αποδεικνύει ότι πρόκειται για γνήσια και όχι μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, γιατί εξυπηρετεί το δικό μου αποκλειστικά συμφέρον. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 411. 3, ΟλΑΠ 850/1982, ΑΠ 3/2018, ΝΟΜΟΣ. ας παραλληλιστεί επίσης με την σύμβαση ασφάλισης υπέρ τρίτου, αφού και εδώ, με τον ανωτέρω τρόπο, εγώ «εξασφαλίζομαι»). Τονίζεται δε εδώ ότι η εξυπηρέτηση με τον ανωτέρω τρόπο του δικού μου συμφέροντος, ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να ικανοποιηθεί και το συμφέρον του υποσχόμενου μάρτυρα, δηλ. να μην θιγεί-προσβληθεί η έντιμη εικόνα του ιδίου και της οικογένειάς του, από την λήψη των αιτούμενων δικαστικών μέτρων κατά της περιουσίας τους. 

          Σημειώνεται ότι η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους παράγει αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή του τρίτου (αναδοχέα) έναντι του δανειστή και παλαιοί και νέος οφειλέτης, ευθύνονται κατά την ΑΚ 481 επ, ήτοι εις ολόκληρον. (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο δε της αναδοχής μπορεί να αποτελέσει, μελλοντικό, υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, αλλά και επίδικο χρέος (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 10,11, Ν. Λεοντής ό.α υπο 471.4). Η δε έκταση της ευθύνης του αναδεχόμενου ρυθμίζεται με βάση την έκταση που έχει το χρέος κατά το χρόνο της αναδοχής, αφού έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση (ΑΠ 230/2014, ΕφΘες 1330/1998 Αρμ 52,849). Και γι` αυτό εν προκειμένω, εφόσον το χρέος είναι τοκοφόρο (βλ. αγωγή μου, αλλά και την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση), ευθύνεται και για τους τόκους και πριν από την αναδοχή (Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 2).

          Προκύπτει δηλ. ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε μεν έγκυρα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, άλλως με την έγερση της παρούσης, και έτσι γεννήθηκε η αξίωσή μου, πλην όμως φανερά η ισχύς της και τα αποτελέσματά της, εξαρτήθηκαν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης (μελλοντικό γεγονός) που τυχόν (αβέβαιο) θα με δικαιώσει και για «αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει» (έκταση ευθύνης. βλ. ανωτέρω). (βλ. ρητά «αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο». Πρόκειται σαφώς για την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής μου, αφού ήδη επρόκειτο και εξακολουθεί να είναι επίδικο χρέος, για το οποίο μάλιστα έχουν ασκηθεί εκατέρωθεν αντίθετες εφέσεις.

          Λίγο χρειάζεται να τονιστεί, ότι πρόκειται φανερά για σωρευτική και όχι για στερητική αναδοχή χρέους. Η πρόθεση των μερών για απαλλαγή του προσώπου του παλαιού οφειλέτη, πρέπει να προκύπτει σαφώς (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 16). Κάτι τέτοιο όμως εν προκειμένω, όχι μόνο δεν μπορεί να συναχθεί από τις συνθήκες και περιστάσεις σύνταξης και χορήγησής της,, αλλ` αποκλείεται ήδη και από την ρηματική διατύπωση της (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας).

          Συνεπώς λόγω της τοιαύτης σωρευτικής αναδοχής, παράγεται αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή και του εναγομένου τρίτου (αναδοχέα) έναντι μου και έτσι ευθύνεται και αυτός, εις ολόκληρον με τους παλαιούς οφειλέτες,  έναντί μου κατά την ΑΚ 481 επ.   (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ)

                               ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε υποτεθεί ότι σκοπός του μάρτυρα με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, δεν ήταν η ανάληψη/αναδοχή ξένου χρέους ως δικό του, αλλά η ανάληψη ευθύνης ότι θα καταβληθεί ξένη οφειλή, χωρίς να εισέρχεται στην έννομη σχέση μου με τους εναγόμενους, δηλ. η εξασφάλισή μου με παροχή ασφάλειας ενός ακόμη προσώπου και η ενίσχυση της πίστης των οφειλετών-εναγομένων, τότε πρόκειται για σύμβαση εγγύησης μεταξύ μας (ΑΚ 847, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13) και συνεπώς ευθύνεται εξ αυτού του λόγου.  (για την σύναψη και της σύμβασης αυτής με πρόταση του και αποδοχή μου, από και διά της έγερσης της παρούσης αγωγής, βλ. ανωτέρω, αλλά και Γεωργ-Σταθ. υπο 847. 15. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω ότι συναινώ, αποδέχομαι και εγκρίνω την πρότασή του για την σύναψη αυτής της σύμβασης). Μάλιστα, εν προκειμένω προκύπτει ότι εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (ΑΚ 857) και συνεπώς στερείται του δικαιώματος της ένστασης δίζησης, διότι ακόμα και ρηματικά ουδόλως αναφέρεται, καθ` οιονδήποτε τρόπο, σε επιβοηθητική ευθύνη του. Αντίθετα ρητά και σαφώς αποτυπώνει την πρόθεση του για ανάληψη της ευθύνης ως αυτοφειλέτης (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας), δηλ. συλλήβδην, αδικαρίτως και ομού με τα μέλη της οικογένειάς του. Η ευθύνη του δε μετά ταύτα, είναι η καταβολή της οφειλής, στην έκταση που αυτή βαρύνει τον οφειλέτη, δηλ. εν προκειμένω, ό,τι και όσο επιδικαστεί τελεσίδικα («αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει»). Και εδώ δηλ. η ευθύνη του (τα αποτελέσματα της σύμβασης) εξαρτήθηκαν από την έκδοση της μελλοντικής δικαστικής απόφασης και κατά την ποσότητα που τυχόν θα με δικαιώνει. (βλ. και ανωτέρω).

          ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗΣ ΥΠΟΣΧΕΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

          Σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος .... υποσχέθηκε αφηρημένα ότι θα με πληρώσει, ό,τι επιδικάσει η απόφαση επι της αγωγής μου. Η αφηρημένη υπόσχεση χρέους (ΑΚ 873), η οποία ιδρύει νέα και αυτοτελή βάση της υποχρεώσεως, μπορεί να καταρτιστεί και υπέρ τρίτου. Συνήθως συνάπτεται μεταξύ οφειλέτη και δανειστή, αλλά μπορεί να καταρτιστεί και ως σύμβαση υπέρ τρίτου (Γεωργ-Σταθ. υπο 873.2, Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873, αρ. 11), γιατί η σύμβαση δεν αλλάζει όταν γίνεται υπέρ τρίτου, παρά μόνο προς την κατεύθυνση της παροχής (εμένα). (Γεωργ-Σταθ. υπο εισαγ.παρατ. στα άρθρα 410-415, αρ. 3)

          Εν προκειμένω συντρέχουν άπασες οι προϋποθέσεις του νόμου για την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης. Συγκεκριμένα υφίσταται υπόσχεση του ανωτέρω που απευθύνεται στον δανειστή και αποτελεί πρόταση για σύναψη σύμβασης (ΑΚ 185). Γιατί όπως ειπώθηκε και προκύπτει και εγγράφως από το ίδιο το κείμενο της ενόρκου βεβαίωσης, γνώριζε την αγωγή μου και για τις αξιώσεις μου, όπως και ότι αυτή θα προσαχθεί ακριβώς για να χρησιμοποιηθεί στον ανωτέρω δικαστήριο (ή/και δικαστήρια) με τους συγγενείς του και άρα ότι θα λάβω γνώση αυτής. Αφετέρου υπήρξε και αποδοχή της προτάσεως (ΑΚ 189), αφού, όπως ειπώθηκε, δεν αντέκρουσα αυτή, ούτε ζήτησα να μην γίνει χρήση της κλπ. Σημειώνεται ότι η αποδοχή μπορεί να συνάγεται ρητά ή σιωπηρά, όπως μεταξύ άλλων και με την έγερση της παρούσης αγωγής (ρητά Ν.Λεοντής ό.α υπο 873. 6). Σε κάθε δε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι αποδέχομαι και συναινώ στην ανωτέρω πρόταση.

          Επιπλέον, υφίσταται και το απαιτούμενο συστατικό έγγραφο, διότι η ανωτέρω αφηρημένη υπόσχεση, εμπεριέχεται στην ανωτέρω ένορκη συμβολαιογραφική βεβαίωση, η οποία μάλιστα είναι και δημόσιο έγγραφο που χρησιμοποιήθηκε στο δικαστήριο. (πρβλ. και δήλωση του οφειλέτη που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. ΑΠ 23/1969, ΝοΒ 17, 538 σε Γεωργ-Σταθ. υπο 873). Αν και δεν απαιτείται έγγραφος τύπος για την αποδοχή του δανειστή (ο.Α Ν. Λεοντής υπο 873, αρ. 13, ΑΠ 992/2014 ΝοΒ 2014,2331) πάντως και η δική μου ανωτέρω ρητή ή σιωπηρή αποδοχή, γίνεται εγγράφως με την παρούσα και με αυτή ταύτη την έγερσή της και με την εμπεριεχόμενη σ` αυτή ανωτέρω ρητή δήλωση αποδοχής μου (όπως και για όλες τις ανωτέρω προτάσεις του στις ανωτέρω νομικές βάσεις που παρέθεσα).

          Με την ανωτέρω σύμβαση σκοπήθηκε μεταξύ τους δημιουργία υποχρεώσεως του υποσχόμενου και σύστοιχης άμεσης υπέρ εμού απαίτησης εναντίον του, κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αιτία-βασική σχέση, δηλ. την εργατική μου αξίωση. Διότι ο παραπάνω υποσχόμενος, είναι παντελώς τρίτος και η σχέση του με την αιτία του χρέους των συγγενών του, δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση για να μπορεί να την επικαλεστεί και να εξαρτήσει αιτιωδώς την υπόσχεσή του απ` αυτήν.  Άλλωστε, ήδη από την διατύπωση της δήλωσής του προκύπτει, ότι αναφορικά με αυτόν, όποια και να ήταν η αιτία της οφειλής των συγγενών του, πάντως η πληρωμή της, είναι θέμα εντιμότητας της οικογενείας του και άρα και του ιδίου και θα την έκανε σε κάθε περίπτωση γιατί θα ήταν επ` ωφελεία (κοινωνική, ηθική) απάντων. Συνεπώς, εκ της διατύπωσης και μόνο, αλλά και του ανωτέρω σκοπού του, προκύπτει η αποσύνδεση της αναλαμβανόμενης υποχρέωσης, από την αιτία, δηλ. από τα πραγματικά περιστατικά των εργατικών αξιώσεών μου. Διότι, ακόμα και εάν τα μέλη της οικογένειάς του, μου όφειλαν π.χ από δάνειο, πώληση κλπ, και πάλι η αιτία θα του ήταν αδιάφορη, δεδομένου ότι δεν θέλει, σε όλες τις περιπτώσεις, δηλ. είτε από δάνειο, είτε από πώληση, είτε από εργατικές αξιώσεις, να τρωθεί η έντιμη εικόνα της οικογενείας του, αλλά και του ιδίου. Και γι` αυτό, δεν εξαρτά την ανωτέρω υπόσχεσή του από καμία διατύπωση της μορφής, εάν αποδειχθεί δικαστικά ότι εργαζόμουν τις τάδε και όχι τις δείνα ώρες, ή ότι εάν προσέφερα υπερωριακή εργασία, ή ότι εάν δεν ελάμβανα τις νόμιμες ημέρες αδείας κλπ, τότε και μόνο «θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας ό,τι δικαιούται ή ό,τι κριθεί βάσιμο» κλπ. Αντίθετα, αφηρημένα υπόσχεται ότι σε περίπτωση δικαστικής μου δικαίωσης, θα με πληρώσουν (η οικογένειά του), αυτά που τυχόν επιδικάσει το δικαστήριο. Και αυτό, με βάση τον σκοπό του, θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση, δηλ. ακόμα και εάν η αιτία του χρέους ήταν άλλη και όχι οι εργατικές μου αξιώσεις. Διευκρινίζεται εδώ ότι ναι μεν καμία ενοχική δέσμευση δεν δημιουργείται τυχαία, όπως και η ανωτέρω δική του, και άρα δεν στερείται αιτίας, πλην όμως, πρέπει να γίνεται πάντα η διάκριση της εξάρτησης από την αιτία, όπως την απαιτεί η ΑΚ 873, η οποία εν προκειμένω για τους ανωτέρω λόγους, δεν υπάρχει. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873. 5)

          Επίσης, πρόκειται για χρηματική παροχή που μπορεί να αποτελέσει ακώλυτα αντικείμενο της σύμβασης αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, η δε έκτασή της, όπως αναμφισβήτητα προκύπτει από τα αντικειμενικά δεδομένα της ίδιας της ένορκης βεβαίωσης που την περιέχει και αναφέρεται σε ήδη γνωστές από την αγωγή μου αξιώσεις, αλλά και ότι αυτές είναι επίδικες και νομιμότοκες, εξικνείται αυτονόητα και φανερά σε ό,τι και όσο επιδικασθεί τελεσίδικα με την δικαστική απόφαση επί της αγωγής μου (ανώτατο όριο). (βλ. ανωτέρω )

          Επειδή ο εναγόμενος αρνείται και αμφισβητεί την ανωτέρω υποχρέωση και οφειλή του και δια τούτο και την πληρωμή

          Επειδή η αγωγή μου είναι νόμιμη και βάσιμη, ασκείται δε ενώπιον του τοπικά και υλικά αρμόδιου δικαστηρίου λόγω ποσού (βλ. ανωτέρω)

          Επειδή νόμιμη συντρέχει περίπτωση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση, διότι ελλείψει χρημάτων μου, η καθυστέρηση εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της παρούσης, θα προκαλέσει σε εμένα ανεπανόρθωτη βλάβη, τόσο μάλλον καθόσον, ο ανωτέρω εργοδότης, δεν κατέβαλε καν ούτε το προσωρινώς εκτελεστό ποσό των .... της εργατικής αγωγής παρά το ότι επεδόθη η απόφαση με επιταγή προς πληρωμή.  

          Δια ταύτα και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου για τους εν τω ιστορικώ λόγους.

         Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ως αναδεχθείς σωρευτικά το επιδικασθησόμενο χρέος προς εμένα των αναφερομένων στο ιστορικό της παρούσας οφειλετών μου, άλλως με αιτία την σύμβαση εγγύησης, άλλως της αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, να μου καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτούς, κάθε ποσό που ήθελε επιδικαστεί τελεσίδικα εις βάρος τους (και αυτοτελώς αλλά και εις ολόκληρον με βάση τα ανωτέρω αιτήματά μου εφόσον αυτό γίνει δεκτό) κατά παραδοχή της εργατικής αγωγής μου και για τα αιτούμενα κονδύλιά της και μέχρι του ανωτέρω συνολικού ποσού αυτής που μεταβιβάστηκαν στο Εφετείο (....€), πλέον τόκων επιδικίας και υπερημερίας για κάθε επιδικασθέν κονδύλιο, από το χρονικό σημείο που η τελεσίδικη απόφαση ήθελε κάνει δεκτή την τοκοφορία για το καθένα απ` αυτά, μέχρι και την εξόφληση τους, άλλως αυτά τα ποσά που θα επιδικαστούν, νομιμότοκα από την ... και άλλως επικουρικά από την επίδοση της παρούσης  μέχρι την εξόφληση.

          Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή Και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική μου  δαπάνη.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

            FAX : 24410-41257

13 Σεπτεμβρίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ...

ΕΦΕΣΗ

..

ΚΑΤΑ

1) ...2) Της με αρ. ... οριστικής εκδοθείσης αντιμωλίαν, απόφασης του ...

           Εκκαλώ την ανωτέρω σημειούμενη απόφαση, δι` όσους λόγους επιφυλάσσομαι να προσθέσω στο μέλλον, αλλά και για τους κάτωθι νόμιμους και βάσιμους ήτοι:

                                 ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

          ...

          Κατά το μέρος που έγινε δεκτή ως νόμιμη η αγωγή, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε με αυτή και αιτείται την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όχι ως εκπλήρωση παροχής ένεκα καταρτισθείσης σύμβασης (ή προσυμφώνου) την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, αλλά ως αποζημίωση ένεκα αξίωσης τάχα προς αποκατάσταση ζημίας συνεπεία αδικοπραξίας (ΑΚ 914 ή 919).  Στην μεν πρώτη περίπτωση (συμβατική υποχρέωση), απαιτείται οπωσδήποτε συμβολαιογραφικό προσύμφωνο (τέλεια σύμβαση) γιατί αφορά ακίνητο. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Συνεπώς για τη νομιμότητα της αγωγής στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να γίνει επίκληση του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στην δεύτερη περίπτωση (υποχρέωση από το νόμο, που εν προκειμένω δέχθηκε η εκκαλουμένη), απαιτείται καταρχάς ο αγωγικός ισχυρισμός αλλά και η πλήρωση των όρων της αδικοπραξίας, ήτοι οπωσδήποτε ζημία και είτε να συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 914, είτε οι όροι άλλου αδικοπρακτικού λόγου ευθύνης, π.χ οι όροι της ΑΚ 919, ή αυτοί της ΑΚ 920 κλπ, οι οποίοι είναι διαφορετικοί. Διότι κάθε παρανομία της ΑΚ 914 δεν συνιστά αναγκαίως και αντίθεση στα χρηστά ήθη, ούτε προσβάλλει αναγκαίως την πίστη, το μέλλον κλπ. (Γεωργ-Σταθ. υπο 919.22 και υπο 920.9). Δηλ. για τη νομιμότητα της αγωγή πρέπει ο ενάγων να επικαλείται τα στοιχεία της αδικοπραξίας σαφώς και ορισμένως και να αιτείται  την καταδίκη σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Ειδικά εφόσον βάση (ιστορική-πραγματικάά περιστατικά) της αγωγής συνιστά η αντίθεση στα χρηστά ήθη, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται όλες τις πραγματικές προϋποθέσεις της ΑΚ 919 για την κλήση σε εφαρμογή των εννόμων συνεπειών της (αποζημίωση). 

            Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και  αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι οι εξής: 1. Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο.  2. Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξενήσεως ζημιάς, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλ’ αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημιάς στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3. Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον. 4. Να υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 137/2005, ΑΠ 864/2014). Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του ζημιωθέντος, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική, αναλογική σχέση (ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1385/2013).

            Για την κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα της σχετικής αγωγής πρέπει αυτή να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, καταφάσκουν προς το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται προς δικαστική κρίση η σχετική αξίωση, να αναφέρονται τα κίνητρα και ο σκοπός του υποκειμένου, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωση της συμπεριφοράς του (ΑΠ 1027/2021, 1678/2001, ΑΠ 1298/2006, ΑΠ 488/2010, ΑΠ 864/2014, ΝΟΜΟΣ).

 Εν προκειμένω η εκκαλουμένη παρά το νόμο δεν απέρριψε ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη την ένδικη αγωγή. Συγκεκριμένα κατά την εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα σ` αυτή για την πλήρωση της ΑΚ 919 και ΚΠολΔ 949, άλλως θώρησε επαρκή τα εκτεθειμένα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα, πραγματικά γεγονότα και οπωσδήποτε δεν έλαβε υπόψη γεγονότα που διαλαμβάνονται στην αγωγή και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων που εφάρμοσε και τις έννομες συνέπειές τους. Συγκεκριμένα:

                                            Ι

          Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής, ο ενάγων, δεν ζητά την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση του ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Αντίθετα, επικαλείται υποχρέωσή μου προς μεταβίβαση του ακινήτου, συνεπεία προηγηθείσης προφορικής συμφωνίας μεταξύ μας προς μεταβίβασή του, δηλ. ως εκπλήρωση παροχής από προφορική «σύμβαση» που αφορά την μεταβίβαση του ακινήτου, η οποία φυσικά είναι άκυρη και δεν μπορεί να υποχρεώσει κατά το ουσιαστικό δίκαιο σε δήλωση βούλησης γιατί δεν περιεβλήθη τον συμβολαιογραφικό τύπο.  Σύμφωνα με την ΑΚ 166 ««Η σύμβασις, δι` ης τα μέρη υποχρεούνται να συνάψωσιν ωρισμένην συμβασιν (προσύμφωνον) υπόκειται εις τον τύπον, ον ο νόμος ορίζει δια την συναπτέαν σύμβασιν.». Ως τύπος διά την συναπτέαν σύμβασιν νοείται ενταύθα μόνον το συμβολαιογραφικόν ή ιδιωτικόν έγγραφον, ουχί δε άλλως τις τύπος (Μπαλής, § 58∙ πρβλ. και Ράμμον, ΕρμΑΚ 166 αρ. 15). Αν η κυρία σύμβασις δεν υπόκειται κατά νόμον εις τύπον, ουδέ το περί ταύτης προσύμφωνον υπόκειται.. Το προσύμφωνον περί μεταβιβάσεως δικαιώματος επί ακινήτου δέον επί ποινή ακυρότητος να καταρτίζεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου (πρβλ. Τούσην, § 89, σημ. 2), διαφορετικά, δηλ. άτυπα ή με ιδιωτικό έγγραφο, δεν επιτρέπεται η καταδίκη σε δήλωση βούλησης με την ΚΠολΔ 949 εφόσον πρόκειται για ακίνητο. Αναφέρομαι πλήρως στην ΜΠΡΑθ 19/2010 και στην εκεί νομολογία και σκέψεις. Εν προκειμένω ούτε έγινε ποτέ συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, ούτε και ο ενάγων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο και συνεπώς η αγωγή του είναι νόμω αβάσιμη, ούτε και η εκκαλουμένη το παραδέχεται. 

          Προκύπτει δηλ. ότι ο ενάγων δεν αιτείται in natura αποζημίωση με πραγματικό την ΑΚ 919 ή έστω της ΑΚ 914, στην οποία στηρίζει μόνο αίτημα ηθικής βλάβης και όχι κάτι άλλο. Αντίθετα σαφώς ζητά «να αναγνωριστεί ότι…καταρτίστηκαν διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου» και ότι «λόγω αδυναμίας απόδοσης…η εναγομένη υποσχέθηκε αντι καταβολής του ποσού, την μεταβίβαση κατά πλήρη κυριότηταμε την προϋπόθεση ότι το ύψος του δανείου θα ανέρχεται στην αγοραία αξία του ακινήτου» και εν τέλει για τους ανωτέρω λόγους «να αναγνωριστεί η ύπαρξη αξίωσης προς δήλωση βούλησης και να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει….». Δηλ. επικαλείται σαφώς πραγματικά περιστατικά υποχρέωσης προς μεταβίβαση από συμφωνία (και όχι από άλλο λόγο) και γι` αυτό άλλωστε επικαλείται μεταβίβαση αντί καταβολής ισόποσης με την αγοραία αξία του. [την οποία ο ενάγων δεν επικαλείται (αοριστία) και η εναγομένη δεν την παραδέχεται (έλλειψη αιτιολογίας) αλλά, παρά ταύτα, αντί να απορρίψει την αγωγή, με καταδικάζει σε δήλωση για μεταβίβαση ακινήτου αδήλου αξίας για αποκατάσταση της ισχυριζόμενης αγωγικής ζημίας!]

          Για να μην απομείνει καμιά αμφιβολία: ο ίδιος στην από ... που κατατέθηκε αυθημερόν, προσθήκη-αντίκρουσή του, ρητά ισχυρίζεται (σελ. 4) ότι « η αγωγή μου, όμως, στηρίζεται στην κατάρτιση συμβάσεως δανείου και την νεότερη συμφωνία απόδοσης αυτού με την μεταίβαση του οικοπέδου της εναγομένης, η οποία ως άτυπη και προφορική συμφωνία…κρίνεται νόμιμη και επιφέρει έννομα αποτελέσματα». Επίσης στην σελ. 2 αυτής, υπερθεματίζει ισχυριζόμενος ότι «η συμφωνία αυτή άτυπη, πλην όμως νόμιμη έγινε προφορικά αφού λόγω της ιδιαίτερα στενής οικογενειακής σχέσης…υπήρχε ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου…η συμφωνία αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από την μαρτυρική κατάθεση…»

          Επομένως η εκκαλουμένη διαστρέβλωσε πλήρως τους αγωγικούς ισχυρισμούς και έλαβε υπόψη πράγματα και ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν, αφού αυτός ζητούσε την όποια δήλωση βούλησης για το ακίνητο (βλ. κατωτέρω για τα τι ακριβώς ζητούσε), όχι ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, αλλά από σύμβαση  που ο νόμος εξοπλίζει με εκτελεστότητα, κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό και η εκκαλουμένη έπρεπε να απορρίψει την αγωγή, αφού δεν ισχυρίζεται και ούτε και η εκκαλουμένη παραδέχεται για την τοιαύτη σύμβαση, συμβολαιογραφικό έγγραφο αν και αφορούσε ακίνητο.

                                                ΙΙ

          Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι ζητούσε την ανωτέρω «καταδίκη» σε δήλωση βούλησης ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, ή έστω από την ΑΚ 914 (και 386ΠΚ) και πάλι η εκκαλουμένη έσφαλε που δέχθηκε αυτή διότι:

          Η μόνη αναφορά της αγωγής σε αδικοπραξία είτε της ΑΚ 914, είτε της ΑΚ 919, είναι η αντιγραφή των άρθρων του νόμου και όχι πραγματικά περιστατικά περί αυτών. Δηλ. δεν επικαλείται, άλλως δεν επικαλείται σαφώς και ορισμένως πραγματικά περιστατικά, που αληθή υποτιθέμενα «καλύπτουν» τους ειδικούς όρους, δηλ. το πραγματικό (tatbestand) της όποιας αδικοπρακτικής ευθύνης των ανωτέρω διατάξεων, δηλ. είτε της απάτης, είτε της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, περιστατικά περί του δόλου, όπως και περιστατικά περί της ελάχιστης αιτιώδους συνάφειας, έτσι ώστε η συμπεριφορά αυτή να μπορεί να ελεγχθεί ότι συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας.  Δεν ισχυρίζεται δηλ. πραγματικά περιστατικά  ψευδών εν γνώσει μου, παραστάσεων γεγονότων ως αληθών ή αποσιώπησης αληθών, με τι σκοπό και πώς αυτές συνδέονται με διάθεση περιουσίας εκ μέρους του και ποια η εξ αυτής ζημία. Αλλ` ούτε και ισχυρίζεται περιστατικά επαγωγής με πρόθεση ζημίας και μάλιστα με τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, ποια είναι αυτά και πότε και που επικρατούντα κλπ. και πώς αυτή η συμπεριφορά, η οποία επιπροσθέτως πρέπει να ήταν και αντικειμενικά πρόσφορη, αιτιακά προκάλεσε την ζημία.  Σημειώνεται, ότι η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής, δεν συνιστά καθεαυτήν αδικοπραξία, εκτός εάν συντρέχουν και οι όροι της τελευταίας, ώστε και χωρίς τη συμβατική σχέση να πρόκειται για υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά. Συνεπώς στην αγωγή του δεν αρκούσε να ισχυριστεί την συμβατική σχέση και την παραβίασή της, αλλά και τα τυχόν ανωτέρω (ενδεικτικά) περιστατικά παρανόμου, υπαιτίου και ζημιογόνου συμπεριφοράς (ΑΚ 914,919), δηλ. περιστατικά αδικοπρακτικής ευθύνης, τα οποία όπως ειπώθηκε απουσιάζουν.  Η αναφορά του σε πράξη αδικοπραξίας, ήγουν απάτης συνιστάμενης σε ψευδείς τάχα υποσχέσεις, και αληθή υποτιθέμενα δεν έλκουν σε εφαρμογή τις συνέπειες της ΑΚ 914 σε συνδυασμό με την τάχα παραβιασθείσα ποινική διάταξη της ΠΚ 386, γιατί αν μη τι άλλο δεν πρόκειται για παράσταση γεγονότων. Οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, δηλ. ακόμα και η ενυπάρχουσα τυχόν στην σύναψη της σύμβασης πρόθεση του οφειλέτη να μην εκπληρώσει (που εδώ δεν υπάρχει ούτως ή άλλως, αφού πρόκειται για άκυρη από την αρχή προφορική συμφωνία μεταβίβασης ακινήτου), δεν είναι γεγονότα και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν το «παράνομο» της απάτης κατά πάγια νομολογία (ΑΠ 774/2020, 651/2020, 527/2020 κλπ). Μάλιστα γίνεται δεκτό ότι επι υποσχέσεων ή διαβεβαιώσεων για μελλοντικό γεγονός, όπως εδώ ο ίδιος επικαλείται, ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης της παραπλάνησης και της επενεχθείσης πλάνης, αφού τέτοιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για μελλοντικά γεγονότα δεν είναι ικανές αντικειμενικά να προκαλέσουν πλάνη (Χρ.Μυλωνόπουλος, Ειδ. Μέρος, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2001, παρ. 12. αρ. 862-865).  Όχι μόνο δεν επικαλείται τα ανωτέρω αναγκαία, αλλά, αντίθετα ομολογεί πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν εντελώς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (ΑΚ 914 και 919) αφού ομολογεί, ότι προέβη στον δανεισμό όχι από δικές μου πράξεις εξαπάτησης και υποσχέσεις περί μελλοντικής μεταβίβασης,   ούτε και από δόλια περί την επαγωγή της ζημίας του, συμπεριφορά μου αντικείμενη τάχα στα χρηστά ήθη, αλλά καθαρά από δική του απόφαση, επιθυμία και θέληση.

          Πράγματι ομολογεί στην σελ. 1 ότι για το διάστημα από ... έως ... με έβλεπε σε άσχημη οικονομική κατάσταση και χωρίς δισταγμό (η έκφραση δική του) μου δάνειζε σταδιακά μέχρι το .... Δεν επικαλείται καμία «παράνομη» συμπεριφορά μου που να εμπίπτει στις ΑΚ 914,919,386ΠΚ. Μάλιστα ομολογεί σελ. 2 ότι «μετά από παρακλήσεις της μητέρας» του και όχι δικές μου (πολλώ δε μάλλον εξαπάτησή μου), «ενέδιδα και δάνεισα». Αλλά και μετά το ανωτέρω διάστημα δηλ. από το ... και μετά, όταν δηλ. διατείνεται ότι (εγώ) «ανέφερε ότι θα μου μεταβιβάσει το οικόπεδό της», ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι «δεν είχα σκοπό να αποξενώσω την θεία μου από την πατρική της περιουσία». Είχε λάβει δηλ. τις αποφάσεις του και είχε ήδη προαποφασίσει ανεξάρτητα από τη δική μου συμπεριφορά, αφού ομολογεί ότι τον σκοπό που ανωτέρω είχε, δεν τον διαμόρφωσα εγώ, αλλά ο ίδιος. (για την κρισιμότητα του σκοπού στην εφαρμογή της ΑΚ 919, βλ. ό.α ΑΠ 1027/2021).  Επίσης για το διάστημα μετά το ... (σελ. 4) ότι «δεν πίεζα άμεσα την εναγόμενη για την κατάρτιση του συμβολαίου, άλλωστε γνώριζα ότι με τα οικονομικά της προβλήματα δεν μπορούσε να αποκτήσει φορολογική ενημερότητα» (πώς λοιπόν παραπλανήθηκε ότι θα γίνει η μεταβίβαση, όταν γνώριζε ήδη ότι αυτή δεν γίνεται;) και επιπλέον (σελ. 5 αγωγής) ότι «της πρότεινα αναλογιζόμενος ότι δεν θέλει να απωλέσει την πατρική της περιουσία, να μου επιστρέψει σταδιακά τα δανεικά σε βάθος χρόνου.». Και όταν όπως ισχυρίζεται (σελ. 5) άρχισε να έχει αμφιβολίες, «η μητέρα μου απαντούσε ότι δεν είναι δυνατόν» εγώ να τον εξαπατήσω. Η μητέρα του ισχυρίζεται ότι έδινε τέτοιες διαβεβαιώσεις, όχι εγώ. Και εν τέλει (σελ. 6) ότι «Η λογική αντιμετώπιση όμως της κατάστασης οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι μόνο με την εκ νέου δανειοδότηση…». Και όλα αυτά αφού είχε προηγηθεί, κατά τους ισχυρισμούς του, δήθεν η άρνησή μου το ... να υπογράψω το συμβόλαιο που ήταν σχεδόν έτοιμο στα χέρια του συμβ/φου.

          Για ποια λοιπόν πράξη απάτης ή αντίθεση σε χρηστά ήθη μιλάμε όταν ο ίδιος ομολογεί ότι προέβη σε δανεισμό όχι μετά από δική μου πράξη, αλλά μετά από δική του απόφαση και δική του λογική αξιολόγηση-αντιμετώπιση των πραγμάτων;. Αλλά και σε κάθε περίπτωση, εδώ ομολογεί ότι ακόμα και μετά τις ψευδείς τάχα υποσχέσεις μου, πρόκειται καθαρά για δικές του αποφάσεις μετά από παράκληση της μητέρα του και για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών  μετά από δική του αξιολόγηση και κρίση ότι πρέπει να μου δανείσει. Ποια είναι λοιπόν η αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της πράξης μου των ψευδών υποσχέσεων ακόμα και εάν αυτή υπήρξε, που το αρνούμαι κατηγορηματικά (άλλη πράξη-περιστατικά εκτός από ψευδείς τάχα υποσχέσεις για το μέλλον, δεν επικαλείται) και της «πλάνης» του, όταν ευθέως ομολογεί ότι βασίστηκε σε προσωπικές κρίσεις, αξιολογήσεις και παρακλήσεις τρίτων;. Άλλωστε όπως ειπώθηκε, η παραπλάνηση της ΠΚ 386 πρέπει να οφείλεται (αιτιώδης συνάφεια) στην παράσταση ψευδών γεγονότων. Εάν οφείλεται σε μελλοντικές υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις για το μέλλον, δεν πρόκειται για γεγονότα και άρα αποκλείεται η παραπλάνηση εκ του λόγου αυτού. Συνεπώς όφειλε η εκκαλουμένη να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη με τέτοιους ισχυρισμούς αφού και αληθείς υποτιθέμενοι αποκλείουν την πλήρωση της ΑΚ 919 που εφάρμοσε.

                                                   ΙΙΙ

          Όμως, πέραν τούτων, η εκκαλουμένη δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών που υπαγόμενα ορθά, δηλ. χωρίς ελλείψεις, ασάφειες και λογικά κενά, πληρούν τωόντι το πραγματικό της ΑΚ 919 ή έστω της ΠΚ 386 (σε συνδυασμό με ΑΚ 914). Δηλ. πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ανεπάρκεια, άλλως ασάφεια) αφού ελλείπουν, άλλως είναι ανεπαρκή τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται για τη δικαιολόγηση εφαρμογής της ΑΚ 919 και έτσι είναι ανέφικτος ο έλεγχος ορθής εφαρμογής της. Γιατί, αναφορικά με την «παρανομία» είτε για την πλήρωση της ΑΚ 919 (πράξη αντίθετη στα χρηστά ήθη), είτε της ΠΚ 386-914ΑΚ (πράξη εξαπάτησης), δεν παραδέχεται κανένα πραγματικό περιστατικό που απαιτεί το πραγματικό τους. Παραδέχεται μόνο ότι «υποσχέθηκε στον ενάγοντα ότι θα του μεταβιβάσει κατά κυριότητα, αντί καταβολής το ακίνητο…» και ότι «για να μπορεί να συνεχίζει να αποσπά ως δάνειο χρηματικά ποσά, παρέδωσε σ` αυτόν κατά το έτος ...την κατοχή του οικοπέδου της…». Και αληθή υποτιθέμενα όμως αυτά που παραδέχεται, πώς και με ποια αιτιολογία τα υπήγαγε στην έννοια της πράξης που τελεί σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, και επιπλέον είναι αντικειμενικά πρόσφορη να επιφέρει ζημία, έτσι ώστε να αιτιολογήσει σοβαρά και εμπεριστατωμένα την εφαρμογή της ΑΚ 919;. Είναι φανερό από τις ανωτέρω παραδοχές της ότι αναβίβασε την «υπόσχεση» (ούτε καν την ψευδή υπόσχεση αφού καμία τέτοια παραδοχή δεν διαλαμβάνει), σε πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη κατά την ΑΚ 919, αν και, η ψευδής υπόσχεση και διαβεβαίωση δεν μπορεί να πληροί κατά νόμω ούτε καν την πράξη απάτης της πΚ 386.  

          Επιπλέον, δεν διέλαβε καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών για την αιτιολόγηση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην όποια παραδεχόμενη παράνομη πράξη μου (δηλ. την υπόσχεση αφού αυτή μόνο παραδέχεται) και στην επέλευση της ζημίας του. Πώς και με ποια αιτιολογία, δηλ. με ποιες παραδοχές πραγματικών περιστατικών στην αιτιολογία της (σκεπτικό) οδηγήθηκε στην κρίση ότι «υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος», όταν ο ενάγων ομολογεί τα ανωτέρω περί δικών του αποφάσεων, σκοπών και αξιολογήσεων που τον οδήγησαν μετά από λογική αντιμετώπιση, αλλά και τις προτροπές τρίτων, στην συνέχιση του δανεισμού;. Εδώ πρόκειται για πλήρη ανεπάρκεια των αιτιολογιών αναφορικά με την αιτιότητα τουλάχιστον, που γεννούν λόγους αναίρεσης (559.1,19 ΚΠΟλΔ)

                                                 IV

          Περαιτέρω, υφίσταται η ίδια έλλειψη αιτιολογίας και αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που δέχθηκε ότι πρέπει να αποκαταστήσω με την «φυσική αποκατάσταση». Γιατί ενώ παραδέχεται ως ζημία το ποσό των ....€, δεν παραδέχεται πουθενά ποια είναι η αξία του ακινήτου για την μεταβίβαση του οποίου με καταδίκασε σε δήλωση βούλησης. Είναι ισόποσο, μικρότερο ή μεγαλύτερο;. Διότι στην τελευταία περίπτωση κατά το «επιπλέον» της αξίας, ο ενάγων αυτονόητα πλουτίζει αδικαιολόγητα. Συνεπώς, πώς μετά ταύτα οδηγήθηκε στην κρίση περί καταδίκης μου σε μεταβίβαση όλου του ακινήτου ως φυσική αποκατάσταση της ζημίας και όχι κάποιου ποσοστού, ισόποσης αξίας με την ζημία;

          Αλλά, πρωτίστως, ώφειλε να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη, αναφορικά με την έλλειψη του ισχυρισμού περί της αξίας του ακινήτου, καθόσον ακόμα και εάν υποτεθεί ότι ο ενάγων ζητά τωόντι συνεπεία αδικοπραξίας (και όχι από δικαιοπρακτική ευθύνη), για την αποκατάσταση της ζημίας του την καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την μεταβίβαση του ακινήτου, ώφειλε να ισχυριστεί εκτός από το ύψος της ζημίας, και την αξία του ακινήτου, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί (και να αντικρουστεί) εάν με την μεταβίβαση επέρχεται και σε ποιο βαθμό η φυσική αποκατάσταση της ζημίας.

                                                 V

          Το δικαστήριο που δίκασε ήταν καθ` ύλην αναρμόδιο. Η αρμοδιότητα στην περίπτωση της ΚΠολΔ 949 καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας εφόσον, όπως εδώ, είναι αποτιμητό σε χρήμα αφού πρόκειται για ακίνητο. Η αγοραία και πραγματική αξία του επιδίκου κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αλλά και συζήτησης, ανέρχεται σε ...€ τουλάχιστον, ενόψει της έκτασης, θέσης, και είδους του, με βάση τις τιμές του οικείου τομέα συναλλαγών στην περιοχή της Καρδίτσας και στον ανωτέρω τόπο που αυτό κείται, καθόσον μπορεί να οικοδομηθεί, είναι άρτιο και πολύ κοντά στην Καρδίτσα με συνεχή και απρόσκοπτη συγκοινωνία και περιβαλλόμενο από δρόμους. Η εκκαλουμένη όπως ειπώθηκε, δεν παραδέχθηκε ποτέ την αξία του ακινήτου, αν και ήταν σημαντικότατο ζήτημα (και για το ορισμένο της αγωγής) σύμφωνα με όσα αμέσως στον προηγηθέντα λόγο αναφέρθηκαν και επιπλέον φαίνεται να δέχθηκε την αρμοδιότητά της με βάση το ποσό της ισχυριζόμενης ζημίας του ενάγοντος και όχι από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ακίνητο), ήτοι της υπο κατάρτιση δικαιοπραξίας, παρότι ο ενάγων δεν ζητούσε την αποζημίωση σε χρήμα. Έτσι δεν όρισε ποτέ αποδείξεις για την αξία του η οποία εξικνείται πλέον του ποσού αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου και έτσι έσφαλε και δέον και αιτούμαι να εξαφανιστεί και για το λόγο αυτό. Σε κάθε περίπτωση ΖΗΤΩ την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από μηχανικό με τι ειδικές γνώσεις της επιστήμης, για την απόδειξη της αξίας του ακινήτου μου.

                                         VI

          Η εκκαλουμένη επιδίκασε πλέον του αιτηθέντος. Ενώ απέρριψε ορθά ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, ωστόσο κατά το διατακτικό της με καταδίκασε σε «δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου με την οποία θα μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα στον ενάγοντα το οικόπεδό της…». Όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων ζήτησε μόνο «να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει…το ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα.». Δεν ζήτησε την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάσω το ακίνητο. Είναι άλλο η καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάζεται η κυριότητα και άλλο εντελώς η καταδίκη μου να μεταβιβάσω το ακίνητο άνευ δηλώσεως βουλήσεως την οποία δεν ζητά. Και ούτε φυσικά μπορεί να νοηθεί ότι τοιαύτη καταδίκη σε δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου εμπεριέχεται στο αίτημα για αναγνώριση προς δήλωση βούλησης ή ότι πρέπει να την υποθέσουμε ως περιεχόμενη τάχα στο αίτημα για καταδίκη  μεταβίβασης του ακινήτου, αφού πριν από την μεταβίβαση της κυριότητας (εμπράγματη και αιτιώδης δικαιοπραξία) , προηγείται κατά νόμω η καταδίκη σε δήλωση βούλησης περί αυτής (αιτία), άνευ της οποίας δεν μπορεί να επιτευχθεί η εμπράγματη (μεταβίβαση κυριότητας). [Γι` αυτό και παγίως γίνεται δεκτό ότι η τελεσίδικη απόφαση της ΚΠολΔ 949 εκτελείται με επιταγή προς εκτέλεση μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες που θα επέφερε οι οικειοθελής δήλωση βούλησης. Εφόσον δε πρόκειται για συμβ/κο τύπο, με την απόφαση  υποχρεώνεται ο οφειλέτης μετά από πρόσκληση να προσέλθει στον ορισθησόμενο συμβ/φο κλπ και εάν δεν συμμορφωθεί θεωρείται ότι υπάρχει πλασματική δήλωση. Μέχρι τότε έχει δικαίωμα ανακοπής 933 και αίτησης αναστολής (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚπολΔ 2, 2021, υπο 949, 10-12). Και εφόσον η πλασματική δήλωση περιβληθεί και το νόμιμο τύπο, γίνουν οι νόμιμες διατυπώσεις και μεταγραφή, τότε επέρχεται η μεταβίβαση. (ό.α αρ. 13 όπου και νομολογία)]

                                     VΙI

          Ουχί ορθώς και όλως εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε το σχετικό αγωγικό αίτημα και με υποχρέωσε να παραδώσω το ακίνητο. Το αίτημα είναι μη νόμιμο, όπως και το διατακτικό. Δεν πρόκειται για αγωγή νομής (πολλώ δε μάλλον που η εκκαλουμένη δέχεται ότι ο ενάγων «νέμεται το οικόπεδο και το εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του»). Ο ενάγων ώφειλε να ισχυριστεί και η εκκαλουμένη να παραδεχθεί κάποια από τις περιπτώσεις της πρόωρης δικαστικής προστασίας κατ` άρθρο 69 ΚπΟλΔ για να διατάξει και την διενέργεια της ανωτέρω υλικής πράξης της παράδοσης (ό.α αρ. 10 όπου και νομολογία). Όμως τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε ποτέ με την αγωγή και συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε και στο σημείο αυτό.

            Επειδή συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε κατάφωρα και πρέπει να εξαφανιστεί......

           .....

                            Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

24410-41255/6972422002

12 Ιουλίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

                                       Αριθμός απόφασης 283/2023

  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ευκαρπίδου Δέσποινα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από τον Γραμματέα Χρήστο Κανελλιά.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Λάρισα στις 4 Νοεμβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:                 

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., κατοίκου ………..(οδός ………..), με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου …………...

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ: …………, κατοίκου ……..(οδός ……….), με ΑΦΜ ……….., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντο.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας την, από …….. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ ……….. αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. ……… οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 18.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… έφεσή του, η οποία συζητήθηκε στις ….. και εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. ……… μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί η εξέταση των διαδίκων. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμ. κατ. ……. κλήση, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης …… κλήση, η από ….. και με αριθμό κατάθεσης ……… έφεση, ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, συγκροτούμενου από την παρούσα δικαστή, λόγω της ήδη μετάθεσης σε άλλη Περιφέρεια Εφετείου της δικαστή (βλ ΑΠ 689/2022 δημ σε ιστοσελίδα ΑΠ) που εξέδωσε την ως άνω με αριθμό …….. μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί η χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων, προκειμένου να εξετασθούν για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της ζητήματα.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από ……… και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ιστορούσε ότι το έτος 2000 δυνάμει προφορικής συμφωνίας της με τον εναγόμενο αδελφό της, ανέλαβαν αμφότεροι την υποχρέωση να θέτουν εις όφελος της μητέρας τους, η οποία είχε χηρεύσει από το έτος 1995, τα μισθώματα των αναφερόμενων στην αγωγή αγροτικών ακινήτων, που βρίσκονται στο ………, προκειμένου να εξασφαλισθούν έκτακτα, ιατρικής φύσεως, μελλοντικά έξοδα της μητέρας τους. Ότι ειδικότερα, στις ……1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων …….., ο οποίος δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή δημόσιας διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλιπε τους περιγραφόμενους στην αγωγή αγρούς και μεταξύ αυτών έναν αγρό εκτάσεως 32 στρεμμάτων, στη θέση «……..», επί των οποίων εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστο και επικαρπώτρια τη σύζυγό του και μητέρα των διαδίκων ……….., την ανωτέρω δε κληρονομιά αποδέχθηκαν οι διάδικοι και η μητέρα τους νόμιμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι επίσης η μητέρα τους ήταν κυρία ενός αγρού εκτάσεως 10 στρεμμάτων, στην περιοχή «……..». Ότι από το έτος 1996 η μητέρα των διαδίκων εκμίσθωνε τους αγρούς, όπως είχε δικαίωμα, εισέπραττε τα μισθώματα και τα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση ως εισόδημα από εκμίσθωση γαιών. Ότι ο εναγόμενος, λόγω του επαγγέλματος του (γεωπόνος), της γνώσης της περιοχής και της εμπειρίας του, είχε αναλάβει στην πράξη την εκμίσθωση των ανωτέρω αγρών (εξεύρεση μισθωτών, σύνταξη συμφωνητικών), την είσπραξη των μισθωμάτων για λογαριασμό της μητέρας τους και επίσης επιμελούνταν των φορολογικών ζητημάτων αυτής. Ότι τα ανωτέρω ακίνητα στη θέση «……………» ήτοι ο αγρός εκτάσεως 32 στρεμμάτων και ο αγρός εκτάσεως 10 στρεμμάτων, το έτος 2000 υπήχθησαν σε αναδασμό και καθένας εκ των διαδίκων έλαβε έκταση 20 περίπου στρεμμάτων, της οποίας από το έτος 2000 κατέστη νομέας και κάτοχος, ενώ μεταγενέστερα με την έκδοση των σχετικών παραχωρητηρίων καθένας κατέστη και κύριος της αντίστοιχης εκτάσεως. Ότι στα πλαίσια της προαναφερόμενης συμφωνίας, που καταρτίσθηκε το έτος 2000, η ενάγουσα έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, να εκμισθώνει για λογαριασμό της τα ως άνω ακίνητα σε τρίτους και να εισπράττει και καταθέτει για λογαριασμό της, τα αναλογούντα σε αυτήν μισθώματα, σε καταθετικό έντοκο λογαριασμό τραπέζης, που τηρούνταν στο ……… και αργότερα στην τράπεζα ………, με συνδικαιούχους τον εναγόμενο και τη μητέρα τους, όπου θα κατέθετε και αυτός τα αναλογούντα σε αυτόν μισθώματα και στον οποίο (λογαριασμό) ήταν κατατεθειμένα και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και επίσης κατατίθενταν τα ποσά συντάξεων της μητέρας τους. Ότι με βάση την ως άνω συμφωνία η μητέρα των διαδίκων θα μπορούσε να αναλάβει χρήματα των μισθωμάτων μόνο εάν παρουσιάζονταν οι ανωτέρω ανάγκες στο πρόσωπό της. Ότι, μετά την ανωτέρω συμφωνία, τα ακίνητα των διαδίκων εκμισθώθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2015, με επιμέλεια του εναγομένου, ο οποίος, με βάση τα συμφωνηθέντα και την εντολή της ενάγουσας, όφειλε να καταθέσει στον ανωτέρω λογαριασμό τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, που εισέπραττε και κατ' εντολή της ενάγουσας ως ετήσια μισθώματα των αγρών κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως και 2015 και συνολικά το ποσό των 33.843,51 ευρώ, το ήμισυ του οποίου ήτοι ποσό 16.921,75 ευρώ ανήκε στην ενάγουσα. Ότι και μετά το έτος 2000 τα μισθώματα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση η μητέρα των διαδίκων ως εισόδημά της από εκμίσθωση ακινήτων. Ότι, επειδή το ακίνητο του εναγομένου και το ακίνητο της ενάγουσας, εκτάσεως 20 περίπου στρεμμάτων έκαστο, είναι όμορα και εκμισθώνονταν ως ενιαία έκταση, κάθε συνολικό ετήσιο μίσθωμα ανήκε σε καθέναν τους κατά το ήμισυ. Ότι λόγω της συγγενικής της (ενάγουσας) σχέσης με τον εναγόμενο και της εμπιστοσύνης που έτρεφε στο πρόσωπό του, της είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι αυτός κατέθετε τα μισθώματα στον πιο πάνω τραπεζικό λογαριασμό και ως εκ τούτου αλλά και ενόψει του ότι αυτή δεν είχε το βιβλιάριο καταθέσεων, ενώ επίσης από το έτος 2006 έως και το έτος 2011 διέμενε οικογενειακούς στη ……….., αδυνατούσε να ελέγξει τα ποσά των καταθέσεων. Ότι δεν ανέκυψε περίπτωση σοβαρής κατάστασης της υγείας της μητέρας τους, η οποία και δεν δαπάνησε κανένα ποσό μισθωμάτων. Ότι περί τα τέλη του έτους 2016, σε συνάντηση των διαδίκων και της μητέρας τους, συμφωνήθηκε, κατόπιν σχετικής επιθυμίας της τελευταίας, να λήξει η συμφωνία και υποχρέωση των διαδίκων να καταθέτουν προς όφελος της τα μισθώματα των αγροτικών ακινήτων τους, ενώ επίσης η μητέρα τους, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τα τέκνα της (διαδίκους), με ρητή δήλωσή της, την οποία αυτοί αποδέχθηκαν, τους παρείχε το δικαίωμα να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων που κατέθεταν στο λογαριασμό της από το έτος 2001 έως και το έτος 2015 καθώς και τους τόκους αυτών αλλά και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και τους τόκους αυτών. Ότι επίσης η μητέρα τους έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, ο οποίος ήταν και ο συνδικαιούχος του λογαριασμού, να αποδώσει - μεταβιβάσει στην ενάγουσα το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και τους αναλογούντες τόκους, καθώς και τα ποσά των μισθωμάτων του αγρού της, των ετών 2001 έως και 2015 και τους τόκους αυτών. Ότι αρχικά ο εναγόμενος υποσχέθηκε στην μητέρα τους ότι θα προβεί στην εν λόγω παροχή προς την ενάγουσα και μάλιστα ζήτησε λίγο χρόνο προκειμένου να προβεί σε σχετικό έλεγχο των καταθέσεων, αποκαλύπτοντας τότε στην ενάγουσα για πρώτη φορά ότι εισέπραττε μεν τα ποσά των μισθωμάτων, δεν τα κατέθετε όμως πάντα στον ανωτέρω λογαριασμό αλλά και σε άλλους λογαριασμούς άλλων τραπεζών με συνδικαιούχους τον ίδιο και τη μητέρα τους και για διάφορα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να λαμβάνει μεγαλύτερες αποδόσεις των κατατεθέντων. Ότι ο εναγόμενος όφειλε να της αποδώσει το ποσό των 16.921,75 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα του ακινήτου της ήτοι το ήμισυ, κατά τα προεκτεθέντα, κάθε ετήσιου μισθώματος των ετών 2001 έως και 2015 και το ποσό των 2.673,63 ευρώ για αναλογούντες τόκους των εν λόγω μισθωμάτων, και επίσης το ποσό των 6.833,66 ευρώ, που αφορά το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και το ποσό των 4.116,67 ευρώ για τόκους των μισθωμάτων αυτών και συνολικά το ποσό των 30.545,71 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος τον Ιανουάριο 2017 αρνήθηκε να χορηγήσει στην ενάγουσα αντίγραφα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών ή έστω να την πληροφορήσει σχετικά, ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν δικαιούται κανένα ποσό και ότι τα χρήματα του ανήκουν, έκτοτε δε, αρνείται να της αποδώσει τα πιο πάνω ποσά, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ότι, με την αρχική συμφωνία το έτος 2000, οι διάδικοι υποσχέθηκαν ο ένας έναντι του άλλου ότι θα καταβάλουν ορισμένη παροχή στη μητέρα τους δηλαδή ότι θα της δωρίζουν τα αναλογούντα σε καθέναν τους ποσά μισθωμάτων, και η κυριότητα των χρημάτων θα περιέρχονταν στη μητέρα τους, εφόσον πληρούνταν η αίρεση της επελεύσεως των προαναφερόμενων μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων. Ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει κατά τις διατάξεις της σύμβασης εντολής και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και δη λόγω υπεξαίρεσης το ποσό των 19.595,38 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών. Ότι, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η μητέρα των διαδίκων κατέστη κυρία των χρημάτων (κεφαλαίου και τόκων), που κατατίθενταν κάθε φορά σε οποιονδήποτε λογαριασμό της, τότε, εφόσον αυτή δώρισε στην ενάγουσα τα μισθώματα του ακινήτου της (ενάγουσας) των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών, καθώς και το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996-2000 και των τόκων τους και με σύμβαση, που συνήψε με τον εναγόμενο, του έδωσε την εντολή, την οποία αυτός αποδέχθηκε, να τα αποδώσει στην ενάγουσα, ο εναγόμενος ευθύνεται και πάλι λόγω αδικοπραξίας (υπεξαίρεση) να καταβάλει στην ενάγουσα ισόποση αποζημίωση. Ότι επίσης εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα των διαδίκων με τον εναγόμενο, να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά, που αυτός κατείχε και διαχειριζόταν, και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος εναγομένου και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ότι επίσης λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ηθική βλάβη, λόγω προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας της, προς αποκατάσταση της οποίας αυτός οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ, μετ' αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Ότι επικουρικά ο εναγόμενος οφείλει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της αποδώσει το πιο πάνω ποσό μισθωμάτων και τόκων αυτών, κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με την αγωγή, όπως το αίτημά της παραδεκτά τράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 35.545,71 ευρώ νομιμότοκα από 1.1.2017 άλλως από 1.2.2017 άλλως επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθεί αυτός στην δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η αγωγή περιέχει συρροή νόμιμων βάσεων των ένδικων αξιώσεων, ότι η ενάγουσα στηρίζει την ένδικη αξίωσή της προς αποζημίωση τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση την συναφθείσα μεταξύ αυτής και του εναγομένου σύμβαση εντολής όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του ΑΚ και ότι η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 713, 714, 719, 724, 914, 932 ΑΚ, 375 ΠΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 218 και 176 ΚΠολΔ, και εν συνεχεία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου λόγω της τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, και αφού απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή κατά τη βάση της από τη σύμβαση εντολής, διότι κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν είχε συμβληθεί με κάποιου είδους εντολή με τον εναγόμενο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη βάση της από την αδικοπραξία και αναγνωρίσθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.613,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, εκ του οποίου ποσό 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και ποσό 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ τα δικαστικά έξοδα συμψηφίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ λόγω της σχέσεως αυτών ως συγγενών εξ αίματος σε δεύτερο βαθμό και σε πλάγια γραμμή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του και για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α' και β' του Ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1128/2017 ΝΟΜΟΣ). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος, μη συμβαλλόμενος, αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση - συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση ωστόσο, της οποίας το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 δημοσίευση Νόμος), ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία εις βάρος της περιουσίας ή με ζημία των άλλων (ΑΠ 5947/1998, ΑΠ 1183/1985 (βούλ.), ΝοΒ 33, σελ. 1257, ΑΠ 598/1985 (βούλ.), ΝοΒ 27, σελ. 1127). Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 529/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται όμως η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 656/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τα άρθρα 410-414 ΑΚ, τα οποία ρυθμίζουν τη σύμβαση υπέρ τρίτου, προκύπτει ότι τέτοια σύμβαση υπάρχει, όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος υπόσχεται στο άλλο ότι θα εκπληρώσει παροχή σε τρίτον. Στην περίπτωση που ο τρίτος δικαιούται να απαιτήσει ο ίδιος την παροχή από τον υποσχεθέντα έχουμε γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Η ενοχική σχέση των δύο συμβληθέντων, με την οποία συνδέθηκε ενιαία η υπόσχεση υπέρ του τρίτου, μπορεί να είναι οποιαδήποτε σύμβαση, είτε αμφοτεροβαρής είτε και ετεροβαρής, όπως η εντολή. Επί εντολής υπέρ τρίτου ο τρίτος, προς το συμφέρον του οποίου δόθηκε η εντολή, αποκτά ευθύ δικαίωμα να αξιώσει εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο, μόνο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων των άρθρων 410 και 411 ΑΚ, ήτοι υποσχέσεως του εντολοδόχου προς τον εντολέα ότι θα εκτελέσει την εντολή προς το συμφέρον του τρίτου και βούληση των συμβληθέντων, η οποία προκύπτει από τη σύμβαση της εντολής, να αποκτήσει δικαίωμα ο τρίτος, να αξιώσει την εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο. Η σύμβαση αυτή, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο (βλ. σχετ. ΕΑ 5161/2006 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Ο εντολοδόχος έχει μόνο υποχρέωση όχι όμως και δικαίωμα εκτελέσεως της εντολής, εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, αλλά και τότε μόνον εφόσον το συμφέρον τούτου είναι υπέρτερον ή τουλάχιστον ισότιμο προς το συμφέρον του εντολέως (ΕφΠατρ 760/2004 Δημοσίευση Νόμος).

Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο να κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας, αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών ττρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις ή και την κύρια βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της ή την επικουρική αντίστοιχα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του εναγομένου, ο οποίος παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια ή αντίστοιχα την επικουρική βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές ή την κύρια βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 920/2011 αμφότερες Δημοσίευση Νόμος). Με την έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων της αγωγής απευθείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της-μη υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε εφετείο όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, ερευνά τη μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση της αγωγής, δεν δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δεσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 1408/1999, ΑΠ 909/2019 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ).

Από την χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα - εναγόμενο υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., και υπ'αριθμ. ……….. κατάθεση με πολιτικό όρκο της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………., που δόθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος - εναγομένου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης - ενάγουσας (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών), και από τη νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη - ενάγουσα υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………. (εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ότι συντάχθηκε το έτος 2017 αντί του ορθού 2018, αφού μνημονεύεται σε αυτήν η κατωτέρω υπ'αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης), που δόθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης - ενάγουσας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος - εναγομένου (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου ……., με έδρα το ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη), εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ'αριθμ. …….. δήλωση της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., η οποία, εφόσον δόθηκε χωρίς όρκο της ανωτέρω δηλούσας, δεν αποτελεί ένορκη βεβαίωση αλλά δήλωση τρίτου, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει και του χρόνου της δηλώσεως στις 13.10.2017 ήτοι επτά ημέρες πριν την κατάθεση της ένδικης αγωγής στις 20.10.2017 και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 7.9.2017 υπεύθυνη δήλωση του …… ……., που συντάχθηκε σε έντυπο του άρθρου 8 Ν. 1599/1986, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει του χρόνου της δηλώσεως (7.9.2017) ήτοι ενάμιση περίπου μήνα πριν την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 25.11.1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων ……. του ….., κάτοικος εν ζωή ………, ο οποίος δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δημόσιας διαθήκης του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου ……. και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ'αριθμ. …… πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου …….., κατέλειπε κληρονόμους του, τη σύζυγό του …….., και τους διαδίκους (τέκνα του). Μεταξύ άλλων ακινήτων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ο ανωτέρω κληρονομούμενος κατέλιπε έναν αγρό εκτάσεως 32.000 τμ περίπου επί συνόλου αγρού εκτάσεως 47.000 τμ. που βρίσκεται στη θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας της …….., και συνορεύει ο όλος αγρός γύρωθεν ανατολικά με κτήματα ιδιοκτησίας ………………., δυτικά εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας ……… και εν μέρει με αγροτικό δρόμο, βόρεια με αγροτικό δρόμο και νότια εν μέρει με χάνδακα και εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας …….., επί του οποίου (αγρού εκτάσεως 32.000 τμ) εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους ήτοι την ενάγουσα και τον εναγόμενο κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθέναν τους, ενώ την επικαρπία του εν λόγω ακινήτου κατέλειπε στη σύζυγό του (μητέρα των διαδίκων) …………. Την ανωτέρω επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά αποδέχθηκαν ο μεν εναγόμενος δυνάμει της υπ'αριθμ.· ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………. στον τόμο …. με αριθμό ……7, η δε ενάγουσα και η μητέρα των διαδίκων, δυνάμει της υπ'αριθμ. ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………..στον τόμο … με αριθμό …... Εξάλλου, η …….., δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …… στον τόμο …. με αριθμό ….., κατέστη λόγω κληρονομικής διαδοχής του πεθερού της ………, κυρία εκτάσεως δέκα (10) στρεμμάτων εξ αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως είκοσι επτά (27) στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «…….» και συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησία …….., δυτικά με χάνδακα (αγροτικό δρόμο) και ιδιοκτησία ……., βόρεια με δημόσιο δρόμο και νότια με ιδιοκτησίες …………. και προ τούτων με χάνδακα. Οι διάδικοι μετά το θάνατο του πατέρα τους σε συνάντησή τους στην πατρική τους οικία στο ………., συμφώνησαν παρουσία της μητέρας τους, να έχει η τελευταία την αποκλειστική εκμετάλλευση και την καθ' οιονδήποτε τρόπο κάρπωση όλων των αγροτικών ακινήτων της κληρονομιαίας περιουσίας του ανωτέρω αποβιώσαντος. Άλλωστε η μητέρα των διαδίκων ήταν κατά τα προεκτεθέντα επικαρπώτρια του πιο πάνω αγρού εκτάσεως 32.000 τμ και συγκυρία εκτάσεως 10 στρεμμάτων -εξ- αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως 27 στρεμμάτων. Το έτος 2000 οι ανωτέρω εκτάσεις 32.000 τμ και 10 στρεμμάτων υπήχθησαν σε αναδασμό και οι διάδικοι με τη συναίνεση της μητέρας τους, ζήτησαν με αίτησή τους προς την αρμόδια αρχή που διενήργησε τον αναδασμό να μοιραστεί η πιο πάνω έκταση των 42 στρεμμάτων σε δύο ίσης έκτασης διαιρετά ακίνητα, τα οποία να λάβουν οι διάδικοι, ώστε καθένας εξ αυτών να καταστεί κύριος αυτοτελούς ακινήτου με νέο τίτλο. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και εκδόθηκαν το υπ'αριθμ. …….. παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ……… στις 22.2.2006 στον τόμο ……..με αριθμό ………, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέστη κυρία του υπ'αριθμ. ……. Αγρού εκτάσεως 20.216 τμ, και το υπ'αριθμ. …… παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ….ς, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ….. στις 22.2.2006, στον τόμο ….. με αριθμό …., δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος κατέστη κύριος του υπ'αριθμ. …… αγρού εκτάσεως 19.950 τμ. Οι διάδικοι, το έτος 2000, ενόψει του πιο πάνω αναδασμού και της μεταβολής που θα επέρχονταν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των προαναφερόμενων αγρών, καθώς κύριοι αυτών θα καθίσταντο κατά προεκτεθέντα οι διάδικοι με τη συντέλεση των σχετικών διατυπώσεων του νόμου, συμφώνησαν, παρουσία της μητέρας τους και προς το σκοπό εξασφάλισής της, ότι αυτή θα συνέχιζε να εκμισθώνει όλους τους ως άνω αγρούς και να εισπράττει για λογαριασμό της τα μισθώματα. Έτσι κυρία των μισθωμάτων των ως άνω αγρών για τα έτη 2000 έως και 2015 ήταν η μητέρα των διαδίκων, η οποία ως εκμισθώτρια τα δήλωνε και στις σχετικές φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος της, ενώ επίσης η ίδια ήταν κυρία και των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 1999. Εξάλλου και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το έτος 2016 η μητέρα της δήλωσε στους διαδίκους ότι μπορούν να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων μετά των αναλογούντων τόκων των ανωτέρω αγρών των ετών 1996 έως και 2015 και έδωσε στον εναγόμενο, ως συνδικαιούχο του αναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού, την εντολή να αποδώσει στην ενάγουσα το ήμισυ αυτών, τότε, εφόσον τα ποσά αυτά δεν παραδόθηκαν στην ενάγουσα (ούτε άλλωστε επικαλείται σύναψη δωρεάς των εν λόγω ποσών με συμβολαιογραφικό έγγραφο- άρθρο 498 ΑΚ), η οποία δεν τα είχε στην κατοχή της, τούτη (ενάγουσα) δεν κατέστη κυρία των αντίστοιχων χρηματικών ποσών. Συνεπώς, εφόσον κυρία των ένδικων μισθωμάτων δεν ήταν η ενάγουσα αλλά η μητέρα των διαδίκων, ενώ επιπροσθέτως η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, απορρίπτοντας την σχετική βάση της αγωγής ( δυνάμει της οποίας σύμβασης, κατά τα εκτιθέμενα περαιτέρω ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, ο εναγόμενος ως εντολοδόχος έπρεπε να αποδώσει στην ενάγουσα τα χρήματα των μισθωμάτων που εισέπραττε για λογαριασμό της και ως διαχειριστής της περιουσίας της), θα πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά παραδοχή και του ισχυρισμού του εναγομένου περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την σωρευόμενη κύρια βάση της από την αδικοπραξία. Σημειώνεται ότι για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ενώ αν προκύψει τελικά ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αγωγή δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης (ενεργητικής) νομιμοποίησης, αλλά για λόγους ουσιαστικού, δηλαδή ως αβάσιμη (ΕφΠειρ 570/2015 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι ο εναγόμενος αναλαμβάνοντας το ποσό των 5.000 ευρώ στις 19.9.2011 και το ποσό των 10.000 ευρώ στις 23.3.2012 από τον υπ'αριθμ. ……. κοινό λογαριασμό που διατηρούσαν στην Τράπεζα ………. ο ίδιος και η μητέρα των διαδίκων, χωρίς να ενημερώσει την κυρία των χρημάτων αυτών μητέρα των διαδίκων,  ιδιοποιήθηκε παράνομα και υπαίτια τα ποσά αυτά που δεν του ανήκαν εξ ολοκλήρου, ότι επίσης ιδιοποιήθηκε και τα μισθώματα των ετών 2013, 2014 και 2015 ποσού 2.209,13 ευρώ, 2.209,08 ευρώ και 2.209,08 ευρώ αντίστοιχα, ότι λόγω αδικοπραξίας ζημίωσε παράνομα και υπαίτια την ενάγουσα κατά το ποσό των 10.613,65 (ήτοι 5.000 + 10.000 + 2.209,13 + 2.209,08 ευρώ + 2.209,08 ευρώ = 21.627,29 ευρώ : 2 = 10.813,65 ευρώ - 200 ευρώ που κατέβαλε ο εναγόμενος στην ενάγουσα = 10.613,65 ευρώ) και επίσης ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά το ποσό των 11.613,65 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, δεκτού γενομένου ως και ουσιαστικά βάσιμου, ως προς την πιο πάνω αγωγική βάση από την αδικοπραξία, του σχετικού λόγου της έφεσης με τον οποίο ο εναγόμενος, επαναφέροντας τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του, ισχυρίζεται ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας. Εξάλλου, ως προς τα ποσά των 5.000 ευρώ και 10.000 ευρώ που ανέλαβε ο εναγόμενος από τον πιο πάνω κοινό λογαριασμό αυτού και της μητέρας των διαδίκων, σημειώνεται εκ περισσού ότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, δεν θεμελιώνεται αδικοπρακτική λόγω υπεξαιρέσεως ευθύνη του διότι εκείνος από τους συνδικαιούχους καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό που απέσυρε τα χρήματα της καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 Δημοσίευση Νόμος), ο δε άλλος δικαιούχος του λογαριασμού (και εν προκειμένω η μητέρα των διαδίκων και όχι η ενάγουσα) ενοχική μόνον έχει αξίωση κατ' αυτού που ανέλαβε τα χρήματα, για την επιστροφή τους, ανάλογα με τη συμφωνία που έχουν κάνει μεταξύ τους οι καταθέτες, σε περίπτωση δε ελλείψεως μιας τέτοιας συμφωνίας, του ημίσεως των χρημάτων. Επομένως, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου της έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τη βάση της από την αδικοπραξία. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και δικασθεί η αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστική αβάσιμη. Εξάλλου, ενόψει του ότι η ενάγουσα θεμελιώνει την αγωγή της, εκτός από τη βάση της περί σύμβασης εντολής μεταξύ των διαδίκων που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και την βάση της αδικοπραξίας που κατά τα προαναφερόμενα απορρίπτεται, και σε άλλες βάσεις, πρέπει το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, κατ’ εξαίρεση του κανόνα που απαγορεύει την υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις λοιπές βάσεις, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να τις εξετάσει. Ειδικότερα, με την εκτιμώμενη ως τρίτη κύρια βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα τους με τον εναγόμενο. Προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410-413 ΑΚ. Η αγωγή ως προς τη βάση αυτή από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, που δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε απορρίφθηκε σιωπηρά, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 410 επ., 713 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ'ουσία. Πρέπει δε, να λεχθεί ότι, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας, η σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο. Εξάλλου, με την επικουρική βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 30.545,71 ευρώ κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι κατά το ποσό αυτό κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία. Η αγωγική αυτή βάση, η οποία προβάλλεται επικουρικά υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης των κύριων αγωγικών βάσεων από τις φερόμενες ως καταρτισθείσες σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγομένου και τη φερόμενη ως τελεσθείσα αδικοπραξία του εναγομένου, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με τις κύριες αγωγικές βάσεις (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, αναφορικά ειδικότερα με τη βάση της αγωγής από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, η μητέρα των διαδίκων διατηρούσε, ήδη από το έτος 1997 τον με αριθμ. …… λογαριασμό του ……., με συνδικαιούχο τον υιό της εναγόμενο. Τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο απέκτησε άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και κατόπιν τούτου, ενόψει του ότι από το έτος 2007 έλαβε χώρα μετάπτωση όλων των λογαριασμών που τηρούνταν στο ……, ο ως άνω λογαριασμός, μετατράπηκε σε νέο, με αριθμ. …….. Ακολούθως, την 27 Δεκεμβρίου 2013, έλαβε χώρα συγχώνευση με απορρόφηση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……», από την Τράπεζα «……». Κατόπιν τούτου, ο ως άνω λογαριασμός με αριθμό ………., μετατράπηκε σε νέο λογαριασμό της «………, με αριθμό ……….., με δικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο. Στο ως άνω λογαριασμό (όπως αυτός στη συνέχεια άλλαξε με τους ως άνω αριθμούς), κατά τη συμφωνία των διαδίκων και της μητέρας τους, έπρεπε να κατατίθενται τα μισθώματα από τους προαναφερόμενους αγρούς, ενώ στον αυτό λογαριασμό, υπήρχαν και αποταμιεύσεις της μητέρας των διαδίκων, η οποία, μάλιστα, στη συνέχεια, όταν απεβίωσε ο σύζυγός της, λάμβανε και σύνταξη. Επίσης, στις 13-8-2008 ανοίχτηκε ένας τραπεζικός λογαριασμός με αριθμ. ……….. στο κατάστημα της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, ……. με δικαιούχους τον μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, στον οποίο (λογαριασμό) στις 14-8-2008 έγινε προθεσμιακή κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ για ένα μήνα, η οποία έληξε στις 15-9-2008. Ακολούθως, στις 4-11-2008 ο εναγόμενος «έσπασε» την προθεσμιακή κατάθεση και την ίδια ημέρα, μετέφερε το ποσό των 30.265 ευρώ σε ατομικό του λογαριασμό με αριθμό ………. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος είχε αναλάβει λόγω και της ιδιότητάς του ως γεωπόνος, να ανευρίσκει τους υποψήφιους μισθωτές, οι οποίοι στη συνέχεια κατήρτιζαν τις σχετικές συμβάσεις μίσθωσης με την μητέρα των διαδίκων καθώς και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής (μητέρας του) τα μισθώματα. Αρχές Ιανουάριου του έτους 2014, η ενάγουσα επειδή χρειαζόταν χρήματα απευθύνθηκε στην μητέρα της, η οποία, εξεδήλωσε τότε την επιθυμία της, ότι προτίθεται τα χρήματά της, από τις εκμισθώσεις των αγρών μετά το έτος 2000, να τα παραχωρήσει στα δύο τέκνα της εξ ημισείας. Μάλιστα, το χρονικό αυτό σημείο (αρχές του έτους 2014), η μητέρα των διαδίκων, μετά από σχετικές ανησυχίες που εξέφρασε η ενάγουσα σχετικά με την διαχείριση των χρημάτων αυτής (μητέρας της) από τον εναγόμενο, την ενημέρωσε ότι όπως είχε πληροφορηθεί από τον εναγόμενο, είχε επενδύσει τα χρήματα αυτής (μητέρας του) που βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω λογαριασμό ( που με βάση τα παραπάνω επρόκειτο για έναν λογαριασμό που άλλαξε αριθμούς) και ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχεί, καθότι τούτος (εναγόμενος) θα της απέδιδε τα μισθώματα των ετών 2001 και έκτοτε, όταν θα του έδινε και τη σχετική εντολή. Ειδικότερα, τα ετήσια μισθώματα που εισπράχθηκαν κατά έτος ήταν τα ακόλουθα : για το έτος 2001, το ποσό των 545.200 δρχ και ήδη 1600 ευρώ, για το έτος 2002, το ποσό των 2.112,82 ευρώ, για το έτος 2003 το ποσό των 2.175,22 ευρώ , για το έτος 2004, το ποσό των 2.652,72 ευρώ, για το έτος 2005, το ποσό των 2.122,33 ευρώ, για το έτος 2006, το ποσό των 2.792,34 ευρώ, για το έτος 2007, το ποσό των 2.791,92 ευρώ, για το έτος 2008, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2009, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2010, το ποσό των 2.233,70 ευρώ, για το έτος 2011, το ποσό των 2058,00 ευρώ, για το έτος 2012, το ποσό των 2.209,13 ευρώ, για το έτος 2013, το ποσό των 2.209,13 ευρώ και για το έτος 2014 το ποσό των 2.209,08 ευρώ, ήτοι, συνολικά, το ποσό των 31.634,43 ευρώ. Στα πλαίσια αυτά της επιθυμίας της μητέρας των διαδίκων, την 23-1-2014, η ενάγουσα έλαβε από τον ως άνω λογαριασμό το ποσό των 4.000 ευρώ, υπογράφοντας μάλιστα και την με ίδια ημερομηνία υπεύθυνη δήλωσή της, ότι λαμβάνει το εν λόγω ποσό ως «δάνειο» από την μητέρα της. Επίσης, και ο εναγόμενος, με αντίστοιχη υπεύθυνη δήλωσή του, ανέφερε ότι έλαβε ως δάνειο, από την μητέρα του, το ποσό των 10.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά (10.000 ευρώ και 4.000 ευρώ για τα οποία συντάχθηκαν και οι ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις) που αναλήφθηκαν από τους διαδίκους, όπως αποδεικνύεται, αφορούσαν ποσά μισθωμάτων ενόψει της επιθυμίας της μητέρας τους που σκεφτόταν να τους δωρίσει τούτα (μισθώματα) κατά το ήμισυ, αναγράφηκε δε στις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις ότι τα λαμβάνουν ως δάνειο, αφού, τα χρήματα από αυτά (μισθώματα) ανήκαν έως τότε στην τελευταία (μητέρα τους). Ενόψει δε του ότι ο εναγόμενος είχε ήδη λάβει υπέρτερο της ενάγουσας ποσό για την ως άνω αιτία, τούτη (ενάγουσα) έλαβε από την μητέρα της, στη συνέχεια και έτερο ποσό ύψους 4.000 ευρώ που αφορούσε ομοίως ποσό μισθωμάτων. Συγκεκριμένα, λόγω του ότι μετά την πάροδο αρκετών μηνών από τις ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις των διαδίκων, τα ως άνω χρήματα της προθεσμιακής κατάθεσης, δεν είχαν επιστραφεί στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, ο οποίος (κοινός λογαριασμός), την 6-8-2014 είχε υπόλοιπο μόλις 4.918,16 ευρώ, η ενάγουσα έλαβε από την τελευταία (μητέρα της) την 30-9-2014, το ως άνω ποσό των 4.000 ευρώ. Για την ανάληψη αυτή ενημερώθηκε ο εναγόμενος ως συνδικαιούχος του λογαριασμού, δεν αντέλεξε όμως, καθώς, είχε ήδη προηγηθεί η ως άνω συζήτηση μεταξύ αυτού, της μητέρας του και της αδελφής του, και δη, είχε ήδη ενημερώσει τους διαδίκους, από τις αρχές του έτους 2014, η μητέρα τους, ότι προτίθεται να τους δωρίσει, τα ποσά των μισθωμάτων των ως άνω ετών, λόγος για τον οποίο δεν ζήτησε και την υπογραφή αντίστοιχης με την ανωτέρω, υπεύθυνης δήλωσης εκ μέρους της αδελφής του. Το ποσό όμως των 2.000 ευρώ που μεταφέρθηκε την 27-11-2014 στον με αριθμ. ……… λογαριασμό ταμιευτηρίου της ίδιας ως άνω τράπεζας με συνδικαιούχους την ενάγουσα και την μητέρα της, δεν το έλαβε όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, η ενάγουσα ως μέρος των ως άνω μισθωμάτων. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, ο εν λόγω λογαριασμός ανοίχθηκε για την εξυπηρέτηση δανείου της μητέρας των διαδίκων στα πλαίσια του προγράμματος «εξοικονομώ κατ’οικον». Μετά την ως άνω εξέλιξη, η μητέρα των διαδίκων, στα τέλη του έτους 2014, χωρίς να ζητήσει από αυτούς τα ως άνω ποσά μισθωμάτων που είχαν ήδη λάβει, τα οποία πλέον τους τα είχε παραχωρήσει προκειμένου να καλύψουν αμφότεροι διάφορες οικονομικές τους ανάγκες, έδωσε εντολή στον εναγόμενο υιό της, ο οποίος έως τότε εισέπραττε τα μισθώματα για λογαριασμό της, να αποδώσει στην ενάγουσα, το ήμισυ του υπολοίπου αυτών, το δε υπόλοιπο ποσό αυτών να το κρατήσει ο ίδιος (εναγόμενος). Κατόπιν τούτου, καταρτίστηκε μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η μητέρα της έδωσε την ως άνω εντολή στον εναγόμενο, το έτος 2016 δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, η ενάγουσα έλαβε η ίδια τα μισθώματα των ετών 2015, όπως και τα μισθώματα των μεταγενέστερων ετών. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι όπως αποδείχθηκε, η ως άνω εντολή που παρείχε η μητέρα των διαδίκων στον εναγόμενο, αφορούσε μόνο τα μισθώματα (χωρίς τους τόκους αυτών) των ετών από το έτος 2001 και έπειτα ως ανωτέρω και όχι τα μισθώματα αγρών- των οποίων ήταν επικαρπώτρια- προγενέστερων ετών. Εξάλλου, στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το γεγονός, πόσα χρήματα βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, κατά το χρόνο σύναψης της ως άνω σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, αλλά το γεγονός ότι τα εν λόγω χρήματα μισθωμάτων, που όλα τα ανωτέρω έτη εισέπραττε ο εναγόμενος για λογαριασμό της μητέρας του, έπρεπε κατόπιν της ως άνω εντολής που του παρείχε, να τα αποδώσει (οποιουδήποτε τούτα βρισκόταν, είτε ακόμη και αν είχαν μεταφερθεί σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς) στην ενάγουσα. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα των διαδίκων έδωσε εντολή στον εναγόμενο ή οποιαδήποτε συγκατάθεσή της, να προβεί σε ανάλωση των εν λόγω ποσών των μισθωμάτων, αφού, όπως αποδείχθηκε, η βούλησή της, ήταν κάποια στιγμή όταν αυτή το αποφάσιζε, να παραχωρήσει τα εν λόγω μισθώματα σε αμφότερα τα τέκνα της. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ότι τα έξοδα (το ύψος των οποίων σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε) της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης της μητέρας των διαδίκων, όταν αυτή ασθένησε σοβαρά το έτος 2008, καλύφθηκαν, από τα ποσά των μισθωμάτων των εν λόγω αγρών, ενώ όπως ελέχθη, η τελευταία (μητέρα των διαδίκων), λάμβανε σύνταξη και είχε αποταμιεύσεις - πέραν των ως άνω μισθωμάτων- που επαρκούσαν για την διαβίωσή της και τα ως άνω έξοδα της. Σημειωτέον δε ότι και η ενάγουσα διατηρούσε στο παρελθόν κοινούς λογαριασμούς με την μητέρα της, οι οποίοι όμως (λογαριασμοί), δεν αποδείχθηκε ότι συνδέονται με την ένδικη διαφορά. Ενόψει όλων των προαναφερομένων, ο εναγόμενος όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 7.817,21 ευρώ (31.634,43 ευρώ{ ως άνω συνολικό ποσό μισθωμάτων ετών 2001 έως και 2014} : 2 = 15.817,21 ευρώ - 8.000 ευρώ {ληφθέντα ως άνω 4.000 ευρώ + 4.000 ευρώ από την ενάγουσα κατά τις ως άνω ημερομηνίες, ως μέρος των μισθωμάτων} = 7.817,21 ευρώ). Κατόπιν τούτων, θα πρέπει η αγωγή, κατά την ως άνω βάση της, να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην ενάγουσα, το ως άνω ποσό των 7.817,21 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Επομένως, εφόσον, με βάση τα ήδη προαναφερόμενα, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αναγκαία πρέπει να εξαφανισθεί και κατά την διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, που θα καθοριστούν εξαρχής. Τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων κατά άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (αδέλφια). Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται και ουσιαστικά δεκτή και εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα, του παράβολου άσκησης έφεσης, που κατέθεσε ο τελευταίος, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 Α του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμ. ….. οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……, κατά το μέρος που δέχτηκε την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή ως προς τις σωρευόμενες, α) εκ του άρθρου 914 ΑΚ και β) σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, βάσεις της και γ) ως προς την επικουρική, εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της και ως προς την επικουρική , εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς την βάση της περί σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακόσιων δεκαεπτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (7.817,21) με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς, με αριθμό παράβολου 28292775095908190050.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Λάρισα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις ……..

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

16 Μαϊος 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

          Αοριστία......

          Όλα τα ανωτέρω όμως σημαντικά, όφειλαν να τα ισχυριστούν γιατί αφορούν τις συνθήκες και περιστάσεις του ατυχήματος άμεσα συνδεόμενες, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, με την δυσλειτουργία / βλάβη / σφάλμα / ελάττωμα των αναφερόμενων συστημάτων στην συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και με την επίδρασή τους στην ισχυριζόμενη ζημία, δηλ. αφορούν την αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, αλλά και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας (ΑΠ 1051/2004, ΝΟΜΟΣ).

          Σημειώνεται ότι είναι άλλο ζήτημα το πταίσμα/υπαιτιότητα  που με την γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δεν απαιτείται να επικαλεστεί και αποδείξει ο καταναλωτής/ενάγων και άλλο η αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας, που είναι στοιχεία που αφορούν την παρανομία στο σύστημα της αδικοπρακτικής ευθύνης και των οποίων πρέπει να γίνεται σαφής επίκληση. (βλ. και ΑΠ 1359/2018, ΝΟΜΟΣ: Ο ενάγων δηλαδή καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ. 2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης».βλ. επίσης ΕΦΑθ 2093/2022 και ΕφΑΘ 3834/2020, ΝΟΜΟΣ, όπου και πλήθος νομολογίας για το ίδιο ζήτημα). Εδώ τέτοιοι ισχυρισμοί, δεν υπάρχουν.

          Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 6.1 ν. 2251/1994 που ορίζει ότι «1. Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του» και επικαλούνται οι ενάγοντες, περιλαμβάνει (και οπωσδήποτε προϋποθέτει) όλα τα στοιχεία του «πραγματικού» του κανόνα δικαίου, ήτοι τον παραγωγό, την ευθύνη του, την ζηµία, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζηµίας και του ελαττώµατος («…που οφείλεται…»), το ελάττωµα του προϊόντος, το προϊόν και την προέλευση του προϊόντος από τον παραγωγό («…προϊόντος του…»). (βλ. ΕφΑθ 6704/1996, ΝΟΜΟΣ). Και εφόσον αυτό είναι το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής, αυτά τούτα είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής που έπρεπε να επικαλούνται σαφώς και ορισμένως και συνεπώς η παράλειψη ή η ελλιπής αναφορά τους, οδηγεί σε απόρριψή της αγωγής ως μη νόμιμης ή αόριστης αντίστοιχα (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440,ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239)

          Ενάγομαι (βάση της αγωγής), ως πωλήτρια και όχι ως παραγωγός ή εισαγωγέας-προμηθευτής, με τον ειδικότερο ισχυρισμό, ότι ευθύνομαι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.», μετά δε ταύτα επικαλείται τις διατάξεις του ν. 2251/1994, αλλά και τις κοινές των ΑΚ 914, 932, 281,288, 925 για την «υπαγωγή» του ανωτέρω αγωγικού πραγματικού (tatbestand), το οποίο, όπως ειπώθηκε είναι εντελώς ελλιπές για να έλξει σε εφαρμογή τις αιτούμενες έννομες συνέπειες.

          Γίνεται δεκτό (ενδ. ΑΠ 1420/2022, ΝΟΜΟΣ), ότι ο ανωτέρω νόμος για την προστασία των καταναλωτών, δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Πρόκειται δηλ. στην ουσία, για ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθρο 14 παρ.5 ν.2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση.  

          Αναφορικά λοιπόν με την νομιμότητα της ανωτέρω αγωγικής βάσης που ερείδεται στο ν. 2251/1994, γίνεται δεκτό (ΑΠ ό.α), ότι σύμφωνα με την παρ.4 άρθρου 6 ν.2251/1994, ευθύνεται όπως και ο παραγωγός, όποιος εισάγει το προϊόν για πώληση ή για απλή/χρηματοδοτική μίσθωση ή για διανοµή οιουδήποτε είδους στα πλαίσια της εµπορικής  επαγγελµατικής του δραστηριότητας. Επιπλέον, ο νόµος θεσπίζει και δεύτερο πλάσµα δικαίου στο β` εδ. της ιδίας παραγράφου, δηλ. ευθύνεται ως παραγωγός και κάθε προμηθευτής προϊόντος, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι δεν είναι γνωστή η ταυτότητα του παραγωγού και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν καταστήσει γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν.

           Εδώ είναι φανερό ότι ο νόμος εξισορροπεί τα αντίθετα συμφέροντα, δηλ. του καταναλωτή από τη μία που χρήζει προστασίας μόνο εάν ο παραγωγός είναι άγνωστος ή δεν του έχει γνωστοποιηθεί η ταυτότητά του, οπότε και το βάρος της «προστασίας» του φέρει πλέον ο προμηθευτής. Διότι στην αντίθετη περίπτωση, ο καταναλωτής γνωρίζοντας τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα (αφού βλέπει το σήμα, την ετικέτα, τη φίρμα κλπ), μπορεί να στραφεί εναντίον τους και να έχει πράγματι επαρκή προστασία. Αλλά και   του προμηθευτή, καθόσον, αλλιώς, η ευθύνη του θα ήταν τόσο διευρυμένη που δεν θα ήταν ανεκτό, αφού ο νόμος κατανοεί ότι ο προμηθευτής ενός τυποποιημένου προϊόντος (δηλ. με την «ζελατίνα» από το εργοστάσιο), δεν έχει καµία γνώση, ούτε πρόθεση, άρα ούτε υπαιτιότητα με τη μορφή δόλου, σχετικά µε την ύπαρξη ελαττώµατος στο προϊόν, αλλ` ούτε και με τη μορφή αμέλειας. Διότι αυτή προϋποθέτει αντικειμενικά την παράβαση ενός καθήκοντος επιμέλειας, δηλ. απόκλιση του προμηθευτή από εκείνη τη συμπεριφορά που ένας μέσος συνετός πωλητής στον ίδιο επαγγελματικό κύκλο και τομέα συναλλαγών, ώφειλε να επιδείξει. Εδώ όμως είναι παράλογο και άτοπο να υποθέσει κανείς (και αυτό ακριβώς ρυθμίσει η παρ.4) ότι ο ανωτέρω μέσος κλπ πωλητής καινούργιου τυποποιημένου προϊόντος μαζικής παραγωγής («κούτα» κατά τον όρο των συναλλαγών), βαρύνεται συναλλακτικά με ένα καθήκον ελέγχου και διαπίστωσης των κρυφών ελαττωμάτων του, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για πακεταρισμένα πολλές φορές προϊόντα, που ήδη έχουν ελεγχθεί από το εργοστάσιο και μάλιστα με συγκεκριμένες προδιαγραφές και ειδικά τεχνικά μέσα, και επιπλέον, τόσο πολύπλοκα (τηλέφωνα, αυτοκίνητα, ηλ. συσκευές κλπ) που καταφανώς δεν έχει τις γνώσεις και τα μέσα να ελέγξει. Ό,τι αυτός δεν μπορεί να τηρήσει, δεν επιβάλλεται ως υποχρέωση από το δίκαιο (Γεωργ-Σταθ. υπο 330. 39). Γι` αυτό και εξαιρείται ο προμηθευτής, εάν ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας είναι γνωστοί στον καταναλωτή. [βλ. επίσης υπόθεση Αventis Pasteur SA κατά OB (ΔΕΕ- Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C-358/08, Συλ. 2009, σελίδα Ι-11305.), όπου το ανωτέρω Δικαστήριο (στα πλαίσια της Οδηγίας 15/374 για την εφαρμογή της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985 σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 στις οποίες εναρμονίστηκε η Ελλάδα με το ν. 2251/1994 και ενσωμάτωσε στο άρθρο 6), έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την ευθύνη του προμηθευτή, δεχθέν ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, οσάκις ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος, ο εν λόγω προμηθευτής πρέπει να θεωρείται ως «παραγωγός», στο πλαίσιο ιδίως της εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον δεν έχει γνωστοποιήσει στον ζημιωθέντα, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, πράγμα το οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να ελέγξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.]

          Συνεπώς εν προκειμένω, με την ανωτέρω νομική βάση, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς εμένα, και δέον και αιτούμαι την απόρριψή της, γιατί ακόμα και ως τελική προμηθεύτρια προϊόντος εισαγωγής/πωλήτρια (που το αρνούμαι κατά τα κατωτέρω), ευθύνομαι μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγνωστη η ταυτότητα του πραγματικού παραγωγού ή/και του εισαγωγέα και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν κατέστησα γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν. Σύμφωνα όμως με τα ιστορούμενα στην αγωγή, η ταυτότητα και των ανωτέρω δύο (του κατασκευαστή και του εισαγωγέα) ισχυρίζονται ότι ήταν και είναι γνωστή, αφού υπό την ιδιότητα του κατασκευαστή ενάγεται η 3η και υπο την ιδιότητα του εισαγωγέα ενάγεται η 2η εναγομένη, από την οποία εγώ (1η) προμηθεύομαι αυτοκίνητα. Άλλωστε ρητά ισχυρίζεται ότι απέβλεψε ακριβώς στην γνωστή ταυτότητα και φήμη της γερμανικής κατασκευάστριας εταιρείας.  (ΑΠ 1420/2022, ό,α). Επιπλέον, όπως ομολογείται στην αγωγή, παραδόθηκε στον αγοραστή το εγχειρίδιο χρήσης του οχήματος που αναφέρει τα στοιχεία του κατασκευαστή. Επιπλέον αυτά αναγράφονται στην πινακίδα πληροφοριών του επίδικου οχήματος, η οποία είναι τοποθετημένη σταθερά σε ευκρινές και ευπρόσιτο σημείο στο πλαίσιο της δεξιάς μπροστινής πόρτας αυτού και φέρει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΧ της ανωτέρω Οδηγίας 2007/46/ΕΚ. Μεταξύ των πληροφοριών που φέρει είναι η επωνυμία του κατασκευαστή. Ακριβώς λοιπόν για τα ανωτέρω, δεν ισχυρίζονται ότι ήταν τάχα άγνωστη τη ταυτότητα του παραγωγού και ότι για το λόγο αυτό απευθύνθηκαν σε μένα τάχα και σε εύλογο χρόνο δεν τους ενημέρωσα γι` αυτή. Συνεπώς προβάλλω τον ανωτέρω ισχυρισμό-ένσταση με βάση την ανωτέρω διάταξη και ζητώ με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή.  

          Δεν υπάρχει βάση της αγωγής από ενδοσυμβατική ευθύνη. Δεν ισχυρίζονται δηλ. ότι κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίστατο συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα οφειλόμενο σε πταίσμα του πωλητή, ή έλλειψη συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας και ποιάς, και δεν ασκούνται δικαιώματα εκ των ΑΚ 540 ή/και ΑΚ 543, οπότε και θα επρόκειτο για ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης, σύμφωνα με τα οποία, μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ` αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητάς του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 543 ΑΚ, αν κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ή σε περίπτωση παροχής   ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (γενικές διατάξεις ΑΚ 380-383), ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά ν` απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους.  (η λεγόμενη «περαιτέρω ζημία» που είναι η ζημία που προκαλείται από την ελαττωματικότητα ή τις ελλείψεις του πωληθέντος πράγματος σε άλλα αγαθά του αγοραστή και η οποία για να αποκατασταθεί πρέπει να τελεί σε έμμεσο τουλάχιστον σύνδεσμο με την ελαττωματικότητα του πράγματος και να μην έχει καλυφθεί από την άσκηση κάποιας από τις αξιώσεις της διάταξης του άρθρου 540 του ΑΚ)

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά ήτοι περί έλλειψης κάποιας συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας του οχήματος, ή για συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα κατά τον ανωτέρω χρόνο μετάβασης του κινδύνου, οφειλόμενο δήθεν σε πταίσμα μου (περιστατικά δηλ. δόλου ή αμέλειας των προστηθέντων υπαλλήλων μου), το οποίο μειώνει ουσιωδώς την αξία και την χρησιμότητά του, δεν υπάρχουν στην αγωγή και επιπλέον, δεν ζητείται με αυτή αποζημίωση για μη εκτέλεση τη σύμβασης, ούτε και ασκούνται τα άλλα ανωτέρω δικαιώματα (διαζευτικά ή σωρευτικά) σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.  

          Σε κάθε περίπτωση, και επικουρικά, εάν ήθελε κριθεί ότι προβάλλουν τα ανωτέρω κρίσιμα και αξιώνουν τα αγωγικά ποσά από ενδοσυμβατική ευθύνη, τότε προβάλλω την ένσταση παραγραφής της τυχόν αξιώσεώς τους κατ` ΑΚ 554 (ως ίσχυσε και ισχύει μετά το ν. 4967/2022), καθόσον από την ισχυριζόμενη σύμβαση πώλησης την 19-11-2012, παρήλθε διετία μέχρι την άσκηση της αγωγής (επίδοση αυτής 13-10-2022) και ζητώ να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή

          Εκτός όμως από την ανωτέρω ενδοσυμβατική ευθύνη του πωλητή, αν ο εναγόμενος - πωλητής αποκρύψει δολίως από τον ενάγοντα - αγοραστή ότι το πράγμα είχε κατά την παράδοση του πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, η συμπεριφορά αυτή  συνιστά αδικοπραξία και δη αστική απάτη (ΑΚ 147,149).

          Βέβαια, η υπαίτια ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη του, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση σε βάρος του από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαίτια (ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1145/03 ΔΕΕ 2004.1179, ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41.758). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε παράλληλα (επιβοηθητικά) και στις δύο, οπότε η ικανοποίηση της μίας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός εάν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης κατ` 932ΑΚ, οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 555/1999, ΕφΑΘ 520/02, ΕλλΔνη 43.1496 ΕΠειρ 198/98, ΕλλΔνη 39.932- για την έννοια της συρροής αξιώσεων βλ. Μπαλή, Γεν. Αρχαί, §139). Η ευθύνη δηλ. εξ` αδικοπραξίας θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973, ΑΠ 1381/13 κατωτέρω)

          Ειδικότερα, γίνεται δεκτό (βλ. ενδ. ΑΠ 1381/2013 όπου και άλλες παραπομπές), όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητος του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (βλ. και ΑΠ 1190/2007, ΑΠ 25/1998).

          Συνεπώς συντρέχει περίπτωση παράνομης πράξης και εντεύθεν αξίωση αποζημίωσης του αγοραστή με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, σύμφωνα με τις παραβιασθείσες τότε διατάξεις των άρθρων 386ΠΚ και 914ΑΚ, όταν ο πωλητής με πρόθεση, παράγει-δημιουργεί, διατηρεί ή ενισχύει την πλάνη του αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένων συμφωνημένων ιδιοτήτων του πράγματος και την ανυπαρξία ελαττωμάτων του, με την εν γνώσει του ψεύδους και της αναληθείας παράσταση (αυτών των) ψευδών γεγονότων ως αληθών και την ταυτόχρονη απόκρυψη των αληθών που καλώς γνωρίζει, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο ακριβώς στην είσπραξη υψηλοτέρου τιμήματος απο την πώληση, εν συγκρίσει με αυτό που θα αποκόμιζε με βάση την πραγματική του αξία, αν γνωστοποιούσε και δήλωνε την ανυπαρξία-έλλειψη των ιδιοτήτων, προσόντων και πλεονεκτημάτων του πράγματος (που παριστά εν γνώσει ως υπάρχοντα) και την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων του (που παριστά εν γνώσει ως ελλείποντα), επι βλάβη φυσικά της περιουσίας του αγοραστή που έτσι το καταβάλει (το υψηλότερο τίμημα και όχι αυτό που αντιστοιχεί στην πραγματική του αξία χωρίς τις ιδιότητες και με τα ελαττώματα) «τοις κείνων ρήμασιν πειθόμενος».

          Τέτοια βάση αγωγής, επίσης δεν υπάρχει. Τα ιστορούμενα στην αγωγή δεν είναι ικανά, στην προκειμένη περίπτωση, να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη μου, συνιστάμενη σε απάτη, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής πρόσθετων πραγματικών στοιχείων, τα οποία, μαζί με συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και συγκεκριμένα της απάτης και ειδικότερα δεν εκτίθεται υπαίτια συμπεριφορά μου, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μετέβη στον αγοραστή, με την οποία (συμπεριφορά) εγώ με πρόθεση επιδίωξα να παράγω, ενισχύσω ή διατηρήσω πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένου ελαττώματος του πράγματος, το οποίο μάλιστα καλώς γνώριζα δήθεν, ούτε με ποιο τρόπο, δια των προστηθέντων υπαλλήλων μου, εξαπάτησα τον αγοραστή, είτε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετάβασης του κινδύνου, είτε και σε μεταγενέστερα της συντελεσθείσης πωλήσεως. Άλλωστε ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο, γεγονός που από μόνο του, καταλύει κάθε σκέψη για «απάτη» (βλ. ΑΠ 1420/2022).  

          Επίσης, δεν υπάρχει αγωγικός ισχυρισμός, ότι επειδή τάχα δεν τον πληροφόρησα ή τον πληροφόρησα ελλιπώς ή εσφαλμένα (οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι προστηθέντες υπάλληλοί μου;), για τον σωστό χειρισμό ασφαλούς ακινητοποίησης/διακοπής πορείας ή και εκκίνησης του οχήματος σε επικλινείς επιφάνειες, δηλ. για την ορθή χρήση των συστημάτων, ως όφειλα, είτε στα πλαίσια της υποχρέωσης ενημέρωσης και πρόνοιας ως πωλητής (παρεπόμενες υποχρεώσεις της σύμβασης), είτε και χωρίς την συμβατική σχέση, με βάση την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικέ αντιλήψεις (ΑΚ 200,281,288), δεν προέβη τάχα στον ορθό και κατάλληλο χειρισμό προς ασφαλή ακινητοποίηση προ της εξόδου του από το όχημα, αλλά σε έναν άλλο λανθασμένο και εξ αυτού του λόγου προκλήθηκε τάχα αιτιακά η ζημία.

          Στην περίπτωση  ελαττωμάτων σχετικών με την παροχή οδηγιών χρήσης ή με την επισήμανση των κινδύνων από τη χρήση του προϊόντος όπως, και του φύλλου με τις οδηγίες χρήσης, ο ζημιωθείς ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη μη τήρηση της υποχρέωσης παροχής των κατάλληλων οδηγιών χρήσης, από την οποία προκύπτει και η ελαττωματικότητα του προϊόντος. Και αυτό διότι είναι ευχερές για τον ζημιωθέντα να εντοπίσει την παντελή έλλειψη ή παροχή εσφαλμένων ή ανεπαρκών οδηγιών χρήσης του προϊόντος, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το βλαπτικό αποτέλεσμα. (βλ. ΑΠ 1305/2018, ΕφΑθ 2093/2022, ΝΟΜΟΣ, I. Καράκωστα, Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, έκδ. 1995,ό.π., σελ. 39 επ.). Τέτοια βάση αγωγής (ελαττώματα σχετικά με την παροχή οδηγιών χρήσης), δεν υπάρχει.  Αντιθέτως ομολογείται στην αγωγή ότι τον ενημέρωσα (και τον αγοραστή και την 1η ενάγουσα), με διαφημιστικά φυλλάδια για το τι είναι και πώς λειτουργεί το σύστημα ακινητοποίησης και άλλωστε πέραν του ότι εκτενώς αναφέρονται στην υπ` εμού πληροφόρηση περί του τρόπου λειτουργίας και του ενός και του άλλου συστήματος (σελ. 3), επιπλέον ομολογείται ότι παραδόθηκαν και οι οδηγίες χρήσεως εντύπως (εγχειρίδιο-manual) .  

          Και ναι μεν η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι δυνατόν όμως μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (Ολ ΑΠ 969/1973).Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που μαζί με τη συμβατική παράβαση συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό κατά το άρθρο 914 ΑΚ για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε πρόκειται για σώρευση αξιώσεων, για παράβαση της σύμβασης και από αδικοπραξία, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, όχι όμως να ικανοποιηθούν και οι δύο, γιατί η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη χωρίς αντικείμενο. Έτσι, σε περίπτωση πώλησης, εφόσον συντρέχουν, κατά τα ως άνω, πρόσθετα στοιχεία, μπορεί να ασκηθεί μόνο η από αδικοπρακτική ευθύνη αξίωση, δεδομένου ότι αυτή έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία, έναντι της συμβατικής, χωρίς να έχει ως προϋπόθεση τη σύμβαση. Με τα δεδομένα αυτά, η εφαρμογή των διατάξεων για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται όταν το ελαττωματικό κλπ πράγμα προκάλεσε ζημία σε άλλα πράγματα και προστατευόμενα έννομα αγαθά (υλικά ή ηθικά) του αγοραστή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι για να γεννηθεί από αδικοπραξία ευθύνη προς αποζημίωση απαιτείται : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) ζημία και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας. Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, η ανθρώπινη συμπεριφορά που αποτελεί το βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία όμως για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Βάσει αυτής, αλλά και από το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του παραγωγού-εισαγωγέα, καθώς και του πωλητή αυτοκινήτων, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους προκλήσεως βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται ο έλεγχος της ελαττωματικότητας αυτών και η υποχρέωση πληροφορήσεως των χρηστών. Η υπαίτια δε παράλειψη των υποχρεώσεων αυτών γεννά, εφόσον επήλθε ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτήν, υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ` άρθρο 932 ΑΚ (ΑΠ 1420/2022, ΑΠ 983/2019,ΝΟΜΟΣ).

          Ωστόσο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, οι ενάγοντες δεν θεμελίωσαν την αδικοπρακτική βάση της αγωγής τους, ως προς εμένα την πωλήτρια, στην παράβαση της καλής πίστης, με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών. Δεν ισχυρίζονται δηλ. πραγματικά περιστατικά του περιεχομένου της αντικειμενικής καλής πίστης (Γεωργ-Σταθ. υπο 200.17) ή και των συναλλακτικών ηθών ως ειθισμένων τρόπων ενέργειας, που επικρατούσαν στον τόπο και χρόνο που εξεδηλώθη τάχα η ανωτέρω παράλειψη (2012 ή και μεταγενέστερα) και επέβαλλαν σε εμένα ως πωλήτρια (και σε ποιο φυσικό πρόσωπο εκπρόσωπο ή προστηθέντα μου), μέλος ενός δικτύου εμπόρων καινούργιων και όχι μεταχειρισμένων οχημάτων που επιπλέον, δεν μετέχει στην διαδικασία κατασκευής τους σε οποιοδήποτε στάδιο, την υποχρέωση να επιχειρήσει ή να παραλείψει συγκεκριμένες πράξεις και δη συγκεκριμένα τις ανωτέρω του έλεγχου της ελαττωματικότητας και συναφώς της υποχρέωσης πληροφορήσεως των χρηστών περί αυτής, αλλ` ούτε και πραγματικά περιστατικά υπαίτιας παράλειψης των ανωτέρω υποχρεώσεων (ακόμα και εάν τις ειχα), δηλ. είτε πρόθεσης, είτε αμέλειας στο πρόσωπο των προστηθέντων υπαλλήλων μου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, δηλ. κυρίως ότι οι προστηθέντες μου γνώριζαν το ελάττωμα και με ποιο τρόπο ή ότι ώφειλαν να το γνωρίζουν, και επιπλέον ότι διέθετα και τα τεχνικά μέσα για τον έλεγχο της ελαττωματικότητάς του, αν και πρόκειται για τυποποιημένο προϊόν κατασκευασμένο από άλλον και μάλιστα τόσο πολύπλοκο, που κατά τα κρατούντα στις συναλλαγές, μόνο το εργοστάσιο μπορεί να ελέγξει και να έχει τη σχετική γνώση και όχι ο πωλητής του δικτύου.

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά, δηλ. στην ουσία ότι υφίσταντο κανόνες αντικειμενικής καλής πίστης και κρατουσών αντιλήψεων κατά τον επίδικο χρόνο, που επέβαλλαν σε εμένα με την ανωτέρω ιδιότητά μου ως πωλήτρια καινούργιου οχήματος, αλλά και σε κάθε έναν πωλητή στην θέση μου, ειδικά την υποχρέωση ελέγχου της ελαττωματικότητας του και συναφώς της σχετικής μετά ταύτα πληροφόρησης, όχι μόνο δεν υπάρχουν στην αγωγή, αλλά ελλείπει και ο βασικός ισχυρισμός, ότι είχα την αντικειμενική δυνατότητα προς τούτο, με την ιδιότητα του πωλητή και όχι του παραγωγού-κατασκευαστή. Διότι άνευ ταύτης, ακόμα και εάν υπήρχε υποχρέωση να ενεργήσω προς τον έλεγχο της ελαττωματικότητας (που αρνούμαι και αποκρούω, βλ. και κατωτέρω), δεν μπορούμε να μιλάμε για παράλειψη ως νομικά κρίσιμο μέγεθος παρανόμου πράξης, δηλ. για παράνομη παράλειψη (και όχι γενικά για παράλειψη), γιατί τέτοια δεν μπορεί να υπάρχει όταν δεν υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα προς ενέργεια (π.χ διότι απλά, το εργοστάσιο δεν χορηγεί τα ειδικά τεχνικά μέσα σε κάθε πωλητή).

          Άλλωστε ακόμα και ο ισχυρισμός ότι «αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειας», προϋποθέτει αναγκαία όχι μόνο την υποχρέωση, αλλά πρωτίστως την δυνατότητα προς τούτο, καθόσον διαφορετικά δεν νοείται αποτυχία για κάτι που αντικειμενικά δεν μπορείς να ενεργήσεις, οπότε και έπρεπε τωόντι να διαλάβει τέτοια περιστατικά, όπως ότι το εργοστάσιο ή ο εισαγωγέας, μου είχαν χορηγήσει τα ειδικά τεχνικά μέσα για τον έλεγχο των συγκεκριμένων συστημάτων και επιπλέον ότι οι προστηθέντες μου είχαν αυτή την τεχνογνωσία χειρισμού τους κλπ. και παρά ταύτα, παρά δηλ. την δυνατότητα αυτή, παρέλειψα τον έλεγχο διαπίστωσης του συγκεκριμένου (άδηλου και μηδέποτε αναφερόμενου) ελαττώματος (=παρανομία) και μάλιστα υπαίτια, δηλ. είτε με δόλο, είτε με αμέλεια, τα περιστατικά των οποίων, επίσης έπρεπε να αναφέρουν για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής. Τόσο μάλλον ήταν αναγκαία η σαφής και ορισμένη αναφορά των παραπάνω περιστατικών, καθόσον η παράλειψη μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση για αποζημίωση,  μόνο εάν ο παραλείψας όφειλε να προβεί στην ορισμένη ενδεδειγμένη και επιβεβλημένη ενέργεια (όχι γενικά σε κάποια ενέργεια) προς αποτροπή του αποτελέσματος, που πηγάζει από την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, όχι μόνο έναντι ορισμένου προσώπου, αλλά και έναντι της ολότητας (Γεωργ-Σταθ. υπο 914.9. βλ. και ΕφΑθ 2093/2022: «θέτει σε κίνδυνο αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών»), δηλ. όταν υπάρχει ιδιαίτερη (και όχι γενική) νομική υποχρέωση προφύλαξης και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ενδ. ΑΠ 59/2019, Ν. Λεοντής, Ερμ.ΑΚ, τ.Ι, υπο 914,9), οι οποίες (κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις), όπως ειπώθηκε και για την καλή πίστη ανωτέρω, δεν αναφέρεται στην αγωγή ποιες είναι σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για έναν πωλητή τέτοιων οχημάτων, και κατά τα ανωτέρω, και για κάθε τέτοιον πωλητή στην θέση μου της ιδίας εταιρείας.

          Άλλωστε, όπως ειπώθηκε, ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο για το οποίο δεν υπάρχει κανείς ειδικός ισχυρισμός ότι παρέβην και πώς τις ανωτέρω υποχρεώσεις μου «αποκρύπτοντας την ύπαρξη ελαττώματος άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσω την ύπαρξη αυτού από βαρεία αμέλεια» στο συγκεκριμένο όχημα και όχι σε κάποιο άλλο «όμοιο». Αλλ` ούτε και αναφέρονται περιστατικά ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης μου αποτροπής του αποτελέσματος από την, με δικές μου ενέργειες τάχα, πρόκληση μίας επικίνδυνης κατάστασης και ποιάς συγκεκριμένα, από την οποία δήθεν ήταν δυνατό να προκύψει η ζημία που όντως επήλθε και παρέλειψα υπαίτια να λάβω τάχα τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής της, αφού δεν υπάρχει καν ισχυρισμός ότι μετείχα στην διαδικασία κατασκευής του τάχα, ή ότι εκ της δραστηριότητας μου (πώλησης) μπορούσα αντικειμενικά να επηρεάσω τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του οχήματος και δή τα συγκεκριμένα συστήματα ακινητοποίησης ή/και εκκίνησης (και όχι γενικά). Επιπλέον, για την θεμελίωση της ανωτέρω ευθύνης μου από «παράλειψη», απουσιάζει και κάθε ισχυρισμός πραγματικών περιστατικών (τόπος, χρόνος, περιστάσεις), περί παράλειψης τάχα πληροφόρησης περί της ελαττωματικότητας δήθεν του συγκεκριμένου οχήματος (και όχι κάποιου άλλου όμοιου) και άρα περιστατικά παράβασης κάποιας γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και προστασίας των άλλων και των αγαθών τους, καθόσον κάποια τέτοια δεν εξετάζεται αφηρημένα και γενικά, αλλά πάντα σε σχέση με την συγκεκριμένη υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας που αφορά την πληροφόρηση για το συγκεκριμένο όχημα.

          Συνεπώς, δεν διαλαμβάνονται περιστατικά στην ιστορική βάση της αγωγής τους, για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης μου, λόγω   παράβασης δήθεν της καλής πίστης, πλέον του ότι, όπως φυσικά είναι γνωστό,  τα ν.π δεν εγκληματούν. Τα φυσικά πρόσωπα εγκληματούν (ΠΚ 14). Από υπαίτια και παράνομη πράξη τρίτου ή ακόμα και μέλους του, που δεν συνιστά δικαιοπραξία, το ν.π δεν ευθύνεται προς αποζημίωση, γιατί δεν υπάρχει αντιπροσώπευση στο έγκλημα. Ευθύνεται όμως προς αποζημίωση όταν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου που (επιπλέον) έχει την εξουσία εκπροσώπησής του και ασκεί διοίκηση και πάντα με την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα υπο την τοιαύτη ιδιότητά του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Δηλ. η ευθύνη προς αποζημίωση του υπαιτίου φυσικού προσώπου, μεταβαίνει στο ν. π μόνο με τις προϋποθέσεις της ΑΚ 71. Για λοιπά μη καταστατικά όργανα το ν.π ευθύνεται με τις ΑΚ 334,922 κλπ. Τα ανωτέρω είναι στοιχειώδη.

          Η προκείμενη αγωγή λοιπόν είναι νόμω αβάσιμη, άλλως αόριστη αφού στην ιστορική βάση της πουθενά δεν ισχυρίζονται, ποιο είναι το φυσικό πρόσωπο που αδικοπράκτησε, που επέδειξε δηλ. παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, αλλ` ούτε και την νομική ή πραγματική  σχέση του φυσικού προσώπου με μένα (ΑΕ) και σε ποιον  ακριβώς κρίσιμο χρόνο υπήρχε αυτή, έτσι ώστε και αληθής υποτιθέμενη αυτή η σχέση, να έλκει σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες της ΑΚ 71, δηλ. την ευθύνη μου για αποζημίωση για παράνομη και υπαίτια πράξη φυσικού προσώπου που είτε είναι όργανό μου, είτε έχει σχέση πρόστησης με εμένα.

          Πράγματι στην αγωγή δεν ισχυρίζονται κανένα πραγματικό περιστατικό που να πληροί τα στοιχεία του πραγματικού της ανωτέρω διάταξης της ΑΚ 71, ή άλλων όπως ΑΚ 334, ή 922 κλπ, έτσι ώστε κατά νόμω, εφόσον αποδειχθούν και βάσιμα, να είναι δυνατή η μετάθεση της ευθύνης αποζημίωσης σε μένα από πράξη παράνομη και δόλια ή αμελή φυσικού προσώπου που με εκπροσωπεί (και όχι κάποιου τυχαίου).  

          Με απλά λόγια για να ήταν νόμιμη η αγωγή της ώφειλε να ισχυριστεί ότι φυσικό πρόσωπο του κατά νόμω βουλητικού μου οργάνου, π.χ του ΔΣ, προέβη στη παράνομη και υπαίτια πράξη (σε συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένο τρόπο) στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων και δια τούτο ευθύνομαι εις ολόκληρον με το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, για την αποζημίωση του ζημιωθέντος, ήτοι  εγώ με την ΑΚ 71 και το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο με ΑΚ 914 σε συνδυασμό με 374ΠΚ, ή να επικαλεστεί, εφόσον επρόκειτο για προστηθέντα μου κλπ,  τις προϋποθέσεις της ΑΚ 922 και 334 για την ευθύνη μου ως προστήσαντος από αδικοπραξία 914ΑΚ του προστηθέντος. Τίποτα απ` αυτά δεν ισχυρίζεται.

          Διαφορετικά, εφόσον δεν επρόκειτο για μέλος του ΔΣ μου που ενεργούσε στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων κλπ, ή για προστηθέντα κλπ, αλλά για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, έπρεπε να στρέψει την αγωγή αποζημίωση εναντίον του.  

        Ωστόσο, ακόμα και εάν ήθελε κριθεί ότι περιλαμβάνονται όλα τα κρίσιμα ανωτέρω, στον αγωγικό  ισχυρισμό ότι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.» και άρα ότι δήθεν σ` αυτόν περιλαμβάνεται και ο «υφέρπων», αλλά μηδέποτε προταθείς συγκεκριμένα, ορισμένα και σαφώς, ισχυρισμός, ότι το ελάττωμα του εξαρτήματος κατέστησε το προϊόν μη ασφαλές και άρα ότι είτε από δόλο, είτε από αμέλεια διατέθηκε στην αγορά και ότι εξ αυτού επήλθε αιτιακά η ζημία, αφού αυτός είναι ο σκοπός προστασίας του ανωτέρω νόμου, καθόσον θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή, λεκτέα τα εξής:

          Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ευθύνη του παραγωγού επειδή ακριβώς κατά παράβαση των ΑΚ 281,288 έθεσε σε κυκλοφορία μη ασφαλές τελικά προϊόν. Διότι είναι αυτονόητο ότι αυτός μόνο (το εργοστάσιο), επειδή ακριβώς έχει τα κατάλληλα και πολύπλοκα τεχνικά μέσα ελέγχου και γνωρίζει την διαδικασία παραγωγής που εφαρμόζει, δηλ. κατέχει όλη την τεχνογνωσία κατασκευής και παραγωγής του, αυτός και μόνο μπορεί να προβεί σε έλεγχο της ελαττωματικότητας και συναφώς της σχετικής πληροφόρησης. Άλλωστε είναι γνωστό ως εμπειρία και γνώση ζωής διαχρονικά, μέσα από σχετικά τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ, παρουσιάσεις στο διαδίκτυο, από περιοδικά αυτ/των κλπ, ότι τα εργοστάσια κατασκευής οχημάτων, πολλώ δε μάλλον διεθνείς και αναγνωρισμένες εταιρείες κατασκευής, προβαίνουν σε εξαντλητικές δοκιμές των συστημάτων που εφαρμόζουν κάθε φορά και σε κάθε μοντέλο, και σε εξονυχιστικό έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής τους, πριν περάσουν αυτά τελικά στην μαζική παραγωγή. Γι` αυτό και είναι επίσης γνωστό, ότι ακόμα και όταν ανακαλυφθεί κάποιο ελάττωμα έστω και εκ των υστέρων (έλεγχος ελαττωματικότητας), όχι μόνο διορθώνεται αυτό από το εργοστάσιο, αλλά γίνεται από το ίδιο, ανάκληση των συγκεκριμένων μοντέλων και ειδοποιούνται οι ιδιοκτήτες τους (πληροφόρηση) προς αντικατάσταση ή επισκευή κλπ του ελαττωματικού εξαρτήματος. Δηλ. είναι γενική γνώση ζωής ότι δυνατότητα ελέγχου της ελαττωματικότητας σε τέτοια πολύπλοκα τεχνολογικά προϊόντα, με χιλιάδες εξαρτήματα που αλληλεπιδρούν και που δια τούτα, απαιτούν  εξειδικευμένες γνώσεις και ειδικό τεχνικό εξοπλισμό, έχει μόνο το εργοστάσιο κατασκευής και όχι ο τελικός πωλητής που το αγοράζει με σκοπό μεταπώλησης στον καταναλωτή.  (βλ. περιπτώσεις παράλειψης εταιρείας που παράγει μπύρα, να πλύνει καλά, κατά το στάδιο της εμφιάλωσης, μπουκάλι που περιείχε καυστικό νάτριο, παράλειψη κατασκευαστή τυποποιημένων προϊόντων να ελέγξει αυτά πριν τα διοχετεύσει στην κατανάλωση, σε Γεωργ-Σταθ. υπο 914.29) 

          Για τον πωλητή όμως, ο οποίος δεν μετέχει στην διαδικασία παραγωγής και κατασκευής του, ούτε και εν μέρει, δηλ. κάποιου συστατικού του εξαρτήματος, αλλ` ούτε και από την δραστηριότητά του (πώληση) μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος (7.1 εδ.α` ν. 2251/1994 σε συνδυασμό με άρθρο 2 στ.3 ΚΥΑ Ζ3-2810/2004), γεγονότα άλλωστε, που δεν ισχυρίζονται ούτε εν σπέρματι στην  αγωγή, τα πράγματα διαφέρουν:

          Το παράνομο (της ΑΚ 914) εκ της παράβασης των ανωτέρω συναλλακτικών υποχρεώσεων καλής πίστης μπορεί να θεμελιωθεί, μόνο με δύο μορφές, ήτοι....

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013