Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση (90)

17 Αυγούστου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

Αριθμός Απόφασης 225/2023
Αριθμός κατάθεσης αίτησης : Μ22/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
(Ασφαλιστικά Μέτρα)

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Μαριάννα Μπέη, Πρόεδρο Πρωτοδι­κών.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 12 Ιουλίου 2023, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ……….., που εδρεύει στον …………, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : ι) ΓΟΕΒ.... που εδρεύει στη……….., και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου ……… του Δικηγορικού Συλλόγου …….., 2)Δ.Ο.Υ..., νομίμως εκπροσωπουμένου απ’ την ………., που εδρεύει στην ……… και εκπροσωπείται νόμιμα απ’ τον Διοικητή της και εν προκειμένω απ’ τον Προϊστάμενο της ……., με ΑΦΜ ………., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ………… του Δικηγορικού Συλλόγου ………..

Το αιτούν ζητά να γίνει δεκτή η από 18-1-2023 αίτησή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αρ. κατ. ……… και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της …………. και με την υπ’ αρ. ………… Πράξη της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Καρδίτσας Προέδρου

Πρωτοδικών Καρδίτσας για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματά τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων προβλέφθηκαν από το άρθρο 12 του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" (ΦΕΚ Α' ι8ι). Το άρθρο 13 του ίδιου νομοθετήματος όρισε ότι οι οργανισμοί αυτοί (όπως και οι γενικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποκείμενα στην εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας, και ότι μέλη τους καθίστανται υποχρεωτικά όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που διατελούν σε μία από τις στο ίδιο άρθρο ειδικότερα απαριθμούμενες σχέσεις προς τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή της δικαιοδοσίας των οργανισμών αυτών. Μεταγενέστερα, με το άρθρο 1 του ν.δ. 1218/1972 "περί αντικαταστάσεως και καταργήσεως διατάξεων τινών του ν.δ. 3881/1958 κλπ. " (ΦΕΚ Α' 133), η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν.δ. 3881/1958 αντικαταστάθηκε ως εξής: "1. Οι οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, λειτουργούντες συμφώνως προς τας διατάξεις του καταστατικού αυτών, τας του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" και των εκτελεστικών αυτού διαταγμάτων, εφ' όσον δεν καταργούνται, τροποποιούνται ή συμπληρούνται διά του παρόντος". Τέλος, στα μεν άρθρα ι και 2 του ν. 414/1976 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του ν. 3881/1958 κλπ." (ΦΕΚ Α`  212) ορίστηκε ότι οι δαπάνες διοίκησης, λειτουργίας και συντήρησης των εγγειοβελτιωτικών έργων επιβαρύνουν τους ωφελούμενους και καταβάλλονται από αυτούς με τη μορφή στρεμματικών εισφορών ή αρδευτικών τελών ή αντιτίμου χρήσεως ύδατος και ότι κατ' εξαίρεση ορισμένες από τις δαπάνες αυτές επιβαρύνουν το Δημόσιο, στο δε άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκαν τα εξής: "1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν.δ. 3881/1958 προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως: "Οι ως άνω οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων τυγχάνουν οργανισμοί κοινής ωφελείας και εκ τούτων οι …… αποτελούν γεωργικάς συνεταιριστικάς οργανώσεις αναγκαστικής μορφής". Όπως έχει κριθεί (ΟλΣτΕ 2903/1983 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις πιο πάνω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων αποτελούν ενώσεις προσώπων (φυσικών και νομικών) συνδεόμενων με εμπράγματη σχέση προς τα αγροτικά ακίνητα μιας ορισμένης περιοχής, οι οποίες έχουν ως σκοπό τη διοίκηση και τη ρύθμιση της χρήσης των υδάτων της περιοχής τους καθώς και την επιμέλεια και διαχείριση των τεχνικών έργων εγγείων βελτιώσεων για την αύξηση της παραγωγής και την καλύτερη εκμετάλλευση των πιο πάνω ακινήτων. Οι ενώσεις αυτές, όπως διαμορφώθηκαν τελικά με τον τελευταίο από τους πιο πάνω νόμους, χαρακτηριζόμενες ρητά ως γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις αναγκαστικής μορφής, αποτελούν συνεταιρισμούς και ως τέτοιες έχουν το χαρακτήρα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 6 του Συντάγματος. Και ναι μεν από τις διατάξεις του ν.δ. 3881/1958 που αφορούν στις αρμοδιότητες των οργάνων των Τ.Ο.Ε.Β., όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, προκύπτει ότι τα όργανα αυτά μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στο άρθρο 2 Ν. 4978/2022 (Κ.Ε.Δ.Ε.) (ΦΕΚ Α’ 190/7-10-2022) που άρχισε να ισχύει από τις 7-10-2022 και συνεπώς καταλαμβάνει και την κρινόμενη ανακοπή, που ασκήθηκε στις 10-10-2022 (βλ. και άρθρο 85 παρ. 4 Ν. 4978/2022 σύμφωνα με το οποίο «Διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται ή πράξεις που εκδίδονται ή ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά την ισχύ του παρόντος Κώδικα διέπονται από τον παρόντα Κώδικα», καθώς και το άρθρο 85 παρ. 5 του ιδίου νόμου, σύμφωνα με το οποίο «Το 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» καταργείται), ορίζεται ότι: «4. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) τα έγγραφα στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.). 5. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της παρ. 4 πραγματοποιείται από την ΑΑΔΕ μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στην ΑΑΔΕ χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε τον νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο τον νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην ΑΑΔΕ. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υπόχρεου και των συνυπόχρεων ευθυνόμενων τρίτων       ». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περ. β`  της παρ. 6 του άρθρου 2, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά την παρ. 5 του άρθρου 2, η ΑΑΔΕ εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, και αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο η επωνυμία του, καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του, εφόσον υπάρχει, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού και η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι του άρθρου 6. 2. Η ατομική ειδοποίηση της παρ. 1 δεν εξομοιώνεται με την επιταγή προς πληρωμή. 3. Η παράλειψη αποστολής ή κοινοποίησης της ειδοποίησης της παρ. 1 δεν ασκεί επιρροή στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατά του οφειλέτη». Προσέτι, στο άρθρο 65 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης και κατά του νομίμου τίτλου. Με την ανακοπή επιτρέπεται η προβολή αντιρρήσεων ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της απαίτησης του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός της δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου. 2. Η ανακοπή του οφειλέτη μετά την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται για τους παρακάτω περιοριστικά αναφερόμενους λόγους: α) αν η εκτέλεση έλαβε χώρα βάσει άκυρου τίτλου είσπραξης, β) αν το χρέος αποσβέστηκε με καταβολή ή συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 ή λόγω διαγραφής του και αυτά αποδεικνύονται με έγγραφο, γ) αν το χρέος αποσβέστηκε επιγενόμενα με άλλον τρόπο και η απόσβεση αποδεικνύεται με έγγραφο, δ) αν το χρέος παραγράφηκε, ε) αν αυτός, σε βάρος του οποίου επιδιώκεται η είσπραξη ως διάδοχος του υπόχρεου, δεν είναι ο κατά τον νόμο υπόχρεος, και στ) αν κατά την εκτέλεση έλαβαν χώρα παραλείψεις ή ακυρότητες, υπό τους όρους του άρθρου 67. Κάθε άλλη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη της οφειλής προς το Δημόσιο είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. 3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 216 επ. του Κ.Δ.Δ., η ανακοπή του οφειλέτη πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 583 έως 585 του Κ.Πολ.Δ., ενώ μετά την έναρξή της ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης………». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 "Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ." "Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α)..., ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ίδιου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων") σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του "νομίμου τίτλου" όσο και κατά της ατομικής ειδοποίησης, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ' αρχήν θέση εναγομένου, ο δε καθ’ ου θέση ενάγοντος, και έτσι ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του Ν. 4978/2022 (κατ’ αντιστοιχία με τη βεβαίωση 2 παρ. 2 του κατηργημένου ν.δ. 356/1974), νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαια και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το "νόμιμο τίτλο" είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το …….. (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το ……… είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξοφλήσεως του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ (ούτε υπό το Ν. 4978/2022 ούτε υπό το ΝΔ 356/1974) δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4978/2022 η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974), στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 67 Ν. 4978/2022, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι «1. Παραλείψεις, ακυρότητες ή πλημμέλειες που αφορούν στη διαδικασία απόκτησης οποιοσδήποτε νόμιμου ή εκτελεστού τίτλου του άρθρου 2, τη διαδικασία της εκτέλεσης, καθώς και τις ίδιες τις πράξεις εκτέλεσης, μπορούν να προταθούν από τον οφειλέτη ως λόγος ακύρωσης, μόνο εάν ο οφειλέτης επικαλείται και αποδεικνύει αυτές, καθώς και ότι εξαιτίας τους υπέστη βλάβη. Το δικαστήριο κηρύσσει την ακυρότητα μόνο όταν κατά την κρίση του προκλήθηκε βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας». Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει ο καθ’ ου η ανακοπή τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2019 που αφορά στο ήδη καταργηθέν ΝΔ 356/1974). Προσέτι, στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στην ΑΑΔΕ η είσπραξη των εσόδων ΟΤΑ, άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα 5. Στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε έσοδα και χρέη του παρόντος άρθρου, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος». Εξάλλου στο άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974 ορίζονταν ότι «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος», ενώ κατά την διάταξη της έβδομης παραγράφου του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998 «Φορολογικά - ΚΕΠΕ - ΚΕΔΕ - Κινητ. Τηλεφων. - Κεφάλαιο ΑΕ - ΕΠΕ» στις περιπτώσεις, που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α’ 190), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τοιούτων θεωρουμένων εκείνων τα οποία επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται δε στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια απ’ αυτά, και των εσόδων των προσώπων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974), των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής στα πιο πάνω πρόσωπα και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» εκ μόνου του λόγου ότι εισεπράχθησαν υπό των δημοσίων ταμείων, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022, διάδικος εις την επί της ανακοπής δίκη είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη δικαιούχο της απαιτήσεως πρόσωπο, κατά του οποίου και πρέπει να στραφεί το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα εδέχετο τον χαρακτηρισμό των εσόδων των εις το άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 παρ. ι ΝΔ 356/1974) αναφερομένων προσώπων ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να ί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξήγετο διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις (βλ. ΠΠρΑΘ 264/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).

Με την υπό κρίση αίτηση το αιτούν ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση που θα διενεργηθεί σε βάρος του δυνάμει της με α/α ……. ατομικής ειδοποίησης καταβολής-υπερημερίας και της ενσωματωμένης και περιεχόμενης σ’ αυτή ……….. ταμειακής βεβαίωσης και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ……. και του νόμιμου τίτλου που τη στηρίζει και κάθε άλλης συναφούς πράξης έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής του κατά των καθ’ ων η αίτηση, που εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, για το λόγο, ότι αφενός πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει η ανακοπή του και αφετέρου με την εκτέλεση θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Επίσης ζητά να καταδικαστούν οι καθ’ ων στα δικαστικά του έξοδα.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται, για να δικαστεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 ΚΠολΔ, 65 παρ. 4 ΚΕΔΕ ως ισχύει- Ν. 4978/2022) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει καθόσον η ανακύψασα διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά ουσίας σχετική με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ώστε να υπάγεται βάσει του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1406/1983 στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, πρόκειται για διαφορά ιδιωτικού δικαίου ενόψει του ότι οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε η υπό κρίση αίτηση νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 65 παρ. 4 ΚΕΔΕ και 938 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά κατά το άρθρο 8ο ΚΕΔΕ.

Όμως, η κατά το άρθρο 938 του ΚΠολΔ αναστολή εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί μόνο μέχρι την έκδοση οριστικής (και όχι τελεσίδικης) απόφασης επί της ασκηθείσας, κατά πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, ανακοπής, και επομένως το ένδικο αίτημα τυγχάνει νόμιμο ως προς αυτό το σκέλος του, απορριπτομένου ως μη νόμιμου κατά το περαιτέρω. Απορριπτέο τυγχάνει επίσης ως μη νόμιμο το αίτημα για καταδίκη των καθ’ ων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων, που εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση, επί αιτήσεως χορήγησης αναστολής εκτέλεσης επιδικάζονται πάντα σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι έχει επιδοθεί στο Διοικητή της ….. (77 παρ. 1 Ν. 4978/2022) σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου ……….

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……. για το αιτούν και …….. για το πρώτο των καθ’ ων, που λήφθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, την ….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου ……, την …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……, τις 7167 και …….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……, και από την όλη διαδικασία γενικά πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το αιτούν άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας την από ….. με αρ. κατ. ……. ανακοπή του κατά των καθ’ ων η αίτηση, με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης με α/α ….. ατομικής ειδοποίησης καταβολής-υπερημερίας και της ενσωματωμένης και περιεχόμενης σ’ αυτή …….. ταμειακής βεβαίωσης και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ….. Καρδίτσας και του νόμιμου τίτλου που τη στηρίζει και κάθε άλλης συναφούς πράξης, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της ……... Η εν λόγω ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως, καθόσον πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, όπως δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση, δεν τίθεται από το νόμο καμία σχετική προθεσμία (άρθρ. 65 Ν. 4978/2022). Πιθανολογείται, όμως, ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δευτέρου των καθ’ ων, ήτοι του Ελληνικού Δημοσίου, αφού, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη παραπάνω μείζονα σκέψη και με βάση το άρθρο 82 Ν. 4978/2022, στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε είσπραξη των εσόδων ΟΤΑ, άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος. Επίσης, η ανακοπή πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ………… και του αντίστοιχου νόμιμου τίτλου είσπραξης και βεβαίωσης του ως άνω ποσού, που εμπεριέχονται στην επίσης προσβαλλόμενη με Α/Α ………. και με αριθμό πρωτοκόλλου ……. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της ……., τούτο δε διότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια η προσβαλλόμενη πράξη, λαμβανομένου υπόψιν του ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 626) παρά (προσδιορίζεται) με τον προαναφερόμενο αόριστο τρόπο. Επιπρόσθετα, η ανακοπή πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης κάθε άλλης συναφούς καταλογιστικής πράξης, νομίμου τίτλου και ταμειακής βεβαίωσης, αφενός μεν λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, τούτο δε καθότι η ανακοπή αποτελεί μέσο άμυνας εναντίον των ήδη διενεργηθεισών πράξεων (βλ. Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, τόμος II, σελ. 1772-1775), έτσι ώστε να κριθεί δικαστικώς η τυχόν ακυρότητά τους, και, συνεπώς, δεν έχει έννομο συμφέρον το ανακόπτον να ζητά την ακύρωση των τυχόν μελλοντικών πράξεων, αφετέρου δε λόγω αοριστίας, διότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 626). Όσον αφορά στην τήρηση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης του Ν. 4640/2019, αυτή δεν απαιτείται, καθόσον δια των ανακοπών, ως ένδικων βοηθημάτων ασκείται δημοσίου δικαίου δικαίωμα διαπλάσεως προς (δικαστική) ακύρωση του εκτελεστού τίτλου ή/και των προσβαλλόμενων πράξεων σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο συνδέεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς δεν υπάρχει εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, με αποτέλεσμα οι σχετικές δίκες περί την εκτέλεση δεν δύνανται να υπαχθούν στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης και γενικότερα στη διαμεσολάβηση. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του το αιτούν ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση και η συμπροσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση τυγχάνουν αόριστες, καθώς δεν περιέχουν τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, ώστε να προσδιορίζεται με ακρίβεια το ύψος και η αιτία της οφειλής, με αποτέλεσμα να υφίσταται βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητά τους. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες στην ως άνω οικεία νομική σκέψη διατάξεις, και πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός και στην ουσία του. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι η ……… απέστειλε στο αιτούν, ταχυδρομικούς την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……… ατομική ειδοποίηση καταβολής- υπερημερίας, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του αιτούντος, το είδος φόρου ως «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», ο αριθμός ταυτότητας οφειλής, το ποσό εκάστης εκ των δώδεκα περιλαμβανομένων οφειλών, ο αρ. νόμιμου τίτλου, όπου περιλαμβάνεται ο αριθμός που αντιστοιχεί στη …….. -…………- και ο αριθμός ταμειακής βεβαίωσης -3744-, η ημερομηνία οφειλής και δη ……, το φορολογικό έτος, ο αριθμός δόσεων και η ημερομηνία λήξης τους και συγκεκριμένα ποσά υπό τον τίτλο προσαυξήσεις/τόκοι/πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, με τη μνεία ότι οι επιβαρύνσεις συνεχίζουν να υπολογίζονται μέχρι την τελική εξόφληση των οφειλών, χωρίς εξειδίκευση του τρόπου με τον οποίο προκύπτουν. Τέλος αναγράφεται στην ατομική ειδοποίηση ότι σε περίπτωση μη καταβολής των ως άνω ποσών εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από την κοινοποίηση αυτής δύνανται να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ως άνω οφειλών. Εκτός από την ως άνω ατομική ειδοποίηση, ουδέν άλλο στοιχείο κοινοποιήθηκε ή γνωστοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στο αιτούν. Η αναγραφή όμως στην αιτία εκάστης των περιλαμβανόμενων οφειλών της ένδειξης «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση, μολονότι αναφέρεται η ……… ταμειακή βεβαίωση, χωρίς κοινοποίηση ή γνωστοποίηση άλλου εγγράφου (ταμειακής βεβαίωσης, χρηματικού καταλόγου), είτε κατόπιν αίτησης του αιτούντος είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σ’ αυτό, δεν επιτρέπουν στο αιτούν να μπορεί να προσδιορίσει από μόνη την ένδειξη «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», την προέλευση των ως άνω οφειλών, και συνακόλουθα να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για έκαστη την οφειλή του. Αοριστία επίσης υπάρχει και όσον αφορά στις σχετικές επιβαρύνσεις (προσαυξήσεις/τόκοι/πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής), που, όπως πιο πάνω ειπώθηκε, γίνεται μνεία στην προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση, ότι συνεχίζουν να επιβάλλονται, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού τους. Οι παραπάνω ελλείψεις επιφέρουν στον αιτούντα αδυναμία ουσιαστικής και δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του και επιφέρουν ακυρότητα λόγω της αοριστίας αναφοράς των ως άνω στοιχείων. Εξάλλου, πιθανολογείται η βλάβη του αιτούντος, καθώς αγνοώντας την ακριβή αιτία και είδος φόρου απ’ την εκδούσα αρχή ή υπηρεσία αυτού, δεν μπορεί να αμυνθεί και καλείται να καταβάλλει ποσό που μπορεί και να μην οφείλει ή να μην οφείλει συνολικά. Πιθανολογείται επίσης ότι το αιτούν θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη αν λάβει χώρα εκτέλεση, αφού θα βρεθεί σε δυσχερή οικονομική θέση και δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις απέναντι σε τρίτους και στα μέλη του, που είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες, και θα ανακοπεί η δραστηριότητά του. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ανασταλεί η εκτέλεση που απειλείται σε βάρος του αιτούντος με την υπ’ αριθ. με α/α ………. και αρ. πρωτ. …….. ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από …… και με αριθμό καταθέσεως …….. ανακοπής του αιτούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ήτοι τόσο κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη της αίτησης ως προς το δεύτερο των καθ’ ων όσο και κατά το μέρος που αφορά στην αποδοχή της αίτησης ως προς το πρώτο των καθ’ ων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς το δεύτερο των καθ’ ων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ κάθε εκτέλεση σε βάρος του αιτούντος βάσει της με α/α 4383/2022 και αρ. πρωτ. …… ατομικής ειδοποίησης καταβολής-υπερημερίας, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από … και με αριθμό καταθέσεως …….. ανακοπής του αιτούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Καρδίτσα, σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις ……..

02 Αυγούστου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΝΑΚΟΠΗ (933, 614 ΚΠολΔ)

ΚΑΤΑ

1) Της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων ….ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού … αποκτήσασας κατά τους ισχυρισμούς της, δυνάμει σύμβασης πώλησης και εκχώρησης το 2021 από την ….. όλες τις απαιτήσεις και δικαιώματα που απορρέουν από τις κατωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις στεγαστικού δανείου της ανακοπτομένης.

2)  της από …. επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απογράφου με αρ. …. της με αρ. … δ/γής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου …

3) της με αρ. …. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμ. Εφ. ….

Καρδίτσα 27-7-2023

          Η καθ` ης μου επέδωσε την …., την με αρ. … δ/γή πληρωμής …. (εκδοθείσα με βάση τις παραδεχόμενες από … τρείς συμβάσεις  στεγαστικού δανείου, των αποσπασμάτων των εις αυτή αναφερόμενων λογαριασμών κίνησης, αλλά και των καταγγελιών κλεισίματος αυτών), με την από … επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αυτής, για κεφάλαιο …..€, έντοκα με επιτόκιο υπερημερίας προσαυξημένο μέχρι 2,50 εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων (ΒΕΣΔ), (όροι 7 και 9 συμβάσεων), μέχρι την εξόφληση, για δικ. δαπάνη 13.125,20€, για σύνταξη επιταγής 50€ και για επίδοση 50€.

           Εν συνεχεία επέβαλε την ανωτέρω κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία μου, που μου επεδόθη την ….

Τις ανωτέρω πράξεις εκτέλεσης ανακόπτω για 1η φορά με την παρούσα ανακοπή του 933 ΚΠολΔκαι ζητώ την ακύρωση και εξαφάνισή τους για τους εξής ορθούς, νομίμους και βάσιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι:

          Απόλυτη ακυρότητα-έλλειψη νομιμοποίησης-διαδικαστικό απαράδεκτο.

                                          Ι

          Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όταν ο επισπεύδων δεν είναι ο αρχικός φορέας της αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση επιχειρείται με την αναγκαστική εκτέλεση, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τη νομιμοποίησή του (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, σελ. 435). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 2 ΚΠολΔ, "ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν”. Επομένως, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντο αυτόν έγγραφα. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν το διάδοχο νοούνται εκείνα, δημόσια είτε ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Απαιτείται δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε, ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής (Π. Μάζη, Ερμ, ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2021, άρθρο 925, σελ. 163-165). Για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει...

02 Αυγούστου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΝΑΚΟΠΗ (632, 614 επ. ΚΠολΔ)

……

ΚΑΤΑ

1) Της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων .. ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού …., αποκτήσασας κατά τους ισχυρισμούς της, δυνάμει σύμβασης πώλησης και εκχώρησης το 2021 από την ….. όλες τις απαιτήσεις και δικαιώματα που απορρέουν από τις κατωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις στεγαστικού δανείου της ανακοπτομένης.

2) της με αρ. …. διαταγής πληρωμής του κ. Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ….

 Καρδίτσα 26-7-2023

Η ανακοπτομένη εξεδόθη με βάση τις παραδεχόμενες από … τρείς συμβάσεις  στεγαστικού δανείου, των αποσπασμάτων των εις αυτή αναφερόμενων λογαριασμών κίνησης, αλλά και των καταγγελιών κλεισίματος αυτών.  Επεδόθη σε εμένα την …με την από … επιταγή προς πληρωμή για κεφάλαιο …€, έντοκα με επιτόκιο υπερημερίας προσαυξημένο μέχρι 2,50 εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων (ΒΕΣΔ), (όροι 7 και 9 συμβάσεων), μέχρι την εξόφληση, για δικ. δαπάνη …€, για σύνταξη επιταγής …€ και για επίδοση ..€.

Την ως άνω διαταγή πληρωμής ανακόπτω για 1η φορά με την παρούσα ανακοπή του 632ΚΠολΔκαι ζητώ την ακύρωση και εξαφάνισή της για τους εξής ορθούς, νομίμους και βάσιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι:

          Τόσον η από … αίτηση προς έκδοση, όσον και η καθ' ης διαταγή πληρωμής, τυγχάνουν άκυρες, μη νόμιμες, αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, ως μη περιέχουσες αμφότερες τα κατά νόμο προβλεπόμενα στοιχεία για την εγκυρότητα και νομιμότητά τους, επερχομένης ούτω ακυρότητας όχι μόνο κατ` 159.1 και 2 ΚπολΔ, αλλά και κατ` 159.3 ΚπολΔ, ώστε να μη μπορώ να αποκρούσω αυτές επί βλάβη μου, συνιστάμενη στην απώλεια ασκήσεως των, εκ της δικονομίας και του ουσιαστικού δικαίου, δικαιωμάτων μου προς απόκρουση αυτών με την προβολή λόγων που αφορούν την αιτία της πληρωμής, την εξατομίκευση της απαίτησης, τον τρόπο γέννησής της και την έγγραφη απόδειξή της, και άγουν στην ακύρωσή τους και η οποία (βλάβη), δεν δύναται ν` ανορθωθεί παρά μόνο με την ακύρωση της παρούσης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα:  

 Απόλυτη ακυρότητα-έλλειψη νομιμοποίησης-διαδικαστικό απαράδεκτο.

                                    Ι

Η νομιμοποίηση αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της όλης δίκης, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, ενώ, εάν απουσιάζει, απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη. Για τη θεμελίωση της κατά κανόνα νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος. Επομένως, η κατά κανόνα νομιμοποίηση προσλαμβάνει τυπικό χαρακτήρα και ερευνάται, προκειμένου να διαπιστωθεί ενδεχόμενη έλλειψή της, ιδίως σε περίπτωση που εχώρησε πριν από την έναρξη της δίκης καθολική ή ειδική διαδοχή στο επίδικο δικαίωμα (βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία Π 2005, σελ. 312-313). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 626 ΚΠολΔ, ενεργητικά νομιμοποιείται για την υποβολή της αίτησης ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος της απαίτησης, ο οποίος, εάν έχει χωρήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, πρέπει να αναφέρει στην αίτησή του ότι έχει χωρήσει διαδοχή ή άλλη μεταβολή και να αποδείξει με έγγραφα ότι συνέτρεξε η διαδοχή ή η μεταβολή που τον νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης, αν και δεν ήταν αρχικά, πριν από το χρόνο άσκησης της αίτησης φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης, ενώ αν ήταν αρχικά φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης και έπαψε πρέπει να προσδιορίσει με ποια ιδιότητα αιτείται την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη προσκόμιση αυτών στη δίκη της ανακοπής (ΑΠ 782/1994, ΕλλΔνη 95, 838, ΕφΑΘ 2558/2011, ΕΦΑΔ 2012, 883). Το παραπάνω δικονομικό βάρος αποβλέπει στη διασφάλιση της έρευνας από τον Δικαστή τυχόν έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος. Περαιτέρω, αντίθετα προς την έκδοση διαταγής πληρωμής, η άσκηση ανακοπής ανοίγει διαγνωστική δίκη για το κύρος της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να συνίστανται σε άρνηση της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοση αυτής, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 623-630 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα:

 Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 626 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι βασική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η έγγραφη απόδειξη της απαίτησης, και συγκεκριμένα, πρέπει να αποδεικνύονται από τα προσαγόμενα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, τα δικαιοπαραγωγικά γεγονότα της απαίτησης, το ακριβές οφειλόμενο ποσό, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και του υπόχρεου. Ενόψει των ανωτέρω, για το ορισμένο της αίτησης με αντικείμενο την έκδοση διαταγής πληρωμής, στην περίπτωση κατά την οποία έχει χωρήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, πρέπει να μνημονεύεται από τον αιτούντα το γεγονός ότι έχει χωρήσει ειδική διαδοχή ή άλλη μεταβολή, επί της οποίας στηρίζεται η ενεργητική του νομιμοποίηση, ενώ για την ευδοκίμηση της αίτησης και την έγκυρη έκδοση της επιδιωκόμενης με αυτήν διαταγής πληρωμής απαιτείται περαιτέρω η έγγραφη απόδειξη της κατά τα ανωτέρω διαδοχής ή μεταβολής που τον νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης και κατ’ επέκταση η έγγραφη απόδειξη της ιδιότητας του αιτούντος ως δικαιούχου της απαίτησης, στην οποία η αίτησή του αφορά. Αν δεν αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα έγγραφα η ενεργητική νομιμοποίηση του αιτούντος, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, και αν παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται μετά από άσκηση ανακοπής του οφειλέτη, ανεξάρτητα αν υπάρχει πράγματι η απαίτηση και είναι δυνατή η απόδειξή της με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΜονΠρΚαβ. 132/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές στην νομολογία και τη βιβλιογραφία).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση...

07 Ιουλίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

Αριθμός απόφασης           14/2023

Αριθμός κατάθεσης ανακοπής: ………-2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Μαριάννα Μπέη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Δημήτριο - Βάιο Κωστίμπα, Πρωτοδίκη, και Αλέξανδρο Τσαλαπόρτα, Πρωτοδίκη- Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ερμιόνη Καρρά.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-6-2023 για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης …….-2022 ανακοπή μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Του ………., που εδρεύει ………. κι εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……….., που δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης και κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου (AM ΔΣ Καρδίτσας 249), ο οποίος δικηγόρος προκατέβαλε κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 8 περ. γ' του Ν. 4205/2013, τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου ως άνω άρθρου εισφορές (βλ. το με αριθμό ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας), είχε δε πληρεξουσιότητα να το εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……. πρακτικού συνεδρίασης περί χορήγησης πληρεξουσιότητας.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Του ……….., που εδρεύει στη ……… κι εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………., που δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης και κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου ……… (AM ΔΣ ……..), η οποία δικηγόρος προκατέβαλε κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 8 περ. γ' του Ν. 4205/2013, τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου ως άνω άρθρου εισφορές (βλ. το με αριθμό ……….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου ……..), είχε δε πληρεξουσιότητα να το εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη δυνάμει του από ……… δικαστικού πληρεξουσίου σε συνδυασμό με το από 7-11-2022 απόσπασμα πρακτικό συνεδρίασης και 2) του ………, νομίμως εκπροσωπούμενου από την ……….., κατοικοεδρεύουσα στην ………., και τον Προϊστάμενο της ……., κατοικοεδρεύοντα στην …….., κατ’ άρθρο 77 Ν. 4978/2022, το οποίο κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις και παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημοσίου, κατ’ άρθρο 30 Ν. 4831/2021, ……….. (AM ΔΣ ……….), ατελώς σύμφωνα με το άρθρο 19 του κ.δ. της 16-6-1944 «περί Κώδικος νόμων και δικών του Δημοσίου» και ο οποίος δικηγόρος είχε πληρεξουσιότητα να το εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη, δυνάμει της υπ’αριθμ. ΚΥ-135659/852834/14-10-2022 έγγραφης εντολής πληρεξουσιότητας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 27-03-2022 πράξης ορισμού δικασίμου και σύνθεσης της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου Πρωτοδικών, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων προβλέφθηκαν από το άρθρο 12 του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" (ΦΕΚ Α' 181). Το άρθρο 13 του ίδιου νομοθετήματος όρισε ότι οι οργανισμοί αυτοί (όπως και οι γενικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποκείμενα στην εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας, και ότι μέλη τους καθίστανται υποχρεωτικά όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που διατελούν σε μία από τις στο ίδιο άρθρο ειδικότερα απαριθμούμενες σχέσεις προς τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή της δικαιοδοσίας των οργανισμών αυτών. Μεταγενέστερα, με το άρθρο 1 του ν.δ. 1218/1972 "περί αντικαταστάσεως και καταργήσεως διατάξεων τινών του ν.δ. 3881/1958 κλπ. " (ΦΕΚ Α' 133), η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν.δ. 3881/1958 αντικαταστάθηκε ως εξής: "1. Οι οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, λειτουργούντες συμφώνως προς τας διατάξεις του καταστατικού αυτών, τας του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" και των εκτελεστικών αυτού διαταγμάτων, εφ' όσον δεν καταργούνται, τροποποιούνται ή συμπληρούνται διά του παρόντος". Τέλος, στα μεν άρθρα 1 και 2 του ν. 414/1976 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του ν. 3881/1958 κλπ." (ΦΕΚ Α' 212) ορίστηκε ότι οι δαπάνες διοίκησης, λειτουργίας και συντήρησης των εγγειοβελτιωτικών έργων επιβαρύνουν τους ωφελούμενους και καταβάλλονται από αυτούς με τη μορφή στρεμματικών εισφορών ή αρδευτικών τελών ή αντιτίμου χρήσεως ύδατος και ότι κατ' εξαίρεση ορισμένες από τις δαπάνες αυτές επιβαρύνουν το Δημόσιο, στο δε άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκαν τα εξής: "1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν.δ. 3881/1958 προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως: "Οι ως άνω οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων τυγχάνουν οργανισμοί κοινής ωφελείας και εκ τούτων οι ……… αποτελούν γεωργικός συνεταιριστικός οργανώσεις αναγκαστικής μορφής". Όπως έχει κριθεί (ΟλΣτΕ 2903/1983 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις πιο πάνω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων αποτελούν ενώσεις προσώπων (φυσικών και νομικών) συνδεομένων με εμπράγματη σχέση προς τα αγροτικά ακίνητα μιας ορισμένης περιοχής, οι οποίες έχουν ως σκοπό τη διοίκηση και τη ρύθμιση της χρήσης των υδάτων της περιοχής τους καθώς και την επιμέλεια και διαχείριση των τεχνικών έργων εγγείων βελτιώσεων για την αύξηση της παραγωγής και την καλύτερη εκμετάλλευση των πιο πάνω ακινήτων. Οι ενώσεις αυτές, όπως διαμορφώθηκαν τελικά με τον τελευταίο από τους πιο πάνω νόμους, χαρακτηριζόμενες ρητά ως γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις αναγκαστικής μορφής, αποτελούν συνεταιρισμούς και ως τέτοιες έχουν το χαρακτήρα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 6 του Συντάγματος. Και ναι μεν από τις διατάξεις του ν.δ. 3881/1958 που αφορούν στις αρμοδιότητες των οργάνων των …………, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, προκύπτει ότι τα όργανα αυτά μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στο άρθρο 2 Ν. 4978/2022 (Κ.Ε.Δ.Ε.) (ΦΕΚ Α’ 190/7-10-2022) που άρχισε να ισχύει από τις 7-10-2022 και συνεπώς καταλαμβάνει και την κρινόμενη ανακοπή, που ασκήθηκε στις 10-10-2022 (βλ. και άρθρο 85 παρ. 4 Ν. 4978/2022 σύμφωνα με το οποίο «Διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται ή πράξεις που εκδίδονται ή ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά την ισχύ του παρόντος Κώδικα διέπονται από τον παρόντα Κώδικα», καθώς και το άρθρο 85 παρ. 5 του ιδίου νόμου, σύμφωνα με το οποίο «Το 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» καταργείται), ορίζεται ότι: «4. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) τα έγγραφα στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.). 5. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της παρ. 4 πραγματοποιείται από την ΑΑΔΕ μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στην ΑΑΔΕ χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε τον νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο τον νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην ΑΑΔΕ. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υπόχρεου και των συνυπόχρεων ευθυνόμενων τρίτων       ». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ., για τα οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω Κώδικας, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περ. β' της παρ. 6 του άρθρου 2, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά την παρ. 5 του άρθρου 2, η ΑΑΔΕ εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, και αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο η επωνυμία του, καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του, εφόσον υπάρχει, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού και η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι του άρθρου 6. 2. Η ατομική ειδοποίηση της παρ. 1 δεν εξομοιώνεται με την επιταγή προς πληρωμή. 3. Η παράλειψη αποστολής ή κοινοποίησης της ειδοποίησης της παρ. 1 δεν ασκεί επιρροή στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατά του οφειλέτη». Προσέτι, στο άρθρο 65 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης και κατά του νομίμου τίτλου. Με την ανακοπή επιτρέπεται η προβολή αντιρρήσεων ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της απαίτησης του ……., εφόσον ο προσδιορισμός της δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου. 2. Η ανακοπή του οφειλέτη μετά την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται για τους παρακάτω περιοριστικά αναφερόμενους λόγους: α) αν η εκτέλεση έλαβε χώρα βάσει άκυρου τίτλου είσπραξης, β) αν το χρέος αποσβέστηκε με καταβολή ή συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 ή λόγω διαγραφής του και αυτά αποδεικνύονται με έγγραφο, γ) αν το χρέος αποσβέστηκε επιγενόμενα με άλλον τρόπο και η απόσβεση αποδεικνύεται με έγγραφο, δ) αν το χρέος παραγράφηκε, ε) αν αυτός, σε βάρος του οποίου επιδιώκεται η είσπραξη ως διάδοχος του υπόχρεου, δεν είναι ο κατά τον νόμο υπόχρεος, και στ) αν κατά την εκτέλεση έλαβαν χώρα παραλείψεις ή ακυρότητες, υπό τους όρους του άρθρου 67. Κάθε άλλη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη της οφειλής προς το Δημόσιο είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. 3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 216 επ. του Κ.Δ.Δ., η ανακοπή του οφειλέτη πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 583 έως 585 του Κ.Πολ.Δ., ενώ μετά την έναρξή της ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης…….». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 "Κανονισμός λειτουργίας ……..." "Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις ……… τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) ..., ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων") σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του "νομίμου τίτλου" όσο και κατά της ατομικής ειδοποίησης, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ' αρχήν θέση εναγόμενου, ο δε καθ’ ου θέση ενάγοντος, και έτσι ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του Ν. 4978/2022 (κατ’ αντιστοιχία με τη βεβαίωση 2 παρ. 2 του κατηργημένου ν.δ. 356/1974), νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το "νόμιμο τίτλο" είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το ……. (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξοφλήσεως του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το …….ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του ……., δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον …….. (ούτε υπό το Ν. 4978/2022 ούτε υπό το ΝΔ 356/1974) δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4978/2022 η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 65 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974), στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 67 Ν. 4978/2022, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι «1. Παραλείψεις, ακυρότητες ή πλημμέλειες που αφορούν στη διαδικασία απόκτησης οποιουδήποτε νόμιμου ή εκτελεστού τίτλου του άρθρου 2, τη διαδικασία της εκτέλεσης, καθώς και τις ίδιες τις πράξεις εκτέλεσης, μπορούν να προταθούν από τον οφειλέτη ως λόγος ακύρωσης, μόνο εάν ο οφειλέτης επικαλείται και αποδεικνύει αυτές, καθώς και ότι εξαιτίας τους υπέστη βλάβη. Το δικαστήριο κηρύσσει την ακυρότητα μόνο όταν κατά την κρίση του προκλήθηκε βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας». Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει ο καθ’ ου η ανακοπή τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2019 που αφορά στο ήδη καταργηθέν ΝΔ 356/1974).

Προσέτι, στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 ορίζεται ότι: «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στην …… η είσπραξη των εσόδων …., άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα….    5. Στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε έσοδα και χρέη του παρόντος άρθρου, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος». Εξάλλου στο άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974 ορίζονταν ότι «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος», ενώ κατά την διάταξη της έβδομης παραγράφου του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998 «Φορολογικά - ΚΕΠΕ - ΚΕΔΕ - Κινητ. Τηλεφων. - Κεφάλαιο ΑΕ - ΕΠΕ» στις περιπτώσεις, που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α’ 190), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τοιούτων θεωρουμένων εκείνων τα οποία επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται δε στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια απ’ αυτά, και των εσόδων των προσώπων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 του ΝΔ 356/1974), των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής στα πιο πάνω πρόσωπα και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» εκ μόνου του λόγου ότι εισεπράχθησαν υπό των δημοσίων ταμείων, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 82 Ν. 4978/2022, διάδικος εις την επί της ανακοπής δίκη είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη δικαιούχο της απαιτήσεως πρόσωπο, κατά του οποίου και πρέπει να στραφεί το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα εδέχετο τον χαρακτηρισμό των εσόδων των εις το άρθρο 82 Ν. 4978/2022 (πρώην άρθρο 91 παρ. 1 ΝΔ 356/1974) αναφερομένων προσώπων ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να αμυνθεί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξήγετο διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις (βλ. ΠΠρΑΘ 264/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).

Με την κρινόμενη ανακοπή το ανακόπτον εκθέτει ότι αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που διέπεται από το ν.δ. 3881/1958, στις δε αρμοδιότητες του ανήκει η διαχείριση αρδευτικών ζητημάτων - έργων εγγείων βελτιώσεων Β’ τάξεως στην περιοχή των ………., καθώς και ότι το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή αποτελεί ομοίως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου διεπόμενο από το ν.δ. 3881/1958, στις δε αρμοδιότητες του ανήκει η διαχείριση έργων εγγείων βελτιώσεων Α’ τάξεως. Προσέτι, εκθέτει ότι το πρώτο των καθ’ ων με την από 28-4-2022 απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου, η οποία του γνωστοποιήθηκε διά ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στις 29-08- 2022, αποφάσισε να διαβιβάσει στη ……… προς βεβαίωση και είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών οι οποίες είναι ανεξόφλητες, χωρίς να αναφέρεται ωστόσο το ύψος, το είδος και η αιτία αυτών και ότι σε κάθε περίπτωση δεν γνωρίζει αν πράγματι έλαβε χώρα η διαβίβαση αυτή. Περαιτέρω, εκθέτει ότι στις 25-07-2022 του γνωστοποιήθηκαν με ταχυδρομείο τέσσερεις ατομικές ειδοποιήσεις χρεών από τη ………., ήτοι η υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, η υπ’ αριθμ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, η υπ’ αριθμ. ……. ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 160.776,05 € και η υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορά σε ποσό 63.687,87 €, και ότι ακολούθως στις 21-09-2022 γνωστοποιήθηκε δια ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο λογιστή του ανακόπτοντος η με Α/Α …… και με αριθμό πρωτοκόλλου …… ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας, που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε ……. €. Σε συνέχεια αυτών, και για τους ειδικότερους λόγους που ειδικότερα εκθέτει, ζητά να ακυρωθούν α) η υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών της …….. που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, β) η υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών της …………. που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, γ) η υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών της ……… που αφορά σε ποσό 160.776,5 €, δ) η υπ’ αριθμ. ατομική ειδοποίηση χρεών της που αφορά σε ποσό 63.687,87 € ε) η με Α/Α και με αριθμό πρωτοκόλλου ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της …….., που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε 571.414,52 €, μετά της εμπεριεχόμενης σε αυτή υπ’ αριθμ. ταμειακής βεβαίωσης, και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ……..και του αντίστοιχου νόμιμου τίτλου είσπραξης και βεβαίωσης του ως άνω ποσού και στ) κάθε άλλη συναφής καταλογιστική πράξη, νόμιμος τίτλος και ταμειακή βεβαίωση. Τέλος, ζητά να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή, που αφορά σε δίκη σχετική με την είσπραξη δημοσίων εσόδων (Ν. 4978/2022), αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, με την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρ. 583 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό και με το άρθρο 65 Ν. 4978/2022 (Κ.Ε.Δ.Ε.), που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω οικεία νομική σκέψη [(ΦΕΚ Α’ 190/7-10-2022) που άρχισε να ισχύει από τις 7-10-2022 και συνεπώς καταλαμβάνει και την κρινόμενη ανακοπή, που ασκήθηκε στις 10-10-2022 (βλ. και άρθρο 85 παρ. 4 Ν. 4978/2022 σύμφωνα με το οποίο «Διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται ή πράξεις που εκδίδονται ή ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά την ισχύ του παρόντος Κώδικα διέπονται από τον παρόντα Κώδικα», καθώς και το άρθρο 85 παρ. 5 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με το οποίο «Το 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» καταργείται), δοθέντος πως υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, καθόσον η ανακύψασα με αυτή διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά ουσίας σχετική με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ώστε να υπάγεται βάσει του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1406/1983 στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, πρόκειται για διαφορά ιδιωτικού δικαίου ενόψει του ότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω οικεία νομική σκέψη, οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, ως τέτοιο, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ 1061/2021, ΣτΕ 4372/2011 και ΣτΕ 4101/1995 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως, καθόσον πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, όπως δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση, δεν τίθεται από το νόμο καμία σχετική προθεσμία (άρθρ. 65 Ν. 4978/2022). Πλην, όμως, η κρινόμενη ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δευτέρου των καθ’ ων, ήτοι του Ελληνικού Δημοσίου, όπως άλλωστε βασίμως ισχυρίζεται και το ίδιο (η οποία νομιμοποίηση σε κάθε περίπτωση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατ’ άρθρα 62 και 73 ΚΠολΔ) καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη παραπάνω μείζονα σκέψη της παρούσας και με βάση το άρθρο 82 Ν. 4978/2022, στις δίκες περί την εκτέλεση που αφορούν σε είσπραξη των εσόδων ΟΤΑ, άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή φυσικών προσώπων, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο αλλά ο τρίτος. Προσέτι, η ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της ……. και του αντίστοιχου νόμιμου τίτλου είσπραξης και βεβαίωσης του ως άνω ποσού, που εμπεριέχονται στην επίσης προσβαλλόμενη με Α/Α ………. και με αριθμό πρωτοκόλλου …….. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της ……….., τούτο δε διότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια η προσβαλλόμενη πράξη, λαμβανομένου υπόψιν του ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 626) παρά (προσδιορίζεται) με τον προαναφερόμενο αόριστο τρόπο, ενώ εξάλλου από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι ο χρηματικός κατάλογος που απεστάλη στη ΔΟΥ Καρδίτσας εκ μέρους του ήδη πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή είναι ο υπ’ αριθμ. 3/2022, που δεν εμπεριέχεται στη συμπροσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας. Επιπρόσθετα, η κρινόμενη ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που αφορά στο σωρευόμενο αίτημα περί ακύρωσης κάθε άλλης συναφούς καταλογιστικής πράξης, νομίμου τίτλου και ταμειακής βεβαίωσης, το οποίο αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο αφενός μεν λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, τούτο δε καθότι η ανακοπή αποτελεί μέσο άμυνας εναντίον των ήδη διενεργηθεισών πράξεων (βλ. Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, τόμος II, σελ. 1772-1775), έτσι ώστε να κριθεί δικαστικώς η τυχόν ακυρότητά τους, και, συνεπώς, δεν έχει έννομο συμφέρον το ανακόπτον να ζητά την ακύρωση των τυχόν μελλοντικών πράξεων, αφετέρου δε λόγω αοριστίας, διότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο αίτημα (585 παρ. 2α, 216 ΚΠολΔ) για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτελέσεως, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει το ανακόπτον (Π.Γ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. J 998, σελ. 626). Επομένως, πρέπει η ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι παραδεκτοί, νόμιμοι και ουσιαστικά βάσιμοι οι λόγοι της, με την επισήμανση ότι α) δεν απαιτείται εν γένει η τήρηση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης του Ν. 4640/2019, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή, καθόσον δια των ανακοπών, ως ένδικων βοηθημάτων ασκείται δημοσίου δικαίου δικαίωμα διαπλάσεως προς (δικαστική) ακύρωση του εκτελεστού τίτλου ή/και των προσβαλλόμενων πράξεων σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο συνδέεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς δεν υπάρχει εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, με αποτέλεσμα οι σχετικές δίκες περί την εκτέλεση δεν δύνανται να υπαχθούν στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης και γενικότερα στη διαμεσολάβηση, και β) μετά την απόρριψη της ανακοπής κατά το μέρος που αφορά στο δεύτερο των καθ’ ων η ανακοπή, ήτοι στο ….., παρέλκει η εξέταση της τήρησης της διαδικασίας του άρθρου 77 Ν. 4978/2022 (σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι «1. Στις δίκες του παρόντος Κώδικα το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας της ……που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, και επίσης με ποινή απαραδέκτου, απαιτείται η κοινοποίηση του δικογράφου και στον Διοικητή της ……. Στην περίπτωση αίτησης αναστολής πλειστηριασμού ή ανακοπής διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης ή αλλαγής του τόπου πλειστηριασμού, οι κοινοποιήσεις των προηγούμενων εδαφίων διενεργούνται, με ποινή απαραδέκτου, το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο.»), και σχετικά με τον αν εμφιλοχώρησε νομότυπη επίδοση της ανακοπής αυτής, όπως υποστηρίζει το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής το ανακόπτον διατείνεται πως άπασες οι προσβαλλόμενες ατομικές ειδοποιήσεις, αλλά και η συμπροσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση τυγχάνουν αόριστες, καθώς δεν περιέχουν τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, ώστε να προσδιορίζεται με ακρίβεια το ύψος και η αιτία της οφειλή της, με αποτέλεσμα να υφίσταται βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητά τους. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες στην ως άνω οικεία νομική σκέψη διατάξεις, και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 339 ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση των ……. και …….., ενώπιον του συμβολαιογράφου ………. που λήφθηκε με πρωτοβουλία του ανακόπτοντος, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση των καθ’ ων η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ………, την υπ’ αριθμ. ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ……….. και την υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ……….), από την υπ’ αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση των ………. και ………, ενώπιον του συμβολαιογράφου ……….., που λήφθηκε με πρωτοβουλία του ανακόπτοντος, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση των καθ’ ων η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθμ. ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου …….., την υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ………. και την υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου …………) για την αντίκρουση των ισχυρισμών του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, από την υπ’ αριθμ. ………. ένορκη βεβαίωση της ……. και την υπ’ αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του ………. που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη …….. και λήφθηκαν με πρωτοβουλία του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση του ανακόπτοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ………..), από την υπ’ αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση της ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη …………, που λήφθηκε με πρωτοβουλία του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση του ανακόπτοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ………..), από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους με τις προτάσεις τους (άρθρ. 261 και 352 ΚΠολΔ), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν. 4978/2022 η …… απέστειλε στο ανακόπτον, ταχυδρομικώς α) την υπ’ αριθμ. πρωτ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής, το ποσό εκάστης των τριών οφειλών, ήτοι το ποσό των 58.101,48 €, το ποσό των 55.323,25 €, το ποσό των 64.179,24 € και ακολούθως το συνολικό ποσό των 178.143,97 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (3750/22-6-2022), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για έκαστη οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης, β) την υπ’ αριθμ. ……. ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό εκάστης των τριών οφειλών, ήτοι το ποσό των 61.296,63 €, το ποσό των 48.094,11 €, το ποσό των 52.942,07 € και ακολούθως το συνολικό ποσό των 162.332,81 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (…….), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για έκαστη οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης, γ) την υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό εκάστης των τριών οφειλών, ήτοι το ποσό των 50.545,92 €, το ποσό των 63.041,94 €, το ποσό των 47.188,19 € και ακολούθως το συνολικό ποσό των 160.776,05 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (……….), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για έκαστη οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης και δ) την υπ’ αριθμ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος φόρου (ως  «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό της οφειλής, ήτοι το ποσό των 63.687,87 €, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε τόκους και προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (……), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, η γραμμή του χρηματικού καταλόγου για την οφειλή, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της οφειλής, ήτοι με μία δόση μέχρι 29-7-2022, και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής της εντός της νόμιμης προθεσμίας επιβαρύνεται με προσαύξηση 0,73 % για κάθε μήνα καθυστέρησης. Με αυτά τα στοιχεία, έκαστη των ατομικών ειδοποιήσεων είχε το αναγκαίο κατά νόμο περιεχόμενο, σύμφωνα δηλαδή με το άρθρο 4 Ν. 4978/2022. Προσέτι, αποδεικνύεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 4978/2022 η ……… απέστειλε στο ανακόπτον τη με Α/Α …… και με αριθμό πρωτοκόλλου …….. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας στην οποία αναφέρονταν τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του ανακόπτοντος, το είδος της οφειλής (ως «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ»), ο αριθμός ταυτότητας οφειλής και το ποσό εκάστης των δέκα οφειλών και του ποσού προσαύξησης για κάθε μία εξ αυτών, και ακολούθως το συνολικό ποσό των 563.191,93 για τις βασικές οφειλές και το συνολικό ποσό των 8.222,59 € για τις προσαυξήσεις, ο αριθμός και η ημερομηνία της ταμειακής βεβαίωσης (……..), της καταχώρισης δηλαδή του χρέους ως δημοσίου εσόδου, ο αριθμός που αντιστοιχεί στη ……. (…) και η μνεία ότι σε περίπτωση μη καταβολής των ως άνω ποσών εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από την κοινοποίηση αυτής δύνανται να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ως άνω οφειλών. Πλην όμως, εκτός από τις ως άνω ατομικές ειδοποιήσεις ουδέν άλλο στοιχείο κοινοποιήθηκε ή γνωστοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στο ανακόπτον, το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί ούτε και το πρώτο των καθ’ ων (βλ. και σελ. 15-16 των προτάσεών του). Ως αιτία δε εκάστης των ως άνω οφειλών αναφέρεται η ένδειξη «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ» και «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση. Εξάλλου, μολονότι γίνεται αναφορά στην υπ’ αριθμ. ……… ταμειακή βεβαίωση, καθώς και στη σχετική γραμμή για έκαστη των οφειλών του οικείου χρηματικού καταλόγου, τα έγγραφα αυτά (ταμειακή βεβαίωση και ο υπ’ αριθμ. ….. χρηματικός κατάλογος) ουδέποτε κοινοποιήθηκαν ή γνωστοποιήθηκαν, είτε κατόπιν αίτησης του ανακόπτοντος είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, σε αυτό, χωρίς να αρκεί, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω οικεία νομική σκέψη, ότι το πρώτο των καθ’ ων (ομοίως δε και το δεύτερο των καθ’ ων ως προς το οποίο απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη) προσκομίζει με τις προτάσεις του το σύνολο των εγγράφων που συνιστούν το νόμιμο τίτλο για την είσπραξη της συγκεκριμένη οφειλής, καθόσον τα έγγραφα αυτά έπρεπε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω στη νομική σκέψη, να έχουν γνωστοποιηθεί στο ανακόπτον πριν από την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2019 που αφορά στο ήδη καταργηθέν ΝΔ 356/1974). Το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή, προς απόκρουση του πρώτου λόγου ανακοπής, ισχυρίζεται ότι το ανακόπτον γνώριζε το περιεχόμενο των οφειλών του δεδομένου ότι είχε εμφιλοχωρήσει μεταξύ τους κατά το παρελθόν η υπογραφή ιδιωτικών συμφωνητικών αναγνώρισης χρέους και ρύθμισης καταβολής οφειλομένων. Επί του ισχυρισμού του αυτού, προκύπτει ότι στις 4-06-2018 είχε υπογραφεί μεταξύ του ανακόπτοντος και του πρώτου των καθ’ ων ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους και ρύθμισης καταβολής οφειλομένων, δυνάμει του οποίου το ήδη ανακόπτον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα ότι οφείλει στο ήδη πρώτο των καθ’ ων το συνολικό ποσό των 739.722,43 € για εισφορές αποστραγγιστικών τελών μέχρι τις 31-12-2017 και ακολούθως το Νοέμβριο του 2020 είχε υπογραφεί μεταξύ τους δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου το ανακόπτον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα οτι οφείλει στο πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή το ποσό των 110.230,13 € για οφειλές στραγγιστικών τελών από …… μέχρι …….. Πλην, όμως, τα ποσά αυτά είναι εν τέλει διαφορετικά από αναγραφόμενα στον υπ’ αριθμ. ….. χρηματικό κατάλογο που προσκόμισε το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή με τις προτάσεις του (αριθμός σχετικού 68) και ειδικότερα προκύπτει ότι το ποσό των 58.101,48 € αφορά στον απολογισμό ……. 2010 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 55.323,25 € αφορά στον απολογισμό …. 2011 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 64.719,24 € αφορά στον απολογισμό …….. 2012 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 61.296,63 € αφορά στον απολογισμό…….   2013 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 48.094,11€ αφορά στον απολογισμό ……. 2015 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 52.942,07   €  αφορά στον απολογισμό ….. 2016 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 50.545,92                      €  αφορά στον απολογισμό ……                  2017 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 63.041,94 € αφορά στον απολογισμό …….. 2018 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων), το ποσό των 47.188,19 € αφορά στον απολογισμό ……. 2019 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων) και το ποσό των 63.687,87 € αφορά στον απολογισμό ………. 2020 (βάσει εισπραχθέντων στραγγιστικών τελών, τρέχουσας και παρελθουσών χρήσεων). Ενόψει αυτών, το ανακόπτον με την επίδοση και μόνο των ως άνω ατομικών ειδοποιήσεων δεν ήταν σε θέση να μπορεί να προσδιορίσει από μόνη την ένδειξη «ΕΙΣΦΟΡΑ Λ» και «ΕΙΣΦΟΡΑ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ», την προέλευση των ως άνω οφειλών, και συνακόλουθα να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για έκαστη την οφειλή του (βλ. και ως άνω οικεία νομική σκέψη). Με βάση όλα αυτά, οι παραπάνω ελλείψεις επέφεραν στον ανακόπτοντα αδυναμία ουσιαστικής και δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, αφού ακόμη και με το δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής αμύνεται κατά οφειλών, το ακριβές περιεχόμενο των οποίων εν τέλει αγνοεί, προβαίνοντας μόνο σε υποθέσεις ως προς το ζήτημα αυτό, η οποία αδυναμία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας των προσβαλλόμενων πράξεων. Εξάλλου, χάριν πληρότητας της παρούσας απόφασης, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αρκεί (προκειμένου να μπορεί το ανακόπτον να ενημερωθεί επαρκώς για την οφειλή του και να ασκήσει ακολούθως την τυχόν ανακοπή του) ούτε η δυνατότητά του να αναζητήσει τα απαιτούμενα στοιχεία στον φάκελο που τηρεί η αρμόδια …….. (βλ. και ΕφΠειρ 219/2023 σε οικεία ιστοσελίδα Εφετείου), παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει και το δεύτερο των καθ’ ων, ως προς το οποίο βέβαια έχει ήδη απορριφθεί η κρινομένη ανακοπή. Κατόπιν τούτων, ο πρώτος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και ακολούθως πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν α) η υπ’ αριθμ. …….. ατομική ειδοποίηση χρεών της …… που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, β) η υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών της ….. που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, γ) η υπ’ αριθμ……. ατομική ειδοποίηση χρεών της …….. που αφορά σε ποσό 160.776,05 €, δ) η υπ’ αριθμ. ……. ατομική ειδοποίηση χρεών της ….. που αφορά σε ποσό 63.687,87 € και ε) η με Α/Α ……. και με αριθμό πρωτοκόλλου ………. ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της …….……., που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε 571.414,52 €, μετά της εμπεριεχόμενης σε αυτή υπ’ αριθμ. …….. ταμειακής βεβαίωσης, παρελκόμενης της έρευνας των λοιπών λόγων της ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ήτοι τόσο κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη της ανακοπής ως προς το δεύτερο των καθ’ ων η ανακοπή όσο και κατά το μέρος που αφορά στην αποδοχή της ανακοπής ως προς το πρώτο των καθ’ ων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή κατά το μέρος που αφορά στο δεύτερο των καθ’ ων η ανακοπή, καθώς και ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την ανακοπή κατά το μέρος που αφορά στο πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ α) την υπ’ αριθμ. ……..ατομική ειδοποίηση χρεών της ……. που αφορά σε ποσό 178.143,97 €, β) την υπ’ αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών της …… που αφορά σε ποσό 162.332,81 €, γ) την υπ’ αριθμ. ….. ατομική ειδοποίηση χρεών της ……. που αφορά σε ποσό 160.776,05 €, δ) την υπ’ αριθμ. …… ατομική ειδοποίηση χρεών της …… που αφορά σε ποσό 63.687,87 € και ε) τη με Α/Α …. και με αριθμό πρωτοκόλλου …… ατομική ειδοποίηση καταβολής - υπερημερίας της ……, που αφορά σε συνολικό ποσό μετά τόκων και προσαυξήσεων ανερχόμενο σε 571.414,52 €, μετά της εμπεριεχόμενης σε αυτή υπ’ αριθμ. ……. ταμειακής βεβαίωσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Καρδίτσα στις        …………. και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Καρδίτσα, στις …..

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

14 Δεκεμβρίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ

Κατά των ως άνω προσβαλλομένων πράξεων και εκθέσεων στρέφομαι και ζητώ την ακύρωσή τους διότι είναι μη νόμιμες και άκυρες πράξεις και δέον και αιτούμαι να κηρυχθούν άκυρες, διότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία και ο τύπος που απαιτεί ο νόμος για την διενέργειά τους με ποινή ακυρότητας (159.1 ΚπολΔ), άλλως διότι από την παραβίαση των κατωτέρω διατάξεων και διαδικαστικών προϋποθέσεων, θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης (159.2 ΚπολΔ), άλλως διότι από την παράβαση των διατάξεων, επήλθε άμεση και σπουδαία δικονομική και εξ αυτού του λόγου και οικονομική, βλάβη και ζημία μου που δεν δύναται να ανορθωθεί παρά με την κήρυξη της ακυρότητας ,αλλά και διότι σε κάθε περίπτωση, εξ` αιτίας των ανωτέρω, προσκρούουν και στην ΑΚ 281 ως καταχρηστικές και ειδικότερα:  

                                                                                                                                Ι

Προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι η με αρ. ...2022, δημοσιευθείσα την 17-6-2022 και αναρτηθείσα και αυτεπάγγελτα από την Γραμματεία και από την συμβ/φο του πλειστηριασμού την ...2022, στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΔΔΔ (ΜΠρΛαρ 823/2018, ΝΟΜΟΣ),  όρισε τιμή εκτίμησης (εμπορική αξία) του ανωτέρω 1ου ακινήτου από το ποσό των 191.000€ (τιμή εκτίμησης) στο ποσό των 290.000€ και το ίδιο ποσό ως τιμή πρώτης προσφοράς στον πλειστηριασμό. Ο πλειστηριασμός που είχε οριστεί για την ....2022 δεν έγινε λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών.

Πλην όμως η καθ` ης με την από ...2022 σχετική δήλωσή της συνέχισε τον πλειστηριασμό συνταχθείσης από την ανωτέρω συμβ/φο της....-2022 πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού και όρισε τελικά αυτόν για την ...2022, αλλά με τιμή πρώτης προσφοράς για το ανωτέρω ακίνητο όχι το ανωτέρω ποσό των 290.000€ που δεσμευτικά όρισε η άνω απόφαση ως τιμή εκτίμησης και τιμή εκκίνησης, αλλά με το ποσό των 152.800€  (80% επι των 191.000€ της αρχικής εκτίμησης) για το ανωτέρω 1ο ακίνητο και το ποσό των 16.800€ (80% των 21.000€ της αρχικής εκτίμησης) για το 2ο ακίνητο και έτσι αυτός ο πλειστηριασμός διενεργήθη, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες με τιμή εκκίνησης και εκτίμησης για το καθένα τις ανωτέρω τιμές.

Ωστόσο η ανωτέρω απόφαση (διαπλαστική, βλ. κατωτέρω Κεραμέας, υπό 954.10),.....

17 Σεπτεμβρίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

Αριθμός απόφασης:       197/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Κολοκοτρώνη, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Καρδίτσας και από την Γραμματέα 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ...για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην ……… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου ...ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ……… .η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……… ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνοντας αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΜΕΙΜΠ ………., εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 16-11-2022, κατόπιν δε της υποβολής εκ μέρους της ανακόπτουσας της από 07-07-2022 αίτησης προτίμησης κατ’αρ.226 παρ.5 ΚΠολΔ, επαναπροσδιορίστηκε ως κατεπείγουσα η υπόθεση δυνάμει της από 07-07-2022 πράξης της Προέδρου Πρωτοδικών …….. για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στην οποία και φέρεται προς συζήτηση με την με αρ.κατ. ΜΕΙΜΠ ………. κλήση της ανακόπτουσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της συνεδρίασης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από ……… ανακοπή της ανακόπτουσας, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνοντας αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΜΕΙΜΠ …….., εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 16-11-2022, κατόπιν δε της υποβολής εκ μέρους της ανακόπτουσας της από 07-07-2022 αίτησης προτίμησης κατ’αρ.226 παρ.5 ΚΠολΔ, επαναπροσδιορίστηκε ως κατεπείγουσα η υπόθεση δυνάμει της από 07-07-2022 πράξης της Προέδρου Πρωτοδικών ……… για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στην οποία και φέρεται νόμιμα προς συζήτηση με την με αρ.κατ. ΜΕΙΜΠ …….. κλήση της ανακόπτουσας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015: «ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι παραδεκτή: α) αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης». Κατά το εδ. β της ίδιας διάταξης: «αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) μέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα». Σύμφωνα με την παρ. 2 της ίδιας διάταξης: «αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Σταδιακή προσβολή των πράξεων εκτέλεσης σημαίνει ότι ανάλογα με το αντικείμενο της, η εκάστοτε ανακοπή κατά της εκτέλεσης θα πρέπει να ασκείται σε καθορισμένες από τον νόμο προθεσμίες. Το πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης περιλαμβάνει τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2, καθώς επίσης και κατά της εκτελούμενης απαίτησης. Η προθεσμία της ανακοπής που επιδιώκει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω των ανωτέρω ελαττωμάτων, ορίζεται ενιαία σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (εν είδει απώτατου χρονικού ορίου άσκησης ανακοπής), όταν η εκτέλεση επισπεύδεται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Κατά το γράμμα του νόμου, αφετηρία της προθεσμίας των 45 ημερών αποτελεί η ημέρα της κατάσχεσης. Αποτελεί όμως η διατύπωση αυτή μάλλον σχήμα κατά συνεκδοχή. Η γνώση του καθ’ ου είναι απαραίτητη για την εκκίνηση της ανωτέρω προθεσμίας και η γνώση αυτή εξασφαλίζεται με την επίσημη επίδοση στον ίδιο του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης. Και αν μεν αυτός είναι παρών κατά την κατάσχεση, το αντίγραφο αυτό επιδίδεται στον ίδιο, μόλις περατωθεί η κατάσχεση. Αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο, τότε συντάσσεται απλώς έκθεση για την άρνηση του. Αν όμως αυτός είναι απών κατά την κατάσχεση ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης, επακολουθεί επίδοση αντιγράφου αυτού στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη το αργότερο την επόμενη ημέρα της περατώσεως της κατασχέσεως, αν αυτός έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης (955 I, 995 I). Επομένως η προθεσμία των 45 ημερών ξεκινά κανονικά από την επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αν όμως αυτός παρίσταται κατά την κατάσχεση αλλά αρνείται να παραλάβει το αντίγραφο αυτό, δεν προβλέπεται από το νόμο επίδοση του στον ίδιο, οπότε η αφετηρία της προθεσμίας θα είναι, για τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, αναπόφευκτα, η ημέρα περατώσεως της κατάσχεσης. Στο πρώτο στάδιο ανήκουν πρωτίστως οι αντιρρήσεις κατά του εκτελεστού τίτλου (αντιρρήσεις που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου) καίτοι αυτό δεν αναφέρεται στο άρθρο 934 I στοιχ. α' ΚΠολΔ (προφανώς από παραδρομή). Οι λόγοι που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου είναι τα διάφορα τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα. Τυπικά ελαττώματα του τίτλου είναι οι ελλείψεις που αφορούν τον τίτλο ως έγγραφο λχ δεν έχει περιαφθεί αυτός τον εκτελεστήριο τύπο, το συμβολαιογραφικό έγγραφο έχει ελλείψεις που οδηγούν σε ακυρότητα κτλ. Ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου είναι όλα τα υπόλοιπα ελαττώματα του τίτλου λ.χ. δεν προκύπτει η ποσότητα της παροχής (916 ΚΠολΔ) ή δεν συγκοινοποιήθηκαν μ’ αυτόν και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλήρωση της αίρεσης ή επισπεύδεται εκτέλεση με βάση οριστική απόφαση που δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή κ.ο.κ. Ουσιαστικό ελάττωμα υφίσταται και όταν ο επισπεύδουν δεν φέρεται ως δικαιούχος της ενσωματωμένης στον τίτλο αξίωσης ή ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν είναι από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά να ανεχθούν την εκτέλεση με βάση τον τίτλο αυτό. Η δεύτερη κατηγορία ελαττωμάτων που εντάσσονται στο πρώτο στάδιο αφορά στις ακυρότητες των πράξεων της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η προδικασία εξαντλείται κυρίως στην επίδοση προς τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση. Οι λόγοι που στρέφονται κατά του κύρους της επιταγής υπόκεινται στην ανωτέρω προθεσμία των 45 ημερών του άρθρου 934 I στοιχ. α`, είτε αφορούν στο περιεχόμενο, είτε στην επίδοση της στον καθ’ ου η εκτέλεση (λ.χ. η επίδοση δεν είναι νόμιμη, επειδή η θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου δεν συνοδεύθηκε από τις ενέργειες που επιτάσσει το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ) ή δεν συνοδεύθηκε και από τα έγγραφα που νομιμοποιούν τον επισπεύδοντα καθολικό ή ειδικό διάδοχο (925 ΚΠολΔ). Στην ίδια προθεσμία υπάγονται και οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν σε προγενέστερες (ή και μεταγενέστερες) της επιταγής πράξης εκτέλεσης, λ.χ. στη χορήγηση της εντολής (927 ΚΠολΔ) στο δικαστικό επιμελητή ή και σε μεταγενέστερες, εφόσον αυτές προηγούνται χρονικά από την κατάσχεση ή άλλη αντίστοιχη μ’ αυτή διαδικαστική πράξη. Στο πρώτο στάδιο (934 στοιχ. α) ανήκουν φυσικά και οι αιτιάσεις που αφορούν στη μη τήρηση της τριήμερης προθεσμίας του άρθρου 926 I ΚΠολΔ. Στο πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης μετατοπίσθηκαν και οι λόγοι ανακοπής που αμφισβητούν την εγκυρότητα των πράξεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (934 στοιχ. α'). Πρόκειται για ατασθαλίες οι οποίες επιδρούν ακυρωτικά σε κάποια πράξη της διαδικασίας της εκτέλεσης που επιχειρήθηκε από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης μέχρι και, τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2. Στην πρώτη γραμμή εντάσσονται ελαττώματα της εκθέσεως κατασχέσεως (λχ κατασχέθηκε πράγμα ακατάσχετο κατά νόμο), ή επιβλήθηκε κατάσχεση σε ακίνητο που αγοράσθηκε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και απαγορευόταν η διάθεση του (175 ΑΚ) κατά τις διατάξεις του ν. 1641/1986 κτλ. Στην κατηγορία των ελαττωμάτων που αφορούν την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εντάσσεται και η κατά το άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ παραβίαση της αρχής τΠζ αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι ο επισπεύδων δανειστής κατέσχεσε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη απ’ όσα είναι αναγκαία για την ικανοποίηση της απαίτησης του [Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, τόμος II, ειδικό μέρος, 2η έκδοση, σελ. 162-163, αρθμ. 22], Τέλος στην προθεσμία του πρώτου σταδίου ασκούνται και οι ανακοπές που αμφισβητούν την εκτελούμενη αξίωση (απαίτηση). Τα ελαττώματα της απαίτησης επιδρούν σε όλες τις πράξεις της εκτελέσεως, από την πρώτη μέχρι και την προτελευταία που είναι η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης (955 II 2, 995 IV 2). Η τελευταία πράξη της εκτέλεσης, (ο πλειστηριασμός στην περίπτωση της εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων) δεν προσβάλλεται με λόγο που αφορά στην απαίτηση. Διευκρινίζεται ότι η ανακοπή κατά της εκτέλεσης, που αφορά στην απαίτηση, έχει πάντοτε ως αίτημα την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης (λχ. της επιταγής, της εκθέσεως κατασχέσεως) και απλώς ο λόγος που προκαλεί την ακυρότητα αυτή και στηρίζει το αίτημα της ανακοπής είναι η ελαττωματικότητα της απαίτησης. Οποιοσδήποτε φύσεως ελάττωμα της εκτελούμενης απαίτησης, είτε αφορά στη γένεση, είτε στην άσκηση, είτε στην απόσβεση αυτής, μπορεί να προβληθεί με την εν λόγω ανακοπή. Ως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχέσεως στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, η οποία στηρίζεται σε οποιοδήποτε γεγονός παρακωλυτικό ή δικαιοκωλυτικο της γενέσεως (πχ εικονικότητα, αίρεση, προθεσμία, έλλειψη τύπου, αντίθεση στα χρηστά ήθη κτλ) ή της ασκήσεως (πχ παραγραφή, κατάχρηση δικαιώματος) ή της αποσβέσεως της (εξόφληση, άφεση χρέους, ανανέωση, συμβιβασμός, συμψηφισμός κτλ). Στην ίδια ως άνω προθεσμία υπόκεινται οι αντιρρήσεις του οφειλέτη σχετικά με το ύψος του επιτασσόμενου για την απαίτηση ποσού (Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Γενικό Μέρος, τόμος I, 2η  έκδοση, 2017, σελ. 615-621, αριθμ. 14, 15, 17, 18, 19, 20). Συγκριτικά με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, παρατηρείται ότι για τις πλημμέλειες των πράξεων εκτέλεσης από την επιταγή έως την κατάσχεση ορίζεται πλέον ρητή προθεσμία από την ημερομηνία της κατάσχεσης, που συρρικνώνεται αρκετά σε σύγκριση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, όπου η προθεσμία επεκτεινόταν έως την έναρξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Ζήτημα ανακύπτει για τους οψιγενείς ισχυρισμούς και τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση, οπότε λήγει η προθεσμία του πρώτου σταδίου και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, οπότε αρχίζει το δεύτερο στάδιο προσβολής τα εκτελεστικής διαδικασίας, ως προς τις πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν από τότε μέχρι την τελευταία πράξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Είναι σαφές ότι υφίσταται κενό προθεσμίας ως προς τη δυνατότητα προβολής των ως άνω ελαττωμάτων. Στο προϊσχύον δίκαιο υπενθυμίζεται ότι ανάλογοι ισχυρισμοί μπορούσαν να προβληθούν ως λόγοι ανακοπής στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, ήτοι μέχρι τη σύνταξη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατάργηση του ενδιάμεσου σταδίου στο ισχύον άρθρο 934 ΚΠολΔ δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα προβολής των ως άνω ισχυρισμών που έλαβαν χώρα μετά την παρέλευση της προθεσμίας του πρώτου σταδίου, ήτοι της προθεσμίας των 45 ημερών από την κατάσχεση και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού. Η προταθείσα λύση για άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής με λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας ενδέχεται να καθυστερήσει τη διαδικασία σε αντίθεση με το πνεύμα του νομοθέτη (Ν. 4335/2015) για γρήγορη διεκπεραίωση της διαδικασίας εκτέλεσης. Περαιτέρω κατάλληλο ένδικο βοήθημα και για τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση θα πρέπει να είναι η ανακοπή κατ’ αντιστοιχία με την πρόβλεψη ανακοπής για τα ελαττώματα των δύο σταδίων του νέου άρθρου 934 ΚΠολΔ. Η νομοθετική αυτή αβλεψία στερεί από τον οφειλέτη το δικαίωμα δικαστικής προστασίας καθόσον στερείται του   δικαιώματος του να προσβάλλει τα ελαττώματα της διαδικασίας με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ που μεσολάβησαν μετά τη λήξη του πρώτου σταδίου και πριν από την έναρξη του δευτέρου σταδίου του άρθρου 934 ΚΠολΔ. Εδώ μία λύση θα μπορούσε  να παράσχει η δυνατότητα τα ελαττώματα αυτά να προβληθούν στην προθεσμία του δεύτερου σταδίου (που κατά το προϊσχύσαν δίκαιο αντιστοιχούσε στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. γ' ΚπολΔ), καθόσον γίνεται δεκτό ότι στην εν λόγω προθεσμία μπορούν να προβληθούν και ελαττώματα που εμφιλοχώρησαν ακόμη και πριν από τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, εφόσον επιδρούν ακυρωτικά στον τελευταίο. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι όπου είναι αδύνατη και μάλιστα στις δίκες περί την εκτέλεση η τήρηση ορισμένης προθεσμίας, τότε υφίσταται νομοθετικό κενό που κατανάγκην θα πληρωθεί με τη μέθοδο της αναλογίας από την πλησιέστερη εφικτή προθεσμία (ΕφΠειρ 334/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, X. Μιχαηλίδου, η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 1η έκδοση 2017, σελ. 314-315).

Με την υπό κρίση ανακοπή και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτή, η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθεί η από ……… επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’αριθμ……… διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου …… και να καταδικαστεί η καθ’ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδά της. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο, αφού ο μεν εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το δε κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου ……. (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν. 4335/2015 και το άρθρο 207 παρ. 2 Ν. 4512/2018). Νομίμως δε εισάγεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν. 4335/2015. Ειδικότερα, στο άρθρο 1.9 του Ν. 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της ένδικης κύριας εκτελεστικής διαδικασίας διά της επιβολής κατασχέσεως (βλ. ΜΠρΘεσ 299/2019, αδημ. ΜΠΛαμ 223/2016, ΜΠρΤρικ 249/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και σε θεωρία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν 4335/2015, Αρμ. 2016/1 επ., 13-14, Β. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ΕΠολΔ 2017,587 βλ. όμως και αντίθετη θέση σε ΜΠρΑΘ 7189/2016 με σύμφωνες παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου σε ΕΠολΔ 2017,68 επ. και Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 12,2017, παρ. 4, αριθ. 8, σελ. 82). Η ανακοπή, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ης την 13-07-2022, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ………, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, καθώς την 11-06-2022 έλαβε χώρα η εκ μέρους της καθ’ης επίδοση στην ανακόπτουσα της υπ’αριθμ……… δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου …….. με την οποία ορίστηκε ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η ………, όπως προκύπτει από την επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφο της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα στο Πρωτοδικείο ……….., ……….., η δε γνωστοποίηση της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ) την 14-09-2022, ήτοι εντός της προθεσμίας της, σύμφωνα και με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, αναλογικά εφαρμοζόμενης διάταξης του άρθρου 934 παρ.1 β’ ΚπολΔ, όπως ισχύει, δεδομένου ότι δεν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός και του ότι εν προκειμένω δεν θα μπορούσε να τηρηθεί η προθεσμία του αρ. 934 παρ. 1α’ ΚΠολΔ με ευθεία εφαρμογή αυτής της διάταξης, καθώς πριν την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, είχε ήδη λάβει χώρα η κατάσχεση ενός ακινήτου ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας την 20-02-2018, δυνάμει της υπ’αριθμ……….. έκθεσης κατάσχεσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας. Συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Κατ’ άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα. Εξάλλου, με το άρθρο 36 παρ. 2 στοιχ. γ’ ν.4194/2013 ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε έκδοση επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων, τα δε αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ ενώπιον οποιοσδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Κατά την έννοια δε του ίδιου άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στα χέρια του δικηγόρου αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω, και ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο. Για το κύρος της επικύρωσης φωτοτυπίας, με βεβαίωση από δικηγόρο της ακρίβειάς της, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση αυτού του γεγονότος στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του δικηγόρου, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης. Τέτοια δε έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από τον δικηγόρο μπορεί να ενέχει και η φράση ότι το επικυρούμενο είναι «ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρωτότυπο», αφού αυτή λογικά προϋποθέτει την υλική ενέργεια παραβολής της φωτοτυπίας προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας προς αυτό, πράγμα που σημαίνει την έστω και βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου από τον δικηγόρο, ο οποίος το παραβάλλει προς την φωτοτυπία που επικυρώνει (ΑΠ 1579/2005, ΜΠρΚερκ 257/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, διατείνεται η ανακόπτουσα ότι είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, διότι η τελευταία της επιδόθηκε κάτωθι ενός φωτοτυπημένου αντιγράφου της διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, παρά πόδα του οποίου, φωτοτυπημένα επίσης, με ημερομηνία 03-05-2022, αναγράφεται ότι αποτελεί αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’αριθμ.64/2009 διαταγής πληρωμής που είναι κατατεθημένη στην υπ’αριθμ.47.542/01-03-2018 πράξη συμβολαιογράφου αγνώστου ονόματος, λόγω του δυσδιάκριτου της υπογραφής. Ότι στη φωτοτυπία αυτή της διαταγής πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, δεν υπάρχει πρωτότυπη υπογραφή και σφραγίδα οποιουδήποτε συμβολαιογράφου ορισθέντος ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού και συνεπώς δεν αποτελεί η φωτοτυπία αυτή επίσημο αντίγραφο του απογράφου κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, εξαχθέν από το αρχείο του συμβολαιογράφου. Ότι επιπλέον, η πληρεξούσια δικηγόρος της επισπεύδουσας, ...., έθεσε την σφραγίδα της ανάμεσα σε αυτή την απλή φωτοτυπία και στο παρά πόδα αυτής φύλλο όπου ανέγραψε την επιταγή προς πληρωμή, πλην όμως αυτό δεν αίρει την ακυρότητα και δεν αναβιβάζει την απλή φωτοτυπία σε επίσημο αντίγραφο, αφού το α’ εκτελεστό απόγραφο δεν ήταν στα χέρια της έτσι ώστε να εξάγει ακριβές αντίγραφο εξ αυτού, αλλά ήταν κατατεθειμένο σε συμβολαιογράφο, υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ότι η ανωτέρω επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης κατ’αρ.925 και 159 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι την τήρηση της διάταξης του αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ την επιβάλλει ο νόμος επί ποινή ακυρότητας, άλλως βάσει της διάταξης του αρ.159 παρ.2 ΚΠολΔ, επίσης ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης, διότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης με την μη έγκυρη κοινοποίηση αντιγράφου από το απόγραφο. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο παραπάνω λόγος είναι παραδεκτός και νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 904, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία άρχεται η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Πρέπει όμως, να περιέχει ακριβή και σαφή καθορισμό της απαίτησης, διαφορετικά προκαλείται ακυρότητα της επιταγής, εάν κατά την κρίση του Δικαστηρίου προκύπτει βλάβη από αυτή την παράλειψη, η οποία μπορεί να θεραπευτεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.ΙΙ, αρ. 8, σελ. 497, εκδ.2017). Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο οφειλέτης ισχυρίζεται ότι η απαίτηση έχει αποσβεσθεί ή ότι έχει λάβει χώρα παράνομος ή εσφαλμένος υπολογισμός των τόκων ή ότι υφίσταται εν γένει ανακρίβεια κονδυλίων, εναπόκειται σε αυτόν η επίκληση και απόδειξη των κρίσιμων περιστατικών (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, υπό το άρθρο 924, παρ. 9, σελ. .565). Εφόσον, δηλαδή, γίνει ο διαχωρισμός σε κεφάλαιο, τόκους και κατ’ ιδίαν έξοδα, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να επικαλεστεί και να αποδείξει τον εσφαλμένο υπολογισμό ή τον παράνομο εκτοκισμό, μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη. Αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επί πλέον ποσό. Δεν πάσχει, όμως, από καμία ακυρότητα για το πράγματι οφειλόμενο ποσό για το οποίο νόμιμα αρχίζει και προχωρεί η αναγκαστική εκτέλεση (Εφ. Πατρ. 1083/2006, Ά δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αμφισβήτηση, ακόμη και η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαίτησης, οποτεδήποτε αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτουν οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου, κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΕφΑιγ 97/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειρ. 328/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και να αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38.585, ΕφΔωδ 07/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 259/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 1041/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Μ Π Σερ 139/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΠειρ 2186/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η δυνάμει της με αριθμό ……… διαταγής πληρωμής από ……. επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης το κεφάλαιο ποσού 103.289,91 ευρώ εντόκως από 01-01-2009 έως την εξόφληση, είναι άκυρη λόγω της αοριστίας της, καθώς δεν καθορίζει ακριβώς την έκταση της απαίτησης της επισπεύδουσας, αφού δεν αναφέρει εάν πρόκειται για τοκισμό με συμβατικούς ή τόκους υπερημερίας, ποιο ήταν το ποσοστό αυτών και σε τι κεφάλαιο αναλογούν οι τόκοι αυτοί, στερώντας της κατά τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του ελέγχου της ακρίβειας των υπολογισμών και του ύψους των κονδυλίων, προκαλώντας της δικονομική βλάβη. Ο δεύτερος λόγος αυτός ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος, οπότε θα πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 924 παρ. 1 εδ. β' και 118 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην επιταγή που γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου πρέπει να προσδιορίζεται η απαίτηση με τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο. Ειδικότερα, επί εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως, είναι αόριστη και άκυρη η επιταγή που επιτάσσει τον καθ'ου να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό για δαπάνη απογράφου, αντιγράφου του απογράφου, εξόδων επίδοσης και σύνταξη επιταγής, χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την κάθε μία από τις παραπάνω δαπάνες. Ο ακριβής αυτός καθορισμός επιβάλλεται για να καταστεί δυνατή η συμμόρφωση των επιτασσόμενων ανακοπτόντων, η άμυνα αυτών και η περαιτέρω εκτέλεση (Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ. 1978, σ. Α\ άρθρ. 924, παρ. 115, ΕφΑΘ 3785/1975 ΝοΒ 23,1275, ΕφΘεσ 635/1997 ΕλλΔνη 1997, 1895, ΕφΙω 41/1974 ΝοΒ 23, 365, ΜΠρΘεσ 31899/1999 Αρμ 2001,1373)• Το ανεκαθάριστο, όμως, των ως άνω κονδυλίων δεν συνεπάγεται ακυρότητα ολόκληρης της επιταγής, αλλά μόνον των κονδυλίων αυτών (Μπρίνια, ο.π. παρ. 116, ΑΠ 1445/1980 ΝοΒ 29, 707» ΑΠ 237/1976 ΝοΒ 24, 781, ΑΠ 190/1974, ΝοΒ 22,1061, ΕφΑΘ 5213/1982 Αρμ 37, 786, ΕφΑΘ 7885/1982 ΕλλΔνη 24, 72 και ΕφΑΘ 805/1987 ΕλλΔνη 29, 306, ΜΠρΑΘ 2379/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι αόριστη και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί καθόσον δεν προσδιορίζει αναλυτικά πως επιμερίζεται το ποσό των 1.350,00 ευρώ δια του όποιου επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ'ης έξοδα αναφορικά με την α’ επιταγή για αντίγραφο, αντιγραφικά δικαιώματα σύνταξής της, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσή της, με αποτέλεσμα να μην δύναται να επαληθεύσει εάν τα ανωτέρω έξοδα έχουν υπολογιστεί σωστά. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την ανακοπτόμενη επιταγή που προσκομίζεται, η καθ’ ης δεν καθορίζει επακριβώς τη δαπάνη για το ανωτέρω κονδύλιο ώστε να κριθεί η νομιμότητα καθενός εξ αυτών, ήτοι για αντίγραφο, αντιγραφικά δικαιώματα σύνταξης, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσης της συνταχθείσας από 23-02-2009 α’ επιταγής, και συνεπώς, σύμφωνα και με την εκτεθείσα μείζονα σκέψη στα πλαίσια του δεύτερου και του τρίτου λόγων ανακοπής, πρέπει η ανακοπτόμενη επιταγή να ακυρωθεί όχι στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ως ανωτέρω ποσό, ήτοι ως προς το ποσό των 1.350,00 ευρώ.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως επικαλουμένων και προσκομιζομένων εγγράφων, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ) για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα κάτωθι ενός φωτοτυπημένου επίσημου αντιγράφου της υπ’αριθμ……….. διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………., παρά πόδα του οποίου, φωτοτυπημένα επίσης, με ημερομηνία 03-05-2022, βεβαιώνεται από την υπάλληλο του πλειστηριασμού και Συμβολαιογράφο ………., ότι αυτό αποτελεί ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το πρώτο (Α) εκτελεστό απόγραφο της υπ’αριθμ……….. διαταγής πληρωμής, εκδιδόμενο κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, του πρωτοτύπου κατατεθημένου στην υπ’αριθμ………. πράξη της, η δε βεβαίωση αυτή φέρει τη σφραγίδα και την υπογραφή της υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Περαιτέρω, η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ’ης, ….. , κατά τη σύνταξη της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, επικύρωσε ως ακριβές το αντίγραφο της διαταγής πληρωμής, βεβαιώνοντας ότι το φωτοαντίγραφο αυτό, συνιστά «ακριβές αντίγραφο αντιπεφωνημένο από το εις χείρας μας ακριβές αντίγραφο εξαχθέντος κατ’άρθρο 918 παρ.6 ΚΠολΔ εκ του κατατεθέντος με την με αρ……… πράξη της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου ………., του με αριθμό ……… πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ……… διαταγής πληρωμής ...» και έθεσε την σφραγίδα της ανάμεσα στο αντίγραφο της διαταγής πληρωμής και στο παρά πόδα αυτής φύλλο όπου ανέγραψε την επιγταγή προς πληρωμή, την οποία και υπέγραψε. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου ανακοπής, μόνη η επικύρωση εκ του πρωτοτύπου που αναγράφεται στο αντίγραφο του άνω εγγράφου που κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα αρκεί για να καταδείξει έστω και την βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου, ήτοι του επίσημου αντιγράφου της διαταγής πληρωμής κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, από τη δικηγόρο, η οποία και το παρέβαλε προς την φωτοτυπία που επικύρωσε, χωρίς να ενδιαφέρει αν το πρωτότυπο της επιδείχθηκε για την εν λόγω επικύρωση ή αν το είχε ανέκαθεν στην κατοχή της, καθότι και στην πρώτη περίπτωση της επίδειξης, τούτο αυτόματα συνεπάγεται και προσωρινή κατοχή του εγγράφου για τις ανάγκες της αντιπαραβολής και της περαιτέρω βεβαίωσης. Εξάλλου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 449, 438 ΚΠολΔ, 36 παρ. 2β ν. 4194/2013 όταν ο δικηγόρος βεβαιώνει την ακρίβεια του αντιγράφου από κυρωμένο αντίγραφο, με τεθείσα κάτω από αυτό σφραγίδα και υπογραφή του, το εκδιδόμενο αυτό αντίγραφο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνον με την προσβολή του ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 767/1988 ΕλΔ 1989, 564, ΕφΠειρ 950/2005 ΠειρΝομ 2006, 59, Βαθρακοκοίλη, Β., ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Β, άρθρο 449, αριθ. 12), ώστε στην προκειμένη περίπτωση, που κατά τα ιστορούμενα στον ένδικο λόγο είχαν τεθεί επί του επίμαχου αντιγράφου από δικηγόρο τα ανωτέρω στοιχεία βεβαίωσης περί της ιδιότητάς του ως ακριβές αντίγραφο, δεν δύναται να αμφισβητηθεί το κύρος αυτού (αντιγράφου) χωρίς να προσβληθεί ως πλαστό, ισχυρισμό τον οποίο δεν προβάλλει η ανακόπτουσα. Επομένως ο πρώτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο διατακτικό της η υπ’αριθμ.... διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, βάσει του οποίου εκτελεστού τίτλου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά της ανακόπτουσας, εκδοθείσα επί τη βάσει της υπ’αριθμ. ... σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία συμβλήθηκε ως πιστούχος και πρωτοφειλέτρια η ανακόπτουσα, αναφέρει ότι διατάσσει την ανακόπτουσα και τους ………….. του ………… και ……….. του …………., να καταβάλλουν στην αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 103.282,91 ευρώ, «έντοκα, από 01-01-2009 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο υπερημερίας ανερχόμενο σε δύο και πενήντα (2,50) εκατοστιαίες μονάδες πλέον του συμβατικού (εκάστοτε ισχύον Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων της αιτούσας (ΒΕΧ), το οποίο ανακοινώνεται δημόσια, σύμφωνα με τον όρο (21.2) της προαναφερόμενης συμβάσεως ...». Ωστόσο, στην από     11-05-2022 ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση με επισπεύδουσα την καθ’ης η ανακοπή, αναφέρεται ότι επιτάσσεται η ανακόπτουσα να καταβάλλει στην καθ’ης τα επιταχθέντα με την πρώτη από 23-02-2009 επιταγή προς εκτέλεση κονδύλια επί της ιδίας ως άνω διαταγής πληρωμής, ήτοι «α) για επιδικασθέν κεφάλαιο 103.282,91 ευρώ, εντόκως από 01-01-2019 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 3.050 ευρώ, γ) για αντίγραφο, αντιγραφικά σύνταξης Α’ επιταγής, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσής της ποσό 1.350 ευρώ, δ) για δαπάνη επίδοσης της Β’επιταγής 40 ευρώ, ε) για δαπάνη επίδοσης της Γ’επιταγής 40 ευρώ και στ) για δαπάνη επίδοση της παρούσας επιταγής (της από 23-02-2019) επιταγής 40 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 107.802,91 ευρώ και το συνολικό αυτό ποσό εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας (εκτός από τα κονδύλια υπό στοιχεία β, γ, δ, ε, στ, τα οποία τοκίζονται με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας), άπαντα τα κονδύλια από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση ...). Βάσει των ανωτέρω, αναφορικά με το επιτασσόμενο ποσό της απαίτησης που αφορά το κεφάλαιο και τους τόκους επί αυτού, αποδείχθηκε ότι η ανακοπτόμενη επιταγή αναφέρει το ποσό των 103.282,91 ευρώ «εντόκως», χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, οπότε κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2009 έως και την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή, ζητούνται οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας επί του κεφαλαίου. Αυτό διότι, η διαταγή πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, όπως ήδη εκτέθηκε το περιεχόμενό της, διέτασσε την ανακόπτουσα να καταβάλλει το ανωτέρω ίδιο ποσό του κεφαλαίου όχι νομιμοτόκως, αλλά με τον συμβατικό τόκο υπερημερίας, ο οποίος συνεπάγεται υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας και συνεπώς, με την επιταγή ζητείται το έλλασον σε σχέση με το μείζον που διετάχθη με την διαταγή πληρωμής. Κατά το επόμενο δε χρονικό διάστημα, δηλαδή από την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, μέχρι την πλήρη εξόφληση, η ανακόπτουσα επιτάσσεται σαφώς να καταβάλλει ως το μεν ποσό που αντιστοιχεί σε κεφάλαιο εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο προβλέπεται στον υπ’αριθμ.21.2 συμβατικό όρο, τα δε λοιπά κονδύλια της επιταγής, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη στα πλαίσια εξέτασης του δεύτερου λόγου της ανακοπής, για το έγκυρο της επιταγής προς πληρωμή αρκεί ο διαχωρισμός της απαίτησης κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω για το κύρος της η παράθεση του ακριβούς τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων, φόρων και συναφών λοιπών επιβαρύνσεων. Κατά τα ανωτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, σε αυτήν λαμβάνει χώρα ο ανωτέρω διαχωρισμός με σύντομη αναφορά του οφειλόμενου ποσού, των τόκων και των εξόδων και γαι τον λόγο αυτό, η ως άνω επιταγή με το παραπάνω περιεχόμενο είναι ορισμένη ως προς το ζήτημα των τόκων που εξετάζεται με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, η δε μη παράθεση του ποσού αυτών δεν καθιστά την επιταγή αόριστη, καθώς ο υπολογισμός των τόκων γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου ή του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας. Εναπόκειται δε η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού για την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας για τα εκτεθέντα χρονικά διαστήματα μέχρι την εξόφληση της επιταγής. Μετά ταύτα, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου και απορριπτομένων των υπόλοιπων λόγων της ανακοπής κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή ως προς το ποσό των -1.350- χιλίων τριακοσίων πενήντα ευρώ και να καταδικασθεί η καθ’ ης σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ ως προς το ποσό των -1.350- χιλίων τριακοσίων πενήντα ευρώ την με ημερομηνία 11-05-2022 επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 107.802,91 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που συντάχθηκε κάτω από ακριβές αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’αριθμ.....διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, υπογεγραμμένης της επιταγής από τη δικηγόρο Αθηνών ……….. και επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 23-05-2022.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των -200- διακοσίων ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Καρδίτσα την 13η Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

  Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

........

Η ανακοπή μου είναι παραδεκτή και εμπρόθεσμη κατ` 934.1α ΚΠολΔ. Εδώ πρόκειται για νέας επιταγής προς πληρωμή από τον υποκαθιστάμενο στην εκτέλεση νέο δανειστή και ειδικό διάδοχο. Η 1η επιταγή είχε γίνει από τον αρχικό δανειστή την 23-2-2009 και ακολούθησε και άλλη με την με αρ. ...2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ... και επι τη βάσει αυτής η .... ως καθολική διάδοχος της .., επέβαλε κατάσχεση του ακινήτου μου το 2018 

Η ανωτέρω δήλωση συνέχισης ... αυτή καθ` εαυτήν, δεν πάσχει, είναι κατά την άποψή μας έγκυρη και γι` αυτό δεν προσβάλλεται. Η ανακοπτόμενη όμως επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη αφού πάσχει και αναφορικά με το αντίγραφο του απογράφου επι του οποίου τέθηκε, και αναφορικά με το περιχεόμενο της, όπως εξειδικεύω στους λόγους της ανακοπής.

Οι ακυρότητες αυτές-λόγοι ανακοπής αφορούν ελαττώματα στο στάδιο «από την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση…» και μετά, και συνεπώς η προθεσμία προβολής τους είναι 45 ημέρες μετά την κατάσχεση. Εδώ όμως η κατάσχεση έγινε το 2018 και η ανωτέρω προθεσμία παρήλθε.Συνεπώς το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς προσβάλλεται παραδεκτά μία καταφανώς άκυρη επιταγή στην προκείμενη περίπτωση; Όταν δηλ. ο αρχικός δανειστής είχε επιβάλει κατάσχεση, χωρίς να προσχωρήσει περαιτέρω και σήμερα ο νέος δανειστής που υποκαθίσταται και επιδίδει υποχρεωτικά νέα επιταγή προς πληρωμή (αφού παρήλθε ο χρόνος), τότε αυτή προσβάλλεται α) με 933 και εντός των προθεσμιών του 934 ή β) με την 973.6;

Θεωρούμε ότι...

22 Αυγούστου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

 ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (731 ΚΠολΔ)

 Του ....

 ΚΑΤΑ

Της Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία ..... και με την διττή ιδιότητά της, τόσο ως επισπεύδουσας, όσο και ως υπερθεματίστριας, 

 

Κατά της παραπάνω αντιδίκου μου άσκησα την από ... με αρ. κατ. ..../22 ανακοπή μου κατά την ΚΠολΔ 933  ενώπιον του Μον.Πρωτ.... (διαδικασία περιουσιακών διαφορών), αιτούμενος την ακύρωση της υπ’ αρίθμ. ..... έκθεσης αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού και  κατακύρωσης ακινήτων ΕΥΡΩ : 65.002,00, της  με αρ. ... περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της Συμβολαιογράφου  Καρδίτσας ..., και της από .... αναγγελίας δανειστών (ΚΠολΔ972) της ανωτέρω επισπεύδουσας που μου επέδωσε την...2022. Δικάσιμος για την συζήτησή της, ορίστηκε η 12-10-2022 ενώ επέδωσα αυτήν νόμιμα και εμπρόθεσμα με την με αρ.... έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας Καρδίτσας, ..Έχει δε αυτή, την οποία θεωρώ ως εν ενιαίο και αδιαίρετο όλο μετά της παρούσης, επι λέξει ως εξής, ήτοι:............

Επειδή η ανωτέρω ανακοπή μου μετά βεβαιότητας θα ευδοκιμήσει, αφού οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι. Ωστόσο η ίδια η δανείστρια, ενώ γνώριζε μετά ταύτα ότι η υπόθεση ανακοπής μου περί ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου μου θα συζητηθεί την ανωτέρω δικάσιμο, την 19-7-2022, δηλ. λίγες ημέρες πριν την απαγόρευση πράξεων εκτέλεσης από το νόμο, μου επέδωσε αντίγραφο εξ` απογράφου της με αρ. ....περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων, με την από 18-7-2022 επιταγή προς απόδοση του ....διαμερίσματος στο οποίο κατοικώ εγώ και η οικογένειά μου και είναι η μόνη μας κύρια κατοικία.

           Πρόκειται για το με στοιχεία ...διαμέρισμα του ...   Συνεπεία της αμέσου εξώσεώς μας που επισπεύδει η καθ` ης,  κατέθεσα την από 21-7-2022 αίτηση επαναπροσδιορισμού δικασίμου μου κατ` άρθρο 226 ΚπολΔ στον κ. Πρόεδρο του Πρωτοδικείου ..., η οποία έγινε δεκτή με την με αρ..... αυθημερόν πράξη του ως κατεπείγουσα περίπτωση και ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής μου η 7-9-2022 στο ανωτέρω δικαστήριο, επέδωσα δε την κλήση αυτή στην καθ` ης με την με αρ. .... έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ.....

          Μετά την ανωτέρω επιταγή προς εκτέλεση (απόδοση του ακινήτου), η καθ` ης δεν ενήργησε άλλη πράξη.

          Επειδή εν προκειμένω νόμιμη συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και να ρυθμιστεί η κατάσταση (ΚΠολΔ 731), διατασσομένης της αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας εκτελέσεως-εξώσεώς μου από την οικία μου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση και σε δεύτερο βαθμό επι της ανωτέρω ανακοπής μου κατά της κατακύρωσης που δικάζεται όπως ειπώθηκε, μετά από επίσπευσή μου, την 7-9-2022 στο ΜΠρ... και δη στο τμήμα διακοπών, διότι:

          Με την υπ’ αριθμ. 11/2017 απόφαση του Συμβουλίου του ΑΠ, την οποία ακολούθησε μερίδα της Νομολογίας ( βλ. ενδεικτικά ΜΠρΑΘ 8259/2017, ΜΠρΑμαλ 58/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) έχει γίνει δεκτό ότι:.....

22 Αυγούστου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

ΑΝΑΚΟΠΗ (933ΚΠολΔ-ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών 614ΚΠολΔ)

......

ΚΑΤΑ

1) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ".....2) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  ......ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ....

3) της από .... επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απόγραφου της με αρ. .....δ/γής πληρωμής του κ. δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...

          

          Η....., με την από ... αίτησή της στο κ. δικαστή του ΜΠρ..., ζήτησε την έκδοση δ/γής πληρωμής εναντίον της .... (μητέρας μου) ως οφειλέτριας και του.. (πατρός μου) ως εγγυητή, επι τη βάσει « 1. Επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθ. .... σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, με τους όρους χορηγήσεως που έγιναν αμοιβαία και ανεπιφύλακτα αποδεκτοί, σε συνδυασμό με την απόδειξη είσπραξης ποσού € 50.000. 2. Επικυρωμένο αντίγραφο της από .... τροποποιητικής πράξης.3. Το από ....απόσπασμα - βεβαίωση οφειλής δανείου νόμιμα εξηγμένο από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας,4. Το από ...αντίγραφο του με αριθμό ... λογαριασμού του δανείου των καθ’ ων, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικούς εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του λογαριασμού του δανείου και το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής. 5. Τις υπ’ αριθ....εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου ....νομίμως επικυρωμένες.»

          Εξεδόθη μετά ταύτα την 28-3-2022 η με αρ.....δ/γή για ποσό συνολικά 57.020,48€ εντόκως κατά τα εν` αυτή. Αντίγραφο από το α` εκτελεστό απόγραφο αυτής, με την από 21-7-2022 επιταγή προς πληρωμή, επεδόθη σε εμένα την 28-7-2022 από την 2η των καθ` ων...φερομένης ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της .... για ποσό συνολικά 58.947,48€, πλέον τόκων.

          Συγκεκριμένα, η ανωτέρω επιταγή, παρά πόδα του ανωτέρω αντιγράφου, έχει επι λέξει ως εξής, ήτοι: «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το εις χείρας μου πρώτο (Α΄) εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. ... Διαταγής Πληρωμής του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ..., το οποίο με την επιφύλαξη κάθε άλλου νομίμου δικαιώματος μου αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα προς την ... ως ειδικό διάδοχο της ..., προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες. Σύμφωνα με την υπ' αρ. ....πράξη γονικής παροχής ακινήτου της Συμβολαιογράφου..... που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ...., η ....., απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του κατωτέρω ακινήτου, ήτοι: Το υπό στοιχείο Βήτα ένα (Β-1) διαμέρισμα ....το οποίο μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην κόρη της .....δυνάμει της υπ` αριθ. ....πράξης γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου .....Με την υπ' αρ. ...απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...., ενεγράφη στις ... προσημείωση υποθήκης στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ....για το ποσό των 65.000,00 ευρώ κατά της ..., υπέρ της δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...., προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, επιτασσόμενος συγχρόνως να καταβάλει νόμιμα κι εμπρόθεσμα, τα παρακάτω αναλυτικά αναφερόμενα ποσά στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία  . … ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία .… ήτοι: 1) Για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων είκοσι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (€ 57.020,48) με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από 04.08.2021 μέχρι την πλήρη εξόφληση και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. 2) Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη € 1.800. 3) Για λήψη απογράφου και αντιγραφικά δικαιώματα € 2. 4) Για σύνταξη της παρούσης επιταγής € 25 και 5) Για παραγγελία προς επίδοση, καθώς και επίδοση της παρούσης € 100. δηλαδή συνολικά το ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα επτά ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (€ 58.947,48), τα δε πιο πάνω κονδύλια με αριθμούς 2,3,4 & 5 με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση αυτής της επιταγής μέχρι την εξόφλησή της. Διαφορετικά σε περίπτωση μη πληρωμής θα επακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση της παρούσας, οπότε θα πληρωθούν και € 50 για την παραγγελία προς εκτέλεση προς τον δικαστικό επιμελητή.»

          Μετά την ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή, δεν ακολούθησε, μέχρι σήμερα, άλλη πράξη εκτέλεσης. Η ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσομαι κατά τα ανωτέρω για την καταβολή των εν αυτή ποσών ως ειδική διάδοχος, είναι απολύτως άκυρος και δέον και αιτούμαι την ακύρωσή της για τους κάτωθι βάσιμους και νόμιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα στο μέλλον, ήτοι:

                                             Ι

          Ουδόλως θεμελιώνεται στην δ/γή πληρωμής και στην επιταγή η παθητική μου νομιμοποίηση στην εκτέλεση. Δεν υπέγραψα στις ανωτέρω συμβάσεις και τροποποιητικές πράξεις με οποιαδήποτε ιδιότητα, έτσι ώστε να ευθύνομαι εξ αυτού του λόγου. Κάτι τέτοιο δεν επικαλείται ούτε και η ....στην ανωτέρω αίτησή της για έκδοση δ/γής πληρωμής, δεν παραδέχεται η τελευταία και δεν αναφέρεται ούτε στην επιταγή προς πληρωμή από την ανωτέρω διαχειρίστρια της ειδικής διαδόχου. Το ίδιο ισχύει και για την σωρευτική ή στερητική αναδοχή χρέους (ΑΚ 471), την οποία αρνούμαι. Δηλ. κανείς δεν ισχυρίζεται, παραδέχεται ή αναφέρει κάποια τέτοια σχέση (και αυτό μετά την έκδοση του τίτλου) που θα με νομιμοποιούσε παθητικά στην εκτέλεση, ως έχουσα δήθεν εξ` αυτού του λόγου υποχρέωση εξόφλησης του δανειστή.

          Ο ειδικός διάδοχος του, εις τον εκτελεστό τίτλο φερόμενου ως υπόχρεου νομιμοποιείται παθητικά, εφόσον, προκειμένου περί δ/γής πληρωμής, η διαδοχή έλαβε χώρα μετά την έκδοση του τίτλου (ΚΠολΔ 325-327, 919). Τέτοια πραγματικά περιστατικά επίσης δεν αναφέρει, δεν ισχυρίζεται και δεν παραδέχεται κανείς.

          Περίπτωση όμως παθητικής νομιμοποίησης κατά την εκτέλεση, αποτελεί και η, κατά τα άρθρα 1294,1295 ΑΚ και 993.1β` ΚΠολΔ, δυνατότητα του ενυπόθηκου δανειστή, ενασκούντος την εμπράγματο υποθηκική αγωγή προς κατεύθυνση της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του τρίτου κυρίου. Τέτοιος είναι και ο μετά την εγγραφήν της υποθήκης ειδικός διάδοχος του οφειλέτη ο οποίος απέκτησε το ενυπόθηκο κτήμα βεβαρημένο δια της υποθήκης, χωρίς να ευθύνεται ενοχικώς για την πληρωμή του ενυποθήκου χρέους. (Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεση, Β`, τόμος τέταρτος, σελ. 1566)

          Πράγματι (ΕφΑθ 1015/2018, ΜΠρΘεσσαλ. 9213/2020, ΝΟΜΟΣ), όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1257,1258, 1265, 1268, 1291, 1292, 1294, 1295 του ΑΚ, 977 παρ. 2, 993 παρ. 1 εδ. β` και 1007 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικαίωμα της υποθήκης παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή, παράλληλα με την ενοχική αγωγή κατά του προσωπικού οφειλέτη του, και εμπράγματη αγωγή, στην οποία, υπόκειται και ο τρίτος κύριος, που παραχώρησε την υποθήκη, καθώς και κάθε τρίτος που απέκτησε κυριότητα μετά την εγγραφή της υποθήκης ή που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο ακίνητο. Η εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή, δηλαδή η αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου, μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο από τον ενυπόθηκο δανειστή, αλλά και από τον προσημειούχο, αφού η προσημείωση υποθήκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση (ΟλΑΠ 14/2006, ΝοΒ 54.1264). Με τη διαζευκτικώς διατυπωμένη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ, παρέχεται η ευχέρεια στον επισπεύδοντα ενυπόθηκο δανειστή απεύθυνσης, στις ανωτέρω περιπτώσεις, της αναγκαστικής εκτέλεσης είτε κατά του προσωπικού είτε κατά του υποθηκικού οφειλέτη. Συνεπώς, η ιδιότητα του καθ` ου η εκτέλεση καθορίζεται με την επιταγή προς πληρωμή, η οποία μπορεί να απευθυνθεί, κατ` επιλογή του επισπεύδοντα ενυπόθηκου δανειστή, είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου ή με νόμιμο τίτλο νεμόμενου το ενυπόθηκο ακίνητο, αφού κοινοποιηθεί η επιταγή στον οφειλέτη και στον τρίτο, γεγονός που έχει πρακτικές συνέπειες κυρίως στο ποιοι δανειστές δικαιούνται κάθε φορά να αναγγελθούν. Στην περίπτωση που η εκτέλεση στρέφεται κατά του τρίτου κυρίου του ακινήτου η επιταγή προς πληρωμή, κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, περιέχει....

28 Ιουνίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

ΑΝΑΚΟΠΗ (933 ΚΠολΔ-ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

Της εταιρίας .....

1.       Της Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία ...2.     της από ... επιταγής προς πληρωμής κάτωθι του αντιγράφου της .... δ/γής πληρωμής που υπογράφει η πλ. δικηγόρος ....

 

Η καθ` ης μου επέδωσε την.... αντίγραφο της με αρ. .... δ/γής πληρωμής του ΜονΠρωτΚαρδίτσας, με την από ... επιταγή προς πληρωμή, σύμφωνα με την οποία επιτάσσομαι να πληρώσω επι λέξει τα εξής, ήτοι:

 «…τα επιταχθέντα προς αυτόν με την από ... συνταχθείσα πρώτη (A') επιταγή μας κονδύλια, επί της αυτής ως άνω Διαταγής Πληρωμής, όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ...έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ... και συγκεκριμένα,τα ακόλουθα ποσά, ήτοι: Ευρώ: α) για επιδικασθέν κεφάλαιο .... ευρώ εντόκως, από 1/1/2009 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση , β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ... ευρώ,γ) για αντίγραφο, αντιγραφικά σύνταξης Α’ επιταγής, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσής της ποσό 1350 ευρώ,δ) για δαπάνη επίδοσης της Β' επιταγής 40 ευρώ ε) για δαπάνη επίδοσης της Γ' επιταγής 40 ευρώ στ) για δαπάνη επίδοσης της παρούσας επιταγής 40 ευρώ, ήτοι συνολικά ..., και το συνολικό αυτό ποσό εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας (εκτός από τα κονδύλια υπό στοιχεία β, γ, δ, ε, στ, τα οποία τοκίζονται με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας), άπαντα τα κονδύλια από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως θα εκτελεσθεί αναγκαστικά η παρούσα, οπότε θα προστεθούν 30,00 ευρώ για την εντολή προς εκτέλεση, η οποία δίδεται με την παρούσα…»

          Μαζί με αυτή, μου συγκοινοποίησε και τα νομιμοποιητικά της έγγραφα (ΚΠολδ 925)

          Μετά ταύτα, την ...μου επέδωσε την με αρ. .... δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού του συμβ/φου ....με την οποία όρισε πλειστηριασμό για το ακίνητό μου για την ...

          Προηγουμένως η ...., ως καθολική διάδοχος της ..., για την ικανοποίηση των αξιώσεών της από την ανωτέρω δ/γή πληρωμής, με την με αρ. ...έκθεση κατάσχεσης της δικ. επιμ.... επέβαλε κατάσχεση, για ποσό 50.000€, με ορισθέντα πλειστηριασμό αρχικά την..., στο κάτωθι ακίνητό μου, ήτοι: .... Ο πλειστηριασμός δεν έγινε και ορίστηκε νέος για την ...που και αυτός δεν έγινε, ελλείψει πλειοδοτών. Ως τιμή πρώτης προσφοράς, ορίστηκε το ποσό των .....€.

                                      ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ

          Την ως άνω πράξη εκτέλεσης (επιταγή προς πληρωμή) ανακόπτω και ζητώ την ακύρωση και εξαφάνισή της για όσους επιφυλασσόμαστε να προβάλλουμε νόμιμα και εμπρόθεσμα, αλλά και για τους εξής ορθούς, νομίμους και βάσιμους λόγους, ήτοι διότι τυγχάνει άκυρη μη νόμιμη, αόριστη, ανακριβής, ως μη περιέχουσα  τα κατά νόμο προβλεπόμενα στοιχεία για την εγκυρότητα και νομιμότητά της, επερχομένης ούτω ακυρότητας όχι μόνο κατ` 159.1 και 2 ΚπολΔ, αλλά και κατ` 159.3 ΚπολΔ, ώστε να μη μπορώ να αποκρούσω αυτή επί βλάβη μου, συνιστάμενη στην απώλεια ασκήσεως των, εκ της δικονομίας και του ουσιαστικού δικαίου, δικαιωμάτων μου προς απόκρουση αυτής με την προβολή λόγων που αφορούν την αιτία της πληρωμής, το ύψος, τον τρόπο γέννησής της, και άγουν στην ακύρωσή της και η οποία (βλάβη), δεν δύναται ν` ανορθωθεί παρά μόνο με την ακύρωση της και συγκεκριμένα:

                                                   Ι

          Για την έγκυρη έναρξη ή/και συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, απαιτείται επίδοση στον καθ` ου αντιγράφου από το απόγραφο με επιταγή προς πληρωμή  ή/και εκτέλεσης του περιεχομένου του τίτλου. Το αντίγραφο από το απόγραφο, εκδίδεται από τον, κατέχοντα αυτό, πληρεξούσιο δικηγόρο του επισπεύδοντος, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, κάτω από το οποίο θα συντάξει την επιταγή. (Βαθρακοκοίλης, υπο 924, αρ. 14).  Ειδικότερα σε περίπτωση διαδοχής του δανειστή, γίνεται παγίως δεκτό (ενδ ΜΠρΛαρ 215/2022,ΝΟΜΟΣ) πως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκοϋσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει η να συνεχίσει την αναγκαστική εκτελεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης.

          Εάν όμως το απόγραφο έχει κατατεθεί στον συμβολαιογράφο-υπάλληλο του πλειστηριασμού που έχει διοριστεί φυσικά προς τούτο, τότε ....

06 Ιουνίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Ανακοπές / Αναστολές / Εκτέλεση

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης 3146/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Άννα Καρυδά, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ..2... οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο ο μεν πρώτος μετά και οι λοιποί δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ……….. ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ:         ……….ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξούσιου του δικηγόρου του Ανδρέα Βρόντου (Α.Μ. Δ.Σ. Καρδίτσας 249), κατοίκου Καρδίτσας, οδός Πλαστήρα 12 και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από …………. αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………., προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την από …….. πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν κατά τον τρόπο που πιο πάνω σημειώνεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. α) Σύμφωνα με το άρθρο 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ρητά η αρχή ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί νόμιμο τίτλο ως αιτία παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας και ότι συνεπώς ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ' ου η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στο δικαίωμα. Ειδικότερα ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα αυτό "δυνάμει σύμβασης", όπως είναι η εκποίηση από αναγκαστικό πλειστηριασμό, που αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1017 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 199, 513, 1192/και 1198 του ΑΚ, ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία      ενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή. Εάν ο υπερθεματιστής καταβάλλει ολόκληρο το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, το φόρο μεταβίβασης και την αναλογία στα έξοδα περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, γεννάται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να του χορηγήσει περίληψη ύστερα από αίτησή του. Με την έκδοση και μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα του πράγματος που πλειστηριάσθηκε, μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή. Η νομή, όμως του εκπλεισηριασθέντος δεν μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή eo ipso. Για τη μεταβίβασή της απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή, είτε εκουσίως από τον μέχρι τούδε νομέα του, σύμφωνα με το άρθρο 976 ΑΚ, είτε με αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της  κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ (ΑΠ 820/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, με βάση αυτή την περίληψη μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του. Έτσι, με βάση τον εν λόγω εκτελεστό τίτλο και σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 943 ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής αποβάλλει από το ακίνητο τον καθ' ου η εκτέλεση και εγκαθιστά σε αυτό τον υπερθεματιστή. Όσον δε αφορά τα εντός του ακινήτου κινητά πράγματα, τα οποία δεν είναι αντικείμενο της εκτέλεσης, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει, με απόδειξη, σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και, αν αυτός απουσιάζει ή αρνείται να τα παραλάβει, τα παραδίδει είτε σε πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια του καθ' ου η εκτέλεση είτε σε πρόσωπο που έχει την εξουσία να τα παραλάβει. Αν δεν υπάρχουν τα πρόσωπα που προ αναφέρθηκαν ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο που διορίζει ο ίδιος, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 956 ΚΠολΔ (ΑΠ 673/2019).

β) Εξάλλου, με το άρθρο 934 του ΚΠολΔ καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, των επί μέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία ανακοπή, αν αφορά ακυρότητες των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, που έλαβαν χώρα από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη και πέρα, που είναι η σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης, πρέπει να ασκείται με ποινή απαραδέκτου μέχρι την τελευταία πράξη που είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Η ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα αυτοδικαίως και την επόμενη πράξη, αλλά απαιτείται να προσβληθεί με ανακοπή και αυτή, εφόσον υπάρχει ακόμη η από το άρθρο 934 ΚΠολΔ προθεσμία για την προσβολή της, και κηρυχθεί από το Δικαστήριο η ακυρότητά της. Διαφορετικά, εφόσον προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως αυτοτελώς με ανακοπή και η επόμενη πράξη, η τελευταία ισχυροποιείται και παραμένει απρόσβλητη (Ολ. ΑΠ 9/2010, ΑΠ 1119/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 940 § 3 του ΚΠολΔ, αν ακυρωθεί αμετάκλητα αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τη ζημία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ. Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 475/2017, ΑΠ 792/2015, ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 1119/2011, ΑΠ 2207/2009, ΑΠ 289/2000, ΑΠ 978/1997, πρβ. ΑΠ 134/1999, ΑΠ 1325/1997 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δίδεται, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα ασκήσεως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής, με αίτημα την αποζημίωση, ή, επιβοηθητικά, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, υπέρ του καθ' ου η εκτέλεση κατά εκείνου που επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση και η δίκη αυτή δεν είναι περί την εκτέλεση, ώστε δεν έχουν εφαρμογή επ' αυτής οι ειδικοί κανόνες των άρθρων 933, 934 και 937 του ΚΠολΔ. Αυτονόητα, αν ακυρωθεί μια μόνο πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζημίωση περιορίζεται στη ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μόνο με την πράξη αυτή (ΑΠ 2207/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την αληθή, επομένως, έννοια της διάταξης του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, ερμηνευόμενης και υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας και των ταυτόσημων διατάξεων των άρθρων 2 § 3, 5 § 1 και 2 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (κυρ. Ν. 2462/1997), οι διατάξεις των οποίων κατοχυρώνουν, ταυτόσημα με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, δικαιώματα για πρόσβαση στα Δικαστήρια και δίκαιη δίκη, αλλά και του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η έγερση, και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, αξίωσης αποζημίωσης, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξ αιτίας άδικης εκτέλεσης και η παρεμπίπτουσα κρίση, κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημίωσης του καθ’ ου η εκτέλεση (Ολ ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2011, ΟλΑΠ 9/2010, ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 1379/2018, ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 2044/2014, ΑΠ 1462/2013, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1552/2009, ΕφΠειρ 342/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση αυτή οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναί: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, β) παράνομη, γ) υπαίτια, δ) επέλευση ζημίας και ε) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς, που πρέπει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και αφετέρου η υπαιτιότητα του τελευταίου (ΑΠ 1379/2018, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 2044/2014, ΑΠ 9/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αιτιώδης συνάφεια «ζημιογόνου γεγονότος» - «ζημίας» υπάρχει, όταν η πράξη/παράλειψη του ευθυνόμενου, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας ή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στο χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, που επήλθε στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 23/1998, ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1237/2014, ΕφΠειρ 342/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά προεχόντως κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 13/2004, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1831/2011, ΕφΛαρ 138/2004 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

γ) Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγής που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη. Η αοριστία αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, ενώ δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων (ΑΠ 778/2011, ΑΠ 250/2011, ΑΠ 878/2010, ΑΠ 1635/2008 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427). Με βάση τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298 ΑΚ προκύπτει ότι, για το ορισμένο αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας αδικοπραξίας του εναγομένου, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο θεμελιώνουν την παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου, την υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) αυτού και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς του εναγομένου και της ζημίας του ενάγοντος, και να καθορίζεται το ποσό αυτής κατά αιτία, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή ότι από την παράνομη ενέργεια αυτού επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 604/2009, ΑΠ 1863/2007, ΕφΛαρ 495/2019 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1060/2008 ΔΕΕ 2008.1284, ΕφΑΘ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008.933).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά τα στοιχεία αυτών διορθώθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις έγγραφες προτάσεις τους, εκθέτουν, κατά τη δέουσα από το Δικαστήριο εκτίμηση του δικογράφου, ότι την 27.07.2016 τους κοινοποιήθηκε εξώδικη δήλωση, καταγγελία και, πρόσκληση του εναγομένου-υπερθεματιστή για την απόδοση του ακινήτου, για το οποίο διενεργήθηκε πλειστηριασμός με βάση την υπ’ αριθμ. 8995/12.01.2009 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου …………. Ότι στην ως άνω εξώδικη δήλωση απάντησε με εξώδικη επίσης δήλωση ο πρώτος ενάγων, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουν αυτούσιο στην αγωγή και στην οποία αναφέρεται ότι ο εναγόμενος γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους είναι άκυρος ο διενεργηθείς πλειστηριασμός του επιδίκου ακινήτου, εμβαδού 300 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας εμβαδού 95 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «…………» του Δ.Δ ……….του Δήμου ………., ότι έγκυρος ήταν ο πλειστηριασμός που διενεργήθηκε με υπερθεματιστή τον …………, ο οποίος όμως με ευθύνη του εναγόμενου και της συμβολαιογράφου από έγκυρος κατέστη άκυρος και για τους λόγους αυτούς για χρονικό διάστημα πλέον των επτά (7) ετών δεν προέβη στην εκτέλεση της κατακυρωτικής έκθεσης και στην αποβολή τους από το ακίνητο και όχι λόγω δήθεν υφιστάμενης μεταξύ τους σύμβαση χρησιδανείου, η οποία και ουδέποτε καταρτίστηκε, ζήτησε δε να του γνωστοποιήσει εγγράφως ο εναγόμενος εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης του το υπόλοιπο της οφειλής και τελικά αναφέρεται ότι ενόψει αυτών δεν υφίσταται θέμα απομάκρυνσης των κινητών πραγμάτων από το ακίνητο και παράδοση των κλειδιών. Στη συνέχεια εκθέτουν ότι ο εναγόμενος δεν απάντησε στην ως άνω εξώδικη δήλωση και την 08.12.2016 προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του πλειστηριασμού και συνετάγη η υπ' αριθμ. …….. έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου …… με έδρα το Πρωτοδικείο …….. και ότι η αποβολή έγινε εναντίον της τρίτης ενάγουσας ………., το δε περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης παρατίθεται αυτούσιο στην αγωγή. Περαιτέρω εκθέτουν ότι ο εναγόμενος προέβη στην βίαιη αποβολή και εγκατάσταση του ίδιου στο ακίνητο παρότι ο πλειστηριασμός ήταν άκυρος και επιπρόσθετα παρότι είχε εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς η απαίτησή του, ενώ ουδόλως απάντησε στην εξώδικη πρόσκλησή του πρώτου ενάγοντος να του γνωστοποιήσει εγγράφως το τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο της οφειλής τους από την ……… διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου …….. για απαίτησή του από δάνειο και ο ίδιος τους είχε δηλώσει, ενόψει των ποινικών ευθυνών του που του διαμηνύθηκαν από τους ενάγοντες μετά τον πλειστηριασμό του ακινήτου, ότι θα προέβαινε είτε σε ακύρωση του πλειστηριασμού είτε θα μεταβίβαζε την κυριότητα του στην τρίτη των εναγόντων, χωρίς όμως και να το πράξει, και για τους ίδιους λόγους και για χρονικό διάστημα επτά (7) ετών δεν προέβαινε σε εκτέλεση της κατακυρωτικής έκθεσης. Επίσης, ισχυρίζονται ότι οι πράξεις του εναγομένου είναι αξιόποινες σε βαθμό κακουργήματος, ότι θα καταφύγουν στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και θα καταθέσουν αγωγή ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούν να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλλει ως χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της αξιόποινης, άδικης και καταχρηστικής συμπεριφοράς του σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αγωγή, με την οποία ζητείται η αναγνώριση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την αποδιδόμενη στον εναγόμενο αδικοπρακτική συμπεριφορά, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλη και αναρμόδιο μεν κατ' αρχή κατά τόπο προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης (εφόσον η κατοικία του εναγομένου είναι η …….. της Δημοτικής Ενότητας …… του Δήμου …….. της περιφερειακής ενότητας ………, η δε αναφερόμενη στην αγωγή αδικοπραξία επίσης φέρεται ότι τελέστηκε στον άνω τόπο και αρμόδιο εξ αυτού παρίσταται το Μονομελές Πρωτοδικείο ……..), καθιστάμενου όμως αρμόδιου κατά τόπο λόγω σιωπηρής παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας, εφόσον ο εναγόμενος, που εμπρόθεσμα προκατέθεσε προτάσεις για την παρούσα συζήτηση, δεν προέβαλλε καμία ένσταση περί της αναρμοδιότητας αυτής (14 § 2 και 42 § 2 ΚΠολΔ, ΠΠρΑΘ 650/2016, ΠΠρΑΘ 1092/2012, ΜΠρΑΘ 182/2017 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως η αγωγή τυγχάνει νομικά αόριστη, καθόσον, από την επισκόπηση της αγωγής και με βάση τα όσα οι ενάγοντες εκθέτουν σ' αυτήν είναι πρόδηλο ότι η αγωγή τους, μολονότι επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, δεν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. Ειδικότερα, ως παράνομη ενέργεια αυτού αναφέρεται η αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του διενεργηθέντος στο περιγραφόμενο ακίνητο πλειστηριασμού με την σύνταξη της η υπ' αριθμ. ………. έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του αναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, με την οποία αποβλήθηκε από τη νομή του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου η τρίτη ενάγουσα, ……… και εγκαταστάθηκε ο εναγόμενος ως υπερθεματιστής, χωρίς όμως ουδόλως να προσδιορίζεται για ποιο λόγο είναι άκυρος ο πλειστηριασμός ή ότι η αναγκαστική εκτέλεση και εντεύθεν ο πλειστηριασμός ακυρώθηκαν αμετάκλητα όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα, ενώ επιπρόσθετα δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την υπό κρίση αγωγή δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων με την ιδιότητά τους ως καθ' ων η εκτέλεση καθώς και περιστατικά παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για την άσκηση και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, αξίωσης αποζημίωσης, αυτοτελούς αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ιβ νομική σκέψη. Επιπλέον δε ουδόλως προσδιορίζεται η υπαιτιότητά του εναγομένου και, ιδίως, ποιες συγκεκριμένες διατάξεις του ΠΚ αυτός παραβίασε και το είδος του πταίσματος (δόλου ή αμέλειας) που τυχόν τον βαρύνει, αλλά αναφέρεται γενικά και χωρίς έκθεση πραγματικών περιστατικών ότι οι πράξεις του εναγομένου είναι αξιόποινες σε βαθμό κακουργήματος και ότι θα καταφύγουν στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και θα καταθέσουν αγωγή ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου. Η αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο εναγόμενος τους είχε δηλώσει, μετά τον πλειστηριασμό του ακινήτου, ότι θα προέβαινε είτε σε ακύρωση του πλειστηριασμού είτε θα μεταβίβαζε την κυριότητα του στην τρίτη των εναγόντων, χωρίς όμως και να το πράξει, δεν καθιστά την αγωγή ορισμένη, καθόσον αναφέρεται σε άτυπη δήλωση του υπερθεματιστή εναγομένου και σε ενέργειες στις οποίες αυτός δεν προέβει, αφού η αθέτηση των τυχόν δηλώσεών του, χωρίς άλλα περιστατικά, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αδικοπραξία, ενόψει και του ότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ια νομική σκέψη με την έκδοση και μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα του πράγματος, που πλειστηριάσθηκε, μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή, αλλά για τη μεταβίβαση της νομής απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή και νομίμως χωρεί αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου η εκτέλεση από τον εναγόμενο της ως άνω περίληψης δεν συνιστά αδικοπραξία, αφού δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του.

Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ιγ νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ οι ενάγοντες πρέπει, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου (άρθρα 176 και 191 § παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600,00 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σας 24 Μαρτίου 2022, με την παρουσία της γραμματέως και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013